Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 488/2022

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Από την έναρξη ισχύος του ν. 2150/1993 (16-6-93) οι, με την ειδική σύμβαση του άρθρου 10 ν.δ. 1204/1972, ήδη υπηρετούντες στο Ι.Κ.Α. ιατροί, όπως και οι στο εξής προσλαμβανόμενοι, εφόσον δεν υπάγονται στις παραπάνω εξαιρετικές περιπτώσεις της παρ. 3 περ. α΄ και β΄ και της παρ. 4 εδ. β΄ του ν. 2150/1993, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές – ιατρούς του Ι.Κ.Α. Ο δε, πριν από τη δημοσίευση του ν. 2150/1993, χρόνος υπηρεσίας των ιατρών του Ι.Κ.Α., που έχουν ήδη προσληφθεί, όπως και οι στο εξής προσλαμβανόμενοι με την ειδική σύμβαση του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972, εφόσον δεν υπάγονται στις παραπάνω εξαιρέσεις, συνυπολογίζεται για την υπαγωγή τους στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο και την παροχή του ανάλογου χρονοεπιδόματος.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   488/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1…………….έως και 125, οι οποίοι, άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο – Ελευθέριο Τάγαρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «2η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου», που εδρεύει στον Πειραιά, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτού, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Παρασκευή Γεωργίου και Βασίλειο Ριζάκο (με δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΟΙ  ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ –  ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 29-12-2016, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα, (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../29-6-2017, αγωγή τους κατά του ως άνω εναγόμενου – εφεσίβλητου.

Το ανωτέρω Δικαστήριο, δικάζοντας την ως άνω αγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ.3, 621 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 2381/8-7-2019 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή αυτή.

Ήδη οι ενάγοντες – εκκαλούντες προσβάλλουν την παραπάνω απόφαση με την κρινόμενη από 19-10-2021 έφεσή τους κατά του εναγόμενου – εφεσίβλητου, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Αριθμό Κατάθεσης Ένδικου Μέσου, αντίστοιχα, ……../25-10-2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα, (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.) …………/3-12-2021.

Η ανωτέρω έφεση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθ. 17.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της έφεσης αυτής από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 2381/8-7-2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ. 3 επ. ΚΠολΔ), όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4335/23-7-2015), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 ΚΠολΔ). Επίσης, αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι, δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία, παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμό των εφεσίβλητων, καθώς στην εν λόγω προθεσμία δεν υπολογίζονται τα διαστήματα αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω covid-19 (από 13-3-2020 έως 31-5-2020 και από 7-11-2020 έως 5-4-2021), σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ.1 του ν. 4690/2020 και το άρθρο 83 παρ.1 του ν. 4790/2021 (ΑΠ 460/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) σε συνδ. με την ερμηνευτική διάταξη των άρθρ. 49, 50 του ν. 4963/2022 (ΦΕΚ Α΄ 149/30-7-2022). Πρέπει επομένως (η έφεση) να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση, εκ μέρους των εκκαλούντων, του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ παραβόλου, καθώς, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την παρ. 3 εδ.στ του ως άνω άρθρου, οι υποθέσεις που αφορούν εργατικές διαφορές, όπως η ένδικη.

Ωστόσο, όπως αναφέρει το εφεσίβλητο – εναγόμενο στις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και προκύπτει από το συν/νο σε αυτές προαποδεικτικώς προσκομιζόμενο υπ΄αρ. πρωτ. ΔΑΑΔ …………./28-9-2017 έγγραφό του, οι 8ος  (…………..) 19ος  (………….), 21η (………….), 23ος (……….), και 112ος (…………) των εκκαλούντων – εναγόντων, έχουν αποβιώσει στις 16-8-2015, 22-5-2016, 23-11-2014, 11-12-2015 και 18-6-2016, αντίστοιχα, ήτοι πριν την άσκηση της αγωγής, γεγονός που συνομολογείται και από τους εκκαλούντες με τις προτάσεις τους. Οπότε, ως προς τους ανωτέρω θανόντες, θεωρείται ότι δεν έχει ασκηθεί η ένδικη αγωγή, ούτε βέβαια η έφεση.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την απλή ανάγνωση του δικογράφου της έφεσης και της αγωγής, υπάρχει ταυτοπροσωπία των εξής εκκαλούντων – εναγόντων: της 1ης με την 110η, της 2ης με την 109η, του 3ου με τον 118ο, του 6ου με τον 122ο, της 9ης με την 56η, του 13ου με τον 116ο, του 14ου με τον 120ο, του 16ου με τον 121ο, της 24ης με την 102η, του 26ου με τον 43ο, του 27ου με τον 35ο, του 32ου με τον 114ο, του 33ου με τον 67ο, του 51ου με τον 70ο, της 52ης με την 61η, του, του 54ου με τον 65ο, του 55ου με τον 113ο, του 57ου με τον 94ο, της 68ης με την 93η, του 86ου με τον 108 και της 96ης με την 103η .

I. Με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 – 4 του ν. 2150/19-6-93 ‘’Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και άλλες διατάξεις’’ (ΦΕΚ Α΄ 98) ορίζεται ότι: ‘’Οι υπηρετούντες στο ΙΚΑ γιατροί με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές γιατρούς του ιδρύματος. Ο χρόνος υπηρεσίας τους στο Ι.Κ.Α. υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξή τους (παρ. 1). Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις πάσης φύσεως άδειες, το ωράριο εργασίας, τις τοποθετήσεις-μετακινήσεις αποσπάσεις-μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήματα, που ισχύουν για τους μόνιμους γιατρούς του Ι.Κ.Α., στο εξής θα ισχύουν και για τους γιατρούς όπως αυτοί αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου (παρ. 2). Στις παραπάνω ρυθμίσεις δεν υπάγονται: α) οι με ειδική σύμβαση γιατροί οι οποίοι κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου, β) Οι με ειδική σύμβαση γιατροί των οποίων η μηνιαία αποζημίωση είναι μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές που προκύπτουν από τη ρύθμιση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εκτός αν με αίτησή τους επιλέξουν τη ρύθμιση αυτή. Για τους γιατρούς των περιπτώσεων α΄ και β΄ εξακολουθεί να ισχύει το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των άρθρων 5 και 10 του ν.δ. 1204/1972 (παρ. 3). Για τους προσλαμβανόμενους στο εξής στο Ι.Κ.Α. γιατρούς, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.δ. 1204/1972, θα ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Κατ` εξαίρεση σε ειδικές περιπτώσεις, όπως προσλήψεις γιατρών για κάλυψη αναγκών σε προβληματικές, άγονες και παραμεθόριες περιοχές ή για κάλυψη αναγκών σε ειδικότητες, όπου δεν υπάρχει προσφορά ενδιαφερομένων για πρόσληψη γιατρών, θα ισχύουν ως προς το εργασιακό καθεστώς και τον καθορισμό της αποζημίωσης οι διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν.δ. 1204/1972…(παρ. 4)’’. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, από την έναρξη ισχύος του ν. 2150/1993 (16-6-93), οι με την ειδική σύμβαση του άρθρου 10 ν.δ. 1204/1972 ήδη υπηρετούντες στο Ι.Κ.Α. ιατροί, όπως και οι στο εξής προσλαμβανόμενοι, εφόσον δεν υπάγονται στις παραπάνω εξαιρετικές περιπτώσεις της παρ. 3 περ. α` και β` και της παρ. 4 εδ. β΄ του ν. 2150/1993, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές – ιατρούς του Ι.Κ.Α. Ο δε πριν από τη δημοσίευση του ν. 2150/1993 χρόνος υπηρεσίας των ιατρών του Ι.Κ.Α., που έχουν ήδη προσληφθεί, όπως και οι στο εξής προσλαμβανόμενοι με την ειδική σύμβαση του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972, εφόσον δεν υπάγονται στις παραπάνω εξαιρέσεις, συνυπολογίζεται για την υπαγωγή τους στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο και την παροχή του ανάλογου χρονοεπιδόματος (ΑΠ 351/2019, ΑΠ 121/2016, ΑΠ 566/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). To γεγονός ότι, η γενομένη με το άρθρο 18 του ν. 2150/1993 μισθολογική εξομοίωση των προσληφθέντων με το καθεστώς του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 ιατρών στο Ι.Κ.Α. με τους ιατρούς θεραπευτές του Ι.Κ.Α. που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου δικαίου, δεν μετέβαλε και τη φύση της σχέσης που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής με το Ι.Κ.Α. από ειδική σύμβαση εργασίας (επί των οποίων δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας) σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 5/2000, Ολ.ΑΠ 9/2018, Ολ.ΑΠ 22/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεν ασκεί επίδραση, καθώς η υποχρέωση αναγνώρισης του χρόνου υπηρεσίας με την ειδική αυτή συμβατική σχέση, πριν την έναρξη του ν. 2150/1993, προκύπτει ευθέως εκ της παρ. 1 εδ. β΄ του άρθρου 18 του νόμου αυτού (ΑΠ 351/2019, ΑΠ 121/2016, ο.π. ΣτΕ 2409/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι, ο κατά την διάταξη αυτή υπολογισμός του χρόνου υπηρεσίας των υπηρετούντων στο Ι.Κ.Α. ιατρών για τη μισθολογική τους εξέλιξη, αφορά μόνο εκείνους που προσλαμβάνονται κατά το άρθρο 10 του ν.δ. 1204/1972, αλλά μετά την έναρξη εφαρμογής του ν. 2150/1993 (16-6-1993) ενώ για τους ήδη υπηρετούντες ιατρούς ο χρόνος αυτός υπολογίζεται για το μετά την έναρξη εφαρμογής του ν. 2150/1993 διάστημα. Και τούτο διότι η άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 2150/1993 αναφέρεται στους (ήδη) υπηρετούντες στο Ι.Κ.Α. ιατρούς και κατά συνέπεια η ρύθμιση του εδαφίου β΄ αυτής δεν θα είχε νόημα, εφόσον αυτοί, μετά τη μισθολογική τους εξομοίωση με τους συνδεομένους με σχέση δημοσίου δικαίου θεραπευτές ιατρούς του Ι.Κ.Α. θα εξελίσσονται μισθολογικά και αναλόγως του χρόνου της εφεξής υπηρεσίας τους, ενώ, εξ ετέρου, για τους νεοπροσλαμβανόμενους μετά την 15-6-1993 ιατρούς, προβλέπει η διάταξη της παρ. 4 του ιδίου άρθρου. Περαιτέρω με το ν.3205/2003 ‘’Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες διατάξεις’’ (ΦΕΚ Α΄ 297), ορίσθηκε με το άρθρο 2 παρ.1 αυτού ότι, το προσωπικό της παραγράφου 1 του προηγουμένου άρθρου εξελίσσεται, ανεξάρτητα από το βαθμό που κάθε φορά έχει, σε μισθολογικά κλιμάκια και με το άρθρο 3 παρ.1 του νόμου αυτού ότι τα μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) των υπαλλήλων των κατηγοριών πανεπιστημιακής, τεχνολογικής, δευτεροβάθμιας και υποχρεωτικής εκπαίδευσης καθορίζονται σε 18 για κάθε κατηγορία με εισαγωγικό το 18° Μ.Κ. Με την παρ. 4 εδ. β περ. ii του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι για τους πτυχιούχους πενταετούς (όπως οι οδοντίατροι) ή εξαετούς φοίτησης (όπως οι ιατροί) τμημάτων Πανεπιστημίων ορίσθηκε ως εισαγωγικό το 17ο Μ.Κ. ή το 16ο Μ.Κ. αντίστοιχα και καταληκτικό το 1ο Μ.Κ. Με το άρθρο 4 παρ.1 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι ο διοριζόμενος εισέρχεται στην Υπηρεσία με το μισθολογικό κλιμάκιο της κατηγορίας στην οποία ανήκει η θέση που διορίζεται, ενώ με το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων όλων των ως άνω κατηγοριών από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο απαιτείται η αναφερομένη εκεί, κατά χρόνο, υπηρεσία (ενός έτους για το αμέσως επόμενο του εισαγωγικού … και δύο έτη για την απονομή όλων των επομένων) και λαμβάνεται υπόψη γι` αυτή (μισθολογική εξέλιξη) ο χρόνος υπηρεσίας που ορίζεται στο άρθρο 15 του νόμου αυτού. Σύμφωνα δε με το ως άνω άρθρο 15 παρ. 1 του εν λόγω νόμου ‘’Ως υπηρεσία για την εξέλιξη των υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, λαμβάνεται υπόψη: α. Η υπηρεσία που προσφέρεται στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, β…γ…δ…ε…στ…ζ…η…θ…ι. ο χρόνος παροχής υπηρεσίας με σύμβαση μίσθωσης έργου ή με ανάθεση κατ` αποκοπήν εργασίας, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές έχουν χαρακτηρισθεί με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ότι διανύθηκαν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (εξαρτημένης) ή εφόσον σύμφωνα με τα υπηρεσιακά έγγραφα συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις : i. απασχόληση κατά το σύνηθες δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο, ii. παροχή εργασίας στο χώρο της δημόσιας υπηρεσίας και με την άμεση εποπτεία της υπηρεσίας και iii. αμοιβή ανάλογη με των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου’’. Επίσης με το άρθρο 20 εδ. α΄ του ίδιου ως άνω νόμου, ορίζεται ότι ‘’η κατάταξη των υπηρετούντων υπαλλήλων στα … του άρθρου 3 του νόμου αυτού, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν, γίνεται με βάση τον συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 15 του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τα τυπικά τους προσόντα’’. Τέλος με την υπ` αριθ. 2/4302/0022/28-1-2004 Κ.Υ.Α. των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β΄ 250/9-2-2004), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του ν. 3205/2003, επεκτάθηκε από 1-1-2004 η εφαρμογή των διατάξεων του Α΄ μέρους του νόμου αυτού (3205/2003) στους ιατρούς που υπηρετούν στο Ι.Κ.Α., ως μόνιμοι και με σύμβαση αορίστου χρόνου (ν. 1476/84, ν. 1579/85) με σύμβαση ορισμένου χρόνου (ν. 1057/80), καθώς και με ειδική σύμβαση αορίστου χρόνου του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972, που έχουν εξομοιωθεί μισθολογικά με τους μόνιμους ιατρούς με το ν. 2150/93. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι από 1-1-2004, για την κατάταξη στα μισθολογικά κλιμάκια του ν. 3205/2003 των ιατρών που υπηρετούν κατά τον χρόνο αυτό στο Ι.Κ.Α., είχαν δε προσληφθεί σε αυτό με την ειδική σύμβαση του άρθρου 10 του ν. 1204/1972 σε χρόνο πριν την έναρξη εφαρμογής του ν. 2150/1993, είχαν εξομοιωθεί μισθολογικά με τους μονίμους γιατρούς του Ι.Κ.Α. με τον τελευταίο αυτό νόμο και δεν υπάγονταν στις εξαιρέσεις των παρ. 3 και 4 του ν. 2150/1993, υπολογίζεται και το χρονικό διάστημα που υπηρέτησαν υπό το καθεστώς του άρθρου 10 του ν. 1204/1972 από την πρόσληψη αυτών μέχρι την έναρξη εφαρμογής του ν. 2150/1983, κατ` εφαρμογή του άρθρου 18 παρ. 1 του τελευταίου αυτού νόμου (ΑΠ 351/2019 ο.π., ΑΠ 290/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 566/2005, ΣτΕ 2409/2012 ο.π, Εφ.Αθ.3533/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εφόσον μάλιστα αυτοί παρείχαν κατά το χρόνο αυτό τις υπηρεσίες τους με ανάθεση κατ` αποκοπήν εργασίας, απασχολούμενοι κατά το σύνηθες δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο, στο χώρο των εγκαταστάσεων του Ι.Κ.Α. και με την άμεση εποπτεία των υπηρεσιών του, με αμοιβή ανάλογη με των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 351/2019, ΑΠ 121/2016 ο.π.). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή δεν μπορεί να συναχθεί από τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 στοιχ. α΄ του ν. 3205/2003, που, ως υπηρεσία, ορίζει εκείνη που προσφέρθηκε στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, στην οποία δεν εντάσσονται οι συμβάσεις εργασίας των ιατρών του Ι.Κ.Α., ανεξαρτήτως της μισθολογικής εξομοίωσής τους με τους μόνιμους θεραπευτές – ιατρούς του Ιδρύματος, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, καθότι αυτής υπερισχύει η ειδική ρύθμιση της παρ. 1 εδ. β΄ του άρθρου 18 του ν. 2150/1993 για τον υπολογισμό του χρόνου υπηρεσίας τους στο Ι.Κ.Α. για τη μισθολογική τους εξέλιξη. Ενισχυτικό της ως άνω ερμηνευτικής εκδοχής είναι και το γεγονός ότι, μεταξύ των εξαιρέσεων που προβλέπονται στην παρ.2 του άρθρου 15 του ν. 3205/2003 για μη συνυπολογισμό υπηρεσίας για μισθολογική εξέλιξη, δεν διαλαμβάνεται εκείνη του εδαφίου β΄ της παρ.1 του άρθρου 18 του ν. 2150/1993 (ΑΠ 351/2019 ο.π.).

II. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 1 και 2, 26 παρ.9 (όπως η παρ. 9 προστέθηκε με το άρθρο 72 παρ. 21 του ν. 3984/2011) και 29 παρ.1 του ν. 3918/2011 ‘’Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις’’ (ΦΕΚ Α΄ 31), από τις οποίες η πρώτη προβλέπει τη σύσταση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), στον οποίο μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν ως υπηρεσίες, αρμοδιότητες και προσωπικό και μόνον ως προς τις παροχές υπηρεσιών υγείας σε είδος (και όχι σε χρήμα), μεταξύ άλλων, ο κλάδος υγείας του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ., η δεύτερη προβλέπει την αυτοδίκαιη μεταφορά των ιατρών … και του υγειονομικού προσωπικού που υπηρετεί στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. κατά την ημερομηνία ένταξης των κλάδων υγείας αυτών στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., και η τρίτη ορίζει ότι ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αποτελεί καθολικό διάδοχο των εντασσόμενων φορέων και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών (ενώ κατ΄ άρθρο 33 παρ. 9 του ίδιου νόμου, εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων φορέων, συνεχίζονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης, δικαστικές δε αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) συνάγεται ότι νομιμοποιούμενος παθητικά για τις πιο πάνω διαφορές είναι, μετά την ένταξη του υγειονομικού προσωπικού του Ι.Κ.Α. στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, ο τελευταίος (ΑΠ 351/2019, ΑΠ 290/2019 ο.π., ΑΠ 702/2015, ΣτΕ 4137/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4238/2014, στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.) συστήθηκε Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.) που λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.ΠΕ.) της χώρας. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, οι μονάδες παροχής υπηρεσιών Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν στην οργανωτική δομή των Δ.Υ.ΠΕ. ως αποκεντρωμένες μονάδες τους, εξαιρουμένων των Φαρμακείων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., τα οποία παραμένουν και λειτουργούν σ` αυτόν. Με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 9 εδ. α΄ β΄ και γ΄ του νόμου αυτού (4238/2014), ορίσθηκε ότι, η νόμιμη εκπροσώπηση των μονάδων που μεταφέρονται ανήκει στους διοικητές των οικείων Υγειονομικών Περιφερειών, ότι εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων μονάδων, του ιατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού που μετατάσσεται ή μεταφέρεται συνεχίζονται από τις Διοικήσεις των Υγειονομικών Υπηρεσιών (Δ.Υ.ΠΕ.), χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης, ότι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι των Δ.Υ.ΠΕ. και ότι εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του πάσης φύσεως προσωπικού των ανωτέρω μονάδων που δεν μεταφέρεται ή μετατάσσεται στις Δ.Υ.ΠΕ. συνεχίζονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. χωρίς να επέρχεται διακοπή και οι δικαστικές αποφάσεις ισχύουν έναντι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Επομένως αναφορικά με το με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ιατρικό προσωπικό, που, μετά την αυτοδίκαιη ένταξή του στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. από το Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., όπου απασχολείτο προηγουμένως κατ` εφαρμογή του ν. 3918/2011, μεταφέρθηκε/μετατάχθηκε στη συνέχεια στις κατά τόπους Δ.Υ.ΠΕ., κατ` εφαρμογή των ρυθμίσεων του ν. 4238/2014, νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά … η έχουσα νομική προσωπικότητα ως Ν.Π.Δ.Δ. (άρθρ. 1 παρ. 2 του ν. 3329/2005) κατά τόπο Δ.Υ.ΠΕ., σε οργανική μονάδα της οποίας έχει ενταχθεί με την προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία το ως άνω ιατρικό προσωπικό (ΑΠ 533/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

III. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις περί παραγραφής του άρθρου 40 παρ. 6 α.ν. 1846/1951 ‘’περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων’’, που ίσχυαν αρχικά όσο και µετά την αντικαταστασή τους µε το άρθρο 15 παρ. 2 ν. 4476/1965 και ήδη ισχύουν µετά την αντικατάστασή τους εκ νέου µε το άρθρο 7 ν. 825/1978 ‘’Πάσαι αι αξιώσεις εκ παροχών εις χρήµα της ασφαλίσεως ασθενείας παραγράφονται µετά εξ µήνας αφ΄ ης κατέστησαν απαιτηταί. Απαιτηταί δόσεις συντάξεων µη εισπραχθείσαι δι΄οιονδήποτε λόγον εντός έτους, παραγράφονται. Η ετήσια παραγραφή άρχεται από του τέλους του µηνός ον αφορά η υπό πληρωµήν σύνταξις. Πάσα άλλη οιαδήποτε κατά του Ι.Κ.Α. απαίτησις παραγρόφεται µετά πενταετίαν’’. Εξάλλου, µε το άρθρο 90 παρ. 3 ν. 2362/1995 ‘’περί ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δηµοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζηµιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανοµία των οργάνων του Δηµοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισµού διατάξεις, παραγράφεται µετά διετία από τη γένεσή της’’. Σύμφωνα δε τη διάταξη του άρθρου 91 ν. 2362/1995 ‘’Επιφυλασσοµένης κάθε άλλης ειδικής διάταξης του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δηµοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονοµικού έτους µέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Προκειµένου, όµως, περί δασµών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωµάτων που εισπράττονται στα Τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από της βεβαίωσης αυτών’’. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, επί απαιτήσεων από καθυστερούµενες αποδοχές ή από άλλες κάθε φύσεως απολαβές κατά του Ι.Κ.Α, υπαλλήλων του, µε σχέση δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόµος δεν διακρίνει, έχουν εφαρµογή οι προδιαληφθείσες περί παραγραφής ειδικές διατάξεις του άρθρου 40 παρ. 6 α.ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκαν µε τα άρθρα 15 παρ. 2 ν. 4476/1965 και 7 ν. 825/1978, σύµφωνα µε τις οποίες οι εν γένει απαιτήσεις κατά του Ι.Κ.Α. υπόκεινται στην πενταετή και όχι στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.3 ν. 2362/1995. Και τούτο διότι, το εν λόγω νοµοθέτηµα περί Δηµοσίου Λογιστικού ρυθµίζει την παραγραφή των χρηµατικών αξιώσεων κατά του Δηµοσίου µόνο και δεν προβλέπει την εφαρµογή του και προκειµένου περί αξιώσεων κατά του Ι.Κ.Α. Όπου δε ο νόµος θέλησε να εξοµοιώσει το Ι.Κ.Α µε το Δηµόσιο το έκανε µε ρητές διατάξεις. Ενώ, άλλωστε, ο οριζόµενος χρόνος παραγραφής των δύο ετών µε το άρθρο 48 παρ. 3 ν.δ. 496/1974 ‘’περί λογιστικού των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου’’, για τις αξιώσεις από καθυστερούµενες αποδοχές η από κάθε άλλης φύσεως απολαβές, δεν εφαρµόζεται στο Ι.Κ.Α., διότι, µε το άρθρο µόνο του π.δ. 437/1977, το Ι.Κ.Α., ως ασφαλιστικός οργανισµός υπαγόµενος στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών εξαιρέθηκε από την εφαρµογή του ως άνω ν.δ. 496/1974 (ΑΠ 296/2013, ΑΠ 1655/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην πενταετή παραγραφή του όρθρου 40 παρ. 6 του ν. 1846/1951, υπάγονται και οι απαιτήσεις των εργαζόμενων στο Ι.Κ.Α σε εκτέλεση συµβάσεων παροχής εξαρτηµένης ή µη εργασίας ιδιωτικού δικαίου ιατρών, οδοντιάτρων, uπαλλήλων, κλπ. για µισθούς, επιδόµατα, πρόσθετες αµοιβές κ.λπ. (ΑΠ 854/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως προς την παραγραφή, όµως, του δικαιώµατος από το οποίο πηγάζουν οι αξιώσεις αυτές των εργαζόμενων στο Ι.Κ.Α., εφόσον στον ως άνω νόµο (1846/1951) δεν προβλέπεται ειδική ρύθµιση, ισχύει το άρθρο 254 ΑΚ, κατά το οποίο αν πρόκειται για περιοδικές παροχές που δεν εξαρτώνται από κεφάλαιο, όπως είναι οι αποδοχές ή διαφορές αποδοχών από εργασιακή σχέση, η παραγραφή του καθολικού δικαιώµατος αρχίζει αφότου καταστεί απαιτητή η πρώτη καθυστερούµενη περιοδική δόση, ο χρόνος δε της παραγραφής του (καθολικού) δικαιώµατος για τη λήψη του µισθού ή για την ορθή ένταξη σε µισθολογικό κλιµάκιο από την οποία εξαρτάται το ύψος του µισθού, υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, σύµφωνα µε τα άρθρα 249 και 251 ΑΚ (ΑΠ 803/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΄Οπου ο νόµος θέλησε διαφορετικό από τον οριζόµενο στο άρθρο 254 ΑΚ χρόνο παραγραφής του καθολικού δικαιώµατος, από το οποίο πηγάζουν περιοδικές παροχές, το όρισε ρητά, όπως στο άρθρο 90 παρ. 4 ν. 2362/1995 ‘’περί δηµοσίου λογιστικού’’ και το άρθρο 48 παρ. 4 ν.δ. 496/1974 ‘’περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.’’, όπου όρισε ότι η παραγραφή αυτή είναι δεκαετής (ΑΠ 121/2016 ο.π.).

IV. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν` πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο, η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ.ΑΠ 2/2019 ΧρΙΔ 2019.504, Ολ.ΑΠ. 6/2016, Εφ.Πατρ. 51/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 334/2021, Εφ.Πειρ. 118/2019 αδημ).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εκκαλούντες εξέθεταν στην ως άνω από 29-12-2016 αγωγή τους (με Ε.Α.Κ. ……/26-9-2017), κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι όλοι τους ιατροί,  προσλήφθηκαν δε από το Ν.Π.Δ.Δ.  Ι.Κ.Α., το οποίο µετονοµάσθηκε σε Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ., µε ειδικές συμβάσεις αορίστου χρόνου, ο καθένας από αυτούς με τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες κατά τις αναφερόμενες επίσης στην αγωγή ημερομηνίες. Ότι, έως τις 15-6-1993 αµείβονταν κατ΄ αποκοπή, ενώ, έκτοτε, δυνάμει του άρθρου 18 παρ.1 του ν. 2150/1993, εξοµοιώθηκαν µισθολογικά µε τους µόνιµους ιατρούς που απασχολούνται στο Ι.Κ.Α. Ότι, από 1-11-2011 αµείβονταν µε βάση το ενιαίο µισθολόγιο του ν. 4024/2011, χωρίς να αναγνωριστεί, για τη µισθολογική και βαθµολογική τους κατάταξη, η υπηρεσία τους κατά το χρονικό διάστηµα πριν την 15-6-1993. Ότι, από την 1-1-2012 µεταφέρθηκαν αυτοδίκαια στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ενώ µε το ν. 4238/2014 µετατάχθηκαν µε την ίδια εργασιακή σχέση σε οργανική θέση στο εναγόµενο. Ζητούσαν δε, με βάση το ως άνω ιστορικό: α) να αναγνωριστεί ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη µισθολογική και βαθµολογική τους κατάταξη η υπηρεσία που διανύθηκε για το χρονικό διάστηµα από την πρόσληψη εκάστου έως τις 15-6-1993 και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να τους ανακατατάξει αναδροµικά από 1-1-2011 στα ορθά µισθολογικά κλιµάκια (του βαθμού Β) του ν. 4024/2011 µε συνυπολογισµό και της ανωτέρω υπηρεσίας τους.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 2381/2019), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας, όπως προεκτέθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων διότι πρόκειται για συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΣτΕ 2196/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ακολούθως, έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη (καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα για τη στοιχειοθέτηση της ένδικης αξίωσης στοιχεία, απορριπτομένου του, περί του αντιθέτου, ισχυρισμού του εναγόμενου – εφεσίβλητου, που επαναφέρει με την έφεσή του, ως αβάσιμου) και νόμιμη, στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως αναπόδεικτη, διότι δεν προσκομίστηκε από τους  ενάγοντες κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ο χρόνος πρόσληψής τους.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονούνται οι εκκαλούντες – ενάγοντες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

Το εναγόµενο – εφεσίβλητο, µε τις νόµιµα κατατεθείσες προτάσεις του τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του παρόντος, προβάλλει την ένσταση της διετούς, άλλως πενταετούς, παραγραφής των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων. Η ένσταση αυτή, όµως, σύµφωνα µε τα όσα αναλυτικά προαναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νοµική σκέψη, δεν είναι νόµιµη και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί, διότι η αξίωση του κάθε ενάγοντα – εκκαλούντος για κατάταξή του από 1-1-2011 στο προσήκον μισθολογικό κλιμάκιο υπόκειται στην, από το άρθρο 249 ΑΚ, προβλεπόμενη εικοσαετή παραγραφή, η οποία δεν είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής. Επίσης, απορριπτέα ως μη νόμιμη τυγχάνει και η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος εκ μέρους των εναγόντων, η οποία προβλήθηκε πρωτοδίκως από το εναγόμενο,  καθώς η επικαλούμενη από το τελευταίο, προς στοιχειοθέτησή της,  αδράνεια των εναγόντων επί μακρό χρονικό διάστημα, να το ασκήσουν, αληθής υποτιθέμενη, δεν αρκεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα στην υπό στοιχείο ΙV νομική σκέψη, για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος αυτού.

Από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, αποδεικνύονται τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:                  Οι ενάγοντες, όλοι ιατροί και οδοντίατροι, προσλήφθηκαν με τις κάτωθι αναφερόμενες, ο καθένας, ειδικότητες κατά τις επίσης παρακάτω αναφερόμενες ημερομηνίες, από το Ν.Π.Δ.Δ. Ι.Κ.Α. (του οποίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχείο ΙI νομική σκέψη, καθολικός διάδοχος είναι το εναγόμενο), με ειδικές συμβάσεις εργασίας (ιδιωτικού δικαίου), που προβλέπονταν από το ν.δ. 1204/1972 και κατ΄αποκοπή αμοιβή ως εξής: 1. Η……………., οδοντίατρος, προσλήφθηκε στις 27-5-1987. 2. Η ………., βιοπαθολόγος,  (προσλήφθηκε) στις 3-12-1990. 3. Ο ……….., ορθοπεδικός, στις 18-11-1986 (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. …………/14-10-2004 πιστοποιητικό Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) 4. Ο …………, βιοπαθολόγος, στις 12-2-1993. 5. Η ………….., πνευμονολόγος, στις 20-1-1993. 6. Ο …………., οδοντίατρος, στις 20-2-1990. 7. Η …………., καρδιολόγος, την 1-12-1992. 9. Η …………, παιδίατρος, στις 18-12-1990. 10. ……………, ωτορινολαρυγγολόγος, στις 1-7-1986. 11. …………., παθολόγος, στις 18-1-1989. 12. Ο …………., γυναικολόγος, στις 4-12-1991. 13. Ο …………..  (όπως ορθά αναφέρεται στην έφεση και στην υπ΄αρ. 112/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς και όχι …….., που λανθασμένα εκ παραδρομής αναφέρεται στην αγωγή και στην πρωτόδικη απόφαση), οδοντίατρος, στις 18-5-1989. 14. Ο ………., μικροβιολόγος, στις 21-6-1989. 15. Ο …………, παθολόγος, στις 22-5-1992. 16. Ο …………., ορθοπεδικός, στις 26-6-1986. 17. Ο ………, οικογενειακός ιατρός, τον Μάιο του 1990. 18. Ο ………………., παθολόγος, στις 23-9-1993. 20. Ο …………., οδοντίατρος, στις 30-5-1989. 22. Ο ……………., παθολόγος, στις 2-10-1992. 24. Η …………., οδοντίατρος, στις 27-7-1988. 25. Η …………., ρευματολόγος, στις 5-2-1992. 26. Ο ……………, παιδίατρος, στις 6-10-1992. 27. Ο ……………, ορθοπεδικός, στις 30-8-2000 (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. ………../18-4-2005 πιστοποιητικό του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.). 28. Η ………., παιδίατρος στις 3-4-1998. 29. Η ………….., οδοντίατρος, στις 28-6-1988. 30. ……………, γυναικολόγος, στις 24-8-1993. 31. Η …………, πνευμονολόγος, στις 13-10-1992. 32. Ο ………….., ωτορινολαρυγγολόγος, στις 20-12-1989. 33. Ο ………….., ορθοπεδικός, στις 29-10-1990. 34. Ο ……………., δερματολόγος, στις 25-10-1995. 36. Η ………….., πνευμονολόγος, στις 31-3-1998 (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. …………./8-5-2008 πιστοποιητικό του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.). 37. Η ………………., μικροβιολόγος, την 1-12-1987. 38. Ο …………, γενικός χειρουργός, στις 4-7-1988. 39. Ο …………, γαστρεντερολόγος, στις 7-10-1992. 40. Ο …………., καρδιολόγος, στις 4-2-1993. 41. Ο …………., οφθαλμίατρος, στις 7-1-1987. 42. Ο ……….., ακτινολόγος, στις 5-1-1989. 44. Η …………., παθολόγος, στις 8-2-1993 (βλ. υπ΄αρ.πρωτ. ………./14-10-2004 πιστοποιητικό του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.). 45. …………, δερματολόγος, στις 8-5-1992. 46. Ο ……….., χειρουργός, στις 15-12-1992. 47. Η …………, οδοντίατρος, στις 22-5-1989. 48. Ο …………., στις 16-4-1991, χωρίς ειδικότητα του οποίου αναγνωρίστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 30 του π.δ 38/2010, ως κεκτημένο το δικαίωμα άσκησης των δραστηριοτήτων ιατρού γενικής ιατρικής (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. ……../9-12-2016 πιστοποιητικό του εναγόμενου). 49. Ο ………., παιδίατρος, την 1-4-1992. 50. Ο ………., παθολόγος, στις 29-6-1987. 51. Ο ……….., καρδιολόγος, στις 9-4-1991. 52. Η ……………., μικροβιολόγος, στις 18-12-1989. 53. Η ………….., μικροβιολόγος, στις 23-2-1993. 54. Ο ………….., γυναικολόγος, στις 27-11-1987. 55. Ο …………. γενικός χειρουργός, την 1-4-1991. 57. Ο ……………….., ορθοπεδικός στις 20-3-1991 (βλ. υπ΄αρ.πρωτ. …………./8-9-2010 πιστοποιητικό Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.). 58. Η …………., οδοντίατρος, στις 2-3-1992 (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. …………/16-4-2008 πιστοποιητικό του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.). 59. Η ………………., βιοπαθολόγος, στις 13-7-1992. 60. Η ………………, ακτινοδιαγνώστρια, στις 18-8-1997. 62. Ο ……………, γυναικολόγος, την 1-7-1982. 63. Ο ………….., παιδίατρος, στις 13-11-1992. 64. Ο ………………, παθολόγος, την 1-7-1988. 66. Ο ……………, γενικός ιατρός, στις 24-10-1992. 68. Η …………….., γενικός ιατρός, στις 6-4-1987. 69. Ο …………………., γαστρεντερολόγος, στις 29-6-1992. 71. Ο ……………., καρδιολόγος, στις 26-10-1992. 72. Η …………….., δερματολόγος, στις 14-5-1992. 73. Ο ……………., χειρουργός, στις 21-10-2003. 74. Ο ……………., οικογενειακός ιατρός, στις 20-1-1992. 75. Ο ………….., καρδιολόγος, την 1-1-1990. 76. Η …………., οδοντίατρος, στις 29-5-1989. 77. Η …………….., άνευ ειδικότητας, στις 13-4-1992. 78. Ο …………., γενικός ιατρός, στις 23-1-1986. 79. Ο …………., γυναικολόγος, στις 30-4-1992. 80. Η ……………, οφθαλμίατρος, στις 31-8-1988. 81. Ο ………………., γενικός χειρουργός στις 29-10-1992. 82. Ο ……………., ορθοπεδικός, στις 2-11-1992. 83. Η …………., οδοντίατρος, στις 29-5-1990. 84. Ο ………….., ορθοπεδικός, στις 3-9-1985. 85. Ο …………….., παιδίατρος, στις 11-2-1992. 86. Ο …………., γαστρεντερολόγος, στις 7-5-1991. 87. Ο …………….., οδοντίατρος, στις 20-5-1987. 88. Ο ……………., καρδιολόγος, στις 16-12-1991. 89. Ο …………., οδοντίατρος, την 1-4-1991. 90. Ο ……………., οδοντίατρος, στις 11-11-1985. 91. Ο ……………., οδοντίατρος, στις 29-3-1990. 92. Ο …………., οδοντίατρος, στις 14-9-1987. 95. Ο ………….., χειρουργός, στις 12-2-1990 (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. ………../14-9-2010 πιστοποιητικό του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ). 96. Η ………….., κυτταρολόγος, στις 22-4-1988 (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. ………../4-3-2003 πιστοποιητικό του Ι.Κ.Α.). 97. Ο …………, παιδίατρος, στις 12-12-1986 (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. …………./25-5-2005 πιστοποιητικό του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.). 98. Η ………., γενική ιατρός, την 1-10-1986. 99. Η ………, μικροβιολόγος, στις 3-12-1991.100. Ο ………………., μικροβιολόγος, στις 3-12-1991. 101. Ο ……………., παθολόγος, στις 7-3-1988. 104. Ο ……………, χειρουργός, στις 11-7-1988 (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. ………../4-1-2005 πιστοποιητικό του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.). 105. Ο ……………….., καρδιολόγος, στις 27-11-1991 (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. ……………./11-11-2004 του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.). 106. Ο …………….., γενικός ιατρός, στις 9-1-1985. 107. Η …………….., ωτορινολαρυγγολόγος, στις 10-9-1993. 111. Ο ……………, οφθαλμίατρος, την 1-11-1988. 115.  Η ……………, οδοντίατρος, στις 10-2-1987. 117. Ο ……………, πνευμονολόγος, στις 15-10-1987. 119. Ο …………., ωτορινολαρυγγολόγος, στις 2-1-1985 (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. …………./26-1-2005 πιστοποιητικό του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.). 123. Ο …………, κυτταρολόγος, στις 22-4-1988. 124. Ο …………, οδοντίατρος, στις 12-6-1984 (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. ………/26-5-2006 πιστοποιητικό του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) και 125. Ο ………….., καρδιολόγος, την 1-2-1985.

Τα ανωτέρω πραγµατικά περιστατικά δεν αμφισβητήθηκαν ειδικά από το εναγόμενο με τις πρωτόδικες προτάσεις του, και εποµένως, προέκυπτε η συνοµολόγησή τους από αυτό (βλ. σχετ. και υπ΄αρ. 3681/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που επικυρώθηκε με την υπ΄αρ. 482/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου). Οπότε η εκκαλουμένη, η οποία απέρριψε την αγωγή ως αναπόδεικτη, όπως προεκτέθηκε, διότι δεν προσκομίστηκαν έγγραφα από τους ενάγοντες από τα οποία να προκύπτει η ημερομηνία πρόσληψής τους, έσφαλε. Σε κάθε περίπτωση, στην παρούσα ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δίκη, όπου, για πρώτη φορά, το εναγόμενο – εφεσίβλητο υποστηρίζει με τις προτάσεις του ότι, δεν συνομολογήθηκε από αυτό η ημερομηνία πρόσληψης των εναγόντων, οι εκκαλούντες – ενάγοντες παραδεκτά προσκομίζουν κατ΄ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ, σχετικά πιστοποιητικά υπηρεσιακής κατάστασης αλλά και προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις από τις οποίες προκύπτει τόσο η σχέση των εναγόντων με το εναγόμενο όσο και η ημερομηνία πρόσληψής τους, ως ανωτέρω. Σημειωτέον δε ότι, όπου υπήρχε διαφορά στην ημερομηνία πρόσληψης (μεταξύ της αγωγής – έφεσης και του πιστοποιητικού), λήφθηκε υπόψη, η αναφερόμενη στο πιστοποιητικό ημερομηνία, που αφορούσε στον συγκεκριμένο ενάγοντα, όπως παραπάνω ειδικότερα αναφέρεται.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, οι ανωτέρω ενάγοντες, (πλην των 18ου , 27ου, 30ου, 34ου, 36ου, 60η;, 73ου και 107ης  των εναγόντων, οι οποίοι προσλήφθηκαν µετά τις 15-6-1993), απασχολήθηκαν στο Ι.Κ.Α., λαµβάνοντας έως τις 15-6-1993 τη συµφωνηµένη κατ’ αποκοπή αµοιβή, ενώ, από 16-6-1993, εξοµοιώθηκαν µισθολογικά µε τους µόνιµους θεραπευτές του ιδρύµατος, δυνάµει του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 2150/1993 και ορίστηκε ότι, ο χρόνος υπηρεσίας τους έως την ανωτέρω ηµεροµηνία, υπολογίζεται για τη µισθολογική τους εξέλιξη. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα και με όσα εκτενώς αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει να συνυπολογιστεί για την κατάταξή τους στο αντίστοιχο µισθολογικό κλιµάκιο του ν. 4024/2011 (που καταλαµβάνει και τους ενάγοντες ως απασχολούµενους του εναγόμενου πλέον- καθολικού διαδόχου, όπως προεκτέθηκε, του αρχικού εργοδότη τους) και ο χρόνος υπηρεσίας τους πριν τις 15-6-1993, όπως αιτήθηκαν προς το εναγόµενο µε τη µε αριθµό πρωτοκόλλου ……/31-12-2014 σχετική αίτησή τους. Ισχύουν δε οι προϋποθέσεις προς τούτο των ως άνω νόμων 4024/2011 και 4354/2015, σύμφωνα επίσης με τα αναφερθέντα στην ως άνω νομική σκέψη, απορριπτομένων των, περί του αντιθέτου, ισχυρισμών του εφεσίβλητου, ως αβάσιμων. Συνεπώς, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τους ενάγοντες, οι οποίοι προσλήφθηκαν µετά τις 15-6-1993 και να γίνει δεκτή ως προς τους λοιπούς, να αναγνωριστεί ότι πρέπει να συνυπολογιστεί η υπηρεσία τους πριν τις 15-6-1993 για την κατάταξή τους σε µισθολογικά κλιµάκια και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να τους ανακατατάξει αναδροµικά από την 1-1-2011 στα ορθά µισθολογικά κλιµάκια του ν. 4024/2011. Το γεγονός ότι, όσον αφορά στους παρακάτω ενάγοντες, έχει λυθεί η υπαλληλική τους σχέση με το εναγόμενο (όπως προκύπτει από το προαναφερθέν με αρ. πρωτ. ΔΑΑΔ …/28-7-2017 έγγραφο του τελευταίου)  ως εξής: Για τον 39ο ενάγοντα …….., στις 31-12-2016 λόγω συνταξιοδότησης, για τον 62ο ενάγοντα …….., την 1-2-2016 λόγω συνταξιοδότησης, για τον 30ο ενάγοντα …………, την 1-4-2016 λόγω παραίτησης, για την 37η ενάγουσα ………. στις 31-12-2014 λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας και για τον 119ο ενάγοντα ……….., στις 15-2-2016 λόγω συνταξιοδότησης, δεν καθιστά, όπως ισχυρίζεται το εναγόμενο – εφεσίβλητο, ενεργητικά ανομιμοποίητη την αγωγή του ως προς αυτούς, καθώς το επίδικο δικαίωμά τους να αναγνωριστεί η υπηρεσία τους έως την 15-6-1993 και να καταταγούν από 1-1-2011 στα ορθά μισθολογικά κλιμάκια, υφίσταται από την ημερομηνία αυτή, που είναι προγενέστερη της λύσης της σχέσης τους με το εναγόμενο και μέχρι τον χρόνο αυτής (λύσης). Εξάλλου, το ότι οι σχετικές διατάξεις του ν. 4024/2011 ίσχυσαν έως 31-12-2015 και έκτοτε καταργήθηκαν, δεν επηρεάζει το ήδη κεκτημένο προγενέστερο δικαίωμα των εναγόντων και την πηγάζουσα εξ΄αυτού ένδικη αξίωσή τους, παρά τα όσα, επίσης αβάσιμα, ισχυρίζεται το εναγόμενο. Ούτε το γεγονός της άσκησης εκ μέρους κάποιων εκ των εναγόντων αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων και αγωγών, διέκοψε την μισθολογική τους και βαθμολογική τους εξέλιξη, όπως υποστηρίζει το εφεσίβλητο. Ακόμη, το εναγόμενο – εφεσίβλητο για πρώτη φορά με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αμφισβητεί την υπαλληλική σχέση με αυτό, των 13ου (……..), 31ης (……….), 42ου (……..), 51ου (…………), 52ης (………..), 83ης (………) και 84ου (…………) των εναγόντων, και συνεπώς και την παθητική νομιμοποίησή του ως προς αυτούς. Εντούτοις, η σχέση των ως άνω εναγόντων με το εναγόμενο έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου από την υπ΄αρ. 482/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, πέραν του ότι όσον αφορά στους 42ο, 51ο και 84ο εξ αυτών, προκύπτει και από τα προσκομιζόμενα σχετικά με αυτούς υπ΄αρ. πρωτ. …………./8-9-2010, ………./15-4-2005 και ………./15-2-2005, αντίστοιχα, πιστοποιητικά υπηρεσιακής κατάστασης του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή συνολικά ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις. Πρέπει συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως και κατ΄ ουσία βάσιμη, και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, (πρέπει), να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους προαναφερθέντες ενάγοντες (18ο, 27ο, 30ο, 34ο, 36ο, 60η, 73ο και 107η), οι οποίοι προσλήφθηκαν στο εναγόμενο μετά τις 15-6-1993 και να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την κύρια βάση της (ενώ παρέλκει η εξέταση των επικουρικών βάσεων αυτής) για τους λοιπούς ως άνω ενάγοντες και να αναγνωριστεί ότι πρέπει να συνυπολογιστεί η υπηρεσία τους πριν τις 15-6-1993 για την κατάταξή τους σε µισθολογικά κλιµάκια, καθώς επίσης να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να τους ανακατατάξει αναδροµικά από την 1-1-2011 στα ορθά µισθολογικά κλιµάκια του ν. 4024/2011. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Θεωρεί ότι η αγωγή (συνακόλουθα δε και η έφεση) δεν ασκήθηκε ως προς τους 8ο, 19ο, 21η, 23ο και 112ο των εναγόντων, λόγω θανάτου αυτών πριν την άσκησή της.

Θεωρεί ότι η αγωγή (συνακόλουθα δε και η έφεση) δεν ασκήθηκε ως προς τους 110η, 109η, 118ο, 122ο, 56η, 116ο, 120ο, 121ο, 102η, 43ο, 35ο, 114ο, 67ο, 70ο, 61η, 65ος, 113ο, 94ο, 93η, 108ο και 103η των εναγόντων (καθώς αυτοί είναι τα ίδια πρόσωπα με τους 1η, 2η, 3ο, 6ο, 9η, 13ο, 14ο, 16ο, 24η, 26ο, 27ο, 32ο, 33ο, 51ο, 52η, 54ο,55ο, 57ο, 68η, 86ο και 96η των εναγόντων, αντίστοιχα).

Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 2381/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 29-12-2016, με ειδικό αριθμό κατάθεσης ……../29-6-2017, αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς τους 18ο, 27ο, 30ο, 34ο, 36ο, 60η, 73ο, και 107η  των εναγόντων.

Δέχεται την αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες.

Αναγνωρίζει ότι πρέπει να συνυπολογιστεί ο χρόνος υπηρεσίας τους πριν τις 15-6-1993, για την κατάταξή τους σε μισθολογικά κλιμάκια και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να τους ανακατατάξει αναδρομικά, από την 1-1-2011, στα ορθά μισθολογικά κλιμάκια του ν. 4024/2011.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις  5 Αυγούστου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

          Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               H  ΓPAMMATEAΣ