Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 250/2022

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   250/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγγελική Προύντζου (ΑΜ 15084 Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος: ………………., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ανακόπτων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29.07.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2014 και ειδικό ……/2014 ανακοπή του, ειδικής διαδικασίας διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1619/2019 απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, έκανε δεκτή την ανακοπή. Η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 21.06.2019 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ………/24.06.2019 και ειδικό ……./24.06.2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/24.06.2019 και ειδικό ……./24.06.2019 για τη δικάσιμο της 02.04.2020 και γράφτηκε στο πινάκιο, πλην, όμως, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, η δε υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 77/2020 πράξης του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο της 18.03.2021. Κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021). Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 96/2021 πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου. Στις υποθέσεις με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο, ο γραμματέας του δικαστηρίου γνωστοποιεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τη νέα δικάσιμο με το οικείο πινάκιο ή έκθεμα. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α’ 54/09.04.2021) «Ερμηνευτική διάταξη για την επανέναρξη των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών», “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.03.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00» (Β’ 1194), ήτοι η 6η.4.2021”. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος τριάντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα, και εξήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Εάν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλήτευσής του, εάν δε κατά την συζήτηση της έφεσης ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005. 558, Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2003, παρ. 1078 έως 1080, σελ. 406-407). Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων, τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται (ΑΠ 862/2000 ΕλλΔνη 2001. 157, ΕφΑθ 4804/2006 ΕλλΔνη 2007. 06, ΕφΑθ 242/2001 ΕλλΔνη 2002. 815). Εάν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΜονΕφΠειρ 279/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 21.06.2019 έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, στα πλαίσια της πανδημίας COVID-19 {ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021)}, δυνάμει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α’ 48/31.03.2021) «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης», σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 96/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα. Η κρινόμενη έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1619/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, και με την οποία έγινε δεκτή η από 29.07.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……../2014 και ειδικό ……../2014 ανακοπή του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος. Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……../24.06.2019 και ειδικό ……./24.06.2019 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι την 24.06.2019 η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή Αγγελική Προύντζου κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό ……/24.06.2019 και ειδικό ……./24.06.2019 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα της ιδίας ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η 02.04.2020, ήτοι τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, η οποία και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../24.06.2019 και ειδικό …../24.06.2019 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …../24.06.2019 και ειδικό ………./24.06.2019 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς τον εφεσίβλητο – ανακόπτοντα, ως παραλήπτη του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο της 02.04.2020 και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. Την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή υπ’ αριθ. ………./27.06.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………….). Κατά τη δικάσιμο της 02.04.2020, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, η δε υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 77/2020 πράξης του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο της 18.03.2021. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021) και η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. 96/2021 πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία δεν απαιτείται η εκ νέου κλήτευση του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, που γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εφεσίβλητος – ανακόπτων δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή του στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον ερημοδικεί ο εφεσίβλητος – ανακόπτων που έχει κληθεί νομίμως από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, πρέπει, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, να δικαστεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι προσκομίσθηκαν από την παριστάμενη εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου της που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 εδ. β’ του ΚΠολΔ.

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1619/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, και με την οποία έγινε δεκτή η από 29.07.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2014 και ειδικό ……/2014 ανακοπή του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή την 11.06.2019 (βλ. Τη σχετική από 11.06.2019 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ………… επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 1619/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 21.06.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../24.06.2019 και ειδικό ……/24.06.2019 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Έως την εισαγωγή του Ν. 4055/2012, η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής εκδικαζόταν με τη διαδικασία εκείνη, τακτική ή ειδική, όπου υπαγόταν η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Η λύση αυτή προέκυπτε, πέρα από την ίδια τη φύση της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, και από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 632 του ΚΠολΔ – όπως ίσχυε πριν απαλειφθεί με τις διατάξεις του Ν. 4055/2012 – σύμφωνα με την οποία «αν η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, η ανακοπή εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της ειδικής αυτής διαδικασίας» (Π. Αρβανιτάκη, Η διαταγή πληρωμής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2012, σελ. 347). Με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, η ισχύς του οποίου άρχισε εν γένει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 113 αυτού, από την 02.04.2012, εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 110, στις οποίες και προβλέπεται διαφορετικός χρόνος έναρξης ισχύος, ενώ οι ρυθμίσεις του καταλαμβάνουν και τις υποθέσεις που εκκρεμούν (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ – Οι τροποποιήσεις του ν. 4055/2012, έκδ. 2012, άρθρο 643 αριθ. 2, σελ. 96), καταργήθηκε πλέον η παλαιά διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ και εισήχθη νέα παρ. 2 στην ίδια διάταξη, η οποία προβλέπει ότι «(η) άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα ημερών ή εντός ενενήντα ημερών αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή, και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παράγραφος 1 περίπτωση α’ ΚΠολΔ». Δεδομένου ότι, αντίθετα με ότι αναφέρει η Αιτιολογική Έκθεση επί του Σχεδίου Νόμου, η νέα παρ. 2 παραπέμπει αποκλειστικά στο άρθρο 643 του ΚΠολΔ (παράλληλα με την εφαρμογή του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ), και όχι συλλήβδην στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (ή των άρθρων 635 επ. του ΚΠολΔ), το ζήτημα της προσήκουσας διαδικασίας εκδίκασης της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής παραμένει, μετά την κατάργηση της παλαιάς παρ. 3 του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, κατ’ αρχήν αδιευκρίνιστο (Π. Αρβανιτάκη, ό.π., σελ. 347). Σύμφωνα με την άποψη που το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη (ΜονΕφΘεσ 1317/2020 ΝΟΜΟΣ, Π. Αρβανιτάκη, ό.π., σελ. 347-348, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., άρθρο 632 αριθ. 55, 72 και 77, σελ. 81, 87 και 88, αντίστοιχα, βλ. όμως και αντίθετη άποψη κατά την οποία υπάγονται στην ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, έκδ. 2013, σελ. 252, 284 και 294, Χ. Παπαδάκη, Διαταγή Πληρωμής (Θεωρία και Πράξη), έκδ. 2012, σελ, 195), εφόσον μετά την τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, δεν γίνεται πλέον διάκριση της διαδικασίας, που θα ακολουθηθεί, με κριτήριο την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αλλά ούτε καθιερώνεται ρητά ειδική διαδικασία για την εισαγωγή και εκδίκαση της ανακοπής, δεδομένου ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να είναι αυτή των πιστωτικών τίτλων θα παρέπεμπε στο σύνολο των σχετικών διατάξεων και όχι μόνο σε εκείνη του άρθρου 643 του ΚΠολΔ (ενώ παράλληλα δεν τροποποιεί και εκείνη του άρθρου 635 του ίδιου Κώδικα, όπου ρητά αναφέρονται οι διαφορές που μπορούν να εκδικαστούν με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων), εφαρμόζεται κατ’ αρχήν η τακτική διαδικασία ή η προβλεπόμενη από τη φύση της απαίτησης ειδική διαδικασία, με τις αποκλίσεις όμως που εισάγονται από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 591 παρ. 1 εδ. α’, 632 παρ. 2, 643, 649 και 650 του ΚΠολΔ. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός της συνεφαρμογής στην ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ και των γενικών διατάξεων για τις ανακοπές των άρθρων 583 έως 585 του ΚΠολΔ, όπου επίσης καθιερώνεται κατ’ αρχήν για την εκδίκασή τους η τακτική διαδικασία, εκτός αν βάσει ειδικών διατάξεων ορίζεται η τήρηση ειδικής διαδικασίας. Επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής μπορεί να συναχθεί και από την αντίστοιχη ανακοπή κατά της εκτέλεσης, κατά το άρθρο 933 του ΚΠολΔ, η οποία, παρά την απουσία ρητής ρύθμισης, υπάγεται, όπως γίνεται δεκτό (ΑΠ 1630/1983 NoB 1984. 1367, ΕφΘεσ 411/2009 ΕΠολΔ 2009. 698, με σημείωμα Ν. Κατηφόρη, ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009. 853, ΕφΑθ 5326/2007 ΕλλΔνη 2008. 1099, ΕφΑθ 4193/2006 ΕλλΔνη 2008. 839), κατ’ αρχήν στην τακτική διαδικασία, με τις παρεκκλίσεις όμως που διαγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 933 επ. του ΚΠολΔ, εκτός και αν για τη διάγνωση της αξίωσης, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, εφαρμόζεται ειδική διαδικασία, οπότε αυτή ακολουθείται και για την εκδίκαση της ανακοπής. Επίσης με την υιοθέτηση της συγκεκριμένης άποψης εξυπηρετείται και ο σκοπός του νομοθέτη για κοινή δικονομική αντιμετώπιση των ανακοπών κατά διαταγής πληρωμής και εκείνης κατά της εκτέλεσης, όπου επίσης κατά την εκδίκασή της ακολουθείται η ίδια διάκριση, αφού με το άρθρο 19 του Ν. 4055/2012 προστέθηκε στο άρθρο 937 του ΚΠολΔ και τρίτη παράγραφος, ομοίου περιεχομένου με εκείνη του εδ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 632 του ΚΠολΔ. Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ, κατά την οποία “αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της κατά τη διαδικασία με την οποία δικάζεται” που εφαρμόζεται και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 852/2001 ΕλλΔνη 2001, 929, ΜονΕφΠειρ 126/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2492/2001 Αρμ. 2002. 67), προκύπτει ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβη στην εκδίκαση της υπόθεσης κατά μη προσήκουσα διαδικασία, το δευτεροβάθμιο, δεχόμενο τυπικά την έφεση, η οποία δεν θα πρέπει να έχει ως μοναδικό λόγο την εκδίκαση της αγωγής με εσφαλμένη διαδικασία, εκτός αν συνδέεται με βλάβη (βλ. ΕφΑθ 1747/1988 Δ 1990. 299), αλλά να στηρίζεται και/ή σε άλλους λόγους, κρατεί το ίδιο και δικάζει την υπόθεση κατά την προσήκουσα διαδικασία, εξαφανίζει δε την εκκαλούμενη απόφαση μόνο αν το επιβάλλει η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας, όπως προπάντων συμβαίνει όταν δημιουργείται αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (πρβλ. άρθρα 47 και 535 παρ. 2 ΚΠολΔ), ή αν σωρεύονται αγωγές υπαγόμενες σε διαφορετικά είδη διαδικασίας, αφού δεν είναι τότε δυνατή η συνεκδίκασή τους (άρθρα 218 παρ. 1 εδ. δ και 246 ΚΠολΔ), οπότε εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση ως προς τη μία αγωγή, διατάσσει χωρισμό και παραπομπή ως προς αυτήν, ενώ κρατεί και δικάζει την άλλη, εκτός και αν δεν είναι δυνατή και ως προς αυτήν η άμεση εκδίκαση (ΕφΝαυπλ 460/2007 ΕΠολΔ 2008. 390, ΕφΠειρ 108/1997 ΕλλΔνη 1997. 1622, ΜονΕφΘεσ 1137/2017 ΝΟΜΟΣ, Μαργαρίτη στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 535 αριθ. 2 – πρβλ. ΑΠ 197/1994 ΕλλΔνη 1996. 64, βλ. όμως διαφορετικά ΕφΑθ 1374/2010 ΕΦΑΔ 2011. 205, ΕφΛαρ 170/2005 Δικογραφία 2005. 489, ΕφΑθ 9528/1996 ΕλλΔνη 1997. 688, ΕφΠειρ 996/1994 ΕλλΔνη 1996. 386). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος – ανακόπτων ζήτησε με την από 29.07.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό 36407/2014 και ειδικό 5087/2014 ανακοπή του κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθεται σε αυτήν, να εξαφανισθεί η υπ’ αριθ. ……./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, το ποσό των 13.460,60 ευρώ πλέον τόκων για απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθ. ……./28.06.2005 σύμβαση πίστωσης (κεφάλαιο κίνησης), καθώς και το ποσό των 88.365,10 ευρώ πλέον τόκων για απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθ. …………./19.12.2005 σύμβαση δανείου για αγορά επαγγελματικής στέγης, που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτού ως οφειλέτη και της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή ως δανείστριας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστή­ριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1619/2019 απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ανωτέρω ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και ότι εισήχθη στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, προέβη στην εκδίκαση αυτής κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, αντί της τακτικής διαδικασίας κατά την οποία είχε εισαχθεί προς συζήτηση, και στη συνέχεια έκανε δεκτό τον τέταρτο λόγο της ανακοπής και την ανακοπή στο σύνολό της και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ενώ επέβαλε σε βάρος της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή με την κρινόμενη έφεσή της, για τον διαλαμβανόμενο σε αυτήν λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη στην εκδίκαση της κρινόμενης ανακοπής, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, αντί της τακτικής διαδικασίας με τις αποκλίσεις που εισάγονται από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 632 παρ. 2, 643, 649 και 650 του ΚΠολΔ, όπως έπρεπε, σύμφωνα με την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη άποψη που το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη. Κατόπιν τούτων, πρέπει να ερευνηθεί η έφεση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της, κατ’ αυτεπάγγελτη του Δικαστηρίου έρευνα, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των άρθρων 632 παρ. 2, 643, 649 και 650 του ΚΠολΔ, και όχι κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, κατά την οποία εισήχθη, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ, χάριν της αρχής της οικονομίας της δίκης, εφόσον από την άλλη γενική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, δεν επιβάλλεται εν προκειμένω η αναπομπή της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ώστε αυτό να εφαρμόσει την προσήκουσα διαδικασία και εφόσον, επιπρόσθετα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής.

Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 που έχει τίτλο “προστασία καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1010/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1242/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 788/2018 ΝΟΜΟΣ), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω Ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του (ΟλΑΠ 13/2015 ΧΡΙΔ 2015. 675, ΑΠ 1137/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1463/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 εδαφ. α’ του Ν. 128/1975, επιβάλλεται από του έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της …, υπέρ του εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αύτη οφείλεται πέραν των, δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών. Από τη διάταξη αυτή ούτε προβλέπεται, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη (ως τέτοια νοείται και η τυχόν θέσπιση ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο τυχόν θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνον αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση). Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνον από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στον δανειολήπτη αποτέλεσε, από την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών. Εφόσον όμως στον σχετικό Γ.Ο.Σ. γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν. 128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει οποιοσδήποτε άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460). Εφόσον η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 είναι νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α’ του ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 39/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 623 του ΚΠολΔ, για να μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, πρέπει η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ κατά το άρθρο 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο. Είναι δε εκκαθαρισμένο το ποσό της απαίτησης και όταν αυτό δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 653/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ). Το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 624 του ΚΠολΔ  βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής. Ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της σε βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης. Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ’ αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 του ΚΠολΔ  (ΑΠ 1943/2017 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 196/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτό βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνο κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1-2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την παραδοχή λόγου έφεσης, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και τη διακράτηση της υπόθεσης για την εκδίκασή της από αυτό κατ’ ουσίαν, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει, αυτεπαγγέλτως, όλα τα ζητήματα που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως, για την οριστική διάγνωση της διαφοράς, και ως εκ τούτου εάν κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή (ΑΠ 2039/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1878/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 419/2004 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή το Εφετείο δεν δεσμεύεται, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης από τον κανόνα του άρθρου 536 παρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να καταστήσει και δυσμενέστερη τη θέση του εκκαλούντος (ΑΠ 1408/1999 ΕλλΔνη 41. 737, ΜονΕφΘρ 321/2015 ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και όταν κρίνεται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, με την οποία ο ανακόπτων (ο οποίος επέχει εδώ θέση εναγομένου) προβάλλει περισσότερους λόγους ανακοπής, δηλ. σωρεύει περισσότερες βάσεις σ’ αυτή καθώς κάθε λόγος ανακοπής αποτελεί ιδιαίτερη βάση (ΑΠ 13/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012. 168). Επομένως, και στην περίπτωση αυτή το Εφετείο, εάν εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτοντας λόγο της ανακοπής που είχε γίνει δεκτός πρωτοδίκως, οφείλει να εξετάσει και τους λοιπούς λόγους της ανακοπής που δεν είχαν εξεταστεί, υπό την προϋπόθεση βέβαια, ότι οι λόγοι αυτοί είχαν προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό και ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οπότε και υποχρεούται το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει (ΑΠ 1556/2012 ΕΠολΔ 2013. 559, ΑΠ 1286/2012 ΕΠολΔ 2013. 559, ΑΠ 920/2011 ΕΠολΔ 2012. 101, ΑΠ 13/2010 ΝοΒ 2010. 1440, ΑΠ 1568/2009 ΔΕΕ 2010. 65, ΜονΕφΑθ 5/2018 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων ισχυρίζεται με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής ότι είναι άκυροι λόγω της αντίθεσής τους προς την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, ο όρος β’ του προσαρτήματος Ι της υπ’ αριθ. …………./19.12.2005 σύμβασης δανείου για αγορά επαγγελματικής στέγης, καθώς και ο όρος 1.5 της υπ’ αριθ. ………/28.06.2005 σύμβασης πίστωσης (κεφάλαιο κίνησης), με τους οποίους προβλέπεται μετακύλιση στον ανακόπτοντα οφειλέτη της εισφοράς του Ν. 128/1975, ανερχόμενης σε 0,60%, και ορίζεται ανατοκισμός της εισφοράς αυτής, αφού οι ληξιπρόθεσμοι οφειλόμενοι τόκοι, στους οποίους περιλαμβάνεται και η εισφορά του Ν. 128/1975, εκτοκίζονται με το επιτόκιο υπερημερίας και οι τόκοι που παράγονται κεφαλαιοποιούνται (ανατοκίζονται), διότι αφενός η ενσωμάτωση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στα κυμαινόμενα επιτόκια των συμβάσεων οδηγεί σε υπέρβαση των εκάστοτε ισχυόντων εξωτραπεζικών επιτοκίων, που είναι τα μόνα θεμιτά, αφετέρου επιτρέπεται ανατοκισμός μόνο των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων και των εισφορών, με αποτέλεσμα να έχουν ενσωματωθεί στις επίδικες οφειλές του τόκοι που προέκυψαν από παράνομη μετακύλιση και από παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, και να καθίσταται έτσι άκυρη στο σύνολό της η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αφού οι απαιτήσεις της καθ’ ης η ανακοπή είναι μη εκκαθαρισμένες. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αόριστος, καθόσον ο ανακόπτων, αν και απολαμβάνει καταρχήν της προστασίας του Ν. 2251/1994 λόγω της ιδιότητάς του ως καταναλωτής, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, απλώς αμφισβητεί το ύψος των απαιτήσεων της καθ’ ης η ανακοπή, χωρίς να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο των τηρηθέντων για τις συμβάσεις λογαριασμών και χωρίς να προσδιορίζει είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε από την παράνομη, κατά την άποψή του, μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 ή από τον ανατοκισμό της εισφοράς αυτής, ώστε με τον υπολογισμό και τη συνάθροιση των επιμέρους κονδυλίων να προκύπτει το συνολικό υπερβάλλον ποσό, για να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του, είτε το νόμιμο ύψος των οφειλών του, όπως αυτό θα διαμορφωνόταν εάν δεν είχαν λάβει χώρα η εν λόγω παράνομη μετακύλιση και ο παράνομος ανατοκισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975. Κατ’ αποτέλεσμα των ανωτέρω, δεν είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους των επιδικασθέντων με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ποσών και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά τα αντίστοιχα μέρη, δοθέντος ότι, ακόμη και σε περίπτωση ενσωμάτωσης στα κεφάλαια των απαιτήσεων παρανόμων ποσών ή ανατοκισμών δεν θίγεται η βεβαιότητα των απαιτήσεων, ούτε καθίστανται αυτές ανεκκαθάριστες, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα των αντίστοιχων ποσών της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της, όπως εσφαλμένα έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ανεξαρτήτως τούτου, ο ίδιος λόγος της ανακοπής είναι μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, καταρχήν είναι σύννομη η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στον ανακόπτοντα οφειλέτη βάσει σχετικών ρητών όρων των συμβάσεων, όπως εν προκειμένω, χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής, αλλά και η ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων, ακόμη και όταν αυτά είναι ανώτερα από το καθοριζόμενο νομοθετικώς όριο των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Ο έλεγχος του αντίστοιχου συμβατικού όρου περιορίζεται στην τήρηση των όρων της διαφάνειας, σε κάθε δε περίπτωση ο ανακόπτων δεν ισχυρίζεται ότι ο εν λόγω συμβατικός όρος ήταν αόριστος ή αδιαφανής. Επιπλέον δε, υπό τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, κατά ρητή πρόβλεψη του όρου β’ του προσαρτήματος Ι της υπ’ αριθ. ………………/19.12.2005 σύμβασης δανείου για αγορά επαγγελματικής στέγης, καθώς και του όρου 1.5 της υπ’ αριθ. ………../28.06.2005 σύμβασης πίστωσης (κεφάλαιο κίνησης), η εισφορά του Ν. 128/1975 συνυπολογίζεται για την εξαγωγή του τελικού συμβατικού επιτοκίου που βαρύνει τον ανακόπτοντα, επαυξάνοντας το ποσοστό αυτού, οπότε ο συνυπολογισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975 εντάσσεται στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεδομένου ότι η ανωτέρω εισφορά ενσωματώθηκε πλήρως, κατά ρητούς όρους των μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων, στο ποσοστό του επιτοκίου, με συνέπεια να αποτελεί το ποσό που την παριστά ουσιαστικά ποσό τόκων και να ανατοκίζεται νομίμως ανά εξάμηνο. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος, κατά τα προαναφερθέντα, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε αντιθέτως, κάνοντας δεκτό ως νόμω και ουσία βάσιμο τον λόγο αυτό της ανακοπής, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης έφεσης να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος. Κατόπιν τούτων, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε την ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ ως προς όλες τις διατάξεις της και να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παράβολου στην καταθέσασα εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ). Ακολούθως πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να απορριφθεί ο ως άνω λόγος της ανακοπής και να ερευνηθούν περαιτέρω οι λοιποί λόγοι της ανακοπής, οι οποίοι δεν ερευνήθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, το Δικαστήριο τούτο υποκαθίσταται πλέον στη θέση εκείνου.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ίδιου κώδικα μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις, που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές, μεταξύ των οποίων είναι αφενός μεν η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση, αφετέρου η απαίτηση αυτή και το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν, παρά την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το Ν. 4335/2015). Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 του ΚΠολΔ, όπως ομοίως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τον ίδιο ως άνω νόμο, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ.1 του κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται να εκτίθεται, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως, ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσης της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ` ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της (ΑΠ 1071/2017 ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι απαραίτητο, για το ορισμένο της αίτησης, να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 370/2012 ΝΟΜΟΣ). Στο ορισμένο της αίτησης, δεν επιδρά η μη παράθεση, στο επισυναπτόμενο σ’ αυτήν απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, των κονδυλίων χρεώσεων και πιστώσεων ολόκληρου του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο λειτούργησε η σύμβαση (ΑΠ 1166/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για την έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει ληφθέντος δανείου που συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις και το οποίο έχει καταστεί στο σύνολό του ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, διότι ο δανειολήπτης καθυστέρησε να αποδώσει οιαδήποτε δόση, σύμφωνα με σχετικό όρο της δανειακής σύμβασης, αρκεί να αναφέρεται στη σχετική αίτηση ότι καταρτίσθηκε έγγραφη σύμβαση παροχής τοκοχρεωλυτικού δανείου με τον προαναφερθέντα όρο, ότι το ποσό του δανείου καταβλήθηκε στο σύνολό του ή τμηματικά στον δανειολήπτη και ότι ο τελευταίος καθυστέρησε την καταβολή κάποιας τοκοχρεωλυτικής δόσης, ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται το ύψος του τόκου που αντιστοιχεί σε κάθε δόση ή το ύψος του κατά τον χρόνο λειτουργίας της σύμβασης εφαρμοσθέντος επιτοκίου υπολογισμού των τόκων, ποσά τα οποία, με δεδομένο το κεφάλαιο καθώς και τα νόμιμα επιτόκια, όπως αυτά είναι καθορισμένα με τους νόμους, τις πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, εξευρίσκονται με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς με συνέπεια το ποσό για το οποίο αιτείται η διαταγή πληρωμής να είναι εκκαθαρισμένο (ΑΠ 1016/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 653/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 150/2000 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 140/2018 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 302/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4272/2001 ΕλλΔνη 2011. 1366). Στην προκειμένη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου και με τον έβδομο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ισχυριζόμενος ότι η διαταγή πληρωμής είναι αόριστη, διότι δεν αναφερόταν ούτε στην αίτηση προς έκδοσή της, ούτε στη διαταγή πληρωμής, το ύψος του κυμαινόμενου επιτοκίου κατά τη διάρκεια της υπ’ αριθ. …../28.06.2005 σύμβασης πίστωσης (κεφάλαιο κίνησης), και της υπ’ αριθ. ………../19.12.2005 σύμβασης δανείου για αγορά επαγγελματικής στέγης, βάσει του οποίου υπολογίσθηκε και το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, η διακύμανσή του, οι επιμέρους χρεώσεις τόκων και τόκων εξ ανατοκισμού, και επιπλέον δεν ενσωματώθηκαν στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και στην αίτηση προς έκδοσή της η κίνηση των τηρηθέντων για την εξυπηρέτηση των εν λόγω συμβάσεων λογαριασμών, με αποτέλεσμα οι ένδικες απαιτήσεις της καθ’ ης η ανακοπή να καθίστανται αόριστες και ανεπίδεκτες δικαστικής εκτίμησης. Οι ως άνω λόγοι που βάλλουν κατά του τυπικού κύρους της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, κρίνονται απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, αφού, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφενός δεν απαιτείται να ενσωματώνονται στο σώμα της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε στη διαταγή πληρωμής, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης η ανακοπή, στα οποία εμφαίνεται η κίνηση των τηρηθέντων για την εξυπηρέτηση των εν λόγω συμβάσεων λογαριασμών, αλλά αρκεί αυτά να προσκομίζονται ως αποδεικτικά έγγραφα, αφετέρου στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε με βάση σύμβαση πίστωσης και σύμβαση δανείου, που καταγγέλθηκε πριν από τη λήξη του, αρκεί να αναφέρεται ως προς μεν τη σύμβαση πίστωσης ότι καταρτίσθηκε έγγραφη σύμβαση παροχής πίστωσης, ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων το ποσό της πίστωσης να αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, που αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της, ως προς δε τη σύμβαση δανείου ότι καταρτίσθηκε έγγραφη σύμβαση δανείου, ότι το ποσό του δανείου καταβλήθηκε στο σύνολό του ή τμηματικά στον δανειολήπτη ανακόπτοντα και ότι ο τελευταίος καθυστέρησε την καταβολή κάποιων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, λόγος για τον οποίο καταγγέλθηκε η σύμβαση, ενώ δεν είναι απαραίτητο, για το ορισμένο της αίτησης ως προς τη σύμβαση πίστωσης να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας, ούτε απαιτείται για το εκκαθαρισμένο της απαίτησης ως προς τη σύμβαση δανείου να αναφέρεται το ύψος του τόκου που αντιστοιχεί σε κάθε δόση του δανείου και η διακύμανση του συνομολογηθέντος επιτοκίου, ούτε, άλλωστε, απαιτείται να εξειδικεύονται τα επιμέρους οφειλόμενα ποσά κεφαλαίου, τόκων, κεφαλαιοποιημένων τόκων, φόρων και επιβαρύνσεων πάσης φύσεως (βλ. ΜονΕφΑθ 302/2018 ΝΟΜΟΣ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, προκύπτει ότι τα στοιχεία της ένστασης εξόφλησης, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση, για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ισχυρισμός περί καταβολής όλων των απαιτήσεων του ενάγοντος, χωρίς να γίνεται ειδικότερη ανάλυση του ποσού που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστος, έστω και αν αναφέρεται το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μία μόνο απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους (ΑΠ 417/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1688/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1160/2019 ΝΟΜΟΣ). Όπως δε προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 του ΚΠολΔ, λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ένστασης (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή την οποία αυτή αφορά, είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία πήγαζε (ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ισχυριζόμενος ότι έχει προβεί στην καταβολή των επιμέρους ποσών που εκτίθενται στο δικόγραφο ανά ημερομηνίες καταβολής και ακολούθως ότι έχει επέλθει μερική απόσβεση των απαιτήσεων της καθ’ ης η ανακοπή, για τις οποίες εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, λόγω καταβολής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται αόριστος και απορριπτέος, αφού αφενός δεν διευκρινίζεται για ποια αιτία καταβλήθηκαν τα επιμέρους ποσά που επικαλείται ο ανακόπτων, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε για δύο απαιτήσεις της καθ’ ης η ανακοπή που απορρέουν από την υπ’ αριθ. ……./28.06.2005 σύμβαση πίστωσης (κεφάλαιο κίνησης) και από την υπ’ αριθ. ……../19.12.2005 σύμβαση δανείου για αγορά επαγγελματικής στέγης, αφετέρου δεν εκτίθεται το ύψος των οφειλών του ανακόπτοντος από τις εν λόγω συμβάσεις, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τις επικαλούμενες εκ μέρους του καταβολές και πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής.

Με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16.02.1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-178/13.2.2001 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/09.03.2001) και την ΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-798/25.06.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.07.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ.1 περ. στ’ της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012 ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23.04.2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ υπ’ αρ. ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23.06.2017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και “οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του”. Με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξης ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ 947 Β) και Ζ1178/2001 (ΦΕΚ 255 Β). Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω ΚΥΑ αφορά μόνον καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση μάλιστα οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής, και όχι επαγγελματικά, όπως είναι σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 του ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ υπ’ αρ. ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23.06.2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου. Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ’ αρ. 30/14.02.2000 (ΦΕΚ Α 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων εκθέτει με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του ότι είναι άκυρος λόγω της αντίθεσής του προς τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 και την Κ.Υ.Α. Ζ1-798/25.06.2008, ο όρος 5.3 της υπ’ αριθ. ………/28.06.2005 σύμβασης πίστωσης (κεφάλαιο κίνησης), δυνάμει του οποίου λαμβάνεται το έτος των 360 ημερών ως βάση υπολογισμού των τόκων, και ότι η χρήση αυτή ημερολογιακού έτους 360 ημερών αντί 365 είχε ως αποτέλεσμα τη χρέωση του λογαριασμού της πίστωσης με τόκους παράνομα αυξημένους κατά 1,389%, καθόσον ο ανωτέρω όρος προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, αφού ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, δεδομένου η έκθεση των περιστατικών για τη θεμελίωσή του δεν γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα, ενόψει της μη αναφοράς συγκεκριμένου κονδυλίου ή κονδυλίων ως προς τον υπολογισμό των τόκων του τηρηθέντος για την επίδικη σύμβαση λογαριασμού, τα οποία και να αμφισβητεί ο ανακόπτων (βλ. ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 999/2019 αμφότερες στην ιστοσελίδα του Α.Π.)

Εκτός από την γενική ρήτρα της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ. που συνεπάγο­νται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεω­ρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβά­νονται, μεταξύ άλλων, και εκείνοι οι όροι που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ει­δικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή (περ. ια της παρ. 7). Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστή­ριο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογι­κού κριτηρίου «της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιείτο νόμος στις επιμέρους περιπτώ­σεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδι­κές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρη­στικότητας αποτελούν δείκτες που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της πα­ροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι Γ.Ο.Σ, πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλεί­ονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ’ αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρη­στικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει δηλαδή παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007. 975). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των Γ.Ο.Σ. δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυ­τόν (ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθε­ση C-26/13, …………. κατά ……………., σκέψεις 71 – 75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώ­σεις του καταναλωτή. Για τον λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμο­ποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδι­κευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή αορίστου περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις που κατά το φαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρή­τρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδια­φάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορρο­πίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν 2251/1994. Για το λόγο αυτό και οι Γ.Ο.Σ., υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010. 943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005. 802). Ειδικότερα επί καταναλωτικών και στεγαστικών συμβάσεων ο Ν. 2251/1994 (άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια που προεκτέθηκε) αξιώνει τα κριτήρια, με τα οποία καθορίζονται οι όροι αυτών, να ανα­φέρονται στη σύμβαση, δεδομένου ότι ο νόμος δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος, παρά μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, οπότε πρέπει να· αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα κριτήρια (ΑΠ 1219/2001, ΑΠ 1030/2001 ΕλλΔνη 2001. 1599 και 1603, ΕφΑθ 5180/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1471/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5101/2011 ΝοΒ 2011. 2139, ΕφΑθ 2386/2006 ΕλλΔνη 2006. 1467, ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003. 643). Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι η ακυρότητα ενός ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος όλης της δικαιοπρακτικής σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυ­ρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός κατά το νόμο όρος. Ως προς δε το ζήτημα της πλή­ρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρό­τητα ενός ΓΟΣ, αυτό καλύπτεται, κατ’ αρχήν, και εφό­σον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέ­ψη της Οδηγίας 93/13, θεωρείται ότι δεν περιέχει κα­ταχρηστικές ρήτρες και ότι συνάδει με τους σκοπούς του άρθρου 6 παρ. 1 της ως άνω Οδηγίας (βλ. την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, σκέψεις 80 – 82 και 85). Σε διαφορετική περίπτωση, γίνεται από το Δικαστή­ριο συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 ΑΚ, βάσει δηλαδή της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΕφΑθ 1471/2013 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων ισχυρίζεται με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ότι είναι άκυροι λόγω της αντίθεσής τους προς την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, αφενός ο όρος 2α’ του προσαρτήματος Ι της υπ’ αριθ. …………./19.12.2005 σύμβασης δανείου για αγορά επαγγελματικής στέγης, με τον οποίο το επιτόκιο ορίσθηκε μεταβλητό και καθορίσθηκε για το χρονικό διάστημα από την εκταμίευση του δανείου μέχρι το τέλος του μήνα εκταμίευσης και για το επόμενο τρίμηνο σε 2,75%, μετά δε τη λήξη της προηγούμενης περιόδου και για κάθε εφεξής τρίμηνο θα ισούται με το εκάστοτε ΕΚΤ 3 μηνών της τράπεζας προσαυξημένο κατά 2,75%, ο όρος 3 του προσαρτήματος Ι, με τον οποίο προβλέφθηκε ότι η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να μεταβάλλει το εκάστοτε διαμορφούμενο συμβατικό επιτόκιο, λαμβάνοντας υπόψη τη διακύμανση των παρεμβατικών επιτοκίων που ανακοινώνονται από την ΕΚΤ και του EURIBOR, τη διακύμανση του πληθωρισμού, τον αναλαμβανόμενο από την τράπεζα ειδικό και συνολικό πιστωτικό κίνδυνο, και το λειτουργικό κίνδυνο και τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, και οι όροι των από 15.07.2009 και από 13.04.2010 πρόσθετων πράξεων με τους οποίους ορίσθηκε ένα επιπλέον περιθώριο κυμαινόμενο, που ισούται με ποσοστό 50% στην πρώτη πρόσθετη πράξη και 100% στη δεύτερη πρόσθετη πράξη, του Δείκτη ITRAXX Senior Financials, αφού προηγουμένως στρογγυλοποιηθεί στο 2ο δεκαδικό ψηφίο στον πλησιέστερο αριθμό προς τα άνω εάν το επόμενο δεκαδικό ψηφίο είναι μεγαλύτερο ή ίσο του πέντε και προς τα κάτω εάν είναι μικρότερο του πέντε, αφετέρου ο όρος 5.01 της υπ’ αριθ. …………./28.06.2005 σύμβασης πίστωσης (κεφάλαιο κίνησης), με τον οποίο συμφωνήθηκε επιτόκιο κυμαινόμενο ίσο προς το Βασικό Επιτόκιο που αναφέρεται στον όρο 1.5 και ισχύει κάθε φορά προσαυξημένο με το περιθώριο που επίσης αναγράφεται στον ίδιο όρο, και ότι η τράπεζα έχει το δικαίωμα να μεταβάλλει το εκάστοτε διαμορφούμενο συμβατικό επιτόκιο, λαμβάνοντας υπόψη τη διακύμανση των παρεμβατικών επιτοκίων που ανακοινώνονται από την ΕΚΤ και του EURIBOR, τη διακύμανση του πληθωρισμού, τον αναλαμβανόμενο από την τράπεζα ειδικό και συνολικό πιστωτικό κίνδυνο, και το λειτουργικό κίνδυνο και τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι είναι αόριστα τα κριτήρια μεταβολής των κυμαινόμενων επιτοκίων που ορίσθηκαν με τους προαναφερόμενους όρους των επίδικων συμβάσεων, δυνάμει των οποίων η καθ’ ης η ανακοπή επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα μονομερούς καθορισμού των κυμαινόμενων επιτοκίων χωρίς να έχει θέσει εκ των προτέρων εύλογα κριτήρια για τον ανακόπτοντα οφειλέτη, αφού η διακύμανση των παρεμβατικών επιτοκίων που ανακοινώνονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και του EURIBOR, η διακύμανση του πληθωρισμού, ο αναλαμβανόμενος από την τράπεζα ειδικός και συνολικός πιστωτικός κίνδυνος, και ο λειτουργικός κίνδυνος και οι συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, αποτελούν παράγοντες μη μετρήσιμους αριθμητικά. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, αφού ο ανακόπτων δεν εκθέτει στο δικόγραφο της ανακοπής του πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ο τρόπος με τον οποίο παραβιάσθηκε από την καθ’ ης η ανακοπή η καθοδηγητική αρχή της απαγόρευσης χωρίς σπουδαίο λόγο της ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, ούτε συνδέει την επικαλούμενη ύπαρξη των ως άνω άκυρων όρων των ενδίκων συμβάσεων με συγκεκριμένα έννομα αποτελέσματα, αναφορικά με την ύπαρξη ή μη των επίδικων απαιτήσεων ή την τυπική πλημμέλεια κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, μόνο το γεγονός ότι οι επίμαχοι όροι εμφανίζονται, κατά τον ανακόπτοντα, αντίθετοι στους ως άνω νομικούς κανόνες του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, δεν αρκεί για την πληρότητα του σχετικού ισχυρισμού του, καθόσον δεν διευκρινίζεται εάν και σε ποιο χρονικό σημείο ενεργοποιήθηκαν οι όροι αυτοί περί μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου των ενδίκων συμβάσεων και σε ποιο ύψος αναπροσαρμόσθηκαν τα επιτόκια αυτών, κατ’ εφαρμογή των επίμαχων όρων, και τελικώς εάν και ποια ποσά τόκων προέκυψαν με τα μη συννόμως και μονομερώς αναπροσαρμοσθέντα επιτόκια, σε συσχετισμό με τα τοκοφόρα κεφάλαια και τις χρονικές περιόδους τοκοφορίας, ώστε το Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα ελέγχου και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κατά τα υπερβάλλοντα ποσά των παρανόμων τόκων, αφού είναι πρόδηλο ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, εν προκειμένω, το σύνολο των απαιτήσεων της καθ’ ης η ανακοπή που βεβαιώθηκαν με την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, αλλά μόνο μερικότερα κονδύλια αυτής και δη τμήμα μόνο των βεβαιωθέντων τόκων επί των καταλοίπων των ενδίκων συμβάσεων, τα οποία όμως ουδόλως προσδιορίζονται στο δικόγραφο της ανακοπής (βλ. ΕφΘεσ 473/2017 ΝΟΜΟΣ).

Η ακυρότητα ενός ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 του ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο (ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι του άρθρου 181 του ΑΚ. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 του ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 του ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Η εφαρμογή της διάταξης προυποθέτει δηλαδή ότι αμφότερα τα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα των όρων, ότι η θέληση των συμβαλλομένων θα ήταν να μην ισχύσει η σύμβαση χωρίς τους άκυρους όρους, χωρίς να είναι αποφασιστική η θέληση μόνο του ενός συμβαλλόμενου, η δε αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βούλησης γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλόμενων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ,). αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ,), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014 ΧρΙΔ 2014. 680, ΜονΕφΠατρ 364/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι λόγω της ακυρότητας των προαναφερόμενων όρων των ενδίκων συμβάσεων πίστωσης και δανείου, την οποία ο ίδιος αγνοούσε μέχρι την επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, οπότε και απευθύνθηκε σε δικηγόρο και έλαβε γνώση, αλλά και του γεγονότος ότι δεν θα προέβαινε στη σύναψη των ενδίκων συμβάσεων εάν γνώριζε την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή των συγκεκριμένων όρων, η δε καθ’ ης η ανακοπή που τελούσε σε γνώση των προσβαλλόμενων ως άκυρων ανωτέρω όρων των συμβάσεων, δεν θα επιχειρούσε τις επίδικες δικαιοπραξίες χωρίς αυτούς, έχει επέλθει ακυρότητα ολόκληρης της υπ’ αριθ. ……../28.06.2005 σύμβασης πίστωσης (κεφάλαιο κίνησης), αλλά και της υπ’ αριθ. ………/19.12.2005 σύμβασης δανείου για αγορά επαγγελματικής στέγης, κατ’ άρθρο 181 του ΑΚ, αφού αυτές δεν θα είχαν επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία κατ’ άρθρο 181 του ΑΚ, έπρεπε ο ανακόπτων να επικαλεσθεί και περαιτέρω, για την ουσιαστική βασιμότητα, να αποδείξει ότι η υποθετική βούληση όλων των συμβαλλομένων μερών, κατά το χρόνο κατάρτισης των δικαιοπραξιών, θα ήταν να μην ισχύσουν οι δικαιοπραξίες, εάν τα μέρη γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, ήτοι των συγκεκριμένων όρων. Επομένως, προϋπόθεση για την αναγνώριση της ακυρότητας ολόκληρων των επίδικων συμβάσεων αποτελεί ότι αμφότερα τα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα των συγκεκριμένων όρων και ότι η θέληση των συμβαλλομένων θα ήταν να μην ισχύσουν οι συμβάσεις χωρίς τους άκυρους όρους, χωρίς να είναι αποφασιστική η θέληση μόνο του ενός συμβαλλόμενου. Στην προκειμένη δε περίπτωση ο ανακόπτων επικαλείται με την ανακοπή του ότι η καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα γνώριζε την ακυρότητα των προσβαλλόμενων όρων, και παρόλα αυτά προχώρησε στη σύναψη των ενδίκων συμβάσεων και ότι μόνο ο ίδιος δεν γνώριζε την ακυρότητα των όρων αυτών, κατά το χρόνο κατάρτισης των συμβάσεων, και ως εκ τούτου δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 181 του ΑΚ, διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, η καθ’ ης η ανακοπή περιέλαβε τους ανωτέρω όρους στις συμβάσεις εν γνώσει της ακυρότητας αυτών.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ). Με τον έκτο λόγο της ανακοπής και τον όγδοο λόγο κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ασκείται καταχρηστικά το δικαίωμα της καθ’ ης η ανακοπή να προβεί στην έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι αφενός ο ίδιος αντιμετώπισε πρόσκαιρη οικονομική δυσχέρεια λόγω διακοπής της εμπορικής του επιχείρησης εξαιτίας της συνταξιοδότησής του, στη συνέχεια δε προέβη στις καταβολές που προεκτέθηκαν στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής, αφετέρου οι ένδικες συμβάσεις, βάσει των οποίων εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, περιέχουν τους αναφερόμενους κατά την εξέταση των προηγούμενων λόγων ανακοπής γενικούς όρους των συναλλαγών (ΓΟΣ) που είναι άκυροι λόγω της αντίθεσής τους προς την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, η δε έκδοσή της είχε ως επαχθή συνέπεια την εγγραφή του ως οικονομικά αφερέγγυου στα αρχεία της εταιρείας «……………», η οποία δεν θα λάμβανε χώρα εάν η καθ’ ης η ανακοπή είχε επιλέξει την άσκηση εναντίον του αγωγής. Ο λόγος αυτός περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή είναι μη νόμιμος, καθόσον τα επικαλούμενα από τον ανακόπτοντα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στον τρόπο με τον οποίο η καθ’ ης η ανακοπή επέλεξε να ικανοποιήσει τις επίδικες απαιτήσεις της, και αληθή δε υποτιθέμενα, δεν θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο κατάχρηση δικαιώματος. Εξάλλου, ο ανακόπτων ουδόλως επικαλείται περιστατικά, αναφορικά με συμπεριφορά της καθ’ ης η ανακοπή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός της, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, ώστε να δημιουργηθεί σ’ αυτόν η εύλογη πεποίθηση ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν θα ασκούσε το δικαίωμά της στο χρόνο που το άσκησε. Περαιτέρω αλυσιτελώς προβάλλεται με τον λόγο αυτό της ανακοπής ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος σχετικά με την εγγραφή του ως οικονομικά αφερέγγυου στα αρχεία της εταιρείας «……………», καθόσον αφενός δεν διατυπώνεται αίτημα για τη διαγραφή των στοιχείων αυτών, αφετέρου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να  διατάξει οποιοδήποτε μέτρο σε σχέση με την καταχώρηση ή μη της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής στο συγκεκριμένο αρχείο, χωρίς την υποβολή ειδικού προς τούτο αιτήματος και στο πλαίσιο εκδίκασης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, η οποία προηγείται χρονικά της εγγραφής στο συγκεκριμένο αρχείο και η οποία, μάλιστα, δεν στρέφεται καν κατά της τηρούσας το αρχείο εταιρείας «……………….». Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 20 του Ν. 2251/1994, κατά την οποία οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από απόφαση που δέχεται συλλογική, αγωγή, η οποία ασκήθηκε κατά το άρθρο 10 παρ. 16 στοιχ. α’ και β’ του ίδιου άρθρου, ισχύουν έναντι πάντων και αν δεν ήταν διάδικοι, καθιερώνεται ιδιότυπη δεσμευτικότητα αυτής (απόφασης), που ισχύει έναντι πάντων (ΑΠ 1219/2001 ΕλλΔνη 2001. 1495, Γ. Παπαδημητριού, Το Σύνταγμα και η επέκταση των αποτελεσμάτων που παράγουν οι δικαστικές αποφάσεις επί των συλλογικών αγωγών τις οποίες ασκούν ενώσεις καταναλωτών ιδίως στην περίπτωση των γενικών όρων τραπεζικών συναλλαγών, ΔΙΚΗ 2005. 1133 επ., Β. Βασιλοπούλου, Η δυνατότητα προστασίας του συλλογικού συμφέροντος που εξυπηρετούν οι ενώσεις καταναλωτών διά συλλογικής αγωγής, ΕΦΑΔ 2010. 524 επ.). Η απόφαση επί της συλλογικής αγωγής της παραπάνω διάταξης, όμως, δεν διαγιγνώσκει δικαιώματα ή υποχρεώσεις, ούτε ενεργεί αποκαταστατικά, αλλά διαπιστώνει την αντικαταναλωτική συμπεριφορά του προμηθευτή. Επομένως, δεν είναι δυνατό να προσδοθεί σε αυτή η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι αποφάσεις, που εκδίδονται στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας προκαλούν δεσμευτικότητα διακτεινόμενη, και στην περιοχή της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αποκλειστικά και μόνο όμως για τα θέματα εκείνα που κατά νόμο ανήκουν στη sedes materiae της καθοριστικής λειτουργίας του δικαίου. Κατά συνέπεια, η απόφαση επί συλλογικής αγωγής που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα του Γ.Ο.Σ. δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω και αν αυτοί είναι μέλη της ένωσης που άσκησε την αγωγή. Η επέλευση ή μη της ακυρότητας των ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας, την οποία τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους (βλ. Σ. Κουσούλη, Τα αποτελέσματα αποφάσεως επί συλλογικής αγωγής ιδίως επί χρήσεως καταχρηστικών ΓΟΣ εν όψει της ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2002. 1097 επ.). Συνακόλουθα, το αληθές νόημα της κρίσιμης διάταξης είναι ότι οποιοδήποτε ευνοϊκό αποτέλεσμα της εκδοθείσας ως άνω απόφασης μπορεί να γίνει απλά αντικείμενο επίκλησης, τόσο από τα μέλη της ένωσης καταναλωτών, η οποία ήταν διάδικος στη συγκεκριμένη δίκη, όσο και από άλλους καταναλωτές, ακόμη και μη μέλη ένωσης, οι οποίοι διατηρούν, μελλοντικές αξιώσεις έναντι του ίδιου εναγομένου (ΜονΕφΘεσ 2613/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων με το πρώτο σκέλος του όγδοου λόγου της ανακοπής ισχυρίζεται ότι πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, διότι υφίσταται δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’ αριθμ. 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε επί συλλογικής αγωγής ένωσης καταναλωτών και δεσμεύει την καθ’ ης η ανακοπή, αν και δεν ήταν διάδικος σε εκείνη τη δίκη, λόγω της ασκηθείσας από την αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία “……………….” πρόσθετης παρέμβασης, και με την οποία κρίθηκαν ως άκυροι και καταχρηστικοί οι μνημονευόμενοι στους ανωτέρω λόγους ανακοπής γενικοί όροι των συναλλαγών. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, καθόσον από την απόφαση που εκδίδεται σε δίκη που δέχεται συλλογική αγωγή, σύμφωνα με την ως άνω μείζονα σκέψη, δεν παράγεται δεδικασμένο που έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων που ενσωματώνονται σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω κι αν αυτοί είναι μέλη της ένωσης που άσκησε την αγωγή, αλλά οποιοδήποτε ευνοικό αποτέλεσμα της ως άνω απόφασης μπορεί να γίνει αντικείμενο επίκλησης τόσο από τα μέλη της ένωσης καταναλωτών, η οποία ήταν διάδικος στη συγκεκριμένη δίκη, όσο και από άλλους καταναλωτές, ακόμη και μη μέλη της ένωσης, που διατηρούν μελλοντικές αξιώσεις κατά του ίδιου εναγομένου. Ακολούθως, δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις περί δεδικασμένου και δη ταυτότητα των διαδίκων και αντικείμενο της διαφοράς, διότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, διαφέρει το αντικείμενο της δίκης επί της κρινόμενης ανακοπής από την ιδιότυπη δεσμευτικότητα που απορρέει από την επικαλούμενη αμετάκλητη απόφαση επί συλλογικής αγωγής, οπότε η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής δεν είναι απαράδεκτη, ούτε κηρύσσεται άκυρη λόγω ύπαρξης δεδικασμένου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ανακόπτων (βλ. ΜονΕφΑθ 123/2020 ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρο 178 του ΑΚ “Δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, όχι μεμονωμένα από την αιτία που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή το σκοπό, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά και από το σύνολο των περιστάσεων και των συνθηκών που τη συνοδεύουν. Κατά δε το άρθρο 179 του ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου, “Άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, τελούν σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή”. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων, και εκείνων των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία αισχροκερδής – καταπλεονεκτική και συνεπώς άκυρη λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία, δηλαδή: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από τις πιο πάνω διατάξεις, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά. Απειρία είναι η έλλειψη της συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική τοιαύτη, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ’ αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου. Ειδικότερα, φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή, η οποία υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή, η οποία διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της (περιεχόμενο, σκοπός, αξία παροχών), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί νομική έννοια, και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 166/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά την έννοια της άνω διάταξης αισχροκερδής μπορεί να είναι και η σύμβαση που συνάπτεται από νομικό πρόσωπο που συμβάλλεται με το νόμιμο εκπρόσωπό του (ΑΠ 1118/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1527/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 473/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με τον ένατο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων επαναφέρει τους ισχυρισμούς του περί ακυρότητας των ανωτέρω όρων των ενδίκων συμβάσεων, ισχυριζόμενος περαιτέρω ότι με τους όρους αυτούς, που του επιβλήθηκαν μονομερώς από την καθ’ ης η ανακοπή, η τελευταία εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη του για τη λήψη της πίστωσης και του δανείου, καθώς και την απειρία αυτού ως απόφοιτου λυκείου και στερούμενου ειδικών γνώσεων της νομικής επιστήμης και της επιστήμης των οικονομικών, ώστε να συναφθούν οι επίδικες συμβάσεις με φανερή δυσαναλογία παροχής – αντιπαροχής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού δεν εκτίθενται στο δικόγραφό της όλα τα στοιχεία της διάταξης του άρθρου 179 του ΑΚ, τα οποία απαιτούνται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα των ενδίκων συμβάσεων ως αισχροκερδών, καθόσον δεν εκτίθεται καθόλου η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής, η οποία πρέπει να είναι προφανής, ούτε εξειδικεύεται η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός συμβαλλομένου, ούτε η εκμετάλλευση από τον άλλο συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ’ αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου. Ειδικότερα, δεν γίνεται μνεία της εν γένει συγκρότησης του ανακόπτοντος ως ατόμου και ως επαγγελματία κατά την κατάρτιση των ενδίκων συμβάσεων, η οποία να δικαιολογεί την επικαλουμένη απειρία του περί των νομικών και των οικονομικών ζητημάτων, ούτε γίνεται μνεία του εκπροσώπου – υπαλλήλου της καθ’ ης η ανακοπή κατά την υπογραφή των συμβάσεων, ούτε ότι αυτός τελούσε σε γνώση της απειρίας του αντισυμβαλλόμενου ανακόπτοντα.

Κατά μεν την παρ. 1 του άρθρου 368 ΚΠολΔ “το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης”, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου “το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές (ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης”. Από τις αμέσως πιο πάνω παρατιθέμενες διατάξεις του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές”, αλλά “ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες (ΑΠ 194/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων με τον δέκατο λόγο της ανακοπής ισχυρίσθηκε ότι η καθ’ ης η ανακοπή κατ’ εφαρμογή των άκυρων, λόγω της αντίθεσής τους προς τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, όρων αφενός 5.05 και 5.06 της υπ’ αριθ. ……./28.06.2005 σύμβασης πίστωσης (κεφάλαιο κίνησης), αφετέρου 4.4 και 4.5 της υπ’ αριθ. ……./19.12.2005 σύμβασης δανείου για αγορά επαγγελματικής στέγης, επιβάρυνε τις οφειλές του με τόκους υπολογιζόμενους με κυμαινόμενα επιτόκια που καθορίσθηκαν από αυτήν μονομερώς και με αόριστα κριτήρια μεταβολής, επιπλέον δε στα προσκομισθέντα από την καθ’ ης η ανακοπή για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής αποσπάσματα όπου εμφανίζεται η κίνηση των τηρηθέντων για τις συμβάσεις λογαριασμών, παρατίθενται μόνο τα συνολικά ποσά των τόκων, χωρίς να αναφέρονται τα επιμέρους κονδύλια και το είδος αυτών, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής έως αδύνατος ο μαθηματικός υπολογισμός των τόκων και ότι για τον λόγο αυτό πρέπει να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για τον υπολογισμό των καταλογισθέντων ποσών των τόκων που παρανόμως ενσωματώθηκαν στις ένδικες οφειλές. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ο ανακόπτων έχει μεν το δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης η ανακοπή με την κρινόμενη ανακοπή κατ’ άρθρο 632 του ΚΠολΔ, πλην όμως στην περίπτωση αυτή, ο ίδιος φέρει το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (βλ. ΑΠ 1071/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 916/2002 ΝΟΜΟΣ). Το δε υποβληθέν αίτημα διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης που βασίζεται στο ότι ο ανακόπτων αδυνατεί να ανεύρει το ποσό που οφείλεται νομίμως στην καθ’ ης η ανακοπή από τις ένδικες συμβάσεις, κρίνεται απορριπτέο καθόσον αφενός δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 368 του ΚΠολΔ, αφού, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για ζητήματα τα οποία απαιτούν, ώστε να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αφετέρου το δικαστήριο τάσσει αποδείξεις (άρθρα 106, 338 παρ. 1, 216 και 262 του ΚΠολΔ) για να διαπιστώσει την αλήθεια προβαλλόμενων με πληρότητα ισχυρισμών και όχι για να συμπληρώσει ισχυρισμούς αόριστους, ήτοι να καταστήσει ένα δικόγραφο ανακοπής ορισμένο και παραδεκτό, όπως αιτείται ο ανακόπτων, ο οποίος φέρει το δικονομικό βάρος όσων επικαλείται με τους λόγους ανακοπής του.

Η γενική ρήτρα του άρθρου 288 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, πηγάζουσα από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή ευθέως από το νόμο, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπομένη ειδική προστασία και δη οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ, λειτουργεί δε όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων στις περιπτώσεις που εξαιτίας ειδικών συνθηκών, όπως είναι και οι νομισματικές εκπτώσεις, υποτιμήσεις ή διακυμάνσεις του νομίσματος, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνηθέν μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή τον δανειστή. Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται, κατ’ εφαρμογή της ρήτρας του άρθρου 288 του ΑΚ, η δυνατότητα στο δικαστήριο ν’ αποκλίνει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, από τα συμφωνηθέντα και να επαναπροσδιορίσει τις οφειλόμενες παροχές, αυξάνοντας ή μειώνοντας, ανάλογα, το συμφωνημένο μέγεθος τους, ώστε αυτές ν’ ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο της εκπλήρωσής τους. Κατά την έννοια δε του άρθρου 388 του ΑΚ, προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και την λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον αυτή δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί, είναι (α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν την σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης (β) η μεταβολή να οφείλεται σε λόγους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, να είναι δηλ. απρόβλεπτη και ανυπαίτια και (γ) από την μεταβολή αυτήν η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής (ΑΠ 1377/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 588/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1114/2013 ΝΟΜΟΣ). Το παρεχόμενο δικαίωμα από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 288 και 388 του ΑΚ είναι διαπλαστικής φύσης, όπως διαπλαστική είναι και η εκδοθησόμενη απόφαση, ώστε μπορεί να ασκηθεί με αγωγή ή ανταγωγή (ΑΠ 1467/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2045/2016 ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, με επιθετική πράξη, όχι όμως με αμυντική πράξη όπως είναι η ένσταση ή ο λόγος ανακοπής, που επιτρέπονται όχι, προς διάπλαση μιας έννομης κατάστασης, αλλά απλά προς μερική ή ολική απόρριψη αγωγής ή ανακοπής (ΑΠ 69/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 877/2013 ΝΟΜΟΣ). Με τον ενδέκατο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων επικαλείται τη διάταξη του άρθρου 388 του ΑΚ, πλην όμως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, αφού γίνεται απλώς επίκληση της διάταξης χωρίς να υποβάλλεται ορισμένο αίτημα και χωρίς να εκτίθεται ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προυποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 288 και 388 του ΑΚ, και συγκεκριμένα ότι εξαιτίας της απρόβλεπτης μεταβολής σε μεγάλο βαθμό των οικονομικών συνθηκών, προέκυψε εμφανής και υπέρμετρη δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής των ενδίκων συμβάσεων, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυσανάλογη και επαχθής η παροχή του ανακόπτοντος και να υπάρχει η ανάγκη προσαρμογής της. Ανεξαρτήτως τούτου, ο λόγος αυτός, με το ανωτέρω περιεχόμενο, είναι μη νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αφού δεν μπορεί να αποτελέσουν νόμιμο λόγο ανακοπής τα προβλεπόμενα από τα ανωτέρω άρθρα δικαιώματα.

Κατόπιν τούτων και εφόσον η κρινόμενη ανακοπή δεν περιέχει άλλο λόγο, πρέπει να απορριφθεί η από 29.07.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2014 και ειδικό …./2014 ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ κατά της υπ’ αριθ. ……/2014 διαταγής πληρωμής και να επικυρωθεί η τελευταία. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος λόγω της ήττας του, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που ο εφεσίβλητος – ανακόπτων ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των άρθρων 632 παρ. 2, 643, 649 και 650 του ΚΠολΔ, την από 21.06.2019 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1619/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1619/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει την από 29.07.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2014 και ειδικό ……./2014 ανακοπή.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Επικυρώνει την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ………../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου ποσού εκατό (100,00) ευρώ που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου υπ’ αριθ. ……………./2019 ηλεκτρονικό παράβολο.

Επιβάλει σε βάρος του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 29 Απριλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ