Αριθμός 484 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….. ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του Δικηγόρου Ελένης Μαζαράκη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………….η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ευφροσύνη Πετρίδου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 638/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 22.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……………./2020) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια Δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια Δικηγόρος της εφεσίβλητης, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 22-9-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’ αρ. 638/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3α, 593-602 και 610- 613 του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1,496 παρ. 1,498 παρ. 1,499, 511,513 παρ. 1 στ. β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, (απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει η εφεσίβλητη), λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά διατροφή εν διαστάσει συζύγου (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)].
Με την από 8-11-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 26-9-2018, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν (αγωγή), η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, να προκαταβάλει σ’ αυτήν, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, ως μηνιαία τακτική διατροφή σε χρήμα, το ποσό των 850 ευρώ, επειδή η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε από εύλογη για εκείνη αιτία και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της από τα εισοδήματα ή την περιουσία της, την οποία δικαιούταν και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφληση. Τέλος, η ενάγουσα ζήτησε να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αρ. 638/2020 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε, ως μη νόμιμο, τον ισχυρισμό του εναγομένου περί διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, σε περίπτωση που υποχρεωνόταν να καταβάλει διατροφή ποσού, μεγαλύτερου των 300- 350 ευρώ, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ως μηνιαία διατροφή της, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, το ποσό των 400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής και μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο όρισε στο ποσό των 300 ευρώ, που επιδίκασε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 3226/2004). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη από 22-9-2020 (αρ. καταθ. ……/2020) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος και με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1392 του ΑΚ προκύπτει ότι 1) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, 2) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, 3) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση και συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Επίσης συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν είναι εύπορος ή άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής (ΑΠ 1028/2013, ΕφΘρ 74/2014). Συνεπώς, αυτός που μετέχει, με βάση την οικονομική του δυνατότητα, στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο από το ποσό συμμετοχής του άλλου συζύγου δικαιούται, συντρεχόντων και των λοιπών προβλεπομένων από το νόμο προϋποθέσεων, διατροφή από τον τελευταίο, αφού και κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου. Το παραπάνω δικαίωμα υφίσταται και όταν η διακοπή προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου, ακόμη και αν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην περίπτωση όμως αυτή, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλον διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή), μετά από ένσταση του εναγομένου με αντίστοιχο προς τούτο αίτημα. Εξάλλου από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση, λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων (ΑΠ 1061/2012, ΑΠ 132/2003, ΕφΛαρ 30/2013). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1391, 1394 και 1438 του ΑΚ προκύπτει ότι η προαναφερόμενη υπάρχοντος του γάμου, περί διατροφής, αξίωση του διακόψαντος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία συζύγου, παύει από τότε που καταστεί αμετάκλητη η κηρύττουσα την λύση του γάμου δικαστική απόφαση, ενώ, η μετά το διαζύγιο, τυχόν, αξίωση του συζύγου περί διατροφής κατά το άρθρο 1442 του ΑΚ, συνιστά νέα διάφορο αξίωση, της οποίας η άσκηση χρήζει νέας αγωγής (ΑΠ 2070/2007 ΝοΒ 2008.890, ΕφΠειρ 577/2020, ΕφΔωδ 256/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 687/2003 ΑχαΝομ 2004.167). Ακολούθως, από τα άρθρα 522,524, 535 παρ. 1,536 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου εφέσεως και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του, όμως, αυτή να εξετάζει τα θέματα, που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι το Εφετείο κρίνει, αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποφάσισε ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδόμενων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015 (ο οποίος κατήργησε και το άρθρο 269 του ΚΠολΔ), προβλέπει σχετικά με το πότε επιτρέπεται η προβολή νέων ισχυρισμών στο Εφετείο τα εξής: «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και, δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.». Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται όσοι τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση του ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή οι ενστάσεις, αντενστάσεις κλπ και όχι όσοι μεταβάλλουν το αίτημα ή τη βάση της αγωγής ή τη συμπληρώνουν, η προβολή των οποίων απαγορεύεται και αυτοί τυγχάνουν απαράδεκτοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 και 526 του ΚΠολΔ, έστω και αν τείνουν σε υπεράσπιση κατά της εφέσεως (ΟλΑΠ 2/1994 ΕλλΔνη 1994.352, ΑΠ 749/1992 ΕλλΔνη 1994.106). Ο όρος «ισχυρισμοί» στην έκφραση «νέοι ισχυρισμοί» ταυτίζεται με τα «μέσα επιθέσεως και άμυνας» του παλαιού άρθρου 269 του ΚΠολΔ που καταργήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 4335/2015. Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των «νέων ισχυρισμών» και συνεπώς δεν υπόκεινται στην απαγόρευση του άρθρου 527 του ΚΠολΔ οι αρνητικοί ή καθαρώς νομικοί ισχυρισμοί, όπως η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 205/1996 ΕλλΔνη 1996.309, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. I, εκ. 2000, σελ. 947, 948). Επιπροσθέτως, ο ισχυρισμός για λύση του γάμου, προς περιορισμό της διατροφικής αξίωσης από το άρθρο 1391 του ΑΚ, ο οποίος παραδεκτώς μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου, (άρθρο 527 του ΚΠολΔ), αποτελεί ένσταση κατά της αγωγής διατροφής από το άρθρο 1391 του ΑΚ (ΑΠ 2070/2007). Ακολούθως, από τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1390 επ. και 1485 επ. του ΑΚ, οι οποίες, μεταξύ άλλων, ρυθμίζουν τους όρους της επιδίκασης διατροφής συζύγου, που βρίσκεται σε διάσταση από εύλογη αιτία, συνάγεται ότι μεταξύ αυτών δεν συγκαταλέγεται και το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται η διατροφή. Ειδικότερα από καμία διάταξη του ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα των άρθρων που ρυθμίζουν τα της διατροφής από το νόμο (άρθρα 1485- 1504 του ΑΚ) δεν καθορίζεται χρονικός περιορισμός της από το Δικαστήριο επιδικαζόμενης διατροφής και συνεπώς και ο ενάγων στην αγωγή του με την οποία ζητεί την επιδίκαση διατροφής δεν υποχρεούται να ορίσει για ποιο χρονικό διάστημα ζητεί αυτή, αλλά έχει απλώς δικαίωμα να περιορίσει αυτή για το κατά την κρίση του διάστημα, επιδιώκοντας προφανώς την μετά την παρέλευση τούτου άσκηση νέας αγωγής, προκειμένου, βάση των νέων δεδομένων, να καθοριστεί το μέτρο της διατροφής (ΕφΘεσσαλ 2387/2008, ΕφΔωδ 300/2007, ΕφΑΘ 10141/1995). Ως χρόνος έναρξης της καταβολής της διατροφής υπονοείται κατ’ αρχήν ο χρόνος υποβολής του αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας (εκτός εάν ο ενάγων ζητεί διατροφή για το παρελθόν, οπότε πρέπει να επικαλεσθεί με συγκεκριμένο τρόπο την υπερημερία του εναγομένου, άρθρο 1498 του ΑΚ), ο οποίος συμπίπτει με το χρόνο άσκησης της αγωγής και ειδικότερα με το χρόνο της επίδοσης αυτής, που ολοκληρώνει την άσκηση (άρθρο 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Το αν ο χρόνος έναρξης πρέπει να μετατεθεί σε κάποιο χρονικό σημείο μετά την άσκηση της αγωγής, είναι περιστατικό που πρέπει να προβληθεί από τον έχοντα το σχετικό έννομο συμφέρον, ο οποίος κατά κανόνα θα είναι ο εναγόμενος. Ως χρόνος λήξης της καταβολής της διατροφής, που αποτελεί περιοδική παροχή, υπονοείται κατ’ αρχήν ο χρόνος κατά τον οποίο αναμένεται να αρθούν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του σχετικού δικαιώματος (π.χ. το πέρας της διακοπής της συμβιώσεως από εύλογη αιτία ή η λύση του γάμου επί διατροφής συζύγου, η ενηλικίωση του τέκνου ή η άρση της απορίας αυτού επί διατροφής τέκνου κλπ). Η επίκληση και των ως άνω περιστατικών, όμως, πρέπει να γίνει από τον εναγόμενο, στον κατάλληλο χρόνο και με την άσκηση του προσήκοντος ενδίκου βοηθήματος (πρβλ. άρθρο 1494 του ΑΚ), δεδομένου του ότι πρόκειται για γεγονότα των οποίων η επέλευση είναι βέβαιη, αλλά ο χρόνος αυτής αβέβαιος (πρβλ. άρθρο 11 αρ. 7 του ΚΠολΔ). Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του ενάγοντος να προσδιορίσει περιοριστικά το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητεί την επιδίκαση της διατροφής (τον ένδικο χρόνο), επιφυλασσόμενος (σιωπηρώς, αφού δεν νοείται παραίτηση από τη διατροφή για το μέλλον, άρθρο 1499 εδ. α’ του ΑΚ) ως προς την άσκηση νέας αγωγής, υπό νέους όρους, για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Ο μη προσδιορισμός του χρονικού διαστήματος, για το οποίο ζητείται διατροφή, δεν καθιστά την αγωγή αόριστη (ΕφΠειρ 538/2015, ΕφΑΘ 5066/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 10141/1995 ΕλλΔνη 38.1614), αλλά έχει ως συνέπεια την εφαρμογή της ερμηνευτικής διάταξης του άρθρου 11 αρ. 7 του ΚΠολΔ, προκειμένου να υπολογισθεί η αξία του αντικειμένου της διαφοράς και ό,τι συναρτάται προς αυτήν (π.χ. η καταβολή δικαστικού ενσήμου, η εκκαθάριση δικαστικών εξόδων κλπ, ΕφΠατρ 352/2021, ΕφΘεσσ 602/2005 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την κατά νόμο θεμελίωση αυτής, αφού, είναι προφανές ότι η διατροφή ζητείται για τον από την άσκηση της αγωγής και εφεξής χρόνο, χωρίς να είναι υποχρεωτικώς ο προσδιορισμός αυτού του χρόνου, μεταξύ δε των άλλων απαιτούμενων στοιχείων, αναφέρονται και οι βιοτικές ανάγκες της ενάγουσας συνολικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται στην αγωγή, όπως, όμως, σε κάθε περίπτωση, εκθέτει η ενάγουσα, αναλυτικώς οι διατροφικές ανάγκες της τελευταίας και το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη καθεμιάς από αυτές (επιμέρους αναγκών) που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής της (ΑΠ 67/1999 ΕλλΔνη 40.592, ΑΠ 1316/1992 ΕλλΔνη 35.368, ΕφΘεσ 1613/1998 Αρμ 1999.943, ΕφΑΘ 8012/1995 ΕλλΔνη 37.1096, ΕφΑΘ 4789/1993 ΕλλΔνη 35.450). Ο ισχυρισμός δε που προέβαλε πρωτοδίκως ο εναγόμενος, τον οποίο επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως ότι η ένδικη αγωγή είναι αόριστη, διότι δεν προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται διατροφή για την ενάγουσα, είναι απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με αυτά που αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, ο ενάγων στην αγωγή του με την οποία ζητεί την επιδίκαση διατροφής δεν υποχρεούται να ορίσει για ποιο χρονικό διάστημα ζητεί αυτή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και απέρριψε τον ισχυρισμό του εναγομένου περί αοριστίας της αγωγής, διότι δεν προσδιορίζεται σ’ αυτή το χρονικό διάστημα, για το οποίο θα καταβάλλεται η διατροφή, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται, όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 1106/2018, ΑΠ 224/2016, ΑΠ 1420/2015).
Με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, ο εκκαλών άσκησε, κατ’ άρθρο 450-451 του ΚΠολΔ αίτηση με την οποία ζητεί, κατ’ εκτίμηση αυτής, να προσκομισθούν οι φορολογικές δηλώσεις της εφεσίβλητης των τελευταίων τριών, τουλάχιστον, ετών, καθώς και σχετική απόφαση σύνταξης ή αίτηση και απόφαση για χορήγηση επιδόματος. Η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστη, καθόσον ο εκκαλών δεν επικαλείται τα ως άνω έγγραφα με τα ειδικά χαρακτηριστικά τους, ήτοι δεν καθορίζει αυτά επακριβώς, ούτε ότι η εφεσίβλητη κατέχει αυτά (πρβλ. Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. I, εκδ. 2000, στο άρθρο 451, σελ. 810, αρ. 4 και εκεί παραπομπές). Στην περίπτωση δε που ήθελε θεωρηθεί ότι ζητεί να προσκομισθούν τα έγγραφα αυτά κατ’ άρθρο 1445 του ΑΚ και πάλι το αίτημά του αυτό πρέπει να απορριφθεί, αφού προϋπόθεση της κατ’ άρθρο 1445 του ΑΚ υποχρεώσεως (η οποία έχει εφαρμογή για την ταυτότητα του σκοπού και στις αξιώσεις διατροφής που προβλέπονται από τα άρθρα 1485-1504 του ΑΚ -Κ. Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Β’, σελ. 44, παρ. 15-) είναι, προφανώς, η αδυναμία συγκεντρώσεως των σχετικών προς τα εισοδήματα του δικαιούχου (ή και του υπόχρεου) στοιχείων, πλην όμως τέτοια αδυναμία δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα κατωτέρω επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους σχετικά στοιχεία (πρβλ. ΕφΑΘ 4366/1991 ΑρχΝ 1992.750). Σημειώνεται ότι ανεξαρτήτως των ανωτέρω η εφεσίβλητη προσκομίζει, μεταξύ άλλων εγγράφων, τα φορολογικά στοιχεία των ετών 2019 και 2020, ήτοι τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και τις εκκαθαρίσεις φορολογίας εισοδήματος των αντίστοιχων ετών (2019-2020).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του εναγομένου, …………., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (η ενάγουσα δεν ζήτησε την εξέταση μάρτυρά της), καθώς και από τη χωρίς όρκο κατάθεση της ενάγουσας, επίσης, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται (όλες οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, καθώς επίσης από τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία και αυτά που για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας προσκομίζονται με επίκληση όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), [σημειώνοντας ότι οι διάδικοι στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνουν, αυτολεξεί, τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους (διαδίκων, αντίστοιχα), και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο, την 27-7-1975, στο Κερατσίνι Αττικής, από τον οποίο απέκτησαν δύο, ήδη ενήλικα, τέκνα. Ο ως άνω μεταξύ των διαδίκων γάμος, έχει λυθεί, δυνάμει της υπ’ αρ. 4292/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία κατέστη τελεσίδικη δυνάμει της υπ’ αρ. 480/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την από 22-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ δικογράφου: ………../2017) έφεση του ήδη εναγομένου ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος. Ο εκκαλών με την ένδικη έφεσή του επικαλείται ότι η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη. Η ένσταση αυτή παραδεκτώς προβάλλεται, κατ’ άρθρο 527 του ΚΠολΔ. Πράγματι η ως άνω υπ’ αρ. 4292/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέστη αμετάκλητη την 29-10-2021, όπως προκύπτει από το από 17-11-2021 Διαζευκτήριον του Μητροπολίτη Νικαίας, το οποίο, επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών στον παρόντα βαθμό και στο οποίο [ως άνω δημόσιο έγγραφο (Διαζευκτήριον)] βεβαιώνεται ότι επήλθε αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων και γίνεται ρητή μνεία του χρόνου αυτής (αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, από 29-10- 2021), σύμφωνα με τα εκεί αναφερόμενα έγγραφα (πρβλ. ΑΠ 773/2014), γεγονός που δεν αμφισβητεί η εφεσίβλητη. Έκτοτε δε, ήτοι μετά την 29- 10-2021 που κατέστη αμετάκλητη η ως άνω απόφαση, έπαυσε αυτοδικαίως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1391 του ΑΚ, αξίωση της εφεσίβλητης-ενάγουσας για διατροφή της από τον εκκαλούντα- εναγόμενο, αφού η μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου αξίωση διατροφής αυτής συνιστά νέα διατροφική αξίωση, η άσκηση της οποίας απαιτεί άλλη αγωγή. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα έχει αξίωση για την εν λόγω διατροφή μόνο για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής μέχρι την ως άνω λύση του γάμου τους (διαδίκων), δηλαδή από την 6-1-2018 (αφού η επίδοση έλαβε χώρα την 5- 1-2018, βλ. την υπ’ αρ. …./5-1-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ……………) έως την 29-10-2021. Για το ως άνω χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από την 6-1- 2018, έως την 29-10-2021 από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στην αρχή, η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων ήταν αρμονική. Στη συνέχεια όμως, άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα στη σχέση τους, τα οποία οφείλονταν στην απότομη, εξυβριστική και απαξιωτική συμπεριφορά του εναγομένου προς την ενάγουσα-σύζυγό του, καθώς και στο γεγονός ότι η τελευταία έμαθε ότι αυτός διατηρούσε επί σειρά ετών εξωσυζυγική σχέση. Εντούτοις η ενάγουσα επέλεξε να μην ζητήσει τότε τη λύση του μεταξύ τους γάμου προκειμένου να μην διασπαστεί η συνοχή της οικογένειάς τους. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι το έτος 2009 ο εναγόμενος, ο οποίος εργαζόταν ως ναυτικός, και συγκεκριμένα ως πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, συνταξιοδοτήθηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην οικογενειακή οικία, από την οποία είχαν αποχωρήσει πλέον οι θυγατέρες τους, από τις οποίες η μία διατηρεί γυμναστήριο και η άλλη οδοντιατρείο. Μετά το ανωτέρω γεγονός, οι σχέσεις των διαδίκων οξύνθηκαν λόγω της επίτασης της απαξιωτικής, εξυβριστικής και βίαιης, κυρίως λεκτικά, συμπεριφοράς του εναγομένου προς την ενάγουσα. Ο εναγόμενος δεν συνεισέφερε στη διατροφή της ενάγουσας, με αποτέλεσμα αυτή να μην μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της, ενώ συνέχισε να διατηρεί εξωσυζυγική σχέση. Συνεπεία της ανωτέρω συμπεριφοράς του εναγομένου και του γεγονότος ότι η ενάγουσα, μην μπορώντας πλέον να ανεχθεί τη σε βάρος της συμπεριφορά αυτού, αντιδρούσε, άρχισαν μεταξύ τους διενέξεις, οι οποίες επιβάρυναν αυτήν ψυχολογικά, και για τον λόγο αυτό, την 18-3- 2015, απευθύνθηκε στο Συμβουλευτικό Κέντρο Πειραιά του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας, καταγγέλλοντας ότι ήταν θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Στη συνέχεια πραγματοποίησε μία συνάντηση με κοινωνική λειτουργό στο Συμβουλευτικό Κέντρο Πειραιά και δώδεκα συναντήσεις με Ψυχολόγο, ενώ αυτή παραπέμφθηκε στο Συμβουλευτικό Κέντρο Αθήνας προκειμένου να λάβει νομική στήριξη. Εντούτοις, συνέχισε να κατοικεί στην οικογενειακή στέγη. Η ενάγουσα ενημέρωσε τον αδερφό του εναγομένου, εξετασθέντα πρωτοδίκως μάρτυρα, ότι ο εναγόμενος παρουσίαζε προβλήματα συμπεριφοράς. Τον μήνα Αύγουστο του έτους 2016, οι διάδικοι και οι θυγατέρες τους με τις οικογένειές τους είχαν μεταβεί στη ……, όπου η ενάγουσα διατηρεί οικία, για τις θερινές διακοπές τους. Περί τα μέσα Αυγούστου, ο εναγόμενος είχε προγραμματίσει μικρή θαλάσσια περιήγηση με σκάφος, προσκαλώντας συγγενείς τους, πλην όμως, δεν είχε προσκαλέσει την ενάγουσα, με αποτέλεσμα, όταν η τελευταία ζήτησε εξηγήσεις, καθόσον θεωρούσε ότι ο αποκλεισμός της καταδείκνυε απαξία προς το πρόσωπό της, τότε ξέσπασε φραστικό μεταξύ τους επεισόδιο κατά το οποίο ο εναγόμενος, εκτός από τη σύζυγό του, στράφηκε εξυβριστικά και κατά της θυγατέρας τους ……., με αποτέλεσμα αμφότερες (η ενάγουσα και η ως άνω θυγατέρα τους) να προσφυγουν στο Α.Τ., προκειμένου να γίνουν συστάσεις στον εναγόμενο. Μετά το ανωτέρω περιστατικό και λόγω της έντασης που είχε δημιουργηθεί, ο εναγόμενος έφυγε από τη …. και επέστρεψε στην οικογενειακή οικία στον Πειραιά, ενώ η ενάγουσα παρέμεινε στη …… Όταν δε, επέστρεψε (η ενάγουσα) στην οικία τους στον Πειραιά, διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος είχε αλλάξει κλειδαριές, ενδεικτικό του ότι δεν επιθυμούσε πλέον να διαμένουν μαζί. Έκτοτε, η ενάγουσα διαμένει στην οικία της στη ………., με μικρά διαλείμματα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, κατά τα οποία διαμένει στην οικία ενός εκ των δυο τέκνων τους, ενώ ο εναγόμενος διαμένει στον Πειραιά. Κατόπιν τούτων, η μεταξύ των διαδίκων έγγαμη συμβίωση διασπάστηκε. Λαμβάνοντας δε υπόψη τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων οφείλεται σε λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου, ο οποίος επέδειξε αντισυζυγική συμπεριφορά προς την ενάγουσα, και δη συμπεριφορά αντίθετη με εκδηλώσεις αγάπης, σεβασμού, ενδιαφέροντος και αφοσίωσης του ενός συζύγου προς τον άλλο, μέσω των οποίων εκφράζεται η εσωτερική διάθεση για έγγαμη συμβίωση. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε συνεπεία αντίστοιχης αντισυζυγικής-εξυβριστικής, αδιάφορης και απαξιωτικής συμπεριφοράς της ενάγουσας προς τον εναγόμενο-σύζυγό της. Κατόπιν των ανωτέρω αναφερομένων, η έγγαμη σχέση των διαδίκων διακόπηκε από εύλογη για την ενάγουσα αιτία και κατά συνέπεια δικαιούται (η ενάγουσα) έναντι του εναγομένου διατροφής σε χρήμα, εάν βεβαίως συντρέχουν και οι λοιπές, εξεταζόμενες κατωτέρω, προϋποθέσεις, ήτοι της αδυναμίας της να εξασφαλίσει τη διατροφή της από δικούς της πόρους και της υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης συμμετοχής της στο εισόδημα του εναγομένου- συζύγου της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Ακολούθως, για το ως άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα (δηλαδή από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την 29-10-2021), από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, επίσης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, η οποία γεννήθηκε την 22-6-1951, ήταν, κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, περίπου 67 ετών. Πριν από τη σύναψη του γάμου της με τον εναγόμενο ήταν μοδίστρα, κατά τη διάρκεια, όμως, της έγγαμης συμβίωσης με τον εναγόμενο δεν εργαζόταν, αλλά ασχολούνταν αποκλειστικά με τη φροντίδα του (εναγομένου- συζύγου της), των τέκνων τους (διαδίκων) και του οίκου τους εν γένει. Λόγω της ηλικίας της και της έλλειψης επαγγελματικής εμπειρίας, συνυπολογιζομένου και του προβλήματος υγείας που αυτή αντιμετωπίζει, δεδομένου ότι πάσχει από βαριά σπονδυλοαρθροπάθεια ΟΜΣΣ, η ενάγουσα δεν μπορεί να ασκήσει κάποιο επάγγελμα, ικανό και πρόσφορο να εξασφαλίσει τη διατροφή της. Μοναδικό εισόδημα της ενάγουσας αποτελεί το ποσό των 80 ευρώ μηνιαίως που λαμβάνει ως Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, καθώς και το ποσό των 80 ευρώ μηνιαίως σε κάρτα σίτισης. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν δύναται να ασκήσει κάποιο επάγγελμα ικανό και πρόσφορο ώστε να αποκτήσει σταθερό εισόδημα και να εξασφαλίσει τη διατροφή της, λόγω της ηλικίας της, του προεκτιθέμενου προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει και της έλλειψης επαγγελματικής εμπειρίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου η ενάγουσα διαμένει στην οικία της στη ……. . και, ως εκ τούτου, δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασης, πλην όμως επιβαρύνεται με τα λειτουργικά έξοδα (ΔΕΗ, λογαριασμό ύδατος κλπ) της εν λόγω οικίας, που είναι τα συνηθισμένα, ενώ για μικρά χρονικά διαστήματα διαμένει στην οικία ενός εκ των δύο τέκνων της στον Πειραιά, προκειμένου να επικοινωνεί με τα εγγόνια της, χωρίς όμως να επιβαρύνεται με αναλογία στις δαπάνες λειτουργίας της εν λόγω οικίας. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα είναι κυρία της ανωτέρω οικίας, συνολικού εμβαδού 73 τ.μ. (κύριοι και βοηθητικοί χώροι), έτους κατασκευής 1897, το οποίο έχει όμως ανακατασκευαστεί πλήρως ώστε αυτή να είναι κατοικήσιμη, καθώς και ενός αγροτεμαχίου με ελαιόδεντρα, έκτασης 4.000 τ.μ., από τα οποία δεν αποδείχθηκε ότι αποκομίζει εισόδημα. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ενάγουσα θα μπορούσε να εκμισθώσει το διαμέρισμα με ένα μικρό δωμάτιο (γκαρσονιέρα) που βρίσκεται δίπλα από την οικία της στη ……. και να λαμβάνει εισοδήματα από αυτό πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον λόγω της συγκεκριμένης θέσης που βρίσκεται το ακίνητο αυτό, δεν υπάρχουν ενδιαφερόμενοι για τη μίσθωσή του. Εξάλλου η οικία αυτή χρησιμοποιείται και για τη φιλοξενία των οικογενειών των τέκνων τους όταν μεταβαίνουν στη …… Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η ενάγουσα, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του ισχυρισμού ότι αυτή λαμβάνει εισοδήματα και από εκμετάλλευση ελαιολάδου, καθόσον αυτό που παράγεται από τα ελαιόδεντρά της καλύπτει τις ετήσιες διατροφικές ανάγκες για ελαιόλαδο της ιδίας και εν μέρει των τέκνων τους. Η ενάγουσα δεν επιβαρύνεται με άλλες ιδιαίτερες δαπάνες ούτε με την κατά νόμο υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων. Οι δαπάνες διαβίωσης της ενάγουσας για σίτιση, ένδυση, υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (κατά το νόμιμο ποσοστό συμμετοχής της, ήτοι πέραν αυτών που καλύπτονται από τον ασφαλιστικό φορέα στον οποίο είναι ασφαλισμένη), ψυχαγωγία και λειτουργικά έξοδα της οικίας στην οποία διαμένει είναι οι συνήθεις δαπάνες των ατόμων της ηλικίας της της ίδιας οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Ακολούθως, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος γεννήθηκε την 19-3-1952, και ήταν, κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής, περίπου 66 ετών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ο εναγόμενος εργάστηκε ως ναυτικός, ήδη δε είναι συνταξιούχος του ΝΑΤ και λαμβάνει μηνιαίως σύνταξη συνολικού καθαρού ποσού 1.267,51 ευρώ. Δεν έχει άλλα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή. Διαμένει στην πρώην οικογενειακή οικία, επί της οδού ……………… στον Πειραιά, επιφάνειας 110 περίπου τ.μ. (κύριοι και βοηθητικοί χώροι), οπότε δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασης, παρά μόνο με τα λειτουργικά έξοδα (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ) της εν λόγω οικίας, που είναι τα συνηθισμένα. Το ως άνω ακίνητο, το οποίο ήταν το μοναδικό που του ανήκε, ο εναγόμενος μεταβίβασε στην εγγονή του. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι κύριος ενός αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής Nissan Xtrail, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2003, καθώς και της υπ’ αρ. κυκλοφορίας ………….. δίκυκλης μοτοσικλέτας, επιβαρυνόμενος με τα συνήθη έξοδα συντήρησης και λειτουργίας αυτών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το έτος 2012 ο εναγόμενος μεταβίβασε το σκάφος που είχε αγοράσει μετά τη συνταξιοδότησή του, εργοστασίου κατασκευής VOLKSWAGEN, τύπου εξωλέμβιο, ολικού μήκους 6,33 μ. και μέγιστου πλάτους 2,49 μ., με το όνομα «……..», στον σύζυγο της θυγατέρας του. Ο εναγόμενος είχε λάβει δάνειο από την Τράπεζα «EUROBANK» για την αγορά της ανωτέρω δίκυκλης μοτοσικλέτας, για την εξόφληση του οποίου καταβάλει το ποσό των 160,45 ευρώ τον μήνα. Το ως άνω ποσό, όμως, δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματά του (εναγομένου), αλλά απλώς συνεκτιμάται η δαπάνη αυτή, ως επιπλέον βιοτική του ανάγκη (πρβλ. ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΔωδ 195/2013, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Β’, εκ. 2003, σελ. 58 και οι εκεί παραπομπές). Εκτός των παραπάνω, ο εναγόμενος δεν αποδείχθηκε ότι έχει άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή, ούτε διατροφικές υποχρεώσεις προς τρίτα πρόσωπα. Η δε ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη καλύπτεται, πέραν του νόμιμου ποσοστού συμμετοχής του, από τον ασφαλιστικό του φορέα στον οποίο είναι ασφαλισμένος. Οι δαπάνες διαβίωσης του εναγόμενου για τη διατροφή, ψυχαγωγία και ένδυση είναι οι συνήθεις δαπάνες των ατόμων της ηλικίας του της ίδιας οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Επομένως, ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών η ενάγουσα υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης θα απολάμβανε από τα μεγαλύτερα εισοδήματα του εναγομένου-συζύγου της. Με τα δεδομένα αυτά, η ενάγουσα, η οποία κατά τα ανωτέρω αφίσταται της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι’ αυτήν αιτία και αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό της, δικαιούται διατροφής (για το ως άνω χρονικό διάστημα) έναντι του εναγομένου-συζύγου της, αφού και υπό τις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης είχε τοιούτο δικαίωμα. Ειδικότερα, με βάση τις συνθήκες της ζωής των διαδίκων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους, κατά την οποία η συνεισφορά της ενάγουσας για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών συνίστατο στην προσφορά της προσωπικής της εργασίας [όπως φροντίδα του συζύγου της, των τέκνων τους (διαδίκων) και του οίκου τους εν γένει], που αποτιμάται σε χρήμα, ενώ η συνεισφορά του εναγομένου συνίστατο στην προσφορά αρχικά των εισοδημάτων του από την εργασία του και, στη συνέχεια, μετά τη συνταξιοδότησή του, από τη μηνιαία σύνταξή του, και όπως οι συνθήκες αυτές ήδη έχουν διαμορφωθεί από τη χωριστή διαβίωσή τους, με βάση και τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητές τους, το ποσό που δικαιούται η ενάγουσα ως διατροφή ανέρχεται σε 400 ευρώ μηνιαίως. Το ποσό αυτό, που είναι αναγκαίο για την πλήρη κάλυψη των αναγκών διατροφής της ενάγουσας, [για σίτιση, ένδυση, υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (κατά το νόμιμο ποσοστό συμμετοχής της, ήτοι πέραν αυτών που καλύπτονται από τον ασφαλιστικό φορέα στον οποίο είναι ασφαλισμένη), ψυχαγωγία και λειτουργικά έξοδα της οικίας στην οποία διαμένει] πρέπει (και δύναται) να συνεισφέρει ο εναγόμενος για τη διατροφή της ενάγουσας, ανταποκρίνεται στις ανάγκες της και δεν υπερβαίνει την αναλογία που ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής, ενώ το υπόλοιπο συνολικό ποσό που είναι αναγκαίο για τη διατροφή της ενάγουσας κατά τα ανωτέρω καλύπτεται από το δικό της εισόδημα κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Επιπροσθέτως, η ένσταση διακινδύνευσης ιδίας διατροφής, κατ’ άρθρο 1487 του ΑΚ, που προέβαλε ο εναγόμενος πρωτοδίκως, απορρίφθηκε, και επαναφέρει με λόγο εφέσεως, είναι μη νόμιμη, διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1391 και 1392 του ΑΚ σε δίκη διατροφής μεταξύ συζύγων δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1487 εδ. α’ του ΑΚ, κατά την οποία δεν έχει υποχρέωση διατροφής εκείνος που, ενόψει των λοιπών υποχρεώσεών του, δεν είναι σε θέση να τη δώσει χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή (ΑΠ 1134/2008, ΑΠ 132/2003 ΕλλΔνη 44.1302, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔνη 1996.98, Κ. Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, εκ. 2001, τομ. Α’, σελ. 297). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ήτοι ότι η ενάγουσα δικαιούται λόγω της ως άνω διατροφής της το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως (και για το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από την 6-1-2018 έως την 29-10-2021) ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ’ αυτές πραγματικά περιστατικά ως προς το ύψος της διατροφής που πρέπει να επιδικασθεί και ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του υποχρέωσε τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ως μηνιαία διατροφή της, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής και μέχρι την εξόφληση, έσφαλε ως προς το χρονικό διάστημα για το οποίο επιδίκασε υπέρ της ενάγουσας διατροφή και πρέπει, αφού γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης, απορριπτομένων των λοιπών λόγων (έφεσης) κατά τα ανωτέρω, να γίνει αυτή (έφεση) δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η αγωγή (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ως μηνιαία διατροφή της, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, για το χρονικό διάστημα από την 6-l-2018 έως την 29-10-2021, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λαμβανομένου υπόψη ότι στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας η εφεσίβλητη – ενάγουσα, η οποία νίκησε εν μέρει, παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, που διορίσθηκε με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία Ν. 3226/2004) κατά παραδοχή αιτήσεώς της για παροχή νομικής βοήθειας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός από αυτούς και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας, [άρθρα 106,176,178,183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ως προς τα έξοδα του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου] σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 παρ. 6 και 12 του Ν. 3226/2004), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 22-9-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 638/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την άδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3α, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ).
Κρατεί και δικάζει την από 8-11-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ως μηνιαία διατροφή της, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, για το χρονικό διάστημα από την 6-1-2018 έως την 29-10-2021, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ και επιδικάζει από αυτά ποσό διακοσίων (200) ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη,
δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 3.8.2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ