Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 684/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    684/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χαρίκλεια Σαραμαντή, Προεδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ,  Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής ……………., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Εμμανουήλ Μαυραντωνάκης και

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1] ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής ……… και 2] …………………….. , τους οποίους αμφοτέρους εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος τους Γαρουφαλιά Δάρρα.

Η  ενάγουσα εταιρία άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 5.4.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ../5.4.2021 αγωγή ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στην παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο. Κατ’ αυτήν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Προεδρεύουσα, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ NOMO

Ι. Με την ένδικη από 5.4.2021 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ../5.4.2021) πλήττεται για αντίθεση στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη η υπ’ αριθμ. 1/5.1.2021 διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε στον Πειραιά επί εσωτερικής διαιτησίας, διεξαχθείσας κατά τους ορισμούς των άρθρων 867 επομ. ΚΠολΔ και καταχωρήθηκε στο βιβλίο διαιτητικών αποφάσεων του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αύξοντα αριθμό …/7.1.2021. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε επί των από 24.5.2019 και 12.6.2019 αντίθετων διαιτητικών προσφυγών με τις οποίες ήχθησαν στη διαιτησία περιουσιακές αξιώσεις των διαδίκων και από τις οποίες η πρώτη ασκήθηκε από την πρώτη εναγόμενη κατά της ενάγουσας και η δεύτερη ηγέρθη από την τελευταία και στράφηκε εναντίον της (τότε και τώρα) αντιδίκου της, όπως και κατά του δεύτερου εναγόμενου, οι οποίες συνεκδικάστηκαν από το Διαιτητικό Δικαστήριο. Της αποφάσεως αυτής ζητείται ήδη η ακύρωση κατά το σκέλος της που κατά πλειοψηφία δέχθηκε κατά ένα μέρος την προσφυγή της πρώτης εναγόμενης και επιδίκασε σ’ αυτήν το χρηματικό ποσό των εκατόν τριάντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (139.696,17 €) προς ικανοποίηση αξίωσής της που στηριζόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ.

ΙΙ. Η αγωγή αυτή ασκήθηκε εμπροθέσμως, εντός της τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 899 § 2 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ από την κοινοποίηση της διαιτητικής απόφασης που νομότυπα κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 96, 143 § 1 εδαφ. α΄, αναλογικά εφαρμοζόμενες και 893 § 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1312/2022, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 5/2000, Δνη 2000/376 = ΕΕΝ 2001/493, ΤριμΕφΑθ. 81/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Ρόβλιας/Κ. Σταφυλοπάτης, Η Διαιτησία, 2020, άρθρο 899, αρ. 324, σελ. 154) έγινε προς τον ……….., πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο της νυν ενάγουσας κατά την διαιτητική δίκη, στις 8.1.2021, όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………………….. στο επιδοθέν αντίγραφό της, αρμοδίως δε εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 898 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επομ. και 898 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ). Κατά το μέρος της, όμως, που στρέφεται εναντίον του δεύτερου εναγόμενου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον ούτε ο …………… νομιμοποιείται παθητικά, αφού, ανεξαρτήτως αν συνομολόγησε τη συμφωνία διαιτησίας (άρθρο 899 § 1 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ), δεν υπήρξε αντίδικος της εδώ ενάγουσας στην διαιτητική δίκη, δεδομένου ότι η προσφυγή που έγινε δεκτή δεν ασκήθηκε και από αυτόν, καθώς εναντίον του στράφηκε μόνον η (συνεκδικασθείσα και) απορριφθείσα προσφυγή της και τώρα ενάγουσας ούτε αυτή η τελευταία διατηρεί έννομο συμφέρον στην εναγωγή του, αφού από την διαιτητική απόφαση (και, συγκεκριμένα, κατά το μέρος που αυτή ήδη προσβάλλεται) δεν παρήχθη υπέρ του δεύτερου εναγομένου δεδικασμένο βλαπτικό για τα συμφέροντά της ενάγουσας, η οποία συνεπώς δεν προσδοκά όφελος από την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης ως προς αυτόν (ΑΠ 1807/2014, ΧρΙΔ 2015/286, ΑΠ 1438/2007, Δνη 2007/1373, ΤριμΕφΘεσ. 2001/2013, Αρμ. 2016/1201, ΕφΑθ. 6176/1990, ΕΔΠ 1991/286, Ι. Φιλιώτης, σε Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Άρθρα 682 – 903, 2020, άρθρα 897 – 901, αρ. 57, σελ. 877, Γ. Κατράς, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, 2021, άρθρο 899, αρ. 1, σελ. 1203, Δ. Θεοχάρης, Η αγωγή ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, σε ΕφΑΔΠολΔ 2017/595 επομ. [596]). Κατά τα λοιπά, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά της.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 897 αρ. 6 ΚΠολΔ η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν μέρει, μόνο με δικαστική απόφαση … αν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη. Ως χρηστά ήθη νοούνται οι κανόνες οι οποίοι εκφράζουν τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση και κρατούν ως κανόνες ρυθμιστικοί της κοινωνικής συμπεριφοράς (ΑΠ 1819/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 40/2010, ΧρΙΔ 2011/47 = Δνη 2011/418, ΑΠ 537/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η παραβίαση των οποίων δικαιολογεί την δικαστική ακύρωση της διαιτητικής απόφασης (και) επί εσωτερικής διαιτησίας, νοούνται οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπιστεί για την προστασία πρωτίστως του δημόσιου συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, συγκροτούν δηλαδή την δημόσια τάξη, υπό έννοια προσομοιάζουσα προς εκείνη του άρθρου 33 ΑΚ. Επομένως, η παραβίαση κανόνων αναγκαστικού δικαίου τεθέντων πρωτίστως προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, εκφεύγει του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου. Εξάλλου, δεν προσβάλλεται η δημόσια τάξη κατά την παραπάνω έννοια και, συνεπώς, δεν θεμελιώνεται ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, όταν αυτή εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο ή έχει απλώς ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν από την υλοποίηση (εκτέλεση) της απόφασης μπορεί να δημιουργηθεί κατάσταση αντίθετη προς τις ως άνω θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης (ΟλΑΠ 14/2015, ΕΠολΔ 2015/312, με παρατ. Κ. Καλαβρού =  ΧρΙΔ 2015/682 = Αρμ. 2015/1856 = Δνη 2016/1673 = ΝοΒ 2016/310 = Ε7 2016/131, ΑΠ 295/2022, ΑΠ 1514/2021, ΑΠ 192/2021, ΑΠ 361/2018, ΑΠ 355/2018, ΑΠ 366/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Σταθόπουλος, Η έννοια της δημόσιας τάξης κατά την ΚΠολΔ 897 αριθ. 6 και η νομολογία του Αρείου Πάγου, Δνη 2014/1281 επομ.). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών του άρθρου 897 ΚΠολΔ, καμία από τις οποίες δεν παρέχει λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης για εσφαλμένη ουσιαστική κρίση των διαιτητών, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως ιδρύεται, όταν η αντίθεση προκύπτει ευθέως από το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης στο σύνολό του, δηλαδή όχι μόνο από το διατακτικό της αλλά και από τις αιτιολογίες που το στηρίζουν, με βάση τα πραγματικά δεδομένα, τα οποία ανέλεγκτα, ως προς την ουσιαστική κατά την κρίση τους βασιμότητά τους, δέχθηκαν οι διαιτητές, το δε εφετείο, κρίνοντας επί λόγου ακυρώσεως διαιτητικής αποφάσεως από την ίδια διάταξη, για αντίθεσή της προς κανόνα δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη και για την εκφορά του αντίστοιχου αξιολογικού πορίσματός του, ερευνά και κρίνει μόνο τις ίδιες παραδοχές σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της διαιτητικής απόφασης (ΟλΑΠ 13/1995, Δνη 1995/1524 = ΝοΒ 1996/404, ΑΠ 716/2019, ΑΠ 1292/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 517/2016, ΔΕΕ 2017/1098, με παρατ. Α. Πλεύρη, ΑΠ 1578/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Τα όρια του ελέγχου διαιτητικής αποφάσεως για αντίθεσή της στη δημόσια τάξη από τον δικαστή της αγωγής ακυρώσεώς της, ΧρΙΔ 2014/401 επομ., αντίθετος ο Κ. Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία διαιτητικών αποφάσεων, 2017, σελ. 382). Επομένως, η πρόσκρουση της διαιτητικής απόφασης σε κανόνες της δημόσιας τάξης και στα χρηστά ήθη πρέπει να αφορά στην επιδικασθείσα με αυτήν απαίτηση και να προκύπτει όχι από στοιχεία κείμενα εκτός αυτής αλλά ευθέως από την ίδια την απόφαση και μάλιστα όχι μόνον από το διατακτικό της, μολονότι κατάσταση αντίθετη προς τις θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης είναι δυνατό να προκύψει μόνον από την ισχύ του διατακτικού αλλά από το συνδυασμό του προς το αιτιολογικό της (ΑΠ 1377/2011, ΕΕμπΔ 2012/422 = ΧρΙΔ 2012/286, Ι. Φιλιώτης, Όρια ελέγχου ημεδαπής και αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως λόγω προσκρούσεως στη δημόσια τάξη, ΧρΙΔ 2014/650 επομ. [652]), δεδομένου ότι οι παραδοχές της διαιτητικής απόφασης που περιέχονται στις αιτιολογίες της, ανεξαρτήτως αν καταλαμβάνονται ή όχι αυτοτελώς από την ενέργεια του δεδικασμένου της, επενεργούν πάντως ουσιωδώς στο διατακτικό της, αφού εξειδικεύουν την απαίτηση που κρίθηκε (Αθ. Καΐσης, Εκφάνσεις της δημόσιας τάξης στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, 2003, σελ. 169 – 170). Εξάλλου, για τη θεμελίωση του ως άνω λόγου ακυρώσεως πρέπει οι διατάξεις της δημόσιας τάξης, που φέρεται ότι παραβιάστηκαν από τους διαιτητές, να έχουν επίδραση στο έγκυρο της απαιτήσεως στην οποία αφορά η επιλυόμενη από αυτούς διαφορά (ΑΠ 404/2000, Δνη 2000/1313, ΑΠ 1490/1991, Δνη 1993/1074). Συνεπώς, η διαιτητική απόφαση θα ακυρωθεί, επειδή προσκρούει στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη, αν το διαιτητικό δικαστήριο, μολονότι δέχεται ότι η επίμαχη σύμβαση τα αντιστρατεύεται, εντούτοις απαγγέλει την καταψήφιση της παροχής από την ανήθικη και, επομένως, άκυρη αυτή σύμβαση (Ν. Νίκας, ο.π., σελ. 404) ή όταν επιδικάζεται στον προσφεύγοντα παροχή που είναι αποτέλεσμα ή συνιστά ουσιαστική αποπεράτωση έκνομης και, επομένως, ανίσχυρης συναλλακτικής σχέσης (Αθ. Κουτρομάνος, Η έννοια της δημόσιας τάξης κατά τον δικαστικό έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων, Διαιτησία 2018/177 επομ. [181]), ενώ το ίδιο θα συμβεί και όταν η διαιτητική απόφαση επιδικάζει όχι αυτούσια τη συμβατική παροχή αλλά αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης που, κατά τις παραδοχές της, είναι παράνομη (ΑΠ 133/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού και τότε προσπορίζει στο νικητή διάδικο το οικονομικό αποτέλεσμα που θα είχε η εκπλήρωση της άκυρης σύμβασης (Κ. Κεραμέας/Β. Χριστιανός, Δημόσιοι διεθνείς διαγωνισμοί και διατάξεις δημόσιας τάξεως του κοινοτικού και του εσωτερικού δικαίου, γνμδ σε Δνη 2005/997 επομ. [1028]). Αντιθέτως, όταν η διαιτητική απόφαση επιδικάζει απαιτήσεις από έγκυρη σύμβαση δεν μπορεί να γίνει λόγος για αντίθεσή της στη δημόσια τάξη, αφού η αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης περιλαμβάνεται στις θεμελιώδεις κοινωνικές και οικονομικές αρχές της ελληνικής έννομης τάξης έλκοντας την ισχύ της από συνταγματικής περιωπής αξιολογικές σταθμίσεις (άρθρα 2 § 1 και 5 § 1 Σ, βλ. αντί άλλων Μ. Σταθόπουλο, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος ΙΙ, 1997, εισαγωγικές παρατηρήσεις στο ενοχικό δίκαιο, αρ. 7, σελ. 3). Ομοίως, όταν η παροχή ζητείται και επιδικάζεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επομ. ΑΚ), δεν δημιουργείται κατάσταση αντίθεσης στις θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης, δεδομένου ότι κατά τις διατάξεις αυτές, που πραγματώνουν ηθικούς κανόνες και εξυπηρετούν την ιδέα της ηθικής και εξισωτικής δικαιοσύνης (Μ. Σταθόπουλος, Αξίωσις αδικαιολογήτου πλουτισμού, 1972, σελ. 40, Π. Παπανικολάου, Οι δικαιοηθικές αρχές στο ενοχικό δίκαιο του Μιχ. Σταθόπουλου, 2005, σελ. 49 – 50), αποδίδεται και ο πλουτισμός που έχει παράνομη αιτία (ΑΠ 1819/2013, ο.π., ΤριμΕφΠειρ. 430/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), έστω και αν ο δότης μετέχει της παρανομίας (Α. Βαλτούδης, σε Απ. Γεωργιάδη [επιμ.], Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρο 904, αρ. 97, σελ. 1786), αφού σκοπούς της παρεχόμενης προστασίας αποτελούν η αποκατάσταση της αδικίας που προκαλείται από την αδικαιολόγητη περιουσιακή μεταβολή και η απάμβλυνση των ανισοτήτων που αυτή ενέχει (ΕφΠατρ. 499/2009, ΑχΝομ 2010/74, ΕφΑθ. 8584/1989, Δνη 1994/488, ΕφΑθ. 2110/1983, Δνη 1984/137 = ΕΕΔ 1984/53, Γ. Παπαχρήστου, Το αντικείμενο της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, 2014, § 1, σελ. 35). Περαιτέρω, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως δεν ιδρύεται όταν τα πορίσματα των διαιτητών καθαυτά δεν δημιουργούν τις προϋποθέσεις αντίθεσης της εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη, ενώ το ίδιο συμβαίνει και όταν το νομικό σφάλμα των διαιτητών δεν δημιουργεί κατάσταση αντίθετη στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1377/2011, ο.π., Δ. Μπαμπινιώτης, Περί της δέσμευσης ή μη των κρατικών δικαστηρίων από τις οντολογικές παραδοχές των διαιτητών όταν επιλαμβάνονται αγωγής ακύρωσης διαιτητικής απόφασης με λόγο που αφορά στη δημόσια τάξη, ΕΠολΔ 2017/327 επομ. [330]), πολύ δε περισσότερο αν δεν διαπιστώνεται σφάλμα ούτε νομικό ούτε πραγματικό. Σε κάθε περίπτωση, για τη νομική βασιμότητα της αγωγής ακύρωσης διαιτητικής απόφασης για αντίθεση στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη δεν αρκεί μόνη η επίκληση του άρθρου 897 αρ. 6 ΚΠολΔ αλλά προσαπαιτείται από τις ίδιες τις εκτιθέμενες στο δικόγραφό της παραδοχές του διαιτητικού δικαστηρίου να προκύπτει η επικαλούμενη αντίθεση, καθώς σε διαφορετική περίπτωση η αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1441/2000, Δνη 2001/400).

IV. Εν προκειμένω, στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής γίνεται αναφορά: α] στην από 12.6.2017 σύμβαση εκναυλώσεως, για το χρονικό διάστημα έως και την 10η.5.2018 και αντί ετήσιου ναύλου, συνολικού ύψους εκατόν εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων ευρώ (174.200 €), καταβλητέου σε τρεις [3] δόσεις, γυμνού του τουριστικού σκάφους ΝΜ από την κυρία αυτού ενάγουσα στην πρώτη εναγόμενη με σκοπό την εκμετάλλευσή του από αυτήν δια της (ολικής) υπεκναυλώσεώς του σε τρίτους για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των οκτώ [8] ωρών ημερησίως και σε παράλειψη δηλώσεως της σύμβασης και της εξ αυτής προκύπτουσας σχέσης εφοπλισμού στην αρμόδια λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης του σκάφους, που είχε ως αποτέλεσμα ο εφοπλισμός του να μην είναι αντιτάξιμος έναντι τρίτων και η εκμετάλλευσή του να εμφανίζεται τελούμενη στο όνομα της εκναυλώτριας, ενώ στην πραγματικότητα την επιχειρούσε η πρώτη εναγόμενη – ναυλώτρια, που κατάρτιζε υποναυλοσύμφωνα δυνάμει εξουσιοδοτήσεως που ο, τρίτος – μη διάδικος, ………………… , νόμιμος εκπρόσωπος της εκναυλώτριας είχε χορηγήσει εγγράφως προς τον δεύτερο εναγόμενο ………………….. , νόμιμο εκπρόσωπο της ναυλώτριας, τα δε έσοδα από την εκμετάλλευση του σκάφους να κατατίθενται στους τραπεζικούς λογαριασμούς της εκναυλώτριας, β] στην από 24.8.2017 καταγγελία της σύμβασης, στην οποία, εξαιτίας της ανακλήσεως της ως άνω εξουσιοδοτήσεως, προέβη η ναυλώτρια, που θεώρησε ότι στερήθηκε τη χρήση του σκάφους και η οποία προέβη σε μερικό εξώδικο συμψηφισμό της από αυτήν οφειλόμενης πρώτης δόσης του ναύλου, που ανερχόταν σε εβδομήντα τέσσερις χιλιάδες εξακόσια ευρώ (74.600 €) και ήταν καταβλητέος στις 25.8.2017, με την απαίτηση που ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε έναντι της εκναυλώτριας για την καταβολή των εσόδων που εκείνη είχε εισπράξει από την εκμετάλλευση του σκάφους μέχρι τότε και ανέρχονταν σε διακόσιες είκοσι εννέα χιλιάδες τριακόσια εξήντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (229.365,92 €), γ] στην προσφυγή στη διαιτησία, κατ’ εφαρμογή της διαιτητικής ρήτρας που είχε συνομολογηθεί μεταξύ των αντιδίκων εταιριών με τη σύμβαση ναυλώσεως, εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης, που με την επίκληση των περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεων ζήτησε να της επιδικαστεί, μεταξύ άλλων, το χρηματικό ποσό των εκατόν τριάντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (139.696,77 €), που αντιστοιχούσε στους μη εισπραχθέντες από εκείνη (αλλά από την αντίδικό της) υποναύλους κατά το χρονικό διάστημα από 12.6.2017 έως και 10.8.2017 και το οποίο προέκυπτε μετά από την αφαίρεση από τις εισπράξεις της εκναυλώτριας του ποσού της πρώτης δόσης του ναύλου και των δαπανών προς αντιμετώπιση των λειτουργικών εξόδων του σκάφους, που βάρυναν βάσει της σύμβασης την ίδια αλλά είχαν καταβληθεί από την εκναυλώτρια και δ] στις διαπιστώσεις της διαιτητικής απόφασης που δέχθηκε ότι «Η ενάγουσα εκναυλώτρια συνήψε με την εναγόμενη ναυλώτρια την από 12.6.2017 σύμβαση ναύλωσης γυμνού σκάφους. Ωστόσο, η εν λόγω σύμβαση δεν καταχωρήθηκε στο αρμόδιο κατά τόπον νηολόγο, με αποτέλεσμα να μην είναι αντιτάξιμη έναντι τρίτων και η … εκναυλώτρια να εξακολουθεί να εμφαίνεται ως εκμεταλλευόμενη το σκάφος ΝΜ. Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα να εισπράττει τα έσοδα από την εκμετάλλευση του σκάφους (υποναύλους) και να καταβάλλει τις λειτουργικές δαπάνες αυτού. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ήταν η … ναυλώτρια που εκμεταλλευόταν το σκάφος … Κατά την επίδικη περίοδο της αγωγής, ήτοι από την 12η.6.2017 έως και την 14η.8.2017, εισέρρευσε είτε με χρέωση των (πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών των) επιβατών και χρήση τερματικού μηχανήματος σημείου πώλησης (POS) της … εκναυλώτριας, που ήταν συνδεδεμένο με τραπεζικούς λογαριασμούς της … είτε με ηλεκτρονική μεταφορά των χρηματικών ποσών στους ίδιους τραπεζικούς λογαριασμούς, στα ταμεία της … εκναυλώτριας το χρηματικό ποσόν … που αντιστοιχεί σε υποναύλους που κατέθεταν οι επιβάτες στο πλαίσιο της εμπορικής εκμετάλλευσης του σκάφους … Επομένως, …, η ναυλώτρια διέθετε απαίτηση αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά της … εκναυλώτριας, καθόσον η τελευταία εισπράττοντας και μη αποδίδοντας τους υποναύλους στη ναυλώτρια πλούτισε αδικαιολόγητα, χωρίς νόμιμη αιτία, εις βάρος της, προκαλώντας της ισόποση ζημία, υφίσταται, δε, ευθεία αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στον πλουτισμό της εκαναυλώτριας και τη ζημία της ναυλώτριας. Κατόπιν τούτων, κατά την πλειοψηφική κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, νομίμως η … ναυλώτρια εγείρει την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού για το χρηματικό ποσό των 139.696,17 € και η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει το χρηματικό αυτό ποσό στην ενάγουσα», το οποίο και επιδίκασε με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της προσφυγής της ναυλώτριας στη διαιτησία, δηλαδή από τις 28.12.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ακολούθως, η ενάγουσα αναφέρθηκε, πρώτον, στο ρυθμιστικό πλαίσιο που θέτει, αφενός, ο Ν. 4256/2014 για την εκμετάλλευση των τουριστικών πλοίων, ο οποίος αρχικώς διακρίνει αυτά σε επαγγελματικά πλοία αναψυχής και επαγγελματικά τουριστικά ημερόπλοια και απαγορεύει την μερική ναύλωση επαγγελματικού πλοίου αναψυχής,  για το οποίο ορίζει ότι η ναύλωση δεν μπορεί να έχει ανά ημέρα χρονική διάρκεια μικρότερη από οκτώ [8] ώρες (και ήδη δώδεκα [12] ώρες σύμφωνα με το άρθρο 94 § 4 του Ν. 4504/2017), ενώ για το ημερήσιο θαλάσσιο ταξίδι που εκτελεί το τουριστικό ημερόπλοιο ορίζει ότι εκδίδεται ατομικό εισιτήριο ή ομαδικό συνοδευόμενο από ονομαστική κατάσταση επιβατών και, στη συνέχεια, απειλεί για την παράβαση των διατάξεών του και άλλες κυρώσεις (επιβολή διοικητικού πρόστιμου), πέραν των τυχόν προβλεπόμενων από την τελωνειακή και τη φορολογική νομοθεσία και, αφετέρου, οι διατάξεις του Ν. 2859/2000 («Κύρωση Κώδικα ΦΠΑ»), σύμφωνα με τον οποίο απαλλάσσεται από τον φόρο προστιθέμενης αξίας η ναύλωση επαγγελματικών πλοίων αναψυχής, ενώ, σύμφωνα με την ΠΟΛ 1141/2015, τα τουριστικά ημερόπλοια δεν απαλλάσσονται από τον ίδιο φόρο, εκ τρίτου δε και τα άρθρα 66 του Ν. 4174/2013 («Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας») και 25 του Ν. 1882/1990, σύμφωνα με τα οποία η παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας συνιστά ποινικό αδίκημα και, δεύτερον, στην παραβίαση της σύμβασης ναυλώσεως εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης, η οποία με το ως άνω σκάφος «κατά την εκτέλεση της σύμβασης ναύλωσης» παραβίαζε αυτήν χρησιμοποιώντας το ως επαγγελματικό τουριστικό ημερόπλοιο και εκτελώντας με αυτό περιηγητικούς πλόες έναντι εισιτηρίου καταβαλλόμενου από τους εκάστοτε επιβάτες του και προς απαλλαγή τους από το χρέος τους έναντι της ναυλώτριας και υπεκναυλώτριας, όπως και, τρίτον, στην παραδοχή της αντισυμβατικής αυτής συμπεριφοράς από την διαιτητική απόφαση που, προκειμένου να απορρίψει ισχυρισμό της εκεί καθ’ ης η προσφυγή και νυν ενάγουσας, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του προαναφερθέντος συμψηφισμού «διότι η απαίτηση της [τότε προσφεύγουσας] για καταβολή των υποναύλων βασιζόταν σε παράνομη εκμετάλλευση του σκάφους», η οποία μάλιστα διενεργούταν στο όνομα της εκναυλώτριας, «με πρόθεση να μετατεθούν σε αυτήν οι ευθύνες από την παράνομη εκμετάλλευσή του» και «με σκοπό την πρόκληση βλάβης της», έκρινε, βασιζόμενη στα αναφερόμενα σ’ αυτήν και στην ένδικη αγωγή αποδεικτικά μέσα, ότι «η … ναυλώτρια δεν μετέβαλε σε τίποτα τον τρόπο εκμετάλλευσης του σκάφους αναψυχής αλλά εξακολούθησε να διενεργεί περιηγητικούς πλόες κατά τη συνήθη μέχρι τη ναύλωση του σκάφους πρακτική», που ακολουθούσε μέχρι τότε η ενάγουσα, η οποία (εκμετάλλευση) μάλιστα, όπως επίσης εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο, είχε ως αποτέλεσμα τον καταλογισμό, μετά από διενεργηθέντα φορολογικό έλεγχο, σε βάρος της εκναυλώτριας και ήδη ενάγουσας, διαφοράς φόρου εκροών για τη διενέργεια περιηγήσεων – εκδρομών αναψυχής με το πλοίο ΝΜ για τις χρήσεις 2015, 2016 και για τη χρήση από 1.1.2017 έως και 31.3.2017, δηλαδή για χρονικά διαστήματα προγενέστερα της αναλήψεως της εκμετάλλευσης του σκάφους από τη ναυλώτρια και ήδη πρώτη εναγόμενη και, με βάση τα περιστατικά αυτά, υποστήριξε ότι «σύμφωνα με όσα κατά τα ανωτέρω δέχθηκε το Διαιτητικό Δικαστήριο, η εκμετάλλευση του σκάφους, όπως αυτήν επιχειρούσε η ναυλώτρια εταιρία κατά την εκτέλεση της σύμβασης ναύλωσης, παραβίαζε, όχι μόνον τη σύμβαση … και τις διατάξεις του Ν. 4256/2014, της ΠΟΛ 1141/2015, αλλά και τις ανωτέρω … εκτεθείσες φορολογικές και ποινικές διατάξεις», αφού «…μετά την παράδοση του σκάφους η εναγόμενη ναυλώτρια χρησιμοποιούσε αυτό για διενέργεια περιηγητικών πλόων/εκδρομών με εισιτήριο, εκμετάλλευση η οποία προσιδίαζε κατ’ ουσίαν σε αυτή του “ημερόπλοιου” του άρθρου 12 του Ν. 4256/2014 … [και] όχι ως επαγγελματικό πλοίο αναψυχής – εκμετάλλευση για την οποία δεν καταβάλλεται ΦΠΑ – αλλά ως περιηγητικό σκάφος … εκμετάλλευση για την οποία καταβάλλεται ΦΠΑ …[και] υπό ακριβώς αυτό το σχήμα η ναυλώτρια απέβλεπε στη μη καταβολή ΦΠΑ…». Επί των ισχυρισμών της αυτών στήριξε η ενάγουσα το ακυρωτικό αίτημά της, επικαλούμενη ειδικότερα ότι η αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη έγκειται στο ότι το Διαιτητικό Δικαστήριο απέδωσε στην αντίδικό της το παράνομο όφελος από την δραστηριότητά της, «το οποίο θέλουν να αποκλείσουν οι οικείες διατάξεις δημόσιας τάξης», καθώς «το επιδικασθέν ως αξίωση εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού ποσό αποτελεί … κατ’ ουσίαν το όφελος από την εκμετάλλευση του πλοίου εκ μέρους της ναυλώτριας εταιρίας κατά παράβαση των απαγορευτικών διατάξεων [του νόμου] …, οι οποίες μάλιστα παραβάσεις γίνονταν εν γνώσει της [ναυλώτριας] στο όνομα και για λογαριασμό της εκναυλώτριας εταιρίας», παραβλέποντας ότι «… η ένδικη παρανομία, ήτοι η εκμετάλλευση του πλοίου όχι με ολικές ναυλώσεις αλλά με εκτελούμενους περιηγητικούς πλόες με έκδοση εισιτηρίου με τον τρόπο που επιχειρούσε η ναυλώτρια εταιρία, συνιστούσε κατ’ ουσίαν και φοροδιαφυγή…».

V. Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή δεν είναι νόμιμη. Καταρχάς, υπό τα εκτιθέμενα, το μέρος του επιδικασθέντος ποσού (139.696,17 € συνολικά) που προήλθε από την επιχειρηματική δραστηριότητα της ναυλώτριας και υπερβαίνει το ποσό του φόρου προστιθέμενης αξίας (υπολογιζόμενου σε ποσοστό 24% επί της ως άνω συνολικής αξίας), στην αποκόμιση του οποίου, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, απέβλεπε η εναγόμενη εταιρία, δεν υφίσταται νόμιμος λόγος να παραμείνει στην περιουσία της πρώτης ούτε ανέχεται η έννομη τάξη να καρπωθεί αυτή, με την επίκληση του παρανόμου της κτήσεώς τους από την αντίδικό της, χρήματα που δεν δικαιούται, παρανομώντας πλέον η ίδια. Περαιτέρω, η δια της προσβαλλόμενης διαιτητικής απόφασης απόδοση στην πρώτη εναγόμενη του μέρους του επιδικασθέντος ποσού που αντιστοιχεί στο ΦΠΑ, που φέρεται ότι δεν καταβλήθηκε, δεν αντιτίθεται στις θεμελιώδεις αντιλήψεις της ημεδαπής έννομης τάξης ούτε προσβάλλει τα χρηστά ήθη, επειδή λαμβάνει χώρα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που, όπως εκτέθηκε, έχουν σκοπό την αποκατάσταση της κοινωνικής αρμονίας που έχει ανατραπεί από μια άδικη κατάσταση, την οποία προκάλεσε μια αδικαιολόγητη περιουσιακή μεταβολή. Άλλωστε, δεν εκφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι, πάντοτε υπό τα εκτιθέμενα, υπόχρεη στην καταβολή του ΦΠΑ ήταν η ενάγουσα, στο όνομα της οποίας διενεργούνταν οι υποκείμενες στο φόρο συναλλαγές, καθώς και ότι τίποτε δεν την εμπόδιζε να καταβάλει αυτόν, αν ήθελε θεωρηθεί οφειλόμενος και στη συνέχεια είτε να συμψηφίσει τα, από αυτήν στο Δημόσιο, καταβληθέντα στην απαίτηση της ναυλώτριας να της αποδοθούν τα χρήματα που εισέρρευσαν στους λογαριασμούς της είτε, αν εξοφλούσε το φόρο εξ ιδίων, να αναζητήσει τη δαπάνη της από την αντίδικό της ως αποζημίωσή της, ώστε να αντισταθμίσει την περιουσιακή της ζημία. Δεν παροράται ούτε ότι η εκτιθέμενη αντισυμβατική εκπλήρωση της ενοχικής υποχρέωσης της πρώτης εναγόμενης, που δεν προέβαινε σε ολικές ναυλώσεις, όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά σε χρήση του ναυλωθέντος σκάφους ως τουριστικού ημερόπλοιου, δεν επιδρά στο έγκυρο της απαίτησης που επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαιτητική απόφαση, αφού αυτή απέρρεε από το νόμο και όχι από τη σύμβαση, ενώ και η υποστηριζόμενη παραβίαση των φορολογικών και ποινικών διατάξεων δεν έλαβε χώρα κατά την κατάρτιση της σύμβασης ναυλώσεως αλλά κατά την εκτέλεσή της και δεν σχετίζεται με την απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό που επιδικάστηκε. Τέλος, σκόπιμο κρίνεται να σημειωθεί και ότι η ενάγουσα δεν υποστηρίζει ότι η αντίδικός της τέλεσε φοροδιαφυγή ούτε ότι τέτοια παραβατική συμπεριφορά της έχει αρμοδίως διαπιστωθεί ούτε, πολύ περισσότερο ότι σε σχετικό αποδεικτικό πόρισμα κατέληξε η προσβαλλόμενη διαιτητική απόφαση (η οποία, υπό τα εκτιθέμενα, κάνει αντιθέτως λόγο για «υποναύλους» και όχι για «εισιτήρια») αλλά ότι σ’ αυτή (τη φοροδιαφυγή) αποσκοπούσε απλώς η πρώτη εναγόμενη, επειδή δεν παράλλαξε τον τρόπο της εμπορικής εκμετάλλευσης του σκάφους έναντι εκείνου που και η ίδια η ενάγουσα ακολουθούσε κατά τις προηγούμενες του επίδικου χρονικού διαστήματος χρήσεις, για την οποία και της επιβλήθηκε (σ’ αυτήν και μόνον και όχι στην αντίδικό της) διοικητική κύρωση (για παραπλήσιες αξιολογικές κρίσεις αλλοδαπών πολιτειακών δικαστηρίων επί αγωγών ακυρώσεως διαιτητικών αποφάσεων για αντίθεση στη δημόσια τάξη, βλ. Π. Γιαννόπουλου, Διαφθορά, Διαιτησία και Δημόσια Τάξη, 2017, σελ. 232 – 254 [242, 243]).

VI. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν, η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διαιτητικής απόφασης που έχει το εκτεθέν περιεχόμενο δεν πρόκειται να δημιουργήσει κατάσταση αντίθετη προς την ημεδαπή έννομη τάξη ή τα χρηστά ήθη. Επομένως, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως νομικά αβάσιμη και να καταδικαστεί η ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων (άρθρα 176, 189 § 1 και 191 § 2 ΚΠολΔ) κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός τους, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 5 Σεπτεμβρίου 2022.

H  ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                   Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ’ αυτής λόγω προαγωγής και

μεταθέσεώς της η  Πρόεδρος Εφετών,

Θεώνη Μπούρη

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 28 Νοεμβρίου 2022 με άλλη σύνθεση, λόγω της προαγωγής και μεταθέσεως της Προεδρεύουσας Εφέτη Χαρίκλειας Σαραμαντή, αποτελούμενη από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ και Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτες και τη Γραμματέα Κ.Σ., χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ                              Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.