Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 363/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο Τμήμα)

[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ]

Περίληψη

Παράσυρση πεζών από δίκυκλη μοτοσικλέτα-συνυπαιτιότητα-ανήλικος διάδικος-κεφάλαια συνεχόμενα με το κεφάλαιο της υπαιτιότητας-ιδιότητα τρίτου για το παραδεκτό της προσεπίκλησης-αναγωγή με παρεμπίπτουσα αγωγή-παραμέληση εποπτείας ανηλίκου εκ μέρους προσωπου στο οποίο είχε ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια και εποπτεία του.

Αριθμός απόφασης  363/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα, Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Των εκκαλούντων-εφεσιβλήτων : 1) …………. 2) …………… 3) ………… υπό την ιδιότητά τους ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανήλικου υιού τους ………… (ως εκκαλούντες) και ατομικά (ως εφεσίβλητοι), οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, Ελένης Κατσαρού, κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης-εκκαλούσας,  ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ……………. η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Γεωργίου Μανουσάκη, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες και η παρεμπιπτόντως ενάγουσα άσκησαν την από 29-11-2018 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../3-12-2018) και από 14-3-2019 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ………../20-3-2019) αγωγή και προσεπίκληση-ενωμένη με ανακοίνωση δίκης και παρεμπίπτουσα αγωγή, αντίστοιχα, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

Επ’αυτών εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1524/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αμφότερες απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμες.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου : (α) οι ενάγοντες, με την από 28-2-2022 (με αριθ. εκθ. καταθ. ………../10-3-2022)  υπό στοιχ. Α΄έφεσή τους, και (β) η εναγομένη-προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα, με την από  27-12-2021 (με αριθ. εκθ. καταθ. …………/8-4-2022) υπό στοιχ. Β΄ (επικουρική) έφεσή της, οι οποίες προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίστηκαν αλλά παραστάθηκαν με δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), οι : Α)  υπό στοιχ. Α΄ από 28-2-2022 (με αριθ. εκθ. καταθ. ………../10-3-2022) έφεση των εναγόντων, Β) Η υπό στοιχ. Β΄ από  27-12-2021 (με αριθ. εκθ. καταθ. ………/8-4-2022) (επικουρική) έφεση της εναγομένης-παρεμπιπτόντως ενάγουσας, κατά της υπ’αριθμ. 1524/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (για ζημίες από αυτοκίνητα) διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, και απέρριψε στο σύνολό της την από 29-11-2018 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../3-12-2018)  αγωγή των εναγόντων περί αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης από τροχαίο ατύχημα με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας της προσεπίκλησης, ενωμένης με παρεμπίπτουσα αγωγή της εναγομένης περί αναγωγής. Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 495 § 4, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2, όπως η τελευταία αυτή διάταξη αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) και 520 § 1 του ΚΠολΔ], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (23-4-2020), δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή τους (υπ’αριθμ. ………….. και ……… e-παράβολα και από 9-3-2022, από 23-12-2021 αντίστοιχα αποδεικτικά πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς), σημειούμενου ότι η παρεμπιπτόντως ενάγουσα-εναγομένη παραδεκτώς ασκεί την υπό στοιχ. Β΄(επικουρική) έφεση, ζητώντας την επανεξέταση της παρεμπίπτουσας αγωγής της σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση των κυρίως εναγόντων (ΑΠ 485/2010 ΝοΒ 2010.2055, ΕφΠειρ 9/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, πρέπει, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 του ΚΠολΔ, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες, εκ των οποίων ο δεύτερος και η τρίτη, υπό την ιδιότητά τους ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου γιού τους, ……… Ντίτουρα, ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους, ότι ο …………., οδηγώντας την υπ’αριθμ. κυκλοφορίας …….. δίκυκλη μοτοσικλέτα, που ήταν ασφαλισμένη για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην εναγομένη,  προκάλεσε από υπαιτιότητά του (αμέλεια) αυτοκινητικό ατύχημα, στον τόπο, κατά τον χρόνο και με τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της πρώτης και του άνω ανηλίκου. Ακολούθως, κατόπιν τροπής του αιτήματός της εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό, ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει στην πρώτη το ποσό των 100.750 και στους δεύτερο και τρίτο, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά τους, το ποσό των 24.205 ευρώ, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, για τη θετική ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστησαν, συνεπεία του ατυχήματος, με τον νόμιμο τόκο επιδικίας, από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση.

Επίσης, η εναγομένη, με την κατ’αυτών παρεμπίπτουσα αγωγή της, ζητούσε, ασκώντας το δικαίωμα αναγωγής και, κατόπιν τροπής του αιτήματός της εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι, τους οποίους προσεπικάλεσαν να παρέμβουν υπέρ αυτής στην ανοιγείσα δίκη, την οποία τους ανακοίνωσαν, ως συνυπαίτιοι σε ποσοστό 95 % της ένδικης σύγκρουσης και του συνεπεία αυτού τραυματισμού του ανηλίκου, ………. Ντίτουρα, λόγω παραμέλησης της εποπτείας του, της οφείλουν εις ολόκληρον, το 95 % του αιτούμενου με την κύρια αγωγή ποσού, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, άλλως το 95 % όποιου τυχόν ποσού αναγνωριζόταν ότι οφείλει η ίδια στους κυρίως ενάγοντες, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της, και επικουρικά από την ημερομηνία καταβολής τους στον ανήλικο και μέχρι την εξόφληση.

Επί των αγωγών αυτών, που συνεκδικάστηκαν στον πρώτο βαθμό, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία κρίθηκε-ορθώς-αν και χωρίς αιτιολογία, ότι η κύρια αγωγή είναι ορισμένη, καθώς οι αιτιάσεις των εναγομένων ότι δεν προσδιορίζεται επαρκώς στο αγωγικό δικόγραφο η ανάγκη βελτιωμένης διατροφής της πρώτης ενάγουσας (ονόματα θεραπόντων ιατρών που τη συνέστησαν, συσταθέν πρόγραμμα διατροφής, ποσότητα τροφίμων και δαπάνη αγοράς ενός εκάστου), όπως και η ανάγκη υποβολής του ανηλίκου παθόντος σε επανορθωτική ορθοδοντοπλαστική επέμβαση (είδος αυτής, επωνυμία κλινικής που θα πραγματοποιήσει τη σχετική ιατρική πράξη, επιμέρους κονδύλια αυτής,  τυχόν κάλυψη της δαπάνης από τον ασφαλιστικό φορέα του), καθώς τα στοιχεία αυτά είναι διευκρινιστικά, που μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις (ΕφΑνατΚρ 56/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και νόμιμη και ακολούθως απορρίφθηκε αυτή, με το σκεπτικό ότι αποκλειστικά υπαίτια του ένδικου ατυχήματος ήταν η πρώτη των εναγόντων, Βασιλική Ντίτουρα, και παρεπομένως και την παρεμπίπτουσα αγωγή, αφού παρήλκε η εξέταση της βασιμότητάς της.

Κατά το άρθρο 926 του ΑΚ «Αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικώς και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία», ενώ κατά το άρθρο 927 του ΑΚ, εκείνος που κατά το προηγούμενο άρθρο κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση, έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών. Η ως άνω διάταξη ρυθμίζει την δυνατότητα που έχει εκείνος από τους περισσότερους συνοφειλέτες, που κατέβαλε όλη την αποζημίωση, να στραφεί κατά των άλλων συνοφειλετών και να απαιτήσει από αυτούς να αναλάβουν μέρος ή και όλη την αποζημίωση (δικαίωμα αναγωγής). Η αναγνωριζόμενη από το ανωτέρω άρθρο αξίωση αναγωγής πηγάζει από την εσωτερική σχέση των περισσοτέρων συνυπόχρεων [ΑΠ 561/2009, ΕφΠειρ (Ναυτ) 478/2015, ΕφΠειρ(Μον) 115/2022,  ΕφΑθ(Μον) 600/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Είναι ίδια και αυτοτελής και στηρίζεται απευθείας στον νόμο, δηλαδή στο άρθρο 927 του ΑΚ, δεν είναι όμως αξίωση από αδικοπραξία [ΑΠ 1655/2017 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ (Μον) 600/2019 ό.π]. Το δικαίωμα αναγωγής στην εσωτερική σχέση μεταξύ των περισσότερων συνοφειλετών, κατά κανόνα ασκείται με αγωγή. Η αγωγή έχει τη μορφή αυτοτελούς ή παρεμπίπτουσας, αναλόγως του αν: α) ο συνοφειλέτης στην εξωτερική σχέση αποκατέστησε όλη τη ζημία του ζημιωθέντος ή κατέβαλε περισσότερα από τη μερίδα του ή β) αν ο συνοφειλέτης, που ενήχθη είτε μόνος είτε μαζί με άλλους συνοφειλέτες στη δίκη αποζημιώσεως δεν έχει ακόμη καταβάλει τίποτε και για την περίπτωση ήττας του, εγείρει αγωγή (αναγωγή) κατά των λοιπών συνοφειλετών. Στην πρώτη περίπτωση το δικαίωμα αναγωγής ασκείται με αυτοτελή αγωγή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ασκείται με παρεμπίπτουσα αγωγή [ΕφΠειρ (Ναυτ) 478/2015, ΕφΠειρ(Μον) 115/2022, ΕφΑθ(Μον) 600/2019 ό.π]. Το μέτρο της μεταξύ των συνοφειλετών ευθύνης προσδιορίζεται από το δικαστήριο, ανάλογα με τον βαθμό του πταίσματος που βαρύνει τον κάθε συνοφειλέτη [ΑΠ 680/2020 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΕφΑθ (Μον) 600/2019 ό.π). Να σημειωθεί ότι το άρθρο 927 του ΑΚ ρυθμίζει την εσωτερική σχέση μεταξύ των, κατά το άρθρο 926 του ΑΚ, συνυποχρέων, ανεξαρτήτως του είδους της ευθύνης καθενός από αυτούς. Η διάταξη αναφέρει μεν ρητώς τη συνηθέστερη περίπτωση, κατά την οποία οι συνοφειλέτες ευθύνονται όλοι από πταίσμα, πλην όμως εφαρμόζεται και όταν ευθύνονται όλοι αντικειμενικά ή μερικοί αντικειμενικά και μερικοί υποκειμενικά ή μερικοί υποκειμενικά και μερικοί και υποκειμενικά αλλά και αντικειμενικά [ΑΠ 561/2009, ΕφΠειρ(Μον) 115/2022, ΕφΑθ(Μον) 600/2019 ό.π]. Περαιτέρω, τόσο στην αυτοτελή όσο και στην παρεμπίπτουσα αγωγή εξ αναγωγής ο ενάγων πρέπει να επικαλεστεί τον βαθμό πταίσματος του εναγομένου και τα πραγματικά περιστατικά που το θεμελιώνουν, αν δε ισχυρίζεται ότι ο ίδιος δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα και γι’ αυτό πρέπει τη ζημία, στην εσωτερική σχέση, να φέρει αποκλειστικά ο εναγόμενος, οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό αυτό. Στην περίπτωση που δεν μπορέσει να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ή ο καθ’ου η αναγωγή προβάλλει γεγονότα που δικαιολογούν τον ισχυρισμό ότι ο βαθμός υπαιτιότητας και αιτιότητας καθενός από τους συνοφειλέτες δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί, το δικαστήριο θα εφαρμόσει τον κανόνα της ΑΚ 927 εδ. 3 και θα κατανείμει τη ζημία μεταξύ όλων των συνυποχρέων κατ’ ίσα μέρη [ΕφΑθ (Μον) 3646/2021 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].

Στην κρινόμενη περίπτωση, αναφορικά με την παρεμπίπτουσα αγωγή, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, ορθώς, αν και σιωπηρώς, ότι η παρεμπίπτουσα αγωγή είναι ορισμένη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των (επικουρικώς) εφεσιβλήτων, διότι στο δικόγραφό της εκτίθεντο με πληρότητα όλα τα κατά νόμον στοιχεία που απαιτούνταν αλλά και αρκούσαν για τη θεμελίωσή της, όπως αυτά ανωτέρω εκτέθηκαν στη σχετική νομική σκέψη, και νόμιμη, αφού θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ.β΄, 346, 914, 929, 930, 932 του ΑΚ, 2,4,9 και 10 του ν. ΓΠΝ/1911, 1, 6, 10 παρ.1 του πδ 237/1986, ως και εκείνες των άρθρων 69 παρ. 1 περ. ε`, 70, 340, 341, 345 και 927 του ΑΚ. Επίσης, απεφάνθη ότι η προσεπίκληση-ανακοίνωση δίκης είναι απαράδεκτη, πλην όμως η εκκαλουμένη δεν πλήττεται κατά το απορριπτικό αυτό κεφάλαιό της.

Κατά της οριστικής αυτής απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες και η εκκαλούσα με τις εφέσεις τους και για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτουν σε αυτές και ανάγονται στο σύνολό τους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή τους, με σκοπό να εξαφανιστεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη και να γίνουν δεκτές, αντίστοιχα, η κύρια και η παρεμπίπτουσα αγωγή τους.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 923 του ΑΚ, «όποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου ή ενηλίκου, ο οποίος τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση ευθύνεται για τη ζημία που τα πρόσωπα αυτά προξενούν παράνομα σε τρίτο, εκτός αν αποδείξει ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία δεν μπορούσε να αποτραπεί. Την ίδια ευθύνη έχει και όποιος ασκεί την εποπτεία με σύμβαση». Εποπτεία είναι η επίβλεψη, επιτήρηση και προφύλαξη του εποπτευομένου, αναλόγως των περιστάσεων, προκειμένου δε περί ανηλίκου ασκείται από τους έχοντες τη γονική μέριμνα αυτού γονείς του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1510 του ΑΚ και περιλαμβάνεται στα καθήκοντα και δικαιώματα αυτών αλλά και τις υποχρεώσεις τους. Η ανωτέρω διάταξη έχει ως σκοπό την προστασία των τρίτων από παράνομη πράξη του εποπτευομένου, ενώ η ευθύνη του εποπτεύοντος απέναντι στον εποπτευόμενο για ζημία την οποία ο δεύτερος υφίσταται από αδικοπραξία τρίτου, στην πραγμάτωση της οποίας συνέβαλε και παραμέληση της εποπτείας, δεν καλύπτεται από τη διάταξη αυτή (άρθρο 923 του ΑΚ), αλλά κρίνεται με βάση την εκ του νόμου ή τη συμβατική σχέση, από την οποία πηγάζει η υποχρέωση της εποπτείας, είτε ενδεχομένως στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, συνεπεία παραβάσεως του καθήκοντος επιβλέψεως [ΕφΑΘ (Μον) 3646/2021, ΕφΑθ (Μον) 600/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, ……….. και την χωρίς όρκο εξέταση του δεύτερου ενάγοντος, ……….,  ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, που τηρήθηκαν με τη μέθοδο της φωνοληψίας και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, καθώς και την εκτιμώμενη ελεύθερα, κατ’άρθρο 390 του ΚΠολΔ, έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……….., πολιτικού μηχανικού-συγκοινωνιολόγου, στον οποίο απευθύνθηκαν οι ενάγοντες, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Στις 12-9-2017 και περί ώρα 17.08, δηλαδή υπό συνθήκες ημέρας, έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα στην περιοχή της Νίκαιας και επί της οδού Π.Ράλλη, στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 121 και στο ρεύμα πορείας της προς τη λεωφόρο Κηφισού, όταν η υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ………… δίκυκλη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο ……… και ήταν ασφαλισμένη για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην εναγομένη-παρεμπιπτόντως ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα, ασφαλιστική εταιρεία, παρέσυρε και τραυμάτισε την πρώτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, και τον ανήλικο εγγονό της, …………, υιό του δευτέρου και της τρίτης εκκαλούσας-εφεσίβλητης, του οποίου είχε προσωρινά την εποπτεία, ενόσω εκείνοι διέσχιζαν κάθετα με τα πόδια την οδό, επιχειρώντας να περάσουν στην απέναντι πλευρά της. Η παραπάνω οδός στο συγκεκριμένο ύψος είναι διπλής κατεύθυνσης, με διαχωριστική νησίδα μεταξύ των αντίθετων ρευμάτων πορείας, και το ρεύμα πορείας όπου συνέβη το ατύχημα διαθέτει δύο λωρίδες κυκλοφορίας με διαγράμμιση μεταξύ αυτών, έχει συνολικό πλάτος 10 μέτρα και εκτείνεται σε ευθεία, χωρίς κλίση. Στο σημείο αυτό υπάρχει διάβαση πεζών, που έχει οριστεί με κατάλληλη διαγράμμιση επί του οδοστρώματος, και η κυκλοφορία των οχημάτων ρυθμίζεται από φωτεινούς σηματοδότες, που λειτουργούσαν κανονικά εκείνη την ώρα. Για τη διέλευση των πεζών υπάρχει κουμπί επί του σηματοδότη που βρίσκεται πάνω στο πεζοδρόμιο, το οποίο ενεργοποιείται από αυτούς, προκειμένου να αλλάξουν οι ενδείξεις του, σε ερυθρή για τα οχήματα και πράσινη για τους ίδιους. Η μεγίστη επιτρεπόμενη ταχύτητα είναι εκείνη των 50 χλμ/ώρα, που ισχύει, κατ’άρθρο 20 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ για κατοικημένες περιοχές, ελλείψει άλλης ειδικής ρύθμισης, και τη δεδομένη χρονική στιγμή, ο καιρός ήταν αίθριος, το οδόστρωμα ξηρό, η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών κανονική και η ορατότητα δεν περιοριζόταν. Λίγο πριν τη σύγκρουση, ο …….. κινείτο με τη δίκυκλη μοτοσικλέτα του στο δεξιό τμήμα της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας του ρεύματος πορείας του. Όπισθεν αυτού σε μικρή απόσταση και στην ίδια λωρίδα κυκλοφορίας κινείτο και δεύτερη δίκυκλη μοτοσικλέτα, με οδηγό τον …………, ενώ ακολουθούσαν σε αδιευκρίνιστη απόσταση και άλλα οχήματα. Πλησιάζοντας στο ύψος της διάβασης, και ευρισκόμενος σε απόσταση που θα προσδιοριστεί κατά προσέγγιση στη συνέχεια, από την οποία είχε οπτική επαφή της, όπως ο ίδιος δήλωσε, εξεταζόμενος ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου («το φανάρι ήταν πράσινο μπροστά μου, είδα τη  διάβαση. Την είδα από μακριά τη διάβαση και το φανάρι…»), συνέχισε κανονικά την πορεία του, αφού ο φωτεινός σηματοδότης είχε πράσινη ένδειξη για τα οχήματα και η διάβαση των πεζών ήταν ελεύθερη. Αμφότεροι οι οδηγοί δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία της πεζής και του ανηλίκου είτε να κινούνται επί του πεζοδρομίου είτε να στέκονται στο ύψος της διάβασης αλλά αυτό συνέβη όταν η πρώτη ενάγουσα κατήλθε στο οδόστρωμα κρατώντας από το χέρι τον εγγονό της και επιχείρησαν με ταχύ βήμα να το διασχίσουν κάθετα. Ο …….. τροχοπέδησε και πραγματοποίησε ελιγμό προς τα αριστερά, ενώ ο ………. ., πέραν της τροχοπέδησης ενεργοποίησε και τα ηχητικά όργανα προειδοποίησης της δίκυκλης μοτοσικλέτας του. Τότε ή και λίγο νωρίτερα ο ανήλικος αντιλήφθηκε την παρουσία των δικύκλων και άρχισε να τραβά από τον χέρι τη γιαγιά του για να προλάβουν να φθάσουν στη διαχωριστική νησίδα. Η τελευταία, κατά τη μαρτυρία του …….., συνειδητοποιώντας ότι ο ………. πλησιάζει στο ύψος τους, φάνηκε να αιφνιδιάζεται και κοντοστάθηκε, και αμέσως μετά ακολουθώντας τον εγγονό της κατευθύνθηκαν γρήγορα προς τη διαχωριστική νησίδα. Λόγω, όμως, της μικρής ήδη απόστασης της δίκυκλης μοτοσικλέτας και της φοράς κίνησης των πεζών, ο ………. δεν μπόρεσε να ακινητοποιηθεί πριν φθάσει στο ύψος τους αλλά ούτε και να τους αποφύγει. Μετά την παράσυρση των πεζών η μοτοσικλέτα προσέκρουσε στα κυγκλιδώματα που υπάρχουν στην άκρη της νησίδας και ανετράπη, με αποτέλεσμα την πτώση του οδηγού της στο οδόστρωμα. Σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα που συνέταξαν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα, που επιλήφθησαν του ατυχήματος λίγη ώρα αργότερα, στην άκρη της διαχωριστικής νησίδας, από την πλευρά του συγκεκριμένου ρεύματος πορείας βρέθηκε κηλίδα αίματος του ανηλίκου, σε απόσταση 1,7 μέτρων, μπροστά από τη διάβαση πεζών, ίχνη χαραγιών εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας και σε απόσταση 1,3 μέτρων από τη διαχωριστική νησίδα και πάνω σε αυτήν διάσπαρτα θραύσματα σε μήκος 12,6 μέτρων, προερχόμενα από τη δίκυκλη μοτοσικλέτα, η τελική θέση της οποίας δεν διαπιστώθηκε, επειδή εν τω μεταξύ είχε απομακρυνθεί, ενώ δεν διαπιστώθηκαν ίχνη τροχοπέδησης. Στην έκθεση αυτοψίας αναγράφεται και το όνομα του ανωτέρω δικυκλιστή, ως μοναδικού αυτόπτη μάρτυρα ενώ δεν αποδεικνύεται ούτε άλλωστε δηλώνεται η χρονική στιγμή που έφθασαν στο σημείο άλλα αυτοκίνητα που ακολουθούσαν και αν υπήρξε κίνδυνος εμπλοκής τους στο ατύχημα. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο μεν ανήλικος υπέστη θλαστικό τραύμα κάτω χείλους και εκδορά της επιδερμίδας του αριστερού γόνατος και η πρώτη ενάγουσα αμφισφύριο κάταγμα δεξιάς ποδοκνημικής και κατάγματα πλευρών αριστερά. Με βάση τα παραπάνω αντικειμενικά ευρήματα και ιατρικά δεδομένα, συνάγεται κατ’αρχήν ότι το σώμα του ανηλίκου μετατοπίστηκε προς τα εμπρός, λόγω και της φοράς κίνησης της δίκυκλης μοτοσικλέτας, τουλάχιστον 1,7 μέτρα, σε αντίθεση με όσα καταθέτει ο μάρτυρας ………….., ότι δηλαδή οι πεζοί έπεσαν στο οδόστρωμα ακριβώς στο σημείο της παράσυρσής τους, καθώς επίσης και ότι οι τελευταίοι κατά τη στιγμή της πρόσκρουσης βρίσκονταν πλησίον της διαχωριστικής νησίδας, είχαν δηλαδή διασχίσει κατά το μεγαλύτερο μέρος της το εκ πλάτους 10 μέτρων οδόστρωμα που κινείτο ο ………, και ότι η σύγκρουση δεν ήταν μεγάλης σφοδρότητας διότι σε διαφορετική περίπτωση τα σώματα των πεζών θα είχαν εκτιναχθεί σε μεγαλύτερη απόσταση. Η ακριβής ταχύτητα της δίκυκλης μοτοσικλέτας δεν αποδείχθηκε, με βάση, ωστόσο, τη μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα, δεν υπερέβαινε τη μεγίστη επιτρεπόμενη, γεγονός που δεν αντικρούεται από την προαναφερθείσα έκθεση –ιδιωτικής-πραγματογνωμοσύνης. Αναφορικά με την απόστασή της από τη διάβαση, όταν οι πεζοί εισήλθαν στο οδόστρωμα, λεκτέα τυγχάνουν τα ακόλουθα : Κατά τον ……….., αυτός βρισκόταν σε απόσταση περί τα 10 μέτρα, ενώ κατά τον ……….. περί τα 5 μέτρα και η μεταξύ τους απόσταση, δηλαδή των δύο οδηγών, ήταν κατ’αυτούς αντίστοιχα, 10-20 και 1-2 μέτρα. Οι πεζοί παρασύρθηκαν έχοντας διανύσει περί τα 7,5-8 μέτρα από το πεζοδρόμιο, κινούμενοι με γοργό βήμα που εκτιμάται κατά προσέγγιση ότι αντιστοιχεί σε 6-7 περίπου χιλιόμετρα την ώρα, δηλαδή χρειάστηκαν 4,4 δευτερόλεπτα περίπου για να φθάσουν εκεί. Αντίστοιχα, με βάση τους μαθηματικούς τύπους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της απόστασης ακινητοποίησης των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου αντίδρασης ενός μέσου οδηγού, που είναι περί τα 2 δευτερόλεπτα, ένα όχημα κινούμενο με 50 χιλιόμετρα την ώρα, θα διανύσει 15 μέτρα (απόσταση αντιδράσεως), αφ’ότου ο οδηγός του αντιληφθεί το εμπόδιο και άλλα 25 περίπου μέτρα μέχρι να σταματήσει (απόσταση πεδήσεως), με ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης, ενώ για τη δίκυκλη μοτοσικλέτα, ο αριθμός αυτός είναι μικρότερος (λιγότερο από 20 μέτρα), λόγω του μικρότερου βάρους της σε σχέση με ένα άλλο όχημα. Έτσι, υπό την εκδοχή του ……….., αν αυτός βρισκόταν σε απόσταση μόλις 10 μέτρων, δεν θα είχε προλάβει μεν να αντιδράσει αλλά από την άλλη πλευρά θα είχε διέλθει από τη διάβαση χωρίς να παρασύρει τους πεζούς. Υπό τα δεδομένα αυτά, εκτιμάται ότι η απόσταση της δίκυκλης μοτοσικλέτας όταν οι πεζοί εισήλθαν στο οδόστρωμα ήταν περί τα 30-40 μέτρα. Αυτή είναι και η μοναδική εξήγηση για το γεγονός ότι δεν έγινε αντιληπτός από την πρώτη ενάγουσα, παρ’ότι οι συνθήκες το επέτρεπαν, στον αρχικό, ανεπαρκή, όπως εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε, έλεγχο που αυτή πραγματοποίησε πριν κατέλθει στο οδόστρωμα. Αυτή δηλαδή ήλεγξε βιαστικά την κυκλοφορία των οχημάτων στο ρεύμα πορείας που επρόκειτο να εισέλθει, καθώς δεν θα ήταν λογικό, έχοντας ένα μικρό παιδί μαζί της να μην το πράξει έστω και στοιχειωδώς, σε χρόνο κατά τον οποίο η δίκυκλη μοτοσικλέτα, την οποία δεν αντιλήφθηκε παρ’ότι η ορατότητά της δεν περιοριζόταν, βρισκόταν σε ακόμη μεγαλύτερη από την παραπάνω απόσταση, και διαπιστώνοντας κίνηση οχημάτων μεν αλλά σε απόσταση τέτοια που της επέτρεπε να τη διασχίσει κάθετα με ασφάλεια, κινήθηκε με ταχύ βήμα, στρέφοντας το βλέμμα της προς τα εμπρός. Δεν αποκλείεται δε αρχικά να ενεργοποίησε πράγματι, όπως κατέθεσε προανακριτικά, το κουμπί ενεργοποίησης του φωτεινού σηματοδότη για τους πεζούς, αλλά στη συνέχεια, διαπιστώνοντας ότι τα οχήματα που πλησίαζαν βρίσκονταν σε ικανή απόσταση, να μην ανέμεινε την αλλαγή των ενδείξεών του και να αποφάσισε να προχωρήσει. Ο ισχυρισμός της ότι ανέμενε στο ύψος της διάβασης και ξεκίνησε μόλις ο φωτεινός σηματοδότης έγινε πράσινος για τους πεζούς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και καταρρίπτεται από τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα, για την αξιοπιστία του οποίου δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει το Δικαστήριο αφού δεν αποδείχθηκε ότι τον συνδέει φιλική ή άλλη σχέση με τους διαδίκους. Έτσι, επιβεβαιώνεται εν μέρει η εκδοχή του ………….., ως προς τα ουσιώδη σημεία της, για την ανέλεγκτη είσοδο της πρώτης ενάγουσας στο οδόστρωμα. Με βάση, επομένως, όσα προαναφέρθηκαν, το ένδικο ατύχημα και ο συνεπεία αυτού τραυματισμός της πρώτης ενάγουσας και του ανήλικου υιού του δευτέρου και τρίτου των εναγόντων οφείλεται σε προέχουσα αμέλεια της ιδίας (πρώτης ενάγουσας) σε ποσοστό 70 % και συντρέχουσα αμέλεια του …………… σε ποσοστό 30 %, έλλειψη δηλαδή της προσοχής που όφειλαν, σύμφωνα με τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα και τη λογική και μπορούσαν αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων, να επιδείξουν, ως μέση συνετή πεζή και οδηγός, αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, η αμέλεια της ενάγουσας συνίσταται στο ότι, παρ’ότι στο τμήμα της οδού που επρόκειτο να κινηθεί υπήρχε διάβαση πεζών και φωτεινοί σηματοδότες πεζών, δεν συμμορφώθηκε στην ένδειξη αυτών αλλά εισήλθε ανέλεγκτα στο οδόστρωμα κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 38 παρ.4 περ.β΄του Κ.Ο.Κ. Η αμέλεια δε του …………., συνίσταται στο ότι αυτός, πλησιάζοντας σε διάβαση πεζών, ανεξαρτήτως του ότι η κυκλοφορία ρυθμιζόταν με φωτεινούς σηματοδότες, που του επέτρεπαν να συνεχίσει την πορεία του, όφειλε να μειώσει την ταχύτητά του, σε ικανή απόσταση πριν τη διάβαση, την ύπαρξη της οποίας, κατά δήλωσή του είχε αντιληφθεί, ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο μπορούσε να προβλεφθεί και το οποίο βρισκόταν στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού, όπως ένας πεζός. Και τούτο διότι η ανέλεγκτη και επιπόλαιη κίνηση πεζών σε διαβάσεις, είναι συνήθης και προβλεπτή ενέργεια, με αποτέλεσμα οι οδηγοί να υποχρεούνται να τη λάβουν υπόψη τους, και επομένως, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.2 του Κ.Ο.Κ. Αντιθέτως, δεν μπορεί να του καταλογιστεί μη ενδεδειγμένος χειρισμός και αντίδραση, καθώς η ανέλεγκτη και αιφνίδια είσοδος της πρώτης ενάγουσας στο οδόστρωμα, απέκλεισε πράγματι τη δυνατότητά του να αντιδράσει αποτελεσματικά, και η τροχοπέδηση και ο ελιγμός που αυτός πραγματοποίησε προς τα αριστερά, ήταν η μόνη ενδεδειγμένη ενέργεια στην οποία οποιοσδήποτε συνετός οδηγός θα προέβαινε αν βρισκόταν στην ίδια με αυτόν θέση. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης ενάγουσας στην πρόκληση του ατυχήματος και τον τραυματισμό της ιδίας και του ανήλικου εγγονού της, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο πρώτος λόγος της (κύριας) έφεσης να γίνει δεκτός, ως βάσιμος και κατ’ουσίαν. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι αμέσως μετά το ατύχημα η πρώτη ενάγουσα και ο ανήλικος, ηλικίας τότε 72 και 9 ετών, αντίστοιχα, μεταφέρθηκαν με σταθμούς του Ε.Κ.Α.Β στο νοσοκομείο, η μεν πρώτη στο Γενικό Νοσοκομείο Νικαίας «Άγιος Παντελεήμων»  και ο ανήλικος στο Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών «Π και Α. Κυριακού». Η πρώτη ενάγουσα εισήχθη στη θωρακοχειρουργική κλινική, όπου υποβλήθηκε σε ακτινολογικό έλεγχο και διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάταγμα πλευρών, που αντιμετωπίστηκε συντηρητικά, και παρέμεινε νοσηλευόμενη έως τις 15-9-2017. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην ορθοπαιδική κλινική για την αντιμετώπιση του αμφισφύριου κατάγματος δεξιάς ποδοκνημικής, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση εσωτερικής οστεοσύνθεσης. Εκτιμήθηκε ότι θα ήταν ανίκανη για εργασία επί τρεις (3) μήνες. Παρέμεινε στη συγκεκριμένη κλινική έως τις 4-10-2017 και στη συνέχεια στην πνευμονολογική κλινική του ίδιου νοσοκομείου, αφού διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλευριτικής συλλογής αριστερά. Εξήλθε τελικά στις 6-10-2017 με οδηγίες για φαρμακευτική αγωγή και παρακολούθηση. Επανεισήχθη στην ορθοπαιδική κλινική του ίδιου νοσοκομείου στις 25-6-2018, εξαιτίας της οστεοαρθρίτιδας που εμφάνισε εξαιτίας του τραυματισμού της, και υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση αρθρόδεσης της δεξιάς ποδοκνημικής. Εξήλθε στις 3-7-2018 έχοντας βελτιωθεί η κατάστασή της και της δόθηκαν οδηγίες για αναλγητική, αντιπηκτική και αντιβιωτική αγωγή και της συνεστήθη επανέλεγχος. Ο θεράπων ιατρός της εκτίμησε ότι θα ήταν ανίκανη προς ελεύθερη βάδιση και αυτοεξυπηρέτηση για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών (3) μηνών, έχοντας ανάγκη παροχής βοήθειας τρίτου προσώπου. Νεώτερα ιατρικά πιστοποιητικά ώστε να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο χρόνος της πλήρους αποκατάστασής της, όπως και εμμένουσες τυχόν βλάβες, δεν προσκομίστηκαν, παρ’ότι έκτοτε έχει παρέλθει χρονικό διάστημα σχεδόν τεσσάρων (4) επιπλέον ετών, με αποτέλεσμα τα όσα βεβαιώνει ο εξετασθείς πρωτοδίκως δεύτερος ενάγων, περί χρήσης περιπατητήρα και αδυναμία αυτοεξηπηρέτησης μέχρι και τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό, να μην επιβεβαιώνονται, καθώς η προσκόμιση σχετικού ιατρικού πιστοποιητικού ήταν ευχερής για την ίδια.  Αποδείχθηκε, επίσης, λόγω της φύσης και του είδους του τραυματισμού της, ότι ήταν αναγκαία η βελτιωμένη διατροφή της, ενώ σχετική προφορική σύσταση υπήρξε και από τους θεράποντες ιατρούς της, αν και οι σύγχρονες διατροφικές συνήθειες στη χώρα μας περιλαμβάνουν όλες τις ομάδες των τροφών, και τούτο διότι η πώρωση των καταγμάτων απαιτεί διατροφή ενισχυμένη και δη κατανάλωση κρέατος, ψαριών και γαλακτοκομικών, ώστε να καλύπτονται όλες οι ανάγκες της ασθενούς σε ασβέστιο, πρωτεΐνες, μέταλλα και βιταμίνες [ΕφΑθ (Μον) 107/2021, ΕφΑθ (Μον) 451/2020, ΕφΔωδ (Μον) 215/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»],  ανεξαρτήτως του ότι δεν προσκομίζεται σχετική ιατρική βεβαίωση, δεδομένου ότι η δικανική πεποίθηση για το ζήτημα αυτό σχηματίζεται, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που αποτελούν πορίσματα κοινής παραδοχής και δεν απαιτούνται ειδικές ιατρικές γνώσεις [ΕφΔωδ (Μον) 215/2018 ό.π]. Επομένως, η  ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 5 ευρώ ημερησίως για το χρονικό διάστημα των 4 μηνών, μετά την πρώτη έξοδό της από το νοσοκομείο, και των 2 μηνών, μετά τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε, που απαιτήθηκε να δαπανήσει για την αιτία αυτή, ώστε να ενισχυθεί η πώρωση των καταγμάτων της και η ανάκαμψη του οργανισμού της, μετά από τον τραυματισμό της, και συνολικά το ποσό των 900 (180 ημέρες χ 5 ευρώ ημερησίως) ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και, τελικώς, με βάση το ποσοστό συνυπαιτιότητάς της, των 270 (900 Χ 30 %) ευρώ. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε εξ ολοκλήρου το σχετικό κονδύλιο, δεχόμενο αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης ενάγουσας στην πρόκληση του ατυχήματος, πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο τρίτος λόγος της (κύριας) έφεσης, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν για το ποσό αυτό. Επιπλέον, μετά τον τραυματισμό της και ειδικότερα, μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο την πρώτη φορά, καθ’όλο το χρονικό διάστημα μέχρι τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση και για χρονικό διάστημα τριών (3) ακόμη μηνών, μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο τη δεύτερη φορά, δηλαδή από τις 6-10-2017 έως τις 25-6-2018 και από τις 3-7-2018 έως τις 3-10-2018, δηλαδή συνολικά επί 11,5 μήνες, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και παρέμενε, ειδικά την πρώτη περίοδο, μεταξύ των νοσηλειών της, ως επί το πλείστον κλινήρης, με αποτέλεσμα να έχει ανάγκη της βοήθειας τρίτου προσώπου, καθ’όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και όχι επί δωδεκάωρο καθημερινά, όπως η ίδια διατείνεται με την αγωγή της, ενώ κατά τη διάρκεια των νοσηλειών της, ήταν επαρκείς οι υπηρεσίες και η φροντίδα του νοσηλευτικού προσωπικού. Την αναγκαία επίβλεψη και φροντίδα της για την κάλυψη των αναγκών της (σωματικές ανάγκες, προσωπική υγιεινή, σίτιση) την είχαν αναλάβει εκ περιτροπής, κυρίως η ανηψιά της ………., και περιστασιακά ένας ακόμη ανηψιός του συζύγου της, ο …………, με υπερένταση των προσπαθειών τους και σε βάρος άλλων απασχολήσεών τους, χωρίς τα συγγενικά της αυτά πρόσωπα να έχουν σχετική εκ του νόμου υποχρέωση καθώς και ο εξετασθείς υιός της με τη σύζυγό του, πέραν της νόμιμης υποχρέωσης του πρώτου να την φροντίζει (άρθρο 1507 του ΑΚ). Δεδομένης της επικαλούμενης από την ίδια κατάστασης της υγείας της, η ενάγουσα θα έπρεπε να προσλάβει τρίτο πρόσωπο, που θα διέμενε μαζί της, για να καλύψει τις ανωτέρω ανάγκες της, αφού και ο σύζυγός της είναι παραπληγικός και δεν μπορούσε να της προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Επομένως, θα δαπανούσε για την αιτία αυτή το ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως και συνολικά των 8.625 (750 Χ 11,5) ευρώ, που κρίνεται εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες αμοιβές που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταβάλλονταν, εκείνη τη χρονική περίοδο, για ανάλογες υπηρεσίες σε τρίτα πρόσωπα, καθώς μάλιστα δεν απαιτείτο για την εξυπηρέτησή της πρόσωπο με εξειδικευμένες γνώσεις αποκλειστικής νοσοκόμου ούτε παρέχονταν σε αυτήν εξειδικευμένες φροντίδες. Η πλασματική, συνεπώς, δαπάνη, την οποία δικαιούται να αναζητήσει, κατ`άρθρο 930 παρ. 3 του ΑΚ, με βάση το ποσοστό συνυπαιτιότητάς της, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.587,5 (8.625 Χ 30 %) ευρώ. Αντιθέτως, με την πρόσληψη τρίτου ατόμου επί δωδεκάωρο, μη διαμένον στην οικία της, θα συνέβαλε η ίδια στην έκταση της ζημίας της, καθώς με τον τρόπο θα δαπανούσε το ποσό των 50 ευρώ τουλάχιστον ημερησίως, και των 1.500 ευρώ μηνιαίως, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εφεσίβλητης, που είχε προταθεί και πρωτοδίκως (άρθρο 300 του ΑΚ). Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε εξ ολοκλήρου το σχετικό κονδύλιο, πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο δεύτερος λόγος της (κύριας) έφεσης, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν για το ποσό αυτό. Έτσι, η αποζημίωση που δικαιούται συνολικά η πρώτη ενάγουσα για τη θετική ζημία της, με βάση το ποσοστό συνυπαιτιότητάς της, ανέρχεται στο ποσό των 2.857,5 (270 + 2.587,5) ευρώ. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε ο ανήλικος, υποβλήθηκε σε ακτινολογικό και εργαστηριακό έλεγχο χωρίς ευρήματα και διαπιστώθηκε ότι έφερε θλαστικό τραύμα κάτω χείλους και εκδορά της επιδερμίδας του αριστερού γόνατος. Την επομένη υποβλήθηκε και σε πανοραμική ακτινογραφία γνάθων, στο Ιδιωτικό Πολυϊατρείο-………., για την οποία δαπάνησε το ποσό των 25 ευρώ, από την οποία προέκυψε η ανάγκη ανασύστασης της ρητίνης σε τρία δόντια [το άνω αριστερό (υπ’αριθμ.21), κάτω αριστερό και κάτω πλάγιο δόντι (υπ’αριθμ. 31 και 32, αντίστοιχα)], η αποτριβή ή φθορά της οποίας, κατά τα γνωστά από τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι συμβατή με την πτώση του ανηλίκου και τον τραυματισμό του στην περιοχή του στόματος, και κάλυψη οπών σε τέσσερα ακόμη (στον άνω δεξιό και τον άνω δεξιό πρώτο γομφίο, στον κάτω αριστερό δεξιό και τον κάτω αριστερό πρώτο γομφίο, δηλαδή στα υπ’αριθμ. 16, 26, 46 και 36, αντίστοιχα), ανεξαρτήτως του ότι οι βλάβες αυτές δεν έχουν καταγραφεί  από τους ιατρούς του παιδιατρικού νοσοκομείου όπου μεταφέρθηκε, καθώς η εξήγηση γι’αυτό είναι ότι επρόκειτο για βλάβες που δεν έχρηζαν άμεσης αντιμετώπισης από τους ίδιους. Για την αποκατάστασή τους, απαιτείτο συνολική δαπάνη 650 ευρώ, ενώ δεν προέκυψε η ανάγκη και δεύτερης πανοραμικής ακτινογραφίας ούτε και μελλοντικής ορθοδοντικής θεραπείας, ελλείψει προσκομίσεως σχετικής οδοντιατρικής γνωμάτευσης. Συνεπώς, ο ανήλικος δικαιούται να απαιτήσει ολόκληρη τη ζημία του, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 675 (25 + 650) ευρώ, από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, ως ενεχόμενη εις ολόκληρον για την αποκατάστασή της, συνεπεία του πταίσματος του ασφαλισμένου σε αυτήν οχήματος, ανεξαρτήτως του έναντι αυτού πταίσματος και τρίτου προσώπου [ΟλΑΠ 13/2002, Νοβ 3003.660, ΑΠ 808/2017, ΕφΑιγ(Μον) 19/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Σημειώνεται ότι, η ζημία αυτή βαρύνει την περιουσία του ανηλίκου, έστω και αν αυτός στερείται στην πραγματικότητα περιουσιακών στοιχείων και δεν παύει, από το συμπτωματικό αυτό γεγονός, το πρόσωπο που τραυματίστηκε ή υπέστη άλλη βλάβη του σώματος ή της υγείας του, να είναι φορέας του δικαιώματος που έχει προσβληθεί [ΕφΔυτΜακ (Μον) 102/2015, Αρμ. 2016.976]. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε εξ ολοκλήρου το σχετικό κονδύλιο, δεχόμενο αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης ενάγουσας στην πρόκληση του ατυχήματος, πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο πέμπτος λόγος της (κύριας) έφεσης, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν για το ποσό αυτό. Εκτός, όμως, από την περιουσιακή ζημία τους, οι ανωτέρω υπέστησαν και ηθική βλάβη, η μεν πρώτη ενάγουσα, η οποία πριν το ατύχημα ήταν ακμαία και δραστήρια, εξαιτίας του σοβαρού τραυματισμού της, της νοσηλείας της, της υποβολής της σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις, της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας της λόγω του ικανού χρονικού διαστήματος που σε κάθε περίπτωση απαιτήθηκε για την αποκατάστασή της, και του περιορισμού των κοινωνικών και φυσικών δραστηριοτήτων της για αρκετό χρονικό διάστημα, ο δε ανήλικος λόγω του τραυματισμού του και της συνεπεία αυτού ψυχικής και σωματικής του ταλαιπωρίας. Για την αποκατάστασή της, η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που πρέπει να τους επιδικασθεί, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ανέρχεται, όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα, ενόψει του είδους και του βαθμού της υπαιτιότητάς της, της συντρέχουσας αμέλειας του ………. στην πρόκληση του ατυχήματος, των ειδικότερων  συνθηκών  του, της έκτασης, του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού της, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασής της, ως συνταξιούχου, πλην της εκκαλούσας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική [ΑΠ 142/2019, ΕφΑθ (Μον) 2893/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] στο  ποσό 2.500 ευρώ, και, όσον αφορά τον ανήλικο, ενόψει του είδους της υπαιτιότητας του  ……………… στην πρόκληση του ατυχήματος, και της κοινωνικής του κατάστασης, στο ποσό των 1.500 ευρώ, καθώς λόγω της ανηλικότητάς του δεν δύναται να γίνει λόγος περί επαγγελματικής απασχολήσεώς του [ΕφΑθ (Μον) 600/2019 ό.π], ενώ και, ως προς αυτόν, η ευθύνη της είναι εγγυητική. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε εξ ολοκλήρου τα σχετικά κονδύλια, πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο τέταρτος και έκτος, αντίστοιχα, λόγος της (κύριας) έφεσης, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι και κατ’ουσίαν για τα ποσά αυτά.

Ως προς την παρεμπίπτουσα, επίσης, αγωγή αποδείχθηκε ότι οι έχοντες την επιμέλεια του ανηλίκου-ο οποίος, ως μη έχων συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του είναι ακαταλόγιστος (άρθρο 916 του ΑΚ) και δεν ευθύνεται και στην περίπτωση που ο ίδιος συνέβαλε, με δική του ενέργεια ή παράλειψη, στην επέλευση της δικής του ζημίας (ΕφΠειρ 553/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») αλλά οι-παρεμπιπτόντως εναγόμενοι γονείς του, κατά τον χρόνο του ατυχήματος είχαν αναθέσει προσωρινά την επιμέλεια και επίβλεψή του στην πρώτη παρεμπιπτόντως εναγομένη, γιαγιά του, η οποία όπως ήδη εκτέθηκε, ήταν σωματικά υγιής, προκειμένου να συνοδεύσει το ανήλικο σε γυμναστήριο, επειδή οι ίδιοι εργάζονταν. Μάλιστα αυτό συνέβαινε καθ’όλη τη διάρκεια του τελευταίου έτους. Συνεπώς, ουδεμία υπαιτιότητα τους βαρύνει τόσο ως προς την ανάθεση της επιμέλειας του υιού τους αλλά ούτε και ως προς την επέλευση του ατυχήματος, στο οποίο δεν ήταν παρόντες, αφού είχαν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι η πρώτη παρεμπιπτόντως εναγομένη, γιαγιά του, θα τον επιτηρούσε δεόντως. Αντιθέτως, η ίδια, όπως αποδείχθηκε από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, δεν επιμελήθηκε ώστε η μετάβαση του ανηλίκου στην οικία της ή την πατρική του οικία να πραγματοποιηθεί ακινδύνως, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ίδιος, λόγω της ηλικίας του, της ωριμότητας και του βαθμού ανάπτυξής του δεν μπορούσε να προστατεύσει ο ίδιος τον εαυτό του, και με την ενέργειά της να επιχειρήσει να διέλθει κάθετα το οδόστρωμα, ενόσω ο φωτεινός σηματοδότης της πορείας της έδειχνε κόκκινο για τους πεζούς, παραβίασε την υποχρέωση προφύλαξής του, παρ’ότι είχε ιδιαίτερη προς τούτο ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, ως έχουσα προσωρινά την επιμέλεια και εποπτεία του, συντελώντας έτσι σε ποσοστό 70 % στον τραυματισμό του. Δικαιούται, συνεπώς, η (παρεμπιπτόντως) ενάγουσα να στραφεί αναγωγικώς (άρθρο 927 του ΑΚ) κατ’αυτής, αλλά όχι και κατά του δεύτερου και τρίτης των παρεμπιπτόντως εναγομένων, που δεν βαρύνονται με πταίσμα, ως προς τον τραυματισμό του ανηλίκου υιού τους, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι της οφείλει όποιο ποσό υποχρεωθεί και η ίδια να καταβάλει στους γονείς του ανηλίκου, σε εκτέλεση της παρούσας, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων (ΑΠ 239/2010, Νοβ 2010.1697, ΕφΑθ 3148/2013 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαμ 70/2011, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2012.26), και σε ποσοστό 70 % αυτών κατ’ανώτατο όριο, με τον νόμιμο τόκο από της καταβολής τους και μέχρι την εξόφληση, γενομένης δεκτής της επικουρικής εφέσεώς της. Συνεπώς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την παρεμπίπτουσα αγωγή στο σύνολό της, ως ουσιαστικά αβάσιμη, παρ’ότι στο σκεπτικό της μνημονεύεται ότι παρέλκει η εξέτασή της, ενώ στο διατακτικό της δεν περιλαμβάνεται σχετική απορριπτική διάταξη, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, ως προς τον δεύτερο και την τρίτη των εναγομένων, αν και με διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας, αφού δεν οδηγεί σε διαφορετικής εκτάσεως δεδικασμένο, και εσφαλμένως ως προς την πρώτη εναγομένη, και, επομένως, ο μοναδικός λόγος της (επικουρικής) εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος και κατ’ουσίαν, ως προς αυτήν.

Κατ’ακολουθία των ανωτέρω πρέπει : 1) Να γίνει δεκτή η υπό στοιχ. Α΄έφεση, κατά παραδοχή του λόγου της περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων,  όπως αυτός εξειδικεύεται στον πρώτο έως και έκτο λόγο αυτής, 2) Να απορριφθεί η υπό στοιχ. Β΄επικουρική έφεση ως προς τους δεύτερο και τρίτη εφεσίβλητους και να γίνει αυτή δεκτή, ως προς την πρώτη,  κατά παραδοχή του συναφούς μοναδικού λόγου της, ακολούθως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, κατά το άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ,  αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014). Δημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αφού το σχετικό κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης συνεξαφανίζεται, ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης και για τα δικαστικά έξοδα αποφαίνεται το παρόν Δικαστήριο ενιαία (Σ.Σαμουήλ «Η έφεση κατά τον ΚΠολ), έκδ. 2009, παρ. 542, σελ. 233), με αποτέλεσμα ο συναφής έβδομος λόγος της (κύριας) έφεσης να έχει καταστεί άνευ αντικειμένου (ΕφΑνατΚρ 56/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), με την επισήμανση ότι δεν θα γίνει επανακαθορισμός ως προς τα δικαστικά έξοδα των παρεμπιπτόντως εναγομένων στον πρώτο βαθμό, αφού δεν περιλαμβάνεται σχετική διάταξη στην εκκαλουμένη και αυτή δεν πλήττεται, ως προς το συγκεκριμένο σκέλος της. Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθούν οι υπό κρίση κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγή, ως προς την πρώτη (παρεμπιπτόντως) εναγομένη, πρέπει να γίνουν αυτές δεκτές, ως εν μέρει βάσιμες κατ’ουσίαν και : 1) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 5.357,5 (2.857,5 + 2.500) ευρώ, και στους δεύτερο και τρίτη, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους ………….., το ποσό των 2.175 (675 + 1.500) ευρώ, για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό αιτίες, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, 2) Να αναγνωριστεί ότι η πρώτη παρεμπιπτόντως εναγομένη οφείλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα, όποιο ποσό υποχρεωθεί και αυτή να καταβάλει στους δεύτερο και τρίτη ενάγουσα, υπό την παραπάνω ιδιότητά τους και για λογαριασμό του ανηλίκου υιού τους, …………, σε εκτέλεση της παρούσας, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων και σε ποσοστό μέχρι 70 % αυτών, που αντιστοιχεί στο ποσό των 1.522,5 (2.175 Χ 70 %) ευρώ εκ του οφειλόμενου κεφαλαίου, με τον νόμιμο τόκο από την καταβολή τους και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, λόγω της μερικής και ολικής νίκης των εκκαλούντων, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτούς του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκησή τους (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ). Τέλος, μετά και την ανωτέρω επισήμανση, κατά τα λοιπά, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο δεύτερος και η τρίτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων-εφεσιβλήτων εκπροσωπήθηκαν από την ίδια πληρεξουσία δικηγόρο κατά τη συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων (άρθρα 106, 176, 183, 189, 191 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 63 § 1iα), 68 § 1 και 69 § § 1,2 και παράρτημα Β΄ υπ’άρθρο 166 του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 28-2-2022 (με αριθ. εκθ. καταθ. ……../10-3-2022)  υπό στοιχ. Α΄έφεση των εναγόντων και (β) την από  27-12-2021 (με αριθ. εκθ. καταθ. ………../8-4-2022) υπό στοιχ. Β΄ (επικουρική) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 1524/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.

ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό στοιχ. Α΄έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ουσίαν την υπό στοιχ. Β΄ (επικουρική) έφεση της εκκαλούσας, ως προς την πρώτη εφεσίβλητη και απορρίπτει αυτήν, ως προς τον δεύτερο και την τρίτη των εφεσιβλήτων.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα του δευτέρου και της τρίτης εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκησή τους.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη οριστική απόφαση

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 29-11-2018 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./3-12-2018) αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων τριακοσίων πενήντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών (5.357,50) και στους δεύτερο και τρίτη, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, ……….., το ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν εβδομήντα πέντε (2.175) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης-εκκαλούσας μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων-εφεσιβλήτων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την προσεπίκληση, ενωμένη με ανακοίνωση δίκης.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 14-3-2019 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ…………../20-3-2019) παρεμπίπτουσα αγωγή, ως προς την πρώτη παρεμπιπτόντως εναγομένη.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η πρώτη παρεμπιπτόντως εναγομένη οφείλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα, όποιο ποσό υποχρεωθεί και αυτή να καταβάλει στους δεύτερο και τρίτη (κυρίως) ενάγοντες, για λογαριασμό του ανηλίκου υιού τους, ……….., σε εκτέλεση της παρούσας, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων και σε ποσοστό αυτών μέχρι 70 %, που αντιστοιχεί στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων είκοσι δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (1.522,50) εκ του οφειλόμενου κεφαλαίου, με τον νόμιμο τόκο από την καταβολή τους και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της άνω εφεσίβλητης, μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 20-6-2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ