ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 482/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Κουτσουλέλο (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Του εφεσίβλητου – εναγόμενου: του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Καμπούρη (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 02.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 167/2021 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 13.04.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../15.04.2021 και ειδικό …./15.04.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./18.05.2021 και ειδικό …../18.05.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 167/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 02.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …../2019 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 13.04.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 15.04.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/15.04.2021 και ειδικό …./15.04.2021 του γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 18.01.2021. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων στην από 02.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …../2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι από το έτος 1997 είναι πρωτοβάθμιος καθηγητής στο Τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών του εναγόμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», ότι υπό την ιδιότητά του αυτή συνήψε διαδοχικές συμβάσεις ανάθεσης έργου με τον εδρεύοντα στον Πειραιά Αττικής επί της οδού ……………, Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας με την επωνυμία «ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», δυνάμει των οποίων ανέλαβε το έργο τόσο της διεύθυνσης του δωδέκατου (12ου), του δέκατου τρίτου (13ου), του δέκατου τέταρτου (14ου) και του δέκατου πέμπτου (15ου) κύκλου σπουδών του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Ναυτιλία, όσο και το έργο της παράδοσης μαθημάτων στους εν λόγω κύκλους σπουδών, αντί αμοιβής που θα καθοριζόταν με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης Ειδικής Σύνθεσης του εναγόμενου και ανερχόταν για το έργο της διεύθυνσης, στο ποσό των 16.080,00 ευρώ, και για το έργο της παράδοσης μαθημάτων, στο ποσό των 6.000,00 ευρώ ανά μάθημα, ήτοι 200,00 ευρώ ανά ώρα διδασκαλίας, στο ποσό 5.500,00 ευρώ για την επιμέλεια διπλωματικών εργασιών και στο ποσό των 200,00 ευρώ ανά ώρα απασχόλησης για τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ότι μολονότι εκτέλεσε με τον προσήκοντα τρόπο τα ανατεθέντα σ’ αυτόν έργα, το εναγόμενο δεν του έχει καταβάλει το σύνολο της οφειλόμενης αμοιβής του, αλλά εξακολουθεί να του οφείλει το ποσό των 63.697,50 ευρώ, και ειδικότερα: (α) στο πλαίσιο του δωδέκατου (12ου) κύκλου σπουδών για το έργο της παράδοσης επτά μαθημάτων το ποσό των 34.400,00 ευρώ, ήτοι 200,00 ευρώ ανά ώρα διδασκαλίας Χ 172 ώρες διδασκαλίας, πλέον του ποσού των 5.500,00 ευρώ για την επιμέλεια διπλωματικών εργασιών και του ποσού των 3.000,00 ευρώ για τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ήτοι 200,00 ευρώ ανά ώρα απασχόλησης Χ 15 ώρες απασχόλησης, και συνολικά το ποσό των 42.900,00 ευρώ, από το οποίο καταβλήθηκε σ’ αυτόν μόνο το ποσό των 25.400,00 ευρώ και εξακολουθεί να του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 17.500,00 ευρώ, (β) στο πλαίσιο του δέκατου τρίτου (13ου) κύκλου σπουδών για το έργο της παράδοσης πέντε μαθημάτων το ποσό των 27.000,00 ευρώ, ήτοι 200,00 ευρώ ανά ώρα διδασκαλίας Χ 135 ώρες διδασκαλίας, πλέον του ποσού των 5.500,00 ευρώ για την επιμέλεια διπλωματικών εργασιών και του ποσού των 2.400,00 ευρώ για τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ήτοι 200,00 ευρώ ανά ώρα απασχόλησης Χ 12 ώρες απασχόλησης, και συνολικά το ποσό των 34.900,00 ευρώ, από το οποίο καταβλήθηκε σ’ αυτόν μόνο το ποσό των 12.875,00 ευρώ και εξακολουθεί να του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 22.025,00 ευρώ, (γ) στο πλαίσιο του δέκατου τέταρτου (14ου) κύκλου σπουδών για το έργο της διεύθυνσης επί τρία εξάμηνα το ποσό των 12.060,00 ευρώ, για το έργο της παράδοσης έξι μαθημάτων το ποσό των 36.000,00 ευρώ, ήτοι 200,00 ευρώ ανά ώρα διδασκαλίας Χ 180 ώρες διδασκαλίας, και συνολικά το ποσό των 48.060,00 ευρώ, από το οποίο καταβλήθηκε σ’ αυτόν μόνο το ποσό των 38.190,00 ευρώ και εξακολουθεί να του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 9.870,00 ευρώ και (δ) στο πλαίσιο του δέκατου πέμπτου (15ου) κύκλου σπουδών για το έργο της διεύθυνσης επί ένα εξάμηνο το ποσό των 4.020,00 ευρώ, για το έργο της παράδοσης τριών μαθημάτων το ποσό των 18.000,00 ευρώ, ήτοι 200,00 ευρώ ανά ώρα διδασκαλίας Χ 90 ώρες διδασκαλίας, και συνολικά το ποσό των 22.020,00 ευρώ, από το οποίο καταβλήθηκε σ’ αυτόν μόνο το ποσό των 7.717,50 ευρώ και εξακολουθεί να του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 14.302,50 ευρώ, ότι κατόπιν αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης Ειδικής Σύνθεσης του εναγόμενου, συμμετείχε στα εκτιθέμενα στην αγωγή συνέδρια, για τα οποία δικαιούται ημερήσια αποζημίωση ύψους 150,00 ευρώ για τα συνέδρια στο εξωτερικό και 90,00 ευρώ για τα συνέδρια στην ημεδαπή, πλην όμως το εναγόμενο δεν του έχει καταβάλει το ποσό των οφειλόμενων αποζημιώσεων ύψους 5.490,00 ευρώ, και ειδικότερα το ποσό των 4.950,00 ευρώ για επτά συνέδρια στο εξωτερικό, ήτοι 150,00 ευρώ ανά ημέρα Χ 33 ημέρες, και το ποσό των 540,00 ευρώ για ένα συνέδριο στην ημεδαπή, ήτοι 90,00 ευρώ ανά ημέρα Χ 6 ημέρες, ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, το εναγόμενο αρνείται να του καταβάλει τα ανωτέρω ποσά των 63.697,50 ευρώ και των 5.490,00 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 69.187,50 ευρώ, ότι επικουρικώς, σε περίπτωση που οι ένδικες απαιτήσεις του σε βάρος του εναγόμενου κριθούν μη νόμιμες ή αβάσιμες, να υποχρεωθεί αυτό να του καταβάλει τα ανωτέρω ποσά κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, αφού εξαιτίας της παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς του, το εναγόμενο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας του, ζημιώνοντάς τον κατά τα αντίστοιχα ποσά, ενώ η ωφέλεια αυτού σώζεται κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 69.187,50 ευρώ, και ειδικότερα το ανωτέρω ποσό των 63.697,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε κύκλου σπουδών, οπότε και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά τα επιμέρους κονδύλια, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή, καθώς και το ανωτέρω ποσό των 5.490,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την όχληση του εναγόμενου που έλαβε χώρα την 24.10.2016, άλλως τα ποσά αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 167/2021 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι με την ένδικη αγωγή εισάγεται διαφορά ιδιωτικού δικαίου που απορρέει από διαδοχικές συμβάσεις έργου μεταξύ των διαδίκων, και όχι διοικητική διαφορά ουσίας, και ότι η εκδίκαση αυτής υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», καθόσον έκρινε ότι για την άσκησή της νομιμοποιείται παθητικά μόνο ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας με την επωνυμία «ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», ο οποίος έχει ικανότητα διαδίκου και με τον οποίο είχαν καταρτισθεί οι ένδικες συμβάσεις έργου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη από 13.04.2021 έφεσή του, για τον περιεχόμενο σ’ αυτήν λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την απόρριψη της αγωγής του ως απαράδεκτης λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.
Το άρθρο 94 του Συντάγματος ορίζει στη μεν παράγραφο 1 ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, στη δε παράγραφο 2 ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Το άρθρο 1 του ΚΠολΔ ορίζει ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν: α) Οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β) οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που ο νόμος έχει υπαγάγει σ’ αυτά και γ) οι υποθέσεις δημόσιου δικαίου που ο νόμος έχει υπαγάγει σ` αυτά. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε προς εφαρμογή της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης, υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ’ αυτή. Υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο 1), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αξίωση. Είναι δε η σύμβαση διοικητική αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού τον οποίο ο νόμος ανάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, ήτοι σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν τα γνωρίσματα αυτά, είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 3/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 29/2009 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 7/2001 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 8/2000 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως διοικητικής, δεν αρκούν οι ιδιότητες των συμβαλλόμενων ως οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και η δια της μεταξύ τους σύμβασης επιδίωξη δημόσιου σκοπού, αλλά θα πρέπει να συντρέχει και η υπερέχουσα θέση του ενός εκ των συμβαλλόμενων έναντι του άλλου, με την πρόβλεψη υπέρ αυτού εξαιρετικών όρων που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και του εξασφαλίζουν υπεροχή έναντι του άλλου. Είναι, επομένως, ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητική η σύμβαση με την οποία οι συμβαλλόμενοι Ο.Τ.Α. ή τα συμβαλλόμενα ν.π.δ.δ. διαχειρίζονται την ιδιωτική περιουσία τους, καθώς και εκείνη με την οποία υπάγουν οικειοθελώς τις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις στους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, προβλέποντας ρήτρες επαρκώς σαφείς και υποχρεωτικές (ΑΕΔ 18/2009 ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 2/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 28/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1353/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το άρθρο 62 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει την ικανότητα να είναι διάδικος για την έγκυρη διεξαγωγή της δίκης. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες, που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Με τη διάταξη αυτή η ικανότητα του διαδίκου ρυθμίζεται σε άμεση συσχέτιση με το ουσιαστικό δίκαιο και επομένως, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34, 35, 61, 72 και 748 του ΑΚ, ανήκει σε οποιονδήποτε έχει κατά το ουσιαστικό δίκαιο την ικανότητα δικαίου, δηλαδή την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Συνεπώς, διάδικος μπορεί να είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό χωρίς να είναι σωματεία ή εταιρείες, που δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ή σύνολο περιουσίας, η οποία έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, εφόσον όμως έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, κατά τους όρους του νόμου (ΟλΑΠ 25/2008 ΝΟΜΟΣ). Για την αποτελούσα διαδικαστική προϋπόθεση και ερευνώμενη αυτεπαγγέλτως νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, κατ’ αρχήν, αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 42/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 614/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το Π.Δ. 432/1981 “Περί συστάσεως Ειδικών Λογαριασμών αξιοποιήσεως κονδυλίων για την εκτέλεση ερευνητικών έργων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Χώρας”, σε καθένα από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) της Χώρας, συνεστήθη Ειδικός Λογαριασμός με σκοπό, προς όφελος του οικείου Ιδρύματος και του επιστημονικού τους προσωπικού, τη διάθεση και διαχείριση κονδυλίων επιστημονικής έρευνας, εκπαίδευσης, κατάρτισης, τεχνολογικής ανάπτυξης και παροχής σχετικών υπηρεσιών που προέρχονται από οποιαδήποτε πηγή και προορίζονται για την κάλυψη δαπανών, οποιουδήποτε είδους, που είναι απαραίτητες για τους σκοπούς αυτούς (άρθρο 1). Kατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 6 του Ν. 1514/1985, εκδόθηκε η Β1/819/1988 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας “Σύσταση Ειδικών Λογ/σμών για τη χρηματοδότηση Ερευνητικών Έργων και σχετικών Υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που εκτελούνται στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Χώρας”, που τροποποιήθηκε με την ΚΥΑ 679/22.08.1996, η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 88 περ. ιη’ του Ν. 4485/2017, και με την οποία ορίσθηκε στο άρθρο 3 ότι «1. Η διοίκηση και διαχείριση του Λογαριασμού πραγματοποιείται από τα όργανά του και είναι ανεξάρτητη από τη διοίκηση και διαχείριση των ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Η Διοίκηση των ΑΕΙ και των ΤΕΙ παρακολουθεί και ελέγχει, με βάση τις διαδικασίες που προβλέπει ο Οδηγός χρηματοδότησης του άρθρου 9 κατωτέρω, τη λειτουργία και τα πεπραγμένα του Ειδικού Λογαριασμού. 2. Όργανα Διοικήσεως και Διαχειρίσεως του Λογαριασμού είναι: α) Η Επιτροπή Εκπαίδευσης και Ερευνών. β) Η Γραμματεία του Λογαριασμού». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 και 2 του Ν. 4485/2017 «1. Συνιστάται και λειτουργεί σε κάθε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Α.Ε.Ι.) Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε.), για τη διαχείριση και αξιοποίηση των κονδυλίων επιστημονικής έρευνας, εκπαίδευσης, κατάρτισης, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας, καθώς και παροχής συναφών υπηρεσιών, προς επίτευξη του σκοπού του. 2. Σκοπός του Ε.Λ.Κ.Ε. είναι η διαχείριση και διάθεση κονδυλίων που προέρχονται από οποιαδήποτε πηγή, καθώς και από ίδιους πόρους του και προορίζονται για την κάλυψη δαπανών, οποιουδήποτε είδους, που είναι απαραίτητες για τις ανάγκες εκτέλεσης έργων ερευνητικών, εκπαιδευτικών, επιμορφωτικών, αναπτυξιακών, καθώς και έργων συνεχιζόμενης κατάρτισης, σεμιναρίων και συνεδρίων, παροχής επιστημονικών, τεχνολογικών και καλλιτεχνικών υπηρεσιών, εκπόνησης ειδικών και κλινικών μελετών, εκτέλεσης δοκιμών, μετρήσεων, εργαστηριακών εξετάσεων και αναλύσεων, παροχής γνωμοδοτήσεων, σύνταξης προδιαγραφών για λογαριασμό τρίτων, σχεδιασμού και υλοποίησης επιστημονικών, ερευνητικών, πολιτιστικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων ως και άλλων συναφών υπηρεσιών, προς όφελος του Α.Ε.Ι.». Κατά τη διάταξη του άρθρου 51 του Ν. 4485/2017, όπως η περ. ι’ προστέθηκε με το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν. 4559/2018, «1. Οι πόροι του Ε.Λ.Κ.Ε. προέρχονται από: α. Κονδύλια από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) που διατίθενται είτε μέσω συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων ανάπτυξης της εκπαίδευσης ή της έρευνας και της τεχνολογίας – καινοτομίας είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, β. χρηματοδοτήσεις, χορηγίες, δωρεές, κληροδοτήματα και κάθε είδους εισφορές από φυσικά πρόσωπα, δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από διεθνείς Οργανισμούς, γ. παροχή υπηρεσιών προς τρίτους που σχετίζονται με την ερευνητική και λοιπή δραστηριότητα του Ε.Λ.Κ.Ε., δ. εμπορική εκμετάλλευση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, προϊόντων μεταφοράς τεχνολογίας-τεχνογνωσίας, που προκύπτουν από την εκτέλεση χρηματοδοτούμενων έργων και την εν γένει ερευνητική δραστηριότητα των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, ε. εκδόσεις, στ. τέλη εγγραφής/δίδακτρα, οικονομική συμμετοχή τρίτων σε συνέδρια, σεμινάρια και εκτελούμενα προγράμματα τυπικής, μη τυπικής και διά Βίου Μάθησης, ζ. πρόσοδοι από την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Ε.Λ.Κ.Ε. (κινητών και ακινήτων), η. έσοδα από τις κρατήσεις επί των αμοιβών και την απόδοση ποσοστού επί του εισοδήματος των καθηγητών και των λεκτόρων, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 23 του Ν. 4009/2011, θ. έσοδα από κρατήσεις που επιβάλλονται για λογαριασμό του Ε.Λ.Κ.Ε./Α.Ε.Ι., σύμφωνα με την εκάστοτε απόφαση ή σύμβαση χρηματοδότησης, σε εκτελούμενα έργα/προγράμματα των περιπτώσεων α`, β`, γ` και στ` της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβανομένης της ειδικής κράτησης της παραγράφου 5 του άρθρου 59 (overhead), ι. Έσοδα από την απόδοση ποσοστού επί των αμοιβών που εισπράττονται από τα νοσοκομεία κατά την ολοήμερη λειτουργία τους για ιατρικές επισκέψεις ή πράξεις που γίνονται από πανεπιστημιακούς ιατρούς, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3868/2010. 2. Τα πρόσωπα και οι φορείς που εισφέρουν, επιχορηγούν και χρηματοδοτούν τον Ε.Λ.Κ.Ε. μπορούν να προσδιορίσουν το είδος των δαπανών που θα καλυφθούν με τους πόρους που διαθέτουν και το χρόνο στον οποίον αυτοί θα αναλωθούν. Σε περίπτωση έργων που χρηματοδοτούνται από ίδιους πόρους, τα ανωτέρω καθορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Ερευνών του Ε.Λ.Κ.Ε.». Κατά τη διάταξη του άρθρου 52 του Ν. 4485/2017, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ.1 Ν. 4653/2020, «1. Όργανα διοίκησης και διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε. είναι: α. Η Επιτροπή Ερευνών και Διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε. (εφεξής, η Επιτροπή). β. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ερευνών και Διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε.. 2. α. Η Μονάδα Οικονομικής και Διοικητικής Υποστήριξης του Ε.Λ.Κ.Ε. (εφεξής, η Μονάδα) είναι η αρμόδια υπηρεσία για τη διοικητική υποστήριξη και οικονομική διαχείριση του Ε.Λ.Κ.Ε.. β. Ο Προϊστάμενος της Μονάδας Οικονομικής και Διοικητικής Υποστήριξης (ΠΜΟΔΥ) προΐσταται των υπηρεσιών της Μονάδας και ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών (ΠΟΥ) για τον Ε.Λ.Κ.Ε.. 3. Ο Επιστημονικός Υπεύθυνος (Ε.Υ.) κάθε έργου/προγράμματος ευθύνεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 56. 4. Η Σύγκλητος του οικείου Α.Ε.Ι.: α. Εγκρίνει τον Οδηγό Χρηματοδότησης και Διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε., β. παρακολουθεί και ελέγχει την επιστημονική στρατηγική και τον οικονομικό προϋπολογισμό και απολογισμό του και γ. αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής έως το τέλος του τρίτου μήνα της επόμενης χρήσης για την κατανομή των ετήσιων εσόδων των περιπτώσεων δ`, ε`, ζ`, η` και θ` της παραγράφου 1 του άρθρου 51 μεταξύ του Ε.Λ.Κ.Ε. του Α.Ε.Ι., του τακτικού προϋπολογισμού του Α.Ε.Ι. και της Εταιρείας Αξιοποίησης και Διαχείρισης της Περιουσίας του Α.Ε.Ι., για την αντιμετώπιση των αναγκών τους». Κατά τη διάταξη του άρθρου 54 του Ν. 4485/2017, όπως η περ. ε΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 3 του Ν. 4653/2020, η περ. θ΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 4 Ν. 4653/2020, η περ. ιγ΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ.5 του Ν. 4653/2020, η περ. ιε’ προστέθηκε με το άρθρο 29 παρ. 3 του Ν. 4713/2020, η περ. ιστ’ προστέθηκε με το άρθρο 114 του Ν. 4821/2021 και όπως η παρ. 2 που είχε προστεθεί με το άρθρο 72 παρ. 2 του Ν. 4610/2019, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 6 του Ν. 4653/2020, «Η Επιτροπή Ερευνών και Διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε. έχει τις εξής αρμοδιότητες: α. επεξεργάζεται προτάσεις προς τη Σύγκλητο του Α.Ε.Ι. για την ερευνητική και επιστημονική στρατηγική του Ιδρύματος, β. επικουρεί την Πρυτανεία και τη Σύγκλητο του Α.Ε.Ι. στο συντονισμό των ερευνητικών, εκπαιδευτικών, επιμορφωτικών, αναπτυξιακών και λοιπών έργων του Α.Ε.Ι. που χρηματοδοτούνται και εκτελούνται μέσω του Ε.Λ.Κ.Ε. και εισηγείται σχετικά με τη λήψη μέτρων για την εξασφάλιση πόρων του, γ. καταρτίζει τον Οδηγό Χρηματοδότησης και Διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε. {και τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του, οι δε λέξεις «και τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του» της περ. γ’ διαγράφηκαν με το άρθρο 72 παρ. 9α Ν. 4610/2019}, δ. εγκρίνει τις προτάσεις για τη χρηματοδότηση της εκτέλεσης ερευνητικών και λοιπών έργων, σύμφωνα με τον Οδηγό Χρηματοδότησης και Διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε., ε. εγκρίνει τους προϋπολογισμούς των έργων/προγραμμάτων που εκτελούνται μέσω του Ε.Λ.Κ.Ε., καθώς και τις τυχόν αναμορφώσεις αυτών, εντάσσοντάς τους στον προϋπολογισμό του Ε.Λ.Κ.Ε., στ. εισηγείται στη Σύγκλητο του Α.Ε.Ι. τον ετήσιο οικονομικό προϋπολογισμό και απολογισμό του Ε.Λ.Κ.Ε., εγκρίνει τις αναμορφώσεις του προϋπολογισμού και τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις και εισηγείται στη Σύγκλητο για την κατανομή των ετήσιων εσόδων των περιπτώσεων δ`, ε`, ζ`, η` και θ` της παραγράφου 1 του άρθρου 51, σύμφωνα με την περίπτωση γ` της παραγράφου 4 του άρθρου 52, ζ. παρέχει κάθε αναγκαία ενημέρωση για τις δραστηριότητες του Ε.Λ.Κ.Ε. προς τον Πρύτανη και τη Σύγκλητο του Α.Ε.Ι. και προς τους φορείς του δημοσίου, η. για την εξυπηρέτηση των σκοπών του Ε.Λ.Κ.Ε. αναθέτει στο προσωπικό του Α.Ε.Ι. ή σε τρίτους ερευνητικές μελέτες και υπηρεσίες ύστερα από τεκμηρίωση της σκοπιμότητας και με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον Οδηγό Χρηματοδότησης και Διαχείρισης, θ. αποδέχεται τις κάθε είδους επιχορηγήσεις, χρηματοδοτήσεις, δωρεές και εισφορές τρίτων στον Ε.Λ.Κ.Ε., καθορίζει τους ειδικότερους όρους αποδοχής και διάθεσής τους, όταν αυτοί δεν καθορίζονται από συμβατικές υποχρεώσεις, και εγκρίνει τη σύναψη πάσης φύσεως συμβάσεων με φυσικά ή νομικά πρόσωπα στο πλαίσιο των έργων και προγραμμάτων που υλοποιεί ο Ε.Λ.Κ.Ε. με την επιφύλαξη της περίπτωσης ζ` της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος νόμου, ι. αναζητεί πηγές χρηματοδότησης του Ε.Λ.Κ.Ε. και ενεργεί κάθε πράξη που είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση πόρων, ια. χορηγεί υποτροφίες, σύμφωνα με τον Οδηγό Χρηματοδότησης του Ε.Λ.Κ.Ε., ιβ. προσλαμβάνει και απασχολεί προσωπικό για την υποστήριξη των έργων και προγραμμάτων που υλοποιεί ο Ε.Λ.Κ.Ε., ιγ. χορηγεί ταμειακές διαχειριστικές διευκολύνσεις σε έργα/προγράμματα, καθώς και προκαταβολές σύμφωνα με τον Οδηγό Χρηματοδότησης και Διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε., ιδ. διενεργεί κάθε αναγκαία πράξη για την εύρυθμη λειτουργία του Ε.Λ.Κ.Ε. και των έργων που αυτός υλοποιεί, ιε) εκδίδει τις πράξεις προσδιορισμού οφειλής των καθηγητών και υπηρετούντων λεκτόρων, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 23 του Ν. 4009, ιστ. αποφαίνεται επί των ενστάσεων που ασκούνται κατά των πράξεων προσδιορισμού οφειλής των περ. β) και γ) της παρ. 3 του άρθρου 23 του Ν. 4009/2011 και των αιτημάτων συμψηφισμού οφειλών, σύμφωνα με την περ. ζ) της παρ. 3 του ίδιου άρθρου. 2. Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο αυτής να ασκεί τις αρμοδιότητες της έγκρισης των αναμορφώσεων των προϋπολογισμών των έργων/προγραμμάτων που εκτελούνται μέσω του Ε.Λ.Κ.Ε. και της χορήγησης προκαταβολών, σύμφωνα με τις περιπτώσεις ε` και ιγ` της παραγράφου 1.». Κατά τη διάταξη του άρθρου 55 του Ν. 4485/2017, όπως η περ. ζ’ παρ. 1 προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 6 του Ν. 4521/2018 και στη συνέχεια διαγράφηκε με το άρθρο 33 παρ. 6 του Ν. 4559/2018 και όπως η παρ.3 προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 7 του Ν. 4653/2020, «1. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ερευνών και Διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε., έχει τις εξής αρμοδιότητες: α. εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως τον Ε.Λ.Κ.Ε., β. υπογράφει όλα τα αναγκαία έγγραφα για την υποβολή προτάσεων, προσφορών και αιτημάτων χρηματοδότησης για ερευνητικά και λοιπά έργα, γ. υπογράφει τις συμβάσεις με τους φορείς χρηματοδότησης και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα στο πλαίσιο των έργων και προγραμμάτων που υλοποιεί ο Ε.Λ.Κ.Ε., δ. υπογράφει τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των αποφάσεων της Επιτροπής, ε. ασκεί τις αρμοδιότητες που του εκχωρεί ο Πρύτανης του Α.Ε.Ι. για την εξυπηρέτηση των σκοπών του Ε.Λ.Κ.Ε., στ. αναλαμβάνει υποχρεώσεις σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του Ε.Λ.Κ.Ε. και υπογράφει τις αποφάσεις ανάληψης υποχρέωσης. ζ. εκδίδει τις αποφάσεις απευθείας ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων. 2. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ερευνών μπορεί, με πράξη του, να εξουσιοδοτεί άλλο μέλος της Επιτροπής, για την υπογραφή των εγγράφων της παραγράφου 1. 3. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ερευνών μπορεί, με πράξη του, να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα υπογραφής υπηρεσιακών εγγράφων που σχετίζονται με την οργάνωση και λειτουργία της Μονάδας Οικονομικής και Διοικητικής Υποστήριξης (Μ.Ο.Δ.Υ.) του Ε.Λ.Κ.Ε., τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο της παραγράφου 1, στον Προϊστάμενο της Μονάδας Οικονομικής και Διοικητικής Υποστήριξης (Π.Μ.Ο.Δ.Υ.), καθώς και σε προϊσταμένους των υποκείμενων οργανικών μονάδων της Μ.Ο.Δ.Υ., εφόσον υφίστανται». Σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) συστήθηκαν ειδικοί λογαριασμοί κονδυλίων έρευνας (ΕΛΚΕ) προκειμένου να αξιοποιηθούν μέσω αυτών κονδύλια για την υποστήριξη των ερευνητικών προγραμμάτων των ΑΕΙ. Οι λογαριασμοί αυτοί συνιστούν χρηματικές διαχειρίσεις νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αποτελούν χωριστή ομάδα περιουσίας (σύνολο πραγμάτων και/ή δικαιωμάτων, τα οποία το δίκαιο αποχωρίζει από τη λοιπή περιουσία του προσώπου και τα υποβάλλει σε ιδιαίτερη νομική ρύθμιση), εντός της περιουσίας των ΑΕΙ, με ευρεία αυτοτέλεια δημοσιονομική και διαχειριστική. Η διοίκηση και διαχείρισή τους είναι ανεξάρτητη από τη διοίκηση και διαχείριση του ΑΕΙ και γίνεται από τα όργανά τους, που σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του ισχύοντος Ν. 4485/2017, είναι η Επιτροπή Ερευνών και Διαχείρισης του ΕΛΚΕ και ο Πρόεδρος αυτής, η Μονάδα Οικονομικής και Διοικητικής Υποστήριξης του ΕΛΚΕ και ο Προϊστάμενος αυτής, καθώς και ο Επιστημονικός Υπεύθυνος. Υπό το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν τη θέσπιση του Ν. 4485/2017, είχαν υποστηριχθεί δύο απόψεις αναφορικά με την ικανότητα διαδίκου των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας. Κατά μία άποψη οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας αποτελούν αποκεντρωμένες υπηρεσίες των αντίστοιχων Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, οι οποίες προσιδιάζουν σε αυτοτελή νομικά πρόσωπα, λόγω της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας αυτών, και συνακόλουθα έχουν τόσο την ικανότητα να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όσο και να παρίστανται ενώπιον των δικαστηρίων κατ’ άρθρα 62-64 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1574/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1561/1999 ΝΟΜΟΣ). Κατ’ αντίθετη άποψη, οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας δεν έχουν αυτοτελή νομική προσωπικότητα και δεν αποτελούν αυτοτελή υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά αποτελούν απλώς αυτόνομες, λογιστικά και διαχειριστικά υπηρεσίες των αντίστοιχων Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, και ως εκ τούτου δεν έχουν ικανότητα διαδίκου, αλλά αντιθέτως διάδικος είναι το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο οποίο ανήκουν (βλ. ΑΠ 1469/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1353/2018 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του Ν. 4485/2017, οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας δεν αποτελούν μεν αυτοτελή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλην όμως έχουν ίδιους πόρους κατ’ άρθρο 51 και αυτοτελή οικονομική διαχείριση κατ’ άρθρο 59, ενώ αποδίδονται σ’ αυτούς διαφορετικοί, από τα οικεία Α.Ε.Ι., αριθμοί φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) κατ’ άρθρο 59 παρ. 1. Επιπλέον έχουν ίδια όργανα διοίκησης και διαχείρισης κατ’ άρθρο 52, ήτοι την Επιτροπή Ερευνών και Διαχείρισης του ΕΛΚΕ και τον Πρόεδρο αυτής, την Μονάδα Οικονομικής και Διοικητικής Υποστήριξης του ΕΛΚΕ και τον Προϊστάμενο αυτής, καθώς και τον Επιστημονικό Υπεύθυνο, με ειδικώς προσδιορισμένες αρμοδιότητες κάθε οργάνου κατ’ άρθρα 54, 55, 56, 57 και 58, ενώ ορίζεται πλέον ρητά στο άρθρο 55 παρ. 1 περ. α’ ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ερευνών και Διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε. έχει την αρμοδιότητα να εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως τον Ε.Λ.Κ.Ε. Στην προκείμενη περίπτωση, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι απαιτήσεις του ενάγοντος, που αφορούν οφειλόμενες σ’ αυτόν αμοιβές από την εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων ανάθεσης έργου, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτού και του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας με την επωνυμία «ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», δεν πηγάζουν από διοικητικές διαφορές ουσίας, υπαγόμενες, ως τέτοιες, κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 παρ. 1, 2 του Ν. 1406/1983, στη δικαιοδοσία των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, καθόσον οι μεταξύ των συμβαλλομένων σχέσεις, όχι μόνο δεν διέπονταν από κανονιστικό καθεστώς αναγκαστικού δικαίου, καθόσον δεν γίνεται επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο ότι περιείχαν ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, που εξασφάλιζε την υπερέχουσα θέση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, γεγονός που αποτελεί αναγκαία, εκτός των άλλων, προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό της σύμβασης, στην οποία τουλάχιστον το ένα συμβαλλόμενο μέρος είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ και με τη σύναψή της επιδιώκεται η ικανοποίηση δημοσίου σκοπού, ως διοικητικής, αλλά αντίθετα διέπονταν από το κανονιστικό καθεστώς λειτουργίας των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας που συνιστώνται και λειτουργούν στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, σύμφωνα με το Ν. 4485/2017, με τον οποίο καταργήθηκε η ως άνω Κ.Υ.Α. 679/1996. Συνεπώς, με την ένδικη αγωγή εισάγεται διαφορά ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητική διαφορά ουσίας, και ως εκ τούτου η εκδίκαση αυτής υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Περαιτέρω, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας με την επωνυμία «ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» αποτελεί αποκεντρωμένη υπηρεσία του εναγόμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», η οποία προσιδιάζει σε αυτοτελές νομικό πρόσωπο, λόγω της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας αυτής, και συνακόλουθα έχει τόσο την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όσο και να παρίσταται ενώπιον των δικαστηρίων κατ’ άρθρα 62-64 του ΚΠολΔ, εκπροσωπούμενος από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ερευνών και Διαχείρισης του Ε.Λ.Κ.Ε., όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 55 παρ. 1 περ. α’ του Ν. 4485/2017. Συνεπώς, το εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» δε νομιμοποιείται παθητικά για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, η οποία κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου, και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος – ενάγοντος που διαλαμβάνονται στο μοναδικό λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 13.04.2021 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ), λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων, λόγω της ήττας του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 13.04.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 167/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………………, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 2 Αυγούστου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ