Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 491/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 491/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – πρώτου εναγόμενου: ………………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευσταθία Θεοχάρη (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ………………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ Κουνέλη (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 27.03.2013 και με αριθμό κατάθεσης …../2013 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του πρώτου εναγόμενου ……… και του δεύτερου εναγόμενου αθλητικού σωματείου με την επωνυμία «………………..». Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3467/2019 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο και έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως προς τον πρώτο εναγόμενο. Ο εκκαλών – πρώτος εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 03.11.2020 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/06.11.2020 και ειδικό …../06.11.2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./01.06.2021 και ειδικό …./01.06.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 1906/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 94/2011 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του, όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεσή του, τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1075/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 45.1100, ΜονΕφΠειρ 433/2016 ΝΟΜΟΣ). Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τακτική παραδοχή της έφεσης χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 121/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 307/2018 ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνο ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξόφλησης, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΜονΕφΠειρ 23/2017 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 27.03.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……./2013 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του πρώτου εναγόμενου ………. και του δεύτερου εναγόμενου αθλητικού σωματείου με την επωνυμία «……………..». Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3467/2019 απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην του πρώτου εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς το δεύτερο εναγόμενο και έκανε αυτή εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν ως προς τον πρώτο εναγόμενο με εφαρμογή του τεκμηρίου ερημοδικίας κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ, διότι, λόγω της ερημοδικίας του πρώτου εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρήθηκαν ομολογημένοι, εκτός από το ύψος της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, το οποίο προσδιορίσθηκε στο εύλογο ποσό των 50.000,00 ευρώ, και αναγνώρισε την υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 59.939,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο πρώτος εναγόμενος με την από 03.11.2020 έφεσή του και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 03.11.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 06.11.2020, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./06.11.2020 και ειδικό ……/06.11.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 17.10.2019. Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, σύμφωνα με το αναφερόμενο στη νομική σκέψη άρθρο 528 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι ο πρώτος εναγόμενος ήδη εκκαλών με την έφεσή του αρνείται την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί και να δικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – πρώτο εναγόμενο το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων το Δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο σε ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων τούτων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα (ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 408/2007 ΕλλΔνη 2008. 200, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2007. 500, ΑΠ 408/2007 ΔΕΕ 2007. 1218, ΕφΑθ 377/2007 ΕΦΑΔ 2008. 64). Από δε τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας) (ΑΠ 587/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 634/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1452/2007 ΕλλΔνη 2009. 479). Παράνομη είναι η συμπεριφορά όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειες, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος είναι υποχρεωμένος είτε από διάταξη νόμου, είτε από γενική αρχή του δικαίου, οι οποίες επιτάσσουν να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια, να την παραλείπει. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε, πράγματι δε επέφερε τη βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ακολούθως, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσης. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006. 757, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005. 394, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008. 67, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007. 885, ΜονΕφΠειρ 416/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι, όμως, προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο τρόπος και η έκταση της αποζημίωσης, η οποία οφείλεται από αδικοπραξία (άρθρο 914 του ΑΚ), προσδιορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298 του ΑΚ, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση, περιλαμβάνει εκτός των άλλων, και τα νοσήλια. Στην έννοια των νοσηλίων περιλαμβάνονται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, κατά ενδεικτική αναφορά, οι δαπάνες για αγορά φαρμάκων, αμοιβές γιατρών, παραμονής στο νοσοκομείο ή την κλινική, φυσικοθεραπείας (ιδίως στις περιπτώσεις καταγμάτων και εξαρθρώσεων), μισθώσεως αυτοκινήτου-TAXI προς μεταφορά του παθόντος σε νοσοκομείο ή για τη μετάβασή του σε εξετάσεις και παρακολούθηση, πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του, είτε στο νοσοκομείο, λήψης βελτιωμένης τροφής, όσο τούτο επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα εν γένει έξοδα του συνοδού του, που μπορεί να είναι και στενό συγγενικό του πρόσωπο, σε περίπτωση μετακίνησής του σε άλλη πόλη, εφόσον η παρουσία του συνοδού κρίνεται αναγκαία (ΑΠ 1572/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1207/2017 ΝΟΜΟΣ) κλπ, καθώς και οι πλασματικές δαπάνες του παθόντος προσώπου για τις υπηρεσίες που του προσφέρουν οι οικείοι του, σε περίπτωση αδυναμίας του προς αυτοεξυπηρέτηση (ΑΠ 80/2018 ΝΟΜΟΣ), και έτσι με κριτήριο την αναγκαιότητα ή όχι πραγματοποίησης της δαπάνης θα υποχρεωθεί ή όχι ο υπόχρεος σε αποζημίωση να καταβάλει τη συγκεκριμένη δαπάνη ως οφειλόμενη ζημία (ΑΠ 1572/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1543/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1935/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2176/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 215/2018 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, στην έννοια των νοσηλίων, υπό ευρεία έννοια, περιλαμβάνεται και η δαπάνη στην οποία υποβάλλεται ο παθών για τα εν γένει έξοδα του συνοδού του σε περίπτωση μετακίνησής του σε άλλη πόλη, εφόσον η παρουσία του συνοδού κρίνεται αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση, και έτσι με κριτήριο την αναγκαιότητα ή όχι πραγματοποίησης της δαπάνης θα υποχρεωθεί ή όχι ο υπόχρεος σε αποζημίωση να καταβάλει τη συγκεκριμένη δαπάνη ως οφειλόμενη ζημία (ΑΠ  1207/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1935/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2176/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακεδ 144/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 65/2016 ΝΟΜΟΣ). Η αγωγή που έχει ως αντικείμενο αποζημίωση για τέτοιες εν γένει δαπάνες (νοσήλια), για να είναι ορισμένη πρέπει στο δικόγραφο αυτής, κατά τα άρθρα 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να εξειδικεύονται οι επί μέρους δαπάνες κατ’ είδος, έκταση και ποσό, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής, διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 517/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 19/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 του ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε και η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου-οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεων του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού ή αποκλειστικής νοσοκόμου, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλοι στενοί συγγενείς, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα προσλάμβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν κατέβαλε κανένα ποσό στους πιο πάνω οικείους του, οι οποίοι με υπερένταση των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 553/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1622/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 833/2005 ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων στην από 27.03.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/2013 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι ο πρώτος εναγόμενος προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά του με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του των αξιόποινων πράξεων της απειλής και της απρόκλητης επικίνδυνης σωματικής βλάβης, και ειδικότερα ότι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος είναι πυγμάχος και μέλος του τμήματος πυγμαχίας του δεύτερου εναγόμενου αθλητικού σωματείου με την επωνυμία «……….», έχοντας μεταβεί στη Χίο προκειμένου να συμμετάσχει σε αγώνες πυγμαχίας που διεξήχθησαν το Σεπτέμβριο του έτους 2012 από τον «………….», την 23.09.2012 και περί ώρα 4.30 π.μ., εντός του καταστήματος «……….» επί της παραλιακής οδού της Χίου, προκάλεσε σ’ αυτόν τρόμο και ανησυχία κινούμενος με βήμα ταχύ και απειλητικό εναντίον του και ρωτώντας αυτόν «Τι έγινε και τσακωθήκατε με τα κορίτσια?», επιπλέον δε του επιτέθηκε και τον γρονθοκόπησε στην περιοχή της κάτω γνάθου, με αποτέλεσμα να υποστεί κάταγμα κάτω γνάθου, θλαστικό τραύμα αριστερής πλευράς βλεννογόνου στόματος, κάκωση ΑΜΣΣ και διάφορες μώλωπες και εκδορές, ενώ η σωματική του κάκωση έγινε χωρίς πρόκληση από τον ίδιο, αφού προηγουμένως οι συνοδεύουσες τον πρώτο εναγόμενο συναθλήτριες αυτού στην ομάδα πυγμαχίας του δεύτερου εναγόμενου, ……… και …………, προκάλεσαν σ’ αυτόν τρόμο και ανησυχία και προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψη του με τις φράσεις «Τι κοιτάς εσύ ρε?» και «Αν είσαι μάγκας πάμε έξω να τα πούμε», ότι μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Χίου «ΣΚΥΛΙΤΣΕΙΟ» όπου υποβλήθηκε σε εξετάσεις και σε τοποθέτηση αυχενικού κολάρου, σε χειρουργικό καθαρισμό των τραυμάτων και σε συρραφή του θλαστικού τραύματος αριστερής πλευράς βλεννογόνου στόματος, ενώ του δόθηκαν οδηγίες για παραπομπή στο εξειδικευμένο γναθοχειρουργικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», ότι ακολούθως νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» από την 24.09.2012 μέχρι την 05.10.2012 όπου υποβλήθηκε, υπό γενική αναισθησία, σε ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με δύο μεταλλικές πλάκες και βίδες και κατά την έξοδό του, έφερε ελαστικές διαγναθικές έλξεις, του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και του δόθηκαν οδηγίες για κατ’ οίκον νοσηλεία επί ένα μήνα και επανεξέταση μετά την πάροδο 15 ημερών, ότι την 19.10.2012 επανεξετάσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» και έγινε αφαίρεση των ραμμάτων, εξαιτίας δε μη πώρωσης του κατάγματος, του συστήθηκε να φέρει τις ελαστικές διαγναθικές έλξεις για διάστημα 15 επιπλέον ημερών και να γίνει επανεξέταση, ότι την 02.11.2012 επανεξετάσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» και έγινε αφαίρεση των διαγναθικών έλξεων και του συστήθηκε ειδικό πρόγραμμα φυσικοθεραπειών, ότι για τις μεταβάσεις του ιδίου και της συνοδού μητέρας του, …………….., από την Χίο στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», κατέβαλε την 24.09.2012 το ποσό των 200,00 ευρώ, την 19.10.2012 το ποσό των 381,28 ευρώ και την 02.11.2012 το ποσό των 463,28 ευρώ, ότι για τη νοσηλεία του στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», κατά το χρονικό διάστημα από την 24.09.2012 μέχρι την 05.10.2012, κατέβαλε το ποσό των 1.014,67 ευρώ, ότι συνεπεία του είδους και της έκτασης του τραυματισμού του, βρισκόταν σε αδυναμία να αυτοεξυπηρετηθεί για χρονικό διάστημα 100 ημερών μετά τον τραυματισμό του, ήτοι από την 23.09.2012 μέχρι την 31.12.2012, και ακολούθως είχε ανάγκη πρόσληψης βοηθού για την καθημερινή εξυπηρέτηση και φροντίδα του (όπως χορήγηση φαγητού και νερού), έργο το οποίο ανέλαβε η μητέρα του, η δε ζημία του από την αιτία αυτή, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 7.000,00 ευρώ (ήτοι 100 ημέρες Χ 70,00 ευρώ ημερησίως), το οποίο αυτός θα κατέβαλε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την κοινή πείρα των ανθρώπων, αν είχε προσλάβει για το ως άνω χρονικό διάστημα βοηθό, ότι συνεπεία του είδους και της έκτασης του τραυματισμού του, ήταν αναγκαία και επιβεβλημένη η λήψη βελτιωμένης διατροφής για το χρονικό διάστημα των 88 ημερών της κατ’ οίκον νοσηλείας του μέχρι την ανάρρωσή του, ήτοι από την 06.10.2012 μέχρι την 31.12.2012, η δε ζημία του από την αιτία αυτή, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 880,00 ευρώ (ήτοι 88 ημέρες Χ 10,00 ευρώ ημερησίως), ότι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου υπέστη ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικασθεί το ποσό των 100.000,00 ευρώ, χωρίς συνυπολογισμό του ποσού των 50,00 ευρώ ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στα ποινικά Δικαστήρια, ότι οι εναγόμενοι συνδέονται μεταξύ τους με σχέση πρόστησης, αφού ο πρώτος εναγόμενος είναι πυγμάχος και μέλος του τμήματος πυγμαχίας του δεύτερου εναγόμενου αθλητικού σωματείου, βρισκόταν δε στη Χίο προκειμένου να συμμετάσχει σε αθλητικούς αγώνες, κατά τα προαναφερθέντα. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις του, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, τα ανωτέρω ποσά, ήτοι το συνολικό ποσό των 109.939,23 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος του πρώτου εναγόμενου και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2 και 22, 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ) να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία. Είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ως προς τον πρώτο εναγόμενο, στηριζόμενη στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 57, 297, 298, 914, 929, 930, 932, 346 του ΑΚ, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, εκτός από τα αιτήματα περί προσωρινής εκτελεστότητας και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, τα οποία τυγχάνουν μη νόμιμα μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεδομένου ότι αφενός προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές διατάξεις της απόφασης, καθώς ως προς αυτές και μόνο η απόφαση συνιστά εκτελεστό τίτλο, και όχι οι αναγνωριστικές ή αμιγώς διαπλαστικές διατάξεις αυτής (βλ. ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔνη 2004. 1470, ΕφΑθ 3702/1986, ΕλλΔνη 1986, 706), αφετέρου για την απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, απαιτείται εκτελεστός τίτλος από τους αναφερόμενους στο άρθρο 904 του ΚΠολΔ, εκτελεστότητα δε προσδίδεται μόνο στις αποφάσεις που περιέχουν καταδίκη, δηλαδή στις καταψηφιστικές και όχι στις αναγνωριστικές (βλ. ΑΠ 299/1992 ΕλλΔνη 1993. 1075). Επομένως, πρέπει η αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις, μετά την τροπή των αγωγικών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 παρ. 3 και 361 παρ. 3 του ΠΚ, και ήδη των άρθρων 308 παρ. 4 και 361 παρ. 2 του νέου ΠΚ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4619/2019, προκύπτει ότι ο υπαίτιος της σωματικής βλάβης και της εξύβρισης είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή, αν παρασύρθηκε στην πράξη από δικαιολογημένη αγανάκτηση, εξαιτίας μιας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών εναντίον του και που ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται δυνητικός προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή του υπαιτίου, όταν η αγανάκτησή του οφείλεται σε πράξη του παθόντος που διαπράχθηκε εναντίον του αμέσως προηγουμένως και είναι η πράξη αυτή ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση. Ιδιαίτερα σκληρή και βάναυση θεωρείται μια συμπεριφορά όταν υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι κρατούντες στην κοινωνική συμβίωση κανόνες, προκαλώντας στον αποδέκτη της ιδιαίτερα δυσάρεστα συναισθήματα, ιδίως πόνο, ενώ συγχρόνως χαρακτηρίζεται από την απάθεια του δράστη. Η συμπεριφορά δε αυτή θα πρέπει να προκάλεσε στο δράστη τέτοια συναισθηματική κατάσταση έντονης δυσαρέσκειας και έξαψης θυμού, ώστε να μειώνεται η δυνατότητα συγκράτησης και να θεωρείται αναμενόμενη η άμεση και βίαιη αντίδραση απέναντι στην προκλητική συμπεριφορά του παθόντος. Το δικαιολογημένο της αγανάκτησης θα κριθεί από την μορφή και την ένταση της αμέσως προηγούμενης σκληρής ή βάναυσης συμπεριφοράς του παθόντος. Εάν ο παθών τέλεσε κατά του υπαιτίου πράξη, η οποία δεν έχει τον ως άνω χαρακτήρα, αλλά είναι απλώς άδικη και προκάλεσε σε εκείνον οργή που τον παρέσυρε στην εξύβριση, δεν είναι μεν δυνατόν να χωρήσει απαλλαγή του υπαιτίου, κατά τα προεκτεθέντα, μπορεί όμως να δημιουργηθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ’ του ΠΚ, που συνεπάγεται τη μείωση της ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 706/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 620/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 38/2019 ΝΟΜΟΣ). Αυτοτελής ισχυρισμός είναι ο ισχυρισμός από το άρθρο 308 παρ. 4 του ΠΚ περί δικαιολογημένης αγανάκτησης, όπως και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ’ του ΠΚ (ΑΠ 238/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 300 παρ. 1 εδ. α’ του ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι’ αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκτασή της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 354/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1182/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 551/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 188/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – πρώτος εναγόμενος με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης προβάλει τον ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό του ειδικού λόγου που αίρει την αποδοκιμασία της κολάσιμης πράξης της απλής σωματικής βλάβης, επικαλούμενος ότι αντέδρασε δικαιολογημένα στην άκρως προκλητική και υβριστική συμπεριφορά του αντιδίκου του σε βάρος του και σε βάρος μίας συναθλήτριας αυτού, και ειδικότερα ότι ο ενάγων προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη μίας συναθλήτριας αυτού στην πυγμαχία και στη συνέχεια εξύβρισε και απείλησε τον ίδιο, και ως εκ τούτου ότι δεν συντρέχει περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος κατ’ εφαρμογή των άρθρων 308 παρ. 3 και 361 παρ. 3 του ΠΚ, και ήδη άρθρων 308 παρ. 4 και 361 παρ. 2 του νέου ΠΚ. Ο ισχυρισμός αυτός περί συνδρομής δικαιολογημένης αγανάκτησης από την προηγουμένως εκδηλωθείσα προκλητική συμπεριφορά του παθόντος εφεσίβλητου – ενάγοντος σε βάρος του εκκαλούντος – πρώτου εναγόμενου, που συνιστά προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή του υπαιτίου της εξύβρισης και της απλής σωματικής βλάβης, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον ο εκκαλών – πρώτος εναγόμενος δεν επικαλείται όλα τα απαιτούμενα, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, στοιχεία της ιστορικής βάσης του εν λόγω ισχυρισμού, και ειδικότερα ότι η αγανάκτησή του οφείλεται σε συγκεκριμένη, προσδιορισθείσα κατά τόπο, χρόνο και τρόπο πράξη του παθόντος εφεσίβλητου – ενάγοντος, που διαπράχθηκε εναντίον του αμέσως προηγουμένως, αλλά αρκείται στην αόριστη αναφορά ότι ο τελευταίος τον εξύβρισε και τον απείλησε, χωρίς να εκθέτει συγκεκριμένη συμπεριφορά αυτού, ώστε να δύναται να κριθεί εάν προσέβαλε την τιμή και την υπόληψή του και εάν προκάλεσε σ’ αυτόν τρόμο και ανησυχία, ούτε εκθέτει ότι η πράξη του αυτή ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση, υπερβαίνοντας το μέτρο που επιβάλλουν οι κρατούντες στην κοινωνική συμβίωση κανόνες και προκαλώντας στον αποδέκτη της ιδιαίτερα δυσάρεστα συναισθήματα, και ιδίως πόνο, ούτε ότι η συμπεριφορά αυτή του προκάλεσε τέτοια συναισθηματική κατάσταση έντονης δυσαρέσκειας και έξαψης θυμού, ώστε να μειώνεται η δυνατότητα συγκράτησης αυτού και να θεωρείται αναμενόμενη η άμεση και βίαιη αντίδρασή του απέναντι στην προκλητική συμπεριφορά του παθόντος. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης ο εκκαλών – πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος – ενάγων είναι αποκλειστικά υπαίτιος, άλλως συνυπαίτιος σε ποσοστό 99% για την πρόκληση της σωματικής του βλάβης, λόγω της προηγηθείσας ως άνω προκλητικής και υβριστικής συμπεριφοράς του. Ο ισχυρισμός αυτός κατά το πρώτο σκέλος του περί αποκλειστικής υπαιτιότητας αποτελεί άρνηση, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του περί συνυπαιτιότητας αποτελεί ένσταση (καταλυτική), που στηρίζεται στην αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 681/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1656/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος εναγόμενος είναι πυγμάχος και μέλος του τμήματος πυγμαχίας του δεύτερου εναγόμενου αθλητικού σωματείου με την επωνυμία «………..», το δε Σεπτέμβριο του έτους 2012 μετέβη στη Χίο προκειμένου να συμμετάσχει σε αγώνες πυγμαχίας που διεξήχθησαν από τον «……………..» (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. ……./05.10.2012 έγγραφο που εξέδωσε ο Προϊστάμενος των Υπηρεσιών Υποστήριξης του Δήμου Χίου Ν.Π.Δ.Δ. Κοινωνικής Προστασίας & Αλληλεγγύης, Πολιτισμού, Αθλητισμού & Παιδείας). Την 23.09.2012 και περί ώρα 4.30 π.μ., ο ενάγων και ο …………., με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, μετά τη νυκτερινή τους διασκέδαση σε διάφορα κέντρα της Χίου, μετέβησαν για φαγητό στο κατάστημα «……………..», επί της παραλιακής οδού της Χίου. Στο ίδιο κατάστημα και σε κοντινή απόσταση βρίσκονταν ο πρώτος εναγόμενος συνοδευόμενος από τους συναθλητές του στο τμήμα πυγμαχίας του δεύτερου εναγόμενου αθλητικού σωματείου, ………………, άτομα άγνωστα στον ενάγοντα, με τα οποία δεν διατηρούσε καμία σχέση. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι προκλήθηκε φραστικό επεισόδιο μεταξύ αφενός του ενάγοντος και του ………, αφετέρου της …………… και της …………………., κατά τη διάρκεια του οποίου ανταλλάχθηκαν φράσεις προσβλητικές της τιμής και της υπόληψής τους, και στη συνέχεια οι τελευταίες αποχώρησαν συνοδευόμενες από τον πρώτο εναγόμενο και τον …………, ενώ ο ενάγων και ο ………………. παρέμειναν στο κατάστημα προκειμένου να ολοκληρώσουν το φαγητό τους. Μετά από δέκα περίπου λεπτά, ο πρώτος εναγόμενος επέστρεψε στο κατάστημα, συνοδευόμενος από τον ………., και κινούμενος με βήμα ταχύ και απειλητικό εναντίον του ενάγοντος, τον ρώτησε για ποιόν λόγο τσακώθηκε με τις συναθλήτριες του, στη συνέχεια δε του επιτέθηκε και τον γρονθοκόπησε στην περιοχή της κάτω γνάθου, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει κάταγμα κάτω γνάθου. Ακολούθως, ο ενάγων μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Χίου «ΣΚΥΛΙΤΣΕΙΟ», όπου υποβλήθηκε σε εξετάσεις και σε συρραφή του θλαστικού τραύματος αριστερής πλευράς βλεννογόνου στόματος, ενώ του δόθηκαν οδηγίες για παραπομπή στο εξειδικευμένο γναθοχειρουργικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» (βλ. το προσκομιζόμενο από 24.09.2012 έγγραφο του ειδικού χειρουργού . …………. της Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Χίου «ΣΚΥΛΙΤΣΕΙΟ» σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο από 08.10.2012 εξιτήριο του ως άνω Νοσοκομείου). Την 24.09.2012, ο ενάγων συνοδευόμενος από τη μητέρα του …………….. μετέβη από την Χίο στην Αθήνα, προκειμένου να εκτιμηθεί η κατάσταση της υγείας του από τους ιατρούς του εξειδικευμένου γναθοχειρουργικού τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ». Ακολούθως, ο ενάγων νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» από την 24.09.2012 μέχρι την 05.10.2012 όπου υποβλήθηκε, υπό γενική αναισθησία, σε ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με δύο μεταλλικές πλάκες και βίδες και κατά την έξοδό του, έφερε ελαστικές διαγναθικές έλξεις, του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και του δόθηκαν οδηγίες για στοματική υγιεινή και δίαιτα και για επανεξέταση μετά την πάροδο 15 ημερών (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. 03/04/5067 από 05.10.2012 πιστοποιητικό νοσηλείας του επικουρικού ιατρού ………….. της Κλινικής Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο από 05.10.2012 εξιτήριο του ως άνω Νοσοκομείου). Την 19.10.2012, ο ενάγων μετέβη εκ νέου από τη Χίο στην Αθήνα, συνοδευόμενος από τη μητέρα του, και επανεξετάσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», όπου έγινε αφαίρεση των ραμμάτων, εξαιτίας δε μη πώρωσης του κατάγματος, του συστήθηκε να φέρει τις ελαστικές διαγναθικές έλξεις για διάστημα 15 επιπλέον ημερών και να γίνει επανεξέταση. Την 02.11.2012, ο ενάγων μετέβη εκ νέου από τη Χίο στην Αθήνα, συνοδευόμενος από τη μητέρα του, και επανεξετάσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», όπου έγινε αφαίρεση των διαγναθικών έλξεων και του συστήθηκε ειδικό πρόγραμμα φυσικοθεραπειών. Από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι η ανωτέρω σωματική κάκωση του ενάγοντος έγινε χωρίς πρόκληση από τον ίδιο, αφού από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων – παθών και ο πρώτος εναγόμενος – δράστης είχαν προηγουμένως κάποια σχέση ή επαφή, ούτε ότι ο τελευταίος είχε κάποιο λόγο να στραφεί εναντίον του ενάγοντος – παθόντος, αλλά αντιθέτως αποδείχθηκε ότι αυτός ενήργησε με κίνητρο αντικοινωνικά αισθήματα και εκμεταλλευόμενος την υπέρτερη σωματική του δύναμη, λόγω και της ιδιότητας αυτού ως πυγμάχου. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων προσέβαλε προηγουμένως την τιμή και την υπόληψη του πρώτου εναγόμενου, ούτε ότι προκάλεσε σ’ αυτόν τρόμο και ανησυχία, οι δε επικαλούμενες από τον πρώτο εναγόμενο υβριστικές και απειλητικές συμπεριφορές του ενάγοντος σε βάρος των συναθλητριών του, δεν στρέφονταν κατά του ιδίου, αλλά κατά τρίτων ατόμων, τα οποία, μάλιστα, ουδέποτε προέβησαν στις απαιτούμενες ενέργειες προς προάσπιση των εννόμων συμφερόντων τους, με την υποβολή εγκλήσεως σε βάρος του ενάγοντος και του …………………, για τις φερόμενες ως τελεσθείσες σε βάρος τους αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης και της απειλής. Κατόπιν τούτων, κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμη η προβληθείσα με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ένσταση του πρώτου εναγόμενου περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος σε ποσοστό 99% για την πρόκληση της σωματικής του βλάβης. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι σε βάρος του πρώτου εναγόμενου ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της απρόκλητης σωματικής βλάβης (άρθρα 308 παρ. 1 εδ. α’ και 308Α παρ. 1 του ΠΚ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν. 4619/2019) σε βάρος του ενάγοντος, και παραπέμφθηκε αυτός να δικαστεί στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χίου, το οποίο, με την με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 1435/2015 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον πρώτο εναγόμενο και καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, απορρίπτοντας το αίτημά του να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου κατ’ άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α’ του ΠΚ, ενώ δεν υποβλήθηκε εκ μέρους του ο αυτοτελής ισχυρισμός περί δικαιολογημένης αγανάκτησης του άρθρου 308 παρ. 3 του ΠΚ, ούτε ο αυτοτελής ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ’ του ΠΚ. Κατά της απόφασης αυτής δεν αποδείχθηκε ότι ασκήθηκε έφεση από τον πρώτο εναγόμενο και έτσι κατέστη αμετάκλητη. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι για τις μεταβάσεις του ενάγοντος και της συνοδού μητέρας του, ………………., από την Χίο στην Αθήνα, προκειμένου να νοσηλευθεί ο ενάγων στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», καταβλήθηκε την 24.09.2012 το ποσό των 200,00 ευρώ (βλ. τις προσκομιζόμενες από 24.09.2012 κάρτες επιβίβασης), την 19.10.2012 το ποσό των 381,28 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη απόδειξη του ταξιδιωτικού γραφείου) και την 02.11.2012 το ποσό των 463,28 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη απόδειξη του ταξιδιωτικού γραφείου), ήτοι το συνολικό ποσό των 1.044,56 ευρώ. Το ποσό αυτό των 1.044,56 ευρώ, που αποτελεί δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο ενάγων – παθών για τα έξοδα μετακίνησης σε άλλη πόλη του ιδίου και της ως άνω συνοδού του, στενού συγγενικού του προσώπου, του οποίου η παρουσία κρίθηκε αναγκαία κατά τη νοσηλεία του ενάγοντος στο ανωτέρω Νοσοκομείο, περιλαμβάνεται στη διευρυμένη έννοια των νοσηλίων, κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ, όπως προαναφέρθηκε στην οικεία νομική σκέψη, και αποτελεί αποκαταστατέα ζημία του ενάγοντος. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι κατέβαλε το ποσό των 1.014,67 ευρώ για τη νοσηλεία του στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», κατά το χρονικό διάστημα από την 24.09.2012 μέχρι την 05.10.2012. Αντιθέτως, από την προσκομιζόμενη από 15.09.2014 βεβαίωση εξόδων νοσηλείας ασθενούς που εξέδωσε το ως άνω Νοσοκομείο προέκυψε ότι ο ενάγων, μαθητής κατά το έτος 2012, ήταν έμμεσα ασφαλισμένος με αριθμό μητρώου ασφαλισμένου ……., στον ασφαλιστικό φορέα Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. Τομέας Ασθένειας Προσωπικού Δ.Ε.Η., η δε συμμετοχή του ενάγοντος ήταν μηδενική στο συνολικό ποσό νοσηλείας των 2.853,83 ευρώ που επιβάρυνε τον ασφαλιστικό του φορέα. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι κατά την παραμονή του ενάγοντος στο Νοσοκομείο, αλλά και µετά την έξοδό του, κατά τη διάρκεια της κατ’ οίκον νοσηλείας του μέχρι την επανεξέτασή του από το Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» και την αφαίρεση των διαγναθικών έλξεων, ήτοι για χρονικό διάστημα σαράντα μία (41) ημερών, από την 23.09.2012 έως την 02.11.2012, ο ενάγων είχε την ανάγκη συμπαράστασης τρίτου προσώπου, επί οκτώ (8) ώρες ημερησίως, προκειμένου αυτό να μεριμνήσει για τις ανάγκες του. Για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών του ενάγοντος (την κάλυψη της προσωπικής του περιποίησης και υγιεινής, της προσωπικής του διατροφής και της συνοδείας αυτού κατά τις απαραίτητες μετακινήσεις), καθ’ όλο το ανωτέρω διάστημα των σαράντα μία (41) ημερών, η μητέρα του, η οποία τον συνόδευσε κατά τις μεταβάσεις του στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», όπου παρέμεινε καθ’ όλο το διάστημα της εκεί νοσηλείας του, και παρείχε σ’ αυτόν την απαιτούμενη βοήθεια και φροντίδα, καθ’ υπέρβαση των συγγενικών καθηκόντων. Ο ενάγων, εάν απασχολούσε τρίτο πρόσωπο θα του κατέβαλε το ποσό των σαράντα (40,00) ευρώ ημερησίως, το οποίο καταβάλλεται συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις για την προσφορά ίδιων υπηρεσιών, επί οκτώ (8) ώρες ημερησίως, χωρίς να χρειάζεται μεγαλύτερης διάρκειας συμπαράσταση τρίτου προσώπου, ενώ το επιπλέον αιτούμενο ποσό κρίνεται υπερβολικό και μη ανταποκρινόμενο στις ανάγκες του ενάγοντος. Συνεπώς, ο ενάγων για την ως άνω αιτία ζημιώθηκε κατά το ποσό των 1.640,00 ευρώ (40,00 ευρώ Χ 41 ημέρες), ο δε πρώτος εναγόμενος δεν απαλλάσσεται, καθώς το γεγονός ότι τις υπηρεσίες αυτές κάλυψε η μητέρα του ενάγοντος δεν μπορεί να οδηγήσει σε ωφέλειά του, κατ’ άρθρο 930 παρ. 3 του ΑΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι το ανωτέρω ποσό κρίνεται εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες αμοιβές που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταβάλλονται, για ανάλογες υπηρεσίες, σε οικιακές βοηθούς – περιποιήτριες, και με δεδομένο ότι το κονδύλιο αυτό δεν ζητείται προς αποζημίωση της συνολικής βοήθειας, αλλά της υπερβαίνουσας της εκ της συγγενικής σχέσης επιβαλλόμενης. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα από την 23.09.2012 έως την 02.11.2012, ο ενάγων υποχρεώθηκε να δαπανήσει για τη λήψη βελτιωµένης τροφής, πλούσιας σε ασβέστιο και φώσφορο, η οποία κρίνεται, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, επιβεβληµένη λόγω της φύσης του τραυµατισµού του, το ποσό των 5,00 ευρώ ηµερησίως, επιπλέον εκείνου που θα διέθετε για τη συνήθη διατροφή του, σύµφωνα µε τις τιµές των αγαθών κατά τον ανωτέρω χρόνο, και ως εκ τούτου κατά το χρονικό αυτό διάστηµα των σαράντα μία (41) ημερών δαπάνησε για τη συγκεκριµένη αιτία το ποσό των 205,00 ευρώ (5,00 ευρώ Χ 41 ημέρες). Η ως άνω δαπάνη, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόψει του είδους του τραυματισμού του ενάγοντος, καθώς και του χρόνου που απαιτήθηκε για την πόρωση του κατάγματος κάτω γνάθου, κρίνεται δικαιολογημένη και ως προς την αναγκαιότητά της και ως προς το ανωτέρω ημερήσιο ύψος της. Περαιτέρω, εξαιτίας της ως άνω αξιόποινης συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου που συνιστά αδικοπραξία, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας που βίωσε, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του βαθμού του πταίσματος του πρώτου εναγόμενου, της έλλειψης συνυπαιτιότητας του ενάγοντος – παθόντος στον τραυματισμό του, της ηλικίας του τελευταίου κατά τον χρόνο του συμβάντος (18 ετών), του είδους και της έκτασης του τραυματισμού αυτού, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, το εύλογο ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα ανέρχεται στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ. Ο ανωτέρω προσδιορισμός του ποσού των 10.000,00 ευρώ, ως εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του ενάγοντος, δεν παραβιάζει ούτε την αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), αλλά ούτε και το δικαίωμα του πρώτου εναγόμενου για δίκαιη δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ), με την έννοια της πλήρους αιτιολογίας της απόφασης, με έρευνα όλων των ισχυρισμών και των αποδεικτικών στοιχείων της υπόθεσης, αφού κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, το ως άνω χρηματικό ποσό δεν είναι ούτε μεγαλύτερο, ούτε μικρότερο από το επιδικαζόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσό.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς τον πρώτο εναγόμενο  και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (12.889,56 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα–πρώτο εναγόμενο. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών–πρώτος εναγόμενος σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου– ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης της (άρθρα 183 και 178 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 03.11.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3467/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην του πρώτου εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3467/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 27.03.2013 και με αριθμό κατάθεσης ………/2013 αγωγή.

Απορρίπτει ότι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (12.889,56 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα – πρώτο εναγόμενο του παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το υπ’ αριθ. ……………./2020 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα – πρώτο εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 5 Αυγούστου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ