Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 576/2022

Αριθμός     576/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ΝΠΔΔ, με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ)», όπως μετονομάστηκε το Ν.Π.Δ.Δ., με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)», ως οιονεί καθολικού διαδόχου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Σταματίνα Διακογεωργάκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………….. ως καθολικής διαδόχου της ……………….. που ήταν καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………. και εν συνεχεία καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………… και της ανώνυμης εταιρείας ……….. 2) υπό εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ……….., η οποία εκπροσωπείται από την ειδική εκκαθαρίστρια αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………» η οποία εδρεύει στο ………., 3)  υπό εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εκπροσωπείται από την ειδική εκκαθαρίστρια αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» η οποία εδρεύει στο ……….. 4) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» ενεργούσα ως ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εδρεύει στην ….., οι οποίες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο και 5) Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών που εδρεύει στην Αθήνα και ειδικά εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά που εδρεύει στη Δραπετσώνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Χρυσάνθη Τέλιου (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Β. ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας ……………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Νικόλαο Σύρμα (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:  Ανώνυμης εταιρείας ……………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-ΕΦΚΑ), όπως μετονομάστηκε το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ), ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Σταματίνα Διακογεωργάκη.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ:

1) Την υπό εκκαθάριση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία ……………., 2) Την υπό εκκαθάριση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία …………., 3) Την ανώνυμη εταιρεία ……………, οι οποίες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο και 4) Το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), όπως αυτή νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, και στην προκειμένη περίπτωση από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Χρυσάνθη Τέλιου (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Το υπό στοιχ Α εκκαλούν-Β καθ΄ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση κατέθεσε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1839/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το ανακόπτον και ήδη  υπό στοιχ Α εκκαλούν-Β καθ΄ου η πρόσθετη παρέμβαση 23.11.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο  ………./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ήδη υπό στοιχ Β αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε την από 14.4.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………/2022) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η Πληρεξούσια Δικηγόρος του υπό στοιχ Α εκκαλούντος-Β καθ΄ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, η δε Δικαστική Πληρεξουσία  του πέμπτου εκ των υπό στοιχ Β εφεσιβλήτων-τετάρτου εκ των ως προς ους η κοινοποίηση, καθώς και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος  της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε(5) ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ` αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.». Στην προκειμένη περίπτωση από τις υπ΄ αρ. …./18-3-2021, …../19-3-2021, …./19-3-2021 και …../18-3-2021 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, που επικαλείται και προσκομίζει το εκκαλούν, το οποίο επισπεύδει τη συζήτηση (άρθρο 498 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με εκθέσεις καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (19-5-2022), επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στις πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τετάρτη των εφεσιβλήτων. Οι τελευταίες, όμως, δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθούν ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτές παρούσες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι το παριστάμενο εκκαλούν, δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου του, προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της εφέσεως, κατ΄ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ του ΚΠολΔ, αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου, καθώς και των πρακτικών, που τηρήθηκαν κατ΄ αυτήν, ενώ δεν προσκομίζει προτάσεις των απολιπομένων εφεσιβλήτων, καθόσον αυτές ήταν απούσες και κατά την πρωτοβάθμια δίκη.

Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου (και του Εφετείου), περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης (και της έφεσης αντίστοιχα), εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους (ΑΠ 1736/2017). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1260/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78 του ίδιου Κώδικα (ΚΠολΔ). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 177/2017, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΑΠ 1248/1998). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του υπέρ ου η παρέμβαση κατά την απουσία του, από τον αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντα και αντιστρόφως (ΕφΘεσ 78/2017 Αρμ. 2017.1156, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1250/2009 ΕλλΔνη 2012.790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΑΠ 1191/2003, ΕφΘεσσαλ 982/2021, ΕφΘεσ 570/2019). Λόγω δε της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας για τους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008, ΑΠ 1145/2007, ΕφΛαρ 212/2015, ΕφΛαρ 343/2012, ΕφΙωαν 75/2005, ΕφΑθ. 205/2002, Β. Βαθρακοκοίλη: Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, τομ. Α΄, άρθρο 76 σελ. 523, παρ. 33, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 83, σελ. 193, παρ. 1 και άρθρο 76, σελ. 178, παρ. 7). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ εδ. γ΄, δ΄ και ε΄ του Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης» (ΑΠ 877/2019, ΑΠ 368/2019, ΕφΘεσσαλ 982/2021 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ΄ ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και να αναφέρεται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το Δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ΄ ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της αποφάσεως περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 1229/2008). Κατά συνέπεια όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 1 του ΚΠολΔ), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθ΄ ων η ανακοπή, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 2 του ΚΠολΔ) και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός της χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς καθένα από τους καθ΄ ων, χωρίς να επηρεάζονται από αυτό οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθ΄ ων, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ τους ως προς τις απαιτήσεις τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 2117/2014). Στην προκειμένη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 498 και 19 του ΚΠολΔ),: α) η από 23-11-2020 (αρ. καταθ. ……/2020) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος ανακόπτοντος Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)», όπως μετονομάστηκε το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)», ως οιονεί καθολικός διάδοχος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, σε βάρος των εφεσίβλητων-καθ΄ ων η ανακοπή και κατά της υπ΄ αρ. 1839/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 591 επ., 979, 933 επ. του ΚΠολΔ, ερήμην των δεύτερης, τρίτης και τετάρτης των καθ΄ ων η ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και β) η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση (κατ΄ άρθρο 83 του ΚΠολΔ) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που ασκήθηκε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Εφετείου με το από 14-4-2022 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού (Εφετείου Πειραιώς) με αρ. καταθ. (αρ. καταθ. ……/2022) και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, επικαλούμενη (η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα) ότι ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο ……….. της Ιρλανδίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εταιρεία, κατόπιν μεταβίβασης, σ΄ αυτήν επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και οι επίδικες, κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..»-καθ΄ ης η ανακοπή. Ειδικότερα δε η ένδικη αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην πρώτη των εφεσιβλήτων – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..» και στο εκκαλούν – καθ΄ ου η πρόσθετη παρέμβαση Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)» [βλ. αντίστοιχα τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ΄ αρ. ……/6-5-2022 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………, μέλους της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «……………..», που εδρεύει στην Αθήνα και υπ΄ αρ. ………./6-5-2022 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………, μέλους (επίσης) της ως άνω Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «. ………..»],κοινοποιήθηκε δε και προς τους λοιπούς των εφεσιβλήτων [βλ. αντίστοιχα τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα  υπ΄ αρ. ……/6-5-2022 και ……../6-5-2022 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….., υπ΄ αρ. ………/6-5-2022 και ………../6-5-2022 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……… και υπ΄ αρ. ………/6-5-2022 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………., μελών (επίσης) της ως άνω Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «…………»]. Από τα προσκομιζόμενα μετ΄ επικλήσεως από την προσθέτως παρεμβαίνουσα έγγραφα προκύπτει η επικαλούμενη ιδιότητα και το έννομο συμφέρον της για την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη, κατ΄ άρθρα 80 και 83 του ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου πρώτης των εφεσιβλήτων και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, και πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή να συνεκδικαστεί με την κρινόμενη έφεση (άρθρο 246 του ΚΠολΔ), ερήμην της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, η οποία αν και κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για να παρασταθεί κατά την εκδίκαση αυτής δεν εμφανίστηκε, αλλά ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο [βλ. την προαναφερόμενη προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την παρεμβαίνουσα υπ΄ αρ. …../6-5-2022 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………, μέλους (επίσης) της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «. …….»]. Ωστόσο, κατ΄ εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, παρά την απουσία της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, η συζήτηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης θα χωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα, αφού αυτή θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα. Εξάλλου, η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως το εκκαλούν, κατ΄ άρθρο 62 παρ. 3 περ. Θ΄ του Ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του Ν. 4445/2016, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Διατάγματος της 26-6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», δεν υποχρεούται σε κατάθεση παραβόλου εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

Με την από 25-10-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) ανακοπή, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, το ανακόπτον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)», ήδη «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)», ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)», και ήδη εκκαλούν, ισχυρίσθηκε ότι με επίσπευση της πρώτης των καθ΄ ων, ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων, σε εκτέλεση των πρώτων εκτελεστών απογράφων των υπ΄ αρ. …/2010 και …./2010 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δυνάμει της υπ΄ αρ. …./19-9-2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … ……. εκπλειστηριάσθηκε, την 9-5-2018, ακίνητο ιδιοκτησίας της οφειλέτριάς της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..». Ότι το ίδιο (ανακόπτον), δια της Περιφερειακής Υπηρεσίας ΚΕΑΟ Πειραιά, με την υπ΄αρ. 103 και υπ΄ αρ. πρωτ. …./17-5-2018 αναγγελία του προς την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, Συμβολαιογράφο Αθηνών, ………, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ανήγγειλε εμπρόθεσμα, κατ΄ άρθρο 55 του ΚΕΔΕ, ληξιπρόθεσμες και προνομιακές απαιτήσεις του κατά του καθ΄ ου η εκτέλεση, μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, ποσού 47.872,65 ευρώ, και συγκεκριμένα οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές χρονικού διαστήματος από 1-3-2009 έως 31-7-2016, όπως λεπτομερώς αναφέρεται σ΄ αυτή (ανακοπή) με τη συνημμένη αναγγελία, ζήτησε δε κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος να ληφθεί υπόψη (το ΕΦΚΑ) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 61 ΚΕΔΕ και να καταταγεί, με τη σειρά που πρέπει για όλα όσα οφείλονται, στον πίνακα κατάταξης που θα συνταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 975 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 3863/2010 και τις διατάξεις του άρθρου 56 Ν. 3994/2011 και ισχύει σήμερα, με την προσθήκη δευτέρου εδαφίου στην παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν.Δ. 356/74 ΚΕΔΕ, με το άρθρο 33 του Ν. 4141/2013. Ότι στον προσβαλλόμενο υπ΄ αρ. ……/2018 πίνακα κατάταξης δανειστών που συντάχθηκε από την ως άνω επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, καθόσον το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την πλήρη ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών της ως άνω οφειλέτριας, αφού προαφαιρέθηκαν τα έξοδα της εκτέλεσης, που υπολογίσθηκαν στο συνολικό ποσό των 3.200 ευρώ, στο εναπομείναν προς διανομή πλειστηρίασμα, ποσό των 34.700 ευρώ, κατετάγησαν το ίδιο (ανακόπτον), ήδη εκκαλούν, προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 3.777,66 ευρώ προς μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του και οι καθ΄ ων η ανακοπή, (μεταξύ των οποίων το πέμπτο των καθ΄ ων, Ελληνικό Δημόσιο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή αυτής και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά), κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (ανακοπή) εκτιθέμενα. Ότι η υπάλληλος επί του πλειστηριασμού κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος εσφαλμένως εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους από τις διατάξεις του Ν.4335/2015,κατατάσσοντάς το για μέρος της απαίτησής του, ενώ όφειλε να εφαρμόσει αυτές ως ίσχυαν πριν το Ν.4335/2015, δεδομένου ότι η πρώτη επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στην οφειλέτρια την 7-9-2010 (ήτοι πριν την 1-1-2016), όποτε στο προγενέστερο αυτό χρονικό σημείο οριοθετείται χρονικά η έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας και κρίνεται η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων. Με βάση τα ανωτέρω, το ανακόπτον ζήτησε, επικαλούμενο έννομο συμφέρον υπό την ιδιότητα του αναγγελθέντος δανειστή, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε να καταταγεί αυτό για το ποσό των 30.922,34 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, πλέον αυτού που έχει καταταγεί, με ταυτόχρονη και ισόποση αποβολή των καθ΄ ων η ανακοπή (ήτοι επισπεύδουσας και αναγγελθέντων δανειστών) για τις ειδικά αναφερόμενες στο ιστορικό της ανακοπής αναγγελθείσες και μη καταταγείσες απαιτήσεις του. Τέλος, ζήτησε να καταδικασθούν οι καθ΄ ων η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 1839/2019 οριστική απόφασή του, απέρριψε την ανακοπή και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 23-11-2020 (αρ. καταθ. ……/2020) έφεση το ανακόπτον και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, ζητεί, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή καθ΄ ολοκληρίαν η ένδικη ανακοπή του.

Οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν, κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γένεσης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, λόγω της συνδρομής περισσοτέρων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (ΟλΑΠ 21/1994, ΑΠ 1056/2020, ΑΠ 1441/2017, ΑΠ 1404/2007, ΑΠ 1340/2004). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου ένατου παρ.3 του Ν. 4335/2015 «Μεταβατικές και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020 «Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας κλπ», το οποίο φέρει τον τίτλο «Ερμηνευτική διάταξη ως προς τον χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις» ορίζεται, μεταξύ άλλων, στο εδ. α΄ αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β΄ ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο θα εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1-1-2016. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω σαφής βούληση του νομοθέτη αναφέρεται μόνο στο ως άνω συγκεκριμένο ζήτημα και δεν αναιρεί τα πιο πάνω γενικώς ισχύοντα για τα προνόμια, ενόψει της απόλυτης ειδικότητας της σχετικής ρύθμισης. Περαιτέρω, ως επιταγή νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο926 παρ. 2του ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (ΑΠ 1151/2021). Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/26-3-1974, όπως ίσχυε μετά την προσθήκη του δεύτερου εδαφίου με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Ν. 4141/2013 (ΦΕΚ Α 81/5-4-2013), «Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ΄ αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Κατ΄ εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ΄ αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ.». Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 61 του Ν.Δ. 356/26-3-1974, όπως είχε τροποποιηθεί και συμπληρωθεί, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 404 παρ. 13 Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α 5/17-1-2018), ως ακολούθως «1. Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κινητού ή ακινήτου κατά οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται για τις μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού απαιτήσεις του από κάθε αιτία, με τις κάθε φύσης προσαυξήσεις, τόκους και πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές, σύμφωνα με τα άρθρα 975 έως 977Α και 1007 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.2. Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά. 3. Οι μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, για τις οποίες κατατάχθηκε το Δημόσιο, θεωρούνται ληξιπρόθεσμες ως προς τη διανομή του πλειστηριάσματος.4. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται, σύμφωνα με τα άρθρα 154 έως 160 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007, Α΄ 153), για όλες τις απαιτήσεις του που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους.». Κατά τη μεταβατικού δε δικαίου διάταξη του άρθρου 405 παρ. 4 εδ. α΄ του Ν. 4512/2018 ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, όπως αντικαθίστανται με την παράγραφο 13 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται ως εξής:α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 3 εφαρμόζονται σε διαδικασίες διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν η κατάσχεση ή η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αντίστοιχα διενεργείται μετά την 1η Ιανουάριου 2016, με εξαίρεση την παραπομπή στο άρθρο 977Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.».

Με την ένδικη έφεση το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένως εφάρμοσε, για τον αναφερόμενο σ΄ αυτήν (έφεση) λόγο, τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ και απέρριψε την ένδικη ανακοπή του.

Με την από 25-10-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) ανακοπή, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, όπως προαναφέρθηκε, το ανακόπτον ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένως κατετάγησαν οι καθ΄ ων η ανακοπή στα αναφερόμενα ποσά, εφαρμόζοντας η υπάλληλος επί του πλειστηριασμού τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους από τις διατάξεις του Ν.4335/2015, κατατάσσοντάς το για μέρος της απαίτησής του, ενώ όφειλε να εφαρμόσει αυτές ως ίσχυαν πριν το Ν.4335/2015, δεδομένου ότι η πρώτη επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στην οφειλέτρια την 7-9-2010 (ήτοι πριν την 1-1-2016), οπότε στο προγενέστερο αυτό χρονικό σημείο οριοθετείται χρονικά η έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας και κρίνεται η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων. Ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τούτο δε διότι κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη και την έκταση των προνομίων, στο πλαίσιο του πίνακα κατάταξης, είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, ήτοι με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, η επιταγή προς εκτέλεση που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, με τη σύνταξη και του ένδικου πίνακα κατάταξης, είναι αυτή (επιταγή) που επιδόθηκε στην οφειλέτρια την 7-4-2017 και όχι αυτή που επιδόθηκε την 7-9-2010, όπως ισχυρίζεται το ανακόπτον, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται, ούτε, σε κάθε περίπτωση, προκύπτει ότι μετά την τελευταία και εντός έτους από αυτή, επακολούθησαν και άλλες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών της συνεπειών. Συγκεκριμένα από την πρώτη επιταγή που επιδόθηκε στην οφειλέτρια την 7-9-2010 είχε περάσει έτος μέχρι την ένδικη κατάσχεση που έγινε με την υπ΄ αρ. …./19-9-2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….., και άρα αυτή είχε αποβάλλει την ισχύ της και δεν μπορούσε να στηρίξει περαιτέρω πράξεις εκτέλεσης. Επομένως, κρίσιμη επίδοση επιταγής προς εκτέλεση στη συγκεκριμένη περίπτωση για το ζήτημα της ισχύος των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ και γενικότερα του διαχρονικού δικαίου των προνομίων ως προς τον ένδικο πίνακα κατάταξης, είναι αυτή που έγινε την 7-4-2017. Με βάση δε τα παραπάνω και εφόσον η κρίσιμη επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση στην παρούσα περίπτωση έγινε μετά την 1-1-2016, παρά την ισχύ της ως άνω διάταξης του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, η οποία είναι γνήσια ερμηνευτική με αναδρομική δύναμη και ως προς το ζήτημα της κατάταξης των δανειστών, δεν είναι δυνατό να τύχουν εφαρμογής κατά τη σύνταξη του ένδικου πίνακα κατάταξης (υπ΄ αρ. ……./2-10-2018) οι ως άνω διατάξεις, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Επομένως, ορθά η υπάλληλος επί του πλειστηριασμού εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με το ως άνω άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Εξάλλου ούτε η διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/1974, όπως ίσχυε μετά την προσθήκη του δεύτερου εδαφίου με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Ν. 4141/2013, ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το ανακόπτον, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 404 παρ.13 του Ν. 4512/2018, το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις του ΚΠολΔ και δη στα άρθρα 975 έως 977Α και 1007 του ΚΠολΔ για την κατάταξη των απαιτήσεων του Δημοσίου, και εφαρμόζεται κατά τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 405 παρ. 4 του ιδίου ως άνω νόμου και σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν η κατάσχεση ή η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αντίστοιχα διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2016, όπως, εν προκειμένω, κατά τα προαναφερόμενα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, έστω και με ελλιπή επάλληλη αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής επάλληλη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την ένδικη έφεση να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Ενόψει δε του ότι η επάλληλη αυτή αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς την απόρριψη της ανακοπής, η εσφαλμένη αιτιολογία, για την εν λόγω απόρριψη, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων στο πλαίσιο του πίνακα κατάταξης κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο της σύνταξης αυτού, δεν ασκεί έννομη επιρροή, διότι το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως στηρίζεται αυτοτελώς στην άνω ορθή επάλληλη αιτιολογία. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του πέμπτου των εφεσιβλήτων και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 180, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 και την υπ΄ αρ. 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20-11-1993), σε συνδυασμό με το ως άνω άρθρο 62 παρ. 3 περ. Θ΄ του Ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του Ν. 4445/2016, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Σημειώνεται ότι δεν ορίζεται παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους απολιπόμενους διαδίκους, ενόψει του ότι στις δίκες περί την εκτέλεση δεν επιτρέπεται η άσκηση τέτοιου ένδικου μέσου (άρθρο 937 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΠειρ 229/2020 ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει α) την από 23-11-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση του ανακόπτοντος κατά της υπ΄ αρ. 1839/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 591 επ., 979, 933 επ. του ΚΠολΔ, ερήμην των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τετάρτης των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και β) την από 14-4-2022 (αρ. καταθ. …./2022) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση (κατ΄ άρθρο 83 του ΚΠολΔ) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» υπέρ της πρώτης των εφεσιβλήτων και κατά του εκκαλούντος της ανωτέρω εφέσεως, ερήμην της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση.

Καταδικάζει το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του πέμπτου των εφεσιβλήτων, (Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή αυτής και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά), και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε κι αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις   23 Σεπτεμβρίου 2022.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής, λόγω

προαγωγής και ανα-

χωρήσεως, η ορισθείσα

από τον Πρόεδρο του

Τριμελούς Συμβουλίου

Δ/νσης του Εφετείου

Πειραιώς, Σταυρούλα

Λιακέα, Εφέτης

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις  23 Σεπτεμβρίου 2022, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχωρήσεως της Δικαστού Αικατερίνης Κοκόλη, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων των παρισταμένων διαδίκων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ