Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 628/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     628/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χαρίκλεια Σαραμαντή, Προεδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Αλλοδαπής εταιρίας …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και 2) ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Λογοθέτη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Τραπεζικής εταιρίας …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Θωμά Καναβέλη και Αικατερίνη Ταταράκη.

Η εφεσίβλητη κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 27-7-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../28-7-2017 αγωγή της κατά των εκκαλούντων και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε ακολούθως, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 909/2020 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την άνω απόφαση πρόσβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εκκαλούντες / εναγόμενοι με την από 13-5-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../13-5-2021 έφεσή τους, που ορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (17-3-2021), κατά την οποία και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εφεσίβλητης ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 13-5-2021 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …./13-5-2021 έφεση των εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως εναγόμενων,  κατά της με αριθ. 909/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 23-12-2020, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών   …………. επί του επικυρωμένου αντιγράφου της εκκαλουμένης που επιδόθηκε στους ανωτέρω εκκαλούντες, το οποίο προσκομίζουν και επικαλούνται οι τελευταίοι, ενώ η άνω έφεσή τους κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13-5-2021, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./13-5-2021 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ασκήθηκε δηλαδή εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει από την επομένη της επίδοσης σ’ αυτούς της εκκαλουμένης (άρθρο 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με άρθρο 144 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα), λαμβανομένου υπόψη του ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε εν τω μέσω αναστολής των προθεσμιών ένεκα της πανδημίας covid -19 και συγκεκριμένα, ενώ η προθεσμία για άσκηση της έφεσης είχε ανασταλεί από 21-12-2020 έως 5-4-2021 {δυνάμει των υπ’ αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ: 80588/2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 5509/15-12-2020), Δ1α/ΓΠ.οικ: 2/2-1-2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’1/2-1-2021), Δ1α/ΓΠ.οικ: 1293/2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 30/8-1-2021), Δ1α/ΓΠ.οικ. 3060/15-1-2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 89/16-1-2021), Δ1α/ΓΠ.οικ: 4992/2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 186/23-1-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.: 6877/29-1-2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’341/29-1-2021), ΔΙα/Γ.Π.οικ. 8378/5-2-2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 454/05-2-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ. 9147/2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 534/10-2-2021), Δ1α/ΓΠ.οικ. 10969/2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 648/20-2-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ. 12639/26-2-2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 793/27-2-2021), Δ1α/ΓΠ.οικ. 13805/3-3-2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 843/3-3-2021), Δ1α/ΓΠ.οικ. 14453/5-3-2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 895/6-3-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320/13-3-2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 996/13-3-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ. 17698/2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 1076/20-3-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ. 18877/2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 1194/27-3-2021) και Δ1α/Γ.Π.οικ. 20651/2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 1308/3-4.2021}, επ…………..κίνησε στις 6-4-2021 και παρατάθηκε για δέκα ημέρες, κατ’ άρθρο 83 παρ. 1, περ. α’, εδ. τελευταίο του ν. 4790/2021, σε συνδ. και με άρθρο 25 του ν. 4792/2021, με συνέπεια, καταληκτική ημερομηνία για την άσκηση της έφεσης να αποτελεί η 15-5-2021. Αρμόδια δε, καθ’ ύλη και κατά τόπο, η άνω έφεση φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. παράβολο, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στη συνέχεια. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ. Με την από 27-7-2017 με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./28-7-2017 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία «………….» εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι, με την από 4-12-2008 σύμβαση δανείου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ της ιδίας ως δανείστριας και της πρώτης εναγόμενης κυπριακής εταιρίας «…………..» ως δανειζόμενης, συμφωνήθηκε η χορήγηση τμηματικά στην τελευταία έντοκου δανείου μέχρι του ποσού των 184.466.017,09 ευρώ, με σκοπό την αναχρηματοδότηση ισόποσων οφειλών της δανειζόμενης προς την ίδια (ενάγουσα) που απέρρεαν εκ της από 11-12-2007 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των προσθέτων πράξεων αυτής, κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους όρους αυτής. Ότι στους παραπάνω όρους προβλέπονταν, μεταξύ άλλων α) ότι το ποσό της πρώτης τμηματικής χορήγησης του δανείου (150.000.000,00 ευρώ) θα εξοφληθεί σε έξι διαδοχικές ισόποσες και, με εξαίρεση την πρώτη, εξαμηνιαίες δόσεις, ποσού 10.000.000,00 ευρώ εκάστης, πλέον μίας εφάπαξ καταβολής ποσού ευρώ 90.000.000,00 ευρώ καταβλητέας με την τελευταία δόση, της πρώτης δόσης καταβλητέας την 11η Δεκεμβρίου 2010, κάθε μίας από τις επόμενες δόσεις έξι μήνες μετά την καταβολή της αμέσως προηγούμενης και της τελευταίας (έκτης) δόσης πλέον της πρώτης εφάπαξ καταβολής, καταβλητέας την 11η Ιουνίου 2013, ήτοι την τελική ημερομηνία εξόφλησης της πρώτης τμηματικής χορήγησης, β) ότι το ποσό της δεύτερης τμηματικής χορήγησης (34.466.017,09 ευρώ) θα εξοφληθεί με μία εφάπαξ καταβολή ποσού 34.466.017,09 ευρώ κατά την τελική ημερομηνία εξόφλησης της δεύτερης τμηματικής χορήγησης, ήτοι την 30η-6-2009 και γ) ότι για κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών αποκλειστική δικαιοδοσία θα έχουν τα δικαστήρια του Πειραιά και εφαρμοστέο δίκαιο θα είναι το ελληνικό. Ότι με την παρεπόμενη από 4-12-2008 σύμβαση παροχής ενεχύρου επί χρεογράφων και εκχωρήσεως απαιτήσεων, η πρώτη εναγόμενη συνέστησε κατά τις διατάξεις του ν.δ. 17.7/13-8-1923 υπέρ της τράπεζας, ως εξασφάλιση των απαιτήσεων αυτής εκ του από 4-12-2008 δανείου, ενέχυρο επί 26.935.378 μετοχών ………., κυριότητός της, το οποίο εκτείνονταν και στους καρπούς και εν γένει ωφελήματα των μετοχών (μερίσματα, τόκους κερδών) τα οποία δικαιούταν η τράπεζα να εισπράττει άνευ σύμπραξης της ενεχυράζουσας και να τα φέρει σε πίστωση του λογαριασμού της εξασφαλιζόμενης απαίτησης, ενώ, επίσης, με την παρεπόμενη από 4-12-2008 σύμβαση παροχής ενεχύρου επί χρεογράφων και εκχωρήσεως απαιτήσεων, η πρώτη εναγόμενη συνέστησε κατά τις διατάξεις του ν.δ. 17.7/13.8.1923 υπέρ της τράπεζας, ως εξασφάλιση των απαιτήσεων αυτής εκ του από 4-12-2008 δανείου, ενέχυρο επί 52.422.237 μετοχών ………….. κυριότητός της, το οποίο εκτείνονταν και στους καρπούς και εν γένει ωφελήματα των μετοχών (μερίσματα, τόκους κερδών), τα οποία δικαιούτο να εισπράττει, άνευ σύμπραξης της ενεχυράζουσας και να τα φέρει σε πίστωση του λογαριασμού της εξασφαλιζόμενης απαίτησης. Ότι η εν λόγω σύμβαση παροχής ενεχύρου κοινοποιήθηκε στην «Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε.» κι ότι μετά την σύσταση του ενεχύρου, ο αριθμός των ενεχυρασμένων μετοχών μειώθηκε αυτοδικαίως από 52.422.237 σε 43.685.197, δυνάμει της από 19-12-2010 απόφασης της Έκτακτης Γ.Σ. της εταιρίας ………….. (ΦΕΚ ΤΕΥΧ ΑΕ & ΕΠΕ 39/2011), με την οποία αποφασίσθηκε η αύξηση της ονομαστικής αξίας των μετοχών από 1 ευρώ σε 1,2 ευρώ, με ταυτόχρονη μείωση του αριθμού των μετοχών. Ότι με την από 11-12-2008 σύμβαση παροχής εγγύησης πού καταρτίσθηκε μεταξύ της τράπεζας και του δεύτερου εναγόμενου ως προσωπικού εγγυητή, συμφωνήθηκε η παροχή περιορισμένης εγγύησης για την υπό τον εγγυητή εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση των απαιτήσεων της τράπεζας κατά της πρώτης εναγόμενης, που αφορούσαν μόνο το ποσό των πάσης φύσεως τόκων, τόκων υπερημερίας και τόκων επί τόκων εκ της συμβάσης δανείου, παραιτούμενος της ενστάσεως της διζήσεως και της διαιρέσεως, του δικαιώματος εκ του άρθρου 853 ΑΚ και του δικαιώματος υποκατάστασης πάνω σε οποιαδήποτε παρεπόμενη ασφάλεια τυχόν έχει παρασχεθεί στην τράπεζα, κατά τους ειδικότερους, περαιτέρω, όρους που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι με την από 30-6-2009 πρώτη τροποποιητική σύμβαση, η δανειζόμενη και ο εγγυητής συνομολόγησαν τη λήψη στις 4-12-2008 του συνολικού ποσού του δανείου και αναγνώρισαν το ανεξόφλητο τότε κεφάλαιο (184.466.017,09 ευρώ), καθώς και το ποσό των πάσης φύσεως ληξιπρόθεσμων τόκων, για μεν το χρονικό διάστημα από 4-3-2009 έως 4-6-2009 στο ποσό των 2.097.584,08 ευρώ, για δε το χρονικό διάστημα από 4-6-2009 έως 30-6-2009 στο ποσό των 113.508,08 ευρώ και τροποποίησαν την τελική ημερομηνία εξόφλησης της δεύτερης τμηματικής χορήγησης, ορίζοντας αυτήν για την 31-1-2010. Ότι με την από 11-10-2010 δεύτερη τροποποιητική σύμβαση, οι εναγόμενοι αναγνώρισαν, το μετά την εξόφληση του ποσού της δεύτερης τμηματικής χορήγησης  οφειλόμενο υπόλοιπο κεφαλαίου του δανείου (150.000.000,00 ευρώ), τους πάσης φύσης οφειλόμενους τόκους έως τότε, ενώ συμφωνήθηκε η πώληση, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής σύμβασης μέρους των μετοχών …………..και ότι η τράπεζα θα αποδεχθεί προπληρωμή ποσού 24.687.298,63 ευρώ, με ταυτόχρονη δέσμευση υπέρ αυτής επιπλέον ποσού 6.409.906,37 ευρώ προς περαιτέρω εξασφάλιση της προσήκουσας εξόφλησης από την πρώτη εναγόμενη των πάσης φύσεως απαιτήσεων της. Ότι με την παρεπόμενη από 26-8-2011 σύμβαση παροχής ενεχύρου επί χρεογράφων και εκχωρήσεως απαιτήσεων, η πρώτη εναγόμενη συνέστησε, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 17.7/13.8.1923, υπέρ της τράπεζας, ως πρόσθετη εξασφάλιση των απαιτήσεων αυτής εκ του από 4-12-2008 δανείου, ενέχυρο επί 1.150.000 μετοχών …………..κυριότητός της, το οποίο εκτείνονταν και στους καρπούς και εν γένει ωφελήματα των μετοχών (μερίσματα, τόκους κερδών), τα οποία δικαιούταν η τράπεζα να εισπράττει, άνευ σύμπραξης της ενεχυράζουσας και να τα φέρει σε πίστωση του λογαριασμού της εξασφαλιζόμενης απαίτησης, η οποία (σύμβαση ενεχύρου) κοινοποιήθηκε στην εκδότρια των μετοχών εταιρία «……………». Ότι με την από 2-9-2011 τρίτη τροποποιητική σύμβαση οι εναγόμενοι αναγνώρισαν, πως, μετά τις γενόμενες πληρωμές και την προπληρωμή κεφαλαίου 23.000.000 ευρώ, το ανεξόφλητο υπόλοιπο κεφαλαίου του δανείου ανερχόταν στις 2-9-2011 σε 127.000.000 ευρώ, πλέον τόκων από 14-6-2011 κι ότι το ανεξόφλητο υπόλοιπο κεφαλαίου ποσού 127.000.000,00 ευρώ θα αποπληρωνόταν σε τρεις εξαμηνιαίες δόσεις, εκάστης ποσού 10.000.000,00 ευρώ, καταβλητέων στις 11-6-2012, 11-12‑2012 και 11-6-2013, πλέον μίας εφάπαξ καταβολής ποσού 97.000.000,00 ευρώ, καταβλητέας κατά την τελευταία άνω ημερομηνία. Ότι παρά τις ως άνω τροποποιήσεις των όρων πληρωμής, η πρώτη  εναγόμενη δεν κατέβαλε το οφειλόμενο κεφάλαιο του δανείου ποσού 127.000.000 ευρώ, που έγινε σταδιακά απαιτητό στις 11-6-2012, 11-12-2012 και 11-6-2013 (τελική ημερομηνία εξόφλησης), σύμφωνα με τις προβλέψεις της από 2-9-2011 τρίτης τροποποιητικής σύμβασης, ενώ περιήλθε και σε υπερημερία περί την καταβολή των δεδουλευμένων πάσης φύσεως τόκων, που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί. Ότι, ακολούθως, η τράπεζα, με την από 21-8-2014 εξώδικη καταγγελία – πρόσκληση, κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου και κάλεσε την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει το κατά την 5‑3-2014 χρεωστικό υπόλοιπο του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση του δανείου λογαριασμού, ποσού 137.162.521,24 ευρώ, εκ των οποίων κεφάλαιο 127.000.000 ευρώ, συμβατικοί τόκοι 4.320.521,13 ευρώ και τόκοι υπερημερίας 5.842.000,11 ευρώ, εντόκως, με το προβλεπόμενο στη σύμβαση επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό από 5-3-2014 μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, η οποία κοινοποιήθηκε στην πρώτη εναγόμενη στις 26-8-2014, ενώ, ταυτόχρονα  κοινοποίησε στο δεύτερο εναγόμενο την από 21-8-2014 εξώδικη καταγγελία – πρόσκληση, με την οποία καλούσε αυτόν, λόγω της περιορισμένης εγγυητικής ευθύνης του στο ποσό των δεδουλευμένων έως τότε τόκων, να της καταβάλει, εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, τους οφειλόμενους έως τότε τόκους, συνολικού ποσού (4.320.521,13 + 5.842.000,11) 10.162.521,24 ευρώ. Ότι ακολούθως η τράπεζα έλαβε από τη χρηματιστηριακή εκποίηση των 43.685.197 μετοχών ………….. το ποσό των 3.477.079,07 ευρώ και από τη δια πλειστηριασμού εκποίηση των 12.562.388 μετοχών …………..το ποσό των 25.000.000 ευρώ, τα οποία πιστώθηκαν στον τηρούμενο λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, σε απομείωση του χρεωστικού υπολοίπου αυτού, καταλογίζοντας τα εισπραχθέντα, σύμφωνα με τον όρο 12.3, σε εξόφληση όλων των χρεώσεων εξόδων και τόκων έως 15-6-2015, καθώς και έναντι μέρους του οφειλόμενου κεφαλαίου. Ότι, μετά τις χρεοπιστώσεις στους λογαριασμούς που κινήθηκαν για την εξυπηρέτηση του δανείου και αναλυτικά περιγράφονται στην αγωγή, η συνολική απαίτηση της τράπεζας διαμορφώθηκε στις 30-6-2017 στο συνολικό ποσό των 125.298.143,36 ευρώ, εκ των οποίων κεφάλαιο ποσού 114.588.980,07 ευρώ, δεδουλευμένοι τόκοι υπερημερίας επί του κεφαλαίου και ανατοκισμού ανά εξάμηνο, από 15-6-2015 έως 30-6-2017, ποσού 10.703.531,29 ευρώ και έξοδα ποσού 5.632,00 ευρώ, τα οποία της οφείλει η πρώτη εναγόμενη εντόκως, πλην του κονδυλίου των εξόδων, με επιτόκιο υπερημερίας κατά τα προβλεπόμενα στη σύμβαση και με εξάμηνο ανατοκισμό από 1-7-2017 μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, λόγω της παροχής περιορισμένης εγγύησης για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της τράπεζας μόνον εκ των πάσης φύσεως τόκων του δανείου, της οφείλει αλληλεγγύως, αδιαιρέτως και εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη μόνο το ποσό των δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας και ανατοκισμού, ανερχομένων αυτών για το χρονικό διάστημα από 15-6-2015 έως 30-6-2017 σε 10.703.531,29 ευρώ. Ότι για την πληρωμή μέρους της ως άνω απαίτησης της τράπεζας, ποσού κεφαλαίου 1.000.000,00 ευρώ, πλέον αναλογούντων σε αυτό τόκων υπερημερίας και ανατοκισμού από 15-6-2005 μέχρι εξοφλήσεως, έχει εκδοθεί κατά της πρώτης εναγόμενης η υπ’ αριθ. 120/10-4-2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με επιφύλαξη της ενάγουσας για το επιπλέον οφειλόμενο ποσό εκ κεφαλαίου, τόκων και εξόδων εκ της ίδιας αιτίας, η οποία κοινοποιήθηκε στην πρώτη εναγόμενη κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις της (άρθρα 223, 295 παρ. 1, 297 Κ.Πολ.Δ.), ζήτησε, επικαλούμενη τις άνω συμβάσεις δανείου και εγγύησης Α) Να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει, για μέρος της μείζονος απαίτησής της εκ της από 4-12-2008 σύμβασης δανείου και των προσθέτων πράξεων αυτής, το συνολικό ποσό των 124.204.735,33 ευρώ και δη: α) για μέρος του οφειλόμενου κεφαλαίου το ποσό των 113.588.980,07 ευρώ, β) για δεδουλευμένους τόκους υπερημερίας ανατοκιζόμενους ανά εξάμηνο, χρονικού διαστήματος από 15-6-2015 έως 30-6-2017, που λογίστηκαν επί μέρους κεφαλαίου ποσού 113.588.980,07 ευρώ, το ποσό των 10.610.123,26 ευρώ και γ) για έξοδα 5.632,00 ευρώ, τα δε άνω ποσά, πλην του κονδυλίου των εξόδων, εντόκως, με το προβλεπόμενο στη σύμβαση και στο νόμο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό από 1-7-2017 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και Β) να αναγνωριστεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει, αλληλεγγύως αδιαιρέτως και εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη: α) το ποσό των 10.703.531,29 ευρώ για δεδουλευμένους τόκους υπερημερίας ανατοκιζόμενους ανά εξάμηνο, χρονικού διαστήματος από 15-6-2015 έως 30-6-2017, λογισθέντων επί του μείζονος ανεξόφλητου κεφαλαίου ποσού 114.588.980,07 ευρώ, καθώς και β) τους τόκους υπερημερίας που θα λογιστούν εφεξής επί του ιδίου ως άνω κεφαλαίου, ποσού 114.588.980,07 ευρώ, ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, από 1-7-2017 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου. Ακόμα, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα.

ΙΙΙ.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής και ότι για την ενδοσυμβατική ευθύνη των εναγόμενων, στην οποία επιχειρεί θεμελίωση η αγωγή, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό (κρίσεις που δεν πλήττονται με λόγο έφεσης),  δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη (πλην του παρεπομένου αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, που το απέρριψε ως μη νόμιμο) και αφού απέρριψε όλους τους αμυντικούς ισχυρισμούς των εναγόμενων [κρίνοντας, κατ’ αποδοχή σχετικών ενστάσεων της τράπεζας: α) ότι αόριστα αυτοί αμφισβητούν το μέρος της οφειλής τους κατά το οποίο οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 αντί 365 ημερών, χωρίς να προσδιορίζουν το επί μέρους ποσό, καθώς και ότι καταχρηστικά αυτοί επικαλούνται την ιδιότητα του καταναλωτή, β) ότι ο ισχυρισμός τους περί παράνομης μετακύλισης της εισφοράς του Ν. 128/175 στην εξ’ αυτών δανειολήπτρια είναι αλυσιτελής ως μη νόμιμος, καθόσον ο καθορισμός του επιτοκίου, με ειδική αναφορά για τη μετακύλιση της εισφοράς στο δανειολήπτη, συνιστά έγκυρη ρήτρα που δεν προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας και δεν απαγορεύεται, γ) ότι η επικαλούμενη από την πρώτη εναγόμενη αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, με επακόλουθο την επικαλούμενη αύξηση του κόστους λειτουργίας στις ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις, δεν αποτελεί γεγονός έκτακτο και απρόβλεπτο δυνάμενο να επισύρει εφαρμογή του άρθρου 388 Α.Κ, προς το σκοπό αναπροσαρμογής / διαγραφής της υποχρέωσης καταβολής τόκων και δ) ότι ο ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης (και επικουρικά και της δεύτερης εναγόμενης) περί αύξησης των διεθνών τιμών του πετρελαίου, στο βαθμό που επιχειρεί να θεμελιώσει ένσταση εκ του άρθρου 288 Α.Κ, είναι αόριστος και δεν μπορεί να εκτιμηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητά του, δηλαδή αν κατέστη ιδιαιτέρως επαχθής η εκπλήρωση της υποχρέωσης καταβολής τόκων που να δικαιολογεί κατάλυση / διαγραφή τους], ακολούθως δέχθηκε εν μέρει την αγωγή (και δη κατά το άνω μέρος που κρίθηκε  νόμιμη) ως βάσιμη και κατ’ ουσία και Α) Αναγνώρισε ότι η πρώτη εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 124.204.735,33 ευρώ, κατά τις κατωτέρω διακρίσεις: α) για μέρος του οφειλόμενου κεφαλαίου το ποσό των 113.588.980,07 ευρώ, β) για δεδουλευμένους τόκους υπερημερίας ανατοκιζόμενους ανά εξάμηνο, χρονικού διαστήματος από 15-6-2015 έως 30-6-2017, που λογίστηκαν επί κεφαλαίου ποσού 113.588.980,07 ευρώ, το ποσό των 10.610.123,26 ευρώ, ευθυνόμενη ως προς το συγκεκριμένο (υπό στοιχείο β’) κονδύλι εις ολόκληρον με τον δεύτερο εναγόμενο, γ) για έξοδα 5.632,00 ευρώ, εντόκως, πλην του κονδυλίου των εξόδων, με το προβλεπόμενο στην από 4-12-2008 σύμβαση δανείου επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό από 1-7-2017 μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, ευθυνόμενη και ως προς το κονδύλιο των τόκων εις ολόκληρον με το δεύτερο εναγόμενο. Και Β) Αναγνώρισε ότι ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα, ευθυνόμενος αλληλεγγύως, αδιαιρέτως και εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη α) το ποσό των 10.703.531,29 ευρώ, καθώς και β) τόκους υπερημερίας επί του κεφαλαίου ποσού 114.588.980,07 ευρώ, ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, από 1-7-2017 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου, ενώ καταδίκασε τους εναγόμενους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εναγόμενοι με την άνω έφεσή τους, για τους αναφερομένους λόγους που, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου τους, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης κατά το πληττόμενο μέρος της (και συγκεκριμένα κατά τη διάταξή της με την οποία αναγνωρίστηκε ότι οφείλουν στην ενάγουσα τα άνω ποσά τόκων υπερημερίας), με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή ως προς το κονδύλι αυτό. IV. Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ, η εκκαλούμενη έκρινε ορισμένη την αγωγή ως προς το κονδύλι 10.703.531,29 ευρώ για δεδουλευμένους (εξωλογιστικά προσδιορισθέντες) τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου ποσού 114.588.908,07 ευρώ και ανατοκιζόμενους ανά εξάμηνο για το χρονικό διάστημα από 15-6-2015 έως 30-6-2017, ενόψει του ότι στην αγωγή δεν αναφέρεται αναφορικά με το κονδύλι αυτό ούτε επί ποιου κεφαλαίου υπολογίζονταν κάθε φορά οι τόκοι, ούτε πότε κεφαλαιοποιούνταν αυτοί, ούτε το ύψος του επιτοκίου, ούτε οι περίοδοι εκτοκισμού, στοιχεία που δεν προκύπτουν πλήρως από τις ενσωματωμένες στην αγωγή τρεις καρτέλες πελάτη, με την πορεία λογιστικής παρακολούθησης των λογαριασμών της πρώτης εξ αυτών.             Ο άνω λόγος έφεσης, αν και αφορά ισχυρισμό που δεν προτάθηκε πρωτοδίκως, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αφού ανάγεται στην προδικασία (άρθρα 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και άρα, κατά την παρ. 3 του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ, συντρέχουν για το παραδεκτό της προβολής του στο εφετείο οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 786/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη – Άντας Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, έκδ. 2018, υπ’ άρθρο 527, αριθ. 12, σ. 848 και αριθ. 26, σ. 851), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εφεσίβλητης. Στη συνέχεια όμως ο άνω λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι περιέχονται σ’ αυτήν όλα τα στοιχεία εκείνα που θεμελίωναν το αιτούμενο να αναγνωρισθεί ως οφειλόμενο κονδύλι δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας με εξάμηνο ανατοκισμό περιόδου από 15-6-2015 ως 31-7-2017. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην αγωγή το συμφωνημένο επιτόκιο υπερημερίας (Euribor τριμήνου + 1,75% περιθώριο + 0,6% εισφορά Ν. 128/75 + 2% προσαύξηση υπερημερίας), δηλαδή σταθερό επιτόκιο 4,35% καθ’ όλη την περίοδο υπολογισμού, αφού, καθ’ όλη την περίοδο που αφορούσαν οι δεδουλευμένοι τόκοι, ο δείκτης αναφοράς – δηλ. το επιτόκιο Euribor τριμήνου, ήταν μηδενικό, αναφερόταν η ημερομηνία έναρξης τοκοφορίας στις 15-6-2015 επί ορισμένου κεφαλαίου, η ύπαρξη συμφωνίας περί ανατοκισμού, η συχνότητα ανατοκισμού ανά εξάμηνο, η συνολική χρονική περίοδος υπολογισμού δεδουλευμένων τόκων και το οφειλόμενο ποσό 10.703.531,29 ευρώ. Εξάλλου, η παράθεση στην αγωγή αναλυτικού πίνακα υπολογισμού των τόκων που προέκυπταν ανά εξάμηνο και αποτελούσαν, προοδευτικά προστιθέμενοι στο κεφάλαιο, τη νέα βάση υπολογισμού ενιαίως τόκων υπερημερίας και ανατοκισμού, δεν ήταν αναγκαία. Και τούτο διότι ο υπολογισμός των τόκων αυτών προκύπτει εν προκειμένω με απλή μαθηματική πράξη, με τον μαθηματικό τύπο: κεφάλαιο Χ επιτόκιο Χ ημέρες / έτος 360 ημερών, με βάση τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην αγωγή δεδομένα, που επέτρεπαν τον έλεγχο της ορθότητας του οφειλόμενου ποσό. Ούτε ήταν αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο του συγκεκριμένου κονδυλίου, η παράθεση στην αγωγή κίνησης λογαριασμού με λογιστική εγγραφή των δεδουλευμένων τόκων, αφού όπως διευκρινίζεται στην αγωγή (σελ. 21, στιχ. 3), οι τόκοι προσδιορίσθηκαν εξωλογιστικώς και τούτο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 150 Ν. 4261/2014, κατά το οποίο, μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος έξι μηνών που οι λογισθέντες τόκοι επί των δανείων παραμένουν ανείσπρακτοι, επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανομένων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και εξ ανατοκισμού όπου επιτρέπεται (δηλαδή εφόσον υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 2601/1998). Η δε απαγόρευση λογιστικοποίησης των τόκων (παρά μόνο εφόσον εισπραχθούν), δεν επιδρά στην ύπαρξη της απαίτησης και στη δυνατότητα δικαστικής επιδίωξής της, αφού γενεσιουργός αιτία της οφειλής τόκων επί τόκων (ανατοκισμού), όπως και κάθε ενοχής, είναι η σύμβαση. Με βάση δε τα στοιχεία που αναφέρονται στην αγωγή, τα στοιχεία προοδευτικού μαθηματικού υπολογισμού των δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας και ανατοκισμού, περιόδου από 15-6-2015 ως 30-6-2017, ποσού 10.703.531,29 ευρώ (επί κεφαλαίου 114.588.908,07 ευρώ), μέρος των οποίων αποτελούν οι τόκοι ποσού 10.610.123,26 ευρώ (113.588.908,07 ευρώ), έχουν ως εξής: Επιτόκιο 4,35%. Κεφάλαιο 15-6-2015 = 114.558.980,07 ευρώ, ημέρες 16, τόκοι υπερημερίας 30-6-2015 = 221.538,69 ευρώ, ανατοκισμός 1-7-2015 = 114.810518,76 ευρώ, ημέρες 184, τόκοι υπερημερίας 31-12-2015 = 2.552.620,53 ευρώ, ανατοκισμός 1-1-2016 = 117.363.139,30 ευρώ, ημέρες 182, τόκοι υπερημερίας 30-6-2016 2.581.011,04 ευρώ, ανατοκισμός 1-7-2016 119.944.150,34 ευρώ, ημέρες 184, τόκοι υπερημερίας 30-12-2016 2.666.758,28 ευρώ, ανατοκισμός 1-1-2017 122.610.908,61 δολ. Η.Π.Α, ημέρες 181, τόκοι υπερημερίας 30-6-2017 2.681,602,75 ευρώ, ήτοι σύνολο τόκων υπερημερίας και ανατοκισμού από 16-5-2015 έως 30-6-2017 = 10.703.531,29 ευρώ. Συνακόλουθα, η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη και το αιτούμενο ποσό δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας, με εξάμηνο ανατοκισμού ποσού 10.703.531,29 ευρώ, μπορούσε να επαληθευθεί με απλές μαθηματικές πράξεις, αφού το ανεξόφλητο κεφάλαιο ποσού 114.588.980,07 ευρώ ήταν γνωστό, το επιτόκιο υπερημερίας, ανερχόμενο σε ποσοστό 4,35%, προσδιοριζόταν στην αγωγή και παρέμεινε σταθερό κατά την ένδικη περίοδο υπολογισμού από 15-6-2015 ως 30-6-2017. Εξάλλου, αβάσιμες κρίνονται και οι αιτιάσεις των εκκαλούντων εναγόμενων περί αοριστίας της αγωγής ως προς το ύψος του οφειλόμενου κεφαλαίου του δανείου, ενόψει του ότι, με σαφήνεια εκτίθεται στην αγωγή α) ότι εξοφλήθηκε το δοθέν δάνειο ποσού εκ κεφαλαίου 34.466.017,09 ευρώ της 2ης τμηματικής χορήγησης, β) ότι απομειώθηκε το δοθέν δάνειο ποσού εκ κεφαλαίου 150.000.000 ευρώ της 1ης τμηματικής χορήγησης, λόγω προπληρωμής 23.000.000,00 ευρώ σε 127.000.000,00 ευρώ  (όπως, άλλωστε, συνολογείται στην τρίτη τροποποιητική σύμβαση) και μετά την καταγγελία, από την αναγκαστική εκποίηση των ενεχυρασμένων μετοχών κυριότητος της Δανειζόμενης, απομειώθηκε περαιτέρω σε 114.588.980,07 ευρώ, το οποίο και οφείλονταν. Ακόμη, δεν προκαλείται σύγχυση ανάμεσα στα κονδύλια κεφαλαίου και τόκων από την απεικόνισή τους στις κινήσεις των λογαριασμών που ενσωματώνονται στην αγωγή, αφού το προοδευτικό χρεωστικό υπόλοιπο που απεικονίζεται στις κινήσεις των λογαριασμών αυτών μετά την καταγγελία του δανείου λόγω χρεώσεων τόκων υπερημερίας, εξόδων, και πίστωσης εισπράξεων, δεν συνιστά «κεφαλαιοποίηση» οιουδήποτε κονδυλίου, αλλά αποδεικνύει απλώς τα επιμέρους κονδύλια κεφαλαίου τόκων και εξόδων που συγκροτούν το χρέος εκ του δανείου και τις πληρωμές. Επομένως, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσής τους, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, επίσης έκρινε ορισμένη την αγωγή ως προς τα κονδύλια 10.610.123,26 ευρώ σε βάρος της πρώτης εναγόμενης και 10.703.531,29 ευρώ σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου για δεδουλευμένους (εξωλογιστικά προσδιορισθέντες) τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους επί  ανεξόφλητου κεφαλαίου ποσών 113.588.980,07 και 114.588.908,07 ευρώ αντίστοιχα και ανατοκιζόμενους ανά εξάμηνο για το χρονικό διάστημα από 15-6-2015 έως 30-6-2017, έστω χωρίς ειδική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά την έρευνα της διαδικαστικής προϋπόθεσης του ορισμένου των παραπάνω κονδυλίων και ο σχετικός (πρώτος) λόγος της έφεσης των εναγόμενων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

V. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 12 παρ. 1 Ν. 2601/1998, η εκκαλουμένη αναγνώρισε ως οφειλόμενο από την πρώτη εξ αυτών το ποσό των 10.610.123,26 ευρώ και ως οφειλόμενο από το δεύτερο εξ αυτών το ποσό των 10.703.531,29 ευρώ, ως αυτοτελή κονδύλια δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου ανατοκισθέντων ανά εξάμηνο, περιόδου από 15-6-2015 ως 30-6-2017, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς τους, οι δεδουλευμένοι τόκοι κάθε επιμέρους περιόδου, ως προστιθέμενοι ανά εξάμηνο στο κεφάλαιο προς το σκοπό ανατοκισμού τους, κατ’ εφαρμογή της περιλαμβανόμενης στον όρο συμφωνίας περί ανατοκισμού και του άρθρου 12 παρ. 1 Ν. 2601/1998, που, κατά την κρατούσα γνώμη στη θεωρία και τη νομολογία, συνιστά μορφή έμμεσου ανατοκισμού (anatocismus conjuctus) και όχι άμεσου ανατοκισμού (anatocismus separatus), χάνουν την ιδιότητά τους ως τόκων, με συνέπεια να έχουν καταστεί κεφάλαιο, μη δυνάμενο να επιδικασθεί ως αυτοτελές κονδύλι τόκων. Πιο συγκεκριμένα, η μεν πρώτη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα αναγνωρίσθηκαν ως οφειλόμενα διακριτά κονδύλια το (αιτούμενο μέρος) του κεφαλαίου του δανείου ποσού 113.558.980,07 ευρώ και η οφειλή δεδουλευμένων τόκων ποσού 10.610.123,26 ευρώ, ενώ θα έπρεπε να αναγνωρισθεί ότι η οφειλή αφορά και περιορίζεται σε ένα κονδύλι, αυτό του κεφαλαίου του δανείου, ποσού 124.204.735,33 ευρώ, ο δε δεύτερος εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα αναγνωρίσθηκε ως οφειλόμενο απ’ αυτόν το ποσό των 10.703.531,29 ευρώ, διότι αποτελεί κεφάλαιο το οποίο δεν καλύπτεται από την παρασχεθείσα εγγύησή του, που αφορά μόνον τους πάσης φύσεως τόκους, τόκους υπερημερίας, τόκους τόκων, κατά τον όρο 1.1 της σύμβασης εγγύησης. Επί του άνω λόγου έφεσης πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 2601/1998, που άρχισε να ισχύει από 15/4/1998 (Φ.Ε.Κ. Α’ 81/1998), από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του Εισ.Ν.Α.Κ. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου αυτού…». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι από τη δημοσίευση του νόμου και εφεξής επήλθε διαφοροποίηση των ισχυόντων επί δανείων και πιστώσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό ως προς τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, για συμβάσεις που καταρτίζονται υπό την ισχύ του νόμου, τόσο ως προς το άρθρο 112 του Εισ.Ν.Α.Κ. όσο και προς τα άρθρα 35, 36, 47, 48, 64-67 του ν.δ. 177/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιριών», που προβλέπουν περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού ανά τρίμηνο κατ’ ελάχιστο με τοκισμό έκτοτε του προσωρινού υπολοίπου και συνεπώς ανατοκισμό των μέχρι τότε κονδυλίων των τόκων, αλλά και ως προς την απόφαση 289/30.10.1980 της Νομισματικής Επιτροπής (Φ.Ε.Κ. Α’ 269/1980), που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδότησης που της παρασχέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 1083/1980, βάσει της οποίας επιτρεπόταν ο ανατοκισμός σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα. Προβλέπεται πλέον ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα συμβατικοί τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης κατά τη διάρκεια λειτουργίας του δανείου ή του αλληλόχρεου λογαριασμού, μόνον εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων και μόνον εφόσον προστίθενται ως κονδύλια στο λογαριασμό κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι επί αλληλόχρεου  λογαριασμού, κατά το άρθρο 112 παρ. 1 Εισ.Ν.Α.Κ, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής (άρθρο 631 Κ.Πολ.Δ.), διότι το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της τράπεζας, δεν χάνει με την έκδοση της απόφασης ή του τίτλου το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις τράπεζες τόκων, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν καμία διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού που για οποιοδήποτε λόγο έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος (Α.Π. 579/2006, Α.Π.  938/2002, Α.Π. 1619/2000, Εφ.Πειρ. 501/2019, Εφ.Θεσ. 1086/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 139/2020, www.efeteio-peir.gr). Περαιτέρω, ο ανατοκισμός που γίνεται στο πλαίσιο του Ν. 2601/1998 (και της προϊσχύουσας υπ’ αριθ. 289/1980 απόφασης της Ν.Ε.), αποτελεί κατ’ αρχάς, ως προς το είδος του, περίπτωση έμμεσου ανατοκισμού. Παρά την ταύτιση, από μεγάλη μερίδα της θεωρίας και της νομολογίας, του άμεσου με τον έμμεσο ανατοκισμό, τα δύο αυτά είδη ανατοκισμού, έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, τόσο στο αποτέλεσμα της ενέργειάς τους, όσο και στον τρόπο υπολογισμού. Εν ολίγοις, ο άμεσος ανατοκισμός (anatocismus separatus: υπολογισμός τόκου σε ορισμένη ποσότητα δεδουλευμένων τόκων, σα να ήταν νέο, χωριστό κεφάλαιο (Α.Κ. 296 παρ. 1 και Εισ.Ν.Α.Κ. 111 παρ. 2), δεν ενεργεί ποτέ αναδρομικά, αλλά από τη σύναψη της σχετικής συμφωνίας ή την έγερση συναφούς αγωγής μετά τη σώρευση καθυστερούμενων τόκων ενός έτους (ή μιας χρήσης για το δημόσιο) εξαμήνου αντίστοιχα. Επίσης, οι τόκοι τόκων μπορούν να υπολογισθούν ως ανεξάρτητο κονδύλι και γενικά μπορεί να τύχουν διαφορετικής νομικής μεταχείρισης σε σχέση με τους τόκους του κεφαλαίου, υπόκεινται στον κανόνα της 5ετούς παραγραφής της Α.Κ. 250, ενώ ως προς την εξασφάλισή τους, εφαρμογή έχουν οι Α.Κ. 1262 περ. 7 και 1289. Αντιθέτως, ο έμμεσος ανατοκισμός (anatocismus conjuctus: ενσωμάτωση των δεδουλευμένων τόκων στο κεφάλαιο και τοκισμός αυτών ως κεφάλαιο πλέον) έχει ως συνέπεια, οι τόκοι των τόκων (τόκοι εξ ανατοκισμού, όπως αποκαλούνται στη συναλλακτική πρακτική), να χάνουν την αυτοτέλειά τους, μη δυνάμενοι να αποτελέσουν χωριστό, αυτοτελές κονδύλι και να τύχουν αυτοτελούς νομικής μεταχείρισης σε σχέση με τους τόκους του κεφαλαίου.
Ακόμη, οι εξ ανατοκισμού τόκοι, υπόκεινται στον κανόνα της 20ετούς παραγραφής της Α.Κ. 249 και καλύπτονται από τις τυχόν ασφάλειες της κύριας απαίτησης του οφειλόμενου κεφαλαίου (Πορφυρία – Ειρήνη Μοσχονά, Ζητήματα ανατοκισμού στις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις, 2012, σ. 105, https://pergamos.lib.uoa.gr, Παν. Μάζη, Ζητήματα από το Δίκαιο του ανατοκισμού, Αρμ. 4, 2009, σ. 502). Τέλος, επί τραπεζικού ανατοκισμού με βάση τις διατάξεις του άρθρου 12 ν. 2601/1998, μπορούν να ζητηθούν δικαστικά και τόκοι επί τόκων που θα γίνονται ληξιπρόθεσμοι στο μέλλον, ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο και έως την εξόφληση του χρέους, τόσο μέσω αγωγής – καταψηφιστικής ή και αναγνωριστικής – όσο και διαταγής πληρωμής, όπως ακόμη και μέσω επιταγής προς πληρωμή, που συντάσσεται με βάση τις διατάξεις του ν.δ. από 17.7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» (Παν. Μάζη, ό.α, σ. 508).  Εν προκειμένω, ο άνω λόγος έφεσης, αν και αφορά ισχυρισμό των εναγόμενων που δεν προτάθηκε πρωτοδίκως, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αφού συνέχεται με το νόμω βάσιμο της αγωγής και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως και άρα, κατά την παρ. 3 του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ, συντρέχουν για το παραδεκτό της προβολής του στο εφετείο οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 Κ.Πολ.Δ. Ακολούθως, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι, δια του έμμεσου ανατοκισμού, που συμφωνήθηκε στον όρο 4.6 της σύμβασης δανείου, βάσει και της ειδικής διάταξης του άρθρου 12 Ν. 2601/1998, μεταβλήθηκε η νομική φύση των δεδουλευμένων τόκων, από τόκο σε κεφάλαιο. Πλην όμως η κατά την αγωγή περιλαμβανόμενη στο δάνειο συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων ανά εξάμηνο δια της μεθόδου του έμμεσου ανατοκισμού, κατά την οποία οι ανεξόφλητοι δεδουλευμένοι τόκοι κάθε εξαμηνιαίας περιόδου προστίθενται στο κεφάλαιο, ώστε να αποτελέσουν τη νέα βάση υπολογισμού τόκων επόμενου εξαμήνου, μόνη έννομη συνέπεια έχει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, ότι οι τόκοι επί των τόκων δεν αποτελούν χωριστό αυτοτελές κονδύλι σε σχέση με τους τόκους (υπερημερίας) επί του κεφαλαίου. Δηλαδή παράγεται ενιαίος τόκος υπερημερίας για κάθε ημέρα καθυστέρησης που περιλαμβάνει τον τόκο υπερημερίας επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου και τον τόκο εξ ανατοκισμού (δηλαδή τόκο επί των ανεξόφλητων τόκων προηγούμενης εκτοκιστικής περιόδου). Γι’ αυτό το λόγο οι τόκοι εξ ανατοκισμού χάνουν την αυτοτέλειά τους, μη δυνάμενοι να τύχουν αυτοτελούς νομικής μεταχείρισης σε σχέση με τους τόκους του κεφαλαίου (διότι έχει συμφωνηθεί να μην υπολογίζονται χωριστά). Κατά συνέπεια, ακολουθούν τη νομική μεταχείριση των τόκων υπερημερίας επί του κεφαλαίου. Ως εκ τούτου οι παραγόμενοι με αυτόν τον τρόπο τόκοι δεν μεταβάλουν τη νομική φύση τους ως τόκων, ούτε την αυτοτελή μεταχείρισή τους σε σχέση με το κεφάλαιο. Ως δεδουλευμένοι τόκοι, ανεξαρτητοποιούνται του κεφαλαίου, είναι δυνατή η αυτοτελής εκχώρησή τους, η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής προς επιδίωξη είσπραξής τους και δεν μετατρέπονται σε κεφάλαιο, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες. Τούτο προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 150 παρ. 2 Ν. 4261/2014, κατά το οποίο απαγορεύεται η κεφαλαιοποίηση των τόκων ή η χορήγηση νέων δανείων προς πληρωμή τόκων ή ρύθμιση οφειλής ισοδύναμου αποτελέσματος, ενώ αντιθέτως στην παρ. 1 επιτρέπεται ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων υπερημερίας και ανατοκισμού. Διάφορο, δε, είναι το επικαλούμενο από τους εκκαλούντες ζήτημα της παραγραφής των τόκων εξ ανατοκισμού, όταν επιδικάζονται τόκοι επί τόκων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 296 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, οι οποίοι, λόγω αυτοτέλειας του υπολογισμού τους (επί ορισμένου κεφαλαίου δεδουλευμένων τόκων), πράγματι εμπίπτουν στην 20ετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, όπως και οι πάσης φύσεως αξιώσεις (συμπεριλαμβανομένων των τόκων) που βεβαιώνονται με τελεσίδικη απόφαση κατ’ άρθρο 268 ΑΚ. Συνακόλουθα, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 12 Ν. 2601/1998 η εκκαλουμένη, η οποία, έστω χωρίς ειδική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), αναγνώρισε ως οφειλόμενους τους δεδουλευμένους τόκους υπερημερίας επί του κεφαλαίου, ανατοκισθέντες αυτόματα ανά εξάμηνο, κατά το αιτητικό της αγωγής, ως αυτοτελές κονδύλι, διακριτό, κατά τα συμφωνηθέντα, από το οφειλόμενο κεφάλαιο του δανείου, τόσο σε βάρος της Δανειζομένης, όσο και σε βάρος του Εγγυητή, ο οποίος είχε εγγυηθεί μόνο τους πάσης φύσεως τόκους, τόκους υπερημερίας και τόκους τόκων, αφού το οφειλόμενο ποσό δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας και ανατοκισμού δεν αποτελεί κεφάλαιο και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους με το σχετικό (δεύτερο) λόγο της έφεσής τους, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

VΙ. Με τον τρίτο λόγο έφεσης η πρώτη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 388 Α.Κ, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η ένστασή της εκ του άρθρου αυτού για διαγραφή του κονδυλίου των τόκων υπερημερίας επί του οφειλόμενου κεφαλαίου του δανείου, για το λόγο ότι η επικαλούμενη αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και η αύξηση του κόστους λειτουργίας των ακτοπλοϊκών επιχειρήσεων δεν αποτελεί γεγονός έκτακτο και απρόβλεπτο ως αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άνω άρθρου, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι η εκκαλούμενη έπρεπε να έχει συνεκτιμήσει ότι η συνθήκη της αύξησης των διεθνών τιμών πετρελαίου, με επακόλουθο την αύξηση του κόστους λειτουργίας στις ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις «…………..» και «HSW» στις οποίες συμμετείχε η ίδια, έλαβε χώρα την περίοδο της πρωτοφανούς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας και της στήριξης από το Δ.Ν.Τ, συνεπεία της οποίας, άλλωστε, η εφεσίβλητη τράπεζα χρειάστηκε να ανακεφαλαιοποιηθεί περισσότερες από μια φορές. Περαιτέρω, με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 288 Α.Κ, απορρίφθηκε ως αόριστη η ένστασή τους εκ του άρθρου αυτού για διαγραφή του κονδυλίου των τόκων υπερημερίας επί του οφειλόμενου κεφαλαίου του δανείου, με την αιτιολογία ότι «πλην της γενικόλογης αύξησης της τιμής του πετρελαίου οι εναγόμενοι δεν εκθέτουν κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση του ισχυρισμού τους και την δυνατότητα προβολής άμυνας εκ μέρους της ενάγουσας, όπως στοιχεία για το κόστος που δαπανούσαν για καύσιμα οι ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις «…………..» και «…….» κατά τον χρόνο κατάρτισης της επίδικης συμβάσεως, σε σύγκριση με τα επόμενα έτη και το ποσοστό αύξησης της τιμής του καυσίμου κατά τα έτη αυτά, το εάν, σε ποιο βαθμό και σε ποιες ακτοπλοϊκές γραμμές που δραστηριοποιούνται οι προαναφερθείσες ακτοπλοϊκές εταιρίες μειώθηκε η κερδοφορία τους ή υπέστησαν ζημίες συνεπεία του συγκεκριμένου παράγοντα κόστους λειτουργίας (καυσίμων) με παράλληλη παράθεση και των λοιπών συντελεστών κέρδους (επιβατική κίνηση, κόστος εισιτηρίων) και ζημιών (φόροι, τέλη ελλιμενισμού, μισθοί προσωπικού), ώστε να κριθεί νόμω και ουσία ο προβαλλόμενος ισχυρισμός», ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι με τις πρωτόδικες προτάσεις τους είχαν επικαλεστεί ότι, κατά τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις των ακτοπλοϊκών επιχειρήσεων «…………..» και «……», στις οποίες συμμετέχει η πρώτη εξ αυτών, όσον αφορά μεν την ………….., ενώ το 2008 οι ζημιές της ανήλθαν μόλις σε 6,6 εκ. ευρώ και το 2009 σε 5,3 εκ. ευρώ, το 2010 υπερδεκαπλασιάστηκαν και ανήλθαν σε 88,8 εκ. ευρώ, ενώ 83 εκ. ευρώ ήταν οι ζημιές που σχηματίστηκαν στην περίοδο 2011 -2012, το δε σύνολο των ζημιών της (…………..) την κρίσιμη πενταετία 2010-2014 ανήλθε σε 210 εκ. ευρώ και ότι αντίστοιχα ζημιογόνα πορεία είχε και η «……», η οποία, ενώ εμφάνιζε κέρδη της τάξεως των 10,7 εκ. ευρώ το 2008 και 12,6 εκ. ευρώ το 2009, βρέθηκε το 2010 με ζημιές της τάξης των 29 εκ. ευρώ, ενώ την πενταετία 2010-2014, από κερδοφόρα εταιρία, βρέθηκε με ζημιές της τάξης των 160 εκ. ευρώ. Επί των άνω λόγων έφεσης πρέπει να σημειωθούν τα εξής:             VII. Από τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, κατά την οποία το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 έως 120 του ίδιου κώδικα, για κάθε δικόγραφο, και τους λόγους, για τους οποίους ασκείται, συνάγεται ότι οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή να καθορίζονται με πληρότητα και σαφήνεια τα παράπονα του εκκαλούντος κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, για να παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να κρίνει το νόμιμο και το βάσιμο αυτών. Αν λείπει σαφής και ορισμένος λόγος έφεσης, το δικόγραφο κηρύσσεται άκυρο και η έφεση απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως, ενώ αν ένας από τους περισσότερους λόγους έφεσης είναι αόριστος, τότε μόνο αυτός εξομοιώνεται με ανύπαρκτο λόγο έφεσης και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, ενώ εξετάζονται οι λοιποί ορισμένοι και σαφείς λόγοι έφεσης. Η αοριστία του λόγου έφεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα δικόγραφα (ακόμη και της ίδιας δίκης) ή στο δικόγραφο της αγωγής, το οποίο έχει δικαίωμα να ερευνήσει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο μετά την παραδοχή λόγου έφεσης ως βάσιμου και την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης (Α.Π. 1130/2015, Α.Π. 1709/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2018, υπ’ άρθρο 520, αριθ. 9, σ. 809, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, σ. 284-285, παρ. 1075, σ. 321-322, παρ. 1260 και 1266, με εκεί παραπομπές στη νομολογία). Περαιτέρω, με το άρθρο 240 Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν. Οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Η διάταξη αυτή αναφέρεται σε αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που υποβάλλονται στο δικαστήριο με τις προτάσεις (ενστάσεις, αντενστάσεις) και όχι στους αγωγικούς ισχυρισμούς (Α.Π. 1386/2009, Α.Π. 729/2006, Α.Π. 1417/2002, Α.Π. 433/1998, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμόζεται και ως προς την επίκληση των αποδεικτικών μέσων (Ολ.Α.Π. 9/2000, Ολ.Α.Π. 23/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η επαναφορά με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών ή η επίκληση αποδεικτικών μέσων με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις ή με ενσωμάτωση του κειμένου αυτών σε φωτοτυπικό αντίγραφο στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη (Ολ.Α.Π. 9/2000, Ολ.Α.Π. 23/2008, Α.Π. 1048/2020, Α.Π. 258/2019, Α.Π. 619/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2018, υπ’ άρθρο 240, αριθ. 2, σ. 427). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 388 Α.Κ, η οποία ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, για να είναι ορισμένος και νόμιμος ο ισχυρισμός που στηρίζεται στην προεκτιθέμενη διάταξη, είτε αυτός προβάλλεται με αγωγή, είτε με ανταγωγή, είτε με ένσταση, για να αποκρουσθεί η αγωγή εκτέλεσης της σύμβασης, πρέπει να έχει σαφή και ευσύνοπτη ιστορική βάση, να περιέχει δηλαδή, αναφορά όλων των στοιχείων, που απαιτεί ο νόμος (Α.Π. 53/2019, Α.Π. 566/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ήτοι να γίνεται μνεία: α) της μεταβολής των περιστατικών στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) ότι η μεταβολή είναι μεταγενέστερη από την κατάρτιση της σύμβασης και οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν καθώς και γ) ότι από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, καθίσταται υπέρμετρα επαχθής (Α.Π. 62/2019, Α.Π. 53/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), άλλως τυγχάνει αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Απρόοπτη μεταβολή των περιστατικών, στα οποία στηρίχθηκαν τα μέρη μπορεί να αποτελέσει και η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας, όταν είναι έκτακτης φύσης και τόσο μεγάλη, ώστε να υπερβαίνει τις συνήθεις ή λογικά προβλεπόμενες διακυμάνσεις της σταθερότητας και να ανατρέπει τους υπολογισμούς των μερών κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Για να στοιχειοθετηθεί, όμως, περίπτωση εφαρμογής του προαναφερόμενου άρθρου, δεν αρκεί μόνη η κατά τα άνω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας, αλλά θα πρέπει να κριθεί σε σχέση και με τις υπόλοιπες συνθήκες και ιδίως, το αναμενόμενο κέρδος από τη σύμβαση, την οικονομική κατάσταση των μερών, την εξυπηρετούμενη ανάγκη αυτών με τη σύμβαση και τις υποχρεώσεις προς τρίτους, που εξαρτώνται από τη σύμβαση, έτσι ώστε οι συνέπειες από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας να έγιναν δυσβάστακτες για το ένα των συμβληθέντων μερών και να υπερβαίνουν τον κίνδυνο, που, κατά τις συνηθισμένες συνθήκες, αναλαμβάνει κάθε συμβαλλόμενος, όταν μάλιστα αποφασίζει σύναψη σύμβασης, που πρόκειται να εκτελεσθεί στο μέλλον (Α.Π. 53/2019, Α.Π. 566/2018, Α.Π. 1592/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Γενικής φύσεως περιστατικά και, ιδίως, τυχαία, που συμβαίνουν, όμως, συνήθως, όπως είναι η αυξομείωση των εισπράξεων μιας επιχείρησης, η αύξηση του κόστους ζωής κ.λπ, ούτε έκτακτα ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηριστούν (Α.Π. 844/2018, Α.Π. 155/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 288 Α.Κ. εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από τον νόμο, εκτός αν προβλέπει άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 Α.Κ.. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης (Ολ.Α.Π. 9/1997, Α.Π. 73/2020, Εφ.Πειρ. 267/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Λόγω, δε, του διαπλαστικού χαρακτήρα του άνω δικαιώματος εκ των άρθρων 388 και 288 Α.Κ, το τελευταίο μπορεί να ασκηθεί όχι με αμυντική πράξη, όπως η ένσταση, αλλά μόνο με επιθετική, δηλαδή με αγωγή ή ανταγωγή. Προβολή του δικαιώματος από το άρθρο 388 και 288 Α.Κ. με ένσταση επιτρέπεται, όχι προς διάπλαση μιας έννομης κατάστασης για το μέλλον, αλλά απλώς προς μερική ή ολική απόρριψη της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η καταδίκη του εναγόμενου οφειλέτη στην καταβολή της ήδη οφειλόμενης παροχής. Έτσι, δεν είναι δυνατή η παραπάνω λειτουργία της ένστασης, δεδομένου ότι, αφού η διάπλαση που γίνεται με την αγωγή ή ανταγωγή δεν έχει αναδρομική δύναμη, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αναπτύξει τέτοια ενέργεια η ένσταση και συνεπώς, δεν μπορεί να επιτευχθεί με αυτή απόσβεση περιουσιακού δικαιώματος, που έχει ήδη αποκτηθεί (Α.Π. 877/2013, Α.Π. 1035/2001, Εφ.Αθ. 682/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).             Στην προκειμένη περίπτωση, έτσι που διατυπώνονται οι τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης, ήτοι χωρίς σαφή αναφορά σε συγκεκριμένο ισχυρισμό της ανωτέρω εκκαλούσας που υποβλήθηκε πρωτόδικα και επέσυρε αντίστοιχα εφαρμογή των άρθρων 388 και 288 Α.Κ. για διαγραφή των τόκων υπερημερίας επί του οφειλόμενου κεφαλαίου του δανείου, χωρίς σύνδεση της επικαλούμενης πλημμελούς κρίσης της εκκαλουμένης με τέτοιο ισχυρισμό της ανωτέρω εκκαλούσας, ώστε να δύναται να εντοπιστεί σε τι ακριβώς συνίσταται το σφάλμα της εκκαλουμένης και επιπλέον, ο τέταρτος λόγος έφεσης, χωρίς δικαιολόγηση των προαναφερθέντων ελλείψεων αναγκαίων στοιχείων της άνω ένστασης των εκκαλούντων που διαπίστωσε η εκκαλουμένη, είναι αόριστοι, ήτοι δεν είναι επιδεκτικοί δικαστικής εκτίμησης και ως τέτοιοι εξομοιώνονται με ανύπαρκτους, μη δυναμένης της αοριστίας να συμπληρωθεί με τις προτάσεις της ανωτέρω εκκαλούσας, ή να αναπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα δικόγραφα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη. Εξάλλου, οι εκκαλούντες, κατά τη συζήτηση της έφεσης, δεν επανάφεραν παραδεκτά, με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, με βάση τη διάταξη του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ, τους άνω ισχυρισμούς, τους οποίους, με βάση τη διάταξη του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ, δεν μπορούσαν να προβάλουν παραδεκτά για πρώτη φορά στο εφετείο. Αρκέστηκαν μόνο ν’ αναφέρουν στις άνω έγγραφες προτάσεις τους ότι «αναφερόμεθα και πάλι σε ολόκληρο το περιεχόμενο των από 14-3-2019 προτάσεών μας, με την ενσωματωμένη σ’ αυτές από 29-3-2019 προσθήκη – αντίκρουσή μας, που κατατέθηκαν κατά την πρωτοβάθμια εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης κατά της εφεσίβλητης, στο πλαίσιο της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 909/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επικυρωμένο αντίγραφο των οποίων προσκομίζουμε μετ’ επικλήσεως και οι οποίες πρέπει να αποτελέσουν ενιαίο κείμενο με τις παρούσες». Η γενική όμως και μόνο αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις τους δεν συνιστά νόμιμο τρόπο επαναφοράς και επίκλησης ισχυρισμού με βάση τα άρθρα 388 και 288 Α.Κ, αφού δεν τηρήθηκε ο τρόπος που ορίζει η διάταξη του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός περί διαγραφής, κατά τα άρθρα 388 και 288 Α.Κ, της ένδικης υποχρέωσης, απαραδέκτως προτάθηκε με ένσταση από τους εναγόμενους στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη, το διαπλαστικό αυτό δικαίωμα περί διαγραφής των τόκων υπερημερίας επί του οφειλόμενου κεφαλαίου του δανείου, δεν μπορεί να ασκηθεί με αμυντική πράξη, όπως είναι η ένσταση, παρά μόνο με επιθετική πράξη, όπως είναι η αγωγή ή η ανταγωγή. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, ακόμη και αν το δικαίωμα εκ του άρθρου 388 Α.Κ. είχε προταθεί παραδεκτά κατ’ ένσταση από την πρώτη εναγόμενη, η εφαρμογή του άρθρου αυτού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, θα αποκλειόταν, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα περιστατικά που προκάλεσαν την μεταβολή των συνθηκών [και συγκεκριμένα η μεγάλη αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, που μείωσε δραματικά την κερδοφορία των ακτοπλοϊκών – ναυτιλιακών εταιριών και οδήγησε τις εταιρίες στις οποίες επένδυσαν οι εναγόμενοι σε συσσώρευση μεγάλων ζημιών τα έτη 2010 – 2014 σε αντίθεση με τα προηγούμενα έτη (2007-2010) που δεν υπήρχε οικονομική κρίση στην Ελλάδα] δεν έχουν χαρακτήρα έκτακτο, αφού ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηριστούν, ούτε προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα. Και περαιτέρω, ακόμη και αν το δικαίωμα εκ του άρθρου 288 Α.Κ. είχε προταθεί παραδεκτά από τους εναγόμενους κατ’ ένσταση, θα ανέκυπτε θέμα αοριστίας της σχετικής ένστασής τους λόγω των μη αμφισβητούμενων άνω ελλείψεων που διαπίστωσε η εκκαλουμένη, εξαιτίας των οποίων θα ήταν αδύνατο να κριθεί νόμω και ουσία ο σχετικός ισχυρισμός τους και δη ότι η υποχρέωσή τους για καταβολή τόκων (ως οφειλόμενη αντιπαροχή επί έντοκου δανείου) είναι επιβαρυντική σε σημείο που να υπερβαίνει τον κίνδυνο που ανέλαβαν κατά τη σύμβαση του δανείου και της εγγύησης αντίστοιχα και ότι η καταβολή αυτή, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, έρχεται σε αντίθεση με την καλόπιστη και σύμφωνη με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωση της παροχής. Μετά ταύτα, οι τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας.

VIII. Περαιτέρω, οι εκκαλούντες, απαραδέκτως, δια των προτάσεών τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, επαναφέρουν τους λοιπούς πρωτόδικους αμυντικούς ισχυρισμούς τους που αφορούν αμφισβήτηση του υπολογισμού των τόκων (και του ύψους τους) υπό την επίκληση ακυρότητας Γ.Ο.Σ. κατά το Ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα α) ακυρότητα του όρου 4.4 περί υπολογισμού των τόκων βάσει έτους 360 ημερών αντί 365 και β) ακυρότητα του όρου 4.6 περί συνυπολογισμού της εισφοράς Ν. 128/75 στο επιτόκιο υπερημερίας, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, οι ισχυρισμοί τους αυτοί απορρίφθηκαν πρωτοδίκως και δεν μεταβιβάσθηκαν στο Εφετείο με λόγο έφεσης, ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης, ενώ δεν δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατ’ αποδοχή κάποιου εκ των λόγων έφεσης, καθότι, πέραν των  άνω λόγων έφεσης που απορρίφθηκαν, δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς εξέταση.

IΧ. Μετά απ’ αυτά, η κρινόμενη έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδαφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες, όπως προκύπτει από το με κωδικό …………. e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση κατά της με αριθ. 909/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτική διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.            Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 6 Οκτωβρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Χαρίκλεια Σαραμαντή, και αντ΄ αυτής

λόγω προαγωγής και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της σύνθεσης Εφέτης,

Μαρία Δανιήλ,

Δημοσιεύτηκε δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις  24 Οκτωβρίου 2022, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και  αναχωρήσεως της Προεδρεύουσας Εφέτη Χαρίκλειας Σαραμαντή, αποτελούμενη από τους Δικαστές  Μαρία Δανιήλ, Προεδρεύουσα Εφέτη, Αναστάσιο Αναστασίου και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτες και με Γραμματέα την Καλλιόπη Σκούρτη χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ