Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 665/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    665/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………. ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Νικολάου Νικολαΐδη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. …………, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Αλεξάνδρου Αθανασίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ  και 2. ………………….που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου, Ελένης Γιαννοπούλου.

Ο εκκαλών-αντεφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 15.7.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./28.7.2015 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3459/2019 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς Τμήμα Ναυτικών Διαφορών, το οποίο, κατόπιν της εισαγωγής της σ’αυτό με την από 19.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης ………../13.12.2019 κλήση του ενάγοντος, την συζήτησε και εκδόθηκε επ’αυτής η υπ’αριθμ.3777/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε εν μέρει δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι και συγκεκριμένα ο ενάγων και ήδη εκκαλών – αντεφεσίβλητος, με την από 26.4.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../27.4.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………../13.5.2021 έφεση και η δεύτερη εναγομένη και ήδη αντεκκαλούσα – εφεσίβλητη, με την από 16.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………../17.9.2021 αντέφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν και κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες : α) από 26.4.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./27.4.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../13.5.2021 έφεση του ενάγοντος, ………………., ήδη εκκαλούντος – αντεφεσιβλήτου και β) από 16.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/17.9.2021 αντέφεση της δεύτερης εναγομένης, …………. και ήδη αντεκκαλούσας – εφεσίβλητης,  στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.3777/2020 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σ’αυτό, δυνάμει της υπ’αριθμ.3459/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο ανωτέρω Δικαστήριο και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την εναντίον της εναγομένης – αντεκκαλούσας από 15.7.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./28.7.2015 αγωγή του εκκαλούντος, ενώ την απέρριψε ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, ………….. Η έφεση ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 523 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση, ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η άσκηση της αντέφεσης, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή η άσκηση της πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκηση της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολο της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα από την έφεση όρια. Ως κεφάλαιο, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 523 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως άλλωστε και κατά την ταυτόσημη έννοια του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ σε σχέση με τους πρόσθετους λόγους της έφεσης, είναι κάθε οριστική διάταξη της πρωτόδικης απόφασης που κρίνει για το παραδεκτό ή το βάσιμο κάθε αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική βάση (ΑΠ 132/2004). Αντίθετα, πρόκειται για το αυτό αντικείμενο δίκης και επομένως για το αυτό κεφάλαιο της απόφασης, όταν υπάρχει ταύτιση τόσο ως προς το αίτημα όσο και ως προς την ιστορική βάση. Εξάλλου, αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της απόφασης που εφεσιβλήθηκαν είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαια της παρουσιάζουν, ως προς τα πρώτα, στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας με αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα, που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος αντίθετων ή απλώς ασύμβατων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα εκκληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασης του (ΑΠ 906/2021, ΑΠ 978/20014, ΑΠ 697/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η αντέφεση, που η αντεκκαλούσα άσκησε με το από 16.9.2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συντασσομένης της με αριθμό …………./17.9.2021 σχετικής έκθεσης, ακολούθως δε κοινοποίησε στον αντίδικο, εκκαλούντα-αντεφεσίβλητο, τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του άρθρου 523 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την με επίκληση προσκομιζόμενη υπ’αριθμ………/17.9.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πειραιά, ………….., καθόσον αφορά τα εκκληθέντα με την έφεση κεφάλαια της πρωτόδικης αποφάσεως και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), σε συνεκδίκαση με την έφεση, προς την οποία τελεί σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξη αυτής αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής της προς συζήτηση, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού της χαρακτήρα, χωριστή εκδίκαση τους (ΕφΑθ 2184/2021, ΕφΑθ 2703/2021, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

ΙΙ. Ο ενάγων, …….., στην από 15.7.2015 αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε ως προς το επώνυμο της δεύτερης εναγομένης, από το εσφαλμένο ….. στο ορθό ……, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του ενάγοντος που καταχωρίστηκε στα υπ’ αριθ. 6978/2019 πρακτικά συζήτησης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και με τη σημείωση ότι όλες οι διαδικαστικές πράξεις που είχαν επιχειρηθεί ενώπιον ή υπό του αναρμόδιου Δικαστηρίου είναι έγκυρες και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν, ισχυρίστηκε ότι οι εναγόμενοι, με τα διαλαμβανόμενα, εν γνώσει της αναλήθειας τους, εναντίον του ψευδή γεγονότα, καθώς και τις αναφερόμενες δυσφημιστικές και εξυβριστικές φράσεις και χαρακτηρισμούς, ο μεν πρώτος τούτων με την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου του «Οργανισμού Λιμένος Λαυρίου Α.Ε.», στην υπ’αριθ.πρωτ……/25.5.2011 μηνυτήρια σε βάρος του αναφορά προς το Υπουργείο Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Ναυτιλίας, την υπ’αριθ.πρωτ……/25.5.2011 μηνυτήρια αναφορά του προς το Λιμεναρχείο Λαυρίου και τις από 25.5.2011 και 16.9.2011 ένορκες καταθέσεις του ενώπιον των αρμόδιων ανακριτικών υπαλλήλων, η δε δεύτερη εναγομένη στις από 25.5.2011 και 21.9.2011 ένορκες καταθέσεις της ενώπιον των αρμόδιων ανακριτικών υπαλλήλων και αμφότεροι  εξεταζόμενοι ενόρκως ενώπιον του Ε΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο στις 26.9.2013, κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, για το οποίο αθωώθηκε, αλλά και πειθαρχικής, πρόσβαλαν κατ’εξακολούθηση παράνομα την προσωπικότητα του αμφισβητώντας την επαγγελματική του εντιμότητα, με πρόθεση να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του και ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων υπέστη αφενός περιουσιακή ζημία, που συνίσταται στα δικαστικά έξοδα, συνολικού ποσού 4.201,68 ευρώ, όπως επαρκώς αναλύονται, που υποβλήθηκε τόσο ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων για την υπεράσπιση του και την καταμήνυση των εναγομένων, όσο και ενώπιον των διοικητικών Δικαστηρίων για την ακύρωση και την αναστολή της διοικητικής πράξης θέσης του από 13.11.2012 σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας, αφετέρου δε υπέστη ηθική βλάβη, για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας δικαιούται το ποσό των 150.000 ευρώ, μετ’αφαίρεση του ποσού των 40 ευρώ, που προτίθεται να ζητήσει από το ποινικό Δικαστήριο παριστάμενος, ως πολιτικώς ενάγων. Ακολούθως, μετ’επιτρεπτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, κατ’ άρθρο 223 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του από το Ν. 4335/2015, καθόσον πρόκειται για αγωγή κατατεθείσα πριν την 1.1.2016, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου, την οποία επανέλαβε και με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της παραπομπής, ζήτησε, λόγω της προσβολής της προσωπικότητας του και της εις βάρος του αδικοπραξίας να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον, ως αποζημίωση, το ποσό των 4.201,68 € και, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 75.000 ευρώ, να αναγνωριστεί δε η υποχρέωση τους να του καταβάλουν επιπλέον, εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 75.000 €, εντόκως από τον χρόνο άσκησης της αγωγής, όπως παραδεκτά ζήτησε, κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ με τις πρωτόδικες προτάσεις του, καθώς επίσης να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να άρουν την προσβολή με σχετική δημοσίευση στην εφημερίδα «…………..», να απαγγελθεί σε βάρος τους προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν στη δικαστική του δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός του αιτήματος περί άρσης της προσβολής με σχετική δημοσίευση στην εφημερίδα «…………», το οποίο κρίθηκε απορριπτέο, λόγω αοριστίας, ακολούθως, την απέρριψε κατ’ουσίαν, καθόσον στρεφόταν κατά του πρώτου εναγομένου και την έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν, ως προς την δεύτερη εναγομένη υποχρεώνοντας την να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ, για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες έφεση και αντέφεση αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους αντίστοιχα, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως και αντεφέσεως τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει, ότι για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής όπως είναι μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του. Στην έννοια του “τρίτου”, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι Δικαστές, οι Εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του Δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. ΟλΑΠ 3/2021). Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια και προσβάλλει την τιμή και υπόληψη του προσώπου ως στοιχεία της προσωπικότητας του. Τιμή είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία, που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του, για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον (ΑΠ 271/2012). Παράλληλα για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επιπλέον γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές και ο αναγκαίος προς τούτο άμεσος δόλος του πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν την γνώση αυτή (ΑΠ 496/2021, ΑΠ 1662/2005, ΑΠ 193/2018). Ωστόσο, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, παραμένει, όμως, η απλή δυσφήμηση ως προσβάλλουσα επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Ως δικαιολογημένο ενδιαφέρον νοείται η επιδίωξη σκοπού (δημόσιου ή ιδιωτικού, ηθικής ή υλικής φύσεως), ο οποίος αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως άξιος προστασίας. Βασική περίπτωση της παρούσας δικαιολογητικής περίπτωσης αποτελεί το ότι η προσβλητική της τιμής εξωτερίκευση να ήταν εύλογη και αναγκαία για την προστασία του συμφέροντος του δράστη, δηλαδή ότι αποτελεί, με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο μέτρο προς διαφύλαξη του δικαιώματος, χωρίς το οποίο η διαφύλαξη του δεν ήταν δυνατή. Έχει κριθεί ότι δικαιολογημένο ενδιαφέρον υπάρχει, μεταξύ άλλων, και σε περίπτωση αναφοράς στην προϊστάμενη αρχή, αν έγινε με σκοπό έρευνας της καταγγελίας (ΑΠ 843/87 ΠΧ ΛΖ` 663). Όμως και στις περιπτώσεις αυτές ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η παρανομία, ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν συντρέχει μια από τις προβλεπόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 367 ΠΚ περιπτώσεις, ήτοι η ανωτέρω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση ή όταν από τον τρόπο και από τις περιστάσεις που έγινε αυτή προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού (ΑΠ 343/2016). «Ειδικός σκοπός εξυβρίσεως» ανιχνεύεται στον τρόπο εκδηλώσεως της προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψεως του φερομένου ως ενεργούντος «κατά την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων» ή επί σκοπώ «προστασίας δικαιώματος» ή από «δικαιολογημένο ενδιαφέρον», ο οποίος, καίτοι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό με σκοπό την προσβολή της τιμής του άλλου και εν τέλει την παράδοση του στη δημόσια ανυποληψία (ΑΠ 531/2014, ΕφΠειρ 261/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 5015/2012 ΔΙΜΕΕ 2013, 205, ΕφΑθ 5573/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004, 1052). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 367 παρ.1 ΠΚ, για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικώς και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ, ώστε αιρουμένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, (με την επιφύλαξη του άρθρου 367 παρ.2 ΠΚ), αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 496/2021, ΑΠ 1431/2017, ΑΠ 1904/2008).

Περαιτέρω, προσβολή προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με την προβλεπόμενη από το άρθρο 229 παρ.1 ΠΚ αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια και να απέβλεπε με αυτή την κίνηση ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του αναληθώς εγκαλούντος (ΑΠ 611/2019, ΑΠ169/2019, ΑΠ574/2019, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ως προς τις αξιώσεις, που, κατά τα ανωτέρω, γεννώνται από την προσβολή της προσωπικότητας, γίνεται δεκτό, ότι ως άρση της προσβολής νοείται ο άμεσος παραμερισμός της πράξης, που συνιστά την προσβολή, ώστε να επανέλθει η προηγούμενη κατάσταση. Η άρση επομένως προϋποθέτει, ότι η πράξη της προσβολής είναι παρούσα και ενεργή. Αν η πράξη έχει συντελεστεί και παραμένουν τα αποτελέσματα της προσβολής, δεν νοείται άρση της προσβολής με την έννοια του άρθρου 57 ΑΚ, αλλά γεννώνται αξιώσεις με αποκαταστατικό χαρακτήρα (ικανοποίηση ηθικής βλάβης, αποζημίωση).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 366 παρ. 2 του προισχύσαντος ΠΚ, στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363, 364 και 365, αν το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε δικαστική δίωξη, αναστέλλεται η δίκη για τη δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής δίωξης. Η διάταξη διατηρήθηκε ως έχει και στο νέο ΠΚ . Στο εδ. β΄ της ίδιας παραγράφου όπως επήλθε μια σοβαρή μεταβολή. Στον προισχύσαντα ΠΚ στο εδ. β της παρ 2 του άρθρου 366, τεκμαιρόταν ότι το γεγονός που αφορά η δυσφήμηση είναι αληθινό, αν η απόφαση είναι καταδικαστική και ψευδές, αν η απόφαση είναι αθωωτική, επιτρεπομένης ανταπόδειξης. Το τεκμήριο απαλείφθηκε από την αντίστοιχη διάταξη του Νέου Ποινικού Κώδικα ( αρθρ.366 παρ 2 εδ. β ΠΚ). Σύμφωνα με το εδ. β΄ της παρ 2 του άρθρου 366 νέου ΠΚ, το γεγονός θεωρείται αληθινό αν αφορά πράξη για την οποία έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση (αμετάκλητη) αλλά όχι και το αντίστροφο. Με την νέα διάταξη, το γεγονός δεν τεκμαίρεται πλέον ως ψευδές σε περίπτωση αθώωσης του κατηγορουμένου. Συνεπώς, στις περιπτώσεις του άρθρου 366 παρ. 2 ΠΚ, κατά τις οποίες η απόφαση για το αξιόποινο γεγονός είναι αθωωτική, στη δίκη για την συκοφαντική δυσφήμηση η αλήθεια του γεγονότος εξετάζεται εξ αρχής με βάση την αρχή της ηθικής απόδειξης, χωρίς εισφορά τεκμηρίων από άλλη δίκη. Το αυτό ισχύει και σε περίπτωση της προδικασίας κατά την οποία εξετάζεται έγκληση για συκοφαντική δυσφήμηση. Συνακόλουθα, το ίδιο ισχύει και κατά την εξέταση έγκλησης για ψευδή καταμήνυση όταν αφορά το ίδιο σε σχέση με τη συκοφαντική δυσφήμηση βιοτικό συμβάν. Η νέα αυτή ρύθμιση εναρμονίζεται με τη ρητή δικονομική προϋπόθεση του άρθρου 71 ΚΠΔ (τεκμήριο αθωότητας), χωρίς τούτο να δημιουργεί κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων αλλά αντίθετα εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις μιας δίκαιης δίκης, που δεν θα ξεκινά από τεκμήρια επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο τα οποία έχουν παραχθεί από άλλη δίκη.

IV. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, ………….., που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του παραπέμποντος Δικαστηρίου, Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 28.2.2019 και περιέχεται στα υπ’ αριθ. 6978/2019 πρακτικά δημόσια συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, …………., και την ανωμοτί εξέταση της ίδιας της εναγομένης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, τις υπ’αριθμ….., ….. και …./6.3.2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, …………., αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που συντάχθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος-αντεφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης των εναγομένων -εφεσιβλήτου – αντεκκαλούσας (υπ’ αριθ. .. και … /1.3.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, . …..), την υπ’αριθ…../17.2.2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Λαυρίου (όπως η ορθή ημερομηνία σύνταξης αυτής αντί του προφανώς εκ παραδρομής αναγραφόμενου «17 Δεκεμβρίου», σαφώς προκύπτει από την ημερομηνία έκδοσης και θεώρησης ακριβούς αντιγράφου της, καθώς και από την σχετική κλήση προς τον ενάγοντα), που δόθηκε επιμελεία της εναγομένης – εφεσιβλήτου – αντεκκαλούσας, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος – αντεφεσιβλήτου, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ. …./12.2.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ………..), που εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως κάθε μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας που προηγήθηκε, τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα, ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1349/2008, ΕφΘεσ 2152/2017, ΕφΘεσ 243/2009, ΕφΔωδ 199/2009, ΕφΔωδ 9/2007 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων, ήδη εκκαλών, …………., Πλοίαρχος Α΄ Τάξης του Ε.Ν., προσλήφθηκε, κατόπιν διαγωνισμού του ΑΣΕΠ, το έτος 2002, ως Πλοηγός, στον λιμένα Πειραιώς, όπου υπηρέτησε έως τις 12.7.2008, οπότε μεταφέρθηκε στον λιμένα Λαυρίου, στον οποίο υπηρέτησε ως ο μοναδικός Πλοηγός του Πλοηγικού Σταθμού Λαυρίου έως και τον χρόνο συζήτησης της αγωγής. Ειδικότερα, ο ενάγων είχε υποχρέωση πλοήγησης όλων των πλοίων με ξένη σημαία, ανεξαρτήτως είδους και χωρητικότητας, καθώς και των υπό ελληνική σημαία πλοίων άνω των 1.300 κ.ο.χ., που απέπλεαν και κατέπλεαν στο λιμάνι του Λαυρίου. Ο πρώτος εναγόμενος, ήδη εφεσίβλητος, …………, διετέλεσε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Οργανισμού Λιμένος Λαυρίου (Ο.Λ.Λ.) από τις 18.6.2010 έως και τις 2.1.2012, ενώ η δεύτερη εναγομένη, …………., ήδη εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα, τυγχάνει ναυτική πράκτορας δραστηριοποιούμενη στον λιμένα του Λαυρίου από το έτος 1987 πρακτορεύοντας κυρίως φορτηγά ποντοπόρα πλοία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ως άνω ιδιότητα του, υπέβαλε προς το Υπουργείο Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας το υπ’ αριθ. ……/25.5.2011 έγγραφο κοινοποιούμενο προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Λαυρίου, το οποίο είχε το ακόλουθο περιεχόμενο: «Μετά την επιτυχή πρόσφατη έναρξη δρομολογίων από το λιμάνι του Λαυρίου του κρουαζιερόπλοιου “LC” (7 αφίξεις), εκπρόσωποι εταιρείας κρουαζιεροπλοίων μας επισκέφθηκαν στις 24/5/2011 και συμφώνησαν με τον Ο.Λ.Λ.Α.Ε. για το πρόγραμμα αφίξεων δύο κρουαζιεροπλοίων τουρκικών συμφερόντων, των “AVH” και “S” (… και …. αφίξεις αντίστοιχα). Αφού οι εν λόγω πράκτορες επισκέφθηκαν και συμφώνησαν μαζί μας αλλά και με όλες τις εμπλεκόμενες τοπικές Υπηρεσίες (Τελωνείο, Τμήμα Αλλοδαπών, Δήμο Λαυρεωτικής κλπ.), ήλθαν σε επαφή με τον Πλοηγό του Λιμένα, ο οποίος, όπως με πληροφόρησαν, παρουσίασε το λιμάνι ως «ακατάλληλο» για προσέγγιση κρουαζιεροπλοίων και ότι τα κρουαζιερόπλοια θα έχουν πολλά και συχνά προβλήματα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν πνέουν άνεμοι, ακόμη και 6Bf. Ως αποτέλεσμα αυτής της πληροφόρησης από τον Πλοηγό του Λιμένος Λαυρίου, οι πράκτορες μας ανακοίνωσαν ότι μελετούν την απένταξη του Λαυρίου από τα δρομολόγια αυτών των κρουαζιεροπλοίων. Υπενθυμίζω ότι ο ίδιος Πλοηγός δημιούργησε προ μηνών τα ίδια προβλήματα στην έναρξη των δρομολογίων των πλοίων RO-RO εξωτερικού της εταιρείας  ……. (Ισραήλ-Κύπρος-Ελλάδα). Με την παρέμβαση τότε των Υπηρεσιών της ΓΓΛΛΠ, ο Πλοηγός συνεμορφώθη και έκτοτε τα δρομολόγια των πλοίων εκτελούνται κανονικά. Ερωτάται το Υπουργείο κατά πόσον ο (ένας και μοναδικός) Πλοηγός για το λιμάνι Λαυρίου έχει τη δυνατότητα, επικαλούμενος την «ασφάλεια» των πλοίων (αμάχητο επιχείρημα που αφοπλίζει οποιαδήποτε αντίθετη άποψη) να υποβαθμίζει τη λειτουργία του Λιμένα και να αποτρέπει την πληρέστερη δυνατή εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του. Μήπως θα έπρεπε η αρμόδια Υπηρεσία του ΥΘΥΝΑΛ να εξετάσει είτε τη στελέχωση του Πλοηγικού Σταθμού Λαυρίου με ένα ακόμη Πλοηγό, είτε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ώστε να γνωρίζει και ο Ο.Λ.Λ.Α.Ε. αν μπορεί και σε ποιο βαθμό να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες του Λιμένα Λαυρίου. Παρακαλώ για τις δικές σας ενέργειες». Επίσης, την ίδια ημέρα, ο πρώτος εναγόμενος υπέβαλε προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Λαυρίου το υπ’ αριθ. πρωτ. ……/25.5.2011 έγγραφο (με τη διαβάθμιση εμπιστευτικό) κοινοποιούμενο προς το ΥΘΥΝΑΛ, με το οποίο ανέφερε τα εξής: «Σε συνέχεια του με αρ.πρωτ……../25.05.2011 εγγράφου μας, με θέμα «Λιμάνι Λαυρίου και Κρουαζιερόπλοια» δέχτηκα σήμερα επώνυμη καταγγελία από πράκτορα εμπορικών πλοίων που χρησιμοποιούν το λιμάνι του Λαυρίου, ότι ο Πλοηγός δημιουργεί συνεχώς προβλήματα επικαλούμενος αδυναμία πλοήγησης λόγω καιρού κλπ. προκειμένου να απαιτήσει και λάβει χρήματα για την πλοήγηση. Μόλις λάβει τα χρήματα, αυτόματα «ο καιρός βελτιώνεται» και η εργασία του εκτελείται κανονικά! Η καταγγελία αυτή του Πράκτορα μπορεί να επαναληφθεί και γραπτά ενώπιον των Λιμενικών Αρχών. Επίσης, όπως με πληροφόρησαν από τη «…………», στην ομαλοποίηση των δρομολογίων τους έχουν συμβάλει οι τακτικές ανά δρομολόγιο καταβολές χρημάτων στον Πλοηγό. Παρακαλώ το Κ.Λ. Λαυρίου, με βάση τα στοιχεία αυτά, να προβεί στις δέουσες ενέργειες.». Κατόπιν της υποβολής των ανωτέρω εγγράφων διενεργήθηκε προανάκριση για τη διερεύνηση τέλεσης αξιόποινων πράξεων εκ μέρους του ενάγοντος, παράλληλα δε διεξήχθη και ένορκη διοικητική εξέταση με βάση σχετική εντολή του Κεντρικού Λιμεναρχείου Λαυρίου, για την έρευνα των καταγγελλομένων με το υπ’αριθ.πρωτ…../25.05.2011 έγγραφο του πρώτου εναγομένου. Στο πλαίσιο της προανάκρισης ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε ενόρκως, στις 25.5.2011, ενώπιον του Πλωτάρχη του Λ.Σ., …………, τα ακόλουθα: «επιβεβαιώνω τα παραπάνω καταγγελθέντα όπως αναφέρονται στο έγγραφο αυτό και ειδικότερα ότι προσήλθε στο γραφείο μου στον Οργανισμό Λιμένος Λαυρίου ημέρα 25-5-2011 η κα ………… γνωστή πράκτορας εμπορικών κυρίως πλοίων με έδρα το Λαύριο και μου κατήγγειλε ότι ο Πλοηγός του Λιμένα κος …………… δημιουργεί συνεχώς προβλήματα σε πλοία που πρακτορεύει η κα …… επικαλούμενος αδυναμία πλοήγησης αν και οι καιρικές συνθήκες είναι ομαλές προκειμένου να εισπράξει από την ίδια «μαύρα» χρήματα. Μόλις εισέπραξε το ποσό που ζήτησε [για ένα συγκεκριμένο φορτηγό πλοίο προ ημερών της απέσπασε τριακόσια ευρώ (300)] αυτόματα επιβιβάστηκε στην πλοηγίδα και εκτέλεσε τα καθήκοντά του. Ίδια συμπεριφορά πληροφορήθηκα ότι έχει και απέναντι στα πλοία συμφερόντων της ………… που καταπλέουν στο λιμάνι του Λαυρίου, όπως μου ανέφερε ο υπεύθυνος της εταιρείας αυτής κος ……………».   Επίσης, στο πλαίσιο της διενεργούμενης ΕΔΕ ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε ενόρκως, στις 16.9.2011, ενώπιον του Μ.Π.Υ., ………….., τα εξής: «….Εξόσων γνωρίζω από τη θέση μου αυτή, ως εποπτεύουσα αρχή λειτουργίας και εκμετάλλευσης χερσαίας και θαλάσσιας ζώνης του Λιμένα Λαυρίου, μου είχαν διατυπωθεί εκ μέρους ναυτικών πρακτόρων καταπλεόντων πλοίων στο Λιμένα Λαυρίου, καταγγελίες, ότι επικαλούμενος λόγους ασφαλείας δημιουργούσε δυσκολίες/αντιρρήσεις στον κατάπλου των πλοίων αυτών, τις οποίες ήρε μετά από χρηματισμό. Συγκεκριμένα αυτή η τακτική ακολουθήθηκε όταν για πρώτη φορά ήρθαν τα πλοία της εταιρείας ……. κατά προφορική καταγγελία του εκπροσώπου της εν λόγω εταιρείας κ. ……….. το Σεπτέμβριο του έτους 2020. Ομοίως το Μάιο του 2011 και με δύο κρουαζιερόπλοια τουρκικών συμφερόντων δημιούργησε παρόμοια προβλήματα όπως περιγράφονται στο αρ. πρωτ. ……. από 25 Μαΐου 2011 έγγραφο μου προς τους αρμόδιους φορείς, αντίγραφο του οποίου σας καταθέτω. Τέλος, στις 25 Μαΐου 2011 προσήλθε στο γραφείο μου η ναυτική πράκτορας κ. ………….. η οποία πρακτορεύει συνήθως φορτηγά πλοία που καταπλέουν στο Λαύριο και μου κατήγγειλε ότι ο εν λόγω πλοηγός ζητά συνεχώς χρήματα για να επιτρέψει τον κατάπλου των εν λόγω πλοίων στο λιμένα και ότι είναι διατεθειμένη να καταγγείλει ενόρκως “γιατί δεν αντέχει άλλο”…». Περαιτέρω, η δεύτερη εναγομένη κατέθεσε ενόρκως στις 25.5.2011 ενώπιον του ίδιου ως άνω προανακριτικού υπαλλήλου, τα εξής: «……Ο ως άνω πλοηγός κάθε φορά που είναι να εκτελέσει καθήκοντα πλοήγησης στα υπό πρακτόρευσή μου πλοία μου ζητάει διάφορα χρηματικά ποσά άνευ αποδείξεως. Τα χρηματικά αυτά ποσά τα ζητά προφασιζόμενος τις καιρικές συνθήκες, είτε είναι καλές είτε είναι δυσμενείς. Συγκεκριμένα το τελευταίο συμβάν αφορά σε κατάπλου και απόπλου του M/V “L” σημαίας Συρίας την 18-5 με 23-5-2011 όπου απέπλευσε. Το χρηματικό ποσό αυτό που μου ζητήθηκε ανέρχεται στα τριακόσια ευρώ (300) τα οποία και του έδωσα….άνευ αποδείξεως.», ενώ, στις 21.9.2011, στο πλαίσιο της ΕΔΕ, κατέθεσε τα ακόλουθα: «…….Κατά τις διαδικασίες πλοήγησης των πρακτορευόμενων από εμένα πλοίων, ο εν λόγω πλοηγός επικαλείται διάφορες δικαιολογίες, όπως: προβλεπόμενες δήθεν άσχημες καιρικές συνθήκες, υποτιθέμενη μηχανική βλάβη του πλοίου, αυθαίρετη απαίτηση για τη χρησιμοποίηση ρυμουλκού από το πλοηγούμενο πλοίο κ.λπ. με σκοπό να παρουσιάσει δυσχέρειες στην πλοήγηση των πλοίων ώστε να αναγκάσει τους πλοιοκτήτες μέσω εμού, να καταβάλουν σ΄ αυτόν επιπρόσθετα χρηματικά ποσά, εκτός των νομίμων πλοηγικών τελών προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα υποτιθέμενα προβλήματα…Σε όλες τις περιπτώσεις πλοήγησης πλοίων στο λιμάνι Λαυρίου υπό την πρακτόρευσή μου αυτός ζήτησε και έλαβε χρηματικά ποσά εκτός των νομίμων τελών κατά περίπτωση προκειμένου να διενεργήσει την πλοήγηση για την οποία είχε υποχρέωση εκ καθήκοντος. Δεν διαθέτω αποδεικτικά στοιχεία……..Τον Μάιο του 2011 υπέβαλα έγγραφη επώνυμη καταγγελία στο Κ.Λ. Λαυρίου «περί χρηματισμού» εις βάρος του πλοηγού Λαυρίου ………… και ενημέρωσα προφορικά για το ίδιο θέμα τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο του Ο.Λ.Λ.Α.Ε. …. Όπως είχα πληροφορηθεί είχε δημιουργηθεί κάποιο παρόμοιο πρόβλημα περί το έτος 2008 μεταξύ του πλοηγού και του εκπροσώπου της εταιρείας «………….» αλλά δε γνωρίζω την εξέλιξη της υπόθεσης αυτής…». Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι σε βάρος του ενάγοντος, βάσει της προεκτεθείσης αναφοράς του πρώτου εναγομένου προς το Κ.Λ. Λαυρίου, ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας και ειδικότερα για το ότι την 18.5.2011, ως Πλοηγός στην Πλοηγική Υπηρεσία Λαυρίου, στον λιμένα Λαυρίου, που λειτουργικά ανήκει στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας (τότε Υ.Π.Α.Α.Ν) και ως εκ τούτου ο ίδιος ασκούσε δημόσια υπηρεσία, παρέχοντας πλοήγηση σε πλοία που καταπλέουν/αποπλέουν στον λιμένα Λαυρίου, ζήτησε και έλαβε από τη ναυτική πράκτορα ……….. (δεύτερη εναγομένη), το ποσό των 300 €, εκτός των νομίμων πλοηγικών τελών, προκειμένου να εκτελέσει ενέργεια που αναγόταν στα υπηρεσιακά του καθήκοντα, ήτοι να διενεργήσει την πλοήγηση του πλοίου M/V «L», σημαίας Συρίας και δη ενώ το ως άνω πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι Λαυρίου και είχε ήδη προσδέσει με ενέργειες του ίδιου, όταν αποβιβάστηκε από το πλοίο ζήτησε το ως άνω χρηματικό ποσό από την ως άνω ναυτική πράκτορα, παρότι τούτο απαγορεύεται εκτός των νομίμων τελών, αναφέροντας της ότι σε διαφορετική περίπτωση και δη αν δεν εισέπραττε τα χρήματα, το πλοίο δεν θα απέπλεε από τον λιμένα του Λαυρίου στις 23.5.2011, όπως ήταν προγραμματισμένο και εκείνη υποκύπτουσα του κατέβαλε το αιτηθέν ποσό άνευ γραπτής αποδείξεως. Η πράξη αυτή, για την οποία κατηγορήθηκε ο ενάγων, εκδικάστηκε στις 26.9.2013, από το Ε΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, ενώπιον του οποίου κατέθεσαν ενόρκως αμφότεροι οι εναγόμενοι υποστηρίζοντας τους ίδιους ως άνω ισχυρισμούς τους. Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε ότι «…η κα ….. μου κατήγγειλε ότι δεν αντέχει άλλο γιατί είχε πρόβλημα με τον κατηγορούμενο και της ζητούσε χρήματα…….Του έδωσε χρήματα για να βάλει το καράβι μέσα ή να φύγει….Με τον κ. ….. δύο φορές τον μήνα ερχόταν στο γραφείο και με επισκεπτόταν. Σε κάποια συζήτηση ένα μήνα πριν, περίπου, αρχές του 2011, τον ρώτησα «πώς πάτε με τον πλοηγό;» γιατί αυτός ήταν για μένα η αιτία που δημιουργούνταν προβλήματα με τη …….», ενώ η δεύτερη εναγόμενη κατάθεσε ότι «τον 5ο/2011 είχε μπει ένα συριάνικο βαπόρι που το πρακτορεύαμε εμείς, μπήκε στο λιμάνι και είπε ότι το καράβι είχε πρόβλημα. Απ’ ότι φάνηκε δεν είχε πρόβλημα το καράβι. Μου ζήτησε χρήματα για να φύγει το βαπόρι και να μην κάνει καταγγελία. Αυτό γινόταν απ’ όταν είχε έρθει, 2-3 χρόνια δηλαδή. Και εγώ έφτασα στο «αμήν» για να κάνω την καταγγελία. Του τα έδωσα σε 3 κατοστάρικα…έχουν γίνει πάμπολλα παράπονα….Από μένα, χρηματιζόταν απ’ όταν είχε έρθει στο Λαύριο – σε όλα τα βαπόρια – 20 πλοία αν όχι παραπάνω..». Το Τριμελές  Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την υπ’αριθ.46702/2013, απόφαση του, που έχει καταστεί αμετάκλητη, κήρυξε τον ενάγοντα αθώο για την ανωτέρω πράξη της παθητικής δωροδοκίας, καθώς έκρινε ότι δεν υπήρχαν ικανά αποδεικτικά στοιχεία για τη στήριξη της κατηγορίας, δοθέντος ότι για το συγκεκριμένο περιστατικό που στοιχειοθετούσε αυτήν κατέθεσε μόνον η δεύτερη εναγομένη, ενώ ουδείς εκ των ευαρίθμων συνεργατών και συνεργαζόμενων επιχειρηματιών κατέθεσε κάτι επίμεμπτο για την πολυετή παρουσία του ενάγοντος στο λιμάνι του Λαυρίου. Σημειωτέον δε ότι στην ως άνω δίκη εξετάστηκε ως μάρτυρας και ο ……….., νόμιμος εκπρόσωπος της «…………..», o οποίος κατέθεσε ότι ο ενάγων δεν του ζήτησε ποτέ χρήματα και ότι σε πρώτο δρομολόγιο πλοίου της εταιρείας προς τον λιμένα του Λαυρίου το πλοίο δεν είχε καταπλεύσει σε αυτόν, λόγω καιρικών συνθηκών, άνευ υπαιτιότητας του Πλοηγού. Επίσης, κατέθεσαν οι ναυτικοί πράκτορες, ….. και . ………., οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις πλοιοκτήτριες εταιρείες τουρκικών συμφερόντων, που διερευνούσαν τη δυνατότητα ένταξης δύο κρουαζιερόπλοιων στο λιμάνι του Λαυρίου, εκ των οποίων ο πρώτος ανέφερε ότι ο ενάγων ουδέποτε του ζήτησε χρήματα και ότι σε συζήτηση τους τον είχε ενημερώσει ότι όταν επικρατούν άνεμοι πλέον των 5 μποφόρ δημιουργείται δυσχέρεια προσέγγισης των πλοίων στον λιμένα του Λαυρίου και ασφαλούς κατάπλου σε αυτόν και ο δεύτερος ανέφερε συγκεκριμένο περιστατικό, κατά το οποίο ο Πλοηγός τον ενημέρωσε ότι κάποιο πλοίο πρακτόρευσης του δεν δύναται να καταπλεύσει στο λιμάνι, χωρίς να απαιτήσει χρήματα για να πραγματοποιηθεί ο κατάπλους, καθώς και ότι δεν είχε ακούσει από άλλους πράκτορες περί χρηματισμού του ενάγοντος. Όσον αφορά δε τον ……….., πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός είχε αρνηθεί το γεγονός ότι ο ενάγων είχε απαιτήσει από αυτόν, ως εκπρόσωπο της ως άνω ναυτικής εταιρείας, την καταβολή χρημάτων για την εκτέλεση των καθηκόντων του, τόσο με την από 25.5.2011 προανακριτική του κατάθεση, όσο και με την από 5.10.2011 κατάθεση του στο πλαίσιο της διενεργηθείσης ΕΔΕ. Στην τελευταία ως άνω κατάθεση του, ωστόσο, ανέφερε ότι είχαν δημιουργηθεί προβλήματα κατά τον κατάπλου και απόπλου των πρακτορευόμενων από την εταιρεία πλοίων, εξαιτίας του ότι τα πλοία της μετέφεραν ευπαθή προϊόντα που προορίζονταν προς ανθρώπινη κατανάλωση στην Κύπρο, γεγονός που απαιτούσε την απασχόληση του ενάγοντος, ως μοναδικού Πλοηγού, ακόμη και κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες, καθώς και ότι τα προβλήματα αυτά, κατόπιν συνεννόησης με τον Πλοηγό, εξομαλύνθηκαν. Επίσης, στην κατάθεση του ενώπιον του Ε΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο συγκεκριμένος μάρτυρας ανέφερε ότι είχε ζητήσει τη μεσολάβηση του πρώτου εναγομένου προκειμένου να εξομαλυνθεί η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τον Πλοηγό. Επίσης, αποδείχθηκε, ότι στην από 24.10.2011 Πορισματική Έκθεση Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, ο ενεργήσας αυτήν, ………., Μόνιμος Υπάλληλος  με Α΄ βαθμό του Κλάδου ΠΕ Ναυπηγών – Μηχανολόγων Μηχανικών, κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Από τα προαναφερθέντα στοιχεία δε στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος «περί αποδοχής χρημάτων από τον Πλοηγό του Π.Σ. Λιμένα Λαυρίου για την εκτέλεση των πλοηγήσεων των πλοίων στο Λιμένα Λαυρίου», όπως καταγγέλθηκε στην αριθ. Πρωτ. ……/25.5.2011 καταγγελία του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου του Οργανισμού Λιμένος Λαυρίου Α.Ε. κ. ……….. Προκύπτουν εν τούτοις υπόνοιες/ενδείξεις τέλεσης άλλων πειθαρχικών παραπτωμάτων, που σχετίζονται προς την αμελή, ατελή, ή μη έγκαιρη εκπλήρωση των επαγγελματικών υποχρεώσεων του εν λόγω Πλοηγού, τα οποία σημειωτέον έχουν πλέον εξαλειφθεί ολοσχερώς μετά τα ανωτέρω εκτεθέντα και ο εν λόγω Πλοηγός εκπληρώνει πλέον στο ακέραιο τα υπηρεσιακά του καθήκοντα». Αξιοσημείωτο είναι ότι παρά το απαλλακτικό πόρισμα, επισημάνθηκε ρητά στο διατακτικό του η αναγκαιότητα για την επισταμένη επιτήρηση και τον αυστηρό και συστηματικό έλεγχο του υπηρεσιακού έργου της Πλοηγικής Υπηρεσίας του Λιμένα Λαυρίου, καθώς και των άλλων συναρμοδίων φορέων, όσον αφορά στην τήρηση των σχετικών κανονισμών και καθηκόντων, ώστε να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση η ομαλή και απρόσκοπτη πλοήγηση των καταπλεόντων/αποπλεόντων στον Λιμένα και να αντιμετωπίζονται άμεσα και αποτελεσματικά τα τυχόν ανακύπτοντα προβλήματα. Το ως άνω απαλλακτικό πόρισμα του διενεργήσαντος την ΕΔΕ στηρίχθηκε κυρίως στην εκ μέρους του ………. άρνηση περί χρηματισμού του ενάγοντος και στην αδυναμία της δεύτερης εναγομένης να αποδείξει με απτά αποδεικτικά στοιχεία τα γεγονότα που κατήγγειλε. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, την από 30.3.2012 μήνυση – έγκληση κατά των εναγομένων, με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του πρώτου για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση, ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση, συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση και ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση και σε συκοφαντική δυσφήμηση κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσες από τη δεύτερη εναγομένη, κατά της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις τελευταίες ως άνω πράξεις, ως φυσικής αυτουργού. Συγκεκριμένα, η ποινική δίωξη αφορούσε στα πραγματικά περιστατικά που ανέφερε ο πρώτος εναγόμενος με τα υπ’αριθ.πρωτ……/25.5.2011 και  …../25.5.2011 έγγραφα του, καθώς και αυτά που ανέφερε στις από 25.5.2011 και από 16.9.2011 καταθέσεις του, όπως ανωτέρω εκτέθηκαν και σε σχέση με τη δεύτερη εναγομένη αφορούσε στα περιστατικά που αυτή ανέφερε στις από 25.5.2011 και από 21.9.2011 καταθέσεις της, που ομοίως αναπτύχθηκαν ανωτέρω. Με την υπ’ αριθ. 19507/2017 απόφαση του Θ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο πρώτος εναγόμενος, τότε κατηγορούμενος για τις ανωτέρω πράξεις, αθωώθηκε για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση, ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση και ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία κατ’ εξακολούθηση, ενώ η ποινική δίωξη σε βάρος του για τις λοιπές πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση και ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση κατ’ εξακολούθηση, έπαυσε οριστικά λόγω μη εμπροθέσμου υποβολής εγκλήσεως. Για τον ίδιο λόγο έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, τότε κατηγορουμένης, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, ενώ για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση αυτή κηρύχθηκε ένοχη. Ειδικότερα, όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο κρίθηκε από το ποινικό Δικαστήριο ότι αυτός κατήγγειλε τα επίδικα περιστατικά έχοντας νόμιμη υποχρέωση να θέσει αυτά προς κρίση στις αρμόδιες Αρχές και ότι κατέθεσε ενόρκως επ’ αυτών χωρίς να γνωρίζει ότι η καταγγελία της δεύτερης κατηγορουμένης, νυν εναγομένης, ήταν ψευδής και σε κάθε περίπτωση είχαν γίνει ανάλογες καταγγελίες σε βάρος του ενάγοντος, τότε πολιτικώς ενάγοντος και στο παρελθόν, οπότε εύλογα είχε δημιουργηθεί σ’αυτόν η πεποίθηση περί της αλήθειας των ισχυρισμών της, περί χρηματισμού. Όσον αφορά δε τους ισχυρισμούς του εναγομένου για τις επιφυλάξεις, που είχε διατυπώσει ο ενάγων αναφορικά με την καταλληλότητα και ασφάλεια του λιμένος Λαυρίου για την ένταξη σε αυτόν δρομολογίων κρουαζιερόπλοιων τουρκικών συμφερόντων, κρίθηκε ότι αυτοί ήταν αληθείς. Αναφορικά με την δεύτερη κατηγορουμένη, νυν εναγομένη, κρίθηκε ότι τα όσα κατατέθηκαν από αυτήν, περί επανειλημμένου χρηματισμού του ενάγοντος, στο πλαίσιο των καθηκόντων του για την πλοήγηση πλοίων που η ίδια πρακτόρευε, με πιο πρόσφατο το συμβάν της εκ μέρους του απαίτησης και λήψης από εκείνην του ποσού των 300€ για την πλοήγηση του πλοίου «L», ήταν αντικειμενικά ψευδή και κατατέθηκαν από την εναγομένη εν γνώσει του ψεύδους αυτών, καθόσον στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, νυν ενάγοντος, εκδόθηκε η ως άνω αθωωτική απόφαση. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η δεύτερη εναγομένη απολογούμενη ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων της ζήτησε το ποσό των 300€ για να αποπλεύσει το ανωτέρω πλοίο, πλην όμως ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που της ζήτησε χρήματα και ότι προέβη στην καταγγελία σε βάρος του προκειμένου να του γίνει μία επίπληξη, παρά τις προηγούμενες καταθέσεις της, κατά τις οποίες ο ενάγων κάθε φορά που πλοηγούσε, πλοίο που η ίδια πρακτόρευε, αξίωνε χρηματικά ποσά πέραν των νομίμων τελών επικαλούμενος δήθεν δυσχέρειες στην πλοήγηση τους κυρίως λόγω καιρικών συνθηκών. Κατά της ανωτέρω απόφασης η δεύτερη εναγομένη άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 6425/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Α΄ Τριμελές Πλημμελημάτων), δυνάμει της οποίας αυτή κηρύχθηκε ένοχη για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση τελεσθέν με τις από 25.5.2011 και από 16.9.2011, ένορκες καταθέσεις της. Επισημαίνεται δε ότι, ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, η εναγομένη απολογούμενη διευκρίνισε τον ισχυρισμό ότι ο ενάγων της ζήτησε χρήματα μία μόνο φορά και ότι αναγκάστηκε να τα δώσει για να αποπλεύσει το πλοίο και να μην χάσει ναύλο, τα δε μικροποσά που είχαν καταβληθεί στο παρελθόν από τους πλοιοκτήτες αποτελούσαν δώρα, που είθισται να κάνουν οι εταιρείες προς τους πλοηγούς για την καλή εξυπηρέτηση. Επιπλέον, η εναγομένη, προκειμένου να δικαιολογήσει τη διαφοροποίηση της από τις προανακριτικές καταθέσεις της, υποστήριξε ενώπιον του δευτεροβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου, ότι δεν είχε διαβάσει αυτές πριν τις υπογράψει και ότι σε αυτές παραποιήθηκαν τα λεγόμενα της από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τον διενεργήσαντα την ΕΔΕ, καθόσον είχε μιλήσει για τα δώρα που είθισται να δίνονται στους πλοηγούς, καθώς επίσης ότι απευθύνθηκε στον πρώτο εναγόμενο προκειμένου να γίνει στον ενάγοντα μια επίπληξη, εκείνος όμως της είπε ότι χρειαζόταν προς τούτο να προβεί σε καταγγελία στο Κ.Λ. Λαυρίου. Οι προαναφερόμενες αποφάσεις των ποινικών Δικαστηρίων δεν παράγουν μεν δεδικασμένο για το παρόν Δικαστήριο και δεν δεσμεύουν αυτό, ενόψει της αυτοτέλειας των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) και της δεσμευτικότητας του δεδικασμένου μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, λαμβάνονται ωστόσο υπόψη ως ισχυρά τεκμήρια (ΟλΑΠ 4/2020) και εκτιμώνται σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που εισφέρονται στην παρούσα δίκη.

Ενόψει των προαναφερθέντων, αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος υποβάλλοντας το υπ’ αριθ. ……/25.05.2011 έγγραφο του προς το Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. με θέμα «Λιμάνι Λαυρίου και Κρουαζιερόπλοια» γνωστοποιούσε προς την εποπτεύουσα Αρχή του Ο.Λ.Λ. τη ματαίωση έναρξης δρομολογίων κρουαζιερόπλοιων συγκεκριμένων εταιρειών τουρκικών συμφερόντων στον λιμένα του Λαυρίου, κατόπιν της επικοινωνίας των εκπροσώπων των εταιρειών αυτών με τον ενάγοντα, ήτοι γεγονός που πράγματι συνέβη, καθώς ο ενάγων, όπως και ο ίδιος συνομολογεί, στις 24.5.2011 είχε ενημερώσει τους πράκτορες, ……….. . και …………, για τις ναυτικές ιδιαιτερότητες, που παρουσιάζει ο λιμένας του Λαυρίου και ότι αυτές είναι δυνατό να προκαλέσουν καθυστερήσεις στο πρόγραμμα των δρομολογίων των κρουαζιερόπλοιων, καθώς και ότι θα έπρεπε να ληφθούν από αυτούς υπόψη διάφοροι παράγοντες, μεταξύ των οποίων η διεύθυνση, συχνότητα και ένταση των επικρατούντων ανέμων, ο ανατολικός προσανατολισμός του λιμένος και της εισόδου του και ο περιορισμένος θαλάσσιος χώρος που διατίθεται εντός του λιμένα για τη διενέργεια των αναγκαίων ελιγμών από τα καταπλέοντα πλοία. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, ο ……………. κατέθεσε ενώπιον του Ε΄ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, ότι ο ενάγων τον ενημέρωσε για το γεγονός ότι, όταν πνέουν άνεμοι άνω των 5 bf δημιουργείται δυσχέρεια  προσέγγισης των πλοίων στον λιμένα, γεγονός, που όπως ο ίδιος κατέθεσε, επαληθεύτηκε και στην πράξη. Επίσης, ο ……………., πλοίαρχος εργαζόμενος στον Ο.Λ.Λ. κατά το επίδικο διάστημα, ο οποίος συμμετείχε στην προπαρασκευαστική διαδικασία ένταξης των εν λόγω δρομολογίων στον λιμένα του Λαυρίου, κατέθεσε ενώπιον του Θ΄ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών ότι «ήρθαν οι Τούρκοι και είπαν δεν φέρνουμε τα πλοία γιατί ο πλοηγός μας είπε ότι το λιμάνι είναι επικίνδυνο». Οι σχετικές αναφορές στο ως άνω έγγραφο δεν δύνανται να θεωρηθούν δυσφημιστικές για το πρόσωπο του ενάγοντος, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, άλλωστε, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται, στα πλαίσια των καθηκόντων του είχε εκ της θέσης του, ως πλοηγού, την υποχρέωση να ενημερώσει τους εν λόγω εκπροσώπους των εταιρειών εκμετάλλευσης κρουαζιερόπλοιων για τις ως άνω αντικειμενικές δυσκολίες του λιμένος. Η περιεχόμενη δε στο επίμαχο έγγραφο αξιολογική κρίση του συντάκτη τούτου εναγομένου, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων, επικαλούμενος την «ασφάλεια» των πλοίων υποβαθμίζει τη λειτουργία του λιμένα και αποτρέπει την πληρέστερη δυνατή εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του, δεν δύναται να στοιχειοθετήσει την πράξη της δυσφήμησης, ενώ σε κάθε περίπτωση, από τον τρόπο που διατυπώθηκε, με την τεκμηρίωση της στα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα, ήτοι την εκ μέρους του ενάγοντος πλοηγού παρουσίαση στους πράκτορες των ιδιαιτεροτήτων του λιμανιού, οι οποίες δεν θα επέτρεπαν τη συνεπή τήρηση των δρομολογίων στην περίπτωση, που οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές, συνάγεται ότι δεν εκφέρθηκε με σκοπό εξύβρισης του ενάγοντος, ήτοι με σκοπό να μειώσει την τιμή και υπόληψη του, αλλά στο πλαίσιο της νόμιμης υποχρέωσης του εναγομένου να θέτει προς κρίση στις αρμόδιες Αρχές τα ζητήματα, που αφορούσαν στην εύρυθμη διεξαγωγή των θαλάσσιων συγκοινωνιών και μεταφορών και εν γένει την ομαλή λειτουργία και την ανάπτυξη του λιμένος Λαυρίου, ήτοι σε διαχειριστικά θέματα αρμοδιότητας του και με σκοπό υποβολής πρότασης υπό μορφή ερωτήματος προς την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου, για την ενδεχόμενη στελέχωση του πλοηγικού σταθμού και με δεύτερο πλοηγό είτε την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για την διακρίβωση των δυνατοτήτων εκμετάλλευσης του ανωτέρω λιμένος. Εξάλλου, η αναφορά του εναγομένου στο εν λόγω έγγραφο, περί δημιουργίας προ μηνών εκ μέρους του ενάγοντος, προβλημάτων στην έναρξη των δρομολογίων των πλοίων Ro-Ro εξωτερικού, της εταιρείας «…………» και περί παρέμβασης των Υπηρεσιών της ΓΓΛΛΠ του Υπουργείου, κατόπιν της οποίας ο ενάγων συμμορφώθηκε και τα δρομολόγια εκτελούνταν κανονικά, ήταν ομοίως αληθής, καθώς τούτο επιβεβαιώθηκε και από τον εκπρόσωπο της «…….», ……………, κατά τις προεκτεθείσες ένορκες καταθέσεις του, σύμφωνα με τις οποίες μάλιστα ο τελευταίος είχε ζητήσει και τη συνδρομή του εναγομένου Προέδρου και Διευθύνοντος Σύμβουλου του Οργανισμού Λιμένος Λαυρίου, προς εξομάλυνση των προβλημάτων, που είχαν δημιουργηθεί με τον ενάγοντα και αφορούσαν στην υπηρεσιακή του απασχόληση. Περαιτέρω, με το υπ’ αρ.πρωτ…../25.05.2011 έγγραφο του ο πρώτος των εναγομένων διαβίβασε προ το Κ.Λ.Λ., όπως υποχρεούνταν, την προφορική καταγγελία της δεύτερης εναγομένης, περί δημιουργίας προβλημάτων από τον ενάγοντα πλοηγό επικαλούμενος αδυναμία πλοήγησης λόγω καιρού κ.λ.π. προκειμένου να απαιτήσει και λάβει χρήματα για την πλοήγηση, χωρίς να λαμβάνει συγκεκριμένη θέση επ’ αυτής, με σκοπό να διερευνηθεί από τις αρμόδιες Αρχές η βασιμότητα ή μη αυτής. Το γεγονός δε ότι η δεύτερη εναγομένη μετέβη στον πρώτο εναγόμενο και υπέβαλε σε αυτόν προφορικά καταγγελία – παράπονα, περί χρηματισμού του ενάγοντος, αποδείχθηκε ότι είναι αληθές, καθώς τούτο καταθέτει τόσο η ίδια η εναγομένη, όσο και ο ………….., ο οποίος μεσολάβησε και έφερε σε επαφή αυτήν με τον εναγόμενο και ήταν παρών κατά την εν λόγω προφορική συνομιλία. Σε σχέση δε με την αναφορά στο ως άνω έγγραφο, κατά την οποία, σύμφωνα με πληροφόρηση, που είχε ο εναγόμενος, στην ομαλοποίηση των δρομολογίων της εταιρείας «…………..», έχουν συμβάλει οι τακτικές ανά δρομολόγιο καταβολές χρημάτων στον πλοηγό, κρίνεται, ότι δεν θεμελιώνεται συκοφαντική, ούτε απλή δυσφήμηση τούτου, καθόσον με αυτήν ο εναγόμενος μετέφερε όσα προφορικά του είχε γνωστοποιήσει ο ανωτέρω εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας, περί του τρόπου ομαλοποίησης της συνεργασίας του με τον ενάγοντα, σε συνάντηση που είχε μαζί του στο γραφείο του και δεν προκύπτει ότι πρόκειται για ψευδές γεγονός. Τούτο επιρρωνύεται και από την ένορκη κατάθεση του ανωτέρω εκπροσώπου της «…………” ενώπιον του διενεργήσαντος την ΕΔΕ, περί της αντιμετώπισης προβλημάτων που αφορούσαν την υπηρεσιακή απασχόληση του ενάγοντος πλοηγού, τα οποία σε συνεννόηση με τον ίδιο ομαλοποιήθηκαν και δεν υπήρχαν πλέον, όπως σημείωσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης του. Εντούτοις, ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της κατηγορίας παθητικής δωροδοκίας του ενάγοντος, σε αντίθεση κατέθεσε ότι είχε ζητήσει από τον εναγόμενο πρόεδρο του Ο.Λ.Λ. να μεσολαβήσει να κάνει υπομονή ο κατηγορούμενος, νυν ενάγων και ότι δεν είχαν πει τίποτα για χρήματα, ούτε του είχε ζητήσει χρήματα, καθιστώντας εν αμφιβόλω την αξιοπιστία του. Ο ενάγων αθωώθηκε, όπως προεκτέθηκε, για την αποδιδόμενη σ’αυτόν κατηγορία της παθητικής δωροδοκίας για το ποσό των 300 ευρώ, που σύμφωνα με την καταγγελία της εναγομένης, αυτός απαίτησε προκειμένου να επιτρέψει τον απόπλου του πρακτορευομένου απ’αυτήν ως άνω πλοίου, που είχε καταπλεύσει στον λιμάνι του Λαυρίου. Πράγματι, παρεκτός της δικής της μαρτυρίας, δεν υφίστατο άλλος μάρτυρας και μάλιστα αυτόπτης, να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό της περί χρηματισμού του ενάγοντος στην καταγγελόμενη περίπτωση, εξ αυτού όμως μόνο δεν συνεπάγεται ότι η καταγγελία της ήταν ψευδής, όπως διαλαμβάνεται στο ποινικό Δικαστήριο που δίκασε το καταγγελόμενο γεγονός και επειδή αυτή δεν φρόντισε να καταληφθεί ο ενάγων επ’αυτοφώρω, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας, ουδείς χρηματίζεται παρουσία τρίτου, ούτε εκδίδει σχετική απόδειξη. Μήτε η αθωωτική απόφαση δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο ότι το καταγγελόμενο γεγονός ήταν ψευδές. Όσον αφορά δε το ότι η εναγομένη δεν επιμελήθηκε την επ’αυτοφώρω κατάληψη του να χρηματίζεται, πρόθεση της εναγομένης ήταν να επιτύχει με τον πιο απλό, αποτελεσματικό και ανώδυνο τρόπο να παύσει ο ενάγων να λαμβάνει χρήματα κατά την εκτέλεση πλοηγικής υπηρεσίας, γι’αυτό απευθύνθηκε προφορικά στον Πρόεδρο του Ο.Λ.Λ. προκειμένου να τον επιπλήξει για να συνετιστεί και δεν επεδίωκε να υποστεί αυτός την βάσανο της σύλληψης και να καταλήξει στην φυλακή. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων είχε επιδείξει στο παρελθόν τέτοια παραβατική συμπεριφορά κατά την άσκηση των καθηκόντων του και συγκεκριμένα, κατόπιν καταγγελίας της εταιρείας «………………….” σε βάρος του, ως πλοηγού της ίδιας πλοηγικής υπηρεσίας, για απαίτηση χρημάτων επιπλέον των νομίμων τελών πλοήγησης, βάσει της διεξαχθείσας στις αρχές του 2009 από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας, ΕΔΕ, επιβλήθηκε σ’αυτόν η πειθαρχική ποινή της επίπληξης για απρεπή συμπεριφορά. Εντούτοις, ο ενάγων εξακολούθησε να επιδεικνύει αμελή συμπεριφορά κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του, που δεν ήταν κάθε φορά η προσήκουσα, με συνέπεια την δημιουργία προβλημάτων στην διαδικασία πλοήγησης των εισερχομένων στον λιμένα Λαυρίου πλοίων, γεγονός που επισημαίνεται και στο πόρισμα της ΕΔΕ για την επίδικη περίπτωση, τα οποία, όπως σημειώνεται σ’αυτήν, είχαν εξαλειφθεί, κατά τον χρόνο διενέργειας της, πλην όμως, όπως αποδείχθηκε, ο τρόπος επίλυσης τους ήταν με διάφορες χρηματικές παροχές, ως δώρα, προς τον ενάγοντα, προκειμένου να επέλθει συνεννόηση μαζί του και να αρθεί η εμφανιζόμενη εκ μέρους του ολιγωρία και γενικά απροθυμία στην άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, που επαυξανόταν ιδίως όταν οι συνθήκες ήταν δύσκολες ή αφορούσαν τον κατάπλου σε μη βολικές για τον ίδιο ώρες π.χ. μεταμεσονύκτιες. Εξάλλου, αποτελούσε συνηθισμένη πρακτική η παροχή «δώρων» από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, μέσω των πρακτόρων τους, προς τον εκάστοτε πλοηγό, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην κατάθεση του ……………, ενώπιον του Θ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, «είναι άγραφος νόμος».  Αυτήν την ακολουθούμενη πρακτική, που όπως προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων εκμεταλλευόταν, προς πορισμό παράνομου οικονομικού οφέλους, εφευρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες και προβλήματα στην επιχείρηση της πλοήγησης κατά τον κατάπλου ή απόπλου των πλοίων στο λιμάνι του Λαυρίου, ώστε να προκαλεί στους πράκτορες τούτων την απόφαση παροχής σ’αυτόν χρημάτων, είτε ως μέσο για την καταβολή εκ μέρους του ιδιαίτερης προσπάθειας προς υπερνίκηση τους ή ως ευχαριστήριο δώρο για την εξυπηρέτηση τους, επεχείρησε να καταργήσει ή έστω να περιορίσει η εναγομένη προβαίνοντας στην επίδικη καταγγελία αγανακτισμένη, όταν ο ενάγων κατάφερε να της αποσπάσει το ποσό των 300 ευρώ, προκειμένου να επιτρέψει τον απόπλου του ως άνω πρακτορευομένου απ’αυτήν πλοίου επικαλούμενος δήθεν βλάβη. Ο προς αντίκρουση ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί βλάβη, αφού στο Λαύριο υπάρχει κλιμάκιο τεχνικών, που επιθεωρούν τα πλοία, άρα θα μπορούσαν να το ελέγξουν, δεν αναιρεί την σκοπιμότητα της επίκλησης της, αφού το ζήτημα ήταν να αποπλεύσει το πλοίο στην ώρα του προς εκτέλεση του ναύλου, ενώ σε περίπτωση, που υποβαλλόταν σε έλεγχο προς διαπίστωση βλάβης, θα καθυστερούσε και θα έχανε ναύλους, γεγονός που δεν συνέφερε την πλοιοκτήτρια εταιρεία, ούτε την εναγομένη πράκτορα της. Επομένως, τα όσα διαλαμβάνονται στις επίδικες από 25.5.2011 και 16.9.2011 ένορκες καταθέσεις της και όσα κατέθεσε ενώπιον του Ε΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και δεν ενήργησε από λόγους εμπάθειας και εκδικητικότητας προς το πρόσωπο του, αλλά από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την προάσπιση νομίμου δικαιώματος της και δεν επιθυμούσε να διαδώσει τα γεγονότα αυτά για να τον βλάψει, αλλά με σκοπό έρευνας τους από τις αρχές, ούτε κατέτεινε ειδικά στην προσβολή της τιμής και της υπόληψης του. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το ότι ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, προς αντιμετώπιση των σε βάρος της κατηγοριών για ψευδορκία μάρτυρα, μετά την αθώωση του ενάγοντος, προκειμένου να αμβλύνει της σε βάρος της συνέπειες, αντί της γενικόλογης αναφοράς της, προέβη σε ειδικότερο διαχωρισμό της τελευταίας περίπτωσης καταβολής του χρηματικού ποσού των 300 ευρώ, που κατέβαλε η ίδια, από όλες τις  προηγούμενες φορές καταβολής κάποιων ποσών, που ανήγαγε σε έθιμο και συνήθη τακτική των εταιρειών προς τους πλοηγούς. Η αποδοχή όμως χρηματικών ποσών προς εκπλήρωση των καθηκόντων του ασκούντος δημόσια υπηρεσία, όπως εν προκειμένου του ενάγοντος πλοηγού, ανεξάρτητα αν ενδύεται τον μανδύα του «δώρου», παραμένει παράνομη και συνιστά παράβαση των καθηκόντων του. Σημειωτέον, ότι και αυτός που δίνει τα χρήματα στον δημόσιο υπάλληλο για ενέργεια αναγόμενη στα καθήκοντα του, διαπράττει ενεργητική δωροδοκία και υπό αυτό το πρίσμα δεν κρίνονται πειστικές οι καταθέσεις των πρακτόρων, που κατέθεσαν ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, ότι ουδέποτε ο ενάγων τους ζήτησε χρήματα.  Εξάλλου, ο εναγόμενος προέβη στην επίδικη έγγραφη αναφορά και τις συναφείς επίδικες ένορκες καταθέσεις, ασκώντας το νόμιμο καθήκον του να αναφέρει άμεσα και να θέσει προς κρίση στις αρμόδιες Αρχές τις καταγγελίες για τυχόν πειθαρχικά παραπτώματα ή/και αξιόποινες πράξεις εκ μέρους του ενάγοντος, των οποίων έγινε αποδέκτης, ως εκ της θέσεως του και της ιδιότητας του ως Προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου του Ο.Λ.Λ.Α.Ε., καθώς μάλιστα ο ίδιος δεν είχε ανακριτικές αρμοδιότητες, ώστε να διερευνήσει τη βασιμότητα τους, είτε να καλέσει προηγουμένως τον ενάγοντα για να του ζητήσει εξηγήσεις, όπως αβασίμως διατείνεται ο τελευταίος, η δε προσβλητική της τιμής του ενάγοντος εξωτερίκευση παρίσταται εύλογη και αναγκαία υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις και έλαβε χώρα από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία του Οργανισμού Λιμένος Λαυρίου και την ομαλή και απρόσκοπτη πλοήγηση των καταπλεόντων και αποπλεόντων πλοίων. Άλλωστε, μεταξύ των εναγομένων δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κάποιας ιδιαίτερης σχέσης, ούτε συμπαιγνίας, με σκοπό απομάκρυνσης του ενάγοντος από τη θέση του, λαμβανομένου υπόψη και του ότι ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου και Δ/ντος Συμβούλου του ΟΛΛ τον Ιούνιο του 2010, ενώ πριν την εκλογή του στο αξίωμα αυτό δεν είχε καμία σχέση με την περιοχή του Λαυρίου, ούτε γνώριζε τη δραστηριοποιούμενη ήδη στην περιοχή αυτή εναγομένη πράκτορα, η οποία από την μεριά της ενδιαφερόταν μόνο για την διαφύλαξη των συμφερόντων της, ώστε μην δημιουργούνται προβλήματα κατά την πλοήγηση των πρακτορευομένων από αυτήν πλοίων στον λιμένα του Λαυρίου και δεν εχθρευόταν τον ενάγοντα, ούτε επεδίωκε να τον βλάψει.

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή, η ένσταση εκ του άρθρου 367 ΠΚ, που προέβαλαν οι εναγόμενοι, περί άρσης του άδικου χαρακτήρα των πράξεων τους, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, ούτως ώστε αιρουμένου του άδικου τούτων αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς τους, ως όρου της αδικοπραξίας του ΑΚ, μη συντρεχουσών των προβλεπόμενων περιπτώσεων στην διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 367 ΠΚ, εφόσον δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ούτε από τον τρόπο εκδηλώσεως και τις περιστάσεις, που τελέστηκαν οι πράξεις των εναγομένων, προκύπτει ειδικός σκοπός εξύβρισης δηλαδή, πρόθεση, η οποία κατευθυνόταν ειδικά στην προσβολή της τιμής του ενάγοντος με αμφισβήτηση της ηθικής, επαγγελματικής και κοινωνικής αξίας του ή περιφρόνηση αυτού, τουναντίον ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την δέουσα απόδοση του περιεχομένου των σκέψεων τους, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε, αφενός, ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν τέλεσε τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδούς καταμήνυσης σε βάρος του ενάγοντος, αλλά ενήργησε ασκώντας νόμιμο καθήκον αναφοράς στις αρμόδιες αρχές των καταγγελιών που περιήλθαν σε γνώση του και κατά παραδοχή της προβαλλομένης ένστασης του άρθρου 367 ΠΚ, περί άρσης του παρανόμου της συμπεριφοράς του για την πράξη της απλής δυσφήμησης, απέρριψε την αγωγή ως προς αυτόν, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων και οι προβαλλόμενες με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης αντίθετες αιτιάσεις κρίνονται απορριπτέες, ως ουσιαστικά αβάσιμες, καθώς και οι κρινόμενοι λόγοι. Αφετέρου όμως, κρίνοντας ότι η δεύτερη εναγομένη προέβη σε συκοφαντική δυσφήμηση του ενάγοντος και σε ψευδορκία μάρτυρα, προσβάλλοντας έτσι παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του, με συνέπεια να υπέχει υποχρέωση καταβολής σ’αυτόν χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης ποσού 10.000 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής της αγωγής, ως προς αυτήν, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις δεχθείσα, με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες της ελάσσονος προτάσεως του νομικού της συλλογισμού, που αναφέρεται στο πραγματικό των εφαρμοσθέντων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914, 920, 926, 932 ΑΚ, 224, 361, 362 και 363 ΠΚ, τη συνδρομή όλων των από τις προαναφερθείσες διατάξεις απαιτουμένων για την κατάφαση της αποδιδομένης σ’ αυτήν αδικοπρακτικής συμπεριφοράς προϋποθέσεων, κατά πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ενώ επιβάλλονταν η απόρριψη της αγωγής, ως  ουσία αβάσιμης, δεκτών γενομένων των πρώτου, τρίτου, τέταρτου και  πέμπου λόγων της αντέφεσης, ως ουσιαστικά βασίμων, παρελκομένης της εξέτασης του δεύτερου και έκτου αυτής, όπως και του τρίτου και τέταρτου λόγου της έφεσης, που πλήττουν το ύψος της επιδικασθείσης πρωτοδίκως χρηματικής ικανοποίησης.

V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η έφεση, ως αβάσιμη κατ’ουσίαν και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η κρινόμενη αντέφεση, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, για αμφοτέρους τους εναγομένους. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αναφορικά με την έφεση που απορρίφθηκε, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, ενώ σχετικά με την αντέφεση, που έγινε δεκτή, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης –αντεκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος-αντεφεσιβλήτου, λόγω της ήττας του (κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 παρ.1, 183, 189 παρ.1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, να διαταχθεί δε αφενός η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της απορριφθείσης εφέσεως παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και αφετέρου η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της γενομένης δεκτής αντέφεσης παραβόλου στην αντεκκαλούσα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και την αντέφεση.

Δέχεται την έφεση και την αντέφεση τυπικά.

Απορρίπτει την έφεση κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα, κατά την άσκηση της, παραβόλου.

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Δέχεται την αντέφεση εν μέρει κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της αντέφεσης παραβόλου στην αντεκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 3777/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 15.7.2015 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν.

Επιβάλλει στον ενάγοντα – αντεφεσίβλητο τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης – αντεκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων πενήντα ευρώ (2.250€).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά  στις  23 Ιουνίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση λόγω συνταξιοδότησης της Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή, αποτελούμενη από τους Δικαστές Χαρίκλεια Σαραμαντή, Προεδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρου τους στις 15 Νοεμβρίου  2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ