Αριθμός 502/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ……………ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση από αυτήν της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ……………η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο, Θάνο Βασιλάκη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο, Βασίλειο Σαράκη.
Β. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης εταιρείας ……………ενεργούσα με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία ……………. και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο, Θάνο Βασιλάκη.
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας …………., ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας …………….
ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο, Βασίλειο Σαράκη.
Ο υπό στοιχ Α εφεσίβλητος-Β καθ΄ ου η πρόσθετη παρέμβαση κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.8.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 651/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η καθ΄ης η ανακοπή και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα με την από 14.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 2α.4.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 84/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθει προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 4ης.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 84/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Αικατερίνης Νομικού, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς η υπό στοιχ Β εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε την από 15.10.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν,
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 14.5.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………/ 15.5.2019) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας καθ΄ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» κατά του πρωτοδίκως νικήσαντος ανακόπτοντος ………….. και της υπ΄αριθ. 651/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασίας Περιουσιακών Διαφορών), ασκήθηκε νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.α, 516 παρ.1, 517 εδ.α και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, σε συνδυασμό με την ως άνω έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), εν όψει του ότι για το παραδεκτό της κατατέθηκε τα προσήκον υπ΄αριθ. ………… ηλεκτρονικό παράβολο έφεσης (495 παρ. 3 Αβ ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της. Ως τρίτος κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 611/2013 αδημ, ΑΠ 1171/2012 ΧρΙΔ 2013.34). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006 αδημ., ΑΠ 91/2005 ΕλλΔνη 2005.742). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ΕΠΟΑΔ 2019.423, ΑΠ 1564/2017, Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατ΄άρθρ. 325 αρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, 1731/2011, ΝΟΜΟΣ).
Στην παρούσα δίκη εισάγεται και η από 15.10.2021 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../18.10.2021) εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας «…………» με το διακριτικό τίτλο «…………..» που εδρεύει στην Αθήνα, υπέρ της ως άνω εκκαλούσας Τράπεζας. Toσχετικό δικόγραφο επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στους αρχικούς ως άνω διαδίκους, (βλ. υπ΄αριθ………./20.10.2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών …….. και …./22.10.2021 της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αιγαίου …………). Περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «………», μετά την γένεση της εκκρεμοδικίας εκ της από 14.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2019 έφεσης της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, περί εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως της υπ’ αριθμ. 651/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατέστη ειδική διάδοχος της …………..» στην έννομη σχέση, από την οποία απορρέει η απαίτησή της έκτης υπ’ αριθμ. …………/27.4.2009 σύμβασης στεγαστικού δανείου, που επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθμ. …../2018 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος και ως εκ τούτου τυγχάνει μοναδική δικαιούχος, κατ’ άρθρα 455 επ. ΑΚ, τόσο της επιδικασθείσας αξίωσης της δικαιοπαρόχου, όσο και του ουσιαστικού δικαιώματος για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει του ως άνω εκτελεστού τίτλου κατ’ άρθρα 325 § 2 και 919 ΚΠολΔ.
Ειδικότερα η ………. (υπό την προγενέστερη επωνυμία “. ……..”) συγχωνεύθηκε δι’ απορροφήσεως από την ………, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 § 2 και 78 του Κ.Ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 16 του Ν. 2515/1997 «περί συγχωνεύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων» και των άρθρων 1-5 του Ν. 2166/1933, όπως ισχύουν, τις από 17-7-2013, 27-9-2013 και 28-11-2013 αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων της απορροφούσας εταιρείας, τις από 17-7- 2013 και 25-9-2013 αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και την από 27-11-2013 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της απορροφούμενης εταιρείας και τη με αριθμό ……./29-11-2013 πράξη του συμβολαιογράφου Πειραιά …………. Η ως άνω συγχώνευση εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. Κ2-7198/9-12-2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, η οποία καταχωρήθηκε την 9-12-2013 στις μερίδες της απορροφούσας και της απορροφούμενης εταιρείας στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) με κωδικούς αριθμούς καταχωρίσεως …….. (δις) και ……….. και δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 8678/9-12-2013 ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ – ΕΠΕ). Κατά το άρθρο 75 του Ν. 2190/1920, από την καταχώριση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (πρώην Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών) της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της απορροφουμένης. Συνεπώς, η ………….. υποκαθίσταται στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ………….., η οποία από την ως άνω ημερομηνία διαγράφεται από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ).
Εν συνεχεία δυνάμει της από 12.09.2019 συμφωνίας, η οποία συνήφθη μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στην Αθήνα ……….., και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………………” με έδρα του …………. Ιρλανδίας (οδός …………….) μεταβιβάστηκε από την πρώτη στην δεύτερη μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 & 13 του Ν. 3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή και πιστώσεων προς οφειλέτες των οποίων οι οφειλές ή κάποιες οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή/και έχουν καταγγελθεί ή έχουν ρυθμιστεί. Η ως άνω συμφωνία καταχωρήθηκε την 16.09.2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ….., στο Τόμο ….. και με αριθμό ….. σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10&8 του Ν.3156/2003 όπως αυτή διορθώθηκε την 11.6.2020 και καταχωρήθηκε ομοίως στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμ. πρωτ. …./11.6.2020, στο Τόμο …. και με αριθμό …… Συνεπεία των ανωτέρω η εταιρεία με την επωνυμία “…………….” κατέστη δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων ως ειδικός διάδοχος της μεταβιβάζουσας Τράπεζας. Η απαίτηση από την κάτωθι αναφερόμενη σύμβαση έχει καταχωρηθεί στον τόμο …., αριθμό …… των δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, όπως προκύπτει από σχετικό πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών.
Περαιτέρω, δυνάμει της από 12.9.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο, νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ. πρωτ. …../16-9-2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο ….. με αριθμό ….., την 16.09.2019, σε συνδυασμό με την ομοίως δημοσιευθείσα σε περίληψη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, με αρ. πρωτ. …../23.9.2019, στον τόμο ….. με αριθμό …… την 23.9.2019, η ………….. ανέθεσε κατ’ άρθρο 10 § 14 Ν. 3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων αρχικά στην Τράπεζα ….. και, εν συνεχεία, στην αιτούσα …….., σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και την ΠΕΕ 118/19-05-2017. Κατ’ άρθρο δε 1 § 1 εδ. γ Ν. 4354/2015 τα δικαιώματα της αποκτώσας εταιρείας ……………. εκ των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ενασκούνται αποκλειστικά από την διαχειρίστρια εταιρεία …………… Σημειώνεται ότι, η Τράπεζα …… συνεχίζει να τηρεί στα συστήματά της για λογαριασμό της δικαιούχου …………….. τα βιβλία και στοιχεία σχετικά με την κατωτέρω σύμβαση.
Εν συνεχεία, στις 13/07/2020 η ……………. προέβη σε επανεκχώρηση προς την Τράπεζα Πειραιώς (αποτιτλοποίηση – επαναμεταβίβαση), μέρους των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, σε εκτέλεση της αρχικής σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι επιδικασθείσες απαιτήσεις από την ανωτέρω Σύμβαση δανείου, δημοσιευθείσας της σχετικής μεταβολής (επαναγοράς) της από 12-09-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης σε περίληψη με αριθμ. πρωτ. ……../13-07-2020, στο ίδιο ως άνω ειδικό βιβλίο του άρ. 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο ….. με αριθμό …… Η απαίτηση από την κάτωθι αναφερόμενη σύμβαση έχει καταχωρηθεί στον τόμο ….., αριθμό ……. των δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, όπως προκύπτει από σχετικό πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών.
Ακολούθως, η Τράπεζα Πειραιώς μεταβίβασε τις επιδικασθείσες με την κοινοποιούμενη διαταγή πληρωμής απαιτήσεις στην εδρεύουσα στο ……. Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………….», νομίμως εκπροσωπούμενη. Ειδικότερα, δυνάμει της από 21-07- 2020 σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο και τα άρθρα 10 και 14 Ν. 3156/2003 νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ. πρωτ. …../22-07-2020 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο ….. με αριθμό ….., η οποία επέχει θέση αναγγελίας κατ’άρθρο 10 § 10 Ν. 3156/2003, οι απαιτήσεις εκ της κάτωθι Σύμβασης Στεγαστικού Δανείου κατά της καθ’ ής/ενεχομένης δανειολήπτριας μεταβιβάσθηκαν από την «……………..» στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (με αρ. μητρώου ……… και δ/νση ……………..), νομίμως εκπροσωπούμενη. Η απαίτηση από την κάτωθι αναφερόμενη σύμβαση έχει καταχωρηθεί στον τόμο ….., αριθμό …… των δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, όπως προκύπτει από σχετικό πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών.
Περαιτέρω, δυνάμει της από 21-07-2020 σύμβασης διαχείρισης διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ. πρωτ. …../22-07-2020 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο ….. με αριθμό ……., η αποκτώσα εταιρεία με την επωνυμία «……………..», ανέθεσε κατ’ άρθρο 10 § 14 Ν. 3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στην εταιρεία με την επωνυμία «……………….» όπως μετονομάστηκε από «………………..» δυνάμει της από 23-10-2019 απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας, νομίμως καταχωρηθείσα στο Γ.Ε.ΜΗ. με κωδικό καταχώρησης ……, όπως προκύπτει από την με αρ. πρωτ. 1832581/5.11.2019 ανακοίνωση, με έδρα την Αθήνα, ……….. και ΑΦΜ ………….. ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, ως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία αποτελεί εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων κατά το Ν. 4354/2015, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 326/2/2019 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 3533/20-9-2019).
Εν συνεχεία δυνάμει του από 1.3.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού (private agreemnet) μεταξύ της «……………» και της «…………….» το οποίο δημοσιεύθηκε νομίμως σε περίληψη με αρ. πρωτ. …../17.3.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο ….. με αριθμό ….., συμφωνήθηκε η λύση της από 21-07-2020 σύμβασης διαχείρισης διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ. πρωτ. …../22-7-2020 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο …. με αριθμό …….
Τέλος δυνάμει της από 1.3.2021 σύμβασης διαχείρισης νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ. πρωτ. ……../13.3.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο ….. με αριθμό ….., η αποκτώσα εταιρεία με την επωνυμία «……………..», ανέθεσε εκ νέου κατ’ άρθρο 10 § 14 Ν. 3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στην εταιρεία με την επωνυμία «……………….» της σχετικής συμβάσεως διεπόμενης πλέον από το αγγλικό δίκαιο.
Να σημειωθεί, δυνάμει της un’ αριθμ. πρωτ. 139241/30-12-2020 απόφασης του Τμήματος Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων εγκρίθηκε η διάσπασή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ …………. (πρώην ΑΡΜΑΕ …………….) (η «Διασπώμενη») δι’ απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της με τη σύσταση νέας εταιρείας-πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……………….» (η «Επωφελούμενη») καθώς και το Καταστατικό της «Επωφελούμενης» (νέας) τραπεζικής εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 (και δη της παρ. 5 αυτού ως προς την ενοποίηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού), ως και των άρθρων 54 παρ. 3, 57 παρ. 3, 59-74 και 140 παρ. 3 του ν. 4601/2019, καθώς και του άρθρου 145 του ν. 4261/2014, όπως ισχύουν, την από 21.12.2020 απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με αριθμό πρωτ. «……………..», το από 27-8-2020 Σχέδιο Σύμβασης Διάσπασης, το από 10-12-2020 Πρακτικό της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..» καθώς και την υπ’ αριθ. …………/2020 Σύμβαση Διάσπασης του Συμβολαιογράφου Πειραιά Στέφανου …………… Η ως άνω εγκριτική απόφαση καταχωρήθηκε την 30.12.2020 στις μερίδες της «Διασπώμενης» και της «Επωφελούμενης» (νέας) τραπεζικής εταιρείας με αριθμ. πρωτ. ……/30.12.2020 και ……./30.12.2020.
Συνεπεία των ανωτέρω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………», με την ιδιότητα της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «……………….», ειδική διάδοχος της Τράπεζας Πειραιώς, στα δικαιώματα της τελευταίας, που αποτελούν αντικείμενο της δίκης, έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει και μάλιστα αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της αρχικής διαδίκου Τράπεζας Πειραιώς (δικαιοπαρόχου της ως προς την επίδικη έννομη σχέση) προς υποστήριξη της ένδικης έφεσης, καθ΄όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία, παρά το γεγονός ότι η αποκλειστική νομιμοποίηση στην συνέχιση της δίκης, παραμένει στη δικαιοπάροχό της ως άνω (βλ άρθρα 83, 225, 325 και 919 ΚΠολΔ).
Οι ανωτέρω, έφεση και αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειάς τους, αφού αφορούν στην ίδια προσβαλλόμενη απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και έτσι διευκολύνεται κι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (246 ΚΠολΔ).
Με την από 6.8.2018 (υπ΄αριθ. κατάθ. …………../8.8.2018) ανακοπή του, ο ………… ως πιστούχος, άσκησε α) ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά της υπ΄ αριθ. ………../2018 διαταγής πληρωμής της δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που προέρχεται από σύμβαση στεγαστικού δανείου για ανακαίνιση κατοικίας για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρονται στην ανακοπή, δυνάμει της οποίας, ο ανακόπτων και η (μη διάδικος) σύζυγός του ……………. που είχε την ιδιότητα της εγγυήτριας της δανειακής σύμβασης, διατάχθηκαν όπως ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, καταβάλουν στην εκκαλούσα – αιτούσα την διαταγή πληρωμής, το ποσό των 619.824,75 €, εντόκως, πλέον εξόδων από τη 17.3.2017 (ήτοι την επομένη της επίδοσης της από 20.2.2017 εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας) με επιτόκιο υπερημερίας που αποτελείται από το συμφωνηθέν επιτόκιο πλέον 2,5% μονάδων και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων σύμφωνα με τους όρους 11.02 και 5.05 της δανειακής σύμβασης και τη διάταξη του άρθρου 12 ν. 2601/1998, πλέον εξόδων, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και ποσό 15.863 € για δικαστική δαπάνη, και β) ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της από 11.1.2018 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του α΄εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, επί τη βάσει του οποίου επισπεύσθηκε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους, ζητώντας την ακύρωση της υπ΄ αριθ. ………../2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους και την καταδίκη της καθ΄ης – εκκαλούσας στη δικαστική τους δαπάνη. Η ανωτέρω ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα νόμιμα και παραδεκτά ενώπιον του αρμοδίου τούτου δικαστηρίου (632 παρ. 2 ΚΠολΔ και 934 παρ. 1 α και 937 παρ 3 ΚΠολΔ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε δεκτή την ανακοπή και ως κατ΄ουσίαν βάσιμη ως προς τον 5ο λόγο αυτής και, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων ανακοπής, ακύρωσε την ως άνω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ορθώς απερρίφθη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο 1ος λόγος ανακοπής που αφορούσε εκκρεμοδικία της ένδικης ανακοπής με την από 21.8.2017 αγωγή του ανακόπτοντος (κατ΄άρθρο 70 ΚΠολΔ), διότι έχει άλλο αίτημα, ήτοι την αναγνώριση ότι δεν οφείλει ούτε ο ίδιος ούτε η συνενάγουσα σύζυγός του στην καθ΄ης από την επίδικη σύμβαση δανείου, καθόσον, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι δεν υφίσταται εκκρεμοδικία (222 ΚΠολΔ) μεταξύ της αγωγής και της ένδικης ανακοπής που έχουν διαφορετικά αιτήματα και διαδίκους και στοχεύουν σε διαφορετικά αποτελέσματα. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα – καθ΄ης η ανακοπή για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί όπως εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και απορριφθεί η ανακοπή του εφεσιβλήτου – ανακόπτοντος, καθώς και να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική της δαπάνη.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 ’’επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά το σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο διότι, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, θα εξαρτάτο από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανωτάτου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υποχρέου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τοιαύτης νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, διότι δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 917/2011). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν.128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συνετέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθόλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β` του ν. 3152/2003 κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις I.Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα………… και …………………….. και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά εβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζοταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν.128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν.128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΑΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζομένη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 669/2020, 368/2019, ΝΟΜΟΣ).
Με τον 5ο λόγο της ανακοπής, (κατ΄ορθή εκτίμηση αυτού) και κατά το σχετικό σκέλος αυτού, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης όπως και η επιταγή προς πληρωμή κάτω από το απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής, είναι άκυρη, για το λόγο ότι η καταγγελθείσα δανειακή σύμβαση με βάση την οποία εξεδόθη η διαταγή πληρωμής περιείχε καταχρηστικούς και ως εκ τούτου άκυρους όρους συναλλαγής και δη οι όροι Α9. 4.02 και 5 της σύμβασης με τους οποίους ορίζεται ότι το επιτόκιο απαρτιζεται από το Εuribor 3 μηνών, πλέον περιθωρίου 2,5% μονάδων και επιβαρύνεται με την εισφορά του άρθρου 128/1975 σε ποσοστό 0,12%, πράγμα που σημαίνει ότι η εν λόγω εισφορά μετακυλίεται στο δανειολήπτη, κεφαλαιοποιείται, είναι τοκοφόρα και ανακεφαλαιοποιείται σε βάρος του, ενώ η εισφορά αυτή βαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, υπέρ του κοινού λογαριασμού για την επιστροφή σε εξαγωγικές επιχειρήσεις διαφόρων τομέων, όπως προκύπτει από το άρθρο 22 παρ. 2 ν. 2515/1997 και δεν αποτελεί φόρο, προμήθεια ή έξοδο των τραπεζών η οποία μετακυλίεται στους δανειολήπτες, αλλά αποτελεί συμβατική μεταξύ των τραπεζών υποχρέωση, υποκείμενη σε έλεγχο μέσω των γενικών ρητρών του ΑΚ. Ετσι, ο ανατοκισμός της δεν είναι νόμιμος, αφού αυτός επιτρέπεται μόνον επί καθυστερούμενων τόκων, με περαιτέρω συνέπεια οι υπ΄αριθ. Α9, 4 και 5 γενικοί όροι συναλλαγών της επίδικης δανειακής σύμβασης με τους οποίους είναι δυνατή η προσαύξηση το όριο του επιβαλλόμενου επιτοκίου με την εν λόγω εισφορά κατά 0,6% να συνιστούν άκυρους και καταχρηστικούς όρους, εξαιτίας των οποίων είναι ακυρωτέα η προσβαλλόμενη.
Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, εκτιμώμενα καθεαυτά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά, έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ΄αριθ. ……………./27.4.2009 σύμβασης στεγαστικού δανείου μεταξύ της τραπεζικής εταιρίας …………… και του ανακόπτοντος ως οφειλέτη (και της μη διαδίκου …………. – συζύγου του ως εγγυήτριας), χορηγήθηκε στον ανακόπτοντα στεγαστικό δάνειο ποσού 600.000 €, διάρκειας 240 μηνών, με σκοπό την επισκευή κατοικίας. Για το επιτόκιο συμφωνήθηκε ότι θα εφαρμόζεται κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο θα αποτελείται από το επιτόκιο Euribor 3 μηνών, πλέον περιθωρίου 1,75% και της εισφοράς του ν. 128/1975, η οποία ανερχόταν σε 0,12%, με δυνατότητα επιλογής είτε σταθερού κατά περιόδους είτε κυμαινόμενου επιτοκίου, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον όρο 4.03 της σύμβασης, με τον οποίο δίνεται στο δανειολήπτη το δικαίωμα να επιλέξει σταθερό επιτόκιο. Επίσης, στον ίδιο όρο και κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος αυτού, ορίζεται ότι το σύμφωνα με τον όρο Α9 κυμαινόμενο επιτόκιο κατά τους 3 πρώτους μήνες του δανείου θα εφαρμόζεται με τον επιτόκιο Euribor 3 μηνών όπως αυτό ορίστηκε δύο εργάσιμες ημέρες πριν την εκταμίευση πλέον του αναγραφομένου στον όρο Α9 περιθωρίου και της εισφοράς ν. 128/75, σε κάθε δε επόμενο τρίμηνο θα εφαρμόζεται το επιτόκιο Euribor 3 μηνών όπως αυτό ορίστηκε 2 εργάσιμες ημέρες πριν την έναρξη του τριμήνου του υπό Α9 αναγραφομένου περιθωρίου και της εισφοράς ν. 128/75. Το δε τυχόν επιλεγέν σταθερό επιτόκιο θα δημιουργείται με τον ίδιο προπεριγραφέντα τρόπο. Επίσης, μετά την εφαρμογή σταθερού επιτοκίου ή κυμαινόμενου και εφόσον δεν έχει καταστεί υπερήμερος ο οφειλέτης, θα μπορεί ο οφειλέτης να επιλέξει ένα από τα βασικά σταθερά επιτόκια πλέον περιθωρίου που θα συμφωνηθεί και εισφοράς ν. 128/1975. Επίσης εάν ο οφειλέτης επιλέξει προνομιακό σταθερό επιτόκιο, πλέον του άνω περιθωρίου και της εισφοράς του ν. 128/75, υποχρεούται να διατηρήσει το δάνειο στην τράπεζα για 5 επιπλέον έτη, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής, το καταβληθησόμενο κεφάλαιο να απαρτίζεται από περιθώριο και την ως άνω εισφορά. Τέλος, στον όρο 5 της σύμβασης αναλύεται ο τρόπος αποπληρωμής ανάλογα με τις, συμφωνηθείσες μεταξύ των συμβαλλομένων διαφοροποιήσεις καταβολών του δανείου, περιόδων χάριτος, κλπ. Η παραπάνω σύμβαση τροποποιήθηκε στη συνέχεια, ως εξής : Δυνάμει της από 10.12.2010 τροποποιητικής πράξης, ο ανακόπτων αναγνώρισε το μέχρι τη στιγμή εκείνη συνολικό οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου, από 563.668,56 € και συμφωνήθηκε επιπλέον ότι για τον υπολογισμό του τόκου του δανείου, αρχής γενομένης από τη δόση με ημερομηνία 30.12.2010 θα εφαρμόζεται κυμαινόμενο επιτόκιο, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο Α της τροποποιητικής πράξης, (δηλαδή ότι σε κάθε περίοδο εκτοκισμού θα εφαρμόζεται ως επιτοκιακός δείκτης αναφοράς το επιτόκιο Euribor 3 μηνών όπως αυτό ορίστηκε 2 εργάσιμες ημέρες πριν την έναρξη εκάστης περιόδου εκτοκισμού, πλέον περιθωρίου 1,75% και εισφοράς ν. 128/75 από 0,12%, όπως και στην αρχική σύμβαση, όπως αυτό θα γνωστοποιείται κάθε φορά στον οφειλέτη). Επίσης, ότι στο εξής και για περίοδο 12 μηνών που θ΄αρχίσει από την ημερομηνία καταβολής της επόμενης δόσης και συγκεκριμένα για τις δόσεις από 30.12.2010 έως και 30.11.2011 το δάνειο θα αποπληρώνεται με την καταβολή ισάριθμών μηνιαίων δόσεων το ποσό των οποίων θα περιλαμβάνει μόνο τόκους επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου. Μετά τη λήξη της περιόδου αυτής το δάνειο θα αποπληρώνεται με το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας και με την καταβολή μηνιαίων δόσεων που θα περιλαμβάνουν το χρεωλύσιο που αναλογεί σε κάθε μήνα και τόκο επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου. Κατά τα λοιπά ίσχυαν οι λοιποί όροι της αρχικής και τροποποιητικής πράξης. Με την από 16.1.2012 τροποποιητική πράξη, αναγνωρίστηκε το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου από 562.303,97 € και η αρχική σύμβαση τροποποιήθηκε ως προς το ότι για περίοδο 12 μηνών αρχής γενομένης από 30.1.2012 έως και 30.12.2012 η αποπληρωμή θα γίνεται με ισάριθμες μηνιαίες δόσεις, το ποσό των οποίων θα περιλαμβάνει μόνο τόκο επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου. Κατά τα λοιπά ίσχυαν οι λοιποί όροι της αρχικής και τροποποιητικής πράξης. Με την από 21.11.2012 τροποποιητική πράξη ο ανακόπτων αναγνώρισε το μέχρι εκείνη τη στιγμή ανεξόφλητο ποσό δανείου από 562.207,06 € και η αρχική σύμβαση τροποποιήθηκε ως προς το ότι για περίοδο 14 μηνών, η αποπληρωμή θα γινόταν με καταβολή ισάριθμων μηνιαίων δόσεων το ποσό των οποίων θα περιλαμβάνει μόνο τόκο επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου. Με την από 5.3.2013 τροποποιητική πράξη ο ανακόπτων αναγνώρισε το μέχρι εκείνη τη στιγμή ανεξόφλητο ποσό δανείου από 564.828,06 € και η αρχική σύμβαση τροποποιήθηκε ως προς το ότι για περίοδο χάριτος 1 μήνα, δεν θα καταβάλλονται δόσεις αλλά θα υπολογίζονται μόνο τόκοι με επιτόκιο σύμφωνα με τη σύμβαση και ως προς το ότι για περίοδο χάριτος 12 μηνών δεν θα καταβάλλονται τόκοι αλλά μόνο μηνιαίες δόσεις ποσού 400 €. Κατά τα λοιπά ίσχυαν οι λοιποί όροι της αρχικής και τροποποιητικής πράξης. Με την από 29.8.2014 πρόσθετη πράξη μεταξύ των ήδη διαδίκων (της καθ΄ης ως καθολικής διαδόχου της Τράπεζας …………..) ο ανακόπτων αναγνώρισε το μέχρι εκείνη τη στιγμή ανεξόφλητο ποσό δανείου από 592.000,56 €, αποτελούμενο από άληκτο κεφάλαιο ποσού 568.624,96 πλέον τόκων από 30.7.2014 και ληξιπρόθεσμη οφειλή κεφαλαίου ποσού 23.375,6 €, η εξόφληση δε συμφωνήθηκε να γίνει σε 177 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις που θα αρχίζουν 8 μήνες από την 30.7.2014. Κατά τα λοιπά ίσχυαν οι λοιποί όροι της αρχικής και τροποποιητικής πράξης. Με την από 22.9.2015 πρόσθετη πράξη, ο ανακόπτων αναγνώρισε το μέχρι εκείνη τη στιγμή ανεξόφλητο ποσό δανείου από 604.641,02 €, αποτελούμενο από άληκτο κεφάλαιο ποσού 581.117,30 € πλέον τόκων από 30.8.2015 και ληξιπρόθεσμη οφειλή κεφαλαίου ποσού 23.523,72 €, η εξόφληση δε συμφωνήθηκε να γίνει σε 219 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις με την καταβολή ποσοστού 10% των πρώτων 12 εξ αυτών, επίσης δε συμφωνήθηκε η παράταση της διάρκειας του δανείου κατά 48 μήνες. Κατά τα λοιπά ίσχυαν οι λοιποί όροι της αρχικής και τροποποιητικής πράξης. Στις 16.3.2017 κοινοποιήθηκε η από 20.2.2017 δήλωση – καταγγελία της Τράπεζας, τόσο στον ανακόπτοντα όσο και στην ως άνω εγγυήτρια, η οποία έχει υπογράψει επίσης όλες τις ανωτέρω πρόσθετες και τροποποιητικές πράξεις, με την οποία τους γνωστοποιήθηκε η καταγγελία του δανείου και κλήθηκαν να καταβάλουν άμεσα το εις βάρος τους διαμορφωθέν χρεωστικό υπόλοιπο από 619.824,75 € πλέον εξόδων και τόκων υπερημερίας από την 4.2.2017 (επομένη της καταγγελίας), με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων σύμφωνα με το νόμο και τη σύμβαση (όροι 11.02 και 5.05) μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τα ανωτέρω παρατίθενται στην προσβαλλόμενη Διαταγή Πληρωμής. Σημειωτέον ότι στα ανωτέρω μηχανογραφημένα βιβλία υπάρχουν κατά στήλες, οι ημερομηνίες κινήσεως, οι ημερομηνίες οφειλής, η περιγραφή των κινήσεων, το κεφάλαιο και το επιτόκιο αυτού, οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα κατά ποσό, καθώς και το υπόλοιπο του λογαριασμού. Ως προς δε την εισφορά του ν. 128/1975, για την οποία γίνεται ρητή αναφορά στις ανωτέρω συμβάσεις ότι θα συνυπολογίζεται για τον υπολογισμό του επιτοκίου, είτε σταθερού είτε κυμαινόμενου, ανερχόταν σε ποσοστό 0,12%.
Εν όψει των ανωτέρω, η επιβολή, με την ανωτέρω δανειακή σύμβαση της εισφοράς του ν. 128/75 στο δανειολήπτη – ανακόπτοντα δεν ήταν παράνομη, ούτε καταχρηστικοί οι σχετικοί όροι, αλλά οι προβλέψεις τους εντάσσονται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς η εισφορά προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκανε δεκτό τον 5ο λόγο ανακοπής ως ορισμένο και βάσιμο ουσιαστικά και νομικά και ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης, έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα με τον 1ο λόγο της κρινόμενης έφεσης και πρέπει γενομένων δεκτών της έφεσης και της πρόσθετης υπέρ αυτής παρέμβασης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο (535 ΚΠολΔ) και δικασθεί στην ουσία να απορριφθεί ο κρινόμενος λόγος ανακοπής. Ακολούθως, η ανακοπή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λοιπών λόγων, για τους οποίους το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε, μετά την ουσιαστική παραδοχή του προαναφερθέντος λόγου, ότι παρέλκει η εξέτασή τους.
Εξάλλου, με τον ίδιο (5ο) λόγο ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη είναι άκυρη, ενόψει του ότι η δανειακή σύμβαση με βάση την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής περιέχει καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών, επικαλούμενος το άρθρο 2 του ν. 2251/1994. Ειδικότερα, ότι τέτοιοι (καταχρηστικοί) είναι οι όροι Α9 και 4.02 της δανειακής σύμβασης, που αφορούν στον τρόπο σχηματισμού του επιτοκίου (ότι το επιτόκιο απαρτίζεται από το Euribor 3 μηνών, πλέον περιθωρίου 1,75% και της εισφοράς ν. 128/75 (0,12%), με δυνατότητα επιλογής σταθερού κατά περιόδους επιτοκίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο 4.03, και ότι μετά τη λήξη οποιουδήποτε σταθερού επιτοκίου ή κυμαινόμενου επιτοκίου και εφόσον ο οφειλέτης δεν κατέστη υπερήμερος μπορεί να επιλέξει οποιοδήποτε είδος σταθερού επιτοκίου, πλέον περιθωρίου που θα συμφωνηθεί και της εισφοράς ν. 128/75, υποβάλλοντας σχετικό αίτημα (1) μήνα πριν την εφαρμογή του νέου επιτοκίου και καταβάλλοντας το ποσό που αντιστοιχεί στο ειδικό λειτουργικό κόστος των διαδικαστικών και διαχειριστικών ενεργειών της Τράπεζας, το οποίο ανέρχεται στο, συνομολογούμενο ως εύλογο, ποσό των 150 €. Επίσης, ότι τέτοιους όρους αποτελούν οι όροι Α3 και 9 της δανειακής σύμβασης, που αφορούν στα έξοδα εξέτασης αιτήματος δανειοδότησης και προέγκρισης, στα έξοδα εγγραφής προσημείωσης, πιστοποιητικών μεταγραφής κλπ και ότι αυτά βαρύνουν τον οφειλέτη, καταβάλλονται κατά την προέγκριση του δανείου, εφόσον δεν υπερβαίνουν το ποσό των 3.000 € και υπό όρους, καθώς και τα δικαστικά και μη έξοδα και δαπάνες της Τράπεζας, τροποποίησης ή εξάλειψης της προσημείωσης, ανταποδοτικά τέλη υπέρ Ο.Κ.Χ.Ε και τα έξοδα εν γένει της εγγραφής προσημείωσης, εκτιμητών, εμπειρογνωμόνων κλπ και του δικηγόρου που παραστεί για τη συναινετική προσημείωση, τέλος δε για όσες εισφορές βαρύνουν ειδικά αυτόν, όπως και αυτή του ν. 128/75. Επίσης ο όρος 5.05 που αφορά α) την οφειλή τόκου υπερημερίας σε περίπτωση καθυστερούμενου ποσού, συμπεριλαμβανομένων των ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο τόκων, με βάση το άρθρο 12 ν. 2601/98 και υπολογιζομένων με επιτόκιο που καθορίζεται από την ΠΔ/ΤΕ 2393/1996 διαμορφωμένο στον κρίσιμο χρόνο σε 2,5% πάνω από το ενήμερο επιτόκιο, όπως προσδιορίζεται στη σύμβαση, β) τον εκτοκισμό των οφειλόμενων τόκων από την πρώτη μέρα καθυστέρησης και την κεφαλοποίηση των τόκων ανά εξάμηνο και μετά το κλείσιμο που δανείου. Επίσης, ο όρος 10 της δανειακής σύμβασης που αφορά στον εγγυητή, ο οποίος ευθύνεται ως αυτοφειλέτης και παραιτείται ανεπιφύλακτα από το ευεργέτημα της δίζησης, δεσμεύεται από κάθε αναγνώριση χρέους από τον οφειλέτη προς την Τράπεζα, ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον οφειλέτη. Τέλος δε, με το σκέλος 5β΄του ίδιου λόγου ανακοπής, ισχυρίζεται την ακυρότητα της δανειακής σύμβασης που αφορά στην επιβάρυνση του οφειλέτη με τα πάσης φύσεως έξοδα, φόρους, τέλη και δαπάνες, σύμφωνα με τον όρο 5 αυτής.
Ως προς τ΄ ανωτέρω, πρέπει να σημειωθούν τα εξής : Ως προς τους ισχυριζόμενους ως καταχρηστικούς όρους Α9 και 4.02 της δανειακής σύμβασης, τίποτε επιπλέον δεν αναφέρεται, ήτοι ότι ενεργοποιήθηκαν, ότι λειτούργησαν εις βάρος του (ανακόπτοντος), κατά ποίο ποσό τον ζημίωσαν ή εάν διαμόρφωσαν τη λειτουργία άλλων όρων, ποίων και πώς. Ως προς τους όρους Α3 και 9 της δανειακής σύμβασης, επίσης δεν αναφέρει στην ανακοπή εάν χρεώθηκε με τέτοια έξοδα, τα οποία σημειωτέον, δεν αποτελούν προμήθειες της Τράπεζας πράγμα που απαγορεύεται, ούτε άλλωστε ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, υπάρχει άλλωστε δυνατότητα αμφισβήτησης αυτών εκ μέρους του οφειλέτη χωρίς και πάλι να αναφέρεται ποιο ποσό θα ήταν εύλογο σχετικά με αυτά. Εν γένει δε, δεν αναφέρεται συγκεκριμένο ποσό κατά το οποίο επιβαρύνθηκε από τους προαναφερθέντες όρους ούτε εάν αυτοί ενεργοποιήθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να δύναται να κριθεί εάν πράγματι επήλθε ακυρότητα στο πλαίσιο των συμφωνιών αυτών, κατά ποίο μέρος επηρεάστηκε η εξέλιξη της όλης σύμβασης από τη συνομολόγησή τους και σε καταφατική περίπτωση κατά ποίο ποσό οφείλεται η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης εκτέλεσης. Το ίδιο ισχύει και για τον όρο 5.05 της δανειακής σύμβασης, ο οποίος συνομολογήθηκε από τα μέρη, όπως και για το σκέλος 5β του ίδιου λόγου ανακοπής. Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη ανακοπή κατά το μέρος που αφορά στις ανωτέρω αιτιάσεις για τις οποίες δεν μπορεί να διαγνωστεί η σχέση τους με τη διατάραξη και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών και κατ΄ επέκταση η καταχρηστικότητα αυτών, σε βάρος του οφειλέτη. Καθόσον δεν παρατίθενται ακριβώς και σαφώς τα αναγκαία περιστατικά πρέπει ν΄απορριφθεί ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (216 ΚΠολΔ) και πρέπει, ως τέτοια, ν΄απορριφθεί. Ως προς δε το σκέλος που αφορά στην καταχρηστικότητα του όρου 10, πρέπει να σημειωθεί ότι ανεξαρτήτως του ότι ην έννοια του καταναλωτή αποκτά και ο εγγυητής που εγγυάται υπερ οφειλέτη-καταναλωτή ενόσω δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματική ή επιχειρηματικής δραστηριότητας και εμπίπτει στην προστασία του ν. 2251/94 (1 παρ 4 περ. ββ αυτού, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ 5 ν. 3587/2007), λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης, εν τούτοις για να υπάρξει καταχρηστικότητα ρήτρας σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης είναι αναγκαίο ότι, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών με βάση τη σύμβαση (3 παρ 1 ν 2251/94). Όταν όμως η ως άνω συμβατική ρήτρα απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε δεν νοείται τέτοια διατάραξη, ούτε καταχρηστικότητα και επομένως ένας τέτοιος όρος αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Από τις διατάξεις των άρθρων 851, 855, 857 αρ 1 ΑΚ συνάγεται ότι όταν ο εγγυητής παραιτείται από το ευεργέτημα της δίζησης, ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ως αυτοφειλέτης, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 862 ΑΚ, λόγω πταίσματος ή βαριάς αμέλειας του δανειστή στην είσπραξη της απαίτησης. Δεν είναι νόμιμος επομένως ο λόγος της ανακοπής ότι με την παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση της δίζησης και τα λοιπά δικαιώματα από τα άρθρα 853 επ ΑΚ είναι παράνομος και καταχρηστικός, καθώς θεωρείται ότι δεν επιφέρει σημαντική διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του εγγυητή. Στην προκειμένη περίπτωση η συμφωνία της εγγυήτριας με το παραπάνω περιεχόμενο στο πλαίσιο της ένδικης σύμβασης είναι έγκυρη (361 ΑΚ) και δεν απαγορεύεται, (ανεξαρτήτως του ότι δεν εξειδικεύονται τα περιστατικά της κατάχρησης), σε κάθε δε περίπτωση, πρόκειται για διατάξεις ενδοτικού δικαίου, καθόλα έγκυρες και ισχυρές. Ούτε άλλωστε αναφέρονται περιστατικά βαριάς αμέλειας ή δόλου της Τράπεζας με την ανωτέρω έννοια, από τα οποία σε κάθε περίπτωση είχε παραιτηθεί (όρος 10.02γ της σύμβασης). Έτσι το Δικαστήριο δεν μπορεί να διαγνώσει κατά πόσον η παραίτησή της είναι άκυρη και πώς αυτό επέδρασε αιτιωδώς στη διαμόρφωση οφειλής εις βάρος της, ούτε εάν η Τράπεζα εκμεταλλεύτηκε σε βάρος της ενδεχομένως τη δεσπόζουσα θέση της κι έτσι συνομολογήθηκαν οι παραπάνω όροι, ούτε εάν από την υπαιτιότητα της Τράπεζας έγινε αδύνατη η ικανοποίηση της από τον οφειλέτη, ούτε εάν η διαταγή πληρωμής με βάση της οποία πραγματοποιήθηκε η ανωτέρω πράξη εκτέλεσης εκδόθηκε σε εκτέλεση κάποιου από αυτούς τους όρους ή εξαιτίας αυτών ζημιώθηκε συγκεκριμένα, πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχαν αυτοί οι όροι. Συνεπώς και κατ΄ αυτό το σκέλος του ο λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, αν τα περιστατικά στα οοία κυρίως, εν όψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών απέβλεψαν τα μέρη για τη στήριξη της σύμβασης μεταβλήθηκαν εκ των υστέρων για λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη εν όψει και της αντιπαροχής έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, μετά από αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει ή και να αποφασίσει τη λύση τη σύμβασης εξ ολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκτελέσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη αφού ληφθούν υπ΄όψιν και τα συναλλακτικά ήθη, τούτο δε είναι εφαρμοστέο σε οποιαδήποτε ενοχική σχέση και παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο, όταν, εξαιτίας της συνδρομής ειδικών συνθηκών, μεταβάλλονται οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνηθέν μέτρο να προσδιορίζει την εκπληρωτέα παροχή με αντικειμενικά κριτήρια περιστέλλοντας ή επεκτείνοντας το συμφωνηθέν μέγεθός της ώστε τούτο ν΄ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 288 ΑΚ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, εάν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, εν όψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της σύμβασης, μεταβλήθηκαν από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από τη μεταβολή αυτή η παροχή, εν όψει της αντιπαροχής έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει ή ν΄αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξ ολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 281ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, θεωρείται δε ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ. ΑΠ 7/2002, ΑΠ 1225/2017, ΑΠ 553/2017, ΑΠ 206/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός, ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας, του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 5/2011, ΕλλΔ/νη 2011/684, ΑΠ 535/2015, ΧρΙΔ 2015/601, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004, ΕφΘεσ 473/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ` αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλόμενων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ` αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ` αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 214/2020 α` δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 711/2011 ΕΕμπΔ 2012/417,601, ΕφΘεσ 1132/2011, ΕπισκΕμπΔ 2011/1050, ΕφΘεσ 1027/2010 Αρμ 2012/577).
Με το 2ο λόγο ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η επιδίωξη της ικανοποίησης της αξίωσης της καθ΄ης η ανακοπή εναντίον του με την κατάσχεση και την επικείμενη εκπλειστηρίαση της ακίνητης περιουσίας του ασκείται καταχρηστικά, υπερβαίνει τα όρια ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος, τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, όρια, κατ΄άρθρ. 281 ΑΚ, εν όψει του τρόπου και του χρόνου που το δικαίωμα αυτό ασκείται και των εν γένει συνοδευουσών συνθηκών και περιστάσεων. Ειδικότερα, διότι λόγω της οικονομικής κρίσης, της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών και των ακραίων καταστάσεων που επικράτησαν στην ελληνική οικονομία και είχαν αντίκτυπο στην εργασία και στα εισοδήματά του, όπως φαίνεται και αποδεικνύεται από την ψήφιση των ν. 3833/2010, 3845/2010, 4046/2012 και 4093/2012, καθώς και 40 περίπου πράξεων νομοθετικού περιεχομένου που εκδόθηκαν για ν΄αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση που ενέσκηψε στην Ελλάδα και είχαν σαν αποτέλεσμα την περικοπή των εισοδημάτων των πολιτών και παράλληλα την αύξηση των φόρων, εισφορών και ασφαλίστρων, ενώ η καθ΄ης είναι καθολική διάδοχος άλλης τράπεζας που τον δανειοδότησε και η οποία πτώχευσε, παρότι χρηματοδοτήθηκε περισσότερες φορές. Ωστόσο, παρά την οικονομική δυσπραγία του ανακόπτοντα εξαιτίας της γενικής οικονομικής κρίσης, δεν ισχυρίζεται ότι άσκησε αγωγή ή προέβαλε ένσταση στα πλαίσια της ενεργούς δανειακής σύμβασης ώστε να αναπροσαρμοστεί η οφειλή τους για το μέλλον (και όχι αναδρομικά), με βάση το άρθρο 288 ΑΚ (ΕφΠατρ 233/2021, ΝΟΜΟΣ). Επίσης, ο ανακόπτων δεν προσδιορίζει το προσήκον μέτρο που επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 288 και 388 ΑΚ, επί του οποίου θα έπρεπε να προσαρμοστεί η επίδικη δανειακή σύμβαση από το δικαστήριο ή τις ειδικές περιστάσεις που θα έπρεπε να αναπροσαρμοστεί αυτή, ούτε ισχυρίζεται ότι πρότεινε συγκεκριμένο χρηματικό αντάλλαγμα που να αντισταθμίζει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών και συναλλακτικών ηθών, την παροχή που έπρεπε να καταβάλει στην καθ΄ης. Περαιτέρω, δεν ισχυρίζεται ότι η καθ΄ης η ανακοπή Τράπεζα προέβη σε εσπευσμένη καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης και τούτο εν όψει πρόσκαιρης ταμειακής δυσχέρειάς του ή ότι συμπεριφορά της καθ΄ης η ανακοπή που προηγήθηκε της άσκησης των δικαιωμάτων που επιδιώκει να ικανοποιήσει με αναγκαστική εκτέλεση, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον ανακόπτοντα την εύλογη πεποίθηση ότι η καθ΄ης δεν θα ασκούσε τα σχετικά δικαιώματά της στο χρόνο που τα άσκησε, με αποτέλεσμα η εσπευσμένη και πρόωρη άσκησή τους να του προκαλεί επαχθείς συνέπειες και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Αντίθετα, όπως αναφέρεται στην ένδικη ανακοπή, πέραν της από 24.4.2009 αρχικής δανειακής σύμβασης ποσού 600.000 €, υπεγράφησαν ακόμη, οι από 10.12.2010, 16.1.2012 και 30.9.2013 τροποποιητικές πράξεις, καθώς και οι από 29.8.2014 και 22.9.2015 πρόσθετες πράξεις, δια των οποίων παρατάθηκε η διάρκεια του δανείου, χορηγήθηκε περίοδος χάριτος, τροποποιήθηκε τόσο το επιτόκιο όσο και ο υπολογισμός αυτού, ενώ με την τελευταία πρόσθετη πράξη αναγνωρίστηκε ως άληκτο, κεφάλαιο 604.641 €, ενώ η έκδοση της διαταγής πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο της προσβαλλόμενης διαδικασίας εκτέλεσης εκδόθηκε και η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε) το έτος 2018. Από τα παραπάνω, δεν προκύπτει αδικαιολόγητη και καταχρηστική επιδίωξη των δικαιωμάτων της καθ΄ης η ανακοπή και μάλιστα κατά τρόπο υπερβαίνοντα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος με την επίσπευση της προσβαλλόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, εν όψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η καθ΄ης, που έχει το δικαίωμα να λαμβάνει αποφάσεις για τη διαχείριση της περιουσίας της όπως και συμφέρον στην είσπραξη της απαίτησής της, έστερξε στη συνομολόγηση τροποποιητικών και πρόσθετων πράξεων, παρά τις οποίες ο ανακόπτων παρέμεινε σε υπερημερία, όπως συνομολογεί και ο ίδιος. Οι πράξεις αυτές, αν και συνομολογήθηκαν μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, παρέμειναν χωρίς αποτέλεσμα, ενώ ο ανακόπτων δεν αναφέρει κατά τρόπο ορισμένο ότι κατά το μεσοδιάστημα από τη σύναψη της τελευταίας σύμβασης μέχρι την έκδοση του εκτελεστού τίτλου επιδίωξε με οποιοδήποτε ένδικο μέσο ώστε να αναπροσαρμοστεί η παροχή του έναντι της καθ΄ης και να αρθεί η επικαλούμενη δυσαναλογία, ούτε μεσολάβησε ικανό και εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να του δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι η καθ΄ης δεν θ΄ασκούσε το δικαίωμά της για είσπραξη της απαίτησής της, το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστικό επειδή δημιουργεί επαχθείς συνέπειες για τον ανακόπτοντα. Εν όψει των ανωτέρω, ο κρινόμενος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι τα αναφερόμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της καθ΄ης κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ.
Με την παράγραφο 6 του άρθρου 59 του ν. 4472/2017(Α΄ 74) προστέθηκε νέο άρθρο 959Α μετά το άρθρο 959 ΚΠολΔ με το εξής περιεχόμενο: «Πλειστηριασμός με ηλεκτρονικά μέσα, ηλεκτρονικός πλειστηριασμός 1. Ο πλειστηριασμός με ηλεκτρονικά μέσα – ηλεκτρονικός πλειστηριασμός – διενεργείται από τον πιστοποιημένο, για τον σκοπό αυτόν, υπάλληλο του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού συμβολαιογράφο μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού. 2. Η κυριότητα, διοίκηση και διαχείριση των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού ανήκει, στους κατά τόπους αρμοδίους Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους. 3. Τα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού περιέχουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης. 4. Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό λαμβάνουν μέρος υποψήφιοι πλειοδότες που έχουν προηγουμένως πιστοποιηθεί στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμών. 5. Κάθε υποψήφιος πλειοδότης δηλώνει τη συμμετοχή του σε συγκεκριμένο πλειστηριασμό, σύμφωνα με τους όρους αυτού, αφού έχει καταβάλει την εγγύηση της παρ. 1 του άρθρου 965, το τέλος χρήσης των συστημάτων, και έχει υποβάλει ηλεκτρονικά το πληρεξούσιο της παρ. 2 του άρθρου 1003, μέχρι ώρα 15:00 δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν την ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού … 6. Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού μετά το πέρας της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου ελέγχει τα υποβαλλόμενα αρχεία, διαπιστώνει με πράξη του μέχρι ώρα 17.00 της προηγούμενης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ημέρας την τήρηση ων διατυπώσεων που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους και υποβάλλει στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να λάβουν μέρος. 7. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός διενεργείται με επιμέλεια του συμβολαιογράφου της περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό. Ο πλειστηριασμός διενεργείται ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου που ορίστηκε αρχικά και στην περίπτωση πολλαπλών κατασχέσεων. Αν τα κατασχεμένα πράγματα βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων ειρηνοδικείων, ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός διενεργείται, κατ’ επιλογή του επισπεύδοντος, στην περιφέρεια οποιουδήποτε εκ των άνω ειρηνοδικείων. Αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται από τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού είναι το δικαστήριο της έδρας του συμβολαιογράφου. 8. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί διενεργούνται ημέρα Τετάρτη ή Πέμπτη ή Παρασκευή από τις 10:00 π.μ. έως τις 14:00 ή από τις 14:00 έως τις 18:00 … Ηλεκτρονικός πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει από 1η Αυγούστου έως 31 Αυγούστου, καθώς και την προηγούμενη και την επόμενη εβδομάδα της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης … 9. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός είναι ανοικτού πλειοδοτικού τύπου κατά τον οποίο υποβάλλονται διαδοχικές προσφορές. Οι συμμετέχοντες υποβάλλουν συνεχώς προσφορά μεγαλύτερη από την εκάστοτε μέγιστη έως το χρόνο λήξης της υποβολής προσφορών. Στα ηλεκτρονικά συστήματα καταγράφονται όλες οι υποβληθείσες κατά τα ανωτέρω προσφορές. 10. Με την υποβολή της προσφοράς, οι υποψήφιοι πλειοδότες ενημερώνονται αμέσως από τα συστήματα για το ποσό της προσφοράς τους, τον ακριβή χρόνο υποβολής της, καθώς και ότι αυτή έχει καταγραφεί. Ο υποψήφιος πλειοδότης ενημερώνεται για την εκάστοτε μέγιστη υποβληθείσα προσφορά. 11. Όλοι οι υποψήφιοι πλειοδότες που λαμβάνουν μέρος στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενημερώνονται αμέσως από τα συστήματα για τυχόν αναστολή, ματαίωση ή διακοπή του πλειστηριασμού, καθώς και για το λόγο αυτής. 12. Μετά τη λήξη της διαδικασίας υποβολής των πλειοδοτικών προσφορών ανακοινώνεται το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων. Όσοι έχουν λάβει μέρος στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενημερώνονται αμελλητί για το αποτέλεσμά του. Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού συντάσσει την έκθεση της παρ. 2 του άρθρου 965, κατακυρώνοντας τα πράγματα στον πλειοδότη. 13. Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό κινητών, ο υπερθεματιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού το πλειστηρίασμα το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό … 14. Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ακινήτων ο υπερθεματιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού το πλειστηρίασμα το αργότερο τη δέκατη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό … 15. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι λειτουργίας των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού, οι λεπτομέρειες υποβολής των πλειοδοτικών προσφορών, η διαδικασία πιστοποίησης και εγγραφής χρηστών στα συστήματα, ο τρόπος καθορισμού και είσπραξης του τέλους χρήσης των συστημάτων και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών». Επίσης, με την παράγραφο 10 του ιδίου άρθρου 59 του ν. 4472/2017 προστέθηκε νέο άρθρο 998Α, μετά το άρθρο 998 ΚΠολΔ με το εξής περιεχόμενο: «Κατά τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ακινήτου, τηρείται η διαδικασία που προβλέπεται στο δεύτερο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 959 και στις διατάξεις του άρθρου 959Α».
Περαιτέρω, κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παραγράφου 15 του προπαρατεθέντος άρθρου 959Α του ΚΠολΔ εξεδόθη η υπ΄αριθ. 41756/2017 (ΦΕΚ Β 1884/30.5.2017) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 8 αυτής τροποποιήθηκε με την υπ΄αριθ. 46904 υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β 2030/13.6.2017), η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 1: «Με την εντολή του άρθρου 927ΚΠολΔ, ο επισπεύδων την αναγκαστική εκτέλεση δύναται να αιτηθεί τη διενέργεια του πλειστηριασμού με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων (ηλεκτρονικός πλειστηριασμός) σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ». Άρθρο 2: «Η διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού πραγματοποιείται μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμών (“ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.”)». Άρθρο 3: «Υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού είναι συμβολαιογράφος που προηγουμένως έχει πιστοποιηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1 της παρούσας». Άρθρο 4: «Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός διενεργείται με επιμέλεια του συμβολαιογράφου της περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό. Αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται από τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού είναι το δικαστήριο της έδρας του συμβολαιογράφου». Άρθρο 5: «Ο συμβολαιογράφος αναρτά στην ιστοσελίδα των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. την αναγγελία διενέργειας πλειστηριασμού κατά τα οριζόμενα στον ΚΠολΔ. Η αναγγελία περιέχει υποχρεωτικά τα ακόλουθα πεδία: ονοματεπώνυμο και πλήρη στοιχεία επικοινωνίας του συμβολαιογράφου, αντικείμενο, ημερομηνία διενέργειας και τιμή πρώτης προσφοράς του πλειστηριασμού, ποσό εγγύησης, καθώς και τον υπερσύνδεσμο προς την ιστοσελίδα του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ όπου έχει αναρτηθεί η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ΚΠολΔ. Με την αναγγελία μπορούν να προσαρτώνται φωτογραφίες του αντικειμένου που εκπλειστηριάζεται και κάθε σχετικό έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του συμβολαιογράφου». Άρθρο 6: «Οι χρήστες των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. κατηγοριοποιούνται ως εξής: α. “Επισκέπτης”: κάθε φυσικό πρόσωπο που επισκέπτεται την οικεία ιστοσελίδα προκειμένου να ενημερωθεί για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, δίχως ειδικές διαδικασίες εγγραφής, ταυτοποίησης και αναγνώρισης. Ο επισκέπτης έχει πρόσβαση αποκλειστικά και μόνο στον ελεύθερα προσβάσιμο χώρο των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. β. “Υπάλληλος Ηλεκτρονικού Πλειστηριασμού”: κάθε πιστοποιημένος στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. συμβολαιογράφος που πραγματοποιεί την ανάρτηση αναγγελίας πλειστηριασμού και διενεργεί ηλεκτρονικό πλειστηριασμό σύμφωνα με τα δικαιώματα πρόσβασης που ορίζονται στην πολιτική ασφαλείας των συστημάτων. Ο υπάλληλος ηλεκτρονικού πλειστηριασμού έχει ελεγχόμενη πρόσβαση στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., κατά το μέρος που αφορά τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς που διενεργεί. γ. “Υποψήφιος Πλειοδότης”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας για λογαριασμό του ή ως εκπρόσωπος νομικού ή φυσικού προσώπου, συμμετέχει στη διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, υποβάλλοντας πλειοδοτικές προσφορές, αφού προηγουμένως έχει πιστοποιηθεί στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Ο υποψήφιος πλειοδότης έχει ελεγχόμενη πρόσβαση σε πλειστηριασμούς, στους οποίους συμμετέχει. δ. “Παρατηρητής (Οφειλέτης)”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας για λογαριασμό του ή με την ιδιότητα του οφειλέτη ή ως εκπρόσωπος νομικού ή φυσικού προσώπου που έχει την ιδιότητα του οφειλέτη, συμμετέχει ως παρατηρητής στη διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού που αφορά σε οφειλή του, αφού προηγουμένως έχει πιστοποιηθεί στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Ο παρατηρητής (οφειλέτης) έχει ελεγχόμενη πρόσβαση σε πλειστηριασμούς που σχετίζονται με οφειλή του». Άρθρο 7: «Για την εκχώρηση των αναφερομένων στο άρθρο 6 δικαιωμάτων, οι χρήστες πραγματοποιούν εγγραφή στα συστήματα μέσω της οικείας ιστοσελίδας, σύμφωνα με τις κάτωθι διαδικασίες: 1. … 2. Οι υποψήφιοι πλειοδότες υποβάλλουν ηλεκτρονικά μέσω της οικείας ιστοσελίδας αίτηση εγγραφής παρέχοντας τις απαραίτητες πληροφορίες (ονοματεπώνυμο, όνομα πατρός, ΑΦΜ, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και κωδικό αριθμό πλειστηριασμού στον οποίον ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν) και αποδεχόμενοι πλήρως και ανεπιφύλακτα τους “Όρους και Προϋποθέσεις” χρήσης των συστημάτων και των προσωπικών δεδομένων ταυτοποιούνται ως εξής: α) Οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικών προσώπων ή φυσικά πρόσωπα τα οποία διαθέτουν ελληνικό ΑΦΜ ταυτοποιούνται μέσω των διαπιστευτηρίων τους που τηρούνται στα συστήματα TAXISNET της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Μετά την ταυτοποίηση, εγκρίνεται η εγγραφή τους στα συστήματα. β) … Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για την πιστοποίηση των Παρατηρητών (Οφειλετών)». Άρθρο 8 παρ. 1: «Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό λαμβάνουν μέρος μόνο φυσικά πρόσωπα ή εκπρόσωποι νομικών προσώπων που είναι εγγεγραμμένοι ως υποψήφιοι πλειοδότες στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. σύμφωνα με τη διαδικασία του προηγούμενου άρθρου».
Εξ άλλου, ψηφίσθηκε ο νόμος 4512/2018, με το άρθρο 207 του οποίου τροποποιήθηκαν διατάξεις του όγδοου βιβλίου του ΚΠολΔ, περί αναγκαστικής εκτελέσεως, προκειμένου να καθιερωθεί ο πλειστηριασμός με ηλεκτρονικά μέσα ως αποκλειστικός τρόπος διενέργειας του πλειστηριασμού. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου, επί των άρθρων 207-208, αναφέρονται, συγκεκριμένα, τα εξής: «… Το βασικό εργαλείο αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλειστηριασμός. Μέχρι προσφάτως, ο νομοθέτης γνώριζε αποκλειστικώς τον “φυσικό” πλειστηριασμό. Η τεχνολογική εξέλιξη δίνει πλέον τη δυνατότητα διενέργειάς του και με ηλεκτρονικά μέσα διασφαλίζοντας απολύτως την τήρηση όλων των δικονομικών και ουσιαστικών εγγυήσεων, των επιταγών της δημοσιότητας και της διαφάνειας και του στόχου της αποτελεσματικότερης ρευστοποίησης. Η ηλεκτρονική διαδικασία αποτελεί τυπικά καθορισμένη και θεσμικά θωρακισμένη διαδικασία η οποία εγγυάται την ακώλυτη και απρόσκοπτη συμμετοχή των ενδιαφερομένων, πραγματώνοντας τον τελικό και κοινό στόχο δανειστή και οφειλέτη που είναι η επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού πλειστηριάσματος. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός του ΚΠολΔ, είναι ανοικτού πλειοδοτικού τύπου. Με τον τρόπο αυτό είναι βέβαιο ότι επιτυγχάνεται το υψηλότερο δυνατό πλειστηρίασμα, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι ο οφειλέτης αποπληρώνει το μέγιστο δυνατό τμήμα της οφειλής του και απελευθερώνεται αναλόγως. Την ίδια στιγμή, διασώζεται η πραγματική αξία των εκπλειστηριαζόμενων πραγμάτων. Αντιθέτως, κατά το ισχύον σύστημα, στους “φυσικούς πλειστηριασμούς” η προσφορά είναι μια και κλειστή, το οποίο συνεπάγεται την πιθανότητα για μια ελάχιστα μεγαλύτερη προσφορά, η οποία πιθανότατα υπολείπεται της αληθινής αξίας του πράγματος, μια περιουσία να αλλάξει χέρια. Το σύστημα της μιας κλειστής προσφοράς υιοθετήθηκε ελλείψει ηλεκτρονικών μέσων διενέργειας του πλειστηριασμού και με σκοπό να αντιμετωπιστούν γνωστά παρασιτικά φαινόμενα. Η παρούσα νομοθετική πρόταση κινείται προς τις εξής τρεις κατευθύνσεις: πρώτον, κατάργηση όλων των προβλέψεων που αφορούσαν αποκλειστικά τους φυσικούς πλειστηριασμούς· δεύτερον, προσαρμογή των υπόλοιπων διατάξεων στον αποκλειστικό τρόπο διενέργειας των πλειστηριασμών με ηλεκτρονικά μέσα· τρίτον, βελτίωση του κανονιστικού πλαισίου με βάση τη μέχρι σήμερα εφαρμογή». Με την παράγραφο 1 του άρθρου 207 του ν. 4512/2018, αντικαθίσταται το άρθρο 927 του ΚΠολΔ, και ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει … Αν πρόκειται για κατάσχεση κινητού ή ακινήτου, ορίζει ως υπάλληλο, ενώπιον του οποίου θα διενεργηθεί ηλεκτρονικά ο πλειστηριασμός, συμβολαιογράφο της περιφέρειας του τόπου όπου θα γίνει η κατάσχεση. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατό να ορισθεί συμβολαιογράφος του τόπου εκτέλεσης, τότε ο επισπεύδων περιλαμβάνει στην εντολή τη δήλωση να οριστεί συμβολαιογράφος διορισμένος στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου, του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους …». Περαιτέρω, με την παράγραφο 7 του άρθρου 207 καταργείται το άρθρο 959Α του ΚΠολΔ, ενώ οι ρυθμίσεις που εισήχθησαν με το ως άνω καταργούμενο άρθρο περί διενέργειας του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα αποτελούν, ήδη, κατά βάση, περιεχόμενο του άρθρου 959 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαθίσταται με την παράγραφο 6 του εν λόγω άρθρου 207, εφ’ όσον πλέον δεν προβλέπεται άλλος τρόπος διενέργειας πλειστηριασμού, παρά μόνον με ηλεκτρονικά μέσα. Επίσης, με την παράγραφο 15 του άρθρου 207 αντικαθίσταται το άρθρο 998 του ΚΠολΔ για τη ρύθμιση των σχετικών με τη διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ακινήτων ζητημάτων (ενώ με την παράγραφο 16 του ίδιου άρθρου καταργείται το άρθρο 998Α του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, με το άρθρο 208 του ν. 4512/2018 αντικαθίσταται το άρθρο 60 του ν. 4472/2017 στην παράγραφο 1 του οποίου ορίζεται, πλέον, ότι «Από τις 21.2.2018 οι πλειστηριασμοί διεξάγονται αποκλειστικά και μόνο με ηλεκτρονικά μέσα, ανεξάρτητα από τον χρόνο επίδοσης της επιταγής και επιβολής της κατάσχεσης», ενώ με τις επόμενες παραγράφους του ιδίου άρθρου θεσπίζονται σχετικές μεταβατικές ρυθμίσεις.
Όπως προεκτέθηκε, με την παράγραφο 7 του άρθρου 207 του ν. 4512/2018, καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 959Α του ΚΠολΔ, κατ’ επίκληση των οποίων εξεδόθη η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση. Δεδομένου, όμως, ότι με τις ρυθμίσεις του νεότερου αυτού νόμου καθιερώθηκε πλέον ο πλειστηριασμός με ηλεκτρονικά μέσα ως αποκλειστικός τρόπος διενέργειας του πλειστηριασμού και εφ’ όσον στον νόμο δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, οι διατάξεις της ως άνω υπουργικής αποφάσεως εξακολουθούν να ισχύουν για τη ρύθμιση των ειδικότερων όρων και λεπτομερειών της διαδικασίας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, προς συμπλήρωση της βασικής ρύθμισης που τίθεται ήδη με τις διατάξεις του Κώδικα και, συγκεκριμένα, με τις διατάξεις του άρθρου 959 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του ως άνω άρθρου 207.
Με τον 3ο λόγο ανακοπής, ο ανακόπτων παραπονείται ότι με την καθιέρωση του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού – πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα, παραβιάζεται η αρχή της δημοσιότητας, ως προς τη φυσική παρουσία του οφειλέτη, δηλαδή του ανακόπτοντα και ο τρόπος αυτός διενέργειας είναι αντισυνταγματικός ως αντίθετος στη Λαϊκή κυριαρχία (άρθρο 1 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος) και στην κατ΄αναλογία εφαρμοζόμενη αρχή του άρθρου 93 παρ. 2 του συντάγματος περί δημοσιότητας των συνεδριάσεων της δικαστικής εξουσίας, καθιστώντας τη σχετική διαδικασία άκυρη γιατί δεν διασφαλίζεται η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης οποιουδήποτε στο (φυσικό) χώρο διενέργειας του πλειστηριασμού για πλειοδοσία ή για απλή παρακολούθηση για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της προστασίας του συμφέροντος του οφειλέτη και των δανειστών, εφόσον μόνο οι πιστοποιημένοι χρήστες μπορούν να παρακολουθήσουν τη διαδικασία. Ετσι, ο πλειστηριασμός που επισπεύδεται από την καθ΄ης επί ακινήτου του σε βάρος του, πάσχει ακυρότητας, καθόσον με την ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ορίστηκε η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και εντεύθεν απορριπτέος, δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε, με το άρθρο 6 της ως άνω υπουργικής αποφάσεως ρυθμίζονται τα δικαιώματα πρόσβασης κάθε κατηγορίας χρηστών του ηλεκτρονικού συστήματος, οι δε οφειλέτες, όπως ο ανακόπτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 περ. δ΄αυτής, (ως παρατηρητές αφού πιστοποιηθούν στη διαδικασία που σχετίζεται με την οφειλή τους), ενώ στο ίδιο άρθρο ρυθμίζεται και η πρόσβαση των λοιπών κατηγοριών χρηστών με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις αναλόγως της ιδιότητάς τους. Επίσης ο οφειλέτης έχει πρόσβαση και στα απαραίτητα εκ του νόμου έγγραφα, παρακολουθώντας σε πραγματικό χρόνο τη διαδικασία και την εξέλιξη υποβολής προσφορών από τους εγκεκριμένους συμμετέχοντες, καθώς και την τιμή κατακύρωσης. Τα δε στοιχεία του υπερθεματιστή είναι διαθέσιμα σε αυτόν μέσω του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Επομένως διασφαλίζεται πλήρως η πρόσβαση ιδίως του οφειλέτη που έχει εύλογο και νόμιμο συμφέρον αλλά και των λοιπών συμμετεχόντων, καθώς και η δυνατότητά τους να παρακολουθούν την εξέλιξη της διαδικασίας του πλειστηριασμού και το αποτέλεσμά της, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, καταχωρούνται και στην έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης που συντάσσει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και της οποίας λαμβάνει γνώση ο οφειλέτης, ο οποίος βεβαίως έχει δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής. Ετσι, διασφαλίζεται και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του. Σε κάθε περίπτωση, ο ανακόπτων δεν διευκρινίζει σε τι βλάπτεται ειδικώς από τις ανωτέρω διατάξεις και πώς συνδέονται οι ανωτέρω διατάξεις με οποιαδήποτε βλάβη του. Εξάλλου, με τις ανωτέρω ρυθμίσεις εξασφαλίζεται η ελεύθερη πρόσβαση οποιουδήποτε ενδιαφερομένου προσώπου στο χώρο της ιστοσελίδας των ηλεκτρονικών συστημάτων προκειμένου να ενημερωθεί για τους διενεργούμενους πλειστηριασμούς και να συμμετέχει εφόσον πιστοποιηθεί, κάτι που εξασφαλίζει ακόμη μεγαλύτερη αξιοπιστία στη διαδικασία και στον οφειλέτη. Ετσι, διασφαλίζεται τόσο η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας του (ηλεκτρονικού) πλειστηριασμού, ώστε, αφ΄ενός μεν να επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή ενδιαφερομένων πλειοδοτών (οι οποίοι δεν είναι βέβαιο ότι θα παρίσταντο με φυσική παρουσία στην παλιότερη διαδικασία) και συνακόλουθα το υψηλότερο και δικαιότερο, (ως μη επηρεαζόμενο από εξωτερικούς παράγοντες) δυνατό πλειστηρίασμα, αφ΄ετέρου δε να παρέχονται εχέγγυα, μέσω της διαδικασίας εγγραφής και ταυτοποιήσεως, καθώς και τις υποχρεώσεις καταβολής εγγυήσεως για τη συμμετοχή προσώπων με γνήσιο ενδιαφέρον για την υποβολή πλειοδοτικής προσφοράς (ΣτΕ 1846/2020, ΝΟΜΟΣ).
Απορριπτέος, λόγω αοριστίας (216 ΚΠολΔ) είναι και ο 7ος λόγος της κρινόμενης ανακοπής, με τον οποίο ο ανακόπτων παραπονείται, (κατά τη δέουσα εκτίμηση του λόγου αυτού) ότι ο επισπευδόμενος με βάση την ανακοπτόμενη έκθεση κατάσχεσης πλειστηριασμός είναι άκυρος λόγω αντισυνταγματικότητας, συνεπεία της, με τις ανωτέρω διατάξεις, επιβολής υποχρέωσης του καθ΄ου η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης να παρακολουθεί την εξέλιξη της διαδικασίας με ηλεκτρονικά μέσα και όχι μέσω επίδοσης εγγράφων πλην της επίδοσης της έκθεσης κατάσχεσης, κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1, 4 παρ. 1, του Συντάγματος και 6 και 13 της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι αφ΄ενός μεν δεν αναφέρεται ειδικά η βλάβη την οποία υφίσταται, αφ΄ετέρου δε, ισχύουν τα προαναφερθέντα στον 3ο λόγο ανακοπής σχετικά με τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του οφειλέτη – καθ΄ου η διαδικασία του πλειστηριασμού η οποία επιτυγχάνεται με τη δυνατότητα παρακολούθησης εκ μέρους του της όλης διαδικασίας κατ΄αδιάβλητο τρόπο.
Περαιτέρω, με τον 4° λόγο της κρινόμενης ανακοπής, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτού, ο ανακόπτων παραπονείται ότι η απαίτηση της καθ’ ης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. …../2018 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής συντάχθηκε η από 11.1.2018 επιταγή προς εκτέλεση και στη συνέχεια με βάση αυτήν η υπ’ αριθ. ……../2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, δεν είναι εκκαθαρισμένη και δεν αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής έγγραφα ούτε από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ιδίως δε, διότι η απαίτηση αποτελείται από κεφάλαιο (το ποσό του οποίου δεν αναφέρεται, διότι το κεφάλαιο του δανείου ήταν 600.000 € και στις 21.11.2012 είχε μειωθεί λόγω καταβολών σε 562.207,06 €), τόκους (το ποσό των οποίων δεν αναφέρεται), έξοδα, ανακεφαλαιοποιημένους τόκους (το ποσό των οποίων δεν αναφέρεται), εισφορά ν. 128/1975 κλπ., τα ειδικότερα κονδύλια των οποίων δεν αναφέρονται στη διαταγή πληρωμής, όπως και το εκάστοτε επιτόκιο Euribor, οι μεταβολές του οποίου δεν αναφέρονται, ώστε να προκύπτει αν ορθά η καθ’ης υπολόγισε το οφειλόμενο υπόλοιπο, τους τόκους υπερημερίας και τους τόκους, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν αναφέρεται το επιτόκιο και το επιτόκιο υπερημερίας που ήταν 2,5%, αλλά και δεν προσκομίζονται αντίγραφα λογαριασμών για το χρονικό διάστημα από 24.4-2009 έως και 9.1.2013, καθιστώντας ασαφή και ανεκκαθάριστα τα ποσά που αφορούν στο επιτόκιο, το χρονικό διάστημα που υπολογίστηκε αυτό κάθε φορά και το ύψος των κεφαλαιοποιημένων τόκων. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, της από 11.1.2018 επιταγής προς πληρωμή και της υπ’αριθ. …/11.7.2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή Πειραιά .. …., προκύπτει ότι για την έκδοση της διαταγής πληρωμής προσκομίστηκε η πρωτότυπη καρτέλα δανείου που είχε εκδοθεί από τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα της Τράπεζας και δη επικυρωμένη και βεβαιωμένη κατά το περιεχόμενό της από τα αρμόδια κατά νόμο πρόσωπα, η οποία βάσει ρητού όρου της δανειακής σύμβασης (όρος 1.03) αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησης της Τράπεζας και από την οποία προκύπτει α) η κίνηση του λογαριασμού …… λογαριασμού εξυπηρέτησης δανείου, ο οποίος κινήθηκε μέχρι την ημερομηνία εκταμίευσης (ήτοι από 30.4.2009 μέχρι 9.12.2013, δηλαδή την ημερομηνία μετάπτωσης των συστημάτων της Τράπεζας …………… στα συστήματα της εκκαλούσας και β) η κίνηση του υπ’αριθ. …….. λογαριασμού εξυπηρέτησης ο οποίος κινήθηκε από την 9.12.2013, ήτοι την ημερομηνία της ως άνω μετάπτωσης μέχρι την καταγγελία της σύμβασης δανείου στις 3-2.2017 με βεβαίωση της γνησιότητας εκτύπωσης από τα ηλεκτρονικά τηρούμενα βιβλία της Τράπεζας από αρμόδια υπάλληλο της Τράπεζας και βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από το πρωτότυπο απόσπασμα από το δικηγόρο ……… Επίσης προσκομίστηκε και το απόσπασμα του υπ’αριθ. ………… λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης νομίμως εξαχθέν από τα εμπορικά βιβλία της εκκαλούσας Τράπεζας που αποτελούσε ενιαίο κείμενο με την αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, τηρούμενο κατά το μηχανογραφικό σύστημα και ως πρωτότυπο, εκδοθέν και επικυρωμένο από τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα της Τράπεζας και βεβαιωμένο και επικυρωμένο κατά το περιεχόμενό του, στον οποίο μεταφέρθηκε στις 3-2.2017 το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού εξυπηρέτησης του δανείου, από 619.824,75 € και το οποίο, βάσει του όρου 1.03 της σύμβασης αποτελούσε πλήρη απόδειξη της οφειλής των καθ’ ων. Συνεπώς, ο 4ος λόγος της ανακοπής, κατά το σκέλος αυτό, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι αφενός μεν από το περιεχόμενο των ως άνω αρχικής σύμβασης και των τροποποιητικών και πρόσθετων πράξεων, προκύπτει το υπόλοιπο οφειλόμενο κάθε φορά ποσό, (το οποίο ο ανακόπτων αναγνώριζε ρητά και ανεπιφύλακτα κάθε φορά), το άληκτο κεφάλαιο, ο χρόνος υπολογισμού των τόκων, το ποσό τόκων ή δόσεων επί του οποίου υπολογίζεται το επιτόκιο. Εξάλλου, εάν αμφισβητούνται επί μέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής, πρέπει να αναφέρεται σε αυτό το ακριβές ποσό από την επιδικαζόμενη απαίτηση το οποίο αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης. Οι λόγοι δηλαδή της ανακοπής πρέπει, για να είναι ορισμένοι, να περιέχουν ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ιδίαν κονδύλια, μόνη δε η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του χρεωστικού υπολοίπου δεν αρκεί. Ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπιφέρει την ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της διαταγής πληρωμής, χωρίς αυτή να πλήττεται στο σύνολό της. Ακολούθως, από τα άρθρα 623, 626 παρ. 2 και 3γ, 630γ και 631 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής η οποία αποτελεί μόνο εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να εμπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία απορρέει η απαίτηση δίχως να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν απαιτείται να περιγράφοντα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία ΑΠ 1094/2006, ΕφΛαμ 5/2022, ΕφΠειρ 37/2016, ΝΟΜΟΣ).
Η αναφορά ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων, απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει ως εκτελεστός τίτλος. Η δε απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό μαθηματικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 368/2019, 1349/2013, ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αρκεί να αναφέρεται ότι εκδόθηκε βάσει δανειακής σύμβασης, ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του οφειλέτη, χωρίς ν’απαιτείται η πλήρης αναφορά των χρεοπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού κίνησης της σύμβασης. Αντίστοιχα ισχύουν και για την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής. Εξάλλου, η συμφωνία μεταξύ πιστοδότριας Τράπεζας και πιστούχου οφειλέτη, ότι αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της και ιδίως το απόσπασμα του τηρούμενου από την Τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της Τράπεζας χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διαταχθούν αποδείξεις σε βάρος της, αποτελεί έγκυρη δικονομική σύμβαση που δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη, εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη ν’αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων ίων αποσπασμάτων, φέροντας ο ίδιος το σχετικό βάρος απόδειξης με σαφείς και ορισμένους ισχυρισμούς, (ΑΠ 621/2018, 1022/2003, ΕφΠειρ 399/2020, ΕφΔυτΜακ 25/2019, ΕφΛαρ 499/2019, ΝΟΜΟΣ). Το απόσπασμα αυτό επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, επομένως στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής με την οποία ζητείται το υπόλοιπο δανειακής σύμβασης μεταξύ πιστοδότριας Τράπεζας και οφειλέτη πιστούχου, αρκεί ν’ αναφέρεται ότι μεταξύ τους συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, ότι υπάρχει κατάλοιπο υπέρ αυτής από τη μεταξύ τους σύμβαση, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και ότι το απόσπασμα αυτό επισυνάπτεται στην αίτηση, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σε αυτήν τα επί μέρους κονδύλια χρεώσεων και πιστώσεων αφού περιλαμβάνονται στο απόσπασμα από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της Τράπεζας (ΑΠ 999/2019, 1071/2017, 872/2017, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το αντίγραφο του αποσπάσματος αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά του έχει βεβαιωθεί από αρμόδια Αρχή η Δικηγόρο, χωρίς να αρκεί η σχετική βεβαίωση από υπάλληλο της Τράπεζας. Όταν όμως πρόκειται για μηχανογραφικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία, η ακρίβεια του περιεχομένου του εκτυπωμένου αποσπάσματος τους από υπολογιστή με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από υπάλληλο της Τράπεζας, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο διαθέτει εις χείρας της η Τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον υπολογιστή αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της, άρα πρόκειται για πρωτότυπο που δεν χρήζει επικύρωση από δικηγόρο ή Δημόσια Αρχή. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον όρο 1.03 της αρχικής σύμβασης ορίζεται ότι το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη θ’ αποδεικνύεται πλήρως, επιτρεπομένης ανταπόδειξης, από αποσπάσματα ή αντίγραφα των εμπορικών βιβλίων της ή και των λογιστικών καταστάσεων ακόμη και από μηχανογραφικό σύστημα και από τα statements που θα εμφανίζουν την κίνηση του λογαριασμού με χρεοπιστώσεις, επιτόκια, επιγενόμενους τόκους και έξοδα ακόμη και μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού. Εάν η απαίτηση και το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ή το προσκομιζόμενο προς απόδειξή τους έγγραφο δεν έχει συνταχθεί με το νόμιμο αποδεικτικό τύπο, ο Δικαστής οφείλει, με βάση το άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει τη Διαταγή Πληρωμής και εάν παρά ταύτα εκδοθεί, τότε είναι ακυρωτέα λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Ο δανειστής, (εδώ η Τράπεζα) δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει το ποσό των νόμιμων τόκων, για την εξεύρεση των οποίων αρκεί η αναφορά του κεφαλαίου και του επιτοκίου, όπως αυτό έχει συμφωνηθεί και δύναται να υπολογιστεί με βάση τ’ανωτέρω στοιχεία. Απαιτείται επίσης και η προσκόμιση των εκθέσεων επίδοσης της καταγγελίας του δανείου και της κήρυξης αυτού ληξιπρόθεσμου και απαιτητού η οποία στην προκειμένη περίπτωση έλαβε χώρα με την από 20.2.2017 δήλωση καταγγελία της Τράπεζας που κοινοποιήθηκε νόμιμα στον ανακόπτοντα – οφειλέτη όπως προκύπτει από την υπ’αριθ. ………/16.3.2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Εφετείου Αιγαίου, …….. Ετσι, με βάση τα προαναφερθέντα, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, πρώτο εκτελεστό απόγραφο της οποίας μαζί με την κάτω από αυτό από 11.1.2018 επιταγή προς πληρωμή, κοινοποιήθηκε στους καθ’ων η Διαταγή Πληρωμής στις 27.2.2018 όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επί του σώματος αυτής της Δικαστικής Επιμελήτριας …………. και στη συνέχεια κατασχέθηκε η ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντα με την προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης προκύπτει ότι ο ανακόπτων και η μη διάδικος – σύζυγός του, ……………., διατάχθηκαν να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 619.824,75 € εντόκως, πλέον εξόδων από τη 17.3.2017 ήτοι την επομένη της επίδοσης της από 20.2.2017 εξώδικης δήλωσης καταγγελίας, με επιτόκιο υπερημερίας το συμφωνηθέν συμβατικό επιτόκιο πλέον 2,5 εκατοστιαίων μονάδων και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, σύμφωνα με τους όρους 11.02 και 5-05 της δανειακής σύμβασης και το νόμο (άρθρ. 12 ν. 2601/1998), πλέον εξόδων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και ποσό 15.863 € για δικαστική δαπάνη. Επίσης, με την επιταγή προς πληρωμή επιτάσσονται να καταβάλουν α) για επιδικασθέν κεφάλαιο ποσό 619.824,75 €, β) για νόμιμους τόκους υπερημερίας, υπολογισθέντες επί του ως άνω επιδικασθέντος κεφαλαίου από την 17.3.2017, ήτοι από την επομένη της επίδοσης της από 20.2.2017 εξώδικης δήλωσης καταγγελίας μέχρι τη σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή, (11.1.2018), ποσό 20.581,58 €, γ) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, ποσό 15.863 €, δ) για διενεργηθέντα έξοδα ποσό 965,75 €, ε) για λήψη απογράφου, έκδοση αντιγράφου μετ’αντιγραφικών δικαιωμάτων και σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, ποσό 50 € και στ) για κοινοποίηση της επιταγής, ποσό 50 € και όλα τ’ανωτέρω ποσά πλην του κονδυλίου των τόκων, νομιμότοκα, από την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή μέχρι εξοφλήσεως, σε περίπτωση δε αναγκαστικής εκτέλεσης με επιβάρυνση 30 € για την παραγγελία που θα δοθεί στο Δικαστικό Επιμελητή προς εκτέλεση, όπως προκύπτει και από την προσβαλλόμενη πράξη. Συνεπώς, δεν προκύπτει αοριστία ή ανεκκαθάριστο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη Διαταγή Πληρωμής, ούτε ακυρότητα της κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής επιταγής προς πληρωμή και κατά συνέπεια και της ακολουθήσασας ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, αντίθετα δε, ο κρινόμενος 4ος λόγος της ένδικης ανακοπής πρέπει ν ’ απορριφθεί κατά το σκέλος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν αναφέρει συγκεκριμένο ποσό για το οποίο θα έπρεπε να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις.
Με τον 6° λόγο της κρινόμενης ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της καθ’ης η ανακοπή έχει εξοφληθεί μέσω της χρηματοδότησης της καθ’ης από το Ελληνικό Δημόσιο, άλλως επικουρικός ότι η σε βάρος του ενοχή έχει αποσβεσθεί λόγω της αποζημιώσεώς της από το Ελληνικό Δημόσιο για τις ακαθάριστες αναμενόμενες ζημίες πιστωτικού κινδύνου στις οποίες εμπίπτει η ένδικη δανειακή σύμβαση, άλλως και όλως επικουρικός διότι καταχρηστικά εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, διότι η διεκδίκηση των απαιτήσεων της σε βάρος του σχετίζεται με τις αλλεπάλληλες χρηματοδοτήσεις της, την ανακεφαλαιοποίηση της καθ’ ης με τους τρόπους που αναφέρονται στον κρινόμενο λόγο που είχε στόχο την κάλυψη των ζημιών από τα «κόκκινα δάνεια» και ειδικότερα διότι η κρατική ενίσχυσή τους στόχευε στην ανόρθωση των ζημιών από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και συνεπώς αποκρατικοποιήθηκε, ενώ τα κεφάλαια που της χορηγήθηκαν για την κάλυψη των ζημιών πληρώθηκαν από τους πολίτες της Χώρας, παρά το γεγονός ότι το Ελληνικό Κράτος απώλεσε τον έλεγχο επ’αυτής αφού το κρατικό μερίδιο μειώθηκε από 67% σε 22% και επομένως, οι αλλοδαποί ιδιώτες που έλαβαν τον έλεγχο της καθ’ης, έλαβαν παράλληλα και χρηματική αποζημίωση για τα δάνεια πιστωτικού κινδύνου, όπως το ένδικο. Έτσι λοιπόν επήλθε απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, επιβάρυνση του ανακόπτοντα για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους και παράλληλα χρηματοδότηση της καθ’ης και άρα απόσβεση ή εξόφληση του χρέους, καθιστώντας τις ενέργειες της καθ’ ης για την ικανοποίηση των αξιώσεών της από τον ανακόπτοντα με τις προσβαλλόμενες πράξεις, καταχρηστικές (ΑΚ 281) και εξ αυτού ακυρωτέες.
Ο κρινόμενος (6ος) λόγος της υπό κρίση ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Ειδικότερα, ως προς τα σκέλη του περί εξοφλήσεως λόγω χρηματοδοτήσεως και άλλως επικουρικός περί αποσβέσεως της ενοχής λόγω τη χρηματοδότησης από το ελληνικό δημόσιο, διότι δεν εξειδικεύονται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η συγκεκριμένη ένδικη εξόφληση και μάλιστα λόγω της κεφαλαιοποίησης των τραπεζών, εάν αυτή στόχευε στην κάλυψη του ένδικου δανείου, εάν αυτό εμπίπτει στα «κόκκινα δάνεια» και υπό ποια κριτήρια, πότε και με ποιο τρόπο (καταβολές, ποσά, χρόνους) έγινε αυτή, ανεξαρτήτως του ότι η κεφαλαιοποίηση μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στόχευε ακριβώς στην ενίσχυση της ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και την αποφυγή κατάρρευσής τους (2 ν. 3864/2010 και ν. 4079/2012), όπως άλλωστε συνομολογεί ο ανακόπτων στην προτελευταία παράγραφο (σελ. 59 στιχ. 12 – 14 της ανακοπής, όπου αναφέρεται αντιφατικά με τους προηγηθέντες ισχυρισμούς ότι «… ενώ η καθης Τράπεζα, όπως προειπώθηκε, χρηματοδοτήθηκε αδρά, ανακεφαλαιοποιήθηκε δύο φορές και έλαβε [11+7] ΐ8 δις μετρητά με την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση για να επιβιώσει…», και δεν είχε το χαρακτήρα αναδιανομής πόρων προς τον ανακόπτοντα ή όσους πολίτες πληρούσαν παρόμοια κριτήρια, τα οποία πάντως δεν εξειδικεύονται. Επίσης, δεν παρατίθενται περιστατικά, ή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει έστω, άλλος λόγος απόσβεσης της ένδικης οφειλής (σύγχυση στο πρόσωπο δανειστή και οφειλέτη, συμψηφισμός, κλπ), ακόμη δε και ότι με την κεφαλαιοποίηση επήλθε οποιαδήποτε αλλοίωση των συμβατικών ενοχών της καθ’ής και δη έναντι του ανακόπτοντα. Επίσης, ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω κεφαλαιοποίηση ή ανακεφαλαιοποίηση της καθ’ης είχε σαν αποτέλεσμα την επιβάρυνση του ανακόπτοντα ώστε μέσω αυτής να εξοφληθεί ή άλλως να αποσβεσθεί η οφειλή του, δεν στηρίζεται σε δεδομένα της ένδικης υπόθεσης. Αντίθετα, δεν ισχυρίζεται ο ανακόπτων, ούτε άλλωστε προκύπτει από κοινώς γνωστά πραγματικά γεγονότα κατά τόπο ώστε η αλήθεια τους να ισχύει έναντι πάντων και να λαμβάνονται υπ’όψιν χωρίς απόδειξη ότι η καθ’ής μετά την ισχυριζόμενη ανακεφαλαιοποίηση ανέλαβε την ένδικη οφειλή απαλλάσσοντας τον ανακόπτοντα λόγω της αναφερόμενης οικονομικής επιβάρυνσης, τα στοιχεία της οποίας επίσης δεν αναφέρονται. Τέλος, κανένα στοιχείο δεν αναφέρεται ότι η καθ’ης επέδειξε συμπεριφορά τέτοια ώστε να δημιουργηθεί η πεποίθηση στον ανακόπτοντα ότι δεν θα επιδιώξει την ικανοποίηση της ένδικης αξίωσής της, αλλ’αντίθετα κατήγγειλε τη δανειακή σύμβαση, μετέφερε αυτήν σε οριστική καθυστέρηση και προέβη στις δικαστικές ενέργειες για την ικανοποίησή της και ξεκίνησε τις πράξεις εκτέλεσης, το νόμιμο δε αυτό δικαίωμα περιλαμβάνεται στην εξουσία διαχείρισης της περιουσίας της, πράγμα που δεν αντίκειται στην καλή πίστη, στα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της, έστω και εάν εκ των ενεργειών της καθ’ης επέρχεται βλάβη στα συμφέροντα του ανακόπτοντα. Σημειωτέον, ότι ο λόγος είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι ο ανακόπτων δεν αποδέχεται την ύπαρξη του δικαιώματος της καθ’ης να επιδιώξει την ικανοποίηση των συμφερόντων της, πράγμα που όπως προαναφέρθηκε δεν ισχύει.
Με τον 8ο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η καθ΄ης δεν νομιμοποιείτο ενεργητικά στην έκδοση της διαταγής πληρωμής και στην, με βάση αυτήν, έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προσβαλλόμενη κατάσχεση, διότι δεν είναι έγκυρη η ισχυριζόμενη καθολική διαδοχή της στα δικαιώματα της Τράπεζας ………… Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, προκύπτει ότι κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής προσκομίστηκε το υπ΄αριθ. 8678/9.12.2013 ΦΕΚ (τ. αε – επε και ΓΕΜΗ) από το οποίο προκύπτει η οιονεί καθολική διαδοχή της δι΄απορροφήσεως συγχωνευθείσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία Τράπεζα ………….. ανώνυμη εταιρία με έδρα την Αθήνα από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία Τράπεζα …. .. που εδρεύει στην Αθήνα, όπως η συγχώνευση συντελέστηκε και αποδεικνύεται από την υπ΄αριθ. ………../29.11.2013 πράξη του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, εγκριθείσα με την υπ΄αριθ. Κ2 7198/9.12.2013 απόφαση του Υφυπουργού ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ υπ΄αριθ. Κ2 7198/δις και δημοσιεύτηκε στο υπ΄αριθ. 8678/9.12.2013 ΦΕΚ ως ανω, (άρθρα 68 παρ. 2, 74, 75, 78 ΚΝ 2190/1920, 16 ν. 2515/1997, 1-5 ν. 2166/1933, όπως ισχύουν, από 17.7.2013, 27.9.2013 και 28.11.2013 αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων της απορροφούσας εταιρίας, από 27.11.2013 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της απορροφούμενης εταιρίας. Συνεπώς, μετά την εγκριτική απόφαση της συγχώνευσης η καθ΄ης υποκαταστάθηκε σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της τράπεζας ………. και εξομοιώθηκε με καθολική της διάδοχο ώστε νόμιμα προέβη στην προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης.. Συνεπώς ο σχετικός (8ος) λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Εν όψει των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να επικυρωθεί η υπ΄αριθ. …../2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού Επιμελητή Πειραιώς …………… βάσει των ως άνω διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση. Πρέπει επίσης να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου έφεσης στην εκκαλούσα και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των νομικών κανόνων που εφαρμόσθηκαν (179, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 14.5.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. …………./ 15.5.2019) έφεση κατά της υπ΄αριθ. 651/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασίας περιουσιακών διαφορών) και την από 15.10.2021 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………/18.10.2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 6.8.2018 (υπ΄αριθ. κατάθ. …………/8.8.2018) ανακοπή.
Απορρίπτει αυτήν.
Διατάσσει την απόδοση του υπ΄αριθ. ………… παραβόλου έφεσης στην εκκαλούσα.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Αυγούστου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ