Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 652/2022

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός     652/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ………………….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γρηγόριος Τιμαγένης και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας …………………., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Στέργιος Σπυρόπουλος και Ευαγγελία Καστρινάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/6.9.2017 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν οι με αριθμούς 1124/2019 (μη οριστική) και 2444/2020 (οριστική) αποφάσεις του παραπάνω Δικαστηρίου, με τη δεύτερη από τις οποίες η αγωγή έγινε δεκτή.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 10.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./10.9.2020 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αρχικώς η 18η.3.2021 και στη συνέχεια, κατόπιν ματαιώσεως της συζητήσεώς της κατ’ αυτήν, συνεπεία της εφαρμογής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της Χώρας εξαιτίας του ιού COVID – 19, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η οποία ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021, δυνάμει της με αριθμό 90/15.4.2021 Πράξεως της Προέδρου Εφετών Πειραιώς Σπυριδούλας Μακρή, που ορίστηκε προς τούτο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις της και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παρασταθούν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη από 9.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../10.9.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../10.9.2020 έφεση, η οποία δεν εκφωνήθηκε κατά την αρχικώς για τη συζήτησή της ορισθείσα δικάσιμο της 18ης.3.2021, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19 και για το λόγο αυτό νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23.3.2021), η συζήτησή της επαναπροσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ’ αριθμ. 90/15.4.2021 Πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιώς Σπυριδούλας Μακρή, που ορίστηκε προς τούτο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, πλήττεται η υπ’ αριθμ. 2444/2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία έγινε δεκτή η από 31.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./6.9.2017 αγωγή της οιονεί καθολικής δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………….», που στράφηκε κατά της οιονεί καθολικής δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………..» με αίτημα την ικανοποίηση περιουσιακών απαιτήσεων (χρηματικών και μη) της ενάγουσας προερχόμενων από σύμβαση αναμεταβίβασης ναυτιλιακού τραπεζικού δανείου. Η έφεση αυτή της καθολικώς ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγόμενης, κατατεθείσα νομοτύπως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό ……… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου οικονομικών και την από 8.9.2020 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..»), ασκήθηκε εμπρόθεσμα πριν από οποιαδήποτε επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της στις 7.7.2020, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Είναι, συνεπώς, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 495, 499, 500, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517, 518 § 2 και 520 ΚΠολΔ, τυπικά παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία. Μαζί της πρέπει να ερευνηθούν και οι πρόσθετοι λόγοι, που η εκκαλούσα άσκησε α] με το από 15.2.2021 ιδιαίτερο δικόγραφο (στο εξής πρώτο δικόγραφο πρόσθετων λόγων), που κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου στις 15.2.2021, οπότε και συντάχθηκε η σχετική με αριθμό ……./2021 έκθεση, το οποίο ακολούθως κοινοποίησε εμπροθέσμως, αυθημερόν, στην εφεσίβλητη, όπως προκύπτει από τις με επίκληση προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. ……… και …………../2021 δύο [2] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………… και β] με το από 11.8.2021 ιδιαίτερο δικόγραφο (στο εξής δεύτερο δικόγραφο πρόσθετων λόγων), που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 13.8.2021 (βλ. τη σχετικώς συνταχθείσα υπ’ αριθμ. ………./13.8.2021 έκθεση κατάθεσης) και επιδόθηκε στην εφεσίβλητη  εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 520 § 2 ΚΠολΔ, στις 16.8.2021, όπως προκύπτει από τη με επίκληση προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …………./2021 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ………… Οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης, εκ των οποίων αυτοί του δεύτερου δικογράφου αναδιατυπώνουν ισχυρισμούς που προβλήθηκαν με το πρώτο δικόγραφο και άπαντες μέμφονται την εκκαλουμένη για σφάλματά της, που είτε έχουν ήδη επισημανθεί με το εφετήριο είτε ευρίσκονται εντός της μεταβιβάσεως, που επήλθε με την κατάθεση της έφεσης, επειδή ή βάλλουν κατά κεφαλαίου της αγωγής που προσβλήθηκε με αυτήν ή αφορούν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, πρέπει να συνεκδικαστούν μαζί της, επειδή προς αυτήν τελούν σε σχέση τέτοιας εξαρτήσεως ώστε να μη νοείται χωριστή εκδίκασή τους (ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240).

ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατήχθη περιουσιακής φύσεως διαφορά που ανέκυψε μεταξύ των οιονεί καθολικών δικαιοπαρόχων των ήδη διαδίκων ανωνύμων τραπεζικών εταιριών, οι οποίες (αρχικές αντίδικες) στη συνέχεια, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 54, 57 § 3 και 66 – 68 του Ν. 4601/2019 (ΦΕΚ Α 44/9.3.2019), διασπάστηκαν με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας εκάστης, που καθένας τους, ως, κατά την ορολογία του νόμου (άρθρο 74 § 1 εδαφ. β΄), επωφελούμενο [νέο] νομικό πρόσωπο συγκρότησε αντίστοιχο αυτοτελές πιστωτικό ίδρυμα, διάδοχο ex lege εκάστης αρχικής διαδίκου, που διατήρησε μόνον τις λοιπές, μη τραπεζικές, εργασίες, ούσα στην πραγματικότητα η αρχική τράπεζα με αλλαγή επωνυμίας και σκοπού (βλ. σχετ. Π. Αρβανιτάκη, Ζητήματα νομιμοποιήσεως από τη διάσπαση πιστωτικού ιδρύματος για έννομες σχέσεις υπαχθείσες στη δευτερογενή αγορά δανείων, γνμδ σε Αρμ. 2022/156 επομ. [158]). Η οιονεί καθολική διαδοχή επήλθε ως προς τις έννομες σχέσεις των αντιδίκων (άρθρο 70 § 2 στοιχ. α΄), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, όπως δεν αμφισβητείται, και η επίδικη αλλά και ως προς τις εκκρεμείς δίκες, όπως η προκείμενη, που συνεχίζονται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη διατύπωση από τις επωφελούμενες εταιρείες (άρθρο 70 § 3 του Ν. 4601/2019). Ειδικότερα με την αγωγή της η ενάγουσα αναφέρθηκε: α) στην από 19.7.2007 σύμβαση χρηματοδότησης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις από 11.6.2009, 24.6.2010 και 16.1.2013 πρόσθετες πράξεις, δυνάμει της οποίας συμφωνήθηκε η χορήγηση δανείου από την (απώτερη δικαιοπάροχο της εναγομένης) ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ……………. στις (τρίτες – μη διάδικες και εδρεύουσες στη Λιβερία) ανώνυμες εταιρίες με την επωνυμία, αντιστοίχως, ……………… μέχρι του ποσού των είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων εννιακοσίων εξήντα τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (24.964.200 $) με σκοπό την απόκτηση από αυτές (τις δανειολήπτριες) δύο [2] νέων δεξαμενόπλοιων, β) στην από 15.4.2011 έγγραφη συμφωνία, δυνάμει της οποίας η πιστώτρια τράπεζα, με τη συναίνεση των δανειοληπτριών, μεταβίβασε το σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απέρρεαν από τη δανειακή σύμβαση στην ενάγουσα τράπεζα (οιονεί καθολική δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης και ανάδοχο του δανείου), έναντι καταβληθέντος την ίδια ημέρα αντιτίμου, ύψους είκοσι δύο εκατομμυρίων διακοσίων τριάντα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (22.230.000 $), διατηρώντας η ίδια (πιστώτρια και μεταβιβάζουσα τράπεζα) την ιδιότητα της θεματοφύλακα εξασφαλίσεων (security trustee) και της διαχειρίστριας (agent) του δανείου, γ) στην ταυθήμερη (από 15.4.2011) «συμφωνία προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης», που συνήφθη μεταξύ της αποκτώσας και της μεταβιβάζουσας τράπεζας, με την οποία συνομολογήθηκε, μεταξύ άλλων, η επαναμεταβίβαση της δανειακής σύμβασης με πρωτοβουλία της αναδόχου ενάγουσας στην ………………, υπό την αίρεση της επελεύσεως γεγονότος καταγγελίας (event of default), που δεν θα θεραπευθεί ούτε θα αρθεί εντός τριάντα [30] ημερολογιακών ημερών από τη διαπίστωσή του εκ μέρους της ενάγουσας, που θα δικαιούται τότε να ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης με ανέκκλητη έγγραφη δήλωσή της προς την αντισυμβαλλόμενή της, στην οποία θα ορίζεται ο (μεταγενέστερος της δηλώσεως αυτής) χρόνος της αναμεταβίβασης, κατά τον οποίο η αναμεταβιβάζουσα τράπεζα θα δικαιούται, πρώτον, στην είσπραξη του ισόποσου της οφειλόμενης από τις δανειολήπτριες εταιρίες δανειακής απαίτησής της, με την ίδια ημέρα τοκοφορίας (valeur) και, δεύτερον, στη συντέλεση της αναμεταβίβασης δια της υπογραφής σχετικού εγγράφου, «εφόσον πραγματοποιηθεί η πλήρης εξόφληση της απαίτησης», δικαιούμενη περαιτέρω, σε περίπτωση άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της ……………., στην άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και στην προβολή των ειδικότερων αξιώσεων που μνημονεύονται στην αγωγή και περί των οποίων θα γίνει λόγος αναλυτικά πιο κάτω, δ) στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ……….. που επισυνέβη στις 9.10.2011, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 9.250/2011 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και κατ’ εφαρμογή των οριζομένων στο άρθρο 63Ε του Ν. 3601/2007 (ΦΕΚ Α 178/1.8.2007), μετά από την οποία το υγιές ενεργητικό της μεταφέρθηκε σε νέο (μεταβατικό) πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «…………», που υπεισήλθε ως ειδικός διάδοχός της στις έννομες σχέσεις της …………., μεταξύ των οποίων και η επίδικη, ε) στην, δια της από 16.1.2013 πρόσθετης πράξης, τροποποίηση της αρχικής δανειακής σύμβασης ως προς το χρόνο αποπληρωμής των δόσεων του δανείου εκ μέρους των οφειλετριών εταιριών, που είχαν ήδη από 24.9.2012 καταστεί υπερήμερες και στον δυνάμει αυτής καθορισμό του μηνός Μαρτίου του έτους 2014 ως του χρονικού σημείου κατά το οποίο θα καθίσταντο ληξιπρόθεσμες οι επόμενες δόσεις του δανείου, στ) στην επακολουθήσασα συγχώνευση της …………….. με την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………….», δι’ απορροφήσεως της πρώτης από την δεύτερη, που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δυνάμει της υπ’ αριθμ. Κ2 – 7010/22.11.2013 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και κατόπιν της οποίας η απορροφώσα τράπεζα κατέστη, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 68 του ΚΝ 2190/1920, οιονεί καθολική διάδοχος της απορροφηθείσας και ζ) στην εκ νέου περιέλευση σε υπερημερία των δανειοληπτριών εταιριών που καθυστέρησαν για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα [30] ημερών την εξόφληση τεσσάρων [4] τριμηνιαίων δόσεων, συνολικού ύψους δύο εκατομμυρίων τετρακοσίων σαράντα πέντε χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα επτά δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα οκτώ σεντς (2.445.837,98 $), που αφορούσαν σε δόσεις κεφαλαίου και τόκους κεφαλαίου του δανείου και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα από 24.3.2014 η πρώτη έως 29.12.2014 η τελευταία και, μετά ταύτα, υποστήριξε ότι στις 12.3.2015 προέβη σε άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεώς της και με εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στην οιονεί καθολική διάδοχο της …………… την επομένη, ζήτησε να της καταβληθεί από αυτήν στις 27.3.2015 το ισόποσο της οφειλόμενης από τις δανειολήπτριες εταιρίες δανειακής απαίτησης, που είχε ήδη διαμορφωθεί στο ποσόν των είκοσι ενός εκατομμυρίων τετρακοσίων πενήντα τριών χιλιάδων εκατόν εξήντα επτά δολαρίων ΗΠΑ και εβδομήντα επτά σεντς (21.453.167,77 $), όπως ειδικότερα αναλύθηκε στην αγωγή, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι, μετά την εξόφληση, «η εναγόμενη υποχρεούται να επαναποκτήσει το σύνολο των δικαιωμάτων και απαιτήσεων που απορρέουν από την από 19.7.2007 σύμβαση χρηματοδότησης». Με βάση τα περιστατικά αυτά και με τον περαιτέρω ισχυρισμό ότι η εναγόμενη δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ζήτησε η ενάγουσα «λόγω της παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς της, που συνίσταται στην σιωπηρή άρνηση και την υπερημερία της ως προς την τήρηση των συμβατικώς προβλεπομένων», πρώτον, να υποχρεωθεί η αντίδικός της στην καταβολή του ισόποσου σε ευρώ της οφειλής των δανειοληπτριών εταιριών, η οποία στις 31.8.2017 (ημερομηνία συντάξεως της ένδικης αγωγής της) είχε διαμορφωθεί στο χρηματικό ποσόν των είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα οκτώ χιλιάδων εκατόν έξι δολάρια ΗΠΑ και τριάντα δύο σεντς (24.558.106,32 $), όπως ειδικότερα κατά ενήμερο κεφάλαιο, ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο, συμβατικούς τόκους, τόκους υπερημερίας, ενήμερους τόκους και έξοδα αναλύθηκε στο αγωγικό δικόγραφο, «πλέον τόκων υπερημερίας από τις 31.8.2017» και τόκων επιδικίας από την επίδοση της αγωγής της και, δεύτερον, να καταδικαστεί σε δήλωση βουλήσεως «προς το σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης» και, συγκεκριμένα, στην υπογραφή του «πιστοποιητικού μεταβίβασης (εκχώρησης)», το περιεχόμενο του οποίου παρέθεσε ολόκληρο στην αγωγή της άλλως και για την περίπτωση αρνήσεώς της (να προβεί σε δήλωση κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ), να λογισθεί η δήλωση αυτή «ως γενομένη με την τελεσιδικία της αποφάσεως που θα εκδοθεί επί της παρούσας αγωγής και κατά συνέπεια να λογιστεί ότι το ως άνω προαπαιτούμενο έγγραφο μεταβίβασης έχει αυτοδικαίως καταρτισθεί». Στην αγωγή της η ενάγουσα περιέλαβε μνεία της προγενέστερης από 8.7.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 5.431/2016 αγωγής που η ίδια είχε ασκήσει κατά της αυτής εναγομένης, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και η οποία είχε απορριφθεί με την υπ’ αριθμ. 3693/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς «για τυπικούς λόγους», όπως υποστήριξε και, συγκεκριμένα, κατά το πρώτο αίτημά της, περί καταδίκης της εναγομένης στην καταβολή του ποσού της οφειλής των δανειοληπτριών (ύψους 23.027.083,34 $, όπως είχε διαμορφωθεί στις 8.7.2016, πλέον τόκων υπερημερίας έκτοτε), ως νομικά αβάσιμη για το λόγο ότι με αυτήν είχε αξιωθεί αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα και όχι το ισόποσο αυτού σε ευρώ και κατά το δεύτερο, περί καταδίκης της εναγομένης σε δήλωση βουλήσεως, ως αόριστο και, συνεπώς, απαράδεκτο, για το λόγο ότι στο δικόγραφο της αγωγής εκείνης δεν είχε προσδιοριστεί το περιεχόμενο της δηλώσεως βουλήσεως στην οποία ζητήθηκε να υποχρεωθεί η εναγόμενη.

Επί της αποφάσεως αυτής η εναγόμενη στήριξε τον πρώτο αμυντικό ισχυρισμό της επικαλούμενη ότι η απόρριψη ως νομικά αβάσιμης της προηγούμενης αγωγής κατά το, παρόμοιο, πρώτο αίτημά της, περί καταβολής του ποσού της δανειακής οφειλής, το οποίο μάλιστα κρίθηκε ότι είχε αξιωθεί ως δευτερογενής συμβατική παροχή, παρήγαγε ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς την ανυπαρξία του δικαιώματος της ενάγουσας να αποζημιωθεί, το οποίο εμπόδιζε την έρευνα της ένδικης αγωγής ως προς το ίδιο αίτημά της. Ακολούθως, με τις πρωτόδικες προτάσεις της η εναγόμενη ανέπτυξε την άμυνά της κατά της ένδικης αγωγής και, διαρθρώνοντας τους ισχυρισμούς της σε επικουρική βάση, προέταξε κατ’ ένσταση την ακυρότητα λόγω εικονικότητας μιας αλυσίδας τριών [3] συμβάσεων που καταρτίστηκαν στις 15.4.2011 και δη αμφοτέρων των συμφωνιών μεταξύ των διαδίκων (του επίμαχου συμφώνου προαιρέσεως και της σύμβασης μεταβίβασης του ναυτιλιακού δανείου από την …………. στην ενάγουσα) αλλά και μιας [1] ακόμα, που συνήφθη την ίδια ημέρα, με σκοπό τη χρηματοδότηση από την ………. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», συμφερόντων του τρίτου – μη διαδίκου …………….., επιχειρηματία, προκειμένου αυτή να καλύψει με το ποσό των δεκαπέντε εκατομμυρίων ευρώ (15.000.000 €) τις αδιάθετες μετοχές που προέκυψαν κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο …………, που αντιμετώπιζε σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα και της οποίας βασική μέτοχος ήταν η ελεγχόμενη από τον ………….εταιρία …………. Ειδικότερα, η εναγόμενη υποστήριξε ότι η ……….. είχε σοβαρούς λόγους να επιθυμεί τη χρηματοδότηση της …………, όμως η χρηματοδότηση αυτή δεν ήταν εφικτή επί τη βάσει τραπεζικών κριτηρίων, λόγω της ήδη σημαντικής έκθεσής της σε πιστωτικούς κινδύνους, εξαιτίας προηγούμενων δανειοδοτήσεών της προς αυτήν και τη βασική της μέτοχο με κεφάλαια που υπερέβαιναν τα διακόσια εκατομμύρια ευρώ (200.000.000 €) και για το λόγο αυτό η δανειοδότηση έγινε έμμεσα, μέσω της ………., της οποίας η ………….. υπήρξε κατά το παρελθόν μεγαλομέτοχος και τη συμμετοχή της σ’ αυτήν είχε μεταβιβάσει στον επιχειρηματία ………., τον οποίο μάλιστα είχε χρηματοδοτήσει για να την αποκτήσει. Εν τέλει, συνέχιζε η εναγόμενη, η, καθ’ υπόδειξη του ……….., δανειοδότηση της ………….. αλλά και η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ………. ολοκληρώθηκαν με κατ’ επίφαση δανείστρια την …………….. και αληθή πιστώτρια την ………… και με κεφάλαιο δεκαπέντε εκατομμυρίων ευρώ (15.000.000 €), που προήλθε από αυτήν την τελευταία και μεταφέρθηκε στη φερόμενη ως πιστώτρια εμφανιζόμενο ως αντάλλαγμα της εκχωρήσεως από αυτήν στην …………….. του ενυπόθηκου ναυτιλιακού δανείου που η ……….. είχε χορηγήσει στις δανειολήπτριες εταιρίες …………….. και …………., το ποσό του οποίου (24.964.200 $) συνέπιπτε με το ποσό που προοριζόταν για τη χρηματοδότηση της …………………. (15.000.000 €) κατά την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ και ευρώ κατά τον κρίσιμο χρόνο (15.4.2011). Επιπλέον, πάντοτε κατά τους πρωτόδικους ισχυρισμούς της εναγομένης, η συμφωνία προαιρέσεως της 15ης.4.2011 ήταν και αυτή εικονική, αφού συνήφθη για να δοθεί επίφαση νομιμότητας στην επιστροφή των χρημάτων που προορίζονταν για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της …………………. σε περίπτωση μη ολοκλήρωσής της για οποιονδήποτε λόγο, έστω και ανυπαίτιο για την …………………., ώστε να εμφανίζεται η απόδοση του κεφαλαίου ως αντάλλαγμα της αναμεταβίβασης του ναυτιλιακού δανείου. Με βάση τα περιστατικά αυτά η εναγόμενη υποστήριξε ότι η εικονικότητα εντοπίζεται της μεν χρηματοδότησης της …………………. στο πρόσωπο του πραγματικού δανειστή, της δε εκχωρήσεως του ναυτιλιακού δανείου στην έλλειψη πραγματικού ανταλλάγματος, αφού το ποσό που καταβλήθηκε από την …………………. στην …………………. χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση της …………………. και της συμφωνίας προαιρέσεως, που συμπαρασύρεται στην ακυρότητα [και] ελλείψει αντικειμένου της, στην κατ’ επίφαση στόχευσή της, αφού ο αληθής σκοπός της έληξε, δεδομένου ότι  η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της …………………. υλοποιήθηκε, καθώς και ότι την πραγματικότητα (και τις υποκρυπτόμενες συμφωνίες των μερών) αποκαλύπτει η από 15.4.2011 επιστολή (αντέγγραφο) της ………….. προς την …………………., στην οποία γίνεται λόγος για υποχρέωση της πρώτης να επιστρέψει στην δεύτερη τα χρήματα που έλαβε ως αντάλλαγμα της εκχωρήσεως του ναυτιλιακού δανείου, αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση του ……… ή τρίτου νομικού προσώπου των συμφερόντων του που αυτός θα υποδείξει. Ακολούθως, η εναγόμενη επικέντρωσε τους ισχυρισμούς της πρωτοδίκως στην επίμαχη συμφωνία προαιρέσεως και, για την περίπτωση που κρινόταν ότι αυτή ήταν σπουδαία, επικαλέστηκε επικουρικά Α] την ακυρότητά της λόγω αντιθέσεώς της α] προς το νόμο, αφενός, ενόψει, όπως εκτιμά το Δικαστήριο τούτο, του περιεχομένου της σε συνδυασμό προς τις επικρατούσες τότε περιστάσεις και, αφετέρου, λόγω της μη τηρήσεως των προϋποθέσεων του Ν. 4354/2015 για τη μεταβίβαση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως η επίδικη ναυτιλιακή πίστωση και β] προς τα χρηστά ήθη, επειδή i] η μεν ενάγουσα με αυτήν δεν ανέλαβε κανέναν επιχειρηματικό (πιστωτικό) κίνδυνο ούτε έναντι των δανειοληπτριών ούτε έναντι του ……….. και της ………., καθώς για την αναμεταβίβαση των χρημάτων που έλαβε η τελευταία και στη συνέχεια η …… δεν ελήφθη πρόνοια, ενώ ii] η εναγόμενη, που δεν μετείχε στις συναλλαγές, αφού «για κακή τύχη» της διαδέχθηκε με νόμο την ……… ………, δεν έχει εισπράξει οποιοδήποτε ποσό έναντι της δανειακής οφειλής της ……….. αλλά και Β] την καταχρηστικότητά της για τους ίδιους λόγους. Περαιτέρω, και για την περίπτωση απορρίψεως των παραπάνω λόγων ακυρότητας, η εναγόμενη προέβαλε τον επικουρικότερο (αρνητικό) ισχυρισμό περί νομικής και ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, επικαλούμενη ειδικότερα ότι οι όροι της συμφωνίας αυτής, όπως διαμορφώθηκαν στο κείμενό της, δεν παρείχαν στην πραγματικότητα δικαίωμα προαιρέσεως στην αντίδικό της, αφού προβλέφθηκε ότι η αναμεταβίβαση της έννομης (δανειακής) σχέσης, αφενός, τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της προηγούμενης εξοφλήσεως της ενάγουσας από την …………………. και δεν θα επερχόταν αυτοδικαίως με τη σχετική δήλωσή της, καθώς η πραγματική πρόθεση της ενάγουσας ήταν να μην απωλέσει τις εξασφαλίσεις του ναυτιλιακού δανείου πριν της καταβληθεί η οφειλή των δανειοληπτριών εταιριών και, αφετέρου, προϋπέθετε τη σύμπραξη της υπόχρεης ……….. στην «υπογραφή διμερούς εγγράφου μεταβίβασης». Συναφώς, με τη επίκληση περικοπής της αγωγής, στην οποία η ενάγουσα ανέφερε ότι το αιτούμενο χρηματικό ποσό «συνιστά και τη θετική ζημία μας λόγω της υπερημερίας της αντιδίκου, δεδομένου ότι λόγω της υπερημερίας του οφειλέτη, η μη εκπληρωθείσα και οφειλόμενη παροχή αποτελεί, σύμφωνα με τη θεωρία της διαφοράς, και τη θετική ζημία του δανειστή, ήτοι εν προκειμένω της …………», υποστήριξε η εναγόμενη ότι η αντίδικός της με την υποβολή αιτήματος αποζημιώσεώς της, όπως είχε διαγνωστεί και με την (ήδη τότε αμετάκλητη) ως άνω υπ’ αριθμ. 3693/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, είχε επιλέξει να αποζημιωθεί πλήρως για τη ζημία που υπέστη από την άρνηση αναμεταβίβασης του δανείου, με αποτέλεσμα να μη δικαιούται πλέον να προβάλλει αξιώσεις για την εκπλήρωση της συμφωνημένης παροχής, παρά μόνον για την αποζημίωσή της, δηλαδή αξιώσεις υποκείμενες στην ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, την οποία και, μετά ταύτα, προέβαλε, επικαλούμενη ότι η ενάγουσα διατηρούσε έναντι των δανειοληπτριών εταιριών ισόποση με το αιτούμενο ποσό απαίτηση, εξοπλισμένη μάλιστα με εμπράγματες, ενοχικές και προσωπικές ασφάλειες, η οποία συνιστά όφελός της από το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός και πρέπει να αφαιρεθεί από την επικαλούμενη (αποκαταστατέα) ζημία της. Όσον αφορά το δεύτερο αγωγικό αίτημα, περί καταδίκης της σε δήλωση βουλήσεως, η εναγόμενη ζήτησε την απόρριψή του ως αόριστου, λόγω του ασαφούς περιεχομένου της αιτούμενης δηλώσεως, που παρέπεμπε σε όρους άλλων εγγράφων άλλως ως απαράδεκτου είτε λόγω της αντιφατικότητάς του με το πρώτο, με το οποίο κατά νόμο δεν μπορούσε να συνυπάρχει είτε ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας, που αν επιτύγχανε την ικανοποίησή της ως προς το (πρώτο) αποζημιωτικό αίτημά της δεν θα αποκόμιζε πρόσθετο όφελος από την ευδοκίμησή του άλλως ως νομικά αβάσιμου για τους ίδιους λόγους άλλως ως προώρως υποβαλλόμενου, αφού η φερόμενη υποχρέωσή της για έγγραφη αναμεταβίβαση της δανειακής σχέσης τελούσε υπό την αίρεση της προηγούμενης εκ μέρους της καταβολής της εκ του ναυτιλιακού δανείου οφειλής των δανειοληπτριών, ο οποία, ακριβώς επειδή δεν είχε πληρωθεί, καθιστούσε το χρέος της μη ληξιπρόθεσμο. Ακόμα επικουρικότερα προς τους πιο πάνω ισχυρισμούς της, για την περίπτωση δηλαδή που κρινόταν έγκυρη η συμφωνία προαιρέσεως και βάσιμα τα αιτήματα της αγωγής, η εναγόμενη ισχυρίστηκε ότι οποιοδήποτε δικαίωμα της αντιδίκου της έχει αποσβεσθεί άλλως ότι εχώρησε παραίτησή της από αυτό, επειδή η αξίωσή της προς επαναμεταβίβαση του ναυτιλιακού δανείου ασκήθηκε καθυστερημένα, καθώς, μολονότι γεγονότα καταγγελίας του με διάρκεια μεγαλύτερη της συμφωνημένης (των τριάντα [30] ημερών) είχαν ανακύψει ήδη από το έτος 2012, εντούτοις η ενάγουσα όχι μόνο δεν έσπευσε να ζητήσει την αναστροφή της δανειακής σχέσης αλλά αντιθέτως επέδειξε έκτοτε απέναντι στις δανειολήπτριες συμπεριφορά τέτοια, που είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της ναυτιλιακής τους επιχείρησης κατά τρόπο που κατέστησε δυσχερέστατη την αποπληρωμή του δανείου, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στις πρωτόδικες προτάσεις της άλλως ότι, για τους ίδιους λόγους, τα δικαιώματά της ενάγουσας ασκήθηκαν καταχρηστικά. Με βάση δε τα ίδια περιστατικά, όλως επικουρικότερα και με αναφορά στον υπ’ αριθμ. 5.4 όρο του συμφώνου προαιρέσεως, που όριζε ότι η εκ μέρους της ……………. άσκηση του δικαιώματός της προϋπέθετε ότι η σύμβαση του αναμεταβιβαζόμενου ναυτιλιακού δανείου θα εξακολουθούσε διεπόμενη από «τους αυτούς όρους και συμφωνίες», που ίσχυαν καθ’ ον χρόνο εκκρεμούσε η άσκησή του, η εναγόμενη προέβαλε στη συνέχεια ενστάσεις i) από τον ως άνω όρο του συμφώνου προαιρέσεως και ii) περί συντρέχοντος πταίσματος της αντιδίκου της, υποστηρίζοντας, αντιστοίχως, ότι η ίδια έπρεπε να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη και ότι η εναγόμενη, που με πράξεις και παραλείψεις της απομείωσε την αξία των εξασφαλίσεων του ναυτιλιακού δανείου, έπρεπε να θεωρηθεί συνυπαίτια της ζημίας της κατά ποσοστό 99%. Ακολούθως, επικαλούμενη ότι η επίμαχη συμφωνία προαιρέσεως περιήγαγε κατ’ ουσίαν την …………………. σε θέση εγγυητή της αποπληρωμής του εκχωρηθέντος στην ενάγουσα ναυτιλιακού δανείου προέβαλε η εναγόμενη, και πάλι σε επικουρική όλων των παραπάνω ισχυρισμών της βάση, τις ενστάσεις από τα άρθρα 862 και 855 ΑΚ, ενώ, τέλος, δεν παρέλειψε με την κατακλείδα των πρωτοβάθμιων προτάσεών της να επικαλεστεί αοριστία της αγωγής, επειδή στο δικόγραφό της δεν προσδιορίστηκαν οι όροι και τα περιστατικά εξέλιξης της δανειακής σύμβασης (χρόνος εκταμίευσης του ναυτιλιακού δανείου, συμφωνημένο επιτόκιο και περίοδοι τοκοφορίας, ως και ενδιάμεσες πληρωμές των δανειοληπτριών), κατ’ εφαρμογή των οποίων προέκυψε το συνολικό ποσό που η ενάγουσα αξίωσε από αυτήν.

Αξιολογώντας το σύνολο των ισχυρισμών που τέθηκαν υπόψη του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διατύπωσε αρχικώς νομικούς συλλογισμούς που το οδήγησαν α] στην απόρριψη, από τους ισχυρισμούς της εναγομένης των μεν δικονομικών περί αοριστίας της αγωγής και περί δεδικασμένου, ως ουσιαστικά αβάσιμων, των δε ουσιαστικών για τυπικούς λόγους και, συγκεκριμένα, του περί συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους ως αλυσιτελούς και των αναιρετικών της εγγυητικής της ευθύνης ως απαράδεκτων και β] στην κατάφαση της νομιμότητας, αφενός, της αγωγής, ενόψει των άρθρων 159 § 2, 288, 291, 292, 297, 298 340, 341, 343, 345, 346, 361, 455, 470, 513  ΑΚ, 6 § 1 Ν. 5422/1932, 1 Ν. 2842/2000 και 907, 908, 949 ΚΠολΔ και, αφετέρου, των ισχυρισμών της εναγομένης περί εικονικότητας του συμφώνου προαιρέσεως, αποσβέσεως και καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος προαιρέσεως άλλως παραιτήσεως της ενάγουσας από αυτό και συντρέχοντος πταίσματός της, ενόψει των άρθρων 138, 281, 178, 180, 300 και 361 ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 5.4 του συμφώνου προαιρέσεως, ενώ στη συνέχεια, μετά από εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, απέρριψε κατ’ ουσίαν τις προβληθείσες ενστάσεις και με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή στο σύνολό της υποχρεώνοντας την εναγόμενη, πρώτον, να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξοφλήσεώς του χρηματικού ποσού είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα οκτώ χιλιάδων εκατόν έξι δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα δύο σεντς (24.558.106,32 $), με βάση την τιμή πωλήσεως συναλλάγματος δολαρίου ΗΠΑ που θα προκύψει από το αντίστοιχο δελτίο τιμών συναλλάγματος της Τράπεζας της Ελλάδος, πλέον τόκων υπερημερίας από 31.8.2017 και τόκων επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και, δεύτερον, να προβεί σε δήλωση βουλήσεως με το περιεχόμενο που διέλαβε στο διατακτικό της.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη και αποδίδοντάς της, με δεκαπέντε [15] κύριους και δέκα [10] πρόσθετους λόγους έφεσης, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ως και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να αναδικαστεί η υπόθεση και να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή. Μάλιστα, τους λόγους έφεσής της η εκκαλούσα παρατάσσει με επικουρική διάρθρωση ζητώντας την εξέταση ορισμένων πριν από κάποιους άλλους ή και πριν από όλους τους άλλους. Ωστόσο, το Δικαστήριο, που δεν υποχρεούται από διάταξη νόμου να προβεί στην έρευνα των προβαλλόμενων λόγων κατά τη σειρά που αυτοί εκτίθενται στο κύριο και στα πρόσθετα αυτού δικόγραφα (Κ. Οικονόμου, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση, Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 533, αρ. 2, σελ. 322), θα τηρήσει τη λογική ακολουθία της διαδικασίας, προτάσσοντας την εξέταση των λόγων που σχετίζονται με το παραδεκτό της αγωγής που κρίθηκε πρωτοδίκως αλλά και όσων σφαλμάτων της εκκαλουμένης είναι υποχρεωμένο το Δικαστήριο (ΑΠ 791/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), επειδή άπτονται του παραδεκτού και της νομικής βασιμότητας της αγωγής και δεν εξέρχονται των ορίων της μεταβιβάσεως της υπόθεσης στο δεύτερο βαθμό (ΑΠ 10/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Για τον λόγο αυτό ερευνάται πρώτη η έσχατη του κυρίου δικογράφου (δέκατη πέμπτη κατά την αρίθμησή της) αιτίαση της εκκαλούσας, με την οποία μέμφεται την εκκαλουμένη για, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 332 ΚΠολΔ, μη κήρυξη απαραδέκτου της ένδικης αγωγής κατά το πρώτο αίτημά της, που συνίστατο στην καταβολή του ισόποσου σε ευρώ της οφειλής των δανειοληπτριών εταιριών, παρά το δεδικασμένο που παρήχθη από την υπ’ αριθμ. 3693/2017 τελεσίδικη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει ως νομικά αβάσιμο παρόμοιο αίτημα της ενάγουσας, περιληφθέν σε προηγούμενη αγωγή της με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, αιτιολογώντας μάλιστα την απόρριψη με την κρίση ότι το εν λόγω αίτημα κατέτεινε σε αποζημίωσή της και όχι στην εκπλήρωση της πρωτογενούς παροχής της εναγομένης από τη σύμβαση επαναμεταβίβασης του ναυτιλιακού δανείου, που φέρεται, κατ’ αμφότερες (την ένδικη και την κριθείσα αγωγές), ότι είχε τεθεί σε ισχύ μετά την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως της ενάγουσας. Επ’ αυτής της αιτιάσεως πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322 § 1 εδαφ. α΄ και 324 ΚΠολΔ προς το δικονομικό αξίωμα iura novit curia προκύπτει ότι το δεδικασμένο της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή ως νομικά αβάσιμη καλύπτει κάθε δυνατή υπαγωγή στο ισχύον δίκαιο, εξεταζόμενο στο σύνολό του, των πραγματικών περιστατικών που υποβλήθηκαν στην κρίση του δικαστηρίου, όμως τα αντικειμενικά του όρια προσδιορίζονται από την αιτιολογία της απορρίψεως (ΟλΑΠ 15/1998, Δνη 1998/303). Έτσι, το δεδικασμένο της απόφασης αυτής καταλαμβάνει την αρνητική κρίση του δικαστηρίου περί του ότι είτε το καθόλου δίκαιο δεν προσδίδει στα προταθέντα πραγματικά περιστατικά καμία έννομη συνέπεια (ΑΠ 1587/2021, ΑΠ 221/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 18, σελ. 349) είτε ότι το εκτεθέν βιοτικό συμβάν δεν επιφέρει την αιτηθείσα έννομη συνέπεια (ΑΠ 466/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά άλλη, που δεν αντιστοιχεί στο αίτημα της αγωγής (ΑΠ 403/2002, Δ 2003/94). Παρέπεται ότι αν η απορριφθείσα αγωγή επανασκηθεί με αίτημα την επέλευση διαφορετικής έννομης συνέπειας, έστω και συναπτόμενης προς τα ίδια πραγματικά περιστατικά, δεν αποκρούεται με την δικονομική ένσταση από το άρθρο 332 ΚΠολΔ, επειδή δεδικασμένο δεν υπάρχει, αφού δεν υφίσταται ταυτότητα του αντικειμένου της διαφοράς (ΑΠ 1198/1997, Δνη 1999/87, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 12, σελ. 187 – 188). Στην περίπτωση δε που η προηγούμενη απόρριψη εχώρησε επειδή κρίθηκε ότι το αγωγικό αίτημα δεν συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά της αγωγής, επειδή δηλαδή διαπιστώθηκε ότι δεν υφίσταται νομική αιτία (διάταξη νόμου) που να συνδέει το βιοτικό συμβάν που ιστορήθηκε στο δικόγραφό της με την έννομη συνέπεια που αντιστοιχούσε στο αίτημα της αγωγής, το δεδικασμένο της απορριπτικής απόφασης περιορίζεται μόνο στην ανυπαρξία (οποιασδήποτε) νομικής αιτίας επελεύσεως της αιτηθείσας έννομης συνέπειας και δεν εκτείνεται στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που εκτέθηκαν, επειδή ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ήταν αναγκαίος για την διάγνωση της έννομης σχέσης που κρίθηκε. Άλλωστε, κάθε κρίση της απόφασης που αποδικάζει το επίδικο δικαίωμα, εφόσον, κατά τη δομή του δικανικού συλλογισμού της, δεν είναι αναγκαία για τη στήριξη του απορριπτικού διατακτικού της, είναι πλεοναστική και δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο (ΑΠ 57/2020, ΑΠ 488/2020, ΑΠ 1559/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως συμβαίνει και με το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που θεμελιώνουν άλλη έννομη συνέπεια, διαφορετική από εκείνη που ζητήθηκε με την απόφαση (ΑΠ 456/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αποδικάστηκε για άλλο λόγο, χωρίς το διατακτικό της απορριπτικής απόφασης να επιστηριχθεί στο νομικό τους χαρακτηρισμό. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 § 1 του Ν. 5422/1932, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 20 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι η χρηματική οφειλή εκ συμβάσεως που είναι πληρωτέα στην ημεδαπή, ακόμα και σε όσες περιπτώσεις μπορεί εγκύρως να συνομολογηθεί σε αλλοδαπό νόμισμα, όπως, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 2 του Ν. 740/1977 (ΦΕΚ Α 308/13.10.1977), συμβαίνει με τις πιστωτικές συμβάσεις σε συνάλλαγμα που αφορούν τη χρηματοδότηση της ναυπήγησης, της αγοράς ή της λειτουργίας εμπορικών πλοίων που αποφέρουν έσοδα σε συνάλλαγμα (ΑΠ 1307/2009, ΕΤρΑξΧρΔ 2010/476, Γ. Καλλιμόπουλος, Το Δίκαιο του Χρήματος, 1993, σελ. 284 επομ.), είναι πάντοτε εξοφλητέα στο ημεδαπό νόμισμα (σε δραχμές και μετά το άρθρο 1 του Ν. 2842/2000 [ΦΕΚ Α 207/27.9.2000] σε ευρώ), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και στις (πρωτογενείς) αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο (ΑΠ 477/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως συμβαίνει και με την αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στην περίπτωση που η υποχρέωση του λήπτη της ωφέλειας συνιστά οφειλή σε ξένο νόμισμα (ΑΠ 698/2006, ΝοΒ 2007/2061). Κατά μία γνώμη (ΑΠ 497/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 481/2014, Δνη 2015/770, ΤριμΕφΠειρ. 432/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 773/1999, Δνη 1999/1192, 1201 = ΕΕμπΔ 1999/785 = ΕΤρΑξΧρΔ 2000/482) οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται και στις δευτερογενείς (αποζημιωτικές) αξιώσεις που παράγονται από την αθέτηση της συμβάσεως, όμως, κατά την ορθότερη άποψη (ΑΠ 343/2019, ΕΕμπΔ 2020/177 = ΕΝαυτΔ 2019/1 = ΧρΙΔ 2020/199, ΑΠ 686/2015, www.areiospagos.gr, ΑΠ 536/2004, Δνη 2006/480, ΜονΕφΠειρ. 541/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ηλ. Κρίσπης, Η χρηματική οφειλή κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, 1964, § 20, σελ. 182), οι αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις διέπονται, όπως και οι αδικοπρακτικές, από το άρθρο 297 ΑΚ, κατά το οποίο, όμως, η αποκαταστατέα ζημία προσδιορίζεται και πάλι σε ευρώ (ΟλΑΠ 14/1997, Δνη 1997/1036 = ΝοΒ 1998/43, ΟλΑΠ 15/1996, ΕΕμπΔ 1996/713 = ΕΕΝ 1996/45 = ΝοΒ 1997/433), κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων είτε κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας είτε κατά το χρόνο της συζητήσεως της αγωγής, ανάλογα με το αν η ζημία αυτή αποκαταστάθηκε πριν την έγερση της αγωγής ή όχι (ΑΠ 922/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 388/2015, ΧρΙΔ 2015/531). Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι, όταν με την αγωγή αξιώνεται αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα, η απορριπτική αυτής, ως νομικά αβάσιμης, απόφαση παράγει ουσιαστικό δεδικασμένο, το οποίο καλύπτει μόνον την ανυπαρξία του δικαιώματος του ενάγοντος να λάβει αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα και δεν εκτείνεται στο νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης από την οποία η αξίωσή του απέρρευσε (οφειλή από σύμβαση, πρωτογενής ή δευτερογενής ή από αδικοπραξία ή από άλλη ex lege ενοχή), διότι ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι, κατά τη δομή του δικανικού συλλογισμού, αναγκαίος για τη στήριξη του διατακτικού της απορριπτικής απόφασης, αφού υπό οποιαδήποτε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή δεν παράγεται η έννομη συνέπεια που αντιστοιχεί στο αίτημά της, δηλαδή δεν γεννάται απαίτηση σε ξένο νόμισμα είτε προς εκπλήρωση χρηματικής ενοχής που συνομολογήθηκε εγκύρως σε αλλοδαπό νόμισμα είτε προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο δανειστή από την ανώμαλη εξέλιξή της είτε ως αποζημίωση από αδικοπραξία ή ως αδικαιολόγητο πλουτισμό του εναγομένου. Αν, δε, τέτοιος χαρακτηρισμός γίνει, η κρίση του δικαστηρίου θα είναι πλεοναστική και δεν θα καλύπτεται από το δεδικασμένο της απορρίψεως (ΑΠ 1018/2004, ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης).

Εν προκειμένω, από την υπ’ αριθμ. 3693/2017 τελεσίδικη, όπως δεν αμφισβητείται, απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προκύπτει ότι προηγούμενη (η από 8.7.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……………/2016) αγωγή της ενάγουσας κατά της εναγομένης, με την οποία, με αναφορά στις ίδιες, όπως και στην ένδικη, τραπεζικές συμβάσεις και στην εξέλιξή τους, ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, η καταδίκη της δεύτερης στην καταβολή του χρηματικού ποσού των είκοσι τριών εκατομμυρίων είκοσι επτά χιλιάδων ογδόντα τριών δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα τεσσάρων σεντς (23.027.083,34 $), πλέον τόκων υπερημερίας από 8.7.2016 και τόκων επιδικίας από την επίδοσή της, απορρίφθηκε, κατά το αίτημά της αυτό, ως νομικά αβάσιμη, επειδή αξιώθηκε «αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα και όχι το ισόποσο αυτού σε ευρώ … πολλώ μάλλον όταν το ανωτέρω ποσό δολαρίων ΗΠΑ αξιώνεται ως αποζημίωση». Από τις αιτιολογίες της αποφάσεως εκείνης προκύπτει ότι το Δικαστήριο, κατά την διαδικασία της υπαγωγής στο νόμο των περιστατικών που εκτέθηκαν, εκκίνησε από την αιτούμενη συνέπεια (υποχρέωση εξόφλησης χρηματικής οφειλής εκ συμβάσεως σε αλλοδαπό νόμισμα) και επιχείρησε την ανίχνευση των κανόνων δικαίου που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, ώστε να γεννηθεί τέτοια αξίωση. Η μεθοδολογία του υπήρξε στην αφετηρία της ορθή, ενόψει του ότι η προκαθεστηκυία υπαγωγή (περί της οποίας βλ. ΑΠ 343/2019, ΕΕμπΔ 2020/177 = ΕΝαυτΔ 2019/1 = ΧρΙΔ 2020/199, Κ. Καλαβρό, Τα όρια του αναιρετικού ελέγχου – Οι νομικές έννοιες και η λειτουργία τους, 2015, σελ. 175 επομ., 188 επομ., Γ. Μητσόπουλο, Αι αόρισται έννοιαι εν τη αναιρετική διαδικασία, 1965, σελ. 17) καθοδηγείται από το αίτημα της αγωγής, επειδή ακριβώς οι έννομες συνέπειες, στις οποίες μπορεί να αντιστοιχεί αυτό είναι κατ’ είδη λιγότερες από τα στοιχεία του πραγματικού των κανόνων δικαίου που τις προβλέπουν (Σπ. Τσαντίνης, Δεδικασμένο και Νομική Αιτία – Αντικειμενικά όρια ιδίως επί συρροής αξιώσεων, 2016, σελ. 55). Στα πλαίσια αυτά το Δικαστήριο εκείνο ερεύνησε το ενδεχόμενο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 291, 292, 297 εδαφ. α΄, 298 ΑΚ, 6 § 1 Ν. 5422/1932 και 1 Ν. 2842/2000, που προαναφέρθηκαν και διαπίστωσε ότι καμιάς από αυτές το πραγματικό δεν προέβλεπε την γέννηση αξίωσης καταβολής αυτούσιου αλλοδαπού νομίσματος, με αποτέλεσμα το αγωγικό αίτημα να μη συνδέεται με βάση κάποια διάταξη νόμου (νομική αιτία) με τη συγκεκριμένη έννομη συνέπεια.  Στο σημείο αυτό η υπαγωγική διαδικασία έπρεπε να ολοκληρωθεί με την εξαγωγή απορριπτικού της αγωγής συμπεράσματος λόγω νομικής αβασιμότητάς της. Η υπ’ αριθμ. 3693/2017 απόφαση, όμως, μολονότι κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα, διατύπωσε, εντούτοις, και την κρίση ότι το αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα, του οποίου η υποχρέωση καταβολής αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης, ζητήθηκε ως αποζημίωση, δηλαδή προς εκπλήρωση δευτερογενούς υποχρέωσης της εναγομένης, απορρέουσας από την εκ μέρους της αθέτηση της μεταξύ των αντιδίκων συμβάσεως. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν το ουσιαστικό δεδικασμένο της απόφασης εκείνης εξαντλήθηκε στην ανυπαρξία του δικαιώματος της (τότε και τώρα) ενάγουσας να λάβει αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως δηλαδή του αν η αξίωσή της κατευθυνόταν στην εκπλήρωση της πρωτογενούς συμβατικής παροχής της εναγομένης ή στην αποκατάσταση της ζημίας της από τη μη εκπλήρωσή της, ο δε νομικός χαρακτηρισμός του δικαιώματος που αποδικάστηκε, ως δευτερογενούς παροχής συνεπεία ενδοσυμβατικής ευθύνης, είναι προφανές ότι εκφέρθηκε πλεοναστικώς, αφού δεν ήταν αναγκαίος για τη στήριξη του απορριπτικού διατακτικού και, για το λόγο αυτό, δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο της απορριπτικής απόφασης. Άλλωστε, η ένδικη αγωγή, έχουσα αίτημα διαφορετικό από το προηγουμένως προβληθέν, δεν αμφισβητεί ούτε αμέσως ούτε εμμέσως την τελεσιδίκως διαγνωσθείσα έννομη συνέπεια αλλ’ αντιθέτως συμμορφώνεται προς τα κριθέντα. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα ενάντια, είναι αβάσιμος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της παρούσας θα σημειωθεί εδώ και ότι είναι διάφορο ζήτημα η ισοδυναμία του δεδικασμένου της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη από εκείνη που την απορρίπτει ως μη νόμιμη, το οποίο ερίζεται στην επιστήμη και τη νομολογία [για την κυρίαρχη και ορθότερη άποψη, που δέχεται ότι η απόρριψη της αγωγής λόγω νομικής αβασιμότητας είναι επωφελέστερη για τον ενάγοντα από την κατ’ ουσίαν απόρριψή της και με τον τρόπο αυτό διαφοροποιεί την εμβέλεια του δεδικασμένου ανάλογα με το αν το δικαίωμα αποδικάζεται επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο ή επειδή αποδεικνύεται ότι δεν γεννήθηκε ή ότι καταλύθηκε βλ. ΑΠ 489/2021, ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 778/2009, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα (-Μ. Μαργαρίτης), Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 534, αρ. 3, σελ. 960, Γ. Μητσόπουλο, Σκέψεις ως προς την «αοριστίαν» της βάσεως της αγωγής, Δνη 1995/1 επομ. [5 – 7], Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2018, άρθρο 534, αρ. 4, σελ. 867 και για την ακριβώς αντίθετη, που υποστηρίζει την ισοσθένεια του δεδικασμένου όλων των αποφάσεων που απορρίπτουν την αγωγή για μη τυπικό λόγο, επειδή αυτό καλύπτει την ανυπαρξία του δικαιώματος που κατήχθη στη δίκη βλ. ΑΠ 1447/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1253/2005, ΠειρΝ 2006/102 = Δ 2006/1028, με παρατ. Κ. Μπέη, Δ. Κονδύλη, ο.π., § 18, σελ. 354, Κ. Κεραμέα, Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967, σελ. 161, σημ. 172, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 115, αρ. 15, σελ. 735, τον ίδιον, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, 1981, σελ. 194, σημ. 24, Κ. Μακρίδου, Η διάκριση απαράδεκτης και νόμω αβάσιμης αγωγής στα πλαίσια της αοριστίας, Αρμ. 1995/288 επομ. [294], την ίδια, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 154 επομ., Π. Κολοτούρο, «Reformatio in peius» στο δεύτερο βαθμό πολιτικής δικαιοδοσίας, σε Δ 1994/295 επομ. [296], Στ. Καραμέρο, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετΑρμ. 2004/265 επομ. [285], Στ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετΑρμ. 2005/357 επομ. [381], Π. Αρβανιτάκη, Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, 1995, σελ. 152, Κ. Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος: Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 2016, αρ. 193 – 203, σελ. 677 – 682], καθώς το ζήτημα αυτό ανακύπτει μόνον όταν ερευνάται το επιτρεπτό της αντικατάστασης των αιτιολογιών της απορριπτικής απόφασης (άρθρα 534 και 578 ΚΠολΔ) και το έννομο συμφέρον του νικητή διαδίκου να την προσβάλλει με ένδικα μέσα (άρθρα 516 § 2 και 556 § 2 ΚΠολΔ) και δεν σχετίζεται με τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου που παράγεται από αυτήν.

IV. Θα έπρεπε στο σημείο αυτό να ακολουθεί η έρευνα του παραδεκτού του πρώτου αιτήματος της αγωγής, περί καταδίκης της εναγομένης στην πληρωμή του χρηματικού ποσού που αποτελεί το αντάλλαγμα για την αναμεταβίβαση σ’ αυτήν του επίδικου ναυτιλιακού δανείου ή την αποζημίωση για τη μη καταβολή του, για το οποίο η εκκαλούσα επικαλείται ότι είναι σε κάθε περίπτωση αόριστο ως προς τα επιμέρους κονδύλια που το συνθέτουν, επειδή, ελλείψει αναφοράς στο ύψος τόσο του συμβατικού – ενήμερου επιτοκίου όσο και του επιτοκίου υπερημερίας αλλά και στη χρονική συχνότητα καταβολής των τόκων, δεν μπορεί να διαγνωστεί αν «υποκρύπτεται παράνομος ανατοκισμός». Όμως, κατά το υιοθετούμενο από τον ΚΠολΔ σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (περί του οποίου βλ. αναλυτικά σε Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 24 επομ.), το αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής ερευνάται ως προς την πληρότητά του αφού εντοπιστεί ο κανόνας δικαίου που καλείται σε εφαρμογή. Επομένως, αν αμφισβητείται το είδος της έννομης σχέσης εξ ης απορρέει το επίδικο δικαίωμα ή η γέννηση και η έκταση των αξιώσεων του ενάγοντος, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, προηγείται η εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, ώστε να προσδιοριστεί καταρχάς η ταυτότητα των επίδικων αξιώσεων και το νόμιμο έρεισμά τους και, στη συνέχεια, να διαπιστωθεί το ορισμένο της εκφοράς τους και, γενικότερα, το παραδεκτό της επιδιώξεώς τους. Υπογραμμίζεται ότι επειδή στην υπόθεση που επανακρίνεται η αμφισβήτηση αφορά το περιεχόμενο και τις έννομες συνέπειες της επίδικης συμβάσεως αναμεταβίβασης, όπως εκτίθενται στην αγωγή, η διαδικασία κατανόησής τους από το δικαστήριο δεν συνιστά ερμηνεία συμβάσεως (κατ’ άρθρα 173 και 200 ΑΚ) αλλά εκτίμηση δικογράφου (ΑΠ 737/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά την οποία μάλιστα ο δικαστής, λόγω της αρχής της αυτεπάγγελτης εφαρμογής του δικαίου (ΑΠ 1088/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεν δεσμεύεται από το νομικό χαρακτηρισμό της επίδικης συμβάσεως, που επιχειρείται από τους διαδίκους (ΑΠ 1891/2014, ΑΠ 862/2003, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 843/2000, Δνη 2001/160 = ΕΕΝ 2001/871), αφού βάση των ισχυρισμών τους αποτελούν μόνον τα από αυτούς εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και όχι η νομική τους υπαγωγή (ΑΠ 431/2005, Δνη 2005/1059, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 16, σελ. 297, υποσ. 6 και σελ. 305, υποσ. 44).

V. Περίπτωση μεταβολής των υποκειμένων της σύμβασης, μη προβλεπόμενη στο νόμο γενικά, παρά μόνον εξαιρετικά (βλ. άρθρα 614, 620, 641, 1164 ΑΚ και Ν. 4354/2015), αποτελεί η μεταβίβαση της ενοχικής σχέσης ως συνόλου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την υπεισέλευση τρίτου προσώπου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός από τους φορείς της έννομης σχέσης. Η μεταβίβαση αυτή μπορεί, κατά την επιλογή των μερών (ΕφΑθ. 11546/1995, Δνη 2000/164), να λάβει τη μορφή είτε α] της σύναψης δύο συνδυαζόμενων μεν πλην όμως αυτοτελών δικαιοπραξιών και, συγκεκριμένα, της σύμβασης εκχώρησης για τις απαιτήσεις (άρθρα 455 επομ. ΑΚ) και της σύμβασης στερητικής αναδοχής χρέους για τις οφειλές (άρθρα 471 επομ. ΑΚ), με τις οποίες επέρχεται αλλαγή στο πρόσωπο, αντιστοίχως, του δικαιούχου και του υπόχρεου (ΑΠ 640/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 561/2010, ΕΔΠ 2010/273 = ΝοΒ 2010/2268, ΑΠ 1693/2007, ΝοΒ 2008/696, ΑΠ 1957/2006, ΧρΙΔ 2007/504, ΑΠ 479/2001, Δνη 2002/439 = ΧρΙΔ 2001//306, ΑΠ 734/1998, Δνη 1998/1589 = ΝοΒ 1999/1557, ΑΠ 1369/1993, Δνη 1995/304, Α. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 455, αρ. 39, σελ. 577) άνευ συμπράξεως του παλαιού οφειλέτη είτε β] της κατάρτισης μιας ενιαίας, τριπρόσωπης και ιδιόρρυθμης, ενοχικής σύμβασης (άρθρο 361 ΑΚ), στην οποία συμμετέχουν τα μέρη της υφιστάμενης συμβατικής σχέσης που αναλαμβάνεται και ο τρίτος που την αναλαμβάνει (ΑΠ 885/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1400/2008, ΕΠολΔ 2009/695 = Αρμ. 2010/85, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 44, αρ. 8 επομ., σελ. 497 επομ., Ν. Παπαντωνίου, Μεταβίβασις συμβατικής σχέσεως, 1962, σελ. 150 επομ., 194, Κ. Σούρλας, ΕρμΑΚ, άρθρο 455, αρ. 9) και η οποία, ιδίως όταν, όπως συμβαίνει στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, αυτός είναι και δανειστής του μεταβιβάζοντος (ΑΠ 1245/2010, ΧρΙΔ 2011/513 = Δνη 2011/1037, ΑΠ 681/1995, ΕΕΝ 1996/584), προϋποθέτει τη συμμετοχή του παλαιού οφειλέτη είτε με τη σύμπραξή του κατά την κατάρτιση της μεταβιβαστικής συμφωνίας είτε με τη χορήγηση της συγκατάθεσής του, που μπορεί να παρασχεθεί είτε πριν είτε μετά τη μεταβίβαση (με προηγούμενη συναίνεση ή με επιγενόμενη έγκριση κατ’ άρθρα 236 και 238 ΑΚ αντιστοίχως). Σε κάθε περίπτωση, η μεταβίβαση της έννομης σχέσης, όπως και η εκχώρηση, δεν αλλοιώνει το συμβατικό αντικείμενο, δηλαδή την παροχή (ΑΠ 1144/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1400/2008, ΕΠολΔ 2009/695 = Αρμ. 2010/85) ούτε μεταβάλλει τον τρόπο ή το χρόνο εκπληρώσεως της ενοχής και, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, ο εισερχόμενος στη σχέση τρίτος έχει την έννομη θέση που είχε και το εξερχόμενο μέρος, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου επέρχεται ειδική διαδοχή (ΑΠ 33/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με ταυτόχρονη αυτοδίκαιη συμμεταβίβαση και των ασφαλειών, προσωπικών ή εμπραγμάτων, που είχαν συσταθεί υπέρ του μεταβιβάζοντος (Απ. Γεωργιάδης, ο.α.π., αρ. 10, σελ. 498), κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 458 ΑΚ, η οποία, όμως, ως ενδοτικού δικαίου, επιτρέπει αντίθετη συμβατική ρύθμιση. Στο πεδίο του τραπεζικού δικαίου η μεταβίβαση της πιστωτικής συμβατικής σχέσεως δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο και, με οικονομικά κριτήρια, εμφανίζεται κυρίως όταν είτε η μεταβιβάζουσα τράπεζα επιθυμεί να μειώσει την έκθεσή της σε συγκεκριμένο οφειλέτη ή να αποχωρήσει από συγκεκριμένο κλάδο επιχειρηματικής ενασχόλησής της, για να ανακατευθύνει τα σχετικά κεφάλαια σε άλλο τομέα, οπότε εκχωρεί σε άλλη τράπεζα το σύνολο των σχετικών δανείων που έχει χορηγήσει προς τρίτους είτε η αποκτώσα τράπεζα επιθυμεί να επενδύσει στον ίδιο κλάδο χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία εκείνης που αποξενώνεται από τις δανειακές απαιτήσεις της (Δ. Λιάππης/Χ. Γκόρτσος, Η διατραπεζική κυκλοφορία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σε ΔΕΕ 2022/993 επομ. [995]), η δε μεταβιβαστική συμφωνία έχει την έννοια της παραχωρήσεως της έννομης θέσης του πιστοδότη (αρχικής πιστώτριας τράπεζας) σε άλλον (ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα), που υποκαθίσταται έναντι του πιστολήπτη σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού δανειστή από την έννομη σχέση της πίστωσης γενικά ή του τραπεζικού δανείου ειδικότερα, συνηθέστερα δε στη μορφή του ως αμφοτεροβαρούς σύμβασης ορισμένου χρόνου εξοφλητέου με τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Η μεταβιβαστική σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ των τραπεζών με τη σύμπραξη ή την απλή συγκατάθεση του πιστολήπτη, είναι μεν αναιτιώδης αλλά έχει πάντοτε αιτία, που συνήθως είναι η πώληση (άρθρα 513 επομ. ΑΚ) της απαίτησης από το δάνειο ή την πίστωση έναντι τιμήματος, στο πλαίσιο της οποίας η αρχική δανείστρια τράπεζα μεταβιβάζει τις απαιτήσεις της κατά του πιστούχου μαζί με τις τυχόν ασφάλειές τους, η δε ανάδοχος τράπεζα σε αντάλλαγμα εξοφλεί τις υφιστάμενες μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης οφειλές του τελευταίου προς τη μεταβιβάζουσα (Σπ. Ψυχομάνης, Τραπεζικό Δίκαιο – Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων, Τεύχος ΙΙ, 2010, αρ. 628 – 639, σελ. 260 – 265, Σ. Σιγαλού, Διατραπεζική μεταβίβαση πιστωτικής σχέσης υπό το πρίσμα των διατάξεων του Ν. 4354/2015, σε ΔΕΕ 2019/352 επομ.). Αν η κύρια παροχή (δόση του δανείσματος) έχει ήδη εκπληρωθεί και απομένει μόνο η ανάκτηση του δανείου από το [νέο] δανειστή, δια της είσπραξης των δόσεων, αντικείμενο της μεταβιβαστικής συμφωνίας αποτελεί κατ’ ουσίαν η αξίωση αποπληρωμής του δανείου, οπότε η σχετική απαίτηση του πιστωτή κατά του πιστολήπτη δύναται απλώς να εκχωρηθεί χωρίς να απαιτείται μεταβίβαση της πιστωτικής σχέσης στο σύνολό της (Απ. Τασίκας, Μεταβίβαση απαιτήσεων από πώληση δανείων μετά το ν. 4354/2015, σε Αναμνηστικό Τόμο Λ. Γεωργακόπουλου, ΙΙ, 2016, σελ. 959 – 1015 [973]). Με σκοπό την δημιουργία δευτερογενούς και εξωχρηματιστηριακής αγοράς αυτών ακριβώς των αξιώσεων, ο Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» [ΦΕΚ Α 176/16.12.2015] αντιμετώπισε τη μεταβίβασή τους ως (εκποιητική) εκχώρηση απαιτήσεων με αιτία την (υποσχετική) πώλησή τους (άρθρο 1 § 1β, ενώ για τη διάκριση της εκποίησης απαιτήσεως από την causa αυτής, δηλαδή από την υποσχετική σύμβαση που αποτέλεσε την αιτία και το σκοπό της βλ. ΑΠ 335/1999, Δνη 1999/1328 = ΕΕΝ 2000/488) και όρισε ότι αντικείμενο αυτής αποτελούν απαιτήσεις από πιστώσεις και δάνεια (για απόδοση κεφαλαίου, τόκων συμβατικών και νόμιμων, τόκων εξ ανατοκισμού, εξόδων κλπ), που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και άλλα δικαιώματα (άρθρο 3) που συνδέονται με αυτές (προσωπικές και εμπράγματες ασφάλειες ή διαπλαστικά δικαιώματα, όπως λ.χ αυτό της καταγγελίας του δανείου), τα οποία μπορούν συμβατικά να μεταβιβαστούν αποκλειστικά προς ανώνυμες εταιρίες ειδικού σκοπού, αδειοδοτούμενες από την Τράπεζα της Ελλάδας και τελούσες υπό την εποπτεία της, προς όφελος τόσο των πιστωτικών ιδρυμάτων, που δύνανται έτσι να ενισχύσουν άμεσα τη ρευστότητά τους εκποιώντας τις δανειακές απαιτήσεις τους σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής τους αξίας, όσον και των δανειοληπτών, υπέρ των οποίων προβλέπονται (άρθρο 3), επί ποινή ακυρότητας, συγκεκριμένες εγγυήσεις, όπως ο συστατικός έγγραφος τύπος της μεταβιβαστικής συμφωνίας, η υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσής τους, η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 και η αναγγελία αυτής προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές τους με κάθε πρόσφορο μέσο (περί αυτών βλ. ΑιτΕκθ του Ν. 4354/2015, Απ. Τασίκα, ο.π., Α. Καλέργη, Προϋποθέσεις έγκυρης μεταβίβασης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, σε ΔΕΕ 2019/1088 επομ., Ζ. Τσολακίδη, Η μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σε ΧρΙΔ 2016/641 επομ.). Κατά το χρόνο της θέσης του σε ισχύ (16.12.2015, σύμφωνα με το άρθρο 46 αυτού), στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του Ν. 4354/2015 ενέπιπταν τραπεζικές απαιτήσεις από δάνεια ή πιστώσεις μη εξυπηρετούμενες για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα [90] ημερών (άρθρο 178 του Κανονισμού ΕΕ 575/2013, βλ. και ΑιτΕκθ Ν. 4354/2015), μετά όμως τις διαδοχικές τροποποιήσεις του με τους Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α 94/27.5.2016), 4393/2016 (ΦΕΚ Α 106/6.6.2016), 4472/2017 (ΦΕΚ Α 74/19.5.2017) και 4549/2018 (ΦΕΚ Α 105/14.6.2018), στις ρυθμίσεις του υπάγονται ακόμα και ενήμερα δάνεια ή πιστώσεις. Ανεξαρτήτως, πάντως, τούτου, οι διατάξεις του Ν. 4354/2015, όπως ισχύει, δεν εφαρμόζονται α] σε όσες μεταβιβαστικές συμβάσεις δεν εμπίπτουν ratione temporis σ’ αυτόν, β] όταν εκδοχέας του τραπεζικού δανείου ή της πίστωσης είναι άλλο πιστωτικό ίδρυμα και όχι εταιρία ειδικού σκοπού από τις αναφερόμενες στο νόμο, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πληρούται ο νομοθετικός σκοπός, που συνίσταται στην ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών με την πώληση προς τρίτους των απαιτήσεών τους, καθώς η απόκτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από άλλη τράπεζα απλώς θα μετατόπιζε την επιβάρυνση στην ανάδοχο (Γ. Καλλιμόπουλος/Κ. Καραγιάννης, Εγκυρότητα μεταβίβασης λόγω πωλήσεως των δανειακών απαιτήσεων από αλλοδαπό πιστωτικό ίδρυμα σε ημεδαπό πιστωτικό ίδρυμα, γνμδ σε ΝοΒ 2022/1028 επομ. [1035], Λ. Κιτσαράς, Κτήση και διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις – κατά τον Ν. 4354/2015, σε Οργάνωση περιουσιακών σχέσεων και αστικό δίκαιο, 2020, σελ. 61 επομ. [73], Αθ. Κουλορίδας, Η τιτλοποίηση απαιτήσεων ως μηχανισμός διαχείρισης και αναχρηματοδότησης επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων, σε ΔΕΕ 2017/1018 επομ. [1025], Π. Γιαννόπουλος, Η εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος, σε Αρμ. 2019/233 επομ. [234], ο ίδιος παρατηρήσεις σε ΝοΒ 2021/1842, βλ. και άρθρο 3 της Οδηγίας [ΕΕ] 2021/2167 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.11.2021 για τους διαχειριστές πιστώσεων και τους αγοραστές πιστώσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ (L 438/1/18.12.2021), αντίθετα, όμως, Α. Καλέργης, παρατηρήσεις σε ΔΕΕ 2022/228 επομ., Ζ. Τσολακίδης, ο.π., σελ. 645, Χ. Χασάπης, Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η μεταχείρισή τους, σε ΕφΑΔΠολΔ 2020/579 επομ. [583]) και γ] όταν η μεταβιβαστική συμφωνία προβλέπει αντάλλαγμα ίσης και όχι κατώτερης αξίας σε σχέση προς την δανειακή οφειλή και πραγματοποιείται σε εκτέλεση άλλης, προηγούμενης, σύμβασης που την προπαρασκεύασε. Τούτο συμβαίνει όταν μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων είτε έχει προσυμφωνηθεί (κατά την έννοια του άρθρου 166 ΑΚ) είτε έχει ήδη συμφωνηθεί η μεταβίβαση της απαιτήσεως του ενός έναντι οποιουδήποτε τρίτου (δανειολήπτη) από (ενήμερο ή καθυστερούμενο) δάνειο ή πίστωση προς το άλλο, εφόσον η ολοκλήρωση της εκχωρήσεως έχει, κατά τη συμφωνία τους, επαφεθεί στην ευχέρεια κάποιου από τα μέρη, στο οποία έχει ήδη παρασχεθεί συμβατικά η εξουσία να επιφέρει μονομερώς στο μέλλον το ήδη συμφωνημένο έννομο αποτέλεσμα. Τέτοια σύμβαση έχει τη μορφή συμφώνου προαιρέσεως, δηλαδή ενοχικής συμβάσεως, προπαρασκευαστικής και μη ρυθμισμένης στο νόμο, με την κατάρτιση της οποίας τα μέρη αποβλέπουν, όπως και με το προσύμφωνο, στη δημιουργία δεσμεύσεως σε σχέση με τη σύναψη μιας άλλης (κύριας) σύμβασης. Έτσι, με το σύμφωνο προαιρέσεως, που μπορεί να καταρτιστεί ως αυτοτελής ενοχική σύμβαση ή να ενσωματωθεί ως ρήτρα σε άλλη σύμβαση, οι συμβαλλόμενοι προσδιορίζουν το περιεχόμενο της μεταξύ τους καταρτιστέας μελλοντικής σύμβασης και ταυτόχρονα παραχωρούν στον έναν από αυτούς το δικαίωμα προαιρέσεως (option), δηλαδή την εξουσία να επιφέρει την κατάρτιση της κύριας αυτής σύμβασης με μονομερή, απευθυντέα και ληψιδεή, δήλωσή του. Από το διαπλαστικό αυτό δικαίωμα του ενός δεν απορρέει ενοχική αξίωση αντίστοιχη προς συγκεκριμένη υποχρέωση του έτερου μέρους, το οποίο όμως δεσμεύεται να σεβαστεί την επέμβαση του πρώτου στην έννομη σφαίρα του όταν ασκηθεί το δικαίωμα προαιρέσεως, το οποίο μπορεί να συμφωνηθεί και υπό αναβλητική αίρεση, υπό την έννοια ότι η δήλωση του δικαιούχου, με την οποία θα τεθεί σε ισχύ η σκοπούμενη κύρια σύμβαση, έχει εξαρτηθεί από την επέλευση ενός γεγονότος μέλλοντος και αβέβαιου (άρθρο 201 ΑΚ). Η ίδια η δήλωση όμως, επειδή συνιστά άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, είναι ανεπίδεκτη αιρέσεως, αφού με αυτήν διαμορφώνεται νέα έννομη κατάσταση, η οποία πρέπει να είναι σαφής και απαλλαγμένη από αβεβαιότητα. Το σύμφωνο προαιρέσεως μπορεί να παρέχει δικαίωμα προς σύναψη όχι μόνον ενοχικής συμβάσεως (λ.χ. πώλησης), αλλά και εμπράγματης (λ.χ. μεταβιβάσεως πράγματος). Όταν η σκοπούμενη κύρια σύμβαση είναι αγοραπωλησία, το σύμφωνο προαιρέσεως μπορεί να λάβει τη μορφή είτε της call option, δηλαδή να παρέχει στον δικαιούχο το δικαίωμα να αγοράσει ένα περιουσιακό στοιχείο (πράγμα ή δικαίωμα κατ’ άρθρο 513 ΑΚ) είτε της put option, δηλαδή να παρέχει στον δικαιούχο το δικαίωμα να πωλήσει στον δεσμευόμενο ένα περιουσιακό στοιχείο που ενδέχεται και να αγόρασε από αυτόν. Η put option καλείται και σύμφωνο αναπωλήσεως και επειδή εμφανίζει συγγένεια με το κατ’ άρθρο 565 ΑΚ σύμφωνο εξωνήσεως (περί του οποίου βλ. Απ. Γεωργιάδη, Η εξώνησις ακινήτου, σε ΝοΒ 1969/148 επομ.) γίνεται δεκτό στη θεωρία ότι κατ’ αρχήν εφαρμόζονται επ’ αυτού αναλογικώς οι διατάξεις των άρθρων 565 – 572 ΑΚ. Με την άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος του δικαιούχου, δηλαδή με την περιέλευση της δηλώσεώς του στον δεσμευόμενο (άρθρο 167 ΑΚ) τελειούται η κύρια σύμβαση που σκοπήθηκε με το σύμφωνο προαιρέσεως, άνευ άλλου τινός, ανεξαρτήτως δηλαδή της θελήσεως ή της συμπράξεως του τελευταίου και χωρίς οποιαδήποτε δικαστική συνδρομή, όπως δεν συμβαίνει επί προσυμφώνου, όπου αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν ενοχική υποχρέωση σύμπραξης για την κατάρτιση μελλοντικής σύμβασης. Αντιθέτως, με την κατάρτιση του συμφώνου προαιρέσεως η σκοπούμενη (κύρια) συμβατική σχέση έχει ήδη καθοριστεί κατά περιεχόμενο και απομένει να τεθεί σε ισχύ με τη μονομερή δήλωση του δικαιούχου, οπότε αρχίζει να παράγει τις συνέπειές της και να γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους συμβαλλόμενους, που πλέον καθίστανται αμοιβαία ο ένας δανειστής και οφειλέτης του άλλου, με βάση την κοινή τους βούληση (άρθρο 361 ΑΚ), που όσον αφορά τον δεσμευόμενο δηλώθηκε κατά τη σύναψη της συμφωνίας προαιρέσεως. Από το γεγονός ότι ο δικαιούχος δεν έχει αξίωση εκπληρώσεως έναντι του αντισυμβαλλομένου του ούτε ο τελευταίος αντίστοιχη υποχρέωση συμπράξεως στην κατάρτιση της σκοπούμενης κύριας σύμβασης, μιας και αυτή έχει ήδη συναφθεί, συνάγεται ότι, μετά την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως, δεν ανακύπτει ανάγκη καταφυγής στον εξαναγκαστικό μηχανισμό της διατάξεως του άρθρου 949 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται μόνον οσάκις υφίσταται υποχρέωση για δήλωση βουλήσεως, προκειμένου, συνήθως, να οριστικοποιηθεί το περιεχόμενο μιας συμβατικής ρύθμισης (περί όλων αυτών βλ. ΟλΑΠ 14/2000, Αρμ. 2001/85 = Δνη 2000/952 = ΔΕΝ 2000/961 = ΕΕΝ 2000/363 = ΕΕΔ 2001/106 = ΕπιθΙΚΑ 2001/728 = ΝοΒ 2000/1253, ΑΠ 1533/2021, ΑΠ 537/2020, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 80/2019, Ε7 2020/275, ΑΠ 803/2018, Ε7 2019/127, ΑΠ 455/2013, Ε7 2014/282, ΑΠ 646/2011, ΕΕμπΔ 2011/825 = Δνη 2011/1434 = ΧρΙΔ 2012/188 = Ε7 2012/492 = ΝοΒ 2012/534 = Αρμ. 2012/1701, ΑΠ 731/2007, ΧρΙΔ 2008/39 = Αρμ. 2008/418, ΑΠ 1589/2006, Δ 2007/141, ΑΠ 425/2002, ΔΕΕ 2003/1355, ΜονΕφΑιγ. 121/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 4648/2014, ΔΕΕ 2015/145, ΕφΠατρ. 528/2009, ΑχΝομ 2010/517, ΕφΑθ. 1223/2001, Αρμ. 2002/389  = ΑρχΝ 2001/572, ΕφΑθ. 10379/1999, Δνη 2001/488, ΕφΑθ. 11154/1995, ΕΔΠ 1997/255, Α. Γεωργιάδη, Σύμφωνον προαιρέσεως και δικαίωμα προαιρέσεως, 1970, passim, τον ίδιο, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 166, αρ. 46 – 66, σελ. 470 – 475, Α. Κρητικό, Το προσύμφωνον, 1997, σελ. 169 – 177, Γ. Μπαλή, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1961, § 58, σελ. 166 επομ., Γ. Ράμμο, σε ΕρμΑΚ, άρθρο 166, αρ. 8, Σ. Βρέλλη, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 1η έκδοση [1997], τόμος Ι, άρθρο 166, αρ. 18, σελ. 258, Α. Καραμπατζό, Δικαίωμα προαιρέσεως [option] και λόγοι αποσβέσεως αυτού, σε ΔΕΕ 2009/142 επομ., Δ. Κλαβανίδου, σε Δ. Παπαστερίου/Δ. Κλαβανίδου, Δίκαιο της δικαιοπραξίας, 2021, § 29, σελ. 176 – 181, Κ. Παντελίδου, Το προσύμφωνο στη θεωρία και στην πράξη, 2012, σελ. 30 – 32, Α. Σπυρίδωνος, Σύμφωνο προαίρεσης [option] και αξίωση επαναγοράς [εξαγοράς] μερίδας συνεταιριστικής τράπεζας υπό ειδική εκκαθάριση, σε ΔΕΕ 2021/620 επομ., Κ. Γεωργίου, Ι. Διοίκηση αλλοτρίων. ΙΙ. Αδικαιολόγητος πλουτισμός. ΙΙΙ. Όρος προτίμησης μισθωτηρίου συμβολαίου, σε Αρμ. 1994/498 επομ. [501], Δ. Τσιμπανούλη, Πώληση εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών με δικαίωμα προαιρέσεως του πωλητή για την επαναγορά τους. Κύρος της συμφωνίας και δυνατότητα εξωχρηματιστηριακής μεταβίβασης των μετοχών, γνμδ, σε ΕπισκΕΔ 1998/95 επομ., Κ. Παπακωστόπουλο, Η causa του συμφώνου προαιρέσεως αγοράς μετοχών ως κριτήριο φορολόγησης των stock options, σε ΔΕΕ 2003/1196 επομ.). Πάντως, το κύρος του συμφώνου προαιρέσεως εξαρτάται από το κύρος της σκοπούμενης σύμβασης και μπορεί να πάσχει ακυρότητα αν και η κύρια αυτή σύμβαση δεν έχει σύννομο περιεχόμενο. Επιπλέον, από τη νομική φύση της σκοπούμενης σύμβασης εξαρτάται και το είδος των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που παράγονται από την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως. Ειδικότερα, αν περιεχόμενο του δικαιώματος προαιρέσεως είναι η κατάρτιση της ενοχικής σύμβασης αναμεταβίβασης δανειακής σχέσης με τρίτον δανειολήπτη, συναπτόμενη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων, που κατά τη νομική της φύση αποτελεί πώληση δικαιώματος (άρθρο 513 ΑΚ), μετά τη διαπλαστική δήλωση του δικαιούχου, ο μεταβιβάζων τη σχέση (πωλητής και εκχωρητής των απαιτήσεων εκ του δανείου αλλά και των ασφαλειών του) δικαιούται στη λήψη του συμφωνημένου με το σύμφωνο προαιρέσεως ανταλλάγματος από τον αντισυμβαλλόμενό του (ανάδοχο του δανείου και αγοραστή), που δικαιούται, αφενός, να του μεταβιβαστούν δι’ εκχωρήσεως οι δανειακές απαιτήσεις (κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) έναντι του δανειολήπτη, καθώς και οι εξασφαλίσεις της αποπληρωμής του δανείου και, αφετέρου, υποχρεούται στην καταβολή του ανταλλάγματος έναντι των απαιτήσεών του αυτών, στην ικανοποίηση των οποίων υποχρεούται αντιστοίχως ο μεταβιβάζων το δάνειο. Στα πλαίσια της νέας αυτής συμβατικής σχέσης, που δημιουργήθηκε μετά τη διαπλαστική δήλωση περί αναμεταβίβασης του δανείου, καθένα μέρος της έχει καταρχήν αξίωση εκπληρώσεως (όχι πια του συμφώνου προαιρέσεως αλλά) της οριστικής συμβάσεως που τελειώθηκε με τη δήλωση του δικαιούχου της option. Ο τελευταίος, αφού άσκησε το διαπλαστικό του δικαίωμα και επέφερε τη σύναψη της συμφωνηθείσας οριστικής συμβάσεως, δεν έχει αξίωση εκπληρώσεως του συμφώνου προαιρέσεως, διότι αυτήν έχει ήδη επιφέρει ο ίδιος, μονομερώς, με τη δήλωσή του περί ασκήσεως του διαπλαστικού του δικαιώματος. Για το λόγο αυτό δεν έχει ούτε έννομο συμφέρον να απαιτήσει την καταδίκη του δεσμευόμενου σε δήλωση βουλήσεως, ακόμα και αν μεταξύ τους έχει προσθέτως συμφωνηθεί η τήρηση τύπου (άρθρο 159 § 2 ΑΚ) με σκοπό την έγγραφη αποτύπωση της αναμεταβίβασης των απαιτήσεων και, κυρίως, των ασφαλειών της. Η προσθήκη στο σύμφωνο προαιρέσεως τέτοιου όρου δεν αλλοιώνει τη νομική φύση του και δεν το καθιστά διάφορη, ιδιόρρυθμη ή ιδιώνυμη, ενοχική σύμβαση (άρθρο 361 ΑΚ), παρά μόνον αν εξαρτά την ενέργεια της άσκησης του διαπλαστικού δικαιώματος από την πλήρωση της πρόσθετης προϋπόθεσης και εφόσον αυτή επιρρίπτεται συμβατικά ως βάρος στο δικαιούχο (Απ. Γεωργιάδης, Σύμφωνον προαιρέσεως και δικαίωμα προαιρέσεως, 1970, σελ. 212). Αν με την πλήρωσή της βαρύνεται ο δεσμευόμενος, η έννομη μεταβολή λαμβάνει χώρα και πριν από αυτήν, αφού εννοιολογικώς επέρχεται ανεξαρτήτως της βουλήσεώς του. Ούτε αξίωση προς αποζημίωση για μη εκπλήρωση έχει ο δικαιούχος της option, αφού η πρωτογενής παροχή του αντισυμβαλλομένου του έχει ήδη με τον ίδιο τρόπο εκπληρωθεί και μάλιστα ανεξαρτήτως της κατά τη στιγμή της δηλώσεώς του θελήσεως του δεσμευόμενου ή και παρά αυτήν. Πράγματι, μετά την τελείωση της οριστικής συμβάσεως ο δικαιούχος δύναται να απαιτήσει μόνον αυτής την εκπλήρωση. Έτσι, αν ο δεσμευόμενος (αγοραστής) δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του από την κύρια σύμβαση της αναμεταβίβασης του δανείου και δεν καταβάλει το αντάλλαγμα στον δικαιούχο, ο τελευταίος, ως πωλητής, έχει τα δικαιώματα που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 343 και 383 ΑΚ. Συγκεκριμένα, μπορεί καταρχάς να αξιώσει εκπλήρωση αυτούσιας (άρθρο 287 ΑΚ) της πρωτογενούς συμβατικής υποχρέωσης του δεσμευόμενου και να ζητήσει την καταδίκη του στην καταβολή του ανταλλάγματος, χωρίς να δικαιούται να προσφύγει αμέσως στα δευτερογενή δικαιώματά του, αφού, επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, μόνο το γεγονός ότι ο οφειλέτης κατέστη υπερήμερος ως προς την από αυτόν οφειλόμενη παροχή δεν αλλοιώνει την μεταξύ των συμβαλλομένων υφιστάμενη ενοχική σχέση (ΕφΠειρ. 964/2000, ΠειρΝ 2000/439, ΕφΑθ. 6955/1994, Δνη 1997/930). Επομένως, ο μεν αγοραστής του δανείου εξακολουθεί και μετά την υπερημερία του να είναι υπόχρεος σε εκπλήρωση της συμφωνημένης με το σύμφωνο προαιρέσεως παροχής του, ο δε πωλητής από μόνη την υπερημερία του αντισυμβαλλομένου του δεν αποκτά άνευ ετέρου δικαίωμα αποζημιώσεως για μη εκπλήρωση της συμβάσεως αναμεταβίβασης του δανείου, παρά μόνον υπό τους όρους του άρθρου 383 ΑΚ, τη συνδρομή των οποίων πρέπει βεβαίως να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει, εφόσον δηλαδή τάξει στον οφειλέτη προθεσμία προς εκπλήρωση και συνάμα δηλώσει ότι μετά την άπρακτη παρέλευσή της αποκρούει την παροχή, οπότε εκλείπει η (πρωτογενής) αξίωση για αυτούσια εκπλήρωση και μετατρέπεται σε (δευτερογενή) αξίωση αποζημιώσεως, σαν να ήταν αδύνατη η παροχή. Αν πάλι ο δανειστής δεν επιθυμεί να ασκήσει τα δικαιώματα αυτά, μπορεί να περιοριστεί στα δικαιώματα του άρθρου 343 ΑΚ και είτε να ζητήσει, μαζί με την εκπλήρωση της παροχής και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση (άρθρο 343 § 1 ΑΚ) είτε να αποποιηθεί την παροχή και να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση, δηλαδή να απαιτήσει την αποκατάσταση της συνολικής ζημίας του, στην οποία θα περιλαμβάνεται η αξία της παροχής (το αντάλλαγμα της αναμεταβίβασης του δανείου) και η ζημία από την καθυστέρηση, εφόσον βέβαια επικαλεστεί και αποδείξει ότι δεν διατηρεί συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής (άρθρο 343 § 2 ΑΚ, για όλα τα ανωτέρω βλ. ΑΠ 382/2020, ΑΠ 312/2016, ΑΠ 359/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 625/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 541/2016, ο.π., ΕφΠατρ. 119/2001, ΑχΝομ. 2002/71, ΕφΑθ. 3239/1994, Δνη 1995/708, Γ. Μιχαηλίδης – Νουάρος, σε ΕρμΑΚ, άρθρο 383, αρ. 36, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 29, σελ. 333, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, § 19, αρ. 98 – 100, σελ. 1316 – 1318, Απ. Χελιδόνης, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρο 383, αρ. 29 – 31, σελ. 771 – 772). Επειδή δε η παροχή του ανταλλάγματος για την αναμεταβίβαση του δανείου συνιστά χρηματική οφειλή, οι συνέπειες της υπερημερίας του οφειλέτη ρυθμίζονται ειδικώς στη διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ (ΑΠ 1848/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1801/2014, ΕΕμπΔ 2015/361 = ΧρΙΔ 2015/270 = ΕπισκΕΔ 2014/487), κατά την οποία ως αποζημίωσή του για την καθυστέρηση της καταβολής του ο δανειστής δικαιούται καταρχήν μόνον τον τόκο υπερημερίας, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την έκταση της πραγματικής του ζημίας, την οποία και δεν χρειάζεται να αποδείξει (ΑΠ 653/2011, ΝοΒ 2011/2121 = ΝοΒ 2012/60 = ΕΠολΔ 2011/801, Γ. Καλλιμόπουλος, Το Δίκαιο του Χρήματος, 1993, σελ. 351), προσθέτως δε και κάθε άλλη περαιτέρω θετική ζημία (άρθρο 343 § 1 ΑΚ) από την επελθούσα μείωση της περιουσίας του (ΑΠ 344/2014, ΧρΙΔ 2014/499), εφόσον όμως, αντιθέτως, τη ζημία αυτή την αποδείξει. Επειδή δε, επί αναμεταβίβασης δανείου αιτία πωλήσεως, το αντάλλαγμα που δικαιούται ο πωλητής συνιστά τίμημα πωλήσεως και όχι δάνεισμα, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 808 ΑΚ, που περιορίζει την αποζημίωση του δανειστή από την καθυστέρηση του οφειλέτη μόνον στους τόκους υπερημερίας, αποκλείοντας την αναζήτηση κάθε «άλλης θετικής ζημίας», κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 343 § 1 και 345 εδαφ. β΄ ΑΚ (ΑΠ 805/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1740/2009, ΝοΒ 2010/1408, Μ. Σταθόπουλος, ο.π., αρ. 101, σελ. 1319 επομ., Σ. Κουμάνης, σε ΣΕΑΚ, Ι, 2010, άρθρο 345, αρ. 3, σελ. 682). Επομένως, σε περίπτωση αναμεταβίβασης τραπεζικού δανείου η υπερημερία του αναδόχου ως προς την καταβολή του ανταλλάγματος επιφέρει τις συνέπειες των άρθρων 343, 345 και 383 ΑΚ και ο μεταβιβάζων δανειστής, που επέλεξε να ασκήσει τα δικαιώματα από το άρθρο 343, δικαιούται να αξιώσει την παροχή και, ως αποζημίωσή του για τη θετική ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση, τους τόκους υπερημερίας, ως και τόκους επιδικίας κατ’ άρθρο 346 ΑΚ (ΟλΑΠ 20/2003, ΧρΙΔ 2004/41 = ΕΔΚΑ 2003/679 = ΕΕΔ 2004/429). Ως παροχή νοείται το χρηματικό αντίτιμο της αναμεταβιβαζόμενης δανειακής απαίτησης που συμφωνήθηκε με το σύμφωνο προαιρέσεως και αν αυτό εξαρτήθηκε από το ύψος της δανειακής απαίτησης κατά το χρόνο της αναμεταβίβασης, οφείλεται το ποσό του ανεξόφλητου κεφαλαίου του δανείου, πλέον τόκων και εξόδων μέχρι την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως, καθώς και οι τόκοι υπερημερίας του συνολικού αυτού ποσού από το χρόνο της αναμεταβίβασης και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Οι τόκοι του δανείου από το χρόνο της αναμεταβίβασής του και μέχρι την άσκηση της αγωγής με την οποία επιδιώκεται η πληρωμή του τιμήματος που συμφωνήθηκε με το σύμφωνο προαιρέσεως, δεν αποτελούν μέρος του ανταλλάγματος, αφού παράγονται σε χρόνο μεταγενέστερο της αναμεταβίβασης, κατά τον οποίο δικαιούχος της έντοκης δανειακής απαίτησης είναι ο ανάδοχος – αγοραστής, ο οποίος και υφίσταται τη ζημία από την υπερημερία του δανειολήπτη. Ο μεταβιβάσας, έχοντας αποξενωθεί από τη δανεική απαίτηση, της οποίας με τη διαπλαστική δήλωσή του επέφερε την εκχώρηση, δικαιούται μόνον τους τόκους επί του τιμήματος της αναμεταβίβασης, που επέχουν θέση κατ’ αποκοπή αποζημιώσεώς του για τη στέρηση της χρήσης του κεφαλαίου του τιμήματος μέχρι την καταβολή του για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της υπερημερίας του οφειλέτη. Άλλως θα έχει το πράγμα μόνον αν ο δανειστής επικαλεστεί και αποδείξει περαιτέρω ζημία του από την καθυστέρηση, όπως λχ. αν υποβλήθηκε σε δαπάνες για τη σύναψη σύμβασης καλύψεως (περί της οποίας βλ. Μ. Σταθόπουλο, ο.π., § 21, αρ. 54, σελ. 1415).

VI. Εν προκειμένω, ως προς το περιεχόμενο της από 15.4.2011 σύμβασης, την οποία οι διάδικες χαρακτηρίζουν η μεν ενάγουσα ως «συμφωνία προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης», η δε εναγόμενη ως «ιδιώνυμη ενοχική σύμβαση συναφθείσα στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων», που δεν προβλέπει την «αυτοδίκαιη αναστροφή της αρχικής μεταβιβάσεως» του δανείου αλλά και ως προς τα εξ αυτής απορρέοντα δικαιώματα, στην ένδικη αγωγή (σελ. 3 και 4) γίνεται ειδικότερη αναφορά στους όρους 4.1, 4.2 και 4.3α αυτής, που εκτίθεται ότι διελάμβαναν τα ακόλουθα: «… 4.1. Οποτεδήποτε σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος καταγγελίας [event of default], όπως αυτό ορίζεται στην ρήτρα 22 της Σύμβασης Δανείου, εφόσον το γεγονός καταγγελίας δεν θεραπευθεί ή αρθεί μετά την πάροδο τριάντα [30] ημερολογιακών ημερών από την διαπίστωση εκ μέρους της ………… της επελεύσεώς του, και με την επιφύλαξη της ρήτρας 5.4, η ………….. κατά τους όρους της παρούσας ρήτρας δικαιούται με δικαίωμα προαίρεσης να αναμεταβιβάσει προς την ………… και η ………… υποχρεούται να επαναποκτήσει το σύνολο των δικαιωμάτων και απαιτήσεων που απορρέουν από την ως άνω Σύμβαση Δανείου, όπως θα έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο άσκησης του εν λόγω δικαιώματος [put option] εκ μέρους της ………… (σύμβαση αναμεταβίβασης έννομης σχέσης), ελεύθερα από κάθε ενεχυρίαση ή κατάσχεση ή συμψηφισμό και γενικά από κάθε βάρος, αξίωση ή άλλο δικαίωμα τρίτου. 4.2 Το δικαίωμα προαίρεσης της ρήτρας 4.1 θα ασκείται με ανέκκλητη έγγραφη δήλωση της …………….., απευθυντέας προς την ……………., η οποία θα περιέχει, αφενός την επέλευση του γεγονότος καταγγελίας, το οποίο συνεχίστηκε για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριάντα [30] ημερολογιακών ημερών, αφετέρου το χρόνο αναμεταβίβασης. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιέλθει στην …………………. τουλάχιστον πέντε [5] εργάσιμες ημέρες πριν τον οριζόμενο στη δήλωση χρόνο αναμεταβίβασης, η οποία ημέρα θα πρέπει να είναι και αυτή εργάσιμη. Την αυτή ημέρα που ορίσθηκε ως χρόνος αναμεταβίβασης η…………………. θα εισπράξει από την …………………. σε ισόποσο της οφειλόμενης από τον Οφειλέτη απαίτησης εκ του δανείου (κεφάλαιο πλέον τόκων και λοιπών εξόδων) με την ίδια ημερομηνία τοκοφορίας [valeur]. Από εκείνο το χρονικό σημείο και εφόσον πραγματοποιηθεί η πλήρης εξόφληση της απαίτησης, η αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης της Σύμβασης Δανείου θα συντελεσθεί δια της υπογραφής Εγγράφου Μεταβίβασης [Transfer Certificate], αντίγραφο του οποίου προσαρτάται στην παρούσα. 4.3 Σε περίπτωση παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της …………………. του ασκηθησομένου δικαιώματος προαίρεσης κατά την ρήτρα 4.1 της παρούσας από την…………………., τότε η τελευταία θα έχει σωρευτικά κατ’ επιλογή τα παρακάτω δικαιώματα: (α) να προσφύγει στα δικαστήρια σύμφωνα με τη ρήτρα 6 της παρούσας για την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως της …………………. προς το σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της Σύμβασης Δανείου καθώς και την ανόρθωση οιασδήποτε ζημίας ήθελε αποδειχθεί εξαιτίας της παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της …………………. του ασκηθέντος δικαιώματος προαίρεσης κατά την ρήτρα 4.1 της παρούσας από την………………….». Υπό τα εκτιθέμενα, η ενάγουσα αναφέρεται: α] σε σύμβαση περί επαναμεταβίβασης, με πρωτοβουλία της, της δανειακής σύμβασης που η …………………. είχε συνάψει με τις δανειολήπτριες εταιρίες ………. και …………… και την οποία είχε αναδεχθεί η ίδια αντί ανταλλάγματος, προς την αρχική πιστώτρια, τελούσα υπό την αναβλητική αίρεση της επελεύσεως γεγονότος καταγγελίας (event of default), που δεν θα θεραπευθεί ούτε θα αρθεί εντός τριάντα [30] ημερολογιακών ημερών από τη διαπίστωσή του εκ μέρους της ενάγουσας, δηλαδή σε αιρετική σύμβαση αναπώλησης τραπεζικού δανείου, β] σε δικαίωμά της να απευθύνει, μετά την πλήρωση της αιρέσεως, στην αντισυμβαλλόμενή της ανέκκλητη και απαλλαγμένη αιρέσεων έγγραφη δήλωση (το οποίο ρητά χαρακτηρίζει ως δικαίωμα option), προκειμένου να εισπράξει το αντάλλαγμα της αναμεταβίβασης, γ] σε συμβατικό αντάλλαγμα της αναμεταβίβασης που προσδιορίστηκε καθ’ ύψος σε συνάρτηση προς την αξία της οφειλής των δανειοληπτριών, όπως εκείνη θα είχε διαμορφωθεί κατά το χρόνο της δήλωσης περί ασκήσεως του δικαιώματος αναμεταβίβασης, πλέον τόκων έκτοτε, δ] σε υποχρέωση της εναγομένης, αφού αποπληρώσει το τίμημα της αναμεταβίβασης, να επανακτήσει το σύνολο των δικαιωμάτων και απαιτήσεων εκ της δανειακής σύμβασης δια της υπογραφής Εγγράφου Μεταβίβασης [Transfer Certificate], ώστε να επέλθει η «συντέλεση της αναμεταβίβασης» και ε] σε δικαίωμά της, σε περίπτωση άρνησης εκ μέρους της …………………. να εκπληρώσει τις αξιώσεις της από το σύμφωνο αναμεταβίβασης, να ασκήσει ένδικα βοηθήματα κατατείνοντα στην καταδίκη της αντιδίκου της σε δήλωση βουλήσεως «προς το σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης…» και στην ανόρθωση «οιασδήποτε ζημίας ήθελε αποδειχθεί εξαιτίας της παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της …………………. του ασκηθέντος δικαιώματος προαίρεσης κατά την ρήτρα 4.1 της παρούσας από την………………….». Από τα εκτιθέμενα στην αγωγή το Δικαστήριο συνάγει: Α] ότι η σύμβαση που καταρτίστηκε στις 15.4.2011 μεταξύ των οιονεί καθολικών δικαιοπαρόχων την ήδη διαδίκων συνιστά, κατά τη δέουσα εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου (και όχι, όπως και πάλι τονίζεται, καθ’ ερμηνείαν αυτής της ίδιας της συμβάσεως), σύμφωνο προαιρέσεως, αφού συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της τυπικής μορφής του και, συγκεκριμένα, α] προσδιορίζει το αντικείμενο της σκοπούμενης συμβάσεως και τα εξ αυτής παραγόμενα δικαιώματα, δηλαδή το περιουσιακό στοιχείο θα αναμεταβιβαστεί (αξιώσεις εκ της δανειακής σύμβασης) και το τίμημα της αναμεταβίβασης, ενώ β] θεμελιώνει διαπλαστικό δικαίωμα της ενάγουσας να επιφέρει με μονομερή δήλωσή της και χωρίς ανάγκη σύμπραξης της αντισυμβαλλόμενής της την δημιουργία της προκαθορισμένης έννομης σχέσης. Τούτο συνάγεται αναμφίβολα από το γεγονός ότι συμφωνήθηκε ότι, μετά τη δήλωση της ενάγουσας και την παρέλευση της εκεί τασσόμενης προθεσμίας, η εναγόμενη οφείλει αυτομάτως να καταβάλει το αντάλλαγμα της αναμεταβίβασης, υποχρέωση που δεν θα ανέκυπτε αν δεν είχε ήδη, με μόνη τη δήλωσή της, καταρτιστεί η σύμβαση αναμεταβίβασης και η ενάγουσα δεν είχε, δια μόνης αυτής, επέμβει μονομερώς στην έννομη σφαίρα της αντισυμβαλλομένης της και δεν είχε λάβει θέση δανείστριας ως προς το αντάλλαγμα, Β] ότι το δικαίωμα της ενάγουσας να επιδιώξει δικαστικά την καταδίκη της αντισυμβαλλόμενής της σε δήλωση βουλήσεως, «προς το σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης» δεν προβλέφθηκε (ούτε ασκήθηκε), προκειμένου να συντελεστεί η κατάρτιση της οριστικής (κύριας) σύμβασης (της αναμεταβίβασης του δανείου), αφού αυτή από το συνδυασμό της συμφωνίας προαιρέσεως και της δήλωσης περί ασκήσεως του δικαιώματος προαιρέσεως προκύπτει ότι είχε ήδη, κατά τα προαναφερθέντα, επέλθει αλλά για να επιτευχθεί η κτήση των αξιώσεων εκ της δανειακής συμβάσεως από την εναγόμενη (ανάδοχο), ώστε να δυνηθεί αυτή, μετά την καταβολή στην ενάγουσα του ανταλλάγματος της αναμεταβίβασης, να στραφεί κατά των δανειοληπτριών και να ασκήσει τα δικαιώματά της, ως δανείστριας, που απέρρεαν ιδίως από τις εμπράγματες αλλά τις προσωπικές ασφάλειες του δανείου, οι οποίες (και αυτές) εκτέθηκαν στην αγωγή, Γ] ότι το πρώτο αίτημα της αγωγής κατατείνει στην ικανοποίηση της αξιώσεως της ενάγουσας από τη σύμβαση αναμεταβίβασης του δανείου και όχι σε αποζημίωσή της για μη εκπλήρωση και τούτο διότι, πάντοτε υπό τα εκτιθέμενα, δεν προκύπτει ότι μεσολάβησε νόμιμος λόγος τροπής της  πρωτογενούς συμβατικής ενοχής της εναγομένης σε δευτερογενή, αφού, υπό τα ιστορούμενα, η ενάγουσα ουδέποτε απέκρουσε την παροχή της αντισυμβαλλόμενής της ούτε ισχυρίστηκε ότι δεν διατηρεί συμφέρον στην εκπλήρωση της σύμβασης αναμεταβίβασης του επίδικου ναυτιλιακού δανείου, ώστε να θεωρηθεί ότι με την αγωγή της διώκει πλέον την επιδίκαση αποζημιώσεώς της. Αντιθέτως, με αυτήν εμμένει στη σύμβαση, όπως καταδεικνύει η προβολή αιτήματος συμβατικώς προβλεπόμενου (από το άρθρο 949 ΚΠολΔ), ανεξαρτήτως του παραδεκτού και της βασιμότητας του αιτήματος αυτού και Δ] ότι η πρωτογενής υποχρέωση της εναγομένης, όπως εκτέθηκε στην αγωγή, εξαντλείται στην καταβολή της αξίας του ναυτιλιακού δανείου κατά το χρόνο άσκησης του διαπλαστικού δικαιώματος της ενάγουσας, που συμφωνήθηκε ως αντάλλαγμα της αναμεταβίβασής του. Η αξία αυτή αντιστοιχεί, κατά τα ιστορούμενα ως συμφωνηθέντα, στο ισόποσο του συνόλου των υφιστάμενων απαιτήσεων της μεταβιβάζουσας κατά των πιστοληπτριών εταιριών εκ της δανειακής συμβάσεως, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά το χρόνο άσκησης της option της ενάγουσας (και ακριβέστερα στις 27.3.2015, που συμπίπτει με το χρονικό σημείο παρελεύσεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την εκτιθέμενη από 12.3.2015 διαπλαστική δήλωσή της) και συμπεριελάμβαναν το μέχρι τότε ανεξόφλητο δανειακό κεφάλαιο πλέον τόκων και εξόδων, στην καταβολή του οποίου ήταν υποχρεωμένες οι δανειολήπτριες, που μέχρι τότε ήσαν οφειλέτριες της ενάγουσας και στη συνέχεια κατέστησαν οφειλέτριες της εναγομένης. Οι διαπιστώσεις αυτές συνεπάγονται, κατά την υπαγωγή από το Δικαστήριο στο νόμο των εκτιθέμενων πραγματικών περιστατικών: πρώτον, ότι με την αγωγή ασκήθηκαν δικαιώματα από σύμβαση, της οποίας το περιεχόμενο καθορίστηκε με σύμφωνο προαιρέσεως και η οποία τελειώθηκε με την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως εκ μέρους της δικαιούχου αυτού ενάγουσας, δεύτερον, ότι το δεύτερο αίτημα της αγωγής, περί καταδίκης της εναγομένης σε δήλωση βουλήσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 949 ΚΠολΔ, που δεν υποβάλλεται ως επικουρικό του πρώτου, περί καταβολής του συμφωνηθέντος με το σύμφωνο προαιρέσεως ανταλλάγματος, χωρίς έννομο συμφέρον προβάλλεται, καθόσον, αν η ενάγουσα ικανοποιηθεί ως προς το αίτημά της αυτό (το πρώτο) και λάβει το αιτούμενο τίμημα της επαναπωλήσεως των δανειακών αξιώσεών της, απόκειται στην αντίδικό της να σπεύσει στην κατάρτιση εγγράφου αναμεταβίβασης της δανειακής σχέσης, αφού προς το δικό της συμφέρον και μόνον συμπεριελήφθη στο σύμφωνο προαιρέσεως ο σχετικός όρος, ο οποίος δεν τέθηκε ως υποχρέωση της ενάγουσας, εκπληρωτέας μάλιστα μετά  την υπ’ αυτής είσπραξη του ανταλλάγματος της αναμεταβίβασης. Πράγματι, στην από 15.4.2011 συμφωνία ορίστηκε ότι «η …………………. υποχρεούται να επαναποκτήσει το σύνολο των δικαιωμάτων και απαιτήσεων που απορρέουν από την ως άνω Σύμβαση Δανείου» και όχι ότι η…………………. υποχρεούται να επανεκχωρήσει αυτά. Από την εκτιθέμενη στο αγωγικό δικόγραφο διατύπωση της επίμαχης συμφωνίας προκύπτει ότι η σύμπραξη της εναγομένης στην υπογραφή του Εγγράφου Μεταβίβασης (Transfer Certificate) και η δήλωση της βουλήσεώς της σ’ αυτό δεν αποτελούσε ούτε καν βάρος της ενάγουσας αλλά κατ’ ουσίαν δικαίωμα της εναγομένης, προκειμένου να διευκολυνθεί στην είσπραξη των απαιτήσεων που της επαναμεταβιβάστηκαν έναντι των δανειοληπτριών και, κυρίως, στην άσκηση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων της από την καθυστέρηση αποπληρωμής του ενυπόθηκου ναυτιλιακού δανείου, τρίτον, ότι με το πρώτο αίτημα της αγωγής ασκείται η πρωτογενής αξίωση της ενάγουσας, που γεννήθηκε με την εκ μέρους της άσκηση της option που της παραχωρήθηκε με την από 15.4.2001 σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ των οιονεί καθολικών δικαιοπαρόχων των ήδη διαδίκων και η οποία κατέτεινε στην αναμεταβίβαση (με τη μορφή της αναπωλήσεως) του επίμαχου ναυτιλιακού δανείου, που τέθηκε σε ισχύ στις 27.3.2015 με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας που έθεσε η δικαιούχος της option και όχι η δευτερογενής αξίωσή της προς αποζημίωση. Άλλωστε, αν η ενάγουσα επιθυμούσε να λάβει αποζημίωση και να επιτύχει δι’ αυτής της οδού το σκοπούμενο με την κύρια σύμβαση, επωφελές γι’ αυτήν, οικονομικό αποτέλεσμα, δεν υπήρχε ανάγκη να εμμείνει στη σύμβαση, όπως υπό τα εκτιθέμενα συνέβη ούτε να ενδιαφερθεί για το νόμιμο μέσο με το οποίο η αντίδικός της θα αντιστάθμιζε τη ζημία, που άλλως θα επερχόταν σε βάρος της επειδή, θα είχε μεν καταβάλει το τίμημα της αναμεταβίβασης,  θα στερούταν, όμως, της ενοχικής αλλά και της εμπράγματης αγωγής της κατά των δανειοληπτριών, αφού, κατά την αγωγή, δεν έστερξε στην κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας «προς το σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης» του δανείου, ώστε να επαναποκτήσει, όπως κατά τη σύμβαση είχε υποχρέωση, τις δανειακές απαιτήσεις αλλά και τις ασφάλειές τους και, τέταρτον, ότι με το ίδιο (πρώτο της αγωγής) αίτημα αναζητείται όχι το ισόποσο σε ευρώ της οφειλής των δανειοληπτριών έναντι της ενάγουσας από τη σύμβαση δανείου, που εκείνη αναδέχθηκε στις 15.4.2011 με τη σύμβαση που συνήψε με την …………………. και το οποίο στις 27.3.2015 ανερχόταν, πάντοτε κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, σε είκοσι ένα εκατομμύρια τετρακόσιες πενήντα τρεις χιλιάδες εκατόν εξήντα επτά δολάρια ΗΠΑ και εβδομήντα επτά σεντς (21.453.167,77 $) αλλά το ισόποσο σε ευρώ της ίδιας δανειακής οφειλής, όπως είχε εξελιχθεί μέχρι τις 31.8.2017 (ημερομηνία συντάξεως της ένδικης αγωγής), οπότε είχε ανέλθει στο (αιτούμενο) χρηματικό ποσόν των είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα οκτώ χιλιάδων εκατόν έξι δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα δύο σεντς (24.558.106,32 $), στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τόκοι συμβατικοί και υπερημερίας επί ενήμερου και ληξιπρόθεσμου κεφαλαίου του δανείου. Οι συνεπαγωγές αυτές, συνδυαζόμενες προς όλα όσα πιο πάνω υπό στοιχ. V της παρούσας αναφέρθηκαν, οδηγούν στο συμπέρασμα, ως προς το παραδεκτό και τη νομική βασιμότητα των αγωγικών αιτημάτων και, εντεύθεν, το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των συναφών λόγων έφεσης: 1] ότι η ένδικη αγωγή ήταν, όπως και ορθώς κρίθηκε, νόμιμη, στηριζόμενη σε σύμβαση αναμεταβίβασης δανειακής σχέσης με αιτία την πώληση (άρθρα 361, 455, 470 και 513 ΑΚ), που καταρτίστηκε στις 12.3.2015 με την άσκηση δικαιώματος προαιρέσεως εκ μέρους της ενάγουσας, το οποίο είχε παρασχεθεί σ’ αυτήν με την από 15.4.2011 προπαρασκευαστική ενοχική σύμβαση που συνομολογήθηκε μεταξύ αυτής και της …………………. και η οποία είχε τη νομική φύση συμφώνου προαιρέσεως, όπως προκύπτει από την κατανομή των δικαιωμάτων των μερών, ιδίως δε από την ίδρυση αυτόματης υποχρέωσης της εναγομένης να καταβάλει το αντάλλαγμα της αναμεταβίβασης μετά συγκεκριμένη προθεσμία από τη διαπλαστική δήλωση της ενάγουσας, χωρίς σύμπραξη της αντιδίκου της. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας, που εντοπίζονται διάσπαρτοι στους δεύτερο και τρίτο κύριους λόγους της έφεσής της, με τους οποίους επικαλείται νομική αβασιμότητα της αγωγής, επειδή, υπό τα εκτιθέμενα, η δήλωση της ενάγουσας δεν επέφερε την αυτόματη επαναμεταβίβαση της δανειακής σχέσης, καθώς αυτή τελούσε υπό διπλή αίρεση και προϋπόθετε την καταβολή του ανταλλάγματος και τη δική της σύμπραξη για την υπογραφή του Εγγράφου Μεταβίβασης (Transfer Certificate), δηλαδή τελούσε υπό όρους μη συμβατούς με το δικαίωμα προαιρέσεως. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ευρίσκουν έρεισμα στα εκτιθέμενα, όπου περιγράφεται γέννηση υποχρέωσης καταβολής του ανταλλάγματος μετά την παρέλευση της προθεσμίας που τάχθηκε με τη δήλωση της ενάγουσας και μεταγενέστερη υποχρέωση της εναγομένης στην υπογραφή έγγραφης συμφωνίας αναμεταβίβασης. Όπως ήδη εκτέθηκε, η υποχρέωση εξόφλησης του τιμήματος της αναπωλήσεως δεν θα είχε αιτία αν η αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης δεν γινόταν αυτομάτως, ενώ και η προσθήκη της αποπληρωμής του ως αιρέσεως για την επέλευση της αναμεταβίβασης δεν θα είχε νόημα, αφού το οικονομικό αποτέλεσμα άσκησης της option, τουλάχιστον όσον αφορά την δικαιούχο – ενάγουσα, θα είχε ήδη επέλθει, χωρίς ανάγκη καταρτίσεως έγγραφης συμφωνίας. Άλλωστε, η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει το αντάλλαγμα της αναμεταβίβασης δεν αποτελούσε, όπως εσφαλμένα αυτή υπολαμβάνει, σύμπραξή της στην ολοκλήρωση της αναμεταβίβασης αλλά την πρωτογενή συμβατική ενοχή της, της οποίας η εκπλήρωση ήταν εξαναγκαστή με προσφυγή σε ένδικο βοήθημα, όπως η αγωγή που ασκήθηκε, 2] ότι το κύρος της επίδικης σύμβασης αναμεταβίβασης του δανείου δεν επηρεάστηκε από τη μη τήρηση των προϋποθέσεων του Ν. 4354/2015, αφού δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του. Πράγματι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η εν λόγω σύμβαση καταρτίστηκε πριν τη θέση σε ισχύ του Ν. 4354/2015 και αφορούσε σε εκχώρηση αιτία πωλήσεως δανειακών απαιτήσεων από τράπεζα προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα και όχι προς εταιρία ειδικού σκοπού από τις αναφερόμενες στο νόμο, ενώ παράλληλα το αντάλλαγμα της αναμεταβίβασης (τίμημα της αναπωλήσεως) αντιστοιχούσε σε αξία ίση  και όχι κατώτερη σε σχέση προς την δανειακή οφειλή, που εκχωρήθηκε και της οποίας τη μεταβίβαση προπαρασκεύασε το από 15.4.2011 σύμφωνο προαιρέσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς, έστω και σιωπηρά, απέρριψε τις σχετικές αιτιάσεις της εναγομένης και οι συναφείς ισχυρισμοί της, που επαναφέρονται με τον δωδέκατο κύριο λόγο της έφεσής της θα απορριφθούν ως αβάσιμοι, με τη σημείωση ότι τις ελλείπουσες αιτιολογίες της πρωτοβάθμιας απορριπτικής κρίσεις αντικαθιστούν οι προπαρατεθείσες της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), 3] ότι το δεύτερο αίτημα της αγωγής, περί καταδίκης της εναγομένης σε δήλωση βουλήσεως και, συγκεκριμένα, στην υπογραφή του εγγράφου μεταβίβασης της δανειακής σχέσης, που προβλέφθηκε στο από 15.4.2011 σύμφωνο προαιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε κατόπιν αναγκαίων προσαρμογών, στο οποίο έπρεπε να δηλώσει τα αναφερόμενα στο αιτητικό της αγωγής, προβλήθηκε χωρίς έννομο συμφέρον της ενάγουσας και, συνεπώς, ήταν απαράδεκτο. Και τούτο διότι, αν και η αιτηθείσα δήλωση της εναγομένης αποτελούσε πράγματι, κατά την αγωγή, συμβατική της υποχρέωση, εντούτοις, η ενάγουσα δεν προσδοκούσε όφελος από την εκπλήρωσή της, αφού, πάντοτε υπό τα εκτιθέμενα, μετά την εκ μέρους της άσκηση της option, γεννήθηκε και κατέστη αμέσως ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η αξίωσή της να λάβει το αντάλλαγμα, με αποτέλεσμα η κατάρτιση εγγράφου για την αναπώληση του δανείου να αποτελεί πλέον όχι υποχρέωση αλλά δικαίωμα της αντιδίκου της, που θα είχε κάθε λόγο να επιδιώξει την υπογραφή του, προκειμένου να ανακτήσει της δανειακές απαιτήσεις έναντι των πιστοληπτριών αλλά, και κυρίως, τις ασφάλειές τους, ώστε να ασκήσει όσα δικαιώματα είχε ως δανείστριά τους. Υπ’ αυτήν την έννοια, την οποία υπαγορεύει η εκ μέρους του Δικαστηρίου κατανόηση του περιεχομένου της επίμαχης συμφωνίας προαιρέσεως, όπως αυτό εκτίθεται στην αγωγή, η υπογραφή του Εγγράφου Μεταβίβασης (Transfer Certificate) αποτελούσε κατ’ ουσίαν υποχρέωση της ενάγουσας και όχι αντικείμενο αξιώσεώς της έναντι της εναγομένης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που θεώρησε το εν λόγω αγωγικό αίτημα παραδεκτό και βάσιμο (νόμω και ουσία) και υποχρέωσε την εναγόμενη σε δήλωση βουλήσεως με το περιεχόμενο που αναφέρεται στο διατακτικό της εκκαλουμένης, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 68 και 949 ΚΠολΔ και πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο αλλά και κατά παραδοχή των συναφών ισχυρισμών της εκκαλούσας, που περιλαμβάνονται στους τέταρτο του εφετηρίου, δεύτερο του πρώτου πρόσθετου δικογράφου και δεύτερο του δεύτερου πρόσθετου δικογράφου (αριθμούμενο ως έβδομο) λόγους της έφεσής της, να εξαφανιστεί κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και να απορριφθεί η αγωγή ως προς το δεύτερο αίτημά της ως απαράδεκτη, 4] ότι προς εκπλήρωση της συμβατικής παροχής της αντιδίκου της, κατά τα συμφωνηθέντα με το σύμφωνο προαιρέσεως, όπως αυτά εκτίθενται στην αγωγή της, η ενάγουσα μπορούσε να επιδιώξει την καταβολή του ισόποσου σε ευρώ της οφειλής των δανειοληπτριών εταιριών ……… και ………., όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στις 3.2015, που ορίστηκε ως χρόνος αναμεταβίβασης του δανείου, η οποία (δανειακή οφειλή) ανερχόταν τότε, κατά τις παραδοχές της αγωγής, σε είκοσι ένα εκατομμύρια τετρακόσιες πενήντα τρεις χιλιάδες εκατόν εξήντα επτά δολάρια ΗΠΑ και εβδομήντα επτά σεντς (21.453.167,77 $), με το νόμιμο τόκο από την ίδια ημεροχρονολογία, που ορίστηκε και ως εναρκτήριο της τοκογονίας (valeur) χρονικό σημείο. Αντ’ αυτού, όμως, ζήτησε την καταδίκη της εναγομένης στην καταβολή του ισόποσου σε ευρώ της ίδιας δανειακής οφειλής, όπως είχε εξελιχθεί μέχρι τις 31.8.2017 (ημερομηνία συντάξεως της ένδικης αγωγής), οπότε είχε ανέλθει στο χρηματικό ποσόν των είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα οκτώ χιλιάδων εκατόν έξι δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα δύο σεντς (24.558.106,32 $), με τον τόκο υπερημερίας έκτοτε, πλέον τόκων επιδικίας από την επίδοση της αγωγής της. Το υπερβάλλον, όπως εκτιμά το Δικαστήριο, αφενός, ζητήθηκε προς αποκατάσταση της ζημίας που η ενάγουσα υπέστη από την καθυστέρηση της εκπλήρωσης της πρωτογενούς παροχής της αντιδίκου της και, αφετέρου, αντιστοιχεί σε αποζημίωσή της κατά την έννοια του άρθρου 343 § 1 ΑΚ. Όμως, το αίτημά της, ως προς το υπερβάλλον αυτό, δεν είναι νόμιμο. Η ζημία της ενάγουσας από την υπερημερία της εναγομένης συνίσταται στο ότι απώλεσε τη χρήση του κεφαλαίου του ανταλλάγματος, που θα έπρεπε να της είχε καταβληθεί κατά τον χρόνο της αναμεταβίβασης. Η ζημία αυτή αποκαθίσταται με την καταβολή των τόκων του άρθρου 345 εδαφ. α΄ ΑΚ, οφειλομένων από την περιέλευση της εναγομένης σε υπερημερία, δεδομένου ότι άλλη θετική ζημία της η ενάγουσα δεν επικαλέστηκε, ώστε να τεθεί ζήτημα εφαρμογής του εδαφ. β΄ του ιδίου άρθρου (345 ΑΚ). Μάλιστα, η  νόμιμη τοκοφορία της πρωτογενούς αξιώσεως της ενάγουσας άρχεται από την επίδοση της αγωγής και όχι από την (προγενέστερη) υπερημερία της εναγομένης, αφού σχετικό αίτημα δεν υπεβλήθη (άρθρο 106 ΚΠολΔ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που θεώρησε ότι συννόμως ζητήθηκε το αιτηθέν χρηματικό ποσόν και ακολούθως το επιδίκασε στην ενάγουσα, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 343 και 345 ΑΚ και για το λόγο αυτό εξαφανιστέα, κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της, κατέστησε την εκκληθείσα απόφαση του, όπως διαπιστώνεται μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο αλλά και κατά παραδοχή των ισχυρισμών της εκκαλούσας που περιλαμβάνονται στον τέταρτο του πρώτου πρόσθετου και στον ταυτάριθμο του δεύτερου πρόσθετου δικογράφου (αριθμούμενο ως ένατο) λόγους της έφεσής της. Μάλιστα, μετά την παραδοχή των λόγων αυτών παρέλκει πλέον η έρευνα του τρίτου λόγου του πρώτου πρόσθετου και του ταυτάριθμου (που αριθμείται ως όγδοος πρόσθετος) του δεύτερου πρόσθετου δικογράφου της έφεσης, κατά τα σκέλη τους, με τα οποία η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η αναζήτηση τόκων υπερημερίας από 31.8.2017 συνιστά απαγορευμένο ανατοκισμό, 5] ότι, όπως ήδη εκτέθηκε, το πρώτο αίτημα της αγωγής κατατείνει στην εκπλήρωση της πρωτογενούς συμβατικής παροχής της εναγομένης, δηλαδή στην καταβολή του ανταλλάγματος που συνομολογήθηκε, με το σύμφωνο προαιρέσεως της 15.4.2011, για την αναμεταβίβαση του δανείου που είχε χορηγηθεί από την …………………. στις ναυτιλιακές εταιρίες …………. και ……….., η οποία (συμφωνία αναμεταβίβασης) τέθηκε σε ισχύ στις 27.3.2015 με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας που έθεσε η δικαιούχος της option. Επομένως, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί του ότι η αντίδικός της κατήγαγε στη δίκη τη δευτερογενή αξίωσή της προς αποζημίωση, ήταν (όπως ορθώς κρίθηκε, έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες πάντως αντικαθίστανται με αυτές της παρούσας, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ), αβάσιμος, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η ενάγουσα ενέμεινε στη σύμβαση αναμεταβίβασης και δεν την απέκρουσε με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να τεθεί ζήτημα μετατροπής της πρωτογενούς αξιώσεώς της σε αποζημιωτική για μη εκπλήρωση, ανεξαρτήτως της διατύπωσης των αγωγικών ισχυρισμών της περί θετικής ζημίας της, που κατέτειναν μόνο στη νομική θεμελίωση του αιτήματός της να συμπεριληφθούν οι τόκοι του χρονικού διαστήματος από 27.3.2015 έως 31.8.2017 στο κεφάλαιο της κύριας απαιτήσεώς της, για το οποίο έγινε λόγος αμέσως παραπάνω. Συνεπώς, ο τρίτος κύριος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίον η εκκαλούσα παραπονείται για παραβίαση της αρχής της συζητήσεως και επιδίκαση διάφορου από το αιτηθέν, είναι και αυτός αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος. Σύμφωνα με την παραδοχή αυτή πρέπει ακολούθως να γίνει δεκτό 6] ότι ο, προβληθείς πρωτοδίκως σε επικουρική βάση, ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η αντίδικός της, παρά την υπερημερία τους, διατηρούσε ισόποση με την αξίωση από τη αναμεταβίβαση του δανείου απαίτηση κατά των δανειοληπτριών, η οποία αποτελούσε ωφέλειά της που έπρεπε να συνυπολογιστεί για τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη από την αθέτηση της υποχρέωσης της ενιστάμενης να της καταβάλει το αντάλλαγμα της αναμεταβίβασης του δανείου, ήταν απαράδεκτος, καθώς στηριζόταν στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η αξίωση κατά της οποίας ο ίδιος ισχυρισμός έβαλε είχε αποζημιωτικό χαρακτήρα. Τούτο, όμως, δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα, αληθές, με αποτέλεσμα, ο επικαλούμενος συνυπολογισμός να μη δύναται να προβληθεί παραδεκτώς σε απόκρουση πρωτογενούς συμβατικής αγωγικής αξιώσεως, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι η φερόμενη ως, καταλυτική της αγωγής, ένσταση από το άρθρο 298 εδαφ. α΄ ΑΚ προϋποθέτει επέλευση ζημιογόνου γεγονότος και παρέχεται μόνον όταν αξιώνεται από τον εναγόμενο αποζημίωση είτε λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης του είτε από την τέλεση αδικοπραξίας (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1350/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 244/2016, ΕΕμπΔ 2016/393, ΑΠ 762/2007, ΝοΒ 2007/1561 = ΕπιΔικΙΑ 2007/382, ΑΠ 1857/2005, Δνη 2006/469). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό δεν έσφαλε και ο συναφής έκτος κύριος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο απαράδεκτος αυτός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η απόρριψή του πρωτοδίκως στηρίχθηκε μεν σε παραλλάσσουσα αιτιολογία (κρίθηκε αλυσιτελής) αλλά κατέληξε στο απαράδεκτό του και, συναφώς, 7] ότι ομοίως απαράδεκτος είναι και ο δέκατος τρίτος κύριος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού απόρριψη του επικουρικώς προβληθέντος ισχυρισμού της από το άρθρο 300 ΑΚ, με τον οποίο γινόταν, κατ’ ένσταση, επίκληση συνυπαιτιότητας της ενάγουσας ως προς την έκταση της ζημίας της για τους αναφερόμενους στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά και παραπάνω στην παρούσα λόγους. Όμως, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής, στην οποία θεμελιώνεται η γνήσια, αυτοτελής και καταλυτική του αγωγικού δικαιώματος ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος (ΑΠ 758/2018, ΧρΙΔ 2019/268 = ΕΕμπΔ 2019/361), προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, υποχρέωση προς αποζημίωση, η οποία δυνατόν να απορρέει είτε δευτερογενώς από αθέτηση ενοχής που προϋπήρχε είτε πρωτογενώς από την τέλεση αδικοπραξίας είτε από οποιαδήποτε άλλη αιτία. Η εν λόγω ένσταση παρέχεται προς απόκρουση ή περιστολή της αξιώσεως προς αποζημίωση και, επομένως, δεν προτείνεται εναντίον αξιώσεως για καταδίκη σε πρωτογενή συμβατική παροχή και γενικά για εκπλήρωση συμβάσεως (ΑΠ 57/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1058/2012, ΕπισκΕΔ 2012/911 = Αρμ. 2013/748 = ΕΕμπΔ 2013/383 = Ε7 2013/750). Η εκκαλούσα εν προκειμένω υπολαμβάνει εσφαλμένα ότι το πρώτο αίτημα της αγωγής κατατείνει στην ικανοποίηση αξιώσεως της ενάγουσας με αποζημιωτικό χαρακτήρα. Τούτο όμως, κατά τα προαναφερθέντα, δεν αληθεύει, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός της να είναι απαράδεκτος, ως ερειδόμενος επί προϋποθέσεως που δεν υφίσταται. Και τούτο ανεξαρτήτως του σφάλματος της εκκαλουμένης, η οποία, μολονότι θεώρησε ότι η αιτούμενη καταδίκη της ενάγουσας δεν κατέτεινε σε αποζημίωσή της αλλά στην εκπλήρωση πρωτογενούς αξιώσεώς της, εντούτοις αξιολόγησε ως νόμιμο τον ερευνώμενο ισχυρισμό, τον οποίο θεώρησε ως ένσταση, για να την απορρίψει στη συνέχεια κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, απορριπτέος είναι και ο πρώτος λόγος του πρώτου πρόσθετου δικογράφου της έφεσης, όπως βελτιώθηκε και συμπληρώθηκε με τον πρώτο λόγο του δεύτερου πρόσθετου δικογράφου (που αριθμείται ως έκτος πρόσθετος λόγος έφεσης) και μάλιστα κατ’ αμφότερα τα σκέλη του. Όσον αφορά το πρώτο από αυτά, με το οποίο η εκκαλούσα επικαλείται νομική αβασιμότητα της αγωγής, επειδή στο δικόγραφό της εκτίθεται ότι το δικαίωμα προαιρέσεως ασκήθηκε στις 12.3.2015, δηλαδή ταυτόχρονα με την επέλευση γεγονότος καταγγελίας του ναυτιλιακού δανείου, χωρίς να μεσολαβήσουν τριάντα [30] ημέρες, όπως κατά τα ιστορούμενα προβλεπόταν στην από 15.4.2011 συμφωνία προαιρέσεως, η απόρριψη επέρχεται λόγω απαραδέκτου, καθώς η αιτίαση στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι στο αγωγικό δικόγραφο γίνεται σαφής αναφορά στην επέλευση υπερημερίας των δανειοληπτριών ως προς την καταβολή δόσεων του δανείου ήδη από το μήνα Μάρτιο του έτους 2014, χωρίς να μεσολαβήσει άρση της υπερημερίας τους μέχρι το χρόνο άσκησης του δικαιώματος προαιρέσεως. Ως προς το δεύτερο από τα σκέλη του ερευνώμενου λόγου, με το οποίο η εκκαλούσα επικαλείται έλλειψη αναφοράς στο δικόγραφο της αγωγής του ότι πριν την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως μεσολάβησε ενημέρωση των δανειοληπτριών εκ μέρους της ενάγουσας, σχετικά με την επέλευση γεγονότος καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, αν και η ενημέρωση αυτή είναι αυτονόητη προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως, απορρέουσα από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η απόρριψη θα χωρήσει λόγω αβασιμότητας του λόγου, καθώς στην αγωγή εκτίθεται ότι συμφωνήθηκε η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως να τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της διαπίστωσης από την δικαιούχο – ενάγουσα της επελεύσεως γεγονότος καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και ως τέτοιο προβλήθηκε η υπερημερία των δανειοληπτριών, που επήλθε με την παρέλευση δήλης ημέρας που είχε οριστεί για την εξόφληση εκάστης από τις περισσότερες των δόσεων του δανείου, που μνημονεύθηκαν στην αγωγή ως ληξιπρόθεσμες και απαιτητές. Εκτέθηκε ακόμα ότι οι δανειολήπτριες τελούσαν σε γνώση τόσο των συμβατικών τους υποχρεώσεων όσο και των όρων του επίμαχου συμφώνου προαιρέσεως. Συνεπώς, η πλήρωση της αναβλητικής αιρέσεως αρκούσε για να αφετηριαστεί η προθεσμία των τριάντα [30] ημερών, εντός των οποίων έπρεπε να αρθεί η υπερημερία των δανειοληπτριών, χωρίς να επιβάλλεται ούτε από την καλή πίστη ούτε από τα χρηστά ήθη πρόσθετη ενημέρωσή τους για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως. Ομοίως απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, κρίνονται οι πέμπτος κύριος, τρίτος του πρώτου πρόσθετου και τρίτος του δεύτερου πρόσθετου δικογράφου (ο οποίος αριθμείται ως όγδοος πρόσθετος) λόγοι της ένδικης έφεσης, οι τελευταίοι κατά τα συναφή σκέλη τους, με τους οποίους η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η αγωγή, κατά το πρώτο αίτημά της, ήταν αόριστη, επειδή ζητήθηκε, είτε ως αποζημίωση είτε ως συμβατική παροχή, το ισόποσο της χρηματικής οφειλής των δανειοληπτριών, χωρίς να προσδιορίζονται τα στοιχεία που θα έπρεπε να περιλαμβάνει μια αγωγή εκ δανείου και, συγκεκριμένα, χωρίς να μνημονεύονται το γεγονός της εκταμιεύσεως του δανείσματος στο σύνολο του ούτε το συμβατικό επιτόκιο της ενήμερης οφειλής και οι περίοδοι τοκοφορίας του κεφαλαίου ούτε οι πληρωμές που μεσολάβησαν ούτε το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και η χρονική συχνότητα καταβολής των τόκων. Οι ισχυρισμοί αυτοί παραβλέπουν ότι αίτημα της ένδικης αγωγής είναι η εκπλήρωση της παροχής (όχι από το τραπεζικό δάνειο αλλά) από το σύμφωνο προαιρέσεως που είχε ως αντικείμενο την αντί τμήματος αναμεταβίβαση του ιδίου δανείου, η οποία κατά τη νομική της φύση αποτελεί πώληση δικαιώματος. Επομένως, για το ορισμένο της αγωγής αυτής αρκούσε, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 216 ΚΠολΔ και 513 ΑΚ, η αναφορά του δικαιώματος που πωλήθηκε, της συμφωνίας των συμβαλλομένων για τη μεταβίβασή του και του τιμήματος που συμφωνήθηκε ως αντάλλαγμα για τη μετάθεση της κυριότητάς του (ΑΠ 150/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα στοιχεία αυτά περιελήφθησαν όλα στο δικόγραφο της αγωγής, στο οποίο έγινε επιπλέον μνεία και του ότι το τίμημα της αναμεταβίβασης ισούτο προς τη δανειακή οφειλή των δανειοληπτριών, η οποία κατά τον κρίσιμο, όπως θεωρεί το Δικαστήριο, χρόνο (27.3.2015, που ορίστηκε ως χρόνος αναμεταβίβασης του δανείου), ανερχόταν σε είκοσι ένα εκατομμύρια τετρακόσιες πενήντα τρεις χιλιάδες εκατόν εξήντα επτά δολάρια ΗΠΑ και εβδομήντα επτά σεντς (21.453.167,77 $). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τους ίδιους ισχυρισμούς ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε. Να σημειωθεί εδώ ότι η εκκαλούσα δεν αρνήθηκε πρωτοδίκως την έκταση της δανειακής οφειλής των δανειοληπτριών, ώστε να ενεργοποιήσει το δικονομικό βάρος της ενάγουσας να αποδείξει το ύψος της, καθώς και ότι δεν αμφισβήτησε την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας (agent) του δανείου. Αντιθέτως, συνομολόγησε ότι υπό την ιδιότητά της αυτή ενεργούσε έναντι των δανειοληπτριών ως άμεσος αντιπρόσωπος της ενάγουσας, γεγονός που υποδηλώνει ότι είχε προσωπική γνώση της εξελίξεως της δανειακής οφειλής (άρθρο 214 ΑΚ). Επιπλέον, από την επίμαχη σύμβαση προαιρέσεως (όρος 5.1) επιβεβαιώνεται ότι η εκκαλούσα και οι δικαιοπάροχές της τραπεζικές εταιρίες, υπό την ιδιότητα του διαχειριστή πληρωμών, είχαν την υποχρέωση και, φυσικά, την δυνατότητα να παρακολουθούν την είσπραξη των απαιτήσεων που απέρρεαν από τη σύμβαση του ναυτιλιακού δανείου, να εισπράττουν κάθε οφειλόμενο ποσό, να τηρούν τις καρτέλες κίνηση των λογαριασμών του δανείου και να αποτυπώνουν σ’ αυτές το ποσό του δανείου και των αναλήψεων με την εκταμίευση, τους τόκους και τα τυχόν έξοδα, τους φόρους και κάθε άλλο ποσό που θα οφείλεται από τη δανειακή σύμβαση, τούτο δε όχι μόνο προς διευκόλυνση της απόδειξης της οφειλής για λογαριασμό (και προς όφελος) της αντιπροσωπευόμενης (και δανείστριας) ενάγουσας αλλά και προς ίδιο συμφέρον, δεδομένου ότι με τον όρο 4 της σύμβασης προαίρεσης η …………………. διατήρησε και αυτή δικαίωμα επαναγοράς του δανείου, όπως θα εκτεθεί πιο κάτω, δικαιούμενη έτσι να παρακολουθεί την εξέλιξη της δανειακής οφειλής, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσει την δική της option και μάλιστα οποτεδήποτε.

VII. Εξάλλου, η λογική του δικαίου υπαγορεύει ότι η εκούσια (ηθελημένη) διάσταση μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως δημιουργεί φαινόμενο δικαίου, υπό την έννοια της διάστασης μεταξύ της αληθούς πραγματικής και της παραγόμενης νομικής κατάστασης. Η δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης, που όμως στην πραγματικότητα ελλείπει, δύναται να προσβάλλει είτε την ιδιωτική αυτονομία όσων δικαιοπρακτούντων επιθυμούν να αποδεσμευθούν από τις έννομες συνέπειές της είτε δικαιώματα τρίτων που θίγονται επειδή εμπιστεύθηκαν το φαινόμενο δικαίου. Για την αντιμετώπιση του ζητήματος στις διατάξεις των άρθρων 138 και 139 ΑΚ ορίζεται αντιστοίχως ότι «Δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της» και ότι «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την». Με τις διατάξεις αυτές σκοπείται η ρύθμιση των αποτελεσμάτων των δικαιοπραξιών που έγιναν είτε χωρίς πρόθεση παραγωγής εννόμων συνεπειών είτε με πρόθεση επελεύσεως αποτελεσμάτων διαφορετικών από αυτά που επιφέρει κατά νόμο η φαινομενική δήλωση βουλήσεως που, όταν είναι τέτοια και όχι σπουδαία, ονομάζεται εικονική (ΑΠ 365/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και θεωρείται άκυρη, δηλαδή λογίζεται ως μη γενόμενη, κατά το πλάσμα του άρθρου 180 ΑΚ (ΑΠ 1024/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παρέπεται ότι η εικονικότητα μπορεί να είναι είτε απόλυτη, όπως συμβαίνει όταν με την εικονική δικαιοπραξία δεν επιδιώκεται κανένα έννομο αποτέλεσμα, οπότε δεν γεννώνται από αυτήν δικαιώματα ή υποχρεώσεις (ΑΠ 502/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σχετική, όταν οι δικαιοπρακτούντες θέλουν την επέλευση των αποτελεσμάτων άλλης δικαιοπραξίας, της υποκρυπτόμενης ή καλυπτόμενης κάτω από την εμφανή, η οποία είναι έγκυρη αν την ήθελαν τα μέρη και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για την έγκυρη σύστασή της (ΑΠ 648/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σε αντίθεση με την πρώτη που πάσχει ακυρότητα λόγω της εικονικότητας (Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2019, § 37, αρ. 6, σελ. 473, Κ. Παντελίδου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 2022, § 10, αρ. 29, σελ. 436). Η κάλυψη μπορεί να είναι πλήρης, αν η ηθελημένη δικαιοπραξία είναι διαφορετική από την εικονική ή μερική, αν η καλυπτόμενη δικαιοπραξία, έστω του ιδίου τύπου με την εικονική, περιέχει διαφοροποιημένο ένα τουλάχιστον από τα ουσιώδη στοιχεία της (ΑΠ 1332/2005, ΝοΒ 2006/218, ΑΠ 1671/2000, Δνη 2001/1327 = ΧρΙΔ 2001/300, Π. Κορνηλάκης, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 2020, § 24, αρ. 1, σελ. 69). Εξάλλου, εικονικότητα μπορεί να ανακύψει τόσο επί μονομερούς δικαιοπραξίας, όσο και επί συμβάσεως (όπως είναι η πώληση πράγματος ή δικαιώματος και η εκχώρηση απαιτήσεως). Στην  τελευταία, όμως, περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας απαιτείται γνώση της εικονικότητας εκ μέρους όλων των συμβαλλομένων, επίγνωσή τους δηλαδή ότι η δικαιοπρακτική δήλωση του καθενός είναι προσχηματική και δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται (ΑΠ 752/2020, ΑΠ 1427/2017, ΑΠ 681/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 160/2013, ΧρΙΔ 2013/577 = ΕπισκΕΔ 2013/74). Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εικονικότητα αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης (ΑΠ 1514/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1169/2003, Δνη 2005/425, ΤριμΕφΠειρ. 555/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Χελιδόνης, Η έννοια της καλυπτόμενης δικαιοπραξίας στην ΑΚ 138 § 2, σε Αρμ. 2000/1068 επομ. [1069]) και δεν ενδιαφέρει ούτε εξετάζεται η διάσταση μεταξύ βούλησης συμβατικής δέσμευσης και δήλωσης όταν αφορά σε άλλο στοιχείο της (Μ. Βαρελά, σε ΣΕΑΚ, Ι, 2010, άρθρο 138, αρ. 3, σελ. 266), που δεν αποτελεί αναγκαίο όρο του πραγματικού της σύμβασης κατά την θετική περιγραφή της στο νόμο (Μ. Καράσης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 127 – 200, αρ. 18, σελ. 7) αλλά πρόσθετο (τυχαίο ή ενδεχόμενο) στοιχείο, που, συνήθως, συνιστά όρο του ενεργού της συμβάσεως (Ι. Σπυριδάκης, Essentialia, naturalia, accidentalia negotii, σε ΝοΒ 1994, 1 επομ. [5], Εμ. Μιχαλάκης, σε ΕρμΑΚ, εισαγ. άρθρ. 127 – 200, αρ. 18). Ως τέτοιο στοιχείο θεωρείται και η προσθήκη αιρέσεως στη σύμβαση, αναβλητικής ή διαλυτικής κατά την έννοια των άρθρων 201 και 202 ΑΚ, η οποία από μεν την άποψη της αποτυπωμένης στο νόμο μορφής της σύμβασης αποτελεί accidentale αυτής, ανεξαρτήτως αν κατά τη βούληση των συμβαλλομένων έχει ουσιώδη σημασία (Ι. Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές, τεύχος Β΄, 1987, § 156ε, σελ. 431), για δε την εφαρμογή του άρθρου 138 ΑΚ αποτελεί μερικότερο όρο της σύμβασης, που δεν έχει αυτοτέλεια, αφού δεν αποτελεί αντικείμενο αυτόνομης ρύθμισης, με αποτέλεσμα η εικονικότητά του να μη δύναται να συμπαρασύρει σε ακυρότητα τη σύμβαση στο σύνολό της, όπως αντιθέτως συμβαίνει με την εικονικότητα ουσιώδους συμβατικού όρου (ΑΠ 480/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για την κατάφαση σχετικής εικονικότητας προϋποτίθεται ότι η διαφορά μεταξύ (άκυρης) εικονικής και (έγκυρης) καλυπτόμενης σύμβασης εντοπίζεται σε κάποιο από τα essentialia negotii και όχι στο διαφορετικό περιεχόμενο της αίρεσης υπό την οποία αμφότερες τελούν, διότι μόνον τότε η υποκρυπτόμενη κάτω από την εικονική δικαιοπραξία μπορεί να είναι «άλλη» κατά την έννοια του άρθρου 138 § 2 ΑΚ (Κ. Καραγιάννης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρα 138 – 139, αρ. 68, σελ. 207), που προϋποθέτει ότι η καλυπτόμενη δικαιοπραξία είναι ικανή να παραγάγει διαφορετικό έννομο αποτέλεσμα από την εικονική και όχι απλή παραλλαγή του ανάλογα με το είδος και την τύχη (πλήρωση ή μη) της αιρέσεως. Έτσι, αν οι συμβαλλόμενοι καταρτίσουν διαδοχικά δύο συμβάσεις της αυτής νομοτυπικής μορφής (λ.χ. πώληση δικαιώματος) και συμφωνήσουν μεν στα ουσιώδη στοιχεία τους, δηλαδή ως προς το αντικείμενο της δικαιοπραξίας (το πωλούμενο δικαίωμα), ως προς το τίμημα και ως προς τη μεταβίβαση του δικαιώματος και την πληρωμή του τιμήματος (ΑΠ 1514/2013, ο.π.), διαμορφώσουν, όμως, τη μία ως τελούσα υπό αίρεση και την άλλη καθαρή, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εικονικότητα καμίας από τις δύο, παρά μόνο για ενδεχόμενη σύναψη, με τη μεταγενέστερη, αντισυμφωνίας, καταργητικής της ισχύος της προγενέστερης, εφόσον, βέβαια, αμφότερες είναι έγκυρες και δεν πάσχουν ακυρότητα για άλλο λόγο, όπως μπορεί να συμβαίνει αν προσκρούουν στις νόμιμες από τα άρθρα 174, 178, 179, 208 και 281 ΑΚ απαγορεύσεις. Ακόμα και αν το περιεχόμενο της αιρέσεως υπό την οποία τελεί η μία (η καλυπτόμενη) σύμβαση θεωρηθεί ως η (αληθής) αιτία της άλλης (της εμφανούς), η εικονικότητα της τελευταίας θα είναι σχετική και δεν θα επιφέρει την  ακυρότητά της, αν αυτή είναι αναιτιώδης, όπως συμβαίνει με τις εκχωρήσεις τραπεζικών δανείων, αφού το ελάττωμα της αιτίας στις συμβάσεις του άρθρου 455 ΑΚ δεν επιδρά στο κύρος της εκχωρήσεως, παρά μόνον αν πρόκειται για απόλυτη εικονικότητα, που δεν υποκρύπτει άλλη σύμβαση (ΑΠ 2185/2007, ΧρΙΔ 2008/792). Και τότε, βέβαια, η (εμφανής) εκχώρηση δεν θα είναι άκυρη αλλά το ελάττωμα της αιτίας της θα καθιστά ανενεργή την αξίωση του δανειστή και ο οφειλέτης του θα ελευθερώνεται, επειδή άλλως ο αντισυμβαλλόμενός του θα πλούτιζε αδικαιολόγητα (ΑΠ 480/2019, ο.π.). Ανεξαρτήτως αυτών, επί παρεπόμενων συμβάσεων, γενικά, το κύρος της παρεπόμενης κρίνεται με βάση την εγκυρότητα της κύριας, η εικονικότητα της οποίας συμπαρασύρει στο ίδιο αποτέλεσμα και την παρεπόμενη (Κ. Καραγιάννης, Η προβληματική της εικονικότητας στο ιδιωτικό δίκαιο, 2002, σελ. 412, Γ. Καρύμπαλη – Τσίπτσιου, Η ακυρότητα λόγω εικονικότητας, 2004, § 11, σελ. 175, σημ. 25). Επομένως, το κύρος, ειδικότερα, του συμφώνου προαιρέσεως, που αποτελεί ενοχική σύμβαση προπαρασκευαστική μιας άλλης μελλοντικής και εκποιητικής, εξαρτάται από το κύρος της σκοπούμενης σύμβασης (Απ. Γεωργιάδης, Σύμφωνον προαιρέσεως και δικαίωμα προαιρέσεως, 1970, σελ. 136, Α. Καραμπατζός, ο.π., σελ. 143). Έτσι, σοβαρή και σπουδαία (μέλλουσα να τεθεί σε ισχύ) κύρια σύμβαση ενδεικνύει έγκυρο από άποψη εικονικότητας σύμφωνο προαιρέσεως. Με άλλα λόγια, είναι η εικονικότητα της σκοπούμενης μεταβίβασης που συμπαρασύρει στην ακυρότητα το σύμφωνο προαιρέσεως και όχι το αντίστροφο. Με δεδομένο μάλιστα ότι αντικείμενο του συμφώνου προαιρέσεως είναι [και] η παροχή στο δικαιούχο ενός διαπλαστικού δικαιώματος, εικονική θα είναι η άσκηση της option, μόνον όταν κατατείνει στην τελείωση σύμβασης που καταρτίστηκε εικονικά. Σε κάθε περίπτωση κρίσιμος για την κατάφαση της εικονικότητας είναι ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως (ΑΠ 874/1996, Δνη 1997/809, 839), ενώ ο ισχυρισμός αυτού που ενάγεται για την εκπλήρωση συμβατικής του υποχρέωσης ότι η σύμβαση από την οποία αυτή απορρέει είναι εικονική και, επομένως, άκυρη αποτελεί διακωλυτική της γέννησης της επίδικης αξίωσης καταχρηστική ένσταση (ΑΠ 1584/1980, ΝοΒ 1981/891, ΕφΔωδ. 260/1998, ΕπισκΕΔ 1999/526, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 23, σελ. 461, υποσ. 25, Γ. Νικολόπουλος, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1987, σελ. 74).

VIII. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 178 και 180 ΑΚ συνάγεται ότι είναι άκυρη και θεωρείται σα να μην έγινε η δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, δηλαδή στις ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που σκέπτεται με φρόνηση και χρηστότητα (ΟλΑΠ 2/1991, Δνη 1991/746 = ΕΕμπΔ 1993/256 = ΕΕΝ 1992/195 = ΝοΒ 1991/1078, ΑΠ 82/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα χρηστά ήθη επεμβαίνουν μόνον όταν η συναλλακτική δράση των προσώπων προσβάλλει θεμελιώδεις κανόνες της κοινωνικής ηθικής και εγγενείς στην έννομη τάξη δικαιοηθικές αρχές και δεν αποσκοπούν να περιστείλουν τη συμβατική ελευθερία αποστερώντας από κάθε ισχύ δικαιοπραξίες για μόνο το λόγο ότι με αυτές λ.χ. αναλαμβάνονται μεγάλοι κίνδυνοι ή επειδή οι ανταλλασσόμενες παροχές τελούν σε σχέση προφανούς δυσαναλογίας (Π. Παπανικολάου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 178, αρ. 2, σελ. 567). Η ανηθικότητα μπορεί να είναι ενδογενής ή εξωγενής. Επί συμβάσεων, ενδογενής ανηθικότητα υπάρχει όταν η συμβατική ρύθμιση αντιτίθεται αντικειμενικά, λόγω μόνον του περιεχομένου της και ανεξαρτήτως των περιστάσεων που τη συνοδεύουν, σε αξίες των οποίων η έννομη τάξη επιδιώκει την πραγμάτωση, όπως η οικονομική ελευθερία (άρθρο 5 § 1 Σ). Επί εξωγενούς ανηθικότητας την απαξία της δικαιοπρακτικής ρύθμισης δικαιολογούν στοιχεία (περιστάσεις) κείμενα εκτός αυτής (Ι. Σπυριδάκης, ο.α.π., αρ. 228β, σελ. 658) και φύσεως είτε υποκειμενικής είτε αντικειμενικής, όπως η προφανής αδυναμία του στερούμενου επαρκούς περιουσίας ασφαλειοδότη να ανταποκριθεί στην υποχρέωση που αναλαμβάνει (Π. Παπανικολάου, ο.π., αρ. 64, σελ. 591). Ενδεικτικές περιπτώσεις ανήθικων δικαιοπραξιών προβλέπονται στο άρθρο 179 ΑΚ, που απαγγέλει ακυρότητα των καταδυναστευτικών (179 περ. α ΑΚ) και των αισχροκερδών ή καταπλεονεκτικών συμβάσεων (179 περ. β ΑΚ). Στο ειδικό πραγματικό της καταδυνάστευσης υπάγονται δύο κατά βάση τυπικές μορφές απαγορευόμενης λόγω ανηθικότητας συμβάσεως και, συγκεκριμένα, αυτής που ενέχει υπέρμετρη δέσμευση της προσωπικής ελευθερίας του συμβαλλόμενου και εκείνης που περιορίζει υπέρμετρα την ελευθερία του προσώπου προς οικονομική δράση (Μ. Καράσης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 1η έκδοση [1997], τόμος Ι, άρθρο 178, αρ. 6, σελ. 275). Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται, μεταξύ άλλων, συμβάσεις περί παροχής υπέρμετρων ασφαλειών στο δανειστή (Π. Παπανικολάου, Σκέψεις πάνω στη ratio της απαγορεύσεως των καταδυναστευτικών συμβάσεων (ΑΚ 179 Ι), σε ΝοΒ 1995/193 επομ. [198]). Πάντως, μόνη η δυσαναλογία των ανταλλασσόμενων παροχών δεν επιφέρει ακυρότητα λόγω ανηθικότητας της αμφοτεροβαρούς (ανταλλακτικής) συμβάσεως (ΑΠ 127/2014, Ε7 2014/1580, ΑΠ 30/2010, ΕπισκΕΔ 2010/464 = ΕΕμπΔ 2010/618 = ΧρΙΔ 2010/717 = ΧρΙΔ 2011/607) και τούτο όχι μόνον διότι όλες οι συμβάσεις που έχουν οικονομικό ή εμπορικό αντικείμενο ενέχουν περιορισμό της σχετικής ελευθερίας του προσώπου (Π. Παπανικολάου, Περί των ορίων της προστατευτικής παρεμβάσεως του δικαστή στη σύμβαση, 1991, σελ. 296) αλλά και επειδή η ίδια η σύμβαση αποτελεί κοινωνικοοικονομικά το μηχανισμό ορθής ρυθμίσεως των βιοτικών σχέσεων (Π. Παπανικολάου, Κατάχρηση της συμβατικής ελευθερίας, 1986, § 3, σελ. 54 επομ.). Για την κατάφαση καταδυνάστευσης πρέπει η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής, που ενδεικνύει καταρχήν υπέρμετρη επιβάρυνση του ενός συμβαλλομένου, να μην είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης δικαιοπρακτικής επιλογής του (άρθρο 361 ΑΚ, βλ. και ΜονΕφΑθ. 3574/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά να προκλήθηκε εξαιτίας της ανισότητας της διαπραγματευτικής ισχύος των μερών, η οποία διατάραξε την συμβατική ελευθερία του υποβληθέντος στην υπέρμετρη δέσμευση. Η ανισότητα αυτή, που οδηγεί στην κατάρτιση συμβάσεως με καταδυναστευτικό περιεχόμενο, οφείλεται στην οικονομική κατωτερότητα του ενός μέρους, που υφίσταται οικονομική πίεση και αποδέχεται την άνιση κατανομή των συμβατικών βαρών και πλεονεκτημάτων (ΑΠ 423/2018, ΧρΙΔ 2019/204, ΑΠ 977/1985, ΝοΒ 1986/845). Σε κάθε περίπτωση, η κρίση περί της συνδρομής του στοιχείου της υπέρμετρης δέσμευσης προϋποθέτει ότι η επιβάρυνση του ενός συμβαλλομένου επήλθε επειδή δεν λειτούργησε ο εξισωτικός των εκατέρωθεν συμφερόντων συμβατικός μηχανισμός και ότι η άνιση διαμόρφωση του περιεχομένου της συμβάσεως υπήρξε το αποτέλεσμα της διατάραξης και όχι της ακώλυτης έκφρασης της συμβατικής του ελευθερίας. Κρίσιμος χρόνος για την κατάφαση της καταδυνάστευσης είναι ο της συνάψεως της συμβάσεως (Μ. Καράσης, ο.π., αρ. 8, σελ. 276), ενώ ο περί ανηθικότητας ισχυρισμός του εναγομένου αποτελεί δικαιοκωλυτική καταχρηστική ένσταση (ΑΠ 31/1993, Δνη 1995/1070, 1131 = ΝοΒ 1993/1082).

ΙΧ. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 847 ΑΚ, που ορίζει ότι «Με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή», η εξασφαλιστική σύμβαση της εγγύησης είναι παρεπόμενη της σύμβασης από την οποία απορρέει η εξασφαλιζόμενη κύρια οφειλή (ΑΠ 205/2020, ΑΠ 976/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 843/2011, ΧρΙΔ 2012/180), δεδομένου ότι η ευθύνη του εγγυητή για την έκτασή της κάθε φορά και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη προϋποθέτει την ευθύνη του τελευταίου και ετεροβαρής (ΑΠ 1255/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού ο εγγυητής ευθύνεται χωρίς να λαμβάνει αντάλλαγμα ή αμοιβή. Απόρροια του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυήσεως σε σχέση με την πρωτοφειλή (ΑΠ 267/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 1255/2002, Δνη 2002/1069) είναι η παροχή από το νομοθέτη στον εγγυητή των ενστάσεων της δίζησης και της ελευθέρωσής του, κατά τα άρθρα 855 και 862 ΑΚ αντίστοιχα, που του επιτρέπουν το πρώτο να αναβάλει πρόσκαιρα την καταδίωξή του από το δανειστή μέχρι να επιχειρηθεί από αυτόν και να αποβεί άκαρπη αναγκαστική εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη και το δεύτερο να απαλλαγεί από την ευθύνη του, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Για το λόγο αυτόν οι ίδιες διατάξεις δεν εφαρμόζονται στις εγγυοδοτικές συμβάσεις (ΑΠ 151/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1370/2018, ΠειρΝ 2019/240) ούτε σε όσες η ευθύνη του εγγυοδότη διαμορφώνεται ως κύρια και όχι ως επικουρική σε σχέση με την ευθύνη του πρωτοφειλέτη (ΑΠ 1261/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Καραγκουνίδης, σε ΣΕΑΚ, Ι, 2010, άρθρο 855, αρ. 1, σελ. 1648, Σπ. Βρέλλης, ο.π., τόμος IV, 1982, άρθρο 862, αρ. 12, σελ. 400). Ανεξαρτήτως αυτού, κατά το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 862 ΑΚ, για την επέλευση της έννομης συνέπειας, δηλαδή της ελευθέρωσης του εγγυητή, απαιτείται η αθροιστική συνδρομή δύο προϋποθέσεων και, συγκεκριμένα, της αδυναμίας ικανοποιήσεως του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη και του πταίσματος του πρώτου, που πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς (ΑΠ 1216/2019, ΧρΙΔ 2020/117, ΑΠ 2205/2009, ΧρΙΔ 2011/97 = ΝοΒ 2010/1421) με την αδυναμία, υπό την έννοια ότι η υπαίτια συμπεριφορά του δανειστή πρέπει να εκδηλώθηκε μετά την ανάληψη της εγγυητικής ευθύνης (ΑΠ 682/1998, ΔΕΕ 1998/981, ΑΠ 1178/1996, Δνη 1997/1081 = ΕΕΝ 1998/273) και πριν ο πρωτοφειλέτης καταστεί αναξιόχρεος (ΑΠ 1491/2018, ΑΠ 1296/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1886/2014, ΕΕμπΔ 2015/328, ΑΠ 419/2013, ΧρΙΔ 2013/505 = Ε7 2014/284, ΑΠ 512/2008, ΝοΒ 2008/2368). Παρέπεται ότι ο εγγυητής ελευθερώνεται μόνον όταν ο δανειστής δεν επιδεικνύει ορθή συναλλακτικά και έγκαιρη συμπεριφορά, κατάλληλη να εξασφαλίσει την ικανοποίησή του πριν ο πρωτοφειλέτης καταστεί αναξιόχρεος (ΑΠ 1137/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όταν δηλαδή από δόλο ή αμέλειά του δεν προβλέπει, ενώ έχει τη δυνατότητα, το ενδεχόμενο της μεταγενέστερης περιέλευσης του πρωτοφειλέτη σε κατάσταση αναξιόχρεη. Επομένως, κάθε ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) του δανειστή μεταγενέστερη της αφερεγγυότητας του πρωτοφειλέτη δεν αποβαίνει προς όφελος του εγγυητή και δεν τον ελευθερώνει, ακόμα και αν οφείλεται σε πταίσμα του δανειστή.

Χ. Στην υπόθεση που επανακρίνεται από το σύνολο των εγγράφων  που οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν, για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικώς, ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών μάλιστα από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, καθώς και από τις με αριθμούς ………./27.12.2017 και …../14.12.2017 δύο [2] ένορκες ενώπιον των Συμβολαιογράφων Αθηνών και Πειραιώς ……… και ………….. αντίστοιχα, βεβαιώσεις των ……………, υπαλλήλου της ενάγουσας, που με την ιδιότητα του επικεφαλή από 1ης.9.2014 της Διεύθυνσης Μεγάλων Επιχειρήσεων και Σύνθετων Χρηματοδοτήσεων Ομίλου – Ναυτιλιακής Τραπεζικής χειρίστηκε τις επίδικες δανειακές σχέσεις και ……………, υπαλλήλου της εναγομένης, επικεφαλή από 5.2.2014 της Ναυτιλιακής Μονάδας της, που ασχολείται με τη χρηματοδότηση της ναυτιλίας, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια της ενάγουσας η πρώτη και της εναγομένης η δεύτερη, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς ……/20.12.2017 και …………../11.12.2017 αντίστοιχες επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητριών στο Πρωτοδικείο Αθηνών και Πειραιώς … ….. και …. …….., σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα αποδεικτέα θέματα που ειδικώς πιο κάτω επισημαίνονται και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 524 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με την από 19.7.2007 σύμβαση χρηματοδότησης (Financial Agreement), όπως αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τις από 11.6.2009 και 24.6.2010 πρόσθετες πράξεις, συμφωνήθηκε η χορήγηση έντοκου δανείου εκ μέρους της [τότε] ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία …………………. από κοινού προς τις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες με την επωνυμία ………. και …………, οι οποίες είχαν συσταθεί κατά το δίκαιο της Λιβερίας, μέχρι του ποσού των είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων εννιακοσίων εξήντα τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (24.964.200 $), με σκοπό τη χρηματοδότηση κατά ποσοστό 90% της ναυπήγησης από τις δανειολήπτριες δύο [2] «αδελφών» (sister vessels) δεξαμενόπλοιων μεταφοράς χημικού φορτίου (product oil tankers), χωρητικότητας εκτοπίσματος πλήρους φορτίου εκάστου περί τους δέκα χιλιάδες πεντακοσίους νεκρούς τόνους (10.500 dead weight tonnage – dwt). Η δανείστρια τράπεζα απέκτησε συμβατικά και τις ιδιότητες της εκπροσώπου (Agent), της διαχειρίστριας ασφάλειας (Security Trustee) και της αρχικής αντισυμβαλλόμενης αντιστάθμισης του δανείου. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής χορηγήθηκε πράγματι στις δανειολήπτριες το χρηματικό ποσόν των είκοσι δύο εκατομμυρίων διακοσίων τριάντα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (22.230.000 $). Για την εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου η πιστώτρια έλαβε εμπράγματες και προσωπικές ασφάλειες. Συγκεκριμένα, οι από κοινού οφειλέτριες παρείχαν υπέρ αυτής πρώτες ναυτικές υποθήκες μέχρι του ποσού των ένδεκα εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (11.500.000 $) επί καθενός των υπό λιβεριανή σημαία πλοίων FP, που ανήκε στην πλοιοκτησία της εταιρίας  FF, που ανήκε στην πλοιοκτησία της εταιρίας ………., τα οποία αμφότερα ναυπηγήθηκαν στην Κίνα και παραδόθηκαν στις πλοιοκτήτριες το έτος 2010, ενώ ενοχικές εγγυητικές υποχρεώσεις ανέλαβαν τόσον η διαχειρίστριά τους εταιρία με την επωνυμία ………….., που είχε συσταθεί κατά το δίκαιο του Παναμά, όσο και ο επιχειρηματίας ………, στα συμφέροντα του οποίου ανήκαν η διαχειρίστρια και οι πλοιοκτήτριες. Προσθέτως, η δανείστρια εξασφαλίστηκε και με την εκχώρηση υπέρ αυτής όλων των εσόδων των πλοίων από ναύλους, που θα έπρεπε να κατατίθενται σε ενεχυριασμένο λογαριασμό αλλά και του ασφαλίσματος, που θα έπρεπε να καταβληθεί στις πλοιοκτήτριες σε περίπτωση επελεύσεως ασφαλισμένου κινδύνου. Η δανειακή σύμβαση χωριζόταν σε δύο [2] τμήματα (advances), ένα για κάθε πλοίο και συμφωνήθηκε να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο. Στις δανειολήπτριες χορηγήθηκε δεκαπεντάμηνη από της εκταμιεύσεως του δανείσματος περίοδος χάριτος και ως χρόνος έναρξης της αποπληρωμής του δανείου ορίστηκε το τέταρτο τρίμηνο του έτους 2011, με προοπτική να ολοκληρωθεί αυτή με την καταβολή τριμηνιαίων δόσεων εντός των επομένων εννέα [9] ετών (μέχρι το έτος 2020). Πριν το ληξιπρόθεσμο της πρώτης δόσης του δανείου στις 15.4.2011 η πιστώτρια …………………. μεταβίβασε την έννομη σχέση του δανείου στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία [τότε] «………………….», η οποία με τον τρόπο αυτό υπεισήλθε στη δανειακή σύμβαση ως δανείστρια αποκτώντας όλα τα εξ αυτής δικαιώματα και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις, αφού κατέβαλε το χρηματικό ποσόν των είκοσι δύο εκατομμυρίων διακοσίων τριάντα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (22.230.000 $), στο οποίο ανερχόταν το δάνεισμα στην επιστροφή του οποίου είχε αξίωση από τις πιστολήπτριες η εκχωρήτρια τράπεζα. Για την, διεπόμενη και αυτή από το αγγλικό δίκαιο, σύμβαση μεταβίβασης καταρτίστηκε το από 15.4.2011 Έγγραφο Μεταβίβασης (Transfer Certificate). Όλα τα ανωτέρω συνομολογούνται από τις διαδίκους, προκύπτουν άλλωστε και εγγράφως. Η επιχειρηματική απόφαση αποκτήσεως του δανείου ελήφθη από την ανάδοχο …………………., προκειμένου να παρασχεθεί ρευστότητα στην …………………., όπως αναγράφεται στο σχετικό εμπιστευτικό «έγγραφο καθορισμού ορίου», που αποτέλεσε την εισήγηση της αρμόδιας εσωτερικής υπηρεσίας της αναδόχου προς τα αποφασίζοντα όργανά της (Επιτροπή Εγκρίσεως Δανειοδοτήσεων και Εκτελεστική Επιτροπή Ομίλου). Στο ίδιο έγγραφο αναφερόταν επιπλέον, πρώτον, ότι το αντάλλαγμα της εξαγοράς του δανείου (22.230.000 $) αντιστοιχούσε κατά την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων σε δεκαπέντε εκατομμύρια πεντακόσιες εξήντα τρεις χιλιάδες εννιακόσια πενήντα επτά ευρώ (15.563.957 €), δεύτερον, ότι η εξαγορά αυτή θα γινόταν με Transfer Certificate, τρίτον, ότι η συνολική διαχείριση του δανείου (παρακολούθηση λογαριασμών και εξασφαλίσεων, είσπραξη απαιτήσεων και ενημέρωση της αναδόχου) θα εξακολουθούσε να διενεργείται από την μεταβιβάζουσα …………………., η οποία θα διατηρούσε την ιδιότητα της διαχειρίστριας (agent) και της δικαιούχου όλων των καλυμμάτων και εξασφαλίσεων (security trustee) για λογαριασμό της αναδόχου και, τέταρτον, ότι στη σύμβαση μεταβίβασης του δανείου θα έπρεπε να «συμπεριληφθεί όρος Put Option κατά τον οποίο, σε περίπτωση που ο πελάτης δεν πληρώσει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου και η οφειλή δεν τακτοποιηθεί εντός 30 ημερών, η Τράπεζα … θα δικαιούται να απαιτήσει την επαναγορά του Δανείου από την ……….. η οποία και θα είναι υποχρεωμένη να το επαναγοράσει. Προκειμένου να επιτρέπεται στην Τράπεζα … η άσκηση του Put Option, για οποιαδήποτε τροποποίηση της δανειακής σύμβασης, θα απαιτείται η προηγούμενη συναίνεση της …….. Αντίστοιχα θα συμπεριληφθεί όρος Call Option σύμφωνα με τον οποίο η ……….. θα έχει το δικαίωμα (και η ………… την υποχρέωση) ανά πάσα στιγμή να επαναγοράσει το Δάνειο». Στην ίδια εισήγηση συνεκτιμήθηκε η υφιστάμενη κατά το χρόνο εκείνο χαμηλή απόδοση των πλοίων μικρής χωρητικότητας στη σχετική αγορά και η μεγάλη δανειακή επιβάρυνση του στόλου των υπό τη διαχείριση της ………… δεκαπέντε [15] συνολικά πλοίων, που προβλέφθηκε ότι θα είχε ως αποτέλεσμα η εξυπηρέτηση του δανείου να γίνεται για κάποιο διάστημα από ίδια κεφάλαια των μετόχων της διαχειρίστριας (ουσιαστικά του …………….) αλλά προκρίθηκε η ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου από την εξαγορά του δανείου ενόψει της εξασφαλίσεώς του από δύο [2] νεότευκτα πλοία με μεγάλη διάρκεια ζωής, ενώ ως «καθοριστικής σημασίας» κρίθηκε «το Put Option προς την ……………», μολονότι επισημάνθηκε ότι «η ανάλυση της πιστοληπτικής ικανότητάς της πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν». Το εν λόγω εμπιστευτικό «έγγραφο καθορισμού ορίου» συντάχθηκε στις 8.4.2011, επτά [7] δηλαδή ημέρες πριν από τη σύναψη τριών [3] συμβάσεων που καταρτίστηκαν στις 15.4.2011 και ενδιαφέρουν εν προκειμένω, επειδή συνδέονται μεταξύ τους. Η πρώτη είναι η σύμβαση μεταβίβασης του δανείου από την …………………. προς την …………………., για την οποία έγινε μόλις λόγος. Η δεύτερη είναι η «Συμφωνία Προαίρεσης για την Αναμεταβίβαση Έννομης Σχέσης», που συνήφθη μεταξύ των δύο [2] τραπεζών για την επαναπόκτηση του δανείου από την αρχική δανείστρια, σύμφωνα με τις προβλέψεις της εισηγητικής επιτροπής της ενάγουσας και στην οποία επισυνάφθηκε η από 15.4.2011 επιστολή αναγνώρισης και συναίνεσης των οφειλετριών εταιριών ………… και ………., όπως και των εγγυητών του ναυτιλιακού δανείου ………. και ………, με την οποία αυτοί δήλωσαν ότι έλαβαν γνώση της συμφωνίας προαιρέσεως και συναινούν σ’ αυτήν. Και η τρίτη είναι η από ομοίως 15.4.2011 έκδοση κοινού ανταλλάξιμου ομολογιακού δανείου από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..» και έδρα στο ……….. της Κρήτης, που ήταν ενταγμένη στον Όμιλο εταιριών του επιχειρηματία ……………., για ποσό δεκαπέντε εκατομμυρίων τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (15.350.000 €), με σκοπό την ανάληψη από αυτήν των αδιάθετων μετοχών που είχαν εκδοθεί κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» (………………….), της οποίας διευθύνων σύμβουλος ήταν τότε ο ……………, το οποίο κάλυψε εξ ολοκλήρου η …………………., σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που προβλέφθηκαν στην από 14.4.2011 «Σύμβαση Έκδοσης Ανταλλάξιμου Εμπραγμάτως Ασφαλισμένου και Εγγυημένου Ομολογιακού Δανείου». Η εξαγορά του ναυτιλιακού δανείου από την …………………. και η κάλυψη του ομολογιακού δανείου της ………………….από την …………………. είναι αλληλένδετες, καθώς με το τίμημα της εξαγοράς χρηματοδοτήθηκε η κάλυψη του ομολογιακού δανείου. Αυτό προκύπτει από την ισότητα του ποσού του ανταλλάγματος του δανείου που μεταβιβάστηκε και του ποσού που απαιτήθηκε για την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, από την ροή του κεφαλαίου της πίστωσης των είκοσι δύο εκατομμυρίων διακοσίων τριάντα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (22.230.000 $), που κατευθύνθηκε αρχικώς στην …………………. και αυθημερόν επεστράφη στην …………………., προκειμένου να κατατεθεί σε λογαριασμό της …………………. με καταθέτη την ………………….και, κυρίως, από το περιεχόμενο του από 15.4.2011 εγγράφου με θέμα «Μεταβίβαση απαιτήσεων από Δάνειο», το οποίο η …………………. απηύθυνε στην …………………. και στο οποίο, με αναφορά στο ναυτιλιακό δάνειο και στη μεταβίβασή του με το ως άνω Transfer Certificate, αναγραφόταν, μεταξύ άλλων, ότι «Ήδη δηλώνουμε ρητώς και ανεπιφυλάκτως, αναλαμβάνοντας υποχρέωση προς τούτο δια της παρούσας, ότι η Τράπεζά μας, την ίδια ημέρα της μεταβίβασης των απαιτήσεων από την ως άνω Σύμβαση Δανείου προς την ………….., θα προβεί στη χρηματοδότηση του κ. …………, αμέσως ή εμμέσως, ήτοι σε τρίτο νομικό πρόσωπο, συμφερόντων του, που θα υποδείξει ο ίδιος στην Τράπεζά μας, με σκοπό την κάλυψη με το ποσό των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) Ευρώ, αδιάθετων μετοχών που προέκυψαν κατά την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας «…………..» (………………….), που αποφασίσθηκε δυνάμει των από 19.12.2010 Β΄ Επαναληπτικών Εκτάκτων Γενικών Συνελεύσεων των κοινών και προνομιούχων αντίστοιχα μετόχων της ………………….». Από το έγγραφο αυτό επιβεβαιώνεται ότι στην πραγματικότητα η …………………. χρηματοδότησε μέσω της ………………….  και της ………………….την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ………………….. Ο λόγος για τον οποίο η χρηματοδότηση αυτή έγινε κεκαλυμμένα ήταν η σημαντική έκθεση της………………….   σε πιστωτικούς κινδύνους, εξαιτίας προηγούμενων δανειοδοτήσεών της προς την …….. και τη βασική της μέτοχο, δηλαδή την εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών της Κύπρου εταιρία ………., την οποία ήλεγχε ο ……….., με κεφάλαια που υπερέβαιναν τα διακόσια εκατομμύρια ευρώ (200.000.000 €) συνολικά, που καθιστούσε μη ανεκτή, με βάση τραπεζικά κριτήρια, νέα χρηματοδότηση εκ μέρους της των ήδη οφειλετριών της, η οποία, άλλωστε, δεν θα εξυπηρετούσε την ………….., που αντιμετώπιζε ήδη σοβαρά οικονομικά προβλήματα εξαιτίας, κυρίως, των εμπορικών χρεών της προς τρίτους και δεν είχε ανάγκη τραπεζικής δανειοδότησης ούτε πιστωτικών διευκολύνσεων αλλά μεταβολής επί το ευμενέστερο της σχέσης μεταξύ των ιδίων και των δανειακών κεφαλαίων της, που προϋπέθετε την ανάκτηση ρευστότητας δια της εισροής στην εταιρία (………………….) νέων κεφαλαίων από τους μετόχους της, που δεν επεδείκνυαν, όμως, σχετικό ενδιαφέρον, όπως προκύπτει από την από 23.3.2011 ανακοίνωση της …………………. προς το επενδυτικό κοινό, στην οποία αναφέρθηκε ότι η επιχειρηθείσα προηγουμένως αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου δεν ήταν επιτυχής, αφού καλύφθηκε σε ποσοστό 5,0438%, με την καταβολή συνολικού ποσού μόλις ενός εκατομμυρίου διακοσίων εβδομήντα χιλιάδων ευρώ (1.270.000 €), τη στιγμή που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς τρίτους – προμηθευτές της από ήδη σφραγισμένες επιταγές υπερέβαιναν τα είκοσι εκατομμύρια ευρώ (20.000.000 €), πέραν των ήδη απαιτητών δανειακών χρεών της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ούτε ότι η χρηματοδότηση της …………………. υπήρξε εικονική ως προς το πρόσωπο του αληθούς δανειστή (όπως εσφαλμένα υποστηρίζεται με τον δέκατο τέταρτο και ως αβάσιμο απορριπτέο κύριο λόγο της έφεσης) ούτε ότι η …………………. δεν έλαβε πραγματικό αντάλλαγμα για την εκχώρηση του ναυτιλιακού δανείου, όπως η οιονεί καθολική διάδοχός της – εναγόμενη αβασίμως υποστηρίζει. Η εκχωρήτρια του δανείου μπορεί να διέθεσε το κεφάλαιο που της καταβλήθηκε ως τίμημα της εκχωρήσεως αμέσως μεν στην εταιρία ………………….και εμμέσως στην …………………., όμως, σε αντάλλαγμα της χρηματοδοτήσεώς της απέκτησε τις απαιτήσεις από την κάλυψη του ομολογιακού δανείου της ………………….και τις ασφάλειες που το συνόδευσαν. Στην πραγματικότητα η …………………. αντάλλαξε τις απαιτήσεις της από το ναυτιλιακό δάνειο με τις απαιτήσεις από το ομολογιακό δάνειο. Για την εκτίμηση της επιχειρηματικής λογικής που οδήγησε σ’ αυτήν την απόφαση κρίσιμες είναι οι αναφορές στο από 12.4.2011 έγγραφο πιστωτικής ανάλυσης (credit analysis), που αποτέλεσε την εισήγηση της αρμόδιας εσωτερικής υπηρεσίας της ……… προς τα αποφασίζοντα όργανά της. Στο έγγραφο αυτό, μεταξύ άλλων, αναφέρεται, πρώτον, ότι δεν υπήρχε προηγούμενη συμβατική σχέση της δανείστριας με την υποψήφια δανειολήπτρια, όμως αυτή (……….) ήταν ενταγμένη «στο γνωστό Όμιλο εταιριών του κ. ……………….», με τον οποίο προϋπήρχε πολυετής συνεργασία και, δεύτερον, ότι στο αντικείμενο δραστηριότητας της ………………….περιλαμβάνονταν μεν η εξόρυξη μαρμάρων και η παραγωγή και εμπορία οικοδομικών υλικών, όμως η εταιρία «προέβη προσφάτως σε τροποποίηση του καταστατικού της, η οποία αφορά κυρίως τη διεύρυνση του αντικειμένου δραστηριότητάς της και τη δυνατότητα συμμετοχής, για επενδυτικούς κυρίως σκοπούς, σε εταιρίες με διαφορετικά αντικείμενα δραστηριότητας. Η στρατηγική τοποθέτηση στην ………… συνάδει με την ανωτέρω τροποποίηση του καταστατικού, καθώς αποτελεί μείζονος σημασίας επιλογή της Διοίκησης της Εταιρίας η ανάληψη ιδιαίτερα σημαντικού ποσοστού συμμετοχής στη ναυτιλιακή εταιρία ……….. η οποία κατά τη διάρκεια της επόμενης τριετίας, μέσα από το νέο επιχειρησιακό της πλάνο, εκτιμάται ότι θα αναδείξει σημαντικές συνέργειες και άνοδο των επιδόσεων και της κεφαλαιακής της αξίας. Συνεπεία των παραπάνω, εκτιμάται ότι η συμμετοχή του πελάτη θα αναδείξει υπό προϋποθέσεις ουσιαστικές υπεραξίες». Πράγματι, όπως δεν αμφισβητείται, η ………………….απέκτησε τελικά τον έλεγχο του ενός τετάρτου περίπου (για την ακρίβεια ποσοστού 26,5%) του μετοχικού κεφαλαίου της …………………., ενώ στις 13.5.2011 καταχωρήθηκε στο ΦΕΚ [2741 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ] η από 15.4.2011 ανακοίνωση της ………………….περί τροποποιήσεως του καταστατικού της, ώστε να περιλαμβάνει μεταξύ των δραστηριοτήτων της και την απόκτηση κινητών αξιών εταιριών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, προκειμένου να αποκτήσει τη δυνατότητα σύννομης  συμμετοχής στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ………………….. Εξάλλου, στο ίδιο ως άνω από 12.4.2011 εισηγητικό έγγραφο επισημάνθηκε ιδιαίτερα Α] ως προς την υποψήφια δανειολήπτρια ……….., πρώτον, το ύψος του μετοχικού της κεφαλαίου, που ανερχόταν σε πέντε εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες ευρώ (5.700.000 €) και ήταν ίσο προς το ένα τρίτο περίπου του ποσού του ομολογιακού δανείου, δεύτερον, ότι κατά το έτος 2010 παρουσίασε σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αφενός, πτώση των πωλήσεών της κατά ποσοστό 50% περίπου και, αφετέρου, μικρή αύξηση των ανείσπρακτων απαιτήσεών της από πελάτες της, τρίτον, ότι είχε περιορίσει κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο τη συναλλακτική της δραστηριότητα «σε αναμονή γενικότερων εξελίξεων», στα πλαίσια ενός ευρύτερου οικονομικού περιβάλλοντος που το χαρακτήριζε «η ιδιαίτερα δυσμενής κατάσταση που επικρατεί την τελευταία τριετία σε πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, απόρροια των εθνικών δημοσιονομικών μεγεθών και της έλλειψης ρευστότητας» και, τέταρτον, ότι ήταν εκτεθειμένη σε κινδύνους της αγοράς και του ανταγωνισμού, καθώς η εξόρυξη και εμπορία μαρμάρου αποτελεί ιδιαίτερα ανταγωνιστικό κλάδο, γεγονός που σε συνδυασμό προς το χαμηλό κύκλο συναλλαγών της ………………….δεν αφήνει σημαντικά περιθώρια κερδοφορίας και Β] ως προς την …………………. ότι αντιμετωπίζει, πρώτον, «την αρνητική συγκυρία που επικρατεί τα τελευταία έτη στην ακτοπλοΐα», η οποία παρουσιάζει τάσεις μερικής αμβλύνσεως και, δεύτερον, τον έντονο ανταγωνισμό στις ακτοπλοϊκές γραμμές που δραστηριοποιείται, που σε συνδυασμό προς τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και την υστέρηση αναπροσαρμογής των ναύλων, έχει «αρνητική επίδραση στα αποτελέσματά» της. Από τις διαπιστώσεις αυτές διαφαίνεται ότι κατ’ ουσίαν η αποπληρωμή του ομολογιακού δανείου ήταν εξαρτημένη από την απόδοση της συμμετοχής της ………………….στην …………………. και, επομένως, από την κερδοφορία της τελευταίας, το γεγονός δε αυτό την καθιστούσε επισφαλή. Ωστόσο, όπως από το ίδιο έγγραφο προκύπτει, για την έγκριση εν τέλει της χρηματοδότησης της ………………….συνεκτιμήθηκε η έλλειψη στο διατραπεζικό σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ δυσμενών στοιχείων σε βάρος της και, κυρίως, η «επαρκέστατη εξασφάλιση του δανείου» με «…1) τη νομότυπη ενεχυρίαση του συνόλου των μετοχών της εισηγμένης …………………. οι οποίες θα αποκτηθούν από την ΑΜΚ και θα ανέρχονται ενδεικτικά σε 50.000.000 τεμάχια, με τρέχουσα αποτίμηση περίπου € 10 εκ. 2) την προσημείωση ύψους € 17.950.000 επί των ακινήτων ιδιοκτησίας της Εταιρίας, εκτιμητέας αξίας € 17.950.000 3) την προσωπική εγγύηση του βασικού μετόχου κ. ………. καθώς και 4) τη νομότυπη ενεχυρίαση του 80% των μετοχών της Εταιρίας». Οπωσδήποτε συνεκτιμήθηκε και η χρονική διάρκεια αποπληρωμής του ομολογιακού δανείου, που συμφωνήθηκε τριετής. Έτσι, όπως φαίνεται, η …………………. επέλεξε να μεταβιβάσει μια μακροπρόθεσμης αποπληρωμής (μέχρι το έτος 2020) απαίτησή της από ναυτιλιακό δάνειο εμπραγμάτως και ενοχικώς εξασφαλισμένης σε ποσοστό 103% του ανοίγματός της (υποθήκες επί δύο [2] πλοίων μέχρι του ποσού των 23.000.000 $ έναντι δανείσματος 22.230.000 $) και να αποκτήσει απαίτηση από βραχυπρόθεσμο ομολογιακό δάνειο, τριετούς διάρκειας, με εμπράγματες και προσωπικές ασφάλειες καλύπτουσες το άνοιγμά της κατά ποσοστό ουσιωδώς υπέρτερο (περίπου 117%: υποθήκες επί ακινήτων μέχρι του ποσού των 17.950.000 € έναντι δανείσματος 15.350.000 €). Η επιχειρηματική αυτή απόφαση δεν φαίνεται άνευ ετέρου εσφαλμένη ούτε καθαυτή ασύμφορη, ιδίως αν ληφθούν υπόψη τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπιζε την εποχή εκείνη η ………………….. Σημειώνεται, βέβαια, εδώ ότι η εκκαλούσα ισχυρίζεται, χωρίς ο ισχυρισμός της αυτός να αντικρούεται, ότι, όπως και η …………………. έτσι και η …………………. είχε εξαντλήσει το πιστωτικό της όριο ως προς τις εταιρίες του ………… και για το λόγο αυτό κατέστη αναγκαία η μεταβίβαση των μετοχών της ………………….που αυτός κατείχε προς την αδελφή του και πρόεδρο του διοικητικού της συμβουλίου ………… ……….., πριν την κάλυψη του ομολογιακού δανείου. Θα σημειωθεί ακόμα ότι όλες οι περιγραφόμενες ενέργειες αξιολογούνται από το Δικαστήριο υπό το πρίσμα της επιχειρηματικής τους σκοπιμότητας και της νομιμότητάς τους ή μη και όχι από την άποψη της συμφωνίας τους με την τραπεζική δεοντολογία, που, ιδίως όσον αφορά την καταστρατήγηση των πιστωτικών ορίων από τους πιστοδοτικούς οργανισμούς, είναι αντικείμενο έρευνας της Εποπτείας των Ιδιωτικών Τραπεζών από την Τράπεζα της Ελλάδας, που δεν φαίνεται να ενημερώθηκε από οποιονδήποτε αλλά και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που δεν φαίνεται ότι ενοχλήθηκε και, πάντως, δεν παρενέβη. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (15.4.2011) η κατάσταση των πραγμάτων είχε διαμορφωθεί ως εξής: Οι αντίδικες τράπεζας είχαν ήδη προσυνεννοηθεί ως προς τη μεθόδευση της χρηματοδότησης της …………………., προκειμένου να επιτευχθεί η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της και να απομακρυνθεί το ενδεχόμενο πτωχεύσεώς της, που θα είχε σαφώς αρνητικά αποτελέσματα στην κεφαλαιακή επάρκεια και στην οικονομική ευστάθεια τόσο της…………………. όσο και του Ομίλου των εταιριών του ……….. Στις 8.4.2011 η …………………. ενέκρινε την εξαγορά του ναυτιλιακού δανείου κρίνοντας ως καθοριστικής σημασίας για την αναδοχή του, αφενός, τη μεγάλη διάρκεια ζωής των νεοναυπηγημένων πλοίων FP και FF, που βαρύνονταν με πρώτη υποθήκη υπέρ της και, αφετέρου, το δικαίωμα προαιρέσεως που θα λάμβανε από την ………….., με τη μορφή της put option για την περίπτωση αδυναμίας των πλοιοκτητριών να αποπληρώσουν τις δανειακές τους οφειλές. Στις 12.4.2011 η …………………. ενέκρινε την κάλυψη του ομολογιακού δανείου της ………………….(με κεφάλαια που δεν είχε και θα προέρχονταν από την …………………. με τη μορφή του ανταλλάγματος για τη μεταβίβαση του ναυτιλιακού δανείου) αξιολογώντας την επάρκεια των εξασφαλίσεων που θα λάμβανε από την δανειολήπτρια και τον …………… Στις 15.4.2011 η …………………. απηύθυνε στην …………………. την ως άνω επιστολή της, στην οποία, τελώντας σε γνώση της πρόθεσης της τελευταίας να καταρτιστεί μεταξύ τους σύμφωνο προαιρέσεως με διπλή option, συμπεριέλαβε, εκτός των προαναφερθέντων και την ακόλουθη περικοπή: «Δηλώνουμε επίσης δια της παρούσας, ότι σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή για οιοδήποτε λόγο η χρηματοδότηση προς το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο για τον ανωτέρω περιγραφόμενο σκοπό, αναγνωρίζουμε και αποδεχόμαστε το δικαίωμα της Τράπεζας … είτε να μην αποδεχθεί τη μεταβίβαση των απαιτήσεων που απορρέουν από την ως άνω Σύμβαση Δανείου, είτε, σε περίπτωση, που η εν λόγω μεταβίβαση συντελεστεί πριν τη ματαίωση της ήδη αποφασισθείσης εκ μέρους της Τράπεζάς μας, ως άνω, χρηματοδότησης, ακόμη και για λόγους που εκφεύγουν του ελέγχου της Τραπέζης μας, να προβεί η Τράπεζα ….. στην αναμεταβίβαση των απαιτήσεων από την ως άνω Σύμβαση Δανείου προς την Τράπεζά μας με την ταυτόχρονη καταβολή εκ μέρους μας της ισόποσης κατά τον χρόνο εκείνο οφειλής του Οφειλέτη από το δάνειο (κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα κλπ), και δηλώνουμε εκ των προτέρων ότι θα προβούμε σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την τελείωση της ως άνω αναμεταβίβασης». Στη συνέχεια, την ίδια ημέρα, ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση του ναυτιλιακού δανείου στην …………………. και η χρηματοδότηση με το αντάλλαγμά της της ………., ενώ για την επίτευξη της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της …………………. απέμενε η έγκρισή της από τα αρμόδια όργανα του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως προβλεπόταν στο από 18.4.2011 Συμπληρωματικό Ενημερωτικό Δελτίο του διοικητικού συμβουλίου της τελευταίας. Πάντως, μεταξύ της από 8.4.2011 εγκριτικής της εξαγοράς του ναυτιλιακού δανείου απόφασης της………………….   και της από 15.4.2011 επιστολής της ………………….  προς αυτήν παρατηρούνται δύο [2] διαφοροποιήσεις. Συγκεκριμένα, ενώ στην εγκριτική απόφαση γίνεται λόγος για δικαίωμα προαιρέσεως τόσο της………………….   υπό την αναβλητική αίρεση της περιέλευσης των δανειοληπτριών σε κατάσταση υπερημερίας όσο και της …………………. , έχουσας μάλιστα την ευχέρεια να το ασκήσει οποτεδήποτε, ανεξαρτήτως δηλαδή της εξέλιξης είτε του ναυτιλιακού είτε του ομολογιακού δανείου, εντούτοις, στην επιστολή της …………. αναγνωρίζεται μόνον η δική της υποχρέωση να δεχθεί την αναμεταβίβαση του ναυτιλιακού δανείου από την ……… και τούτο μόνο στην περίπτωση που δεν καταστεί εφικτή η χρηματοδότηση του ……….. μέσω της …………. για οποιοδήποτε λόγο, έστω και ανυπαίτιο για την ………….. Με την επιστολή αυτή δηλαδή αναγνωρίζεται μόνον το δικαίωμα αναπώλησης του ναυτιλιακού δανείου από την ανάδοχό του ……….. και απεμπολείται η call option, που είχε περιληφθεί μεταξύ των προϋποθέσεων που έθεσε η ……………….. για την έγκριση της μεταβίβασης προς αυτήν του ναυτιλιακού δανείου. Καθένα από τα κείμενα αυτά φαίνεται να θάλπει τα συμφέροντα της συντάκτριάς του. Έτσι, η εγκριτική απόφαση κατατείνει στη μείζονα εξασφάλιση της δανειακής απαίτησης της ………… έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας των δανειοληπτριών, αφού δεν αρκείται στις εμπράγματες και προσωπικές ασφάλειες που εκείνες παρείχαν κατά τη σύναψη του δανείου αλλά καθιστά την …………. πρόσθετη υπόχρεο για την αποπληρωμή του, εν είδει εγγυήτριας. Αντιθέτως, η επιστολή της τελευταίας αποσκοπεί στην ολοσχερή απεμπλοκή της από το ναυτιλιακό δάνειο και εξαρτά την απόδοση του ανταλλάγματός του στην …………………. μόνον από την αποτυχία της χρηματοδότησης της ………………….και της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της …………………., η έκβαση της οποίας επρόκειτο να κριθεί, θετικά ή αρνητικά, εντός ολίγων ημερών μετά την 15η.4.2011. Η επιστολή αυτή αναφέρεται δηλαδή σε βραχυχρόνια δέσμευση της ………………….., ενώ η εγκριτική απόφαση της…………………. . αναφέρεται σε μακροχρόνια δέσμευση της αντισυμβαλλόμενής της, συγκεκριμένα δε καθ’ όλη την εννεαετή περίοδο αποπληρωμής του ναυτιλιακού δανείου. Βέβαια, με δεδομένο ότι το κεφάλαιο των δεκαπέντε εκατομμυρίων τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (15.350.000 €) στις 15.4.2011 είχε ήδη κατατεθεί σε λογαριασμό της ………………….τηρούμενο στην …………………., είναι προφανές ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αυτούσιο για την εξόφληση του τιμήματος της αναμεταβίβασης του ναυτιλιακού δανείου σε περίπτωση αποτυχίας της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της …………………., καθώς κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε την επιστροφή του διαδοχικά από την …………………. στη ………………….και από αυτήν στην …………………., για να το αποδώσει η τελευταία στην …………………., η οποία κατ’ ουσίαν ουδέποτε απώλεσε τον έλεγχό του. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η …………………. ανέλαβε υποχρέωση αποδόσεως του ισόποσου κεφαλαίου από τα ταμειακά διαθέσιμα της περιορισμένης (όπως σύντομα απέδειξε η εξέλιξη των πραγμάτων) ρευστότητάς της. Από την άλλη, αμφότερες οι Τράπεζες θεώρησαν δεδομένο ότι το αντάλλαγμα της αναμεταβίβασης του ναυτιλιακού δανείου θα έπρεπε να καθοριστεί σε συνάρτηση προς το ύψος της από αυτό απορρέουσας οφειλής κατά το χρόνο της αναμεταβίβασης, απεξαρτώντας το πλήρως από το δάνεισμα που καταβλήθηκε στην ………………….και από την εξέλιξη του ομολογιακού δανείου. Τούτο σημαίνει ότι η …………………. σε περίπτωση υπερημερίας των δανειοληπτριών θα όφειλε να δεχθεί την αναμεταβίβαση του ναυτιλιακού δανείου και να εξοφλήσει στην …………………. το χρέος τους, αναλαμβάνοντας βέβαια και τις υποθήκες που το εξασφάλιζαν, ανεξαρτήτως αν οι δικές της απαιτήσεις από το ομολογιακό δάνειο εξυπηρετούνταν ή όχι, οπότε θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ενεργοποιώντας τις δικές του ασφάλειες. Ανεξαρτήτως πάντως όλων αυτών, στην από 15.4.2011 «Συμφωνία Προαίρεσης», που με τη ρήτρα 6.1 αυτής συμφωνήθηκε να διέπεται τόσον η ίδια όσον και η άσκηση εκάστης option από το ελληνικό δίκαιο, περιελήφθησαν οι όροι που είχε θέσει η …………………. και, συγκεκριμένα, προβλέφθηκε η αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης του ναυτιλιακού δανείου με πρωτοβουλία είτε αυτής, με τη μορφή της put option είτε της ………………….. με τη μορφή της call option. Ειδικότερα, στον όρο 3 αυτής, που τιτλοφορήθηκε «Επαναπόκτηση της έννομης σχέσης από την …………………. με πρωτοβουλία της ………………….. (Call Option)» ορίστηκε ότι «3.1 Οποτεδήποτε εφεξής, η …………………. κατά τους όρους της παρούσας ρήτρας δικαιούται με δικαίωμα προαίρεσης, να επαναποκτήσει και η…………………. υποχρεούται, να αναμεταβιβάσει προς την …………………., το σύνολο των δικαιωμάτων και απαιτήσεων που απορρέουν από την ως άνω Σύμβαση Δανείου, όπως θα έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο άσκησης του εν λόγω δικαιώματος (Call Option) εκ μέρους της …………………. (σύμβαση αναμεταβίβασης έννομης σχέσης) ελεύθερα από κάθε ενεχυρίαση ή κατάσχεση ή συμψηφισμό και γενικά από κάθε βάρος, αξίωση ή άλλο δικαίωμα τρίτου. 3.2 Το δικαίωμα προαίρεσης της ρήτρας 3.1 θα ασκείται με μονομερή ανέκκλητη έγγραφη δήλωση της …………………., απευθυντέας προς την…………………., όπου θα ορίζεται ο χρόνος αναμεταβίβασης. Η δήλωση αυτή θα πρέπει να περιέλθει στην…………………. τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν τον οριζόμενο στη δήλωση χρόνο αναμεταβίβασης, η οποία ημέρα θα πρέπει να είναι και αυτή εργάσιμη. Την αυτή ημέρα που ορίσθηκε ως χρόνος αναμεταβίβασης, η …………………. θα καταβάλλει στην…………………. το ισόποσο της οφειλόμενης από τον Οφειλέτη απαίτησης εκ του δανείου (κεφάλαιο πλέον τόκων και λοιπών εξόδων), με την ίδια ημερομηνία τοκοφορίας (valeur), εφόσον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν τον οριζόμενο στη δήλωση χρόνο αναμεταβίβασης, η…………………. ενημερώσει την …………………. για το ακριβές ποσό της ως άνω απαίτησης. Από εκείνο το χρονικό σημείο και εφόσον πραγματοποιηθεί η πλήρης εξόφληση της απαίτησης, η αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης της Σύμβασης Δανείου θα συντελεσθεί διά της υπογραφής Εγγράφου Μεταβίβασης (Transfer Certificate), αντίγραφο του οποίου προσαρτάται στην παρούσα. 3.3 Σε περίπτωση παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της…………………. του ασκηθησομένου δικαιώματος προαίρεσης κατά τη ρήτρα 3.1 της παρούσας από την …………………., τότε η τελευταία θα έχει σωρευτικά κατ’ επιλογή τα παρακάτω δικαιώματα: (α) να προσφύγει στα δικαστήρια σύμφωνα με τη ρήτρα 6 της παρούσας για την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως της…………………. προς το σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της Σύμβασης Δανείου καθώς και την ανόρθωση οιασδήποτε ζημίας ήθελε αποδειχθεί εξαιτίας της παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της…………………. του ασκηθέντος δικαιώματος προαίρεσης κατά τη ρήτρα 3.1 της παρούσας από την ………………….. (β) να προσφύγει στα δικαστήρια σύμφωνα με τη ρήτρα 6 της παρούσας για την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά της…………………. ώστε να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στην …………………. το ισόποσο της οφειλόμενης από τον Οφειλέτη απαίτησης εκ του δανείου (κεφάλαιο πλέον τόκων και λοιπών εξόδων), όπως αυτό θα έχει διαμορφωθεί μετά το γεγονός υπερημερίας, το οποίο συνιστά την χρηματική αξίωση/απαίτηση της …………………. κατά της…………………. λόγω του ασκηθησομένου δικαιώματος προαίρεσης (call option) δυνάμει της παρούσας Σύμβασης, επικαλούμενη την παρούσα Σύμβαση σε συνδυασμό με τη Σύμβαση Δανείου καθώς και τις καρτέλλες κίνησης των λογαριασμών, συμφωνηθέντος ήδη διά της παρούσας ότι αντίγραφα ή αποσπάσματα από τα βιβλία της …………………. ενεργούσας ως Αντιπρόσωπος της…………………. κατά τα οριζόμενα κατωτέρω στον όρο 5.1 της παρούσας και υπό την ιδιότητά της ως Διαχειρίστριας Πληρωμών, όπου θα τηρείται ο δανειακός λογαριασμός του Οφειλέτη, στο οποίο εμφαίνονται το ποσό του δανείου και των αναλήψεων με την εκταμίευση, και ακολούθως οι τόκοι και τα τυχόν έξοδα, οι φόροι και κάθε άλλο ποσό που θα οφείλει ο Οφειλέτης, σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης Δανείου και ο οποίος (δανειακός λογαριασμός) θα πιστώνεται με τα καταβαλλόμενα ποσά από τον Οφειλέτη ή και από τρίτους υπέρ αυτού. Επομένως, τα οικεία αποσπάσματα από τα βιβλία της …………………., υπό την ιδιότητά της ως Agent και Security Trustee (Διαχειριστής Πληρωμών), που απεικονίζουν την κίνηση του ή των λογαριασμών του δανείου από την έναρξη τους ή από την τελευταία αναγνώριση του Οφειλέτη θα αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της …………………. κατά της…………………., ακόμη και μετά το κλείσιμο του λογαριασμού ή των λογαριασμών, μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους, επιτρεπομένης όμως ανταπόδειξης. Τα αντίγραφα ή τα αποσπάσματα αυτά συνομολογείται ότι θα εξάγονται, είτε και ως φωτοαντίγραφα είτε θα αναπαράγονται με την ηλεκτρονική μέθοδο κατ’ αποτύπωση των στοιχείων του ηλεκτρονικού υπολογιστή της …………………., είτε με οποιοδήποτε άλλο καθιερωμένο από την τελευταία ή την τραπεζική πρακτική για τις συναλλαγές της τρόπο. (β) να προσφύγει στα δικαστήρια σύμφωνα με τη ρήτρα 6 κατά την τακτική διαδικασία για την ανόρθωση πάσης ζημίας που ήθελε αποδειχθεί εξαιτίας της παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της…………………. του ασκηθέντος δικαιώματος προαίρεσης κατά τη ρήτρα 3.1 της παρούσας από την ………………….». Αντίστοιχα, στον υπό τον τίτλο «Επαναπόκτηση της έννομης σχέσης από την …………………. με πρωτοβουλία της…………………. (Put Option) όρο 4 της ίδιας Συμφωνίας Προαίρεσης προβλέφθηκαν τα ακόλουθα: «4.1 Οποτεδήποτε, εφεξής, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος καταγγελίας (event of default), όπως αυτό ορίζεται στη ρήτρα 22 της Σύμβασης Δανείου, εφόσον το γεγονός καταγγελίας δεν θεραπευθεί/αρθεί μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από την διαπίστωση εκ μέρους της…………………. της επέλευσής του, και με την επιφύλαξη της ρήτρας 5.4, η…………………. κατά τους όρους της παρούσας ρήτρας δικαιούται με δικαίωμα προαίρεσης να αναμεταβιβάσει προς την …………………. και η …………………. υποχρεούται να επαναποκτήσει το σύνολο των δικαιωμάτων και απαιτήσεων που απορρέουν από την ως άνω Σύμβαση Δανείου, όπως θα έχουν διαμορφωθεί κατά τον χρόνο άσκησης του εν λόγω δικαιώματος (Put Option) εκ μέρους της…………………. (σύμβαση αναμεταβίβασης έννομης σχέσης), ελεύθερα από κάθε ενεχυρίαση ή κατάσχεση ή συμψηφισμό και γενικά από κάθε βάρος, αξίωση ή άλλο δικαίωμα τρίτου. 4.2 Το δικαίωμα προαίρεσης της ρήτρας 4.1 θα ασκείται με μονομερή ανέκκλητη έγγραφη δήλωση της…………………., απευθυντέας προς την …………………., η οποία θα περιέχει αφενός την επέλευση του γεγονότος καταγγελίας το οποίο συνεχίστηκε για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών, αφετέρου το χρόνο αναμεταβίβασης. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιέλθει στην …………………. τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν τον οριζόμενο στη δήλωση χρόνο αναμεταβίβασης, η οποία ημέρα θα πρέπει να είναι και αυτή εργάσιμη. Την αυτή ημέρα που ορίσθηκε ως χρόνος αναμεταβίβασης, η…………………. θα εισπράξει από την …………………. το ισόποσο της οφειλόμενης από τον Οφειλέτη απαίτησης εκ του δανείου (κεφάλαιο πλέον τόκων και λοιπών εξόδων), με την ίδια ημερομηνία τοκοφορίας (valeur). Από εκείνο το χρονικό σημείο και εφόσον πραγματοποιηθεί η πλήρης εξόφληση της απαίτησης, η αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης της Σύμβασης Δανείου θα συντελεσθεί διά της υπογραφής Εγγράφου Μεταβίβασης (Transfer Certificate), αντίγραφο του οποίου προσαρτάται στην παρούσα. 4.3 Σε περίπτωση παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της …………………. του ασκηθησομένου δικαιώματος προαίρεσης κατά τη ρήτρα 4.1 της παρούσας από την…………………., τότε η τελευταία θα έχει σωρευτικά κατ’ επιλογή τα παρακάτω δικαιώματα: (α) να προσφύγει στα δικαστήρια σύμφωνα με τη ρήτρα 6 της παρούσας για την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως της …………………. προς το σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της Σύμβασης Δανείου καθώς και την ανόρθωση οιασδήποτε ζημίας ήθελε αποδειχθεί εξαιτίας της παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της …………………. του ασκηθέντος δικαιώματος προαίρεσης κατά τη ρήτρα 4.1 της παρούσας από την………………….. (β) να προσφύγει στα δικαστήρια σύμφωνα με τη ρήτρα 6 της παρούσας για την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά της …………………. ώστε να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στην…………………. το ισόποσο της οφειλόμενης από τον Οφειλέτη απαίτησης εκ του δανείου (κεφάλαιο πλέον τόκων και λοιπών εξόδων), όπως αυτό θα έχει διαμορφωθεί μετά το γεγονός υπερημερίας, το οποίο συνιστά την χρηματική αξίωση/απαίτηση της…………………. κατά της …………………. λόγω του ασκηθησομένου δικαιώματος προαίρεσης (call option) δυνάμει της παρούσας Σύμβασης, επικαλούμενη τη παρούσα Σύμβαση σε συνδυασμό με τη Σύμβαση Δανείου καθώς και τις καρτέλλες κίνησης των λογαριασμών, συμφωνηθέντος ήδη διά της παρούσας ότι αντίγραφα ή αποσπάσματα από τα βιβλία της…………………. που εμφανίζουν την κίνηση του ή των λογαριασμών του δανείου από την έναρξή τους ή από την τελευταία αναγνώριση του Οφειλέτη θα αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της…………………. κατά της …………………., ακόμα και μετά το κλείσιμο του λογαριασμού ή των λογαριασμών μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους, επιτρεπομένης όμως ανταπόδειξης. Τα αντίγραφα ή τα αποσπάσματα αυτά συνομολογείται ότι θα εξάγονται, είτε και ως φωτοαντίγραφα είτε θα αναπαράγονται με την ηλεκτρονική μέθοδο κατ’ αποτύπωση των στοιχείων του ηλεκτρονικού υπολογιστή της…………………., είτε με οποιοδήποτε άλλο καθιερωμένο από την τελευταία ή την τραπεζική πρακτική για τις συναλλαγές της τρόπο. (γ) να προσφύγει στα δικαστήρια σύμφωνα με τη ρήτρα 6 κατά την τακτική διαδικασία για την ανόρθωση πάσης ζημίας που ήθελε αποδειχθεί εξαιτίας της παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της …………………. του ασκηθέντος δικαιώματος προαίρεσης κατά τη ρήτρα 4.1 της παρούσας από την………………….». Από το περιεχόμενο των συγκεκριμένων όρων, που αφού περιελήφθησαν σε συμβατικό κείμενο σημαίνει ότι έγιναν αποδεκτοί από κοινού, συνάγεται ότι η «Συμφωνία Προαιρέσεως» απομακρύνθηκε από τα διαλαμβανόμενα στην από 15.4.2011 επιστολή της …………………., την οποία και υπερέβη, με αποτέλεσμα αυτή, μη μετουσιωθείσα σε σύμβαση, να παραμείνει απλή πρόταση, κατά την έννοια του άρθρου 185 ΑΚ, αφού επί των σημείων που έθεσε η …………………. δεν επήλθε συμφωνία, κατά την έννοια των άρθρων 189 και 192 ΑΚ. Από δε την αξιολόγηση των ίδιων συμβατικών όρων προκύπτει, επιπλέον, ότι το σύμφωνο προαιρέσεως διεύρυνε, έναντι της ως άνω επιστολής, τα δικαιώματα αμφοτέρων των συμβαλλομένων. Της μεν …………………. επειδή της παρείχε την ευχέρεια να αναλάβει το ναυτιλιακό δάνειο ακόμα και αν αυτό εξυπηρετούταν κανονικά, με αποτέλεσμα κατά την (ομαλή) εξελικτική του πορεία, προεχόντως να οφείλεται τίμημα επαναγοράς χαμηλότερο από το ποσό που εισέπραξε ως αντάλλαγμα της μεταβίβασής του και, περαιτέρω, αφενός, να αυξάνεται η φερεγγυότητα των δανειοληπτριών και, αφετέρου, να ενδυναμώνονται οι ασφάλειές του, αφού οι ναυτικές υποθήκες θα εξασφάλιζαν συνεχώς μειούμενο δάνεισμα, της δε…………………. επειδή της παρείχε πρόσθετη ασφάλεια έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας των δανειοληπτριών, που κατά τον κρίσιμο χρόνο (15.4.2011) δεν είχαν περιέλθει σε υπερημερία, αφού το δάνειο διάνυε ακόμα την περίοδο χάριτος. Στην ίδια περίπτωση, της ομαλής εξέλιξης του ναυτιλιακού δανείου, η δυνατότητα της οποτεδήποτε αναλήψεώς του από την ………. της παρείχε ασφάλεια και έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας της …… (μολονότι τα δύο [2] δάνεια συνέδεε μόνον η πραγματική κατάσταση και όχι οποιαδήποτε νομική πράξη) και του προσωπικού ασφαλειοδότη της ……., αφού θα μπορούσε να εξισορροπήσει τις απώλειες από την υπερημερία της ………… με την επαναπόκτηση εξυπηρετούμενου δανείου. Από την άποψη αυτή, σημειωτέον, η επιστολή της …… θα λειτουργούσε σε βάρος της, αφού θα μπορούσε να αντικρούσει την άσκηση της δικής της option, η οποία θα ήταν εκτεθειμένη στην αντίρρηση ότι ασκείται καθ’ υπέρβαση των υπεσχημένων με την επιστολή, κατά την οποία το δικαίωμά της δεν ήταν χρονικά απεριόριστο αλλά μπορούσε να ασκηθεί μόνον μέχρι την επίτευξη της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ……….. Αντιθέτως, η δυνατότητα της …………. να επαναμεταβιβάσει το ναυτιλιακό δάνειο συμφωνήθηκε να εκτείνεται χρονικά μέχρι την αποπληρωμή και της τελευταίας δόσης του, αφού τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της εμφανίσεως γεγονότος καταγγελίας της δανειακής σύμβασης από τη [νέα] δανείστρια, προφανώς [και] λόγω υπερημερίας των δανειοληπτριών, ενδεχόμενο τότε (στις 15.4.2011) μόνον πιθανό, αφού δεν είχε μεσολαβήσει αθέτηση της σύμβασης ή αναδιάρθρωση του δανείου (που, όπως πιο κάτω θα εκτεθεί, συνέβη μεταγενέστερα) και, πάντως, οπωσδήποτε μέλλον και αβέβαιο. Η option, επομένως, της ……….. θα μπορούσε θεωρητικά να ασκηθεί μέχρι το έτος 2020, εντός του οποίου είχε οριστεί η δήλη ημέρα εξοφλήσεως του ναυτιλιακού δανείου. Επιπλέον, η ……………., σε περίπτωση πληρώσεως της αναβλητικής αιρέσεως, θα απαλλασσόταν από τα έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση των απαιτήσεών της, τις οποίες θα εισέπραττε από πιστωτικό ίδρυμα, ενώ παράλληλα θα αναμεταβίβαζε τις ναυτικές υποθήκες μόνον αφού θα είχε εισπράξει το αντάλλαγμα. Κατά τη «Συμφωνία Προαιρέσεως» πιστωτικός κίνδυνος για την …….. δεν θα ανέκυπτε, αφού αυτή, και αν ακόμα οι δανειολήπτριες δεν εξυπηρετούσαν το ναυτιλιακό δάνειο, θα είχε τη δυνατότητα να ζητήσει πληρωμή είτε από αυτές είτε από τους εγγυητές τους είτε επισπεύδοντας αναγκαστική εκτέλεση στα ενυπόθηκα πλοία είτε ασκώντας το δικαίωμα προαιρέσεώς της έναντι της ………… Κίνδυνος, όμως, δεν θα ανέκυπτε ούτε για την τελευταία, αφού σε περίπτωση υπερημερίας των δανειοληπτριών και αναστροφής του ναυτιλιακού δανείου θα είχε τη δυνατότητα, αφού το επανακτήσει καταβάλλοντας τη δανειακή οφειλή, να ασκήσει τα δικαιώματα του δανειστή εναντίον των ιδίων και των εγγυητών τους ή να εκπλειστηριάσει τα ενυπόθηκα πλοία. Κίνδυνος γι’ αυτήν (……….) δεν ελλόχευε ούτε σε περίπτωση επιδεινώσεως της συμβατικής θέσης της ως [νέας] δανείστριας, μετά την άσκηση της put option από την αντισυμβαλλόμενή της, οφειλόμενης σε προηγούμενες ενέργειες (επιζήμιες πράξεις ή παραλείψεις της ……. κατά το χρόνο που εκείνη θα είχε την ιδιότητα του δανειστή), καθώς το ενδεχόμενο αυτό αποκλείστηκε συμβατικά. Ειδικότερα, στον όρο 5.4 της ως άνω «Συμφωνίας προαιρέσεως», ορίστηκε ότι «Η ………… δηλώνει και αποδέχεται με την παρούσα, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα ρητή υποχρέωση προς τούτο, ότι προκειμένου να δύναται να ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης για την αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης της Σύμβασης Δανείου (Put Option) σύμφωνα με τα οριζόμενα ανωτέρω στη ρήτρα 4, η Σύμβαση Δανείου που έχει ήδη μεταβιβασθεί, θα συνεχίσει να διέπεται από τους αυτούς ουσιώδεις όρους και συμφωνίες. Για οποιαδήποτε ουσιώδη τροποποίηση αυτής, ενόσω εκκρεμεί η άσκηση του δικαιώματος επαναπόκτησης σύμφωνα με την παρούσα, θα πρέπει προηγουμένως να έχει παρασχεθεί η σχετική συναίνεση προς τούτο από την ………., την οποία δεν θα δύναται να αρνηθεί δίχως εύλογη αιτία». Με τη ρήτρα αυτή κατέστη σαφές ότι για να ασκηθεί επιτρεπτώς από την …………….. το δικό της δικαίωμα προαιρέσεως θα έπρεπε για οποιαδήποτε ουσιώδη τροποποίηση της δανειακής σύμβασης να εξασφαλίσει την προηγούμενη συναίνεση της αντισυμβαλλόμενής της, ενδεχόμενη άρνηση της οποίας ορίστηκε ότι θα πρέπει να είναι εύλογη. Τη θέση της ………….., ως δεσμευόμενης από την put option που είχε παρασχεθεί συμβατικά στην αντισυμβαλλόμενή της, ενδυνάμωναν αντικειμενικά οι ρήτρες 5.1 και 5.2 της «Συμφωνίας Προαιρέσεως» (μολονότι τέθηκαν προς το κοινό συμφέρον, προκειμένου, αφενός, να διατηρεί η δεσμευόμενη τον έλεγχο των λογαριασμών του δανείου, ώστε να είναι σε θέση να διαπιστώσει το αληθές ύψος της οφειλής της σε περίπτωση ασκήσεως της option της …………….. και, αφετέρου, τη χρηματοδότηση της ……… να μην καθυστερήσει η διαδικασία καταργήσεως των ασφαλειών στο όνομα της …………. και η επανασύστασή τους στο όνομα της ……………………), καθόσον με αυτές συμφωνήθηκε ότι η πρώτη θα διατηρούσε την ιδιότητά της ως agent και security trustee, θα ενεργούσε δε στο εξής ως αντιπρόσωπος της δεύτερης για την παρακολούθηση της είσπραξης των απαιτήσεων εκ του δανείου, για την απόδοση στην [νέα] δανείστρια των εισπραττόμενων και για την λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου κατά των οφειλετριών με σκοπό την έγκαιρη εκ μέρους τους καταβολή των απαιτήσεων. Σημειωτέον ότι οι ρήτρες αυτές αποτύπωσαν στο συμβατικό κείμενο τις λοιπές προϋποθέσεις που είχε θέσει η ………… στις 8.4.2011, προκειμένου να αναδεχθεί το ναυτιλιακό δάνειο και ότι οι προϋποθέσεις αυτές διαμορφώθηκαν ως συμβατικά δικαιώματα της ………, όπως ήταν εύλογο, αφού τελικά παρασχέθηκε και σ’ αυτήν δικαίωμα προαιρέσεως. Αντιθέτως, βάσει της συμβατικής (με τη «Συμφωνία Προαιρέσεως) κατανομής των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών η ……….. παρέμενε εκτεθειμένη μόνον στον κίνδυνο της δικής της αδυναμίας καταβολής του ανταλλάγματος για την αναμεταβίβαση του ναυτιλιακού δανείου κατά το χρόνο διαπίστωσης από την ……….. της επελεύσεως γεγονότος που θα δικαιολογούσε την καταγγελία του. Ο κίνδυνος αυτός ήταν πραγματικός και ανέκυπτε εξαιτίας της μη αμφισβητούμενης ελαττωμένης ρευστότητας της …………. κατά το χρόνο συνομολογήσεως της «Συμφωνίας Προαιρέσεως», η οποία άλλωστε επιβεβαιώνεται τόσον από το γεγονός ότι η μεταβίβαση του ναυτιλιακού δανείου έγινε ακριβώς για την παροχή προς αυτήν ρευστότητας, όπως αναγράφηκε στο από 8.4.2011 έγγραφο της εισηγητικής επιτροπής της ενάγουσας, όσον και από το ότι σε σύντομο μετά από αυτήν χρόνο, δυνάμει της με αριθμό 9.250/9.10.2011 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 2246/9.10.2011), ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της …………………. και τέθηκε αυτή σε ειδική εκκαθάριση, κατ’ εφαρμογήν των οριζομένων στα άρθρα 63 Β – Ε του Ν. 3601/2007, όπως είχαν τροποποιηθεί με το Ν. 4021/2011 (ΦΕΚ Α 218), που προέβλεπαν ότι χάριν της προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να τεθεί σε ειδική εκκαθάριση [και] λόγω της διαφαινόμενης αδυναμίας του να ανακάμψει ή να λάβει μέτρα για την αποτροπή της κατάρρευσής του. Κατόπιν της μεταβολής αυτής οι συμβατικές προς τρίτους σχέσεις της …………………. μεταβιβάστηκαν σε νεοσυσταθέν [μεταβατικό] πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «………………….» και το διακριτικό τίτλο «………….», που υπεισήλθε στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της αρχικής δανείστριας …………………., ως ειδική διάδοχός της. Ανεξαρτήτως πάντως των περιστάσεων κατά τη σύναψή της, η από 15.4.2011 «Συμφωνία Προαιρέσεως» κατανέμει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών με τρόπο που εξισορροπεί τα οικονομικά συμφέροντα των συμβαλλόμενων, αφού αναγνωρίζει εκατέρωθεν ευχέρειες, συνοδευόμενες από αντίστοιχες υποχρεώσεις.

ΧΙ. Παρά ταύτα, η εκκαλούσα με τους τέταρτο και ενδέκατο λόγους του κυρίου δικογράφου της έφεσής της αμφισβητεί το κύρος του εν λόγω συμφώνου προαιρέσεως, πλήττοντας αυτό κατ’ ένσταση για ακυρότητα λόγω εικονικότητας και λόγω ανηθικότητας. Ειδικότερα, Α] ως προς την εικονικότητα του συμφώνου προαιρέσεως η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι ενόψει, αφενός, του σκοπού της αρχικής εκχώρησης του ναυτιλιακού δανείου, που συνίστατο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων αμφοτέρων της ………. ….. και του ……. και, συγκεκριμένα, στην, δια του ανταλλάγματός της, χρηματοδότηση της ……. και, μέσω αυτής, στη διευκόλυνση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ………. και, αφετέρου, του περιεχομένου της από 15.4.2011 επιστολής της ………… (που χαρακτηρίζει ως «αντέγγραφο» της ταυθήμερης «Συμφωνίας Προαιρέσεως»), η πραγματική συμφωνία των δύο [2] πιστωτικών ιδρυμάτων ήταν η αναστροφή της εκχώρησης του ναυτιλιακού δανείου να είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση αποτυχίας της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ……………, καθώς, σε κάθε άλλη περίπτωση, το εν λόγω σύμφωνο προαιρέσεως δεν διατηρούσε κανένα λογικό, επιχειρηματικό ή οικονομικό νόημα, «…πολύ περισσότερο μάλιστα που και οι δύο τράπεζας γνώριζαν ότι η Τράπεζα …… δεν είχε ρευστότητα για να επιστρέψει ένα τέτοιο ποσό…» (σελ. 39 του εφετηρίου). Υπό τα εκτιθέμενα η επικαλούμενη εικονικότητα είναι σχετική, αφού τα μέρη θέλησαν να συμφωνήσουν, αντί της (εμφανούς) αναστροφής του ναυτιλιακού δανείου σε περίπτωση υπερημερίας των δανειοληπτριών, την (υποκρυπτόμενη) αναστροφή του ιδίου δανείου σε περίπτωση (και μόνον τότε) αποτυχίας, έστω και ανυπαιτίως, αξιοποίησης της ρευστότητας που έλαβε η ……….. από την ………. προς όφελος της ……… και των συμφερόντων του ……….. Με βάση όσα αμέσως ανωτέρω (υπό στοιχ. Χ της παρούσας) απεδείχθησαν ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσας δεν είναι βάσιμος για περισσότερους λόγους. Καταρχάς, προϋποθέτει ότι η επικαλούμενη ως «πραγματική» συμφωνία των αντιδίκων περιελήφθη σε συμβατικό κείμενο. Τούτο όμως δεν αληθεύει, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, το περιεχόμενο της από 15.4.2011 επιστολής της ………. δεν έτυχε κοινής αποδοχής και επ’ αυτού δεν επήλθε κοινή συμφωνία. Επομένως, δεν υφίσταται «άλλη» (υποκρυπτόμενη) σύμβαση πέραν της από 15.4.2011 «Συμφωνίας Προαιρέσεως». Κατά δεύτερον, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν επιβεβαιώνεται ότι (τουλάχιστον) η ………… «θέλησε» (κατά την έννοια του άρθρου 138 § 2 ΑΚ) οποτεδήποτε τη σύναψη συμφωνίας που να της δίδει δικαίωμα προαιρέσεως μόνον βραχυπρόθεσμα, δηλαδή σε περίπτωση αποτυχίας της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ………………….. Αντιθέτως, από το από 8.4.2011 «έγγραφο καθορισμού ορίου» και από την από 15.4.2011 «Συμφωνία Προαιρέσεως» προκύπτει ότι η …………………. μονίμως αποσκοπούσε να της παρασχεθεί δικαίωμα προαιρέσεως, υπό την αναβλητική μεν αίρεση της υπερημερίας των οφειλετριών εκ του ναυτιλιακού δανείου αλλά χρονικώς απεριόριστο, δηλαδή δυνάμενο να ασκηθεί μέχρι την αποπληρωμή του, χρονικό σημείο μέχρι το οποίο η αίρεση θέλησε να διατηρείται ηρτημένη. Επομένως, δεν διαπιστώνεται κοινή θέληση των αντιδίκων για την επέλευση αποτελεσμάτων άλλων από αυτά που προβλέφθηκαν στη «Συμφωνία Προαιρέσεως» ούτε κοινή επίγνωση ότι η δικαιοπρακτική δήλωσή τους στην ίδια συμφωνία είναι προσχηματική και δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων που αυτή προέβλεψε. Αλλά και πέραν αυτών, τρίτον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το «αντέγγραφο» αποδίδει το περιεχόμενο συμφωνίας των αντιδίκων, η επικαλούμενη εικονικότητα του επίμαχου συμφώνου προαιρέσεως δεν αφορά ουσιώδη στοιχεία των δύο [2] συμβάσεων, αφού δεν αναφέρεται σε αναγκαίο όρο του πραγματικού εκάστης σύμβασης αλλά σε πρόσθετο και, συγκεκριμένα, σε αίρεση. Πράγματι, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, εν προκειμένω οι συμβληθείσες στη «Συμφωνία Προαιρέσεως» τράπεζας αποσκοπούσαν να ρυθμίσουν το ζήτημα της αναμεταβίβασης του ναυτιλιακού δανείου και, όντως, αυτό ρύθμισαν. Προς τούτο συμφώνησαν στα ουσιώδη στοιχεία της μεταξύ τους συμβάσεως, δηλαδή ως προς το αντικείμενό της (το πωλούμενο δικαίωμα: τις εκ του ναυτιλιακού δανείου απαιτήσεις), ως προς το τίμημα (ίσο προς την δανειακή οφειλή κατά το χρόνο της αναμεταβίβασης), ως προς τη μεταβίβαση του δικαιώματος (κατ’ ενάσκηση διαπλαστικού δικαιώματος [option] εκ μέρους είτε της μιας είτε της άλλης, όπως και ως προς την πληρωμή του τιμήματος. Η δε προσθήκη της αναβλητικής αιρέσεως, που εξάρτησε την άσκηση της option της…………………. από την αθέτηση των δανειακών υποχρεώσεων των συνοφειλετριών, δεν διαμόρφωσε «άλλη» δικαιοπραξία, διαφορετικής νομοτυπικής μορφής από εκείνη που θα διαμόρφωνε η προσθήκη αναβλητικής και πάλι αιρέσεως, που θα εξαρτούσε, όμως, τα αποτελέσματά της από την αποτυχία της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της …………………., αφού η διαφορά του περιεχομένου των αιρέσεων δεν παραλλάσσει το είδος της σκοπούμενης σύμβασης, που παραμένει σύμφωνο προαίρεσης για την αναμεταβίβαση αιτία πωλήσεως δανειακής σχέσης μεταξύ τραπεζών, χωρίς από μόνη τη διαφορά αυτή να στοιχειοθετείται «άλλη» σύμβαση, υποκρυπτόμενη κάτω από την εικονική, αφού η ίδια συμφωνία υπό οποιαδήποτε αίρεση ήταν ικανή να παραγάγει το ίδιο έννομο αποτέλεσμα, να επιφέρει δηλαδή την αναμεταβίβαση του ναυτιλιακού δανείου. Πάντα δε ταύτα, ανεξαρτήτως του ότι, τέταρτον, εν προκειμένω η εκκαλούσα δεν προσβάλει για εικονικότητα τη σύμβαση που καλείται να εκπληρώσει αλλά το σύμφωνο προαιρέσεως που την προπαρασκεύασε. Με αυτό όμως σκοπήθηκε η αναμεταβίβαση του ναυτιλιακού δανείου στα σοβαρά και όχι φαινομενικά ή κατ’ επίφαση, αφού η …………………. πράγματι θέλησε να της επιστραφεί το ισόποσο της οφειλής των δανειοληπτριών και η …………………. πράγματι θέλησε να επιστρέψει το ποσόν αυτό, χωρίς η εξάρτηση του ηθελημένου αποτελέσματος της συμβάσεως είτε από την υπερημερία των δανειοληπτριών είτε από την αποτυχία της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της …………………. να καθιστά αυτήν εικονική κατά την έννοια του άρθρου 138 ΑΚ. Β] Ως προς την ανηθικότητα του συμφώνου προαιρέσεως η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια «σαφώς λεόντεια συμφωνία», καθώς λειτουργούσε στην πραγματικότητα αποκλειστικά προς όφελος της εφεσίβλητης, η οποία, μολονότι εξυπηρετήθηκε, αποκλειστικά αυτή, από τη χρηματοδότηση της ……., στον κίνδυνο πτωχεύσεως της οποίας ήταν εκτεθειμένη, εντούτοις δεν ανέλαβε κανέναν πιστωτικό κίνδυνο ούτε έναντι του ……….., ο οποίος κατέστη οφειλέτης της …………. ούτε έναντι των οφειλετριών από το ναυτιλιακό δάνειο, αφού «… ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούσε να αναστρέψει τη δανειακή σχέση και να “φορτώσει” τον πιστωτικό κίνδυνο των δανειζομένων στην Τρ. ….. … αλλά και να αξιώσει από την Τρ. ….. ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό του ναυτιλιακού δανείου. Και όλα αυτά χωρίς να γίνεται καμία συζήτηση για επιστροφή εκ μέρους της Τρ. ….. των χρημάτων που δόθηκαν στον ΙΒ και στην ……… !!!!» (σελ. 190 – 191 του εφετηρίου). Ισχυρίζεται ακόμα η εκκαλούσα ότι η ανηθικότητα (αλλά και η καταχρηστικότητα) της «Συμφωνίας Προαιρέσεως» προκύπτει και από το ότι, πρώτον, η ίδια, που δεν είχε καμία ανάμειξη στις συναλλαγές της οιονεί καθολικής δικαιοπαρόχου της (της ………..), δεν απέκτησε κανένα όφελος από τον ένδικη συναλλακτική σχέση «… καθώς η εταιρία …. δεν έχει καταβάλει ούτε ένα ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου το οποίο έλαβε…», δεύτερον, η ……….. δεν είχε κανένα όφελος από την υπέρ αυτής προβλεφθείσα call option, αφού δεν είχε και κανένα κίνητρο να την ασκήσει, διότι «…αφενός μεν είχε καταστεί εξ αρχής σαφές ότι το ναυτιλιακό δάνειο ήταν μη εξυπηρετούμενο, και συνεπώς ουδόλως αποτελούσε κίνητρο η επαναπόκτησή του, αφετέρου δε η Τρ. …. δεν είχε επαρκή ταμειακά διαθέσιμα (ρευστότητα) για να καταβάλει στην Τρ. …. “το ισόποσο της οφειλόμενης από τον Οφειλέτη απαίτησης εκ του δανείου”…, ώστε να ολοκληρωθεί η αναμεταβίβαση με πρωτοβουλία της Τρ. ….» (σελ. 193) και, τρίτον, η put option της αντιδίκου της προβλέφθηκε χρονικά απεριόριστη, αφού δεν τέθηκε καμία προθεσμία, εντός της οποίας έπρεπε να ασκηθεί, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας της ……., η οποία «μέσα στο συμβατικό πλέγμα που δημιουργήθηκε μεταξύ των δύο τραπεζών» δεν έλαβε καμία κάλυψη έναντι της αφερεγγυότητας του ……….., όπως αντιθέτως συνέβη με την αντίδικό της που εξασφαλίστηκε έναντι της αφερεγγυότητας των οφειλετριών εκ του ναυτιλιακού δανείου, αφού απέκτησε τη δυνατότητα «να αντιστρέψει τη δανειακή σχέση» (σελ. 194). Αναφερόμενη α) σε συμβατική σχέση που διαμορφώθηκε με συμφωνία των αντιδίκων αλλά επηρεάστηκε και από τις επιθυμίες και τη συμπεριφορά τρίτων (της ………… και του ………..) και β) σε πρόβλεψη υπέρμετρων εξασφαλίσεων υπέρ της αντιδίκου της με αντίστοιχη δική της υπέρμετρη επιβάρυνση, η εκκαλούσα επικαλείται, όπως εκτιμάται, ανηθικότητα εξωγενή, που εκδηλώθηκε με τη μορφή της καταδυναστεύσεως κατά την έννοια του άρθρου 179 περ. α΄ ΑΚ. Οι ισχυρισμοί της αυτοί είναι αβάσιμοι. Καταρχάς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο χαρακτηρισμός της «Συμφωνίας Προαιρέσεως» ως «λεόντειας» δεν δικαιολογείται, αφού, σύμφωνα με όσα αμέσως ανωτέρω (υπό στοιχ. Χ της παρούσας) απεδείχθησαν, καθαυτή η κατανομή τόσο των κινδύνων όσο και των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών, που με αυτή επιχειρήθηκε, ήταν ισόρροπη (αφού κάθε Τράπεζα ανέλαβε, όπως διαμορφώθηκε η πραγματική κατάσταση, τον κίνδυνο καταρχήν του δικού της δανείου), αν όχι και ευμενέστερη για την …. ………., η οποία αποκτούσε δικαίωμα προαιρέσεως (call option) για την αναμεταβίβαση του ναυτιλιακού δανείου απαλλαγμένο αιρέσεων και δυνάμενο να ασκηθεί οποτεδήποτε, δηλαδή ακόμα και στην περίπτωση που το ομολογιακό δάνειο αποπληρωνόταν κανονικά και μόνον το ναυτιλιακό δάνειο εξελισσόταν ανώμαλα, ενώ, αντιθέτως, η άσκηση της put option της…………………. . τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της περιελεύσεως των συνοφειλετριών του ναυτιλιακού δανείου σε κατάσταση υπερημερίας, ανεξαρτήτως της έκβασης του ομολογιακού δανείου. Ο μόνος δε πραγματικός κίνδυνος στον οποίο η …. ……… εκτέθηκε με το επίμαχο σύμφωνο προαιρέσεως ήταν, όπως ήδη σημειώθηκε, η δική της (για οποιονδήποτε πραγματικό λόγο και, ειδικότερα, εξαιτίας έλλειψης ρευστότητάς της) αδυναμία αποπληρωμής του ανταλλάγματος για την αναμεταβίβαση του ναυτιλιακού δανείου, που θα την εμπόδιζε να επαναποκτήσει τόσο το δικαίωμα της καταγγελίας του σε περίπτωση αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων των δανειοληπτριών, που κατά τη συμφωνία θα έπρεπε να έχει επέλθει ήδη, δηλαδή καθ’ ον χρόνο δανείστρια παρέμενε η …………………., όσο και την εμπράγματη (υποθηκική) αγωγή εναντίον τους. Διευκρινιστικά σημειώνεται ότι η πραγματική κατάσταση των εννόμων σχέσεων των αντιδίκων εξετάζεται, επειδή η επικαλούμενη ανηθικότητα της «Συμφωνίας Προαιρέσεως» αποδίδεται στις περιστάσεις της σύναψεώς της, δηλαδή σε εξωγενή αίτια. Από την πραγματική αυτή κατάσταση συνάγεται ότι κατ’ ουσίαν η …………………. ανέλαβε τον πιστωτικό κίνδυνο ενός [1] δανείου (του ναυτιλιακού), την επιστροφή του οποίου υπερεξασφάλισε, καθιστώντας συμβατικά υπόχρεη προς τούτο την αντίδικό της, ενώ η …………………. ανέλαβε τους πιστωτικούς κινδύνους δύο [2] δανείων, του ομολογιακού και του ναυτιλιακού, έναντι των οποίων εξασφαλίστηκε μόνο για ένα [1], το ομολογιακό. Για να θεωρηθεί, όμως, η συμβατική αυτή κατανομή των κινδύνων εξ αρχής άνιση, κείμενη δηλαδή εκτός των ορίων του εύλογου περιθωρίου επιχειρηματικής διακινδύνευσης (εμπορικού ρίσκου), προϋποτίθεται ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (15.4.2011) αμφότερες οι συμβληθείσες τραπεζικές εταιρίες είχαν επίγνωση της αποτυχίας τόσον της εξυπηρετήσεως και των δύο [2] δανείων όσον και της μη ικανοποίησής τους από τις ασφάλειες που είχαν λάβει κατά του κινδύνου αυτού. Τέτοια (κοινή) επίγνωση, όμως, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν επιβεβαιώνεται. Πράγματι, το ναυτιλιακό δάνειο διάνυε ακόμη τότε (στις 15.4.2011) την περίοδο χάριτος που είχε παρασχεθεί συμβατικά στις δανειολήπτριες και, φυσικά, δεν ήταν ακόμη «μη εξυπηρετούμενο», όπως η εκκαλούσα εσφαλμένα υποστηρίζει, ενώ και το ομολογιακό δάνειο δεν ήταν ακάλυπτο, αφού εξασφαλιζόταν, κατά τα προαναφερθέντα, πολλαπλώς και δη τόσο εμπραγμάτως, με υποθήκευση ακινήτων ιδιοκτησίας της ………………….εκτιμητέας αξίας δεκαεπτά εκατομμυρίων εννιακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (17.950.000 €), όσο και ενοχικώς, με ενέχυρο συσταθέν στις μετοχές της ……….. που προέκυψαν από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της και περιήλθαν στην ……… και στο 80% των μετοχών της ίδιας της ……… αλλά και με (προσωπική) εγγύηση του ……… Σημειώνεται εδώ ότι η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί ότι οι εμπράγματες και προσωπικές διασφαλίσεις του ομολογιακού δανείου, που προβλέφθηκαν στην από 12.4.2011 ως άνω έγγραφη credit analysis πράγματι ελήφθησαν από την απώτερη δικαιοπάροχό της …….. πριν την εκ μέρους της κάλυψη του δανείου αυτού. Μάλιστα, η λήψη προσωπικών υπέρ της ……. εγγυήσεων, όχι μόνον από τον ……. αλλά και από την ως άνω αδελφή του ………. ., επιβεβαιώνεται από την από 28.9.2012 επιστολή που η ……… απέστειλε προς την ……….., με την οποία η οφειλέτρια εκ του ομολογιακού δανείου αναγνώριζε τόσον το ύψος της μέχρι τότε δανειακής οφειλής της, που είχε ανέλθει στο συνολικό χρηματικό ποσόν των δεκαέξι εκατομμυρίων εξακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (16.625.750,92 €), όσον και το δικαίωμα της πιστώτριας Τράπεζας να καταγγείλει τη Σύμβαση Ομολογιακού Δανείου αν μέχρι τις 28.2.2013 δεν είχε καταβληθεί στο σύνολό της η ως άνω οφειλή. Από το έγγραφο αυτό, στο οποίο αναφέρεται ότι αποτελεί ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος της Σύμβασης Ομολογιακού Δανείου και το οποίο προσυπέγραψαν οι ως άνω προσωπικοί εγγυητές της ………, προκύπτει ότι επισπεύσθηκε συμβατικά η λήξη του ομολογιακού δανείου και η δανείστρια απέκτησε δικαίωμα καταγγελίας του (και διενέργειας αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίησή της) μετά την παρέλευση (όχι τριετίας από την 15η.4.2011, όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί αλλά) της 28ης.2.2013, που ορίστηκε ως [νέα] δήλη ημέρα εξοφλήσεως του συνόλου της οφειλής από το ομολογιακό δάνειο. Όμως, όπως περαιτέρω προκύπτει από την από 12.6.2013 εξώδικη δήλωση της …………, η ……… αθέτησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της και το ομολογιακό δάνειο καταγγέλθηκε με συνολική οφειλή ανερχόμενη σε δεκαεπτά εκατομμύρια εννιακόσιες οκτώ χιλιάδες οκτακόσια είκοσι τρία ευρώ και ενενήντα τρία λεπτά (17.908.823,93 €), κατώτερη δηλαδή των ασφαλειών που είχαν συμφωνηθεί και κατέτειναν στην ικανοποίησή της. Παρά ταύτα, η οιονεί καθολική δικαιοπάροχος της εκκαλούσας (η………………….) δεν άσκησε τα δικαιώματά της ούτε τα ενοχικά κατά της ………………….και των εγγυητών της ούτε τα εμπράγματα κατά της βεβαρυμένης ακίνητης ιδιοκτησίας της οφειλέτριάς της, μολονότι, με τις ιδιότητές της ως agent και security trustee του ναυτιλιακού δανείου γνώριζε ότι ήδη από τα τέλη του έτους 2012 οι δανειολήπτριες του ναυτιλιακού δανείου είχαν, όπως πιο κάτω θα εκτεθεί, περιέλθει σε υπερημερία, γεγονός που θα ενεργοποιούσε την ευθύνη της βάσει της επίδικης «Συμφωνίας Προαιρέσεως», έναντι της οποίας όφειλε να καλυφθεί. Τα ίδια δικαιώματα παρέλειψε να ασκήσει και η εκκαλούσα, οιονεί καθολική δικαιοπάροχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………», η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ………… μετά την 22α.11.2013, όταν και καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο η με αριθμό Κ2 – 7010/2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευσή της με αυτήν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 69 και 78 του τότε ισχύοντος ΚΝ 2190/1920. Τον λόγο της παραλείψεώς της αυτής, που αποβαίνει αντικειμενικά προς όφελος της ………………….και των εγγυητών της και για την οποία η εφεσίβλητη ουδεμία ευθύνη φέρει, η εκκαλούσα δεν εξηγεί. Δεν παρορά, βέβαια, το Δικαστήριο ότι, ενώ η εκκαλούσα αρνείται να εκπληρώσει την επίδικη, αναληφθείσα με συμφωνία, υποχρέωσή της, επικαλούμενη ανηθικότητα της συμβατικής αιτίας, διατηρεί ταυτόχρονα έναντι τρίτων, αμέτοχων μεν της ένδικης υποχρεώσεώς της αλλά συνδεόμενων με αυτήν, απαιτήσεις (πολλαπλώς, και εμπραγμάτως) ασφαλισμένες, των οποίων η ικανοποίηση, αν την επεδίωκε (στις 12.6.2013, στις 22.11.2013, στις 27.3.2015 ή και κατά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής), θα μπορούσε να της εξασφαλίσει την αναγκαία ρευστότητα για την εκπλήρωση της επίδικης συμβατικής υποχρέωσης, της οποίας επικαλείται την ανηθικότητα της αιτίας της, για να αρνηθεί ότι την υπέχει. Εξάλλου, αβάσιμος είναι και ο ειδικότερος ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η προβλεφθείσα call option δεν ωφελούσε την απώτερη δικαιοπάροχό της, αφού εκείνη δεν είχε ρευστότητα για να καταβάλει το αντάλλαγμα της αναμεταβίβασης των απαιτήσεων του ναυτιλιακού δανείου, καθόσον με το συγκεκριμένο συμβατικό όρο η …………………. δεν αναλάμβανε υποχρέωση αλλά μόνον δικαίωμα αποκτούσε. Δεν μπορεί, συνεπώς, ο όρος αυτός να θεμελιώσει καταδυνάστευσή της, αφού δεν επέσυρε επιβάρυνσή της και μάλιστα υπέρμετρη. Αντιθέτως, ανισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων υπό τη «Συμφωνία Προαιρέσεως» ενδεικνύει καταρχήν η υπερεξασφάλιση της…………………. .. έναντι των κινδύνων δύο [2] πιστώσεων, της ναυτιλιακής και της ομολογιακής και η ελλιπής εξασφάλιση της ………………….. έναντι του κινδύνου της πιστώσεως που μεταβίβασε στην πρώτη αναγνωρίζοντάς της ταυτόχρονα put option για την περίπτωση υπερημερίας των οφειλετριών του ναυτιλιακού δανείου ως προς την εξόφληση των απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν. Όμως, όπως πιο πάνω στην υπό στοιχ. VIII της παρούσας σκέψη εκτέθηκε, αυτή η δυσαναλογία θα μπορούσε να οδηγήσει στην παραδοχή καταδυνάστευσης και, εντεύθεν, στην κατάφαση ακυρότητας λόγω ανηθικότητας, μόνον αν οφειλόταν στην οικονομική κατωτερότητα και στη συνακόλουθη διαπραγματευτική μειονεξία του ενός μέρους (εδώ της …………………..), που για το λόγο αυτό αποδέχθηκε την άνιση κατανομή των συμβατικών βαρών και πλεονεκτημάτων. Εν προκειμένω, η έλλειψη ρευστότητας της ………………….. είναι μια περίσταση που την εμπόδιζε μεν να εκπληρώσει την υποχρέωση που συνομολόγησε, σαφώς όμως δεν της επέβαλε και να την αναλάβει. Από τη στιγμή μάλιστα που δεν συνδέθηκαν δια της ιδίας συμβάσεως (του επίμαχου συμφώνου προαιρέσεως) τα δύο [2] δάνεια, επιβαλλόταν με οικονομικά κριτήρια να μην την αναλάβει. Δεν αποδεικνύεται όμως (ούτε η εκκαλούσα επικαλείται) ότι για την ανάληψή της υπέστη οποιαδήποτε οικονομική πίεση. Άλλωστε, η επίδικη συμφωνία καταρτίστηκε μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων με επαρκή νομική υποστήριξη, που μπορούσαν να αντιληφθούν τις συνέπειες της συμβάσεως στην κατάρτιση της οποίας ελεύθερα και χωρίς καταναγκασμό προήλθαν. Από την άποψη αυτή δεν τίθεται ζήτημα καταδυναστεύσεως της ………………….., αφού αποδεικνύεται ότι η ελλιπής κατά τα ανωτέρω εξασφάλισή της υπήρξε το αποτέλεσμα ελεύθερης δικαιοπρακτικής επιλογής της και η διαμόρφωση άνισου συμβατικού καθεστώτος δεν οφείλεται σε διατάραξη της συμβατικής της ελευθερίας. Συνεπώς, συμπληρουμένων των σχετικών αιτιολογιών της εκκαλουμένης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι ορθώς οι σχετικοί ισχυρισμοί της εκκαλούσας απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμοι από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και οι ερευνώμενοι κύριοι λόγοι της έφεσης, με τις οποίες υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν και αυτοί ως αβάσιμοι. Μόλις χρειάζεται να σημειωθεί ότι προσβολή της «Συμφωνίας Προαιρέσεως», την οποία τα μέρη κατάρτισαν με ελεύθερη δικαιπρακτική βούληση, κατ’ ενάσκηση της συμβατικής τους ελευθερίας, δεν είναι νοητή για καταχρηστικότητα κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ και, συνεπώς, ούτε για αντίθεση στο νόμο κατά το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς το άρθρο 174 ΑΚ.

ΧΙΙ. Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί και ο δέκατος κύριος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη ως απαράδεκτου του πρωτοδίκως επικουρικά προταθέντος ισχυρισμού της ότι η διαμόρφωση των συμβατικών σχέσεων των διαδίκων με τη «Συμφωνία Προαιρέσεως» κατάστησε την …………………. κατ’ ουσίαν εγγυήτρια των οφειλετριών εκ του ναυτιλιακού δανείου και ότι υπ’ αυτήν την έννοια, αν και «… φυσικά από πουθενά δεν προκύπτει ότι τα μέρη ήθελαν η …….. να καταστεί εγγυητής του δανείου …» (σελ. 84 των από 2.1.2018 συμπληρωματικών πρωτόδικων προτάσεων της εκκαλούσας), το εν λόγω σύμφωνο προαιρέσεως αποτελούσε σύμβαση εγγύησης, γεγονός που καθιστούσε παραδεκτή την προβολή εκ μέρους της των ενστάσεων από τα άρθρα 855 και 862 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι η ευθύνη της εκκαλούσας κατά την από 15.4.2011 «Συμφωνία Προαιρέσεως» είναι ευθύνη αγοραστή δικαιώματος και όχι εγγυητή αλλότριας οφειλής. Διαμορφώθηκε δηλαδή ως κύρια ενοχή και όχι ως παρεπόμενη άλλης, ανεξαρτήτως του ότι, πρώτον, η ενεργοποίησή της προϋπέθετε την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως της ενάγουσας, που με τη σειρά του προϋπέθετε την περιέλευση των δανειοληπτριών του ναυτιλιακού δανείου σε υπερημερία και, δεύτερον, το τίμημα της [ανα]πώλησης του δικαιώματος (δηλαδή των αξιώσεων από το ίδιο δάνειο) εξαρτήθηκε από το ύψος της δανειακής οφειλής κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος προαιρέσεως. Άλλωστε, για την παροχή της (τίμημα) η εκκαλούσα έλαβε αντάλλαγμα (επαναπόκτηση των δανειακών απαιτήσεων και των ασφαλειών τους), γεγονός που καταδεικνύει ότι η σχέση που διαμόρφωσε η «Συμφωνία Προαιρέσεως» δεν ήταν ετεροβαρής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της εναγόμενης, έστω και με άλλη αιτιολογία (ως αόριστους, ελλείψει επικλήσεως τήρησης έγγραφου τύπου για τη δήλωση περί παροχής εγγυήσεως), η οποία πάντως αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθώς έκρινε. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι από το σύνολο των ισχυρισμών της προκύπτει ότι η εκκαλούσα αποδίδει στην αντίδικό της απευλευθερωτικές για την ίδια (ως εγγυήτρια) ενέργειές της, τις οποίες όμως εντοπίζει σε χρόνο μεταγενέστερο της περιέλευσης των πρωτοφειλετριών σε κατάσταση αδυναμίας αποπληρωμής της δανειακής οφειλής τους, όπως και πιο κάτω θα εκτεθεί, με αποτέλεσμα να μη στοιχειοθετείται το πραγματικό της επικαλούμενης διάταξης του άρθρου 862 ΑΚ.

ΧΙΙΙ. Για λόγους ασφάλειας του δικαίου και των συναλλαγών η θεωρία (Α. Γεωργιάδης, Σύμφωνον προαιρέσεως και δικαίωμα προαιρέσεως, 1970, σελ. 269 επομ., Α. Καραμπατζός, ο.π., σελ. 145, Χ. Χασάπης, σε Γ. Σωτηρόπουλου [επιμ.] Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας [Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν 4548/2018], τόμος I, 2020, σελ. 644) και η νομολογία (ΤρΕφΑθ 4648/2014, ο.π., ΕφΑθ. 11154/1995, ο.π., ΕφΑθ. 1212/1975, Αρμ. 1976/36) παγίως δέχονται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα προαιρέσεως υπόκειται σε απόσβεση, προκειμένου ο δεσμευόμενος να μην παραμένει εκτεθειμένος στη νομική αβεβαιότητα εις το διηνεκές. Απόσβεση μπορεί να επέλθει λόγω παρόδου σχετικής προθεσμίας είτε συμβατικώς καθορισμένης είτε ερμηνευτικώς συναγόμενης ή εκ του νόμου προκύπτουσας (με ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 566 § 2, σε όσες περιπτώσεις βέβαια η φύση της σκοπούμενης σύμβασης [ως συμφώνου αναπώλησης πράγματος ή δικαιώματος] και οι συμπαρομαρτούσες περιστάσεις παρέχουν βάση τέτοιας αναλογίας). Η προθεσμία ασκήσεως του δικαιώματος προαιρέσεως, όταν δεν έχει καθοριστεί συμβατικά, πρέπει να είναι εύλογη, ανταποκρινόμενη δηλαδή στο λόγο για τον οποίου τα μέρη επέλεξαν το σύμφωνο προαιρέσεως ως μορφή συμβατικής δεσμεύσεώς τους, που συνίσταται στην παροχή στο δικαιούχο προθεσμίας περισκέψεως, πριν αποφασίσει αν θα ασκήσει το διαπλαστικό του δικαίωμα, χωρίς ταυτόχρονα από την αναμονή αυτή να προκαλείται βλάβη στα περιουσιακά δικαιώματα του δεσμευόμενου. Η δε ερμηνευτική συναγωγή της χρονικής διάρκειας της αποσβεστικής αυτής προθεσμίας πρέπει να στηρίζεται στους όρους τόσο του συμφώνου προαιρέσεως όσο και της σκοπούμενης κύριας σύμβασης (άρθρο 173 ΑΚ) και να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των μερών, όπως αυτά διαμορφώνονται από τις περιστάσεις που επικρατούν κατά το χρόνο αναμονής και κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος προαιρέσεως (άρθρο 200 ΑΚ). Είναι προφανές ότι αν, με βάση τους όρους του συμφώνου προαιρέσεως, η άσκηση αυτή τελεί υπό αναβλητική αίρεση, η προθεσμία αρχίζει από την πλήρωση της αιρέσεως. Αν δε, με βάση και πάλι τα συμφωνηθέντα, η αίρεση μπορεί να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί ηρτημένη με κοινή συμφωνία των μερών, η προθεσμία αρχίζει από το χρόνο εκδηλώσεως της σχετικής ασυμφωνίας τους, οπότε η αίρεση πλέον πληρούται και ο δικαιούχος της option οφείλει εντός εύλογου χρόνου και χωρίς βλάβη του δεσμευόμενου από την καθυστέρηση να ασκήσει το διαπλαστικό του δικαίωμα και να επιφέρει την τελείωση της οριστικής σύμβασης άλλως το δικαίωμά του αυτό θα πρέπει να θεωρείται πλέον αποσβεσθέν. Εξάλλου, κατ’ ενάσκηση της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ), το δικαίωμα προαιρέσεως μπορεί να αποσβεσθεί με μεταγενέστερη αντίθετη συμφωνία των μερών ή και με μονομερή παραίτηση του δικαιούχου είτε ρητή, με δήλωση βουλήσεώς του απευθυντέα προς τον δεσμευόμενο είτε σιωπηρή, συναγόμενη από ενέργειες ή παραλείψεις του, που είτε υποδηλώνουν σαφώς τέτοια βούληση είτε μπορούν να ερμηνευθούν ως βλαπτικές των δικαιωμάτων του δεσμευόμενου  και, επομένως, εμποδίζουσες την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως. Τέτοια πραγματική κατάσταση μπορεί να εμφανιστεί και στην περίπτωση της put option, εφόσον ο δικαιούχος αυτής επιδεινώνει το υπό αναπώληση πράγμα ή δικαίωμα, με αποτέλεσμα να καθιστά ανέφικτη την προσήκουσα και προσοδοφόρο μελλοντική ανάκτησή του από τον δεσμευόμενο (επιχείρημα από τα άρθρα 392 – 394 ΑΚ). Σε κάθε περίπτωση, όμως, τέτοιες ενέργειες πρέπει να έχουν εκδηλωθεί πριν την άσκηση της option του δικαιούχου, διότι στην περίπτωση που είναι μεταγενέστερες αυτής δεν επηρεάζουν το κύρος της άσκησης του διαπλαστικού δικαιώματός του, που έχει επιφέρει ήδη την τελείωση της σκοπούμενης σύμβασης εξ αντικειμένου, ανεξαρτήτως αν ο δεσμευόμενος αμφισβητεί την επέλευση της έννομης αυτής συνέπειας. Οποιαδήποτε τέτοια (μεταγενέστερη) ενέργεια του δικαιούχου της option, που μετά την άσκησή της έχει πλέον καταστεί δανειστής του δεσμευόμενου για την εκπλήρωση της κύριας σύμβασης, δεν μπορεί να αξιολογηθεί σε βάρος του ούτε να θεμελιώσει καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 ΑΚ άσκηση εκ μέρους του της option.

XIV. Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι μετά την έγκυρη σύναψη του ενδίκου συμφώνου προαιρέσεως στις 15.4.2011 και καθ’ ον χρόνο η …………………. είχε καταστεί δανείστρια της ναυτιλιακής πιστώσεως, οι εξ αυτής συνοφειλέτριες εταιρίες ………. και …………. περιήλθαν σε υπερημερία ως προς την αποπληρωμή των δόσεων που έπρεπε να καταβάλουν στις 24.9.2012, στις 28.9.2012, στις 24.12.2012 και στις 28.12.2012, ύψους εκάστης εκατόν εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα δύο δολαρίων ΗΠΑ και πενήντα σεντς (174.552,50 $). Για τη θεραπεία της υπερημερίας τους οι δανειολήπτριες υπέβαλαν στη δανείστρια αίτημα διακανονισμού της αποπληρωμής των δανειακών οφειλών τους. Η …………………. έχοντας προκρίνει την παροχή διευκολύνσεων στις συνοφειλέτριες, που συνιστούσε «ουσιώδη τροποποίηση» των όρων αποπληρωμής του ναυτιλιακού δανείου και, αν γινόταν μονομερώς, θα την εμπόδιζε να ασκήσει στο μέλλον το δικαίωμα προαιρέσεώς της, απευθύνθηκε, ως είχε υποχρέωση από τον όρο 5.4 της από 15.4.2011 «Συμφωνίας Προαιρέσεως», στην   …………………. και ζήτησε τη συναίνεσή της. Με τις ιδιότητες της ειδικής διαδόχου της αρχικής πιστώτριας, της agent και της security trustee αλλά και της δεσμευόμενης από το σύμφωνο προαιρέσεως η [τότε] ……….., με την από 4.1.2013 έγγραφη επιστολή της (αρ. πρωτ. ………..), παρείχε τη συναίνεσή της στην από 16.1.2013 πρόσθετη πράξη της δανειακής σύμβασης, με την οποία τροποποιήθηκε ο όρος 10 της αρχικής σύμβασης χρηματοδότησης και συμφωνήθηκε ότι οι πρώτες δόσεις καθενός δανειακού advance θα καθίσταντο ληξιπρόθεσμες την 14η.1.2013. Με την πρόσθετη αυτή πράξη θεραπεύτηκε η υπερημερία των δανειοληπτριών και το δικαίωμα προαιρέσεως της ενάγουσας εξακολουθούσε να τελεί υπό αναβλητική αίρεση, μη δυνάμενο να ασκηθεί ακόμα. Στη συνέχεια και ενώ σε θέση δεσμευόμενης από τη «Συμφωνία Προαιρέσεως» είχε υπεισέλθει ήδη η …………., η δικαιούχος της put option …………………. διαπίστωσε ότι οι δανειολήπτριες εταιρίες είχαν περιέλθει εκ νέου σε υπερημερία ως προς την καταβολή των δόσεων που αφορούσαν το κεφάλαιο του δανείου και των δόσεων που αντιστοιχούσαν σε τόκους του κεφαλαίου αυτού και ήσαν πληρωτέες στις 24.3 και στις 28.3.2014, συνολικού ύψους εξακοσίων δεκατεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα έξι σεντς (614.500,36 $). Για το λόγο αυτό και έχοντας εγκρίνει αίτημα των δανειοληπτριών για την αναδιάρθρωση του υφισταμένου υπολοίπου του ναυτιλιακού δανείου, που υποβλήθηκε προς θεραπεία της υπερημερίας τους, η …………………., στις 12.6.2014, πριν δηλαδή το ληξιπρόθεσμο και των επόμενων τριμηνιαίων δόσεων του δανείου, απευθύνθηκε με επιστολή της στην δεσμευόμενη και ζήτησε τη συναίνεσή της, προκειμένου να τροποποιηθεί, προς όφελος των δανειοληπτριών, η δανειακή σύμβαση, επιφυλασσόμενη των δικαιωμάτων της από τον όρο 4 του «από 15.4.2011 Εγγράφου Μεταβίβασης», όπως ονόμαζε εκεί την ως άνω «Συμφωνία Προαιρέσεως», συμμορφούμενη έτσι προς τον όρο 5.4 αυτού, αφού η αναδιάρθρωση του ναυτιλιακού δανείου θα συνιστούσε ουσιώδη τροποποίησή του. Με την ίδια επιστολή έγινε υπόμνηση στην δεσμευόμενη …………………… της υποχρέωσής της, την οποία υπείχε ως security trustee του ναυτιλιακού δανείου, να επισπεύσει το άνοιγμα νέων λογαριασμών, προκειμένου σε αυτούς να κατατίθενται οι ναύλοι και τα λοιπά έσοδα από την εκμετάλλευση των ενυπόθηκων πλοίων (earnings accounts), που είχαν ενεχυριαστεί με την από 19.7.2007 δανειακή σύμβαση προς εξασφάλιση της αποπληρωμής της, επειδή οι τηρούμενοι για το σκοπό αυτό εξ αρχής στην …………………. και στη συνέχεια στη . …………………. αντίστοιχοι λογαριασμοί είχαν κλείσει λόγω της συγχωνεύσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων. Από το περιεχόμενο της επιστολής αυτής προκύπτει ότι, παρά την υπερημερία των δανειοληπτριών, στις 12.6.2014 το ναυτιλιακό δάνειο είχε εχέγγυα αποπληρωμής του, αφού τα πλοία παρέμεναν ενυπόθηκα και σε λειτουργία, απέφεραν δε έσοδα από ναύλους, που έπρεπε να κατατίθενται σε δεσμευμένο λογαριασμό, ώστε να εξασφαλίζεται με το επ’ αυτού ενέχυρο η δανειακή απαίτηση. Και τούτο διότι, αν τα πλοία αργούσαν, δεν θα είχε νόημα το άνοιγμα νέων earnings accounts ούτε η αναδιάρθρωση του ναυτιλιακού δανείου εν μέσω της γενικότερης δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας για την οποία έγινε ήδη ανωτέρω λόγος. Παρά ταύτα, η εκκαλούσα δεν είχε ανταποκριθεί μέχρι τις 23.9.2014 στα αιτήματα της εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα η τελευταία να απευθυνθεί με μήνυμα ηλεκτρονικό ταχυδρομείου (e-mail) στον προστηθέντα αυτής ………….. τάσσοντας «προθεσμία έως τις 10 Οκτωβρίου 2014 για να μας δώσετε απάντηση στο αίτημα συναίνεσης που είχαμε κοινοποιήσει με την από 12 Ιουνίου 2014 επιστολή μας…», επισημαίνοντας με έμφαση ότι «…σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας θα ασκήσουμε τα νόμιμα δικαιώματά μας από τα συμβατικά κείμενα, την από 15.4.2011 “Συμφωνία Προαίρεσης για την Αναμεταβίβαση της Έννομης Σχέσης” και τον νόμο». Στις 29.9.2014 ο ……… απάντησε με τον ίδιο τρόπο στον προστηθέντα της εφεσίβλητης και αποστολέα του πιο πάνω e-mail ………….. ότι «… η τράπεζά μας εξετάζει το όλο θέμα…» και επικαλέστηκε «απρόβλεπτους παράγοντες» προς αντιμετώπιση των οποίων «… είναι πιθανόν να χρειαστούμε 1 – 2 εβδομάδες επιπλέον», ενώ στις 6.10.2014 ο ίδιος παρακάλεσε με τον ίδιο τρόπο να τεθεί «… το ζήτημα [της επανασύστασης των ενεχυρικών λογαριασμών] σε αναμονή για λίγο μέχρι να επανέλθουμε με μια τελική επιβεβαίωση επί του σχεδίου της συμβάσεως ενεχύρου». Από τα e-mails αυτά προκύπτει ότι η εφεσίβλητη αναφέρθηκε ρητώς στα δικαιώματά της από την επίμαχη «Συμφωνία Προαιρέσεως», τα οποία η εκκαλούσα, δια του προεστημένου οργάνου της, δεν αντέκρουσε, καθώς δεν επικαλέστηκε ούτε ακυρότητα της συμφωνίας αυτής ούτε άλλο λόγο απαλλαγής της ούτε ότι για την απάντηση του αιτήματος αναδιάρθρωσης του ναυτιλιακού δανείου θα ενεργούσε μόνον υπό την ιδιότητα της ως agent και security trustee. Αρνητικούς της δεσμεύσεώς της ισχυρισμούς η εκκαλούσα προέβαλε το πρώτον αμυνόμενη κατά της από 8.7.2016 αγωγής που η εφεσίβλητη άσκησε εναντίον της, καθώς μέχρι τότε ουδέποτε είχε επικαλεστεί εικονικότητα ή ανηθικότητα της «Συμφωνίας Προαιρέσεως». Στις 9.10.2014 ο ……. επανήλθε και με e-mail προς τον ….., διατυπωμένο σε αυστηρό ύφος, ανέφερε για λογαριασμό της…………………. ……. ότι «Όπως ενημερωθήκαμε από εσάς στις 24/02/14, οι λογαριασμοί Παρακράτησης Δόσεων/Εσόδων έκλεισαν στις 03/01/14. Ενημερωθήκατε στις 27/03/14 ότι έπρεπε να επαναλειτουργήσουν και να ενεχυριασθούν και πάλι όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Μισός χρόνος έχει περάσει και αυτοί οι λογαριασμοί άνοιξαν πρόσφατα και δεν έχουν ακόμη ενεχυριασθεί. Σε συνέχεια των ανωτέρω και του κατωτέρω ηλεκτρονικού σας μηνύματος [ενν. το από 6.10.2014 e-mail] πληροφορηθήκαμε ότι τοποθετείτε και πάλι αυτό το επείγον και σημαντικό θέμα σε αναμονή καθυστερώντας περαιτέρω την εκτέλεση των ενεχύρων. Αυτό το θέμα πρέπει να διορθωθεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα, χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις». Τελικά, στις 16.10.2014 η εκκαλούσα υπέβαλε αναθεωρημένο σχέδιο ενεχύρου, με απάλειψη κάθε αναφοράς στην από 15.4.2011 «Συμφωνία Προαιρέσεως», ωσάν αυτή να μην υπήρχε, με αποτέλεσμα να μην ενεργοποιηθούν ποτέ οι earnings accounts, αφού και η εφεσίβλητη δεν επέμεινε και, ακολούθως, στις 30.12.2014, έστερξε να απαντήσει θετικά στο αίτημα αναδιάρθρωσης του ναυτιλιακού δανείου, μη εκφράζοντας αντίθεση και τονίζοντας ότι «εμπλέκεται αποκλειστικά με την ιδιότητα του Αντιπροσώπου (Agent) και Security Trustee», χωρίς και τότε να αναγνωρίζει την ιδιότητά της ως δεσμευόμενης από την «Συμφωνία Προαιρέσεως», χαρακτηρίζοντας μάλιστα (για πρώτη φορά μετά την έναρξη της παρούσας αντιδικίας) τις τότε ενέργειες της…………………. . ως «ύπουλη απόπειρα εμπλοκής» της σ’ αυτήν. Στο μεταξύ, κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η μεν …………………. ανέμενε απάντηση στο αίτημα αναδιαρθρώσεως του ναυτιλιακού δανείου και η εκκαλούσα κωλυσιεργούσε, αρνούμενη μέχρι τότε (όχι μόνον χωρίς εύλογη αιτία αλλά παντελώς αναιτιολόγητα) να αποδεχθεί ότι της είχε μεταβιβαστεί εκ του νόμου, λόγω της υπ’ αυτής απορροφήσεως της ……………………., η ιδιότητα της δεσμευόμενης από τη «Συμφωνία Προαιρέσεως» και οι εξ αυτής υποχρεώσεις, κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και οι επόμενες δόσεις (κεφαλαίου και τόκων) του ναυτιλιακού δανείου, που έπρεπε κατά τη δανειακή σύμβαση να εξοφληθούν στα τέλη Ιουνίου, Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου του έτους εκείνου (2014), χωρίς καμία από τις δύο [2] εμπλεκόμενες τράπεζας να εξασφαλίζεται από τους ναύλους των πλοίων, που εξακολουθούσαν, όπως δεν αμφισβητείται, να τελούν υπό ναύλωση και τους οποίους εισέπρατταν φυσικά οι δανειολήπτριες πλοιοκτήτριες εταιρίες, αφού, με ευθύνη της εκκαλούσας, δεν κατατίθεντο σε ενεχυριασμένο λογαριασμό, γεγονός που θα εμπόδιζε την ανάληψή τους. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (από 12.6.2014 έως 30.12.2014) η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα προαιρέσεως που της παρείχε η από 15.4.2011 Συμφωνία, διότι είχε ήδη εξαρτήσει την (οριστική) πλήρωση της αιρέσεως, υπό την οποία αυτή τελούσε (την υπερημερία των δανειοληπτριών χωρίς άρση ή θεραπεία της εντός τριάντα [30] ημερών από τη διαπίστωσή της), από την παροχή της συναίνεσης της αντισυμβαλλόμενής της στο αίτημα αναδιάρθρωσης του δανείου, η οποία εκκρεμούσε. Αν το έπραττε μέχρι τις 30.12.2014 και ζητούσε την αναμεταβίβασή του στην ………….., θα ήταν εκτεθειμένη στην αντίρρηση ότι μετέβαλε ουσιωδώς τους όρους του δανείου, το οποίο αναμφίβολα επιδεινώθηκε μετά τις 12.6.2014, αφού κατέστησαν ληξιπρόθεσμες άλλες τρεις [3] δόσεις του, χωρίς τη συναίνεση της δεσμευόμενης, αφού αυτή απέφευγε να απαντήσει στο αίτημα της αναδιάρθρωσης. Η παράλειψή της αυτή ήταν σκόπιμη, αφού, αν μεν απαντούσε θετικά, θα αναγνώριζε την ισχύ του όρου 5.4 της «Συμφωνίας Προαιρέσεως» και αυτής στο σύνολό της, ενώ, αν απαντούσε αρνητικά, θα προκαλούσε την άσκηση του δικαιώματος της αντιδίκου της, το οποίο παράλληλα και πάλι θα αναγνώριζε, αν και την άσκησή του ήθελε να αποφύγει, επειδή αυτονόητα θα την επιβάρυνε με την υποχρέωση αποπληρωμής του ναυτιλιακού δανείου, του οποίου την επιδείνωση είχε ήδη αναιτιολόγητα προκαλέσει. Πάντως, αν απαντούσε αρνητικά στα τέλη του μηνός Ιουνίου 2014 θα παραλάμβανε (δια της επανεκχωρήσεώς της) μια δανειακή απαίτηση εμπραγμάτως εξασφαλισμένη και δυνάμενη να αποπληρωθεί είτε εκουσίως από τις δανειολήπτριες, των οποίων θα έπρεπε να μεριμνήσει ώστε να δεσμεύσει με ενέχυρο τους λογαριασμούς στους οποίους κατατίθεντο οι ναύλοι των εν λειτουργία ακόμα πλοίων τους είτε εξαναγκασμένα, με καταγγελία του δανείου, έκδοση διαταγής πληρωμής κατά των συνοφειλετριών και επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης στα δύο [2] ενυπόθηκα πλοία. Μετά τις εξελίξεις αυτές το ναυτιλιακό δάνειο δεν αναδιαρθρώθηκε και, πριν ακόμα καταστούν ληξιπρόθεσμες οι επόμενες δόσεις των advances αυτού, που έπρεπε να εξοφληθούν στα τέλη του μηνός Μαρτίου 2015, η εφεσίβλητη με την από 12.3.2015 εξώδικη δήλωσή της περί άσκησης  δικαιώματος προαίρεσης και πρόσκλησης με επιφύλαξη δικαιωμάτων, που, όπως δεν αμφισβητείται, επιδόθηκε στην εκκαλούσα την επομένη, άσκησε την option της και όρισε την 27η.3.2015 ως χρόνο αναμεταβίβασης του δανείου, κατά τον οποίο κάλεσε την αντίδικό της να της καταβάλει το ισόποσο της οφειλόμενης από το ναυτιλιακό δάνειο απαίτησης.

ΧV. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι έβδομος και όγδοος (κατά ένα μέρος του) κύριοι και ο πέμπτος καθενός από τα πρόσθετα δικόγραφα λόγοι της έφεσης, από τους οποίους αυτός του δεύτερου πρόσθετου δικογράφου αριθμείται ως δέκατος πρόσθετος και με τους οποίους η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (όσον αφορά την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 566 § 2 ΑΚ) απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη οι επικουρικοί ισχυρισμοί της περί του ότι το δικαίωμα προαιρέσεως της εφεσίβλητης αποσβέσθηκε είτε λόγω της βραδείας ασκήσεώς του είτε λόγω σιωπηρής παραιτήσεώς της από την άσκησή του, που εκδηλώθηκε, αφενός, με την καθυστέρησή της επί ένα [1] έτος να το ασκήσει μετά την περιέλευση των δανειοληπτριών σε κατάσταση υπερημερίας στις 28.3.2014 και, αφετέρου, με την ανοχή της επί μακρόν στην μη εξυπηρέτηση του ναυτιλιακού δανείου, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας της, όταν κλήθηκε να το επαναποκτήσει. Ομοίως απορριπτέος κρίνεται και ο ένατος κύριος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα επικαλούμενη τον όρο 5.4 της «Συμφωνίας Προαιρέσεως», που προαναφέρθηκε, υποστηρίζει ότι δεν δεσμεύεται από αυτήν, επειδή του δανείου που της αναμεταβιβάστηκε είχαν κατά παράβασή του μεταβληθεί ουσιωδώς οι όροι με ευθύνη της εφεσίβλητης, καθόσον 1] ενώ στις 22.8.2015 το πλοίο FF υπέστη σοβαρή βλάβη στο στροφαλοφόρο άξονα της κύριας μηχανής του καθώς βρισκόταν εν πλω από τη Φουτζάιρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων προς λιμένα της Υεμένης και 2] οι ασφαλιστές του στις αρχές του έτους 2016 ενέκριναν την καταβολή μέρους της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ύψους πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (500.000 $) περίπου, η εφεσίβλητη αρνήθηκε την είσπραξη του ποσού αυτού από την πλοιοκτήτρια αλλά επεδίωξε την πίστωσή του «έναντι του υπολοίπου της δανειακής συμβάσεως» και στη συνέχεια 3] το πλοίο FP στις 31.10.2016 κατασχέθηκε στο λιμένα της Ατζμάν των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων λόγω οφειλής της πλοιοκτήτριάς του προς τα εκεί κείμενα ναυπηγεία της εταιρίας «……………..», ύψους ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δεκαπέντε δολαρίων ΗΠΑ (1.484.615 $), εξαιτίας «αδυναμίας της πλοιοκτήτριας και της ενυπόθηκης δανείστριας να επιλύσουν τα χρηματοδοτικά του προβλήματα», ενώ, ακολούθως, 4] στις 30.11.2016 η αρμόδια ναυτιλιακή αρχή του κράτους της σημαίας των πλοίων (Λιβερίας) ανέστειλε την ισχύ των ναυτιλιακών εγγράφων του πλοίου FF, επειδή δεν εξοφλήθηκαν οι προς τους απασχολούμενους σ’ αυτό ναυτικούς οφειλές της πλοιοκτήτριάς του και το πλοίο παρέμενε ανασφάλιστο, κατά παράβαση της λιβεριανής νομοθεσίας. Τα επικαλούμενα αυτά περιστατικά είναι μεταγενέστερα της άσκησης του δικαιώματος προαιρέσεως της εφεσίβλητης και, ακόμα και αν αληθεύουν, δεν ασκούν έννομη επιρροή, αφού έλαβαν χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο η εκκαλούσα είχε αναλάβει τη θέση της δανείστριας από το ναυτιλιακό δάνειο και είχε η ίδια την ευθύνη να τα αποτρέψει ή να τα αντιμετωπίσει, με αποτέλεσμα να μην της παρέχουν κανένα δικαίωμα έναντι της αντιδίκου της. Στα ίδια περιστατικά δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε ισχυρισμός περί καταχρηστικής κατ’ άρθρο 281 ΑΚ ασκήσεως της option της εφεσίβλητης, απορριπτομένων, επομένως, όσων αντίθετων υποστηρίζονται με τον όγδοο κύριο λόγο της ένδικης έφεσης κατά το συναφές μέρος του.

XVI. Κατ’ ακολουθίαν όλων όσων προαναφέρθηκαν και επειδή έτερος λόγος δεν προβάλλεται προς έρευνα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη έφεση και τα πρόσθετα αυτής δικόγραφα κατά τους ευδοκιμήσαντες ως άνω λόγους τους και, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, MονΕφΘεσ. 1221/2017, ΜονΕφΠειρ. 21/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ., ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, ΠειρΝ 2004/160), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, δηλαδή και κατά το μέρος της που δεν έχει ήδη ανατραπεί, συμπεριλαμβανομένης και της περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διατάξεώς της, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί προς κατ’ ουσία εκδίκασή της η υπόθεση, να απορριφθεί ως προς το δεύτερο αίτημά της η αγωγή και να γίνει δεκτή εν μέρει κατά το πρώτο, ως και ουσιαστικά βάσιμη, να καταδικαστεί δε η εναγόμενη στην καταβολή του ισόποσου, κατά το χρόνο της πληρωμής του, σε ευρώ χρηματικού ποσού είκοσι ενός εκατομμυρίων τετρακοσίων πενήντα τριών χιλιάδων εκατόν εξήντα επτά ευρώ και εβδομήντα επτά σεντς (21.453.167,77 $), με το νόμιμο τόκο (υπερημερίας και επιδικίας) από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των δικαιοδοτικών βαθμών, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί εκατέρωθεν αίτημα, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που ανέκυψε κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που κρίθηκαν εφαρμοστέοι (άρθρα 106, 173, 179 και 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως θεωρείται αυτή νικήτρια, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν πλήρως ευνοϊκή γι’ αυτήν (ΑΠ 532/2016, ΜονΕφΠατρ. 142/2018, ΜονΕφΠατρ. 108/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Συνεκδικάζει την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους.

Δέχεται τυπικά και  εν μέρει κατ΄ ουσία την έφεση   και τους πρόσθετους λόγους.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 2444/2020 απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και αναδικάζει την από 31.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/6.9.2017 αγωγή.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται την αγωγή κατά τα λοιπά εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής χρηματικού ποσού είκοσι ενός εκατομμυρίων τετρακοσίων πενήντα τριών χιλιάδων εκατόν εξήντα επτά ευρώ και εβδομήντα επτά σεντς (21.453.167,77 $), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 2 Ιουνίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 7 Νοεμβρίου 2022  με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, από έτερη σύνθεση, λόγω αποχωρήσεως από την Υπηρεσία της Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή και προαγωγής και αναχώρησης της Εφέτη Χαρίκλειας Σαραμαντή, αποτελούμενη από τους Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ και Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτες.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ