Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 530/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     530/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΈΦΕΣΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ……….., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Λουκά Στεφάνου.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘ’ ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ: 1) Αλλοδαπής εταιρίας ……….., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νίκου Αναγνωστόπουλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και 2) …………,  η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ηλία Καραμπελιά.

Η ενάγουσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 3-8-2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …../6-8-2012 αγωγή της κατά της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την από 4-12-2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./4-12-2012 προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση –  ανακοίνωση δίκης κατά της ………… και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί των ανωτέρω αγωγής και προσεπίκλησης – ανακοίνωσης δίκης, οι οποίες συζητήθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, η μεν πρώτη αντιμωλία των διαδίκων, η δε δεύτερη ερήμην της προσεπικαλούμενης – καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης, το άνω Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθ. 1286/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχτηκε την αγωγή και απέρριψε την προσεπίκληση – ανακοίνωση δίκης. Την απόφαση αυτή πρόσβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη με την από 9-7-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./9-7-2020 έφεσή της, όπως συμπληρώθηκε με τους από 14-1-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../14-1-2021 πρόσθετους λόγους έφεσης ενώπιον του  Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση των οποίων προσδιορίσθηκε για την 18-1-2021, οπότε ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 11-2-2021 έως 22-3-2021 εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού. Στη συνέχεια, με τη με αριθ. 87/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή, η άνω έφεση και οι άνω πρόσθετοι λόγοι ορίστηκαν να συζητηθούν αρχικά κατά την 3-6-2021 και κατόπιν νόμιμης αναβολής κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (17-2-2022), κατά την οποία εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από το Δικαστή, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ) η από 9-7-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/9-7-2020 έφεση της εναγόμενης – προσεπικαλούσας σε πρόσθετη παρέμβαση – ανακοινούσας δίκη, κατά της με αριθμό 1286/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε α) επί της από 3-8-2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …../6-8-2012 αγωγής της πρώτης εφεσίβλητης και β) επί της από 4-12-2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …../4-12-2012 προσεπίκλησης σε πρόσθετη παρέμβαση – ανακοίνωσης δίκης της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της καθ’ ης η προσεπίκληση – ανακοίνωση δίκης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 496, 511, 513 παρ. 1 β, 516 και 518 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, καθώς η τελευταία επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 10-6-2020, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά …………… επί επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης αυτής που η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει, ενώ το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 9-7-2020, όπως προκύπτει από τη με την ίδια ημερομηνία έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιά. Συνεπώς, η άνω έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (522, 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει και του ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της η εκκαλούσα έχει καταθέσει το απαιτούμενο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Αβ Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’, 87) (βλ. το με αριθμό ……….. ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Ακόμη, φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι από 14-1-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../14-1-2021 πρόσθετοι λόγοι έφεσης της άνω εναγομένης, που πλήττουν την ίδια άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Οι άνω πρόσθετοι λόγοι έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι αναφέρονται σε κεφάλαια της απόφασης που πλήττονται με την έφεση και συνέχονται αναγκαστικά με αυτά και ασκούνται με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στους εφεσίβλητους (ενάγουσα και καθ’ ης η προσεπίκληση / ανακοίνωση δίκης) τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης στο Δικαστήριο τούτο, η οποία για πρώτη φορά έλαβε χώρα κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …./15-1-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….. και την υπ’ αριθ. ………./18-1-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πατρών ………….. (με την επισήμανση ότι, για τον υπολογισμό της προθεσμίας κατάθεσης και κοινοποίησης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης, ως ημέρα συζήτησης της υπόθεσης νοείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκαση αυτής, ανεξάρτητα αν αυτή είναι η, κατά τα άρθρα 226 παρ. 1 και 498 παρ. 1, από το γραμματέα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αρχικά ορισθείσα ή μεταγενέστερη που προσδιορίστηκε μετά την αναβολή ή τη ματαίωσή της – Ολ.Α.Π. 27/2007, Ολ.Α.Π. 2091/1986, Α.Π. 859/2002, Α.Π. 18/2002, Α.Π. 1616/2000, Εφ.Πειρ. 56/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Είναι, επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι  παραδεκτοί και πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), συνεκδικαζόμενοι υποχρεωτικά με την έφεση, διότι τελούν σε εξάρτηση με αυτή και φέρουν ως προς αυτήν παρακολουθηματικό χαρακτήρα (άρθρο 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, Εφ.Πειρ. 85/2018, Εφ.Πειρ. 56/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 112, αριθ. 82, σ. 804, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, Ε’ έκδοση, παρ. 584, σ. 240).

2. Με την από 3-8-2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …../6-8-2012 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, η ενάγουσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητη εκθέτει ότι είναι κινεζική εταιρία, δραστηριοποιούμενη στον χώρο της εμπορίας και των εξαγωγών χαλιών. Ότι δυνάμει της από 3ης Ιουλίου 2009 σύμβασης πώλησης που συνήψε με τη ……… και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία διατηρεί ατομική επιχείρηση στον … .. Αχαΐας, ανέλαβε να προμηθεύσει σ’ αυτήν τις αναφερόμενες ποσότητες χαλιών, συνολικής αξίας 289.888,20 δολαρίων Η.Π.Α. Ότι από το συνολικό τίμημα της ως άνω πώλησης συμφωνήθηκε η αγοράστρια να της προκαταβάλει ποσό ύψους 50.000,00 δολαρίων Η.Π.Α, το δε υπόλοιπο να εξοφληθεί εντός 60 ημερών από την ημερομηνία της από πλευράς της παράδοσης των εμπορευμάτων προς αποστολή. Ότι τα παραπάνω εμπορεύματα θα παραδίδονταν προς αποστολή συσκευασμένα σε δέματα, εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την είσπραξη της ως άνω προκαταβολής και θα μεταφέρονταν δια θαλάσσης από τον λιμένα Xinsang της Κίνας (λιμένας φόρτωσης) σε ελληνικό λιμένα (λιμένα προορισμού) από όπου θα τα παραλάμβανε η αγοράστρια. Ότι σύμφωνα και με την πρακτική που ακολουθείται σε τέτοιου είδους διεθνείς συναλλαγές, τα έγγραφα των φορτίων των εμπορευμάτων θα αποστέλλονταν και θα παραδίδονταν στην παραλήπτρια ………. και η είσπραξη της αξίας τους θα γινόταν με τη μεσολάβηση της κινεζικής τράπεζας «ΒΑΝΚ OF CHINA LIMITED» που θα αναλάμβανε για λογαριασμό της τη διεκπεραίωση της σχετικής εξαγωγής. Ότι, ειδικότερα, η άνω τράπεζα θα απέστελλε τα αιτούμενα για την παραλαβή των εμπορευμάτων έγγραφα σε τράπεζα του τόπου παράδοσης αυτών στην Ελλάδα, με την προς αυτήν εντολή να τα παραδώσει στην άνω παραλήπτρια μόνον υπό τους όρους και σύμφωνα με τις οδηγίες που θα χορηγούσε ειδικώς σε αυτή (στην εν Ελλάδι τράπεζα), ώστε να διασφαλιζόταν η εξόφληση της αξίας των εμπορευμάτων από την παραλήπτρια. Ότι σε εκτέλεση της παραπάνω συμφωνίας τους η ίδια εξέδωσε ακολούθως επ’ ονόματι της άνω αγοράστριας τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια για τα παραπάνω εμπορεύματα, που συμφωνήθηκαν παραδοτέα στον Πειραιά. Ότι έναντι της αξίας των εμπορευμάτων που θα παραδίδονταν η αγοράστρια προκατέβαλε κατά τα συμφωνηθέντα το ποσό των 50.000,00 δολαρίων Η.Π.Α, το οποίο η ίδια καταλόγισε κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο στα σχετικά τιμολόγια που εξέδωσε. Ότι η εξόφληση από την αγοράστρια του άνω τιμήματος των εμπορευμάτων και η παράδοση σε αυτή των νομιμοποιητικών εγγράφων για την παραλαβή τους στον Πειραιά θα γινόταν, σύμφωνα και με τα τιμολόγια, με το διεθνώς χρησιμοποιούμενο όρο «Documents againt Payment 60 days from shipment date», δηλαδή η αγοράστρια των εμπορευμάτων θα παραλάμβανε αυτά μόνον μετά την ολοσχερή εξόφληση από αυτήν του υπολοίπου τιμήματος, η οποία έπρεπε να λάβει χώρα 60 ημέρες μετά την ημερομηνία φόρτωσης των εμπορευμάτων προς μεταφορά. Ότι η εξόφληση του τιμήματος και η παραλαβή των εγγράφων των εμπορευμάτων από την αγοράστρια υπό τους παραπάνω όρους θα γινόταν μέσω του επί των οδών ……….. καταστήματος της εναγόμενης στα ……….. Πειραιά και προς τούτο εκδόθηκαν οι αναφερόμενες στην αγωγή εντολές είσπραξης της ενεργούσας για λογαριασμό της ιδίας κινεζικής τράπεζας «ΒΑΝΚ ΟΕ CHINA LIMITED» προς το άνω κατάστημα της εναγόμενης. Ότι τις εντολές αυτές αποδέχθηκε η εναγόμενη με την από 12-10-2009 ενημέρωση αποδοχής και το από 29-10-2009 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε προς την άνω κινεζική τράπεζα, πλην όμως στη συνέχεια, κατά παράβαση των άνω εντολών που της είχαν δοθεί, η εναγόμενη παρέδωσε τα νομιμοποιητικά έγγραφα παραλαβής των αντίστοιχων στα άνω τιμολόγια φορτίων στην άνω αγοράστρια χωρίς η τελευταία να έχει εξοφλήσει την αξία τους. Ότι από την άνω αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγόμενης η ίδια υπέστη ζημία ισόποση με το ανεξόφλητο ποσό εκάστου των οικείων τιμολογίων, ενόψει του ότι η αγοράστρια των εμπορευμάτων, μετά την παραλαβή τους, κατέστη πλήρως αφερέγγυα, με αποτέλεσμα η ίδια να αδυνατεί να εισπράξει το υπόλοιπο του οφειλόμενου τιμήματος των εμπορευμάτων. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, επικαλούμενη ευθύνη της εναγόμενης κατά τις διατάξεις περί εντολής, ζητεί, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και συμπεριλήφθηκε στις νόμιμα κατατεθείσες πρωτόδικες προτάσεις της (άρθρα 223, 224, 295 παρ. 1, 297 Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να της καταβάλει ως αποζημίωση το σε ευρώ ισάξιο των 243.551,64 δολαρίων Η.Π.Α, με βάση τη μέση επίσημη ισοτιμία ευρώ /δολαρίου Η.Π.Α. που θα ισχύει κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως με βάση τη μέση ισοτιμία που ίσχυε κατά το χρόνο παράδοσης από την εναγόμενη των εμπορικών εγγράφων των οικείων φορτίων, ήτοι,  αντίστοιχα, το ποσό των 102.685,24 ευρώ (ισάξιο του ποσού των δολαρίων Η.Π.Α. 152.621,07, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή) και το ποσό των 61.618,48 ευρώ (ισάξιο του ποσού των δολαρίων Η.Π.Α. 90.930,39, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή), άλλως με βάση τη μέση επίσημη ισοτιμία που θα ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της ημέρας παράδοσης στην αγοράστρια των εμπορικών εγγράφων των οικείων φορτίων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

3.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής και ότι για την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, στην οποία επιχειρεί θεμελίωση η αγωγή, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό (κρίσεις που δεν πλήττονται με κύριο ή πρόσθετο λόγο έφεσης), ακολούθως: Α) δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη όσον αφορά το επικουρικά αιτούμενο ποσό του ισόποσου σε ευρώ των 243.551,46 δολαρίων Η.Π.Α, όπως η μέση επίσημη ισοτιμία των άνω νομισμάτων ίσχυε κατά τους χρόνους παράδοσης από την εναγόμενη στην αγοράστρια των εμπορικών εγγράφων των οικείων φορτίων και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 164.303,72 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση Και Β) Απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την από 4-12-2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/4-12-2012 προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – ανακοίνωση δίκης, την οποία άσκησε η εναγόμενη κατά της …………, προσεπικαλώντας την τελευταία, ως δικονομική της εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ της στην επί της άνω αγωγής δίκη, στην οποία, όμως, η τελευταία δεν παρέστη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη με την άνω έφεσή της και τους άνω πρόσθετους λόγους της, για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων της και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της και να γίνει δεκτή η  προσεπίκληση – ανακοίνωση δίκης.

4. Με τον υπό στοιχείο Α2 λόγο της έφεσης η εναγόμενη επαναφέρει την απορριφθείσα πρωτοδίκως ένστασή της περί αοριστίας της αγωγής, ισχυριζόμενη ότι στο δικόγραφό της δεν εκτίθενται τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα εναντίον της. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, σε σχέση με τη μόνη βάση της αγωγής από συμβάσεις εντολής, δεν διευκρινίζεται εάν για την ένδικη οφειλή έχει εναχθεί και η αγοράστρια και μόνη οφειλέτρια του ανεξόφλητου υπολοίπου του τιμήματος των εμπορευμάτων …………., ούτε εάν έχει ζητηθεί από την τελευταία να καταβάλει το άνω υπόλοιπο και αυτή το αρνήθηκε, ούτε εάν η τελευταία έχει αποδεχθεί δυο συναλλαγματικές προς εξασφάλιση του άνω υπολοίπου. Ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι η εναγόμενη δεν ενάγεται με βάση συμβάσεις πώλησης αλλά με βάση συμβάσεις εντολής και συνακόλουθα, δεν απαιτείτο να γίνει στο δικόγραφο της αγωγής επίκληση άλλων στοιχείων, πέραν εκείνων που θεμελιώνουν ευθύνη της εναγόμενης από συμβάσεις εντολής. Σε κάθε περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι προσδιορίζονται επαρκώς σ’ αυτό όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία όσον αφορά την επικαλούμενη ευθύνη της εναγόμενης από συμβάσεις εντολής και δη οι εντολές που δόθηκαν στην εναγόμενη και η ζημία την οποία υπέστη η ενάγουσα εντολέας της, με γενεσιουργό αιτία το πταίσμα της εναγόμενης (εντολοδόχου), ευθυνόμενης της τελευταίας και για ελαφριά αμέλεια (Α.Π. 335/2010, Εφ.Πειρ. 194/2021,  Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, αναφέρεται ότι η ευθύνη της εναγόμενης συνίσταται στο ότι αυτή, κατά παράβαση των ρητών οδηγιών που της δόθηκαν από την κινεζική τράπεζα «BANK OF CHINA LIMITED, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της ενάγουσας και ως άμεση αντιπρόσωπός της, στις οποίες (οδηγίες) ενσωματώθηκε ο όρος «Documents against payment», με την έννοια και το περιεχόμενο που έχει σύμφωνα με τους Ομοιόμορφους Κανόνες για Εισπράξεις (Uniform Rules for Collections) υπ’ αριθ. 522 του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (International Chamber of Commerce), παρέδωσε τα εμπορικά έγγραφα του φορτίου στην παραλήπτρια αυτού χωρίς να έχει προηγουμένως εξοφληθεί ολοσχερώς το τίμημα των εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να μην εισπράξει κατά τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα εξόφλησης των οικείων τιμολογίων (ήτοι στις 19-11-2009 και 11-12-2009 αντίστοιχα, οπότε παραδόθηκαν τα εμπορικά έγγραφα των εμπορευμάτων στην αγοράστρια) το αναφερόμενο πλήρες ποσό της νόμιμης απαίτησής της για το τίμημα αυτών και να υποστεί, με την παρέλευση της δήλης ημέρας εξόφλησης εκάστου τιμολογίου και τη μη πληρωμή του ποσού του από την αγοράστρια, ζημία ίση με το ανεξόφλητο υπόλοιπο των τιμολογίων, του οποίου είναι πλέον απολύτως αδύνατη η είσπραξη, λόγω πλήρους οικονομικής αφερεγγυότητας της αγοράστριας. Συνακόλουθα, η αγωγή περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρα 714,  719, 297 και 298 Α.Κ,  για τη νομική της θεμελίωση σε ενδοσυμβατική ευθύνη με βάση τις διατάξεις περί εντολής και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση, έστω χωρίς ειδική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ), ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε. Επομένως, ο υπό στοιχείο Α2 λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

5. Mε τον υπό στοιχείο Α3 λόγο της έφεσης η εναγόμενη επαναφέρει τον υποβληθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό της ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, διότι η ίδια στην πραγματικότητα δεν υποσχέθηκε στην ενάγουσα την εκπλήρωση του άνω χρέους της . ……., ούτε υποσχέθηκε στην τελευταία την πληρωμή  του άνω χρέους της προς την ενάγουσα σε περίπτωση μη εξόφλησής του, αφού, ως διαμεσολαβούσα τράπεζα, δεν υποκαθιστούσε την αγοράστρια κατά τις ένδικες συναλλαγές έναντι της πωλήτριας – ενάγουσας, ούτε ήταν οφειλέτης της τελευταίας και οι όποιες συνεννοήσεις της στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών γινόταν με την κινεζική Τράπεζα «BANK OF CHINA LIMITED» και όχι με την ενάγουσα και τέλος, ενόψει του ότι η τελευταία αποσιωπά ότι το δικαίωμά της για το επίδικο τίμημα των εμπορευμάτων είχε ενσωματωθεί σε δυο συναλλαγματικές με τον όρο Ε.Π. (δηλαδή ότι ήταν πληρωτέες κατά τη λήξη τους με παράδοση των εμπορικών εγγράφων), από τις οποίες η μια αντικαταστάθηκε και ήταν πληρωτέα κατά τη λήξη της από την αγοράστρια, χωρίς να εμπεριέχει τον άνω όρο. Ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι δεν αναφέρεται σε περιστατικά που εκτίθενται στην αγωγή και επηρεάζουν τη νομική βασιμότητά της. Επισημαίνεται εδώ ότι, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι συμβάσεις για τις δυο επίδικες εντολές είσπραξης αξιών καταρτίστηκαν μεταξύ της εναγόμενης και της άνω αναφερόμενης κινεζικής τράπεζας, που ενεργούσε για λογαριασμό και ως άμεση αντιπρόσωπος της ενάγουσας και η προκύψασα ζημία που φέρεται να υπέστη η τελευταία δεν σχετίζεται με επιλογή της αντισυμβαλλόμενης αγοράστριας αλλά με παραβίαση του περιεχομένου και των όρων των επίδικων εντολών από την εναγόμενη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε νόμιμη την αγωγή κατά τη μόνη βάση της από συμβάσεις εντολής, έστω χωρίς ειδική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.

6. Με τον Α1 λόγο έφεσης η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία της εκκαλουμένης είναι ασαφής διότι από τη μείζονα πρόταση αυτής δεν προκύπτει «βάσει ποιού πλαισίου διατάξεων» το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η εναγόμενη, με την ιδιότητα της μεσολαβούσας τράπεζας, δεν επέδειξε φροντίδα κατά την ανατεθείσα σε εκείνη διεκπεραίωση της ένδικης εξαγωγής. Ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το «πλαίσιο διατάξεων» στο οποίο στηρίζεται η σχετική κρίση της εκκαλουμένης εκτίθεται λεπτομερώς στη σελ. 6 στιχ. 30-34 αυτής, όπου παρατίθενται οι διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 345, 346, 361, 713, 714, 719, 876 επ. Α.Κ, 25 έως 34 ΝΔ της 17 Ιουλ. / 23 Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» και των άρθρων 68, 70, 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, από τις οποίες προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχεται την επικαλούμενη από την ενάγουσα ευθύνη της εναγόμενης κατά τις διατάξεις του Α.Κ. περί εντολής, για τις οποίες γίνεται ειδική αναφορά στην παρακάτω υπ’ αριθ. 10 νομική σκέψη.

7. Με τον υπό στοιχείο Β1 λόγο της έφεσης η εναγόμενη παραπονείται για την απόρριψη πρωτοδίκως ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας της προσεπίκλησης σε πρόσθετη παρέμβαση – ανακοίνωσης δίκης που άσκησε κατά της αγοράστριας των αναφερόμενων στην αγωγή εμπορευμάτων ……………, ισχυριζόμενη ότι για το ορισμένο της αρκούσαν οι αναφορές στο δικόγραφό της ότι η ίδια συνδέεται με την προσεπικαλούμενη αγοράστρια λόγω της ιδιότητάς της ως μεσολαβήσασας τράπεζας στην ένδικη αγοραπωλησία, ότι η προσεπικαλούμενη αγοράστρια υπέχει ευθύνη απέναντί της (εναγόμενης) για τη συμπεριφορά της κατά τη συναλλαγή και ειδικότερα για τη μη καταβολή του άνω υπολοίπου του τιμήματος, διότι από την ίδια (εναγόμενη) έλαβε τα απαραίτητα έγγραφα για την ολοκλήρωση της συναλλαγής της με την ενάγουσα και ότι, σε περίπτωση που η ίδια καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση το αιτούμενο υπόλοιπο ποσό τιμήματος, το οποίο η προσεπικαλούμενη δεν της κατέβαλε για να το εμβάσει για την ενάγουσα στην εντολοδόχο για την εξαγωγή κινεζική τράπεζα «BANK OF CHINA», η ίδια θα δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά της αγοράστριας, ζητώντας το από εκείνη. Ακόμη, με το δεύτερο πρόσθετο λόγο έφεσης (ο οποίος εσφαλμένα αριθμείται ως πρώτος πρόσθετος λόγος), η εναγόμενη παραπονείται για την άνω απόρριψη της προσεπίκλησης – ανακοίνωσης δίκης, καίτοι στο δικόγραφό της η ένδικη αξίωση της ενάγουσας απέναντί της προβάλλεται ως άρρηκτα συνδεόμενη με την αναφερόμενη στην αγωγή αγοραπωλησία που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της προσεπικαλούμενης αγοράστριας και ως αφορούσα το οφειλόμενο – και μη καταβληθέν – από τη δεύτερη στην πρώτη ποσό τιμήματος, στο πλαίσιο της οποίας (αγοραπωλησίας), πριν η δεύτερη παραβεί την υποχρέωση καταβολής στην πρώτη του οφειλόμενου τιμήματος, υπήρχε η συναφής σχέση της με την ίδια (εναγόμενη) ως μεσολαβούσα τράπεζα. Επί των άνω κύριου και πρόσθετου λόγου έφεσης παρατηρούνται τα εξής:

8. Η προσεπίκληση προβλέπεται περιοριστικά στον Κ.Πολ.Δ. σε τρεις περιπτώσεις και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις των αναγκαίων ομοδίκων (άρθρο 86 Κ.Πολ.Δ.), του εμπράγματου δικαιούχου – αληθινού κύριου ή νομέα (άρθρο 87 Κ.Πολ.Δ.) και του δικονομικού εγγυητή (άρθρο 88 Κ.Πολ.Δ.) (Α.Π. 245/2006, Εφ.Θεσ. 3337/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα, Αστικό δικονομικό δίκαιο, 1986, σ. 308, Κουτσούκο, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, 1999, σ. 34 – 35). Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή προβλέπεται στο άρθρο 88 Κ.Πολ.Δ, το οποίο ορίζει ότι ο ενάγων, ο εναγόμενος και ο κυρίως παρεμβαίνων έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν στη δίκη εκείνους από τους οποίους έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας. Η υποχρέωση του τρίτου να αποζημιώσει τον διάδικο βασίζεται σε μία προϋπάρχουσα έννομη σχέση, η οποία συνδέει τα δύο αυτά πρόσωπα. Η έννομη αυτή σχέση μπορεί να προκύπτει, είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση που θα δεσμεύει διάδικο και τρίτο, είναι δε, τόσο από υποκειμενικής όσο και από αντικειμενικής άποψης διαφορετική από την έννομη σχέση που κρίνεται στην κύρια δίκη, ενώ θα πρέπει για το ορισμένο της προσεπίκλησης να αναφέρεται στο δικόγραφο αυτής. Μεταξύ των δύο αυτών εννόμων σχέσεων υπάρχει κοινότητα του ενός υποκειμένου, δηλαδή του προσεπικαλέσαντος. Από την εν λόγω έννομη σχέση, η οποία συνδέει τον διάδικο με τον τρίτο, απορρέει η εξάρτηση της έννομης θέσης του τρίτου από την έννομη σχέση που κρίνεται στην κύρια δίκη. Η υποχρέωση προς αποζημίωση δεν είναι ανεξάρτητη από τη δυσμενή έκβαση της κύριας δίκης. Η ήττα του προσεπικαλέσαντος διαδίκου αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της υποχρέωσης του τρίτου προς αποζημίωση. Έναν όρο που είναι απαραίτητος για τη δημιουργία της εγγυητικής ευθύνης του προσεπικληθέντος (άρθρο 69 παρ. 1 στοιχ. ε’ Κ.Πολ.Δ.) (Α..Π. 1105/2017, Α.Π. 2077/2013, Α.Π. 1188/2007, Α.Π. 960/1999, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κουτσούκο, ό.α, σ. 186 – 189, 196 σημ. 361, Νίκα σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, 2000, υπ’ άρθρο 88, παρ. 1, σ. 200). Δεν υφίσταται επομένως σχέση δικονομικής εγγύησης όταν η υποχρέωση προς αποζημίωση του τρίτου δεν εξαρτάται από την έκβαση της κύριας δίκης (Εφ.Θεσ. 1169/2016, Εφ.Αθ. 3321/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κουτσούκο, ό.α, σ. 190) ή όταν ο τρίτος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος έναντι του αντιδίκου του προσεπικαλέσαντος και έπρεπε να εναχθεί απευθείας στο πλαίσιο της κύριας δίκης (Α.Π. 1105/2017, ό.α, Α.Π. 1491/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 690/1985, Δ. 1987, 505 – 506, Κουτσούκο, ό.α, σ. 194). Τέτοιοι ισχυρισμοί εκ μέρους του προσεπικαλέσαντος καθιστούν την προσεπίκληση μη νόμιμη (Α.Π. 415/2010, Εφ.Θεσ. 203/2011, Εφ.Θεσ. 311/2010. Εφ.Πατρ. 156/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη στην περίπτωση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή επιτρέπεται με την προσεπίκληση να σωρευθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία να ζητείται η καταβολή στον προσεπικαλέσαντα από τον προσεπικληθέντα: α) όλου ή μέρους του ποσού εκείνου, το οποίο σε περίπτωση ευδοκίμησης της κατά του εναγόμενου κύριας αγωγής θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον εναγόμενο, ή β) αποζημίωσης για την περίπτωση ήττας στην κύρια δίκη, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον ενάγοντα (Α.Π. 1105/2017, Α.Π. 1823/2014, Α.Π. 1188/2007, Α.Π. 1239/1993, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 89 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ, η άσκηση της προσεπίκλησης έχει τα αποτελέσματα της αγωγής και επομένως και τη δημιουργία εκκρεμοδικίας (άρθρο 221 παρ. 1 στοιχ. α’ Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, συνεπώς, για να επέλθει εναρμόνιση με την αρχή της διάθεσης (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ), να εμπεριέχεται στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή συγκεκριμένο αίτημα (άρθρα 89 εδ. α’ και 216 παρ. 1 στοιχ. γ’ Κ.Πολ.Δ.). Το αίτημα αυτό θα είναι είτε αναγνωριστικό της υποχρέωσης του τρίτου να αποζημιώσει τον προσεπικαλέσαντα σε περίπτωση ήττας του στην κύρια δίκη, είτε καταψηφιστικό να υποχρεωθεί ο προσεπικαλέσας να καταβάλει στον προσεπικληθέντα την οφειλόμενη αποζημίωση (βλ. Κουτσούκο, ό.α, σ. 98, 99). Το αίτημα που περιέχεται στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή δεν αποτελεί παρεμπίπτον (παρεμπίπτουσα αγωγή) της κύριας αγωγής (αίτησης παροχής δικαστικής προστασίας) υπό την έννοια του άρθρου 283 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Πρωτίστως, δεν ασκείται μεταξύ των ίδιων προσώπων («ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους» – άρθρο 283 Κ.Πολ.Δ.), δηλαδή μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του, υπό την αυτή ιδιότητα, δηλαδή ο ενάγων της αρχικής αγωγής να είναι και αυτός που υποβάλλει και την αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας που εισάγεται με την προσεπίκληση την οποία και θα στρέφει κατά του ήδη αντιδίκου του στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Στην περίπτωση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή επιτιθέμενος είναι ο προσεπικαλέσας, ενώ αμυνόμενος ο προσεπικληθείς. Εξάλλου η αίτηση δικαστικής προστασίας που εισάγεται με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή δεν αποτελεί συμπλήρωμα της αρχικής αγωγής. Αυτό συμβαίνει γιατί, όπως προαναφέρθηκε, βασίζεται σε διαφορετική ουσιαστική έννομη σχέση από ότι η κύρια αγωγή. Η κύρια αγωγή έχει ως βάση της την έννομη σχέση που συνδέει τον προσεπικαλέσαντα με τον αντίδικό του, ενώ η προσεπίκληση την έννομη σχέση που συνδέει τον προσεπικαλέσαντα με τον προσεπικληθέντα. Η αυτοτελής αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας που εισάγεται με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή στρέφεται κατά του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή, ο οποίος καθίσταται έτσι αντίδικος του προσεπικαλέσαντος στο πλαίσιο μίας νέας έννομης σχέσης δίκης. Στο πλαίσιο, ακριβώς, της νέας αυτής έννομης σχέσης δίκης ο προσεπικαλέσας υπέχει θέση ενάγοντος – επιτιθέμενου και ο προσεπικληθείς θέση εναγόμενου – αμυνόμενου (βλ. Κουτσούκο, ό.α, σ. 56, 98 – 99). Στόχος της νέας αυτής έννομης σχέσης δίκης είναι η ταυτόχρονη επίλυση δύο ουσιαστικά συνδεόμενων μεταξύ τους διαφορών, και συγκεκριμένα, αφενός της διαφοράς μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του, που κρίνεται στην κύρια δίκη, και αφετέρου αυτής που υφίσταται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του προσεπικληθέντος. Η ταυτόχρονη επίλυση των δύο διαφορών επιτυγχάνεται με την υπαγωγή της διαφοράς προσεπικαλέσαντος και προσεπικληθέντος στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επίλυση της διαφοράς που υφίσταται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου αυτού (δικαστήριο αρμόδιο για την κύρια δίκη – άρθρο 31 παράγραφοι 1 και 2 Κ.Πολ.Δ.) (βλ. Κουτσούκο, ό.α, σ. 116- 117). Εάν στο δικόγραφο δεν περιέχεται αίτημα για την παροχή δικαστικής προστασίας, δεν θα πρόκειται για προσεπίκληση, αλλά για ανακοίνωση της δίκης στο δικονομικό εγγυητή κατ’ άρθρο 91 Κ.Πολ.Δ. (βλ. Κουτσούκο, ό.α, σ. 108, σ. 452). Περαιτέρω, με μόνη την άσκηση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή και σε περίπτωση που ο προσεπικληθείς δεν παρέμβει στην κύρια δίκη, αλλά περιοριστεί μόνο στην απόκρουση της προσεπίκλησης και στην άρνηση της υποχρέωσής του για αποζημίωση, αυτός (προσεπικληθείς) δεν αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου της κύριας δίκης αλλά παραμένει ως προς τη δίκη αυτή τρίτος (βλ. ενδεικτικά Α.Π. 1010/2017, Α.Π. 1823/2014, Α.Π. 1601/2014, Α.Π. 1318/1980, Εφ.Αθ. 658/2018, Εφ.Πειρ. 351/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κουτσούκο, ό.α, σ. 117-118). Συνάρτηση του πλέγματος των διαφορετικών εννόμων σχέσεων δίκης είναι η απάντηση στο ζήτημα της νομιμοποίησης στην άσκηση της έφεσης. Ειδικότερα, προσεπικαλέσας και προσεπικληθείς νομιμοποιούνται ως διάδικοι, ενεργητικά ή παθητικά αντίστοιχα, στην άσκηση έφεσης κατά της απόφασης που εκδόθηκε αναφορικά με την προσεπίκληση (άρθρα 516, 517 Κ.Πολ.Δ.), ενώ, όσον αφορά την κύρια δίκη, ο αντίδικος του προσεπικαλέσαντος στη δίκη αυτή δεν θα δικαιούται να στρέψει την έφεση που ασκεί κατά του προσεπικληθέντος, ούτε βέβαια το αντίστροφο, διαφορετικά, σε μία τέτοια περίπτωση, η ασκηθείσα έφεση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης (Α.Π. 1010/2017, Α.Π. 332/2016, Α.Π. 1601/2014, Α.Π. 1403/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κουτσούκο, ό.α, σ. 117-118, Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, παρ. 336, σ. 148 – 149). Ο προσεπικαλέσας βέβαια, όταν ηττήθηκε στην κύρια δίκη και του οποίου απορρίφθηκε παράλληλα η προσεπίκληση, δικαιούται να ασκήσει έφεση και να την απευθύνει τόσο εναντίον του αντιδίκου του στην κύρια δίκη, όσο και εναντίον του προσεπικληθέντος. Η τελευταία αυτή έφεση του προσεπικαλέσαντος τελεί υπό την αίρεση απόρριψης της έφεσης εναντίον του αντιδίκου στην κύρια δίκη (Α.Π. 1010/2017, ό.α, Εφ.Αθ. 658/2018, ό.α.).

9. Mε βάση όσα εκτέθηκαν στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη, η άνω προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – ανακοίνωση δίκης είναι αόριστη, διότι δεν περιγράφεται με σαφήνεια στο δικόγραφό της η έννομη σχέση που συνδέει την προσεπικαλούσα και την προσεπικαλούμενη (βάσει σύμβασης, αδικοπραξίας ή νόμου), από την οποία να προκύπτει σαφώς ο λόγος για τον οποίον η προσεπικαλούμενη έχει υποχρέωση να αποζημιώσει την προσεπικαλούσα σε περίπτωση ήττας της στην κύρια αγωγή, έννομη σχέση η οποία, όπως εκτέθηκε στην ίδια άνω νομική σκέψη, τόσο από υποκειμενικής όσο και από αντικειμενικής άποψης, πρέπει να είναι διαφορετική από την έννομη σχέση που κρίνεται στην κύρια δίκη. Μόνη δε η επίκληση από την προσεπικαλούσα αναζήτησης αναγωγικά από την προσεπικαλούμενη του ποσού που τυχόν υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα δεν αποτελεί σαφή και ορισμένο λόγο έκθεσης της τυχόν ευθύνης της προσεπικαλούμενης. Η αοριστία της προσεπίκλησης επιτείνεται και εκ του ότι στο δικόγραφό της δεν περιέχεται συγκεκριμένο αίτημα για παροχή δικαστικής προστασίας, όπως απαιτείται επί προσεπίκλησης δικονομικού εγγυητή, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια άνω νομική σκέψη. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφαση, έκρινε ομοίως και απέρριψε ως αόριστη την προσεπίκληση, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα προαναφερθέντα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δη τα άρθρα 88, 89, 118, 216, 217 Κ.Πολ.Δ. και ο Β1 λόγος έφεσης και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος έφεσης με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

10. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 713 και 714 Α.Κ. προκύπτει ότι, ο εντολοδόχος οφείλει να διεξάγει την ανατεθείσα σ’ αυτόν υπόθεση, να πράξει δηλαδή για λογαριασμό του εντολέα του κάθε τι που υποσχέθηκε και επιβάλλει η φύση της υπόθεσης, ευθυνόμενος έναντι του εντολέα για κάθε πταίσμα. Έτσι, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή πλημμελούς εκπλήρωσης ή παράβασης των νόμιμων υποχρεώσεων, αξιώνεται, όχι ο μειωμένος βαθμός επιμέλειας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαριά αμέλεια), αλλά, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής, η αυξημένη επιμέλεια κοινού οφειλέτη, υποχρεούται δε ο εντολοδόχος να ανορθώσει την οφειλόμενη σε πταίσμα του θετική ή αποθετική ζημία του εντολέα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 335 Α.Κ. Η σύμβαση της εντολής μπορεί να συναφθεί και σιωπηρά (άρθρα 158 και 713 Α.Κ.), λόγω δε του προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα της, ο εντολοδόχος μπορεί να αναλάβει τη διεξαγωγή της υπόθεσης του εντολέα, είτε ύστερα από παράκληση του, είτε ακόμη και από δική του πρωτοβουλία, εφόσον ο εντολέας γνωρίζει τούτο και δεν αντιλέγει (Α.Π. 2212/2014, Α.Π. 958/2011, Α.Π. 1614/1999, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ζημία, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, θετική μεν, είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε (Α.Π. 536/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και επομένως, η κατά το άρθρο 714 Α.Κ. ευθύνη του προς αποζημίωση, τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του εντολοδόχου προς εκπλήρωση της εντολής (Α.Π. 1675/2014, Α.Π. 1530/2013, Α.Π. 637/2011, Α.Π. 1025/2009, Α.Π. 1208/2008, Α.Π. 1115/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Λαμ. 402020, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 749/2018, www.efeteio-peir.gr). Για την υποχρέωση αποζημίωσης απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της ζημίας, η οποία επήλθε στον εντολέα (Α.Π. 342/2021, Α.Π. 346/2018, Α.Π. 1675/2014, Α.Π. 1082/2013, Α.Π. 637/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

11. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος ανταπόδειξης …………….., που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα. Η ενάγουσα είναι κινεζική εταιρία, δραστηριοποιούμενη στον χώρο της εμπορίας και των εξαγωγών χαλιών. Δυνάμει της από 3ης Ιουλίου 2009 σύμβασης πώλησης που συνήψε με τη ………., η οποία διατηρεί ατομική επιχείρηση στον …………… Αχαΐας, ανέλαβε να την προμηθεύσει α) με 9.024,48 τ.μ. τραχύμαλα μεταξωτά και ακρυλικά χαλιά, προς 12,75 δολάρια Η.Π.Α ανά τ.μ, ήτοι αξίας 115.062,12 δολαρίων Η.Π.Α. και β) με 13.448,16 τ.μ. χαλιά τύπου SHAGGY LIFE (από βισκόζη και μετάξι) προς 13,00 δολάρια Η.Π.Α. ανά τ.μ, ήτοι αξίας 174.826,08 δολαρίων Η.Π.Α, ήτοι με χαλιά συνολικής αξίας (115.062,12 + 174.826,08) 289.888,20 δολαρίων Η.Π.Α. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι από το συνολικό τίμημα της ως άνω πώλησης, η άνω αγοράστρια θα προκατέβαλε στην ενάγουσα ποσό 50.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και το υπόλοιπο ποσό θα το εξοφλούσε εντός εξήντα ημερών από την ημερομηνία της από πλευράς της ενάγουσας παράδοσης των εμπορευμάτων προς αποστολή. Τα άνω εμπορεύματα θα παραδίδονταν προς αποστολή συσκευασμένα σε δέματα, εντός εβδομήντα πέντε ημερών από την είσπραξη της ως άνω προκαταβολής και θα μεταφέρονταν δια θαλάσσης από το λιμένα Xingang της Κίνας (λιμένας φόρτωσης) σε ελληνικό λιμένα (λιμένα προορισμού) από όπου θα τα παραλάμβανε η αγοράστρια. Σύμφωνα δε και με την πρακτική που ακολουθείται σε τέτοιου είδους διεθνείς συναλλαγές, τα έγγραφα του φορτίου θα αποστέλλονταν και θα παραδίδονταν στην παραλήπτρια ………… και η είσπραξη της αξίας των εμπορευμάτων θα γινόταν με τη μεσολάβηση της τράπεζας που θα αναλάμβανε για λογαριασμό της πωλήτριας ενάγουσας τη διεκπεραίωση της σχετικής εξαγωγής και δη της κινεζικής τράπεζας «ΒΑΝΚ ΟF CHINA LIMITED». Ειδικότερα, η άνω τράπεζα θα απέστελλε τα αιτούμενα για την παραλαβή του φορτίου έγγραφα σε τράπεζα του τόπου παράδοσης του φορτίου στην Ελλάδα, με την εντολή στην τελευταία να τα παραδώσει στην παραλήπτρια μόνον υπό τους όρους και σύμφωνα με τις οδηγίες που θα χορηγούσε ειδικώς σε αυτή (στην εν Ελλάδι τράπεζα), ώστε να διασφαλιζόταν η εξόφληση της αξίας των εμπορευμάτων από την παραλήπτρια. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, σε εκτέλεση της παραπάνω συμφωνίας, η μεν αγοράστρια …………. προκατέβαλε στην ενάγουσα το συμφωνηθέν ποσό των 50.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα), η δε ενάγουσα εξέδωσε επ’ ονόματι της άνω αγοράστριας 1) το με αριθμό …………/18-9-2009 τιμολόγιο, ποσού 177.621,07 δολαρίων Η.Π.Α. για την πώληση χαλιών τύπου SHAGGY LIFE (από βισκόζη και μετάξι), ποσότητας 13.558,66 τ.μ, προς 13,10 δολάρια Η.Π.Α. ανά τ.μ, παρα­δοτέας στον Πειραιά και 2) το με αριθμό …………/10-10-2009 τιμολόγιο, ποσού 115.930,39 δολαρίων Η.Π.Α. για την πώληση τραχύμαλλων μεταξωτών και ακρυλικών χαλιών, ποσότητας 9.021,82 τ.μ, προς 12,85 δολάρια Η.Π.Α. ανά τ.μ, παραδοτέας επίσης στον Πειραιά. Μετά δε την από πλευράς της αγοράστριας προκαταβολή του άνω ποσού των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α, καταλογίσθηκε αυτό εξ ημισείας σε έκαστο από τα ως άνω σχετικώς εκδοθέντα τιμολόγια της ενάγουσας, με αποτέλεσμα η οφειλή της αγοράστριας …….. να διαμορφωθεί ακολούθως 1) υπόλοιπο ποσού (177.621,07 – 25.000,00) 152.621,07 δολαρίων Η.Π.Α. εκ του αρχικού ποσού 177.621,07 δολαρίων Η.Π.Α. του με αριθμό ………./18-9-2009 τιμολογίου και 2) υπόλοιπο ποσού (115.930,39 – 25.000) 90.930,39 δολαρίων Η.Π.Α. εκ του αρχικού ποσού του με αριθμό …………/10-10-2009 τιμολογίου, ήτοι σύνολο οφειλής 243.551,46 δολάρια Η.Π.Α. Από τα ίδια άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι τα ως άνω τιμολόγια περιείχαν το διεθνώς χρησιμοποιούμενο όρο «Documents against Payment 60 days from shipment date» (d/p), ήτοι ότι τα νομιμοποιητικά έγγραφα για την παραλαβή των εμπορευμάτων θα παραδίδονταν στην αγοράστρια μόνο μετά την ολοσχερή εξόφληση απ’ αυτήν του υπολοίπου του τιμήματος, η οποία έπρεπε να λάβει χώρα 60 ημέρες μετά την ημερομηνία φόρτωσης των εμπορευμάτων προς μεταφορά. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα απέστειλε από την Κίνα στην Ελλάδα αφενός μεν τα πωληθέντα εμπορεύματα (δια θαλάσσης) από το λιμένα Xingang της Κίνας (λιμένας φόρτωσης) στο λιμάνι του Πειραιά (λιμένας προορισμού), από όπου θα τα παραλάμβανε η αγοράστρια, αφετέρου δε απέστειλε τα νομιμοποιητικά έγγραφα της συναλλαγής και του φορτίου των πωληθέντων ειδών μέσω της κινεζικής τράπεζας «ΒΑΝΚ OF CHINA LIMITED». Ειδικότερα, η παραπάνω κινεζική τράπεζα, ενεργώντας για λογαριασμό της ενάγουσας και ως αντιπρόσωπος αυτής, εξέδωσε 1) την από 30-9-2009 και με αριθμό ………. εντολή είσπραξης προς το κατάστημα της εναγόμενης επί των οδών …., αριθμός …. και ….. στα Καμίνια Πειραιά, με την οποία υπέδειξε στην εναγόμενη να παραδώσει στην άνω αγοράστρια τα νομιμοποιητικά έγγραφα για την παραλαβή των εμπορευμάτων που περιγράφονταν στο με αριθμό ………../18-9-2009 τιμολόγιο της ιδίας με τον ως άνω όρο «Documents against Payment 60 days from shipment date» (άλλως, σε συντομογραφία, d/p), ήτοι, μόνο μετά την προηγούμενη ολοσχερή εξόφληση του υπολοίπου του άνω τιμολογίου από την αγοράστρια, η οποία θα πραγματοποιείτο εξήντα ημέρες μετά την ημερομηνία φόρτωσης των εμπορευμάτων προς μεταφορά και συγκεκριμένα στις 19-11-2009 και 2) την από 20-10-2009 και με αριθμό ……… εντολή είσπραξης προς το ίδιο ως άνω κατάστημα της εναγόμενης επί των οδών ….., αριθμός 30 και …. στα …. Πειραιά, με την οποία υποδείχθηκε στην εναγόμενη να παραδώσει στην αγοράστρια (………..) τα νομιμοποιητικά έγγραφα για την παραλαβή των εμπορευμάτων που περιγράφονταν στο με αριθμό ………/ 27-10-2009 τιμολόγιο της ιδίας με τον ίδιο ως άνω όρο «Documents against Payment 60 days from shipment date» (d/p), ήτοι, μόνο μετά την προηγούμενη ολοσχερή εξόφληση του υπολοίπου του άνω τιμολογίου από την αγοράστρια, η οποία θα πραγματοποιείτο εξήντα ημέρες μετά την ημερομηνία φόρτωσης των εμπορευμάτων προς μεταφορά και συγκεκριμένα στις 11-12-2009. Οι ως άνω εντολές είσπραξης αξιών συνοδεύονταν από τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα για την παραλαβή των εμπορευμάτων που αναφέρονταν στα προαναφερόμενα τιμολόγια πώλησης και από δυο συναλλαγματικές με τα ως άνω ποσά, πληρωτέες στις 19-11-2019 και 11-12-2009 αντίστοιχα. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη, με το από 12-10-2009 σημείωμα αποδοχής, ενημέρωσε την άνω κινεζική τράπεζα που ενεργούσε για λογαριασμό της ενάγουσας, σχετικά με την παραλαβή των εγγράφων και την είσπραξη στις 19-11-2009 του ποσού των 152.621,07 δολαρίων Η.Π.Α, το οποίο αφορούσε τη με αριθμό ……….. εντολή είσπραξης, ενώ με το από 29-10-2009 μήνυμα (swift MT499) η εναγόμενη είχε επιβεβαιώσει την παραλαβή των εγγράφων και για το έτερο ποσό των 90.930,39 δολαρίων Η.Π.Α, το οποίο αφορούσε τη με αριθμό …………… εντολή είσπραξης, αιτούμενη μάλιστα και διευκρίνιση σχετικά με τον τρόπο αποπληρωμής, ήτοι εάν αφορά έγγραφα έναντι πληρωμής ή έγγραφα έναντι αποδοχής, με ημερομηνία εκπνοής 11-12-2009. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η αγοράστρια ………… μετέβη στο κατάστημα της εναγόμενης (….) στις 12-10-2009 και στις 3-11-2009, όπου και υπέβαλε αιτήσεις διακανονισμού αγοράς και εισαγωγής εμπορευμάτων σχετικά με τα ως άνω είδη, ζητώντας διακανονισμό πληρωμής (δια προθεσμιακής πληρωμής). Οι προστηθέντες υπάλληλοι του άνω υποκαταστήματος της εναγόμενης, παρά τον ανωτέρω όρο επί των τιμολογίων (d/p) αλλά και τις σαφείς εντολές από την προαναφερόμενη κινεζική τράπεζα για λογαριασμό της ενάγουσας, οι οποίες ουδέποτε ανακλήθηκαν ή τροποποιήθηκαν από την τελευταία και τις οποίες η εναγόμενη είχε αποδεχθεί κατά τα προαναφερθέντα, παρέδωσαν στην αγοράστρια – οφειλέτη, κατά τις ημερομηνίες που ήταν πληρωτέο έκαστο από τα προαναφερόμενα τιμολόγια, ήτοι στις 19-11-2009 και 11-12-2009, αντίστοιχα, τα συνοδευτικά νομιμο­ποιητικά έγγραφα για την παραλαβή των πωληθέντων εμπορευμάτων, χωρίς να αναμείνουν την εξόφληση των σχετικών τιμολογίων. Δυνάμει δε των εγγράφων αυτών η αγοράστρια ………….. κατάφερε να παραλάβει το σύνολο των άνω εμπορευμάτων από το λιμάνι του Πειραιά, όπου τα είχε στείλει η ενάγουσα, χωρίς να της καταβάλει εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων το οφειλόμενο υπόλοιπο από το τίμημα αυτών, ποσού 243.551,46 δολαρίων Η.Π.Α, όπως επιβεβαιώνει και η εναγόμενη στο από 29-12-2009 μήνυμα swift προς την άνω κινεζική τράπεζα «ΒΑΝΚ OF CHINA LIMITED», στο οποίο αναφέρει ότι «τα εν λόγω έγγραφα μεταβιβάστηκαν στην αγοράστρια έναντι αποδοχής συναλλαγματικής για USD 621,07, δήλης ημέρας 19-11-2009, προσηκόντως υπογεγραμμένη από τον εκδότη». Πληροφορηθείσα τα παραπάνω από την ενάγουσα η άνω κινεζική τράπεζα διαμαρτυρήθηκε στην εναγόμενη για την παραβίαση των άνω σαφών και ρητών εντολών της α) με το από 23-12-2009 μήνυμα swift, όσον αφορά το υπ’ αριθ. ……../18-9-2009 τιμολόγιο, ενόψει της παρέλευσης της δήλης ημέρας πληρωμής του (19-11-2009), ζητώντας, για λογαριασμό της ενάγουσας, είτε την πληρωμή του ποσού των τιμολογίων είτε την επιστροφή των φορτωτικών και β) με το από 30-12-2009 μήνυμα swift, όσον αφορά το υπ’ αριθ. …………/18-9-2009 τιμολόγιο, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, επί λέξει: «.. χειρισθήκατε το αναφερόμενο αντικείμενο ως αποδοχή, χωρίς να αναζητηθεί προηγούμενη εξουσιοδότησή μας εκ των προτέρων. Η ενέργειά σας σφόδρα παραβιάζει τους κανόνες ενιαίας είσπραξης (ICC 522). Παρακαλούμε, διεκπεραιώσατε πληρωμή προς εμάς το συντομότερο, σε αντίθετη περίπτωση θα αναφέρουμε το ζήτημα στα κεντρικά γραφεία μας και στο Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο προς επίλυση. Και ο εκδότης περαιτέρω θα λάβει νομικά μέτρα προς επίλυση της διαφοράς». Μετά ταύτα αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη τράπεζα, αν και, σύμφωνα και με τα οριζόμενα 1) στην από 30-9-2009 και με αριθμό ……… εντολή είσπραξης αξίας και 2) στην από 20-10-2009 και με αριθμό ……….. εντολή είσπραξης αξίας, με τις οποίες είχε υποδειχθεί σε αυτή (ήτοι, στην εναγόμενη) να παραδώσει στην αγοράστρια (……….) τα νομιμοποιητικά έγγραφα για την παραλαβή των εμπορευμάτων που περιγράφονταν 1) στο με αριθμό …………../18-9-2009 τιμολόγιο της ιδίας με τον ως άνω όρο «Documents against Payment 60 days from shipment date» (d/p) και 2) στο με αριθμό ………/ 27-10-2009 τιμολόγιο της ιδίας με τον ίδιο ως άνω όρο, μόνο μετά την προηγούμενη ολοσχερή εξόφληση του υπολοίπου των άνω τιμολογίων από την αγοράστρια, η οποία θα πραγματοποιείτο εξήντα ημέρες μετά την ημερομηνία φόρτωσης των εμπορευμάτων προς μεταφορά και συγκεκριμένα στις 19-11-2009 και 11-12-2009 αντίστοιχα, αυτή, κατά παράβαση της άνω σαφούς εντολής, παρέδωσε στην άνω αγοράστρια τα σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα, σε κάθε δε περίπτωση και πλημμελώς, αφού έπραξε τούτο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της άνω κινεζικής τράπεζας που ενεργούσε για λογαριασμό της ενάγουσας, μη επιδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την οφειλόμενη επιμέλεια του μέσου συνετού εντολοδόχου, που επέβαλε προηγουμένως τη διαπίστωση της πλήρους εξόφλησης του τιμήματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκάλεσε αιτιωδώς στην ενάγουσα συνολική ζημία 243.551,46 δολαρίων Η.Π.Α, η οποία αντιστοιχεί στο ανεξόφλητο υπόλοιπο του τιμήματος των ανωτέρω εμπορευμάτων, το οποίο η τελευταία αδυνατεί να εισπράξει από την αγοράστρια, η οποία, ως δεν αμφισβητείται ειδικά, κατέστη πλήρως οικονομικά αφερέγγυα, αδυναμία που δεν θα είχε επέλθει εάν η εναγόμενη είχε εκτελέσει προσηκόντως τις άνω εντολές που της δόθηκαν. Σημειώνεται ότι το ισάξιο του άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. σε ευρώ κατά τον ως άνω χρόνο επέλευσης της ζημίας ανέρχεται σε 164.303,72 ευρώ [ήτοι 102.685,24 ευρώ (ισάξιο των 152.621,07 δολαρίων Η.Π.Α.) + 61.618,48 ευρώ (ισάξιο των 90.930,39 δολαρίων Η.Π.Α.)], ως οι ισοτιμίες των άνω νομισμάτων ίσχυαν κατά τους επιμέρους χρόνους 19-11-2009 και 11-12-2009 (ημερομηνίες παράδοσης από την εναγόμενη των εγγράφων καθενός από τα φορτία), σύμφωνα με τα σχετικά προσκομιζόμενα έγγραφα της Τράπεζας της Ελλάδος.

12α. Η εναγόμενη ισχυρίστηκε πρωτόδικα και επαναφέρει τον ισχυρισμό της αυτό με τον Α1 λόγο της έφεσής της και με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της, κατά το σχετικό μέρος τους, ότι η άνω παράδοση των εγγράφων καλώς έλαβε χώρα από αυτή, δεδομένου του ότι μεσολάβησε αντικατάσταση της από 30-9-2009 συναλλαγματικής (με λήξη στις 21-9-2009), με άλλη, στην οποία, σε συνεννόηση με την άνω κινεζική τράπεζα «ΒΑΝΚ OF CHINA LIMITED», είχε απαλειφθεί ο ως άνω όρος (d/p) και είχε τεθεί μόνον η ημερομηνία λήξης, ήτοι 19-11-2009, η δε τελευταία αυτή συναλλαγματική επιστράφηκε υπογεγραμμένη σε αυτή, φέρουσα τη σφραγίδα της ενάγουσας και την υπογραφή της πληρώτριας, με αποτέλεσμα να αρθεί η όποια αμφιβολία (από την πλευρά της) σχετικά με τη λήξη αυτής και επομένως η ίδια καλόπιστα προχώρησε στη συνέχεια στην παράδοση των άνω εγγράφων, καθώς και ότι, αναλογικά με τα διαμειφθέντα για την πρώτη συναλλαγματική, έπραξε και ως προς την δεύτερη. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία, ενόψει της αποδειχθείσας άνω σαφούς εγγράφου εντολής της ενεργούσας για λογαριασμό της ενάγουσας άνω κινεζικής τράπεζας προς το άνω κατάστημα της εναγόμενης στα Καμίνια, να παραδώσει τα σχετικά εμπορικά έγγραφα στην παραλήπτρια στις αντίστοιχες ως άνω ημερομηνίες, μόνο μετά από την προηγούμενη ολοσχερή εξόφληση του υπολοίπου του εκάστοτε τιμολογίου, σύμφωνα με τον άνω όρο «Documents against Payment 60 days from shipment date» εκάστου εξ αυτών. Χαρακτηριστικό, δε, είναι ότι σε σχετική ενημέρωση (12-10-2009) που η εναγόμενη απέστειλε στην πωλήτρια άνω κινεζική εταιρία γίνεται ευθεία παραπομπή στην προηγηθείσα με αριθμό ….. εντολή της «ΒΑΝΚ ΟF CHINA LIMITED» για την είσπραξη στις 19-11-2009 του ποσού των 152.621,07 δολαρίων Η.Π.Α. με τον άνω όρο (d/p), ενώ και σε σχετικό μήνυμα swift (2-11-2009) που η ενάγουσα έλαβε από την άνω κινεζική τράπεζα, επιβεβαιώθηκε ότι η παράδοση των εγγράφων θα λάμβανε χώρα μόνο έναντι πληρωμής κατά τη δήλη ημέρα (11-12-2009). Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι υπήρξε με κάποιο επίσημο τρόπο ανάκληση ή εν μέρει τροποποίηση της αρχικής εντολής προκειμένου η εναγόμενη να παραδώσει τα σχετικά έγγραφα έναντι αποδοχής των συναλλαγματικών και όχι έναντι πληρωμής αυτών, ούτε, ακόμα, προκύπτει ότι η εναγόμενη, με οποιοδήποτε τρόπο, ενημέρωσε προηγουμένως την ενεργούσα για λογαριασμό της ενάγουσας άνω κινεζική τράπεζα ότι αυτή πρόκειται να παραδώσει τα σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα έναντι αποδοχής («documents against acceptance) και ότι έλαβε αντίστοιχα ενημέρωση ή συναίνεση από την πλευρά της ενάγουσας ώστε να προχωρήσει σε τέτοια ενέργεια χωρίς να βρεθεί εκτεθειμένη απέναντί της. Είναι, δε, άλλο το γεγονός της αποδοχής από την αγοράστρια συναλλαγματικών πληρωτέων σε μεταγενέστερες ημερομηνίες από αυτές κατά τις οποίες ήταν εξοφλητέα τα ανωτέρω τιμολόγια και άλλο οι όροι υπό τους οποίους η εναγόμενη εντολοδόχος τράπεζα όφειλε να παραδώσει τα έγγραφα του φορτίου στην αγοράστρια, αφού δεν απαγορεύεται οι οδηγίες είσπραξης «έγγραφα έναντι πληρωμής» (documents against payment») να συνδυάζονται με συναλλαγματικές πληρωτέες σε μελλοντική ημερομηνία, οπότε, εάν δεν αναφέρεται ρητά ότι τα εμπορικά έγγραφα πρέπει να παραδοθούν στον αποδέκτη της συναλλαγματικής έναντι αποδοχής (d/a), η παράδοση των εγγράφων αυτών γίνεται έναντι πληρωμής (d/p), βάσει των σχετικών οδηγιών είσπραξης. Την άνω άποψη του Δικαστηρίου δεν μεταβάλει η αντικατάσταση της από 30-9-2009 συναλλαγματικής που αποδέχθηκε η παραλήπτρια των εμπορευμάτων ………. με άλλη, στην οποία δεν αναφέρθηκε ξανά ο όρος (d/p). Και τούτο διότι κρίσιμες για την οριοθέτηση της σχέσης μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης τράπεζας και των όρων υπό τους οποίους όφειλε να ενεργήσει η τελευταία κατά την παράδοση των εμπορευμάτων, ήταν οι άνω υπ’ αριθ. ….. και ….. εντολές είσπραξης, οι οποίες, όπως και τα τιμολόγια τα οποία και η εναγόμενη επικαλέστηκε πρωτοδίκως, ήταν σαφείς περί του ότι η εναγόμενη όφειλε να παραδώσει τα έγγραφα του φορτίου μόνο μετά την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος πώλησής του, και όχι οι άνω συναλλαγματικές που εξέδωσε η ενάγουσα ως πωλήτρια και αποδέχθηκε η αγοράστρια …….. προς εξασφάλιση της συναλλαγής και ήταν πληρωτέες κατά τις ημερομηνίες εξόφλησης των αντίστοιχων τιμολογίων για την πληρωμή του τιμήματος (ήτοι για συμβατική σχέση άλλη από αυτή στην οποία αφορά η υπό κρίση αγωγή), ως όφειλε να γνωρίζει η εναγόμενη εντολοδόχος τράπεζα, ενόψει των λοιπών εγγράφων της συναλλαγής που είχε στη διάθεσή της (εντολές είσπραξης, τιμολόγια).

12β. Με τον ίδιο άνω λόγο έφεσης και άνω πρόσθετο λόγο της, κατά το σχετικό μέρος τους, η εναγόμενη επαναφέρει τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της ένδικης αγωγής επειδή η ενάγουσα παρέλειψε να ασκήσει προηγουμένως αγωγή για το ανεξόφλητο υπόλοιπο του τιμήματος κατά της αγοράστριας ………… ή να ασκήσει κατά της τελευταίας τις εκ των ως άνω συναλλαγματικών αξιώσεις της, με αποτέλεσμα να υποπέσουν οι τελευταίες σε παραγραφή. Ο ισχυρισμός της αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση του επίδικου δικαιώματος της ενάγουσας αντίθετη προς τις αρχές της καλής πίστης, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών και τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, ενόψει του ότι η επικαλούμενη δικαστική διεκδίκηση του τιμήματος από την αγοράστρια εμφανίζεται εκ προοιμίου ως μάταιη και ατελέσφορη λόγω πλήρους οικονομικής αφερεγγυότητας της τελευταίας, με την πρόσθετη επισημείωση ότι ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της ενάγουσας να επιλέξει εναντίον τίνος θα στραφεί και με ποια νομική βάση προς εξασφάλιση των νομίμων δικαιωμάτων της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τους άνω προβαλλόμενους ισχυρισμούς της  εναγόμενης, έστω με συνοπτικότερη αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφήρμοσε και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τον Α1 λόγο έφεσης και τον πρώτο πρόσθετο λόγο της είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, οι τυπικά γενόμενοι δεκτοί έφεση και πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία.

13. Ενόψει της απόρριψης της έφεσης και των προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδαφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 Φ.Ε.Κ. A’ 87), να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από την εκκαλούσα, όπως προκύπτει από το με κωδικό …………. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης. Και

14. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των νικησάντων εφεσίβλητων, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 183, 176 εδάφ. α’, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), οριζόμενα ξεχωριστά για κάθε εφεσίβλητη, λόγω της ξεχωριστής νομικής της παράστασης και του ιδίου συμφέροντος καθεμίας για χωριστή εκπροσώπηση (Α.Π. 556/1965, Νο.Β. 1966, 505, Εφ.Πατρ. 432/2011, Εφ.Πειρ. 6/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 180, αριθ. 5), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων α) την από 9-7-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./9-7-2020 έφεση και β) τους από 14-1-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../14-1-2021 πρόσθετους λόγους.

Δέχεται τυπικά την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

Απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του προκαταβληθέντος από την εκκαλούσα  ηλεκτρονικού παραβόλου άσκησης έφεσης που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει για κάθε εφεσίβλητη στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 69-2022, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ