ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (Τμήμα 3ο)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ (από αμοιβές)
Αριθμός απόφασης 637/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα, Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. Της εκκαλούσας-ασκούσας πρόσθετους λόγους, ………………. ατομικά και ως νόμιμης εκπροσώπου της………………., εταιρείας με την επωνυμία ……………… νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Γεωργίου Βλάχου.
Β. Του εκκαλούντος-ασκούντος πρόσθετους λόγους, …………….. ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Παναγιώτη Κατσαρού.
Του εφεσιβλήτου-καθ’ού οι πρόσθετοι λόγοι, …………… ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28-12-2009 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ……/5-1-2010) αγωγή του και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 5001/2011 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η υπόθεση παραπέμφθηκε για να δικαστεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων με την από 2-3-2012 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. ……/2012) έφεσή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 646/2012 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή και αναπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Στη συνέχεια ο ενάγων με την από 28-12-2017 (με αύξ. αριθ.εκθ.καταθ. ………../2017) κλήση του, επανέφερε την άνω αγωγή του προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2292/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η τρίτη εναγομένη, ………….., ενεργώντας ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως νόμιμη εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, κυπριακής εταιρείας με την επωνυμία «……………», με την από 28-7-2020 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./28-7-2020) υπό στοιχ.Α΄έφεσή της και τους από 13-4-2021 (με αύξ.αριθ.εκθ.καταθ. …………/13-4-2021) πρόσθετους αυτής λόγους, και ο πρώτος εναγόμενος, ……………., με την από 30-7-2020 (με αύξ. αριθ. εκθ. καταθ. …………../30-7-2020) υπό στοιχ. Β΄έφεσή του και τους από 13-4-2021 (με αύξ.αριθ.εκθ.καταθ. ………../13-4-2021) πρόσθετους αυτής λόγους, οι οποίες προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν, οι μεν εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι επί της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, κατά τη δικάσιμο της 22-4-2021, και γράφτηκαν στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτησή τους ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19, από 19.4.2021 έως 26-4-2021 (ΚΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 24489 ΦΕΚ Β΄1558/17-4-2021). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α΄43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτής της υπόθεσης, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 129/2021 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ζωής Καραχάλιου, Εφέτη, οι παραπάνω υποθέσεις επανεισήχθησαν προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 11-11-2021, οπότε είχαν προσδιοριστεί για να συζητηθούν και οι πρόσθετοι λόγοι επί της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, και μετ’αναβολήν την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων και ο εφεσίβλητος, ως δικηγόρος, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι φερόμενες αρμοδίως προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) : Α) από 28-7-2020 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./28-7-2020) υπό στοιχ.Α΄ έφεση της τρίτης εναγομένης, ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης και ήδη εκκαλουσών-ασκούντων πρόσθετους λόγους έφεσης, και Β) από 30-7-2020 (με αύξ. αριθ. εκθ. καταθ. …………/30-7-2020) υπό στοιχ. Β΄έφεση του πρώτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος-ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης, ως μερικώς ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ. 2292/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (από αμοιβές), και δέχθηκε εν μέρει την από 28-12-2009 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ……/5-1-2010) αγωγή του ενάγοντος, κατ’αυτών, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 1 και 520 § 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ.1 του ΚΠολΔ), δηλαδή εντός μηνός από την επίδοση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 30-6-2021 (σχετ. η κατ’άρθρο 139 παρ.3 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……………. επί προσκομιζόμενου αντιγράφου της), ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς (άρθρο 614 αρ.5 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 του ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, και εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς. Παραδεκτά, επίσης, ασκήθηκαν (άρθρο 591 § 1 ζ΄ του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένου, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς τους, κατά το άρθρο ένατο αυτού), με ιδιαίτερο δικόγραφο που επιδόθηκε στον εφεσίβλητο στις 13-4-2021 (υπ’αριθμ. …………. και ……/13-4-2013 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..) οι πρόσθετοι λόγοι των εφέσεων, καθόσον πλήττουν την εκκαλουμένη, ως προς τα κεφάλαιά της, που έχουν προσβληθεί με αυτές. Επομένως, πρέπει, συνεκδικαζόμενοι και αυτοί με τις ένδικες εφέσεις, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους [ΕφΑθ 539/2019, ΕφΑθ (Μον) 24/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων, ισχυρίστηκε στην αγωγή του, ότι σε εκτέλεση προφορικής εντολής που έλαβε από τον πρώτο εναγόμενο, προέβη στη σύσταση της δεύτερης εναγομένης υπεράκτιας κυπριακής εταιρείας, προκειμένου η τελευταία να καταστεί ιδιοκτήτρια ενός ακινήτου μεγάλης αξίας, της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος ορίστηκε η τρίτη εναγομένη, σύζυγός του, καθώς και ότι προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την ολοκλήρωση της αγοράς. Ότι για την παροχή των νομικών αυτών υπηρεσιών του και υπό τον όρο ευδοκίμησης της μείωσης του αρχικά συμφωνηθέντος τιμήματος αγοραπωλησίας του εν λόγω ακινήτου, συμφωνήθηκε τελικώς ως αμοιβή του το ποσό των 128.000 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται, εκ του οποίου οι εναγόμενοι εξακολουθούν να του οφείλουν 114.912,55 ευρώ, άλλως του οφείλουν το ποσό των 136.912,55 ευρώ, επικουρικά των 65.841,39 ευρώ και όλως επικουρικά το ποσό των 88.641,39 ευρώ, με βάση τον Κώδικα περί Δικηγόρων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ακολούθως, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 114.912,55 ευρώ, με βάση κυρίως τη σύμβαση εντολής που καταρτίστηκε μεταξύ αυτών, στην οποία περιλαμβάνεται ειδική συμφωνία για την αμοιβή του, και, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, επικουρικά, το ποσό των 136.912,55 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 5% επί του (τελικού) τιμήματος αγοράς του ακινήτου, λόγω του επιτευχθέντος με δικές του ενέργειες συμβιβασμού, επικουρικότερα το ποσό των 65.841,39 ευρώ, για τις αναλυτικά περιγραφόμενες ενέργειές του και όλως επικουρικά το ποσό των 88.641,39 ευρώ, με βάση τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, και όλως επικουρικά, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς και το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων φυσικών προσώπων, όλα δε τα παραπάνω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα σύναψης του συμβολαίου αγοράς του ακινήτου και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά του έξοδα.
Επί της αγωγής εκδόθηκε τελικώς η υπ’αριθμ. 2292/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αφού κρίθηκε αυτή ως νόμιμη, έγινε ακολούθως δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 114.912,55 ευρώ, ως αμοιβή για τις παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες του, με τον νόμιμο τόκο από τις 29-9-2008, και το ποσό των 3.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τους λόγους της έφεσής τους, καθώς και με τους πρόσθετους αυτών λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό, μετά την τυπική παραδοχή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή, και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα σε βάρος του εφεσίβλητου.
Κατά το άρθρο 46 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν είναι καθ` ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι` αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 322 § 1 εδ. β του ΚΠολΔ «το δεδικασμένο εκτείνεται και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά». Ως κριθέν δικονομικό ζήτημα νοείται κυρίως, στη διάταξη αυτή, η έκδοση απόφασης επί μιας ή περισσοτέρων διαδικαστικών προϋποθέσεων επί της κρινόμενης υπόθεσης. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις αναφέρονται είτε στους διαδίκους (π.χ. ικανότητα να είναι διάδικος ή προς το παρίστασθαι στο δικαστήριο), είτε στο δικαστήριο (π.χ. αρμοδιότητα, διαδικασία), είτε στο αντικείμενο της δίκης (π.χ. εκκρεμοδικία, δεδικασμένο), είτε τέλος στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο (π.χ. το ορισμένο της αγωγής) (Δ. Κονδύλης «Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ» εκδ. 1983 σελ. 213, 215, ΕφΔωδ 22/2008 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εν προκειμένω, με την υπ’αριθμ. 646/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε τελεσιδίκως, ότι κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αγωγής τυγχάνει το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, και από την απόφαση αυτή παρήχθη δεδικασμένο, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το οποίο ανεξαρτήτως της ορθότητάς του, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε να θέσει ως βάση της απόφασής του. Επομένως, ορθώς το εν λόγω Δικαστήριο δέχθηκε, αν και χωρίς αιτιολογία, ότι τυγχάνει κατά τόπον αρμόδιο και πρέπει ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄και ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, με τους οποίους οι εναγόμενοι παραπονούνται ότι αναρμοδίως εκδικάστηκε η υπόθεση από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Επιπλέον, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’ και 914 του ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας- ή (και) ηθικής βλάβης- και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστου και της επελθούσης, περιουσιακής- ή μη- ζημίας (ΑΠ 1398/2015, ΑΠ 949/2015, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από τον νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη (ΑΠ 345/2017, ΑΠ 504/2016 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από τον νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας (ΑΠ 504/2016, ΑΠ 949/2015 ό.π). Έτσι, γα την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης (ΑΠ 650/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 345/2017 ό.π), με αποτέλεσμα παρανομία να συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και της κοινωνικής εν γένει δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρεούσης, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμελείας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1398/2015, ό.π, ΑΠ 1133/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή [ΑΠ 604/2015, ΕφΠειρ 723/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ (Μον) 6563/2014 ΕλλΔνη 2016.801]. Η δε αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής και μόνη δεν συνιστά άνευ άλλου και αδικοπραξία, είναι όμως δυνατόν μία υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος, το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και όφειλε αυτός να το σεβαστεί [ΑΠ 342/2021, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1501/2014 ΔΕΕ 2014.1187, ΕφΙωαν (Μον) 245/2018, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Επίσης, από το άρθρο 904 ΑΚ, προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), της απόρριψης της κυρίας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΑΠ 1450/2017, ΑΠ 985/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, αν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη ακόμα και επικουρικά βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γιατί, αφού κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1450/2017 ό.π)
Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, δέχθηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη : 1) και στη συνέχεια και βάσιμη κατ’ουσίαν, ως προς τη δεύτερη και την τρίτη των εναγομένων, αναφορικά με το αίτημα καταβολής αμοιβής, για τις νομικές ενέργειες στις οποίες προέβη ο ενάγων, διότι, αν και στο αγωγικό δικόγραφο γίνεται- δύο φορές- χρήση του όρου εντολείς, για όλους τους εναγόμενους, κατά την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της, ως μόνος συναλλασσόμενος με τον ίδιο φέρεται ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος ενεργώντας ατομικά απευθύνθηκε σε αυτόν επιθυμώντας να προβεί σε επένδυση στην Ελλάδα, δια της αγοράς ακινήτου με δικά του χρήματα, αποδέχθηκε την πρότασή του για σύσταση υπεράκτιας εταιρείας για τον σκοπό αυτό, ζήτησε σχετικές πληροφορίες, του κατέβαλε τα έξοδα συστάσεως της εταιρείας ήδη δεύτερης εναγομένης, του έδωσε δε στη συνέχεια την εντολή να προβεί στις ενέργειες που επικαλείται και συμφώνησε το ύψος της αμοιβής του, ενώ, κατά τα εκτιθέμενα πάντα, η εμπλοκή της τρίτης εναγομένης, πέραν της ιδιότητάς της ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης, περιορίστηκε στην παράστασή της κατά την καταβολή του φόρου μεταβίβασης, την εξόφληση του τραπεζικού δανείου των πωλητών του ακινήτου, και την υπογραφή του συμβολαίου αγοραπωλησίας, δηλαδή σε πράξεις που τυπικά απαιτούσαν την παρουσία της ως νομίμου εκπροσώπου, ενώ έπρεπε να την απορρίψει : 1/ ως προς τα –κύριο και επικουρικά-αιτήματά της περί επιδίκασης αμοιβής : α) κατά την κύρια και τις επικουρικές βάσεις της από τη σύμβαση της εντολής, ως παθητικώς ανομιμοποίητη, β) κατά την επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη, ως μη νόμιμη, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα, υπήρχε σχετική συμφωνία με τον πρώτο εναγόμενο. 2/ ως προς το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ως μη νόμιμη, αναφορικά με όλους τους εναγομένους, εφόσον ο ενάγων δεν επικαλέστηκε περιστατικά αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του πρώτου και της τρίτης εναγόμενης, και η επικαλούμενη παράλειψη καταβολής της συμφωνημένης ή προβλεπόμενης από τον νόμο αμοιβής του δεν στοιχειοθετεί την έννοια του παρανόμου, υπό οποιαδήποτε μορφή του, που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής ευθύνης τους προς χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Επιπλέον, το αίτημα περί καταβολής των εξόδων έκδοσης επικυρωμένων από τον ίδιο αντιγράφων των εγγράφων της δεύτερης εναγομένης (πιστοποιητικών, πρακτικών, συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων) είναι ορισμένο μόνον για την έκδοση τεσσάρων τέτοιων αντιγράφων τους, τα οποία ήταν απαραίτητα για το άνοιγμα δύο τραπεζικών λογαριασμών και υποβλήθηκαν στο οικείο υποκατάστημα αλλά και το νομικό τμήμα κάθε Τράπεζας. Συνεπώς, εφόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (λ.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων), ως προς την αγωγή για ζητήματα αυτής, όπως ιδίως για τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, το παραδεκτό, το ορισμένο, το νόμω βάσιμο αυτής και χωρίς ειδικό παράπονο να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ 121/2019 ΑΠ 140/2019, ΕφΠατρ 21/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), πρέπει, γενομένων δεκτών του έβδομου λόγου της υπό στοιχ. Α΄έφεσης αλλά και του πέμπτου λόγου της υπό στοιχ. Β΄έφεσης που αφορούν τη διάταξη της εκκαλουμένης περί ηθικής βλάβης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, επειδή κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ δεν επιτρέπεται η αντικατάσταση των αιτιολογιών της, διότι οδηγεί σε διαφορετικό κατά το αποτέλεσμα διατακτικό, και να απορριφθεί η αγωγή, ως παθητικώς ανομιμοποίητη ως προς τα –κύριο και επικουρικά- αιτήματα καταβολής αμοιβής, εκ μέρους της δεύτερης και της τρίτης των εναγομένων, κατά την κύρια και τις επικουρικές βάσεις της από τη σύμβαση εντολής, και, ως μη νόμιμη, κατά την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και ως προς το αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης, στο σύνολό της, εφόσον αυτό δεν αντίκειται στην αρχή της απαγορεύσεως εκδόσεως επιβλαβέστερης αποφάσεως για τους εκκαλούντες [ΕφΔωδ 153/2008, ΕφΠειρ (Μον) 78/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] και επιπλέον, παρ’ότι δεν έχει υποβληθεί σχετικό παράπονο από τον πρώτο εναγόμενο-εκκαλούντα, θα πρέπει να γίνει δεκτή ως ορισμένη, αναφορικά με την έκδοση τεσσάρων μόνον επικυρωμένων αντιγράφων των εγγράφων της δεύτερης εναγομένης, κατά τα προεκτεθέντα. Ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της υπό στοιχ. Α΄έφεσης και των πρόσθετων αυτής λόγων [ΕφΛαρ (Μον) 495/2019, ΕφΑθ (Μον) 95/2018 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].
Πλέον αυτών, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρων 524 παρ.1 και 270 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, (όπως το άρθρο 270 ίσχυε από 1.1.2002 μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 με άρθρο 12 του Ν.2915/2001 και πριν την κατάργησή του με άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), προκύπτει ότι στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (Ειρηνοδικείων, Μονομελών και Πολυμελών Πρωτοδικείων), όσο και στη δευτεροβάθμια δίκη που διεξάγεται, όταν έχει ασκηθεί έφεση εναντίον απόφασης των Δικαστηρίων αυτών, λαμβάνονται υπόψη, κατά το άρθρο 270 παρ.2α του ΚΠολΔ, τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία του καθενός, όσο και συμπληρωματικά αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 του ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα [ΑΠ 218/2020 ΕφΑιγ(Μον) 37/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Ήδη, η ρύθμιση που περιελάμβανε η προαναφερθείσα διάταξη, αποτελεί περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 340 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 –(άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ίδιου νόμου). Σημειώνεται ότι με τον ν. 4335/2015 επήλθε σημαντική νομοθετική μεταβολή και ως προς τις προϋποθέσεις εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Έτσι, μετά την κατάργηση, μεταξύ άλλων και του άρθρου 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ- στο οποίο παραπέμπει και η, ομοίως καταργηθείσα, διάταξη του άρθρου 681 του ΚΠολΔ- για τις εργατικές διαφορές και τις διαφορές από αμοιβές, ελλείψει σχετικής ειδικής ρύθμισης, εφαρμοστέα από 1.1.2016 τυγχάνει και στις ειδικές διαδικασίες η γενική διάταξη του άρθρου 340 του ΚΠολΔ, επομένως, και στις ειδικές διαδικασίες, όπως και στην τακτική διαδικασία όπως διαμορφώνεται με τις επελθούσες αλλαγές, η λήψη υπόψη και η εκτίμηση αποδεικτικού μέσου που δεν πληροί τους όρους του νόμου, τελεί υπό την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 του ΚΠολΔ. Ανατρέπεται, συνεπώς, η παγιωμένη σήμερα στη νομολογία θέση ότι ο συμβατικός αποκλεισμός των αποδεικτικών μέσων δεν ισχύει στις ειδικές διαδικασίες. Η επέκταση της εφαρμογής του άρθρου 340 παρ. 1-2 του ΚΠολΔ και κατ’ ακολουθίαν των περιορισμών των άρθρων 393-394 του ΚΠολΔ και στις ειδικές διαδικασίες, όπου υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, η κρατούσα γνώμη δεχόταν το επιτρεπτό της εμμάρτυρης απόδειξης και για την απόδειξη της κατάρτισης συμβάσεων, ανεξάρτητα από το οικονομικό τους αντικείμενο, αναμένεται να δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα στη δικαστηριακή πρακτική. Έτσι, πρέπει να θεωρηθεί προτιμότερη η επίλυση των σχετικών ερμηνευτικών ζητημάτων υπό το πρίσμα της γενικότερης αρχής του διαχρονικού δικαίου που εκφράζουν τα άρθρα 5 παρ. 2 στ. δ` και 20 του ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το παραδεκτό και η δύναμη των αποδεικτικών μέσων κρίνονται κατά το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της αποδεικτέας έννομης σχέσης, ώστε να μην αποστερηθούν οι ενδιαφερόμενοι κάποιου αποδεικτικού μέσου που ήταν παραδεκτό κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας [Κουσούλης σε Κεραμεύς/Κονδύλης/ Νίκας, άρθρο 20 του ΕισΝΚΠολΔ, αριθ. 2, σελ. 2055]. Υπέρ της ερμηνευτικής εκδοχής αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι το άρθρο 90 παρ. 4 του ν. 4335/2015 καθορίζει μεν τον χρόνο έναρξης της ισχύος των νέων διατάξεων (άρα κατά το μέτρο που ο νόμος δεν διακρίνει και των ρυθμίσεων της απόδειξης) χωρίς να εισάγει ειδικό διαχρονικού δικαίου κανόνα αναφορικά με τα επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα για την απόδειξη εννόμων σχέσεων που συνήφθησαν πριν τον συγκεκριμένο νόμο. Η γενικευμένη αναγνώριση της εφαρμογής του άρθρου 340 παρ. 1 του ΚΠολΔ και για την απόδειξη εννόμων σχέσεων που καταρτίσθηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του ν. 4335/2015, θα απέληγε δηλαδή σε μια ιδιόρρυθμη οπισθενέργεια των σχετικών διατάξεων κατά τρόπο που η κανονιστική τους εμβέλεια να ανατρέχει προ της 1.1.2016. Ανάλογη ερμηνευτική λύση θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίθετη όχι μόνον προς το πνεύμα των ρυθμίσεων των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου ένατου του ν. 4335/2015, αλλά και προς το γράμμα της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του v. 4335/2015 [ΕφΘεσ (Μον) 398/2019, ΕλλΔνη 2020.1119]. Συνεπώς, ο πρώτος εκ των πρόσθετων λόγων της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, με τον οποίο ο εκκαλών πλήττει την εκκαλουμένη, που δέχθηκε την κατάρτιση προφορικής συμφωνίας με αντικείμενο άνω των 120.000 ευρώ, χωρίς να αποδεικνύεται η έγγραφη κατάρτισή της, ελέγχεται ως αβάσιμος, αφού η αποδεικτέα έννομη σχέση ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της θέσης σε εφαρμογή του ν.4335/2015, ενόσω δηλαδή επιτρεπόταν στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την προκείμενη διαδικασία, απόδειξη τέτοιων συμβάσεων, χωρίς να έχει τηρηθεί ο έγγραφος τύπος.
Επίσης, κατά το άρθρο 91 του νδ 3026/1954, ήτοι του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων, που εφαρμόζεται εν προκειμένω εφόσον αφορά έννομη σχέση που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της ισχύος του (ΑΠ 1040/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει παρά του εντολέως αυτού, πλην της δαπάνης δικαστηριακής ή άλλης την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε, και αμοιβήν διά πάσαν εργασίαν αυτού δικαστικήν ή εξώδικον (παρ.1), επιπλέον δε δικαιούται να αξιώση, προ πάσης ενεργείας, ανάλογον προκαταβολήν διά τε την αμοιβήν αυτού ως και διά τας δαπάνας τας απαιτουμένας διά την ανατεθείσαν αυτώ εργασίαν, κατά τε την έναρξιν και την πρόοδον αυτής (παρ.2). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ.1 εδ.α του ίδιου κώδικα, πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 παρ. 6α του ν. 3919/2011, τα της αμοιβής του Δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίας μετά του εντολέως αυτού ή του αντιπροσώπου του, περιλαμβάνουσαν είτε την όλην διεξαγωγήν της δίκης, είτε μέρος, ή κατ` ιδίαν πράξεις αυτής, ή άλλης πάσης φύσεως νομικάς εργασίας, εν ουδεμία όμως περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπηται των εν άρθροις 98 και επόμενα ελαχίστων ορίων αυτής. Επιτρέπεται συμφωνία, εξαρτώσα την αμοιβήν ή το είδος αυτής εκ της εκβάσεως της δίκης ή αποτέλεσματος της εργασίας ή εξ οιασδήποτε άλλης αιρέσεως, ως και συμφωνία περί αμοιβής δι` εκχωρήσεως ή μεταβιβάσεως μέρους του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας. Η τοιαύτη συμφωνία δεν δύναται να υπερβαίνη τα 20 % του αντικειμένου της δίκης (παρ.3). Η κατά τ` ανωτέρω συμφωνία, η εξαρτώσα την αμοιβήν εκ της εκβάσεως της δίκης, τότε μόνον ισχύει, όταν ο Δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωσιν να διεξαγάγη την δίκην μέχρι τελεσιδικίας χωρίς εν αποτυχία να λάβη αμοιβήν τινα ούτε αυτός ούτε ο κατά τον αυτόν ή άλλον βαθμόν συμπληρεξούσιος ή υποκατάστατος. Τοιαύτη συμφωνία δεν επιτρέπεται εις τους δικολάβους (παρ. 5). Κατά το άρθρο 160 επίσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο που εκτελέστηκαν οι σχετικές ενέργειες, «Δια την εξέλεγξιν τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου και την περί ταύτης σύνταξιν σχετικής εκθέσεως, εάν μεν επακολουθήση η κατά το άρθρον 161 σύνταξις υπό του δικηγόρου εγγράφου ή σχεδίου ή οφειλομένη εις τούτον αμοιβή ορίζεται εις 1 1/2% επί του ποσού της αξίας του ακινήτου. Εις την αμοιβήν ταύτην περιλαμβάνεται και η υπό του άρθρου 161 προβλεπομένη αμοιβή. Εάν δεν επακολουθήση σύνταξις εγγράφου ή σχεδίου, η οφειλομένη εις τον δικηγόρον αμοιβή ορίζεται εις το 1/3 της κατά τα άνω οριζομένης”. Aκόμη, η διάταξη του άρθρου 161 παρ. 1 του ως άνω νδ. 3026/1954, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 25 του ν. 723/1977, και στη συνέχεια με την παρ. 2 του άρθρου 37 του ν.2915/2001, και πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 παράγραφος 10 του ν.3919/2011, ορίζει ότι «για τη σύνταξη ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων περί πάσης φύσεως δικαιοπραξίας το ελάχιστον όριον αμοιβής του δικηγόρου εκάστου των μερών ορίζεται επί τη βάσει της αξίας του αντικειμένου: α)..β) για το ποσό από ….. 44.020,5458 ευρώ και μέχρι ….. 1.467.351,4306 ευρώ, σε ποσοστό 0,5 %…. ενώ στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι «Επί δικαιοπραξίας, ης το αντικείμενον δεν συνιστάται εις ωρισμένην χρηματικήν ποσότητα, το ελάχιστον όριον της αμοιβής κανονίζεται κατά τα ανωτέρω επί τη βάσει της πραγματικής αξίας του αντικειμένου τούτου». Συνεπώς, την παραπάνω αμοιβή δικαιούται ο δικηγόρος μόνον εάν καταρτίσθηκε (εγκύρως) δικαιοπραξία με ιδιωτικό έγγραφο, που συντάχθηκε από αυτόν ή με δημόσιο έγγραφο που συντάχθηκε με βάση σχέδιο που συντάχθηκε από τον ίδιο. Επομένως, την αμοιβή αυτή δεν δικαιούται ο δικηγόρος για σύνταξη σχεδίου σύμβασης, που δεν καταρτίσθηκε ή δεν καταρτίσθηκε εγκύρως κατά τον προβλεπόμενο από τον νόμο τύπο (ΑΠ 990/2011, ΕΠΟΛΔ 2012/238, ΑΠ 1183/1997 ΕλλΔνη 39. 343) ή καταρτίσθηκε μεν αλλά με σχέδιο που δεν συνέταξε αυτός, ο οποίος περιορίσθηκε σε απλή παράσταση ή υπόδειξη διορθώσεων, αλλά άλλος δικηγόρος (ΟλΑΠ 1116/1986 ΕλλΔνη 28. 110, ΑΠ 990/2011, ΑΠ 1183/1997 ό.π). Ακόμα, στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Επί δικαιοπραξίας ης το αντικείμενον είναι φύσει απροσδιορίστου αξίας, το κατώτατον όριον ορίζεται εις δραχ. 150». Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 του νδ. 3026/1954, όταν δεν υπάρχει συμφωνία με τον εντολέα, το ελάχιστο ποσό της αμοιβής του δικηγόρου ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. αυτού, αυξανόμενο, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, που διεκπεραιώθηκε, τον χρόνο, που καταναλώθηκε, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, τις ιδιάζουσες περιστάσεις και γενικά τις δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, που έγιναν.
Τέλος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 124 παρ.1 του ν.δ. 3026/ 1954 (κώδικας δικηγόρων, που καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 4194/2013, αλλά εν προκειμένω εφαρμόζεται ως εκ του χρόνου ασκήσεως της ένδικης αγωγής), για τη σύμπραξη δικηγόρου “προς επίτευξιν συμβιβασμού” οφείλεται αμοιβή, της οποίας το ελάχιστο όριο κανονίζεται με βάση το ποσό του συμβιβασμού ή τη χρηματική αποτίμηση των αντικειμένων αυτού και, στην περίπτωση που η σχετική αξία υπερβαίνει το ποσό των 100.000 δραχμών, ορίζεται σε ποσοστό 5% επί της εν λόγω αξίας (AΠ 683/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») είτε η υπόθεση εισήχθη προς δικαστική κρίση είτε όχι (ΟλΑΠ 6/2010, ΕλλΔνη 2010.668). Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, συνδυαζόμενης με εκείνη του άρθρου 871 του ΑΚ, η αμοιβή οφείλεται για την επίτευξη συμβιβασμού, ήτοι για την πραγματική συμβολή του δικηγόρου στην με αμοιβαίες υποχωρήσεις διάλυση έριδας ή αβεβαιότητας, που υφίστατο μεταξύ των προσώπων τα οποία συμβιβάσθηκαν (AΠ 683/2017, ό.π, ΑΠ 1568/2011, ΑΠ 925/2009, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 124 παρ.1 ποσοστιαία αμοιβή δεν οφείλεται για την απλή συμμετοχή του δικηγόρου σε επί μέρους ενέργειες, οι οποίες είτε υπήρξαν άσχετες προς το συμβιβασμό είτε έγιναν μεν στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων που απέβλεπαν σε αυτόν, αλλά δεν οδήγησαν καθ` εαυτές στην επίτευξή του (ΟλΑΠ 6/2010, ό.π).
Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρος ……………., που εξετάστηκε ενόρκως με επιμέλεια των εναγομένων, ενώπιον του ακροατηρίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 3-2-2011 και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’αριθμ. 5001/2011 οριστική απόφασή του, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και εκείνα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα, χωρίς να συνοδεύονται από επίσημη μετάφρασή τους στα ελληνικά, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, που επιτρεπτώς λαμβάνονται υπόψη στην προκείμενη διαδικασία, κατ’άρθρο 340 παρ.1 του ΚΠολΔ-αντί του εφαρμοζόμενου προ του ν. 4335/2015, άρθρου 671 παρ.1 εδ.α΄του ΚΠολΔ- [ΑΠ 1627/2010, ΕλλΔνη 2011, 432, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 809/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], την υπ’αριθμ. ……/7-2-2011 ένορκη βεβαίωση της ………. και την υπ’αριθμ. …../8-2-2011 ένορκη βεβαίωση του …………., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που ελήφθησαν, με επιμέλεια του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου, αντίστοιχα, εντός της προθεσμίας προσθήκης-αντίκρουσης στον πρώτο βαθμό, κατόπιν προφορικής δήλωσης του ενάγοντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του πρώτου εναγομένου ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά (ΑΠ 1585/2018, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 509/2011 Νοβ 2011.1863, ΕφΘεσ 2721/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και επιτρεπτώς προσκομίζονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανεξάρτητα του εάν και με ποιες προϋποθέσεις μπορούσαν να ληφθούν υπόψη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και μάλιστα κατά μείζονα λόγο αφού ενώπιον αυτού επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, άρα και ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης (ΑΠ 1510/2018, ΑΠ 1692/2017, ΕφΑιγ(Μον) 81/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), καθώς και τις υπ’αριθμ. …… και ………./21-4-2021 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, …………… και ………….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……………., που εξετάστηκαν με επιμέλεια των εκκαλούντων, μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και κατόπιν εμπρόθεσμης-προ δύο εργασίμων ημερών- και νομότυπης, κατ’άρθρο 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του εφεσίβλητου (υπ’αριθμ. 16-4-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………), χωρίς αντιθέτως να ληφθούν καθόλου υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ήτοι ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, οι άνευ χρονολογίας-δύο- δηλώσεις του …………….., που προσκομίζει ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών, ως μαρτυρίες τρίτου, εφόσον έγιναν για να χρησιμοποιηθούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ως αποδεικτικά μέσα στην παρούσα δίκη, καθώς δεν προκύπτει ούτε γίνεται επίκληση άλλου λόγου για τη σύνταξή τους (ΑΠ 17/2021, ΑΠ 1088/2019, ΑΠ 297/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Ο ενάγων είναι δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου ….., διατηρώντας γραφείο στον Πειραιά. Περί τον μήνα Αύγουστο του έτους 2007, ο πρώτος εναγόμενος, απευθύνθηκε σε αυτόν, λόγω του ενδιαφέροντός του να προβεί σε επένδυση δια της αγοράς ακινήτου στην Ελλάδα, με δικά του χρήματα, προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομικά την τρίτη εναγομένη, σύζυγό του και τα ανήλικα τέκνα τους, λόγω της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσής τους. Αποφασίστηκε η αγορά να γίνει στο όνομα υπεράκτιας και μάλιστα κυπριακής εταιρείας, που θα συστηνόταν για τον σκοπό αυτό. Τη σύσταση, η οποία ολοκληρώθηκε στις 30-8-2007, ανέλαβε, κατόπιν συνεννόησης με τον ενάγοντα, δικηγόρος Κύπρου, στον οποίο αυτός κατέβαλε, μέσω κατάθεσης σε τραπεζικό του λογαριασμό, το ποσό των 2.800 ευρώ στις 26-10-2007 ενώ σε μεταγενέστερο χρόνο (11-9-2008) του κατέβαλε με τον ίδιο τρόπο το επιπλέον ποσό των 1.410 ευρώ, προερχόμενα από τον πρώτο εναγόμενο. Περί τον Ιούνιο του έτους 2008 και ενώ υπήρχε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ τους καθ’όλο το χρονικό διάστημα μετά τη σύσταση της εταιρείας, ο πρώτος εναγόμενος τον ειδοποίησε ότι είχε ανεύρει ακίνητο προς αγορά, ευρισκόμενο στη θέση «…….» ή «……» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ……………. Αττικής, κείμενο εκτός σχεδίου πόλεως, επιφάνειας 1.505,30 τμ, το οποίο αντιστοιχούσε στα 155/1000 εξ αδιαιρέτου ολόκληρου του ακινήτου, μετά του επ’αυτού κτίσματος, αποτελούμενου από υπόγειο και ισόγειο, επιφάνειας κάθε επιπέδου, 127,40 τμ, και, αφού συναντήθηκε μαζί του και του παρέδωσε αντίγραφο του υπ’αριθμ. ……../4-5-2006 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….., με το οποίο οι τότε συνιδιοκτήτες του, ……………. και ………….., το είχαν αποκτήσει δια πωλήσεως από τον πρώην ιδιοκτήτη του, του ανέθεσε τον πλήρη έλεγχο (τίτλων, βαρών κλπ), προκειμένου να προχωρήσει στη συνέχεια στην αγοραπωλησία του. Το ακίνητο είχε ανευρεθεί μέσω του μεσίτη ……………., ο οποίος είχε συνάψει με τον πρώτο εναγόμενο σχετική σύμβαση μεσιτείας στις 8-6-2008, που αφορούσε το συγκεκριμένο ακίνητο, αξίας 4.000.000 ευρώ, με αμοιβή 100.000 ευρώ και ένα ακόμη, της αυτής αξίας, με αμοιβή 80.000 ευρώ. Πράγματι, ο ενάγων προέβη σε έλεγχο τίτλων, κατά τον οποίο διαπίστωσε ότι το ακίνητο βαρυνόταν με προσημείωση υποθήκης υπέρ της Εμπορικής Τράπεζας για το ποσό του 1.560.000 ευρώ, και συνέταξε την από 8-7-2008 βεβαίωση ελέγχου. Παράλληλα, μετά από έλεγχο στο Πρωτοδικείο Αθηνών, διαπίστωσε ότι εκκρεμούσαν δύο αγωγές νομής σε βάρος των ιδιοκτητών του εν λόγω ακινήτου, οι οποίες μάλιστα δεν είχαν εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Κερατέας και προέβη σε σχετική ενημέρωση τόσο του πρώτου εναγομένου όσο και των πωλητών, που ανέλαβαν οι ίδιοι, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους τη διευθέτηση του ζητήματος, συνταχθέντος συναφώς του από 26-9-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο φέρεται ότι συνέταξε ο ενάγων. Στη συνέχεια, οι ενέργειες στις οποίες προέβη ο ενάγων, κατόπιν συμφωνίας με τον πρώτο εναγόμενο, ήταν το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού στο όνομα της εταιρείας, σε δύο τράπεζες δραστηριοποιούμενες στην Ελλάδα (Ασπίς και Εμπορική), η έναρξη εργασιών της στην οικεία Δ.Ο.Υ (ΦΑΕΕ Αθηνών) από τις 2-7-2008, καθώς και η μεταβολή των ατομικών στοιχείων της νομίμου εκπροσώπου της, τρίτης εναγομένης στις 15-7-2008. Κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, το άνοιγμα των λογαριασμών αποτέλεσε χρονοβόρα διαδικασία, για την οποία απαιτήθηκε επαφή με τους διευθυντές και το νομικό τμήμα των τραπεζών, λήψη σειράς επικυρωμένων εγγράφων και για τον λόγο αυτό μετέβη τέσσερις φορές σε υποκατάστημα της Τράπεζας ΑΣΠΙΣ, τέσσερις φορές σε υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας και επτά φορές στο νομικό τμήμα της στο Κέντρο των Αθηνών, χωρίς ο αριθμός των μεταβάσεων αυτών να δικαιολογείται πειστικά ούτε να αποδεικνύεται έστω με οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. Επίσης, προέβη στη σύνταξη των από 24 και 27/6/2008 αποφάσεων της εταιρείας, που αποτελούσαν ουσιαστικά πληρεξούσια προς τη νόμιμη εκπρόσωπό της, το μεν πρώτο, για να την εκπροσωπεί ενώπιον των φορολογικών αρχών στην Ελλάδα, οργανισμούς και εταιρείες κοινής ωφελείας και άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κ.α και το δεύτερο για να ενεργήσει ό,τι ήταν αναγκαίο για την αγορά του ακινήτου που είχε εν τω μεταξύ επιλεγεί από τον πρώτο εναγόμενο. Επίσης, απευθύνθηκε στον συμβολαιογράφο Αθηνών, ………., για τη σύνταξη πληρεξουσίου (υπ’αριθμ……../27-6-2008) με το οποίο η δεύτερη εναγομένη, χορηγούσε πληρεξουσιότητα στην τρίτη να ενεργεί όσες πράξεις μνημονεύονται και στην πρώτη εκ των παραπάνω αποφάσεών της. Ακόμη, κατόπιν αιτήσεώς του, έλαβε στις 25-6-2008 βεβαίωση από την Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας περί της ημερομηνίας συστάσεως και λοιπών στοιχείων της εταιρείας, ενώ ζήτησε, μέσω του δικηγόρου Κύπρου που είχε αναλάβει τη σύστασή της, την έκδοση, από το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, νεώτερων πιστοποιητικών (τριών εν συνόλω, τα οποία εκδόθηκαν με ημερομηνία 9-7-2008) περί των μετόχων της, της διευθύντριας και του γραμματέα της και της διεύθυνσης του εγγεγραμμένου γραφείου της. Μέρος της προαναφερθείσας κατάθεσης εκ μέρους του προς τον δικηγόρο Κύπρου, ποσού 1.410 ευρώ, αφορά την έκδοση των πιστοποιητικών αυτών (310 ευρώ), ενώ τα λοιπά αφορούν επαγγελματικές χρεώσεις (120 ευρώ) και την αμοιβή τρίτης εταιρείας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών (1.000 ευρώ). Πλέον αυτών, φέρεται ότι συνέταξε μονοσέλιδο έγγραφο μεταβίβασης μετοχών της δεύτερης εναγομένης, από την ………….., εταιρεία με έδρα τις ….., προς την τρίτη εναγομένη. Οι παραπάνω εργασίες, ως επί το πλείστον διεκπεραιωτικού χαρακτήρα, δεν δικαιολογούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, την φερόμενη ως αρχικά συμφωνηθείσα αμοιβή των 7.000 ευρώ, για τη σύσταση και δραστηριοποίηση της δεύτερης εναγομένης στην Ελλάδα, την οποία άλλωστε αρνείται ο εκκαλών, με δεδομένο μάλιστα ότι τα έξοδα και η αμοιβή συστάσεως της εταιρείας στην Κύπρο ανήλθαν μόλις στο ποσό των 2.800 ευρώ. Άλλωστε, τέτοια συμφωνία δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και μάλιστα στον χρόνο που ο ενάγων επικαλείται, δηλαδή κατά την αρχική συνάντησή του με τον πρώτο εναγόμενο ή εν πάσει περιπτώσει στις αρχικές επικοινωνίες τους το έτος 2007. Αντιθέτως, κρίνεται λογικό, την ίδια χρονική περίοδο, να έγινε αναφορά στην αμοιβή του ενάγοντος, ανεξαρτήτως του ότι ακόμη δεν είχε ανευρεθεί ακίνητο προς αγορά, και στην κάλυψη των πάσης φύσεως εξόδων του από την εκτέλεση της εντολής που του δόθηκε. Ο καθορισμός αυτής σε ποσοστό 2% επί του πραγματικού τιμήματος, πέραν του ότι επιβεβαιώνεται και από τη μητέρα του, που κατά δήλωσή της, απασχολείτο στο δικηγορικό του γραφείο, κρίνεται και λογική, αποκλίνοντας σε ποσοστό 0,5 % από το ελάχιστο όριο αμοιβής που όριζε ο Κώδικας Δικηγόρος, όπως τότε ίσχυε (άρθρο 160 του ν. 3026/1954, στην οποία περιλαμβάνεται η αμοιβή για τον συναφή έλεγχο τίτλων και τη σύνταξη σχεδίου συμβολαίου, κατά τα άνω), συμπεριλαμβάνοντας ωστόσο την εν γένει αμοιβή του και για τις εργασίες που αφορούσαν τη σύσταση και δραστηριοποίηση της δεύτερης εναγομένης στην Ελλάδα. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο πρώτος εναγόμενος, Έλληνας εκ Ρωσίας, ο οποίος δεν είχε ζήσει μέχρι τότε πολύ καιρό στην Ελλάδα και αγνοούσε την ελληνική αγορά, αποδέχθηκε το τίμημα που ζητούσαν οι πωλητές, με την παρέμβαση όμως του φίλου του, ……….. αλλά και του κουμπάρου του, ……………., επιχειρηματία και γνώστη της ελληνικής αγοράς, που επέμεναν ότι το συμφωνηθέν τίμημα δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική αξία του ακινήτου, πείστηκε να ζητήσει μείωση του τιμήματος. Έκτοτε, ο τελευταίος, στον οποίο ο πρώτος εναγόμενος είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα για τον σκοπό αυτό, συνοδεύοντάς τον μαζί με τον μεσίτη στις συναντήσεις του με τους πωλητές. Αντιθέτως, ο ενάγων δεν συμμετείχε στις συναντήσεις αυτές, γεγονός που επιβεβαιώνει ο εκ των πωλητών ……… (υπ’αριθμ. ……./21-4-2021 ένορκη βεβαίωσή του), για την αξιοπιστία του οποίου δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει το Δικαστήριο. Έτσι, από το αρχικό ποσό των 4.000.000 ευρώ, το τίμημα μειώθηκε τελικά στο ποσό του 1.600.000 ευρώ, που αναγράφεται και στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας, ενώ η αντικειμενική του αξία ανερχόταν στο ποσό των 594.576,06 ευρώ. Το ύψος του τιμήματος επιβεβαιώνεται και από τον άνω πωλητή, τον μεσίτη αλλά και τον φίλο του πρώτου εναγομένου, …………., και δεν ανατρέπεται από τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. Ο λόγος που οι πωλητές δέχθηκαν τέτοια σημαντική μείωση του αρχικά ορισθέντος τιμήματος, η οποία δεν ήταν και ασυνήθης την περίοδο της οικονομικής κρίσης, που ξεκινούσε ακριβώς εκείνη την εποχή, ήταν ότι βρίσκονταν σε οικονομική ανάγκη λόγω χρεών τους προς την Εμπορική Τράπεζα, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να κατασχεθεί το ακίνητό τους και έτσι επείγονταν να ανεύρουν αγοραστή. Άλλωστε, με βάση και την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο κτήσεως τιμή, το συγκεκριμένο ακίνητο οι πωλητές το είχαν αγοράσει μόλις δύο έτη πριν 650.000 ευρώ, οπότε, σε κάθε περίπτωση, είχαν κέρδος, ακόμη και αν προέβησαν, μέσω της κατασκευαστικής τους εταιρείας, στις εργασίες που ο ενάγων ισχυρίζεται, το πρώτον με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (κατασκευή νέας εισόδου με ηλεκτρική γκαραζόπορτα, εργασίες επιχωμάτωσης, ανέγερση τοιχίου στην πρόσοψη, κατασκευή πισίνας, τοποθέτηση φυσικού γκαζόν και αυτόματου συστήματος ποτίσματος, κατασκευή στεγασμένου χώρου στάθμευσης, γεώτρηση, ολοσχερή ανακαίνιση οικίας με αλλαγή πατωμάτων, πλακιδίων και ειδών υγιεινής, φωτισμού, τοποθέτηση συστήματος ασφαλείας με κάμερες και θυροτηλεοράσεις, πόρτες και παράθυρα ασφαλείας, τοποθέτηση ειδικού δορυφορικού συστήματος για ελεύθερη και καλωδιακή τηλεόραση). Επιπλέον, υπήρχαν σε αυτό εκτεταμένες αυθαίρετες κατασκευές η νομιμοποίηση των οποίων κατέστη δυνατή σε μεταγενέστερο χρόνο (σχετ. η από Μαρτίου 2018 τεχνική έκθεση το πολιτικού μηχανικού, …………..). Εκτός αυτών, δεν προσκομίστηκαν από την πλευρά του ενάγοντος, συγκριτικά στοιχεία για την πώληση ακινήτων στην ίδια περιοχή, την ίδια ή και την αμέσως προηγούμενη χρονική περίοδο, με χαρακτηριστικά όμοια ή παρεμφερή με εκείνα του πωληθέντος, από τα οποία να προκύπτει ότι η τιμή πώλησης ήταν χαμηλότερη της συνήθους για ακίνητα της περιοχής. Από το συμφωνηθέν αυτό ποσό, 334.337,98 ευρώ καταβλήθηκαν κατά την ημερομηνία υπογραφής του συμβολαίου και πριν από αυτήν, στο υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας επί της …………., όπου μετέβη και η συντάξασα αυτό ως άνω συμβολαιογράφος, ενώ το απομένον ποσό του 1.273.660 ευρώ μεταφέρθηκε στον δανειακό λογαριασμό των πωλητών στις 3-11-2008 και καταρτίστηκε ακολούθως η υπ’αριθμ. …../3-11-2008 πράξη εξοφλήσεως της άνω συμβολαιογράφου. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι κατά την ημερομηνία υπογραφής του συμβολαίου, καταβλήθηκε στους αγοραστές το ποσό του 1.734.337,98 ευρώ σε μετρητά, τα οποία μεταφέρθηκαν σε σάκους, ότι το γεγονός αυτό μπορεί να πιστοποιηθεί από το σύστημα ασφαλείας του υποκαταστήματος, ότι η διαδικασία αυτή διήρκεσε περί τις δύο ώρες, και ότι η τράπεζα είχε ειδοποιηθεί εκ των προτέρων και διατέθηκε περιπολικό για τη συνοδεία της χρηματαποστολής, δεν επιβεβαιώθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, αν και ήταν ευχερές στον ίδιο, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης δικαστικής του αντιδικίας με τους εναγομένους να αναζητήσει στοιχεία, που να τον επιβεβαιώνουν. Η κατηγορηματική άλλωστε επιβεβαίωση των άνω προσώπων περί του πραγματικού ύψους του τιμήματος, και ειδικώς του πωλητή, δεν αφήνει περιθώριο διαφορετικής εκδοχής, παρ’ότι ο ενάγων παραθέτει αρκετές λεπτομέρειες για την άνω συναλλαγή. Άλλωστε και ο μεσίτης του πρώτου εναγομένου, του οποίου η αμοιβή είχε καθοριστεί σε ποσοστό 2%, σύμφωνα με την κατάθεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έλαβε τελικώς ως αμοιβή από αυτόν, για τη μεσολάβησή του, το ποσό των 25.000 ευρώ, ανεξαρτήτως του ότι μετά την υπογραφή του συμβολαίου είχε ζητήσει ως αμοιβή την αρχικά συμφωνηθείσα των 100.000 ευρώ, παραπονούμενος μάλιστα έναντι του ενάγοντος για την εκκρεμότητα του πρώτου εναγομένου. Ούτε, επίσης, αποδείχθηκε ότι έγινε ανακαθορισμός του ποσοστού της αμοιβής του ενάγοντος, από 2 % επί του πραγματικού τιμήματος πλέον του ποσού των 7.000 ευρώ, σε 4 % και μάλιστα υπό την προϋπόθεση της επιτυχούς μεσολάβησής του στη μείωση της τιμής, αφού τέτοια ανάμιξή του δεν αποδείχθηκε. Επομένως, η συμφωνηθείσα αμοιβή που ο ενάγων δικαιούτο να λάβει για τον έλεγχο τίτλων, τη σύνταξη σχεδίου και την παράστασή του στο συμβόλαιο, αλλά και για τις ενέργειές του προκειμένου η δεύτερη εναγομένη να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα, ανέρχεται στο ποσό των 32.000 ευρώ. Εξ αυτών έλαβε από τον πρώτο εναγόμενο, στις 26-9-2008 το ποσό των 8.097,45 ευρώ, και στις 8-1-2009 το ποσό των 5.000 ευρώ, δηλαδή συνολικά των 13.097,45 ευρώ, εκδοθέντων συναφώς και των σχετικών διπλοτύπων αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, στην τελευταία εκ των οποίων ο ίδιος δηλώνει ρητά ότι η καταβολή αφορούσε προκαταβολή έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής του. Ο ενάγων, αποδεχόμενος την καταβολή των ποσών αυτών, τα αφαίρεσε από το συνολικό ποσό της οφειλόμενης αμοιβής του, ενώ δεν αποδείχθηκε άλλη καταβολή του πρώτου εναγομένου προς αυτόν. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετά από ορθή εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε στην ίδια κρίση, απορρίπτοντας σιωπηρώς την ένσταση εξοφλήσεως που πρότεινε ο πρώτος εναγόμενος, και ως εκ τούτου πρέπει ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Αποδείχθηκε, επιπλέον, ότι μέχρι την εποχή εκείνη ο ενάγων δεν είχε κανένα λόγο να πιστεύει ότι δεν θα καταβληθεί η συμφωνηθείσα αμοιβή του. Έτσι, με εντολή του πρώτου εναγομένου, ανέλαβε τη σύσταση και δύο ακόμη υπεράκτιων εταιρειών, με έδρα την Κύπρο, που συνεστήθησαν τον Μαϊο και τον Σεπτέμβριο του έτους 2008, συμφερόντων της αδερφής και του αδερφού του, …………….., αντίστοιχα. Επιπλέον, στις 9-12-2008 παρέδωσε στην τρίτη εναγομένη όλα τα έγγραφα που αφορούσαν την εκπροσωπούμενη από αυτήν εταιρεία, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στην από 9-12-2008 υπεύθυνη δήλωσή της. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, δεχόμενο ως βάσιμη και κατ’ουσίαν στο σύνολό της την κύρια βάση της αγωγής κατά το κύριο αίτημά της, ότι δηλαδή το τίμημα της επίμαχης αγοραπωλησίας ανήλθε στο ποσό των 3.000.000 ευρώ και η συμφωνηθείσα αμοιβή του ενάγοντος στο ποσό των 128.000 ευρώ, εκ του οποίου, μετά από αφαίρεση των καταβληθέντων ποσών, του επιδίκασε το ποσό των 114.912,55 ευρώ, ενώ όφειλε να την δεχθεί για το ποσό των 18.902,55 (32.000 – 13.097,45) ευρώ, με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση της πρώτης επικουρικής της βάσης περί συμβιβασμού, η οποία είναι ούτως ή άλλως μη νόμιμη, εφόσον δεν τέθηκε ζήτημα διάλυσης έριδας ή αβεβαιότητας μεταξύ πωλητών και αγοράστριας, και η μείωση του τιμήματος δεν μπορεί να εκληφθεί ως τέτοια, και πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί, ως βάσιμοι και κατ’ουσίαν ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, όπως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, κατά το σκέλος τους που περιέχουν τον ισχυρισμό ότι δεν υπήρξε συμφωνία των διαδίκων για αμοιβή του ενάγοντος στο προαναφερθέν ποσοστό επί του τιμήματος των 3.000.000 αλλά του 1.600.000 ευρώ, για τις παραπάνω εργασίες. Αντιθέτως, η συμφωνία αυτή δεν κάλυπτε ούτε μπορούσε να καλύπτει τις λοιπές νομικές ενέργειες στις οποίες προέβη ο ενάγων ως δικηγόρος, κατ’εντολήν του πρώτου εναγομένου είτε πριν είτε μετά τη σύνταξη του συμβολαίου αγοραπωλησίας, για τις οποίες δεν υπήρξε εξ αρχής αλλά ούτε οποτεδήποτε σχετική συμφωνία τους, με αποτέλεσμα να τίθεται σε εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 98 του Κώδικα περί Δικηγόρων (νφ.3026/1954), και συγκεκριμένα: α/Τη σύνταξη δύο ιδιωτικών συμφωνητικών, που συνυπέγραψαν οι πωλητές και η αγοράστρια εταιρεία δια της νομίμου εκπροσώπου της, με ημερομηνία 26-9-2008 στα οποία αφού γίνεται προηγουμένως αναφορά στην αγοραπωλησία του ακινήτου, στο μεν πρώτο δηλώνεται ότι τα μέρη συμφωνούν ότι στην κυριότητα, νομή και κατοχή της αγοράστριας θα περιέλθουν και τα κινητά που βρίσκονταν εντός του ακινήτου, όπως αυτά κατά κατηγορίες περιγράφονται, άνευ αναγραφής της αξίας τους, με ανάληψη εκ μέρους των πωλητών της υποχρέωσης να ενημερώσουν την αγοράστρια για τη λειτουργία των πάσης φύσεως εγκαταστάσεων στο ακίνητο, και στο δεύτερο, ότι αναφορικά με τις ειδικότερα μνημονευόμενες δύο αγωγές νομής που έχει ασκήσει η ………… κατά των πωλητών και της ανώνυμης εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο «………….», οι πωλητές αναλαμβάνουν την υποχρέωση να φέρουν εις πέρας δικαστικά τις υποθέσεις αυτές, επιβαρυνόμενοι με τη σχετική δικαστική δαπάνη. Συνεπώς, για τη σύνταξη των εγγράφων αυτών ο ενάγων δικαιούται, για το μεν πρώτο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 161 παρ.1 περ.β΄ του Κώδικα περί Δικηγόρων το ποσό των 1.000 (0,5 % Χ 200.000) ευρώ, δοθέντος ότι η αξία των κινητών προσδιορίστηκε από τον ίδιο στο ποσό των 200.000 ευρώ και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς από τον πρώτο εναγόμενο, και για το δεύτερο, κατ’άρθρο 161 παρ. 4, 160 μεταλλικές δραχμές που αντιστοιχούν, με βάση την τελευταία αναπροσαρμογή της αξίας αυτών (ΥΑ 1045790/4217/0010 Γ΄ΦΕΚ Β΄678/2000), σε 21.000 (150 Χ 140) δραχμές άλλως σε 61,62 (21.000/340,75) ευρώ. β/ Τη σύνταξη του από 24-6-2008 εγγράφου, το οποίο συνυπογράφουν οι πωλητές και ο πρώτος εναγόμενος και αφορά την προς αυτόν μελλοντική πώληση του προαναφερθέντος ακινήτου, για την οποία, ελλείψει τηρήσεως του συμβολαιογραφικού τύπου (άρθρα 168 και 1033 του ΑΚ) ο ενάγων δεν δικαιούται αμοιβή, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Σε κάθε άλλωστε περίπτωση, το έγγραφο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προσύμφωνο αφού σε αυτό δεν γίνεται, έστω και στοιχειωδώς, περιγραφή του προς πώληση ακινήτου, με αποτέλεσμα να αποτελεί ουσιαστικά απόδειξη καταβολής του ποσού των 100.000 από τον αγοραστή προς τους πωλητές. Ελλείψει άλλης ειδικής ρύθμισης, η αμοιβή του θα πρέπει να υπολογιστεί, κατ’ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 162 του τότε ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων, που αφορά, μεταξύ άλλων, και δηλώσεις ή άλλης όμοιας φύσεως έγγραφα, στο ποσό των 30 μεταλλικών δραχμών, δηλαδή των 4.200 (30 Χ 140) δραχμών άλλως των 12,32 (4.200/340,75) ευρώ και στο ίδιο ποσό πρέπει να καθοριστεί η αμοιβή του για τη σύνταξη του από 24-9-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού επιστροφής χρημάτων, καθώς αυτό, παρ’όλο που επιγράφεται ως ιδιωτικό συμφωνητικό, αποτελεί κατ’ουσίαν απόδειξη επιστροφής του παραπάνω ποσού. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή του ενάγοντος στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της δεύτερης εναγομένης και σε κάθε περίπτωση ότι ο ίδιος συνέταξε σχετικό ιδιωτικό έγγραφο ή σχέδιο δημοσίου εγγράφου (άρθρο 161 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων) ούτε ότι παραστάθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου (άρθρο 163 του ίδιου Κώδικα). Πλέον αυτών, είναι λογικό κατά το άνοιγμα λογαριασμών στο όνομα της δεύτερης εναγομένης στις Τράπεζες Aspis και Εμπορική, να ζητήθηκαν, τόσο από το υποκατάστημα ανοίγματος αυτών όσο και από τη νομική υπηρεσία τους, επικυρωμένα αντίγραφα των νομιμοποιητικών εγγράφων της εταιρείας, ήτοι του είκοσι δύο (22) φύλλων καταστατικού της εταιρείας, της από 24-6-2008 μονοσέλιδης βεβαίωσης της Πρεσβείας της Κυπριακής Δημοκρατίας, περί της συνθέσεως, του γραμματέα, του εγγεγραμμένου γραφείου και της μετόχου της, και των από 9-7-2008 δύο συνολικά μονοσέλιδων πιστοποιητικών, περί της μετόχου της, και περί της διευθύντριας και του γραμματέα της του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού της Κύπρου, της από 24-6-2008 και από 27-6-2008 αποτελούμενης από ένα φύλλο η καθεμία απόφασης της εταιρείας και του υπ’αριθμ. ……../27-6-2008, αποτελούμενου από τρία (3) φύλλα συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., συνεπώς, δικαιούται για την έκδοση των 27 αυτών φύλλων, αμοιβή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 136, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 52 του τότε ισχύοντος Κώδικα περί Δικηγόρων, ανερχόμενη σε δύο (2) μεταλλικές δραχμές, ανά φύλλο, ήτοι 54 (2 Χ 27) μεταλλικές δραχμές και συνολικά 7.560 (54 Χ 140) δραχμές άλλως 22,18 (7.560/340,75) ευρώ επί τέσσερις φορές ήτοι 88,72 (22,18 Χ 4) ευρώ. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι συνέταξε τέσσερις (4) συνολικά αιτήσεις προς τον Υποθηκοφύλακα Κερατέας, για την εγγραφή του συμβολαίου (υπ’αριθμ. ……./2008), και την έκδοση πιστοποιητικού κυριότητας, βαρών και διεκδικήσεων, και, επομένως, δικαιούται το ποσό των 15 μεταλλικών δραχμών για κάθε μία, κατ’άρθρο 164 παρ. του Κώδικα Δικηγόρων, ήτοι 8.400 (15 Χ 4 Χ 140) δραχμές άλλως 24,65 (8.400/340,75) ευρώ συνολικά. Για τη μετάβασή του δε δύο φορές από την έδρα του στον Πειραιά μέχρι το Υποθηκοφυλακείο Κερατέας μετ’επιστροφής με ταξί και ολιγόλεπτη αναμονή, για την υποβολή των αιτήσεων την πρώτη φορά και την παραλαβή των πιστοποιητικών τη δεύτερη, κρίνεται ότι δαπάνησε κατ’ελάχιστον, το ποσό των 60 ευρώ κάθε φορά και συνολικά των 120 (60 Χ 2) ευρώ, που αποτελούσε τη συνήθη δαπάνη μετακίνησης με ταξί από και προς τον συγκεκριμένο προορισμό εκείνη την εποχή, σε εργάσιμη ώρα και ημέρα. Επίσης, συνέταξε δύο ακόμη αιτήσεις, μία για την εξάλειψη της προσημείωσης υποθήκης που είχε εγγραφεί επί του πωληθέντος ακινήτου, υπέρ της Εμπορικής Τράπεζας, και μία περί πιστοποιητικού βαρών στο ακίνητο, για τις οποίες δικαιούται κατά τα άνω, ως αμοιβή το ποσό των 4.200 (15 Χ 2 Χ 140) δραχμών άλλως των 12,33 ευρώ και για έξοδα μετάβασής του με ταξί, μία φορά για την υποβολή τους και μία για την παραλαβή των πιστοποιητικών, το ποσό των 120 ευρώ, κατά τα άνω. Επομένως, πέραν της αμοιβής των 32.000 ευρώ, δικαιούται επιπλέον για αμοιβή και έξοδα, το ποσό των 1.451,96 (1.000 + 65,73 + 12,32 + 12,32 + 88,72 + 24,65 + 120 + 12,33 + 120) ευρώ, του οποίου δεν συντρέχει λόγος επαύξησης, κατά την κρίση του δικαστηρίου, με βάση την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος των εργασιών που διεκπεραιώθηκαν, τον χρόνο που ο ενάγων κατανάλωσε και τη σπουδαιότητα αυτών, ούτε οι περιστάσεις δικαιολογούν τέτοια επαύξησή του. Συνεπώς, η συνολική αμοιβή που ο ενάγων δικαιούται ανέρχεται στο ποσό των 20.354,31 (18.902,55 + 1.451,96) ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι η συνολική αμοιβή του ενάγοντος ανήλθε στο ποσό των 128.000 ευρώ, δεχόμενο μάλιστα ότι υπήρξε συμφωνία στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και όλες οι παραπάνω νομικές ενέργειες, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί, ως βάσιμοι και κατ’ουσίαν ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, όπως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, κατά το οικείο σκέλος τους.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές οι υπό κρίση εφέσεις, η μεν υπό στοιχ. Α΄ κατά παραδοχή του έβδομου λόγου της, και η υπό στοιχ. Β΄κατά παραδοχή του δεύτερου και τρίτου λόγου της και των πρόσθετων αυτής λόγων, να εξαφανιστεί ακολούθως η εκκαλουμένη στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και ως προς τη διάταξή της περί τοκοδοσίας, που δεν πλήττεται με λόγο έφεσης, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της ως προς τη δεύτερη και τρίτη των εναγομένων και, ειδικότερα, ως παθητικώς ανομιμοποίητη ως προς τα –κύριο και επικουρικά- αιτήματα καταβολής αμοιβής, κατά την κύρια και τις επικουρικές βάσεις της από τη σύμβαση εντολής και, ως μη νόμιμη, κατά την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και ως μη νόμιμη ως προς το αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης, στο σύνολό της, και να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ακολούθως δε να υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 18.902,55 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τις 29-9-2008, όπως έγινε δεκτό πρωτοδίκως, και το ποσό των 1.451,96 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, αφού δεν υπήρχε συμβατικά ορισμένη δήλη ημέρα καταβολής του, οπότε απαιτείτο προηγούμενη όχληση κατά το άρθρο 341 του ΑΚ [ΕφΠατρ (Μον) 124/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου, λόγω της ήττας του, ενώ κατά τα λοιπά τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, σημειούμενου ότι δεν θα επιδικαστούν έξοδα που αφορούν άλλη δίκη μεταξύ αυτών και συγκεκριμένα συναφή δίκη ασφαλιστικών μέτρων (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 28-7-2020 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./28-7-2020) υπό στοιχ.Α΄ έφεση της τρίτης εναγομένης, ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης, την από 30-7-2020 (με αύξ. αριθ. εκθ. καταθ. ………../30-7-2020) υπό στοιχ. Β΄έφεση του πρώτου εναγομένου και τους πρόσθετους αυτών από 13-4-2021 (με αύξ.αριθ.εκθ.καταθ. ……../13-4-2021 και ……../13-4-2021 αντίστοιχα) λόγους, κατά της υπ’αριθμ. 2292/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις εφέσεις.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΚΡΑΤΕΙ την από 27-12-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../27-12-2018) αγωγή και τη δικάζει κατ’ουσίαν.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως προς τη δεύτερη και τρίτη των εναγομένων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν ως προς τον πρώτο εναγόμενο.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εννιακοσίων δύο ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (18.902,55), με τον νόμιμο τόκο από τις 29-9-2008 και το ποσό των χιλίων τετρακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (1.451,96), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων (5.700) ευρώ και μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος-εφεσιβλήτου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 31-10 -2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ