Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 499/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  499/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. Των εκκαλούντων – εναγόντων: 1) …………… και 2) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Καραντζά (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των εφεσίβλητων – εναγόμενων: 1) ……….., 2) ………….. 3) …………….. και 4) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μάρθα Χατζηνικολάου (ΑΜ …………… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Β. Των εκκαλούντων – πρώτου και δεύτερου των εναγόμενων: 1) ………….και 2) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μάρθα Χατζηνικολάου (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των εφεσίβλητων – εναγόντων: 1) ………. και 2) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Καραντζά (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 14.02.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……../2013 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 635/2019 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως προς τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων και έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως προς τον πρώτο και τον δεύτερο των εναγόμενων. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) Οι εκκαλούντες – ενάγοντες με την από 28.07.2021 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../30.07.2021 και ειδικό …./30.07.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../05.08.2021 και ειδικό …../05.08.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, και (Β) Οι εκκαλούντες – πρώτος και δεύτερος των εναγόμενων με την από 06.04.2021 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../08.10.2021 και ειδικό …./08.10.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/08.10.2021 και ειδικό …./08.10.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντων – εναγόντων – εφεσίβλητων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων – εναγόμενων – εκκαλούντων αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 28.07.2021 και από 06.04.2021, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 635/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.

Κατά την παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 ορίζεται ότι “1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.03.2020-31.05.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του ΚΠολΔ, καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 του ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”, ενώ κατά την παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 ορίζεται ότι “Το χρονικό διάστημα από τις 07.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.03.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 4682/2020, δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους” και, τέλος, κατά την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4679/2021 ορίζεται ότι “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00″, ήτοι η 6.4.2021”. Κατά μία άποψη, τα χρονικά διαστήματα από 13.03.2020 έως 31.05.2020 και από 07.11.2020 έως 06.04.2021 της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, βάσει των άρθρων 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020 και 83 παρ. 1 του Ν. 4790/2021, δεν υπολογίζονται στην καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων (βλ. ΑΠ 987/2022 ΝΟΜΟΣ), ενώ κατά την αντίθετη άποψη, η καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων είναι ανελαστική και δεν είναι επιδεκτική αναστολής, διακοπής, παράτασής της ή επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, και συνεπώς δεν εφαρμόζεται επ’ αυτής η διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020 (βλ. ΑΠ 762/2022 ΝΟΜΟΣ). Ήδη, με το άρθρο 49 του Ν. 4963/2022 (ΦΕΚ Α’ 149/30.07.2022), ρητώς προβλέφθηκε ότι τα χρονικά διαστήματα προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν υπολογίζονται στην καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων, και ειδικότερα ορίσθηκε “1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020, και του πρώτου εδάφιου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.03.2020 ως 31.05.2020 και από 07.11.2020 έως 05.04.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του ΚΠολΔ. 2. Κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ.” Στην προκειμένη περίπτωση, οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 635/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία η από 14.02.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/2013 αγωγή απορρίφθηκε ως προς τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων και έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τον πρώτο και τον δεύτερο των εναγόμενων, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η μεν κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 28.07.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 30.07.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……./30.07.2021 και ειδικό …./30.07.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η δε κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 06.04.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 08.10.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./08.10.2021 και ειδικό ……/08.10.2021, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, δεδομένου ότι από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης την 22.02.2019, άρχισε να τρέχει η διετής καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η οποία, χωρίς την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε την 22.02.2021, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του εξαιτίας αυτής μη υπολογισμού των χρονικών διαστημάτων από την 13.03.2020 έως την 31.05.2020 (2 μήνες και 18 ημέρες) και από την 07.11.2020 έως την 06.04.2021 (5 μήνες), και συνολικά χρονικού διαστήματος 7 μηνών και 18 ημερών, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 74 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020 και 83 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή η διετής προθεσμία κατά την άσκηση των ενδίκων υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 30.07.2021 και την 08.10.2021, αντίστοιχα, καθόσον τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν υπολογίζονται στην καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, σύμφωνα με την πρώτη ως άνω άποψη, την οποία και το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη, και σύμφωνα με τη ρητή πλέον πρόβλεψη του άρθρου 49 του Ν. 4963/2022. Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από τους εκκαλούντες – ενάγοντες και από τους εκκαλούντες – πρώτο και δεύτερο των εναγόμενων τα παράβολα των 100,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες στην από 14.02.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……./2013 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεταν ότι οι εναγόμενοι προσέβαλαν παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά τους με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος τους των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμισης και της ψευδορκίας μάρτυρα, και ειδικότερα ότι ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων, που τυγχάνουν ο μεν πρώτος εναγόμενος εν διαστάσει σύζυγος της πρώτης ενάγουσας, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος πατέρας του πρώτου εναγόμενου και πεθερός της πρώτης ενάγουσας, αλλά και συμπέθερος του δεύτερου ενάγοντος, πατέρα της πρώτης ενάγουσας, την 14.11.2007 υπέβαλαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την από 27.09.2007 έγκλησή τους, στην οποία κατήγγειλαν τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκάλεσαν την ποινική δίωξη της μεν πρώτης ενάγουσας για τις αξιόποινες πράξεις της υφαίρεσης, της εξύβρισης κατ’ εξακολούθηση και της απειλής κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, του δε δεύτερου ενάγοντος για τις αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε υφαίρεση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, της εξύβρισης και της απειλής σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου, και παραπέμφθηκαν αυτοί να δικασθούν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, και τα οποία (πραγματικά περιστατικά) ήταν εν γνώσει τους εξ ολοκλήρου ψευδή, είχαν δε ως σκοπό να προκαλέσουν την ποινική τους δίωξη και να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή τους ενώπιον τρίτων προσώπων, ήτοι των δικαστών, των εισαγγελέων και των γραμματέων που επιλήφθηκαν της ως άνω εγκλήσεως, αφού τους εμφάνιζαν να έχουν τελέσει τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, ότι επιπλέον την 24.04.2008 και την 03.05.2008, αντίστοιχα, ο πρώτος εναγόμενος υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αμαλιάδας τις από 24.04.2008 και από 03.05.2008, αντίστοιχα, εγκλήσεις του, στις οποίες κατήγγειλε τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκάλεσαν την ποινική δίωξη της πρώτης ενάγουσας για την αξιόποινη πράξη της παραβίασης δικαστικής απόφασης και συγκεκριμένα της υπ’ αριθ. 1778/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και ρύθμιζε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του πρώτου εναγόμενου με το ανήλικο τέκνο αυτού και της πρώτης ενάγουσας, και παραπέμφθηκε αυτή να δικασθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας, το οποίο με τις υπ’ αριθ. 941/2011 και 941Α/2011 αποφάσεις του κήρυξε αθώα την πρώτη ενάγουσα, και τα οποία (πραγματικά περιστατικά) ήταν εν γνώσει του εξ ολοκλήρου ψευδή, είχαν δε ως σκοπό να προκαλέσουν την ποινική της δίωξη και να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της ενώπιον τρίτων προσώπων, ήτοι των δικαστών, των εισαγγελέων και των γραμματέων που επιλήφθηκαν των ως άνω εγκλήσεων, αφού την εμφάνιζαν να έχει τελέσει την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, ότι επιπλέον την 06.08.2008, ο τρίτος εναγόμενος, αδελφός του πρώτου εναγόμενου, αλλά και ο τέταρτος εναγόμενος, με τον οποίο οι λοιποί εναγόμενοι διατηρούν φιλικές σχέσεις, αφού ορκίστηκαν ως μάρτυρες ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιώς, στα πλαίσια της διαταχθείσας προκαταρκτικής εξέτασης κατόπιν υποβολής της ανωτέρω από 27.09.2007 εγκλήσεως του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων, κατέθεσαν τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, τα οποία ήταν εν γνώσει τους εξ ολοκλήρου ψευδή, είχαν δε ως σκοπό να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της πρώτης ενάγουσας ενώπιον τρίτων προσώπων, ήτοι των δικαστών, των εισαγγελέων και των γραμματέων που επιλήφθηκαν της ως άνω εγκλήσεως, ότι συνεπεία της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων έχουν υποστεί ηθική βλάβη. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησαν, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ μερικό περιορισμό των αγωγικών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον αυτού, να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 12.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να της καταβάλει το ποσό των 8.960,00 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των 40,00 ευρώ, προκειμένου να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, να υποχρεωθεί ο τρίτος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 4.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να της καταβάλει το ποσό των 3.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, να υποχρεωθεί ο τέταρτος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 4.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να της καταβάλει το ποσό των 3.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, επιπλέον δε να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 4.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να του καταβάλει το ποσό των 3.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 4.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να του καταβάλει το ποσό των 3.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, τα ποσά δε αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 635/2019 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων και έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον πρώτο και τον δεύτερο των εναγόμενων και υποχρέωσε τον μεν πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.500,00 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 800,00 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, τον δε δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 500,00 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης, τα ποσά δε αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της απόφασης έως την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) Οι εκκαλούντες – ενάγοντες κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκαν πρωτοδίκως, με την από 28.07.2021 έφεσή τους, για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της, και (Β) Οι ηττηθέντες πρωτοδίκως εκκαλούντες – πρώτος και δεύτερος των εναγόμενων, με την από 06.04.2021 έφεσή τους, για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή.

Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων το Δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο σε ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων τούτων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα (ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 408/2007 ΕλλΔνη 2008. 200, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2007. 500, ΑΠ 408/2007 ΔΕΕ 2007. 1218, ΕφΑθ 377/2007 ΕΦΑΔ 2008. 64). Από δε τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ , που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας) (ΑΠ 587/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 634/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1452/2007 ΕλλΔνη 2009. 479). Παράνομη είναι η συμπεριφορά όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειες, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος είναι υποχρεωμένος είτε από διάταξη νόμου, είτε από γενική αρχή του δικαίου, οι οποίες επιτάσσουν να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια, να την παραλείπει. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε, πράγματι δε επέφερε τη βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ακολούθως, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006. 757, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005. 394, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008. 67, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007. 885, ΜονΕφΠειρ 416/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι, όμως, προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, προσβολή προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με το έγκλημα της αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, κατά την οποία, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για την πράξη ή την παράβαση αυτή, τιμωρείται με τη διαλαμβανόμενη στη συγκεκριμένη διάταξη στερητική της ελευθερίας ποινή. Για τη στοιχειοθέτηση της νομοτυπικής υπόστασης του τυποποιούμενου με τη συγκεκριμένη διάταξη εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με την ενέργειά του αυτή στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Το έγκλημα είναι τελειωμένο μόλις περιέλθει η μήνυση ή η έγκληση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ’ αυτήν, ανεξάρτητα αν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου (εγκαλουμένου). Δεν μπορεί να ευσταθήσει κατηγορία για ψευδή καταμήνυση, μόνο αν από το περιεχόμενο αυτών που εκτίθενται στη μήνυση ή την έγκληση και κατά τρόπο ώστε να μη παρίσταται ανάγκη να διαπιστωθεί με οποιαδήποτε ανακριτική έρευνα, ούτε και με την, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του ΚΠΔ, προκαταρκτική εξέταση, προκύπτει το ακαταδίωκτο της καταμαρτυρούμενης πράξης για οποιοδήποτε λόγο (ΑΠ 689/2018 ΝΟΜΟΣ). Για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει τα ως άνω περιστατικά να αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και, επίσης, να αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, αφού αυτός ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Άλλωστε, ο άμεσος δόλος πρέπει να προσδιορίζεται με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την ύπαρξη του στοιχείου της γνώσης, διότι η γνώση, ως ενδιάθετη βούληση, επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη, κατά τρόπο ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το περιεχόμενο της ψευδούς καταμήνυσης ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του. Υπάρχει όμως αιτιολογία του δόλου όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση αυτή, περιστατικών (ΑΠ 28/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 241/2015 ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του οποίου, όπως ήδη σημειώθηκε, απαιτείται άμεσος και υπερχειλής δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι είναι ψευδή όσα αυτός καταμήνυσε και τον σκοπό αυτού να προκαλέσει ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος του καταμηνυόμενου, αντίστοιχα. Η ύπαρξη του άμεσου δόλου και η γνώση του ψευδούς γεγονότος πρέπει είτε να αιτιολογείται ρητά και ειδικά στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των συγκεκριμένων περιστατικών που θεμελιώνουν υπαγωγικά και δικαιολογούν τη σχετική κρίση, είτε πρέπει (η γνώση του ψευδούς) να συνάγεται σαφώς ως αυτονόητη ή αναγκαία από τα περιστατικά που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι αποδείχτηκαν. Διαφορετικά, η απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις αιτιολογία. Όμως, όταν υπάρχει στο σκεπτικό της απόφασης ρητή και ευθεία παραδοχή ότι ο υπαίτιος είχε προσωπική γνώση ή αντίληψη των αληθών γεγονότων και ως εκ τούτου είχε και γνώση του ψευδούς ισχυρισμού του ως προς αυτά ή το γεγονός που περιέχεται στον ψευδή ισχυρισμό και συνιστά το αντικείμενο αυτού είναι ενέργεια ή παράλειψη του ίδιου του υπαιτίου ή συνδέεται αναπόσπαστα με το πρόσωπο του, ώστε αυτός να έχει, κατά λογική αναγκαιότητα, άμεση αντίληψη της αλήθειάς του, οπότε η δικαστική διαπίστωση – παραδοχή ότι ο σχετικός ισχυρισμός (για το γεγονός αυτό) είναι ψευδής, ενέχει αυτονοήτως και τη διαπίστωση – παραδοχή ότι ο υπαίτιος είχε και γνώση του ψευδούς ισχυρισμού του, υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση και άλλων περιστατικών για τη θεμελίωση του άμεσου δόλου (ΑΠ 628/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, προσβολή της προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με το έγκλημα της προβλεπόμενης από το άρθρο 224 παρ. 1-2 του ΠΚ αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα, ήδη ψευδούς κατάθεσης κατά το άρθρο 224 παρ. 1 του ΝΠΚ (Ν. 4619/2019), στο οποίο έχουν ενωθεί οι διατάξεις των άρθρων 224 και 225 του προϊσχύσαντος ΠΚ για την ψευδορκία και την ψευδή ανώμοτη κατάθεση, και το οποίο είναι επιεικέστερο ως προς την προβλεπόμενη στερητική της ελευθερίας ποινή, έναντι του προϊσχύσαντος για την ψευδορκία (ΑΠ 44/2021 ΝΟΜΟΣ). Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενώπιον δικαστηρίου ή αρχής, που είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα κατατεθέντα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκόπιμα τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Στην ψευδή κατάθεση μάρτυρα η κατάθεση του δράστη μπορεί να αναφέρεται σε αντικειμενικώς αναληθή γεγονότα και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα, που κατέθεσε (ΑΠ 1257/2016 ΝΟΜΟΣ). Τα κατατεθειμένα στη δίκη γεγονότα πρέπει να σχετίζονται ουσιαστικά ή διαδικαστικά με την υπόθεση, ανεξαρτήτως του αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη, όχι όμως και γεγονότα αλυσιτελή προς απόδειξη. Επί ποινικής δίκης, μάλιστα, θα πρέπει τα κατατεθειμένα να αναφέρονται σε στοιχεία του διωκόμενου εγκλήματος ή σε περιστατικά που συνδέονται αναπόσπαστα με εκείνα (ΑΠ 1385/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 927/97 ΠΧΜΗ 343). Θεωρείται δε αντικειμενικά ψευδές το κατατιθέμενο περιστατικό, όχι μόνο, όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα, που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε, και ως εκ τούτου γνώριζε (ΑΠ 212/2009 ΝΟΜΟΣ). Ψευδορκία τελεί και ο ψευδομηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της έγκλησής του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, στο οποίο την υποβάλλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει, ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν, δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μήνυσης ή της έγκλησης ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της έγκλησής του, πλην, όμως, γενομένη, θεμελιώνει, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά παραπάνω στοιχεία, το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 του ΚΠΔ, βεβαιώνει, ότι θα πει όλη την αλήθεια (ΑΠ 564/2019 ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται να υπάρχει άμεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι όσα κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα κατα­θέσει (ΑΠ 1222/2016 ΝΟΜΟΣ), είναι δε αδιάφορος ο σκοπός που επεδίωκε ή αν θα μπορούσε να επέλθει βλάβη ή όφελος από την ψευδορκία αυτή (ΜονΕφΑθ 225/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από τις ποινικά κολάσιμες πράξεις της εξύβρισης, της απλής δυσφήμησης ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ (ΑΠ 712/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 599/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2015 ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Το γεγονός πρέπει να είναι κατάλληλο, δηλαδή πρόσφορο ως αντιτιθέμενο στην ηθική και στην ευπρέπεια, να προσβάλλει είτε την τιμή κάποιου, είτε την υπόληψή του. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Τιμή είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία της εκπλήρωσης των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ υπόληψη είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνία αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Η προσβλητική σημασία των ισχυρισμών ή των χρησιμοποιουμένων λέξεων αποτελεί νομική, αξιολογική έννοια και ως εκ τούτου ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1582/1998 ΠΧ ΜΘ. 913). Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνο όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ’ αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, η “εν γνώσει” ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει, η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, τα συκοφαντικό πραγματικά περιστατικά, θεμελιώνονται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών (ΑΠ 89/2018 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.” Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Επίσης οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Το ζήτημα εάν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 28/2017 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος απόδειξης και της ανώμοτης εξέτασης του τρίτου εναγόμενου, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα των σχηματισθεισών ποινικών δικογραφιών, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 681/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1656/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος τέλεσαν νόμιμο γάμο στην Αμαλιάδα του Νομού Ηλείας την 01.09.2001, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο την ……………., που γεννήθηκε την 09.07.2002. Μετά την τέλεση του γάμου τους εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, όπου βρισκόταν ο τόπος εργασίας του πρώτου εναγόμενου, και διέμεναν σε ακίνητο του τελευταίου επί της οδού ……….. που αποτέλεσε την οικογενειακή τους στέγη. Οι μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου σχέσεις δεν εξελίχθηκαν ομαλά και η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάσθηκε τον Ιούλιο του έτους 2007, με την αποχώρηση της πρώτης ενάγουσας και του ανηλίκου τέκνου τους από την ανωτέρω οικογενειακή στέγη και την εγκατάσταση αυτών στην οικία των γονέων της πρώτης ενάγουσας στην Αμαλιάδα. Όπως δε κρίθηκε με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 779/2010 απόφαση του Εφετείου Πατρών, που κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της ασκηθείσας κατ’ αυτής αίτησης αναίρεσης με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 1365/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, ο πρώτος εναγόμενος υπήρξε αποκλειστικά υπαίτιος της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, η δε πρώτη ενάγουσα εγκατέλειψε τη συζυγική οικία από εύλογη αιτία, αφού ο πρώτος εναγόμενος συμπεριφερόταν αλλοπρόσαλλα, υβριστικά και βίαια στην πρώτη ενάγουσα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυτής, απείχε από τα συζυγικά του καθήκοντα για μεγάλα χρονικά διαστήματα και την 02.07.2007, κατά την επίσκεψή τους στην πατρική οικία της πρώτης ενάγουσας, δημιούργησε επεισόδιο σε βάρος της, κατά τη διάρκεια του οποίου την απείλησε ότι θα την σκοτώσει, την έπιασε από το λαιμό και μετά την επέμβαση της μητέρας αυτής, πήρε ένα μαχαίρι και αυτοτραυματίσθηκε στην κοιλιακή χώρα, παρουσία και του ανηλίκου τέκνου τους, και στη συνέχεια νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Αμαλιάδας. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 143/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ανατέθηκε προσωρινά στην πρώτη ενάγουσα η επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων, ενώ δυνάμει της υπ’ αριθ. 1778/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του πρώτου εναγόμενου με το ανήλικο τέκνο του ως εξής: α) κάθε Τετάρτη και ώρα 17.00 έως 20.00, β) κάθε πρώτο και τρίτο Σαββατοκύριακο του μήνα από ώρα 11.00 του Σαββάτου έως ώρα 19.00 της Κυριακής, γ) κατά τις εορτές των Χριστουγέννων – Νέου Έτους επί μία εβδομάδα εναλλάξ κάθε έτος, και συγκεκριμένα το ένα έτος (αρχής γενομένης από το 2008) από ώρα 11.00 της 23ης Δεκεμβρίου έως ώρα 19.00 της 29ης Δεκεμβρίου, το δε επόμενο έτος από ώρα 11.00 της 30ης Δεκεμβρίου έως ώρα 19.00 της 5ης Ιανουαρίου, δ) κατά τις εορτές του Πάσχα επί τέσσερις ημέρες και δη από ώρα 11.00 της Μ. Πέμπτης έως ώρα 19.00 της Κυριακής του Πάσχα και ε) επί δεκαπέντε ημέρες κατά το θέρος και δη το ένα έτος (αρχής γενομένης από το 2008) από ώρα 11.00 της 1ης Αυγούστου έως ώρα 19.00 της 15ης Αυγούστου, το δε επόμενο έτος από ώρα 11.00 της 16ης Αυγούστου έως ώρα 19.00 της 31ης Αυγούστου. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης της πρώτης ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου, οι σχέσεις τους υπήρξαν ιδιαίτερα τεταμένες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σφοδρής αντιδικίας μεταξύ τους και την υποβολή πολυάριθμων εγκλήσεων. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο πρώτος εναγόμενος και ο δεύτερος εναγόμενος, που τυγχάνει πατέρας του πρώτου εναγόμενου και πεθερός της πρώτης ενάγουσας, αλλά και συμπέθερος του δεύτερου ενάγοντος, πατέρα της πρώτης ενάγουσας, την 14.11.2007 υπέβαλαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την προσκομιζόμενη από 27.09.2007 υπό ΑΒΜ …………. έγκλησή τους, στην οποία κατήγγειλαν αναφορικά με την πρώτη ενάγουσα ότι: (Α) την 07.09.2007, στον Πειραιά, ιδιοποιήθηκε παράνομα κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή της, και συγκεκριμένα από την κοινή με τον πρώτο εναγόμενο οικογενειακή τους στέγη, αφαίρεσε τα εκτιθέμενα στην έγκληση αντικείμενα, ιδιοκτησίας είτε αποκλειστικά του πρώτου εναγόμενου, είτε κοινής και των δύο, και από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό, που περιείχε αποταμιεύσεις αποκλειστικά του πρώτου εναγόμενου και της οικογένειας αυτού, αφαίρεσε το συνολικό ποσό των 3.000,00 ευρώ, τα ανωτέρω δε αντικείμενα κατακράτησε χωρίς δικαιολογημένη αιτία και τα ενσωμάτωσε στην περιουσία της ως δικά της αγαθά, (Β) με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση προσέβαλε την τιμή άλλου με λόγο, και συγκεκριμένα στον Πειραιά, την 14.08.2007, απηύθυνε στον πρώτο εναγόμενο τις λέξεις «βλαμμένοι πρωτευουσιάνοι», την 16.09.2007 του απηύθυνε την φράση «είσαι μεγάλος μαλάκας, πούστης, κερατάς, καριόλης, αρχίδι, τσουτσέκι πρωτευουσιάνικο αν πιστεύεις ότι θα πάρεις τίποτε», εν γνώσει του καταφρονητικού χαρακτήρα αυτών, (Γ) με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, προκάλεσε σε άλλον τρόμο και ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη και παράλειψη, και συγκεκριμένα στον Πειραιά, την 14.08.2007, απηύθυνε στον πρώτο εναγόμενο την φράση «τώρα πια ξεγράψτε το παιδί, δεν θα το ξαναδείτε ποτέ, δεν θα σας αφήσω να το πλησιάζετε όσο ζω, βλαμμένοι πρωτευουσιάνοι και όχι μόνο αυτό θα σε χωρίσω και θα σου τα φάω όλα και τα δικά σου και των γονέων σου», την 07.09.2007, του απηύθυνε την φράση «σου πήρα το παιδί σου παίρνω και τα πράγματα. Αν θέλεις να ξαναδείς το παιδί σου πρέπει να δώσεις κι άλλα», την 16.09.2007 του απηύθυνε την φράση «επιτέλους κάποιος πρέπει να σου δώσει ένα χέρι ξύλο και να σου διαλύσει το σπίτι σου, να πάρεις ένα μάθημα και να σταλείς για άλλη μια φορά στο νοσοκομείο αυτή τη φορά του θανατά», ενώ παράλληλα έλαβε μια πέτρα από παρακείμενη ανεγειρόμενη οικοδομή και την πέταξε προς το μέρος του πρώτου εναγόμενου, προκαλώντας σ’ αυτόν τρόμο και ανησυχία αναφορικά με τη δυνατότητα επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του, την τύχη της περιουσίας του, αλλά και τη σωματική του ακεραιότητα. Αναφορικά δε με τον δεύτερο ενάγοντα κατήγγειλαν ότι: (Α) την 07.09.2007, στον Πειραιά, από πρόθεση ενεργώντας, προκάλεσε στην πρώτη ενάγουσα θυγατέρα του την απόφαση προς εκτέλεση της από αυτήν διαπραχθείσας ως άνω πράξης της υφαίρεσης, με παραινέσεις, προτροπές και διάφορες υποσχέσεις, και δη να αφαιρέσει από την κοινή με τον πρώτο εναγόμενο οικογενειακή τους στέγη, τα εκτιθέμενα στην έγκληση ως άνω αντικείμενα, καθώς και να αναλάβει από τον κοινό τους τραπεζικό λογαριασμό αποταμιεύσεις αποκλειστικά του πρώτου εναγόμενου και της οικογένειας αυτού, (Β) με πρόθεση προσέβαλε την τιμή άλλου με λόγο, και συγκεκριμένα στον Πειραιά, την 16.09.2007, απηύθυνε στον δεύτερο εναγόμενο τις φράσεις «τι πήγες εσύ βρε μαλάκα στο σπίτι της κόρης μου να κάνεις? Πρόσεξε γιατί θα μείνεις με τον πούτσο στα χέρια», εν γνώσει του καταφρονητικού χαρακτήρα αυτών, (Γ) προκάλεσε σε άλλον τρόμο και ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη και παράλειψη, και συγκεκριμένα στον Πειραιά, την 16.09.2007, απηύθυνε στον δεύτερο εναγόμενο τις φράσεις «όσο για τον παλιοκερατά, τον πούστη τον γιό σου θα του κόψω τα αρχίδια ρε και θα σας τα δώσω να τα φάτε, θα σας κάψω όλους ρε, είμαι Αμαλιαδιώτης εγώ ρε και θα σας γαμήσω τη μάνα και τον πατέρα, δε με ξέρετε καλά, θα σας τα φάμε όλα, όχι μόνο αυτά που πήραμε αλλά και άλλα πολλά», προκαλώντας σ’ αυτόν τρόμο και ανησυχία αναφορικά με την ζωή και τη σωματική ακεραιότητα του ίδιου και της οικογένειάς του. Ακολούθως ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον της μεν πρώτης ενάγουσας για τις αξιόποινες πράξεις της υφαίρεσης, της εξύβρισης κατ’ εξακολούθηση και της απειλής κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, του δε δεύτερου ενάγοντος για τις αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε υφαίρεση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, της εξύβρισης και της απειλής σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου, και παραπέμφθηκαν αυτοί να δικασθούν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. ΒΤ7021/2013 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κηρύχθηκαν αθώοι η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόντων για τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς πράξεις της υφαίρεσης και της ηθικής αυτουργίας σε υφαίρεση και έπαυσε υφ’ όρον η ποινική δίωξη για τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς πράξεις της εξύβρισης κατ’ εξακολούθηση και της απειλής κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου αναφορικά με την πρώτη ενάγουσα, και της εξύβρισης και της απειλής σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου αναφορικά με τον δεύτερο ενάγοντα. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι κατόπιν υποβολής της ανωτέρω από 27.09.2007 εγκλήσεως του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων και στα πλαίσια της διαταχθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, την 06.08.2008, ο τρίτος εναγόμενος, αδελφός του πρώτου εναγόμενου, αλλά και ο τέταρτος εναγόμενος, με τον οποίο οι λοιποί εναγόμενοι διατηρούσαν φιλικές σχέσεις, αφού ορκίστηκαν ως μάρτυρες ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιώς, κατέθεσαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, ο τρίτος εναγόμενος κατέθεσε ότι: «Ο α’ μηνυτής είναι αδελφός μου. Μένω σε διαμέρισμα πάνω από το διαμέρισμα του αδελφού μου σε οικογενειακό σπίτι. Το Σεπτέμβριο του 2007 ήλθε η …….. με ένα πρόσωπο φιλικό της, μάλλον, στη συζυγική εστία. Είχε και ένα φορτηγάκι και μετέφερε από το σπίτι κουτιά μεγάλα, αλλά και έπιπλα, του σπιτιού. Ήταν μια κίνηση που εμένα μου προκάλεσε την περιέργεια να τη ρωτήσω και αυτή μου είπε εριστικά «αυτό είναι η αρχή, θα πάρω και τα υπόλοιπα, πέστο αυτό στον αδελφό σου», έβρισε τον αδελφό μου μαλάκα και άλλες ακατανόμαστες εκφράσεις. Την ημέρα των εκλογών, 16/9/07, η μηνυόμενη ξαναήλθε στο συζυγικό σπίτι, ήλθε μαζί με το παιδί, είχε δε υποσχεθεί νωρίτερα στον αδελφό μου ότι θα του έφερνε το παιδί για να το δει, διότι ο αδελφός μου είχε να το δει μήνες … Να σημειώσω ότι η μηνυόμενη από τότε που εγκατέλειψε τη συζυγική οικία δεν επέτρεπε να δει ο αδελφός μου ούτε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με το ανήλικο παιδί του. Στις 16/9/07 η μηνυόμενη απαίτησε να πάρει κάποια από τα υπόλοιπα πράγματα από το συζυγικό σπίτι. Ο αδελφός μου ήρεμα της ζήτησε να υπογράψει ένα χαρτί που να αναφέρει τα πράγματα που θα έπαιρνε. Η μηνυόμενη τότε εκνευρίστηκε πολύ και καταφέρθηκε υβριστικά και απειλητικά κατά του αδελφού μου και τον αποκάλεσε «μαλάκα, πούστη, επιτέλους πρέπει κάποιος να σου δώσει ένα χέρι ξύλο να σταλείς στο Νοσοκομείο κλπ». Ακόμη πήρε μια μεγάλη πέτρα και την εκσφενδόνησε κατά του αδελφού μου με δύναμη, λέγοντας «ψόφα επιτέλους μαλάκα». Εγώ ήμουν παρών, έσπρωξα τον αδελφό μου για να αποφύγει το χτύπημα της εγκαλουμένης … Οι ύβρεις και οι απειλές της μηνυόμενης ήταν ακατανόμαστες. Όλα αυτά ελέγοντο εις επήκοο του μικρού παιδιού τους, το οποίο έκλαιγε διαρκώς αλλά και εις επήκοο των γειτόνων μας, με αποτέλεσμα την προσβολή της τιμής και υπόληψης του αδελφού μου και της οικογένειάς μας. Το περιστατικό αυτό ήταν κατασκευασμένο από τη μηνυόμενη χρησιμοποιώντας και το παιδί τους για να προκαλέσει την αντίδραση του αδελφού μου … Όπως μου είπε ο αδελφός μου η μηνυόμενη το Σεπτέμβριο του 2007 όταν αφαίρεσε έπιπλα, κοσμήματα, τιμαλφή κλπ., αφαίρεσε και 40 χρυσές λίρες και χρηματικό ποσό». Ο δε τέταρτος εναγόμενος κατέθεσε ότι: «Είμαι γείτονας και φίλος των μηνυτών. Στις 16/9/07 άκουσα φασαρία. Κατέβηκα από το σπίτι μου να δω τι γίνεται και είδα τη μηνυόμενη, το μικρό παιδί της και ένα άλλο άγνωστο σ’ εμένα άντρα. Ήταν επίσης ο …………… και οι μηνυτές. Ήταν όλοι στην είσοδο του σπιτιού τους στο δρόμο. Η μηνυόμενη έβριζε με χυδαίο τρόπο τον α’ μηνυτή «γαμήσου, μαλάκα κλπ.», τον απειλούσε «πρέπει κάποιος να σε στείλει στο νοσοκομείο». Κάποια στιγμή η μηνυόμενη άρπαξε μια πέτρα και την πέταξε κατά του α’ μηνυτή. Ευτυχώς παρών ήταν ο ………. και τράβηξε τον α’ μηνυτή και έτσι δεν χτύπησε. Το μικρό παιδί τους έκλαιγε διαρκώς. Η μηνυόμενη ζητούσε να μπει στο σπίτι να πάρει πράγματα δικά της και του παιδιού. Ο α’ μηνυτής της είπε «πάρε τα πράγματα αλλά υπόγραψέ μου ένα χαρτί ότι παίρνεις τα πράγματα αυτά». Εκείνη έγινε έξαλλη και άρχισε τις αισχρολογίες ως ανωτέρω … Ένα κινητό τηλέφωνο χτύπησε αλλά δεν γνωρίζω ποιος ήταν στη γραμμή και τι ειπώθηκε και ποιανού το κινητό ήταν. Είχε μαζευτεί κόσμος και άκουγε τι γινόταν, με αποτέλεσμα την προσβολή της τιμής και υπόληψης των μηνυτών και της οικογένειάς τους που ποτέ δεν έχει ακουστεί τίποτε εναντίον τους, ούτε έχει δημιουργηθεί πρόβλημα». Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η πρώτη ενάγουσα τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτή πράξη της υφαίρεσης σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, ούτε ότι ο δεύτερος ενάγων τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της ηθικής αυτουργίας σε υφαίρεση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα την 07.09.2007, στον Πειραιά, αφαίρεσε από την κοινή με τον πρώτο εναγόμενο ως άνω οικογενειακή τους στέγη, τα εκτιθέμενα στην από 27.09.2007 έγκληση αντικείμενα, ιδιοκτησίας είτε αποκλειστικά του πρώτου εναγόμενου, είτε κοινής και των δύο, ούτε ότι αυτή αφαίρεσε από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό, που περιείχε αποταμιεύσεις αποκλειστικά του πρώτου εναγόμενου και της οικογένειας αυτού, το συνολικό ποσό των 3.000,00 ευρώ. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι μετά την ανωτέρω διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, η πρώτη ενάγουσα, συνοδευόμενη από τον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα απόδειξης …………….., καθώς και από τον εξετασθέντα ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς μάρτυρα υπεράσπισης ……………, μετέβη στην πρώην οικογενειακή στέγη των διαδίκων την 16.09.2007, και παρέλαβε τα προσωπικά της είδη ένδυσης και υπόδησης, καθώς και τα αντικείμενα, που ήταν απαραίτητα για τη χωριστή πλέον διαβίωση του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, όπως τα ενδύματα, τα υποδήματα και τα παιχνίδια αυτού, για το σκοπό δε αυτό συντάχθηκε από τον πρώτο εναγόμενο η προσκομιζόμενη από 16.09.2007 υπεύθυνη δήλωση – βεβαίωση, την οποία, όμως, αρνήθηκε να υπογράψει η πρώτη ενάγουσα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο τρίτος εναγόμενος, εξετασθείς χωρίς όρκο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατέθεσε ότι την 07.09.2007 βρισκόταν στο διαμέρισμά του που είναι πάνω από το διαμέρισμα του αδελφού του – πρώτου εναγόμενου και ότι είδε να παίρνουν κάποια πράγματα από την οικία του αδελφού του, χωρίς, όμως, να δύναται να προσδιορίσει ούτε ποια πρόσωπα προέβησαν στην εν λόγω αφαίρεση των αντικειμένων από την οικογενειακή στέγη, ούτε ποια αντικείμενα αφαιρέθηκαν από αυτή, ούτε με ποιο τρόπο προέβησαν στην εν λόγω αφαίρεση, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι υπό τα εκτιθέμενα στην από 27.09.2007 έγκληση επρόκειτο για ολόκληρη σχεδόν την οικοσκευή, αποτελούμενη από ογκώδη έπιπλα σαλονιού και υπνοδωματίου, από ηλεκτρικές συσκευές, από πίνακες, από φωτιστικά και λοιπά αντικείμενα, και ως εκ τούτου, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για τη μεταφορά όλων αυτών των αντικειμένων ήταν απαραίτητη τόσο η απασχόληση αρκετών ατόμων, όσο και η χρήση μεταφορικού μέσου. Επιπλέον ο τρίτος εναγόμενος στην χωρίς όρκο κατάθεσή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν έδωσε καμία πειστική εξήγηση για ποιόν λόγο δεν ειδοποίησε τον αδελφό του – πρώτο εναγόμενο, που απουσίαζε από την οικία του την 07.09.2007, κατά τους ισχυρισμούς του, ώστε να προσέλθει σ’ αυτή και να εμποδίσει την εν διαστάσει σύζυγό του να προβεί στην αφαίρεση των αντικειμένων της πρώην οικογενειακής τους στέγης. Αναφορικά δε με την επικαλούμενη αφαίρεση του ποσού των 3.000,00 ευρώ από κοινό τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου εναγόμενου και της πρώτης ενάγουσας, επισημαίνεται ότι ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος εξετασθείς ως μάρτυρας κατηγορίας ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αριθ. ΒΤ7021/2013 απόφασή του κήρυξε αθώους την πρώτη και τον δεύτερο των εναγόντων για τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς πράξεις της υφαίρεσης και της ηθικής αυτουργίας σ’ αυτή, κατά τα προαναφερθέντα, κατέθεσε ότι ο τηρούμενος στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο κοινός λογαριασμός δεν ήταν στο όνομά του, αλλά στο όνομα της πρώτης ενάγουσας και του ανηλίκου τέκνου τους, και ότι αυτή προέβη σε ανάληψη των χρημάτων προκειμένου να αγοράσει είδη ρουχισμού. Επιπλέον, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η πρώτη ενάγουσα τέλεσε τις αποδιδόμενες σ’ αυτή πράξεις της εξύβρισης κατ’ εξακολούθηση και της απειλής κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, ούτε ότι ο δεύτερος ενάγων τέλεσε τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν πράξεις της εξύβρισης και της απειλής σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από την κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του μάρτυρα απόδειξης …………., αλλά και από την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης των εναγόντων …………….. ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αριθ. ΒΤ7021/2013 απόφασή του έπαυσε υφ’ όρον την ποινική δίωξη σε βάρος της πρώτης ενάγουσας για τις πράξεις της εξύβρισης κατ’ εξακολούθηση και της απειλής κατ’ εξακολούθηση, αλλά και σε βάρος του δεύτερου ενάγοντος για τις πράξεις της εξύβρισης και της απειλής, κατά τα προαναφερθέντα. Δεν αναιρείται δε αυτή η κρίση του Δικαστηρίου από την χωρίς όρκο εξέταση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του τρίτου εναγόμενου, ο οποίος κατέθεσε αορίστως ότι την 16.09.2007 προκλήθηκε μεγάλος καβγάς μεταξύ του πρώτου εναγόμενου και της πρώτης ενάγουσας, εξαιτίας της άρνησης αυτής να υπογράψει την προαναφερόμενη από 16.09.2007 υπεύθυνη δήλωση – βεβαίωση, και ότι δεν επιθυμεί να αναφερθεί ειδικότερα στο εν λόγω συμβάν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια αναφορικά με την προσβολή της προσωπικότητας της πρώτης ενάγουσας και του δεύτερου ενάγοντος, εξαιτίας της τέλεσης σε βάρος τους των αδικημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης με την υποβολή της από 27.09.2007 έγκλησης του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της υφαίρεσης και της ηθικής αυτουργίας σ’ αυτή, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της από 06.04.2021 υπό στοιχείο Β’ έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εντούτοις, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κρίνοντας αντίθετα αναφορικά με την προσβολή της προσωπικότητας της πρώτης ενάγουσας και του δεύτερου ενάγοντος, εξαιτίας της τέλεσης σε βάρος τους των αδικημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης με την υποβολή της από 27.09.2007 έγκλησης του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων αναφορικά με τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης κατ’ εξακολούθηση και της απειλής κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, και τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης και της απειλής σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου, γενομένου δεκτού ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού υπό στοιχείο 1.γ λόγου της από 28.07.2021 υπό στοιχείο Α’ έφεσης. Από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε περαιτέρω ότι τα κατατεθέντα από τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων στις από 06.08.2008 ένορκες καταθέσεις τους πραγματικά περιστατικά ήταν εξ ολοκλήρου ψευδή, αφού αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, αφενός ότι η πρώτη ενάγουσα δεν τέλεσε την πράξη της υφαίρεσης σε βάρος του πρώτου εναγόμενου και ότι ο δεύτερος ενάγων δεν τέλεσε την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε υφαίρεση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, αφετέρου ότι η πρώτη ενάγουσα δεν τέλεσε τις πράξεις της εξύβρισης κατ’ εξακολούθηση και της απειλής κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου και ότι ο δεύτερος ενάγων δεν τέλεσε τις πράξεις της εξύβρισης και της απειλής σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου. Επιπλέον προέκυψε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (06.08.2008) που ο τρίτος και ο τέταρτος των εναγόμενων προέβησαν στις προαναφερόμενες ένορκες καταθέσεις τους ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιώς, στα πλαίσια της διαταχθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, κατόπιν υποβολής της από 27.09.2007 εγκλήσεως του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων, γνώριζαν την αναλήθεια των ανωτέρω κατατεθέντων πραγματικών περιστατικών, ενώ με την πράξη τους αυτή σκοπούσαν να πλήξουν την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων ως ατόμων, ενώπιον των προαναφερθέντων τρίτων προσώπων, αφού τους εμφάνιζαν να έχουν τελέσει τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι τα συκοφαντικά ως άνω πραγματικά περιστατικά που κατατέθηκαν από τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων σε βάρος των εναγόντων, θεμελιώθηκαν, κατά τους ισχυρισμούς τους, σε προσωπικές τους πεποιθήσεις και αντιλήψεις, και ως εκ τούτου παρίσταται αυτονόητη η σχετική γνώση τους περί της αναλήθειας των εν λόγω πραγματικών περιστατικών. Επομένως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κρίνοντας αντίθετα αναφορικά με την προσβολή της προσωπικότητας της πρώτης ενάγουσας, εξαιτίας της τέλεσης σε βάρος της των αδικημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμισης με τις από 06.08.2008 ένορκες καταθέσεις του τρίτου και του τέταρτου των εναγόμενων, γενομένου δεκτού ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού υπό στοιχείο 3 λόγου της από 28.07.2021 υπό στοιχείο Α’ έφεσης. Κατόπιν τούτων, οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητά τους, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος τους των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμισης, που συνιστούν και αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ, αφού εμφάνισαν αυτούς ως πρόσωπα που διαπράττουν αδικήματα ιδιαίτερης απαξίας, επιπλέον δε ασκήθηκε σε βάρος τους ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της υφαίρεσης και της ηθικής αυτουργίας σ’ αυτή, της εξύβρισης κατ’ εξακολούθηση και μη, και της απειλής κατ’ εξακολούθηση και μη, και παραπέμφθηκαν αυτοί να δικασθούν ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Συνεπώς, η πρώτη ενάγουσα δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητάς της, το ποσό των 2.000,00 ευρώ από τον πρώτο εναγόμενο, το ποσό των 1.000,00 ευρώ από τον τρίτο εναγόμενο και το ποσό των 1.000,00 ευρώ από τον τέταρτο εναγόμενο, τα οποία είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνουν καταφανώς, ούτε υπολείπονται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητας της πρώτης ενάγουσας, της υπαιτιότητας του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου των εναγόμενων, του είδους και της φύσης της προσβολής της πρώτης ενάγουσας, της ηλικίας αυτής κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας (32 ετών), της ψυχικής ταλαιπωρίας της, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση. Επιπλέον ο δεύτερος ενάγων δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητάς του, το ποσό των 2.000,00 ευρώ από τον πρώτο εναγόμενο και το ποσό των 1.000,00 ευρώ από τον δεύτερο εναγόμενο, τα οποία είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνουν καταφανώς, ούτε υπολείπονται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητας του δεύτερου ενάγοντος, της υπαιτιότητας του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων, του είδους και της φύσης της προσβολής του δεύτερου ενάγοντος ενάγουσας, της ηλικίας αυτού κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας, της ψυχικής ταλαιπωρίας του, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε ως εύλογα ποσά για την χρηματική ικανοποίηση των εναγόντων, της μεν πρώτης ενάγουσας το μικρότερο ποσό των 1.500,00 ευρώ από τον πρώτο εναγόμενο, του δε δεύτερου ενάγοντος το μικρότερο ποσό των 800,00 ευρώ από τον πρώτο εναγόμενο και το μικρότερο ποσό των 500,00 ευρώ από τον δεύτερο εναγόμενο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένων δεκτών ως βάσιμων των σχετικών υπό στοιχεία 1α, 2, 4 λόγων της από 28.07.2021 υπό στοιχείο Α’ έφεσης. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι την 24.04.2008, ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε ενώπιον των αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων του Α.Τ. Αμαλιάδας, την προσκομιζόμενη από 24.04.2008 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, η οποία υπέχει θέση εγκλήσεως, ενώ την 03.05.2008, κατέθεσε ενώπιον των αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων του Α.Τ. Αμαλιάδας, την προσκομιζόμενη από 03.05.2008 έκθεση προφορικής μήνυσης, με τις οποίες κατήγγειλε ότι η πρώτη ενάγουσα με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε διάταξη δικαστικής απόφασης με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτήθηκε αποκλειστικά από τη βούλησή της, και συγκεκριμένα ότι παρότι υποχρεώθηκε με την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 1778/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς να παραδίδει στον πρώτο εναγόμενο το ανήλικο τέκνο τους κατά τα οριζόμενα σ’ αυτήν, αρνήθηκε να δώσει το τέκνο στον πατέρα του την 24.04.2008 και την 03.05.2008, αντίστοιχα, και ότι με τις πράξεις της αυτές παραβίασε την ανωτέρω απόφαση. Ακολούθως, ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον της πρώτης ενάγουσας για την αξιόποινη πράξη της παραβίασης δικαστικής απόφασης του άρθρου 232Α του ΠΚ, και παραπέμφθηκε αυτή να δικασθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας, το οποίο με τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. 941/2011 και 941Α/2011 αποφάσεις του κήρυξε αθώα την πρώτη ενάγουσα. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η πρώτη ενάγουσα με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε προς τις διατάξεις της υπ’ αριθ. 1778/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρνούμενη να παραδώσει το ανήλικο τέκνο στον πρώτο εναγόμενο, την 24.04.2008 και την 03.05.2008, αντίστοιχα. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι το γεγονός της μη επικοινωνίας του πρώτου εναγόμενου με το ανήλικο τέκνο του οφείλεται στην άρνηση του τελευταίου να τον ακολουθήσει και στην απροθυμία του να επικοινωνήσει μαζί του, όχι από υπαιτιότητα της πρώτης ενάγουσας, αλλά διότι το τέκνο δεν είχε αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης με τον πατέρα του, εξαιτίας του φόβου που είχε απέναντί του, λόγω της προηγούμενης επιθετικής συμπεριφοράς αυτού έναντι της πρώτης ενάγουσας, αλλά και των σκηνών βίας που διαδραματίζονταν ενώπιον του τέκνου, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (την 24.04.2008 και την 03.05.2008) που ο πρώτος εναγόμενος προέβη στην υποβολή των προαναφερόμενων εγκλήσεων ενώπιον των αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων του Α.Τ. Αμαλιάδας, γνώριζε την αναλήθεια των καταγγελλομένων σε βάρος της πρώτης ενάγουσας γεγονότων, αφού ο ίδιος γνώριζε την πραγματική αιτία που το ανήλικο τέκνο του δεν επιθυμούσε να επικοινωνεί μαζί του, και παρόλα αυτά κατήγγειλε ψευδώς ότι η πρώτη ενάγουσα δεν συμμορφώνεται προς τους όρους της υπ’ αριθ. 1778/2008 απόφασης, με τις πράξεις του δε αυτές σκοπούσε να προκαλέσει την ποινική δίωξη της πρώτης ενάγουσας για την πράξη της παραβίασης δικαστικής απόφασης του άρθρου 232Α του ΠΚ, αλλά και να πλήξει την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψη αυτής ως ατόμου, ενώπιον των προαναφερθέντων τρίτων προσώπων, αλλά και των δικαστών, των εισαγγελέων και των γραμματέων που επιλήφθηκαν των ως άνω εγκλήσεων, αφού την εμφάνιζε να έχει τελέσει την ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 220/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας, ο πρώτος εναγόμενος κρίθηκε αθώος των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση που φέρονταν τελεσθείσες σε βάρος της πρώτης ενάγουσας την 24.04.2008 και την 03.05.2008, αντίστοιχα, με την υποβολή των προαναφερόμενων από 24.04.2008 έκθεσης ένορκης εξέτασης μάρτυρα, υπέχουσας θέση εγκλήσεως, και από 03.05.2008 έκθεσης προφορικής μήνυσης, με τις οποίες κατήγγειλε την τέλεση της αξιόποινης πράξης της παραβίασης δικαστικής απόφασης του άρθρου 232Α του ΠΚ, με το σκεπτικό ότι ενόψει της αντιδικίας μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου, ο τελευταίος εύλογα σχημάτισε την πεποίθηση ότι η μη συμμόρφωση στην υπ’ αριθ. 1778/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οφείλεται στην αντίθετη βούληση της πρώτης ενάγουσας, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να γνωρίζει την απροθυμία του τέκνου του να επικοινωνήσει μαζί του, καθώς ουδέποτε εκτελέσθηκε η εν λόγω απόφαση και ουδεμία επικοινωνία είχε με το τέκνο του ώστε να γνωρίζει τις προθέσεις του. Το γεγονός, όμως, αυτό ουδεμία επιρροή ασκεί στην προκειμένη δίκη, προεχόντως διότι το Πολιτικό Δικαστήριο, όταν αποφασίζει σχετικά με την τέλεση του αστικού και, ταυτοχρόνως, ποινικού αδικήματος, δεν δεσμεύεται από την προηγηθείσα, αθωωτική ή καταδικαστική, σχετική απόφαση Ποινικού Δικαστηρίου (βλ. ΟλΑΠ 4/2020 ΝΟΜΟΣ), στη δε πολιτική δίκη δεν παράγεται δεδικασμένο από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 321 του ΚΠολΔ. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος με την ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά του, προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητα της πρώτης ενάγουσας στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής της, τελώντας σε βάρος της τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, που συνιστούν και αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ, αφού εμφάνισε αυτή ως πρόσωπο που διαπράττει αδίκημα ιδιαίτερης απαξίας, επιπλέον δε ασκήθηκε σε βάρος της ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της παραβίασης δικαστικής απόφασης του άρθρου 232Α του ΠΚ, και παραπέμφθηκε αυτή να δικασθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας. Επομένως, η πρώτη ενάγουσα δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των 2.000,00 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητάς της που έλαβε χώρα με την υποβολή της υπέχουσας θέση εγκλήσεως από 24.04.2008 έκθεσης ένορκης εξέτασης μάρτυρα, και το ποσό των 2.000,00 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητάς της που έλαβε χώρα με την υποβολή της από 03.05.2008 έκθεσης προφορικής μήνυσης, τα οποία (ποσά) είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνουν καταφανώς, ούτε υπολείπονται των ποσών που επιδικάζονται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβαν χώρα οι προσβολές της προσωπικότητας της πρώτης ενάγουσας, της υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου, του είδους και της φύσης της προσβολής της πρώτης ενάγουσας, της ηλικίας αυτής κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας (32 ετών), της ψυχικής ταλαιπωρίας της, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίνοντας αντίθετα αναφορικά με την προσβολή της προσωπικότητας της πρώτης ενάγουσας, εξαιτίας της τέλεσης σε βάρος της των αδικημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης με την υποβολή εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου της υπέχουσας θέση εγκλήσεως από 24.04.2008 έκθεσης ένορκης εξέτασης μάρτυρα και της από 03.05.2008 έκθεσης προφορικής μήνυσης εκ μέρους, γενομένου δεκτού ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού υπό στοιχείο 1.β λόγου της από 28.07.2021 υπό στοιχείο Α’ έφεσης. Τέλος, ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων με τον πρώτο λόγο της από 06.04.2021 υπό στοιχείο Β’ έφεσης επαναφέρουν την υποβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων, ισχυριζόμενοι ότι η πρώτη ενάγουσα είναι αποκλειστικά υπαίτια για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της με τον πρώτο εναγόμενο και ότι αυτή, αφού εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη, παρακρατεί παράνομα το ανήλικο τέκνο τους και εμποδίζει την επικοινωνία αυτού με τον πρώτο εναγόμενο – πατέρα του και ότι για τους λόγους αυτούς ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων προέβησαν στην υποβολή ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς της από 27.09.2007 εγκλήσεώς τους σε βάρος των εναγόντων. Ωστόσο, κρίνεται αβάσιμος ο πρώτος λόγος της από 06.04.2021 υπό στοιχείο Β’ έφεσης, καθόσον η ένσταση αυτή καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεδομένου ότι τα εκτιθέμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν την προφανή υπέρβαση των ορίων που διαγράφει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά μακρόχρονης συμπεριφοράς των εναγόντων, ούτε στοιχεία βάσει των οποίων δημιουργήθηκε η εντύπωση στον πρώτο και στον δεύτερο των εναγόμενων ότι δεν πρόκειται αυτοί να επιδιώξουν την ικανοποίηση των ενδίκων απαιτήσεών τους.

Συνοψίζοντας όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, πρέπει η υπό στοιχείο Β’ από 06.04.2021 έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η υπό στοιχείο Α’ από 28.07.2021 έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 635/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης, παρελκομένης της έρευνας του υπό στοιχείο 5 λόγου της από 28.07.2021 υπό στοιχείο Α’ έφεσης αναφορικά με την έναρξη της τοκοδοσίας των επιδικασθέντων ποσών, αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υπαρχής ενιαία για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εξαφάνισης της απόφασης, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η από 14.02.2013 και με αριθμό κατάθεσης 1438/2013 αγωγή, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον έχουν ασκήσει και οι εφεσίβλητοι την υπό στοιχείο Α’ έφεση, και να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00) ευρώ, ο τρίτος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ και ο τέταρτος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, επιπλέον δε να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ και ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ,  τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Αναφορικά με το παράβολο που οι εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β’ έφεσης προκατέβαλαν κατά την κατάθεσή της, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ λόγω της ήττας τους, ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α’ έφεσης λόγω της νίκης τους, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων – εναγόντων – εφεσίβλητων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν, κατά ένα μέρος τους, σε βάρος των εφεσίβλητων  – εναγόμενων – εκκαλούντων, λόγω της μερικής ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής κατ’ άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 28.07.2021 και από 06.04.2021, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 635/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Β’ από 06.04.2021 έφεση.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Α’ από 28.07.2021 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την από 14.02.2013 και με αριθμό κατάθεσης ………./2013 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Υποχρεώνει τον τρίτο εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Υποχρεώνει τον τέταρτο εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Υποχρεώνει τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Υποχρεώνει τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό ……………./2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β’ από 06.04.2021 έφεσης.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α’ από 28.07.2021 έφεσης του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό …………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Καταδικάζει τους εφεσίβλητους – εναγόμενους – εκκαλούντες σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων – εναγόντων – εφεσίβλητων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 09.08.2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ