Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 590/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο  ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης  590/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδερεύουσα    Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και τη Γραμματέα K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α. Εκκαλούντων: 1) εταιρίας ………….. και 2) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δήμητρα Σακελλαροπούλου, με δήλωση.

Εφεσίβλητης: αλλοδαπής εταιρίας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Πουλοπούλου.

Κοινοποιούμενης: εταιρίας ………………, η οποία, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. Εκκαλούσας: εταιρίας …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Μιχαλακοπούλου, με δήλωση.  Και

Εφεσίβλητης: αλλοδαπής εταιρίας ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Πουλοπούλου.

Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρία ζήτησε να γίνει δεκτή η από 10.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφασή του 993/2021 δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, ασκήθηκαν α) από τους δύο πρώτους εναγόμενους η από 23.6.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Εφετείου ……../2021) και β) από την τρίτη εναγόμενη η από 23.6.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Εφετείου ………/2021), η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο. Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους (από το πινάκιο) και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης και στις δύο εφέσεις ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων και στις δύο εφέσεις, ύστερα από δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 1α του Κ.Πολ.Δ., «Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομόδικους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομόδικους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται”. Η διάταξη αυτή προσδίδει ευρύτερα όρια στην έννοια της αναγκαστικής ομοδικίας, εφόσον αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες, αν και δεν υπάρχει κίνδυνος σύγκρουσης δεδικασμένου, δεν νοείται, η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, αλλά κατά τους κανόνες της λογικής και του δικαίου επιβάλλεται η έκδοση όμοιας απόφασης. Έτσι, αναγκαστική ομοδικία υφίσταται και σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει πλήρης ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης κάθε ομόδικου, καθόσον η λογική αναγκαιότητα επιβάλλει την έκδοση όμοιας απόφασης και, συνεπώς, δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων (Α.Π. 1365/2019 και Α.Π. 42/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 321/2014 και Α.Π. 1683/2013 αμφότερες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Τέτοια περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας υπάρχει και όταν ασκείται αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας δικαιοπραξίας (Α.Π. 1365/2019 ό.π., Α.Π. 223/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 42/2016 ό.π.).

ΙΙ.  Στην προκείμενη περίπτωση, από την έκθεση επίδοσης ……../ 29.7.2021 του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 23.6.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2021 έφεσης (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Εφετείου ………./2021) για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην τρίτη εναγόμενη στην από 10.2.2020 αγωγή – εταιρία με την επωνυμία «………….», όπως μετονομάστηκε η εταιρία με την επωνυμία «……………» (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 124, 126 παρ. 1 γ, 129 παρ. 1 και 139 του Κ.Πολ.Δ.). Η τελευταία όμως, δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ωστόσο, εφόσον οι εκκαλούντες στην υπό στοιχείο Α. έφεση είναι αναγκαίοι ομόδικοί της, επειδή και αυτή συμβλήθηκε στην από 1.10.2015 σύμβαση, της οποίας ζητείται η ακυρότητα, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην αμέσως πιο πάνω μείζονα σκέψη και άσκησαν ένδικο μέσο, θεωρείται από το νόμο ότι το ένδικο μέσο αυτό ασκεί και η απολειπόμενη τρίτη εναγόμενη – ομόδικος, παρότι αδράνησε, έστω και αν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου, στην περίπτωση δε, αυτή ορθά καλείται στη συζήτηση του ένδικου (μέσου), κατά τα άρθρα 76 παρ. 3, 4 και 110 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 970/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 1683/2013 ό.π.). Ωστόσο, θα πρέπει να ορισθεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), από την ως άνω εταιρία («……………………»), που δεν παραστάθηκε στην ως άνω έφεση, έστω και αν αυτή θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από τους παρόντες εκκαλούντες στην ίδια έφεση – αναγκαίους ομόδικούς της, αφού δικαίωμα να ασκήσει αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης που εκδόθηκε, παρά την απουσία του, έχει και ο αναγκαίος ομόδικος (Α.Π. 338/2017, Α.Π. 285/2017, αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 855/2015 Νο.Β. 2015, σελ. 2265), τις δε προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, όπως είναι και η ύπαρξη έννομου συμφέροντος για την τυχόν άσκησή της, θα κρίνει το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας (Ολ.Α.Π. 15/2001 Ελλ.Δ/νη 2002, σελ. 71, Α.Π. 848/2021, Α.Π. 611/2021 και Α.Π. 602/2021 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

ΙΙΙ.  Οι από 23.6.2021 και από 23.6.2021 δύο εφέσεις των εν μέρει ηττηθέντων δύο πρώτων εναγόμενων και τρίτης εναγόμενης αντίστοιχα, κατά της οριστικής απόφασης 993/2021 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 10.2.2020 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχουν κατατεθεί τα σχετικά παράβολα για κάθε μία, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα) και, αφού συνεκδικαστούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς μεταξύ τους και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία.

ΙV.  Η ενάγουσα – αλλοδαπή εταιρία, με την επωνυμία “………………”, η οποία έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέσω εναλλακτικών μεθόδων και τη διάθεση αυτής, ιστορούσε, με την από 10.2.2020 αγωγή, ότι σύμφωνα με το καταστατικό της, εφόσον έχει μόνο ένα μέλος, τούτο θα ασκεί τις εξουσίες της Γενικής Συνέλευσης, οι οποίες θα καταγράφονται σε πρακτικά ή θα καταρτίζονται γραπτώς. Ότι για την άσκηση της ως άνω επιχειρηματικής της δραστηριότητας, εγκαταστάθηκε και στην Ελλάδα, με την ίδρυση υποκαταστήματος στο Δήμο ………… Ότι με την από 20.7.2011 απόφασή της και το από ίδια ημερομηνία πληρεξούσιο, που υπογράφηκαν από τη μόνη της σύμβουλο, διευθύντρια και νόμιμη εκπρόσωπό της, ανατέθηκαν στον δεύτερο εναγόμενο –   …………………….., οι ειδικά αναφερόμενες εξουσίες, αμιγώς διεκπεραιωτικού χαρακτήρα, για τη σύσταση, εγκατάσταση και λειτουργία (εκπροσώπηση) του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα. Ότι για την άσκηση της ως άνω δραστηριότητάς της μέσω του ως άνω υποκαταστήματός της, στην Ελλάδα, για την εγκατάσταση και εκμετάλλευση φωτοβολταϊκού πάρκου, με δαπάνες της, προμηθεύτηκε τον περιγραφόμενο αναγκαίο εξοπλισμό και εγκατέστησε φωτοβολταϊκό σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος 999,975 KW, αξίας (κινητών και εγκατάστασης) 1.899.702,37 ευρώ, στο ειδικά αναφερόμενο ακίνητο ιδιοκτησίας της, που βρίσκεται στο Δήμο ……….. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος λάμβανε εξουσιοδοτήσεις από τη μόνη διευθύντρια και νόμιμη εκπρόσωπο αυτής (ενάγουσας),   …………………….., ώστε να προβαίνει σε ενέργειες αναφορικά με ζητήματα εκμετάλλευσης ακινήτων ιδιοκτησίας της, διαχείρισης των τραπεζικών της λογαριασμών, τακτοποίησης φορολογικών και ασφαλιστικών ζητημάτων ενώπιον των αρμοδίων αρχών, καθώς και σύναψης συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας και σύνδεσης με το δίκτυο της Δ.Ε.Η. Ότι στις 31.1.2011 καταρτίστηκε μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της τρίτης εναγόμενης – εταιρίας με την επωνυμία «……………» (η οποία ήδη μετονομάσθηκε σε ……………), η σύμβαση …./31.1.2011 πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, με την οποία συμφωνήθηκε ότι η τελευταία θα προμηθεύεται από αυτήν (ενάγουσα) ηλεκτρική ενέργεια, που θα παράγεται από τον ανωτέρω φωτοβολταϊκό σταθμό της. Ότι για την κατάρτιση της σύμβασης αυτής, εκπροσωπήθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο, δυνάμει του από 13.1.2011 ειδικού πληρεξουσίου, με το οποίο του παρασχέθηκε η εντολή και η πληρεξουσιότητα να διαπραγματευθεί και να συμφωνήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις της μεταξύ αυτής και της τρίτης εναγόμενης σύμβασης, υπογράφοντας και εκτελώντας τη (σχετική σύμβαση) και επιπρόσθετα να πράττει κάθε τι αναγκαίο για το σκοπό αυτό. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, στις 7.7.2015, σύστησε την πρώτη εναγόμενη – εταιρία με την επωνυμία «……………..», με έδρα το Δήμο ……… Αττικής, η οποία έχει σχεδόν πανομοιότυπη επωνυμία με τη δική της (ενάγουσας) και σκοπό, μεταξύ άλλων, την παραγωγή, εμπορία και διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά συστήματα. Ότι ο ίδιος εναγόμενος, χωρίς να έχει προς τούτο σχετική εξουσιοδότηση από τη νόμιμη εκπρόσωπό της (ενάγουσας), προέβη, εν αγνοία της, υπό την ιδιότητά του ως εκπροσώπου του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα, στη σύναψη του από 10.9.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού με την πρώτη εναγόμενη εταιρία, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ορίστηκε επίσης ο ίδιος, με το οποίο (ιδιωτικό συμφωνητικό) φέρονταν πως πωλούσε (η ενάγουσα) στην τελευταία (εταιρία συμφερόντων του) τον προαναφερθέντα πάγιο εξοπλισμό φωτοβολταϊκών ιδιοκτησίας της (ενάγουσας). Επιπλέον, με το ίδιο ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβαζε στην πρώτη εναγόμενη το σύνολο των υποχρεώσεων και των απαιτήσεών της (ενάγουσας), όπως αυτές περιγράφονται στην 10.9.2015 έκθεση του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή, …………., ήτοι φερόταν να μεταβιβάζει (στην πρώτη εναγόμενη) το σύνολο του κλάδου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά συστήματα αυτής (ενάγουσας), αντί τιμήματος 729.638,92 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου 2,4%, έχοντας εκδώσει το τιμολόγιο πώλησης ………./1.9.2015, ενώ το τίμημα, μέσω διαδοχικών μεταφορών από τον δεύτερο εναγόμενο, κατέληξε σε λογαριασμό του ιδίου. Ότι το ιδιωτικό συμφωνητικό αυτό ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση. Ότι περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη,  εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο, προέβη στη σύναψη του από 1.10.2015 συμφωνητικού (2ου συμπληρώματος της ανωτέρω σύμβασης – ……/ 31.1.2011), με το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη (ενάγουσα, πρώτη εναγόμενη και τρίτη εναγόμενη) φέρονται να συμφωνούν ότι η πρώτη εναγόμενη – εταιρία συμφερόντων του δεύτερου εναγόμενου, υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ενάγουσας – παραγωγού ενέργειας, τα οποία πηγάζουν από την ανωτέρω σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος υπέγραψε στο ανωτέρω τριμερές συμφωνητικό ως δήθεν εκπρόσωπος της ίδιας (ενάγουσας), στερούμενος ωστόσο σχετικής πληρεξουσιότητας, άλλως καθ’ υπέρβαση, άλλως καταχρώμενος των εξουσιών του ως εκπροσώπου του εγκατεστημένου στην Ελλάδα υποκαταστήματός της, συνάπτοντας συμφωνία προφανώς αντίθετη με τα συμφέροντά της. Ότι τέλος, το ανωτέρω 2ο συμπλήρωμα, που καταρτίστηκε εν αγνοία της ίδιας και χωρίς τη συναίνεση ή την εκ των υστέρων έγκρισή της, είναι άκυρο και επειδή συνιστά απαγορευμένη αυτοσύμβαση, αφού δεν είχε επιτραπεί από αυτήν (ενάγουσα), ενώ το εν λόγω συμφωνητικό δεν περιβλήθηκε ούτε τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Κατόπιν τούτων, παραιτούμενη από την από 29.11.2019 όμοια αγωγή της, ζητούσε να αναγνωριστεί: α) η ακυρότητα του από 1.10.2015 συμφωνητικού (2ου συμπληρώματος της ……/31.1.2011 σύμβασης), δυνάμει του οποίου η πρώτη εναγόμενη υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της (ενάγουσας), που απορρέουν από τη ………./31.1.2011 σύμβασή της με την τρίτη εναγόμενη, β) ότι είναι (η ενάγουσα) παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας, που παράγεται και εγχέεται στο σύστημα από τον φωτοβολταϊκό σταθμό ιδιοκτησίας της, ηλεκτρικής ισχύος 999,36 KW, που βρίσκεται εγκατεστημένος στη θέση Οροφή Κτιρίου στο …….. χλμ. της Ν.Ε.Ο. Αθηνών – Λαμίας του Δήμου ……….., για το χρονικό διάστημα από 1.10.2015 και εφεξής και γ) ότι τυγχάνει μοναδική αντισυμβαλλόμενη της τρίτης εναγόμενης στη σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας 4800/31.1.2011 και αποκλειστική δικαιούχος των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν, για το χρονικό διάστημα από 1.10.2015 και εφεξής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει την αγωγή και κατά τόπο αρμοδιότητα, εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη: α) ως προς το δεύτερο αίτημα αυτής, με την αιτιολογία ότι αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής αποτελεί μόνο η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης και όχι η αναγνώριση απλών πραγματικών περιστατικών και β) ως προς το τρίτο αίτημά της, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Περαιτέρω, αφού την έκρινε νόμιμη κατά το πρώτο αίτημά της, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68, 70, 160, 174, 211, 216, 217 παρ. 2, 218, 223, 229, 230, 238, 713, 714 του Α.Κ., 2, 14 του ν. 2773/1999, π.δ. 328/2000, 9 -13 του ν. 3468/2006, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3851/2010, 2, 94, 96, 97, 98, 99, 117, 118, 129, 143 του ν. 4001/2011, πρώτο παρ. ΙΓ του ν. 4254/2014, 8 -14 του ν. 4425/2016 και 70 του Κ.Πολ.Δ., τη δέχθηκε εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς αυτό, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα του από 1.10.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού – 2ου συμπληρώματος της σύμβασης ……./31.1.2011), δυνάμει του οποίου η πρώτη εναγόμενη υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ενάγουσας, που απορρέουν από την τελευταία σύμβασή της με την τρίτη εναγόμενη, κρίνοντας ότι ο δεύτερος εναγόμενος ενήργησε χωρίς την ύπαρξη πληρεξουσιότητας από την ενάγουσα. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι δύο πρώτοι εναγόμενοι με την υπό στοιχείο Α. έφεση και η τρίτη εναγόμενη με την υπό στοιχείο Β. έφεση, για τους διαλαμβανόμενους στις ως άνω εφέσεις λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η από 10.2.2020 αγωγή στο σύνολό της. Σημειωτέον ότι, ο δεύτερος εναγόμενος δεν νομιμοποιείται παθητικά για τη σε βάρος του άσκηση της ως άνω αγωγής, αφού, υπό τα εκτιθέμενα, ενήργησε ως εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης και (ψευδώς) ως αντιπρόσωπος της ενάγουσας, τα δε, αποτελέσματα του 2ου συμπληρώματος της σύμβασης 4800/ 31.1.2011 ως προς την υποκατάσταση της ενάγουσας, επήλθαν στο πρόσωπο της πρώτης εναγόμενης και όχι στο δικό του. Το γεγονός δε, ότι το βάρος της απόδειξης της πλήρωσης των προϋποθέσεων της αρχικά τελούσας σε μετέωρη κατάσταση, λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας, σύμβασης, φέρει ο επικαλούμενος την ισχύ της, δεν καθιστά τον αντιπρόσωπο αυτομάτως και διάδικο (ad hoc Α.Π. 1462/1998 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, δεν ζητείται με την αγωγή, κατ’ άρθρο 231 Α.Κ., η εκτέλεση της σύμβασης (μεταξύ της ενάγουσας, της πρώτης εναγόμενης και της τρίτης εναγόμενης) από τον αντιπρόσωπο ή αποζημίωση από αυτόν, ώστε να καθίσταται διάδικος, αλλά μόνο η αναγνώριση της ακυρότητάς της, ελλείψει πληρεξουσιότητας ως προς τη σύναψή της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε παραδεκτή την αγωγή ως προς τον εναγόμενο αυτόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η υπό στοιχείο Α. έφεση, καθ’ ο μέρος ασκείται από τον εναγόμενο αυτόν (δεύτερο εκκαλούντα), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά τούτο, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) ως προς τον εναγόμενο αυτόν, να ερευνηθεί η από 10.2.2020 αγωγή (ως προς αυτόν) και να απορριφθεί ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής του. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην ίδια έφεση, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 του Κ.Πολ.Δ.) στη δικαστική δαπάνη του τελευταίου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το νόμιμο αίτημα αυτού (άρθρο 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Αντίθετα, η εκκαλούσα εταιρία στην υπό στοιχείο Β. έφεση έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, επειδή έχει υποχρεωθεί να καταβάλει στην ομόδικό της ποσά από τη μεταξύ τους προσβαλλόμενη σύμβαση (μετά από αναγκαστική εκτέλεση προς εξόφληση τιμολογίων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας) και αν γίνει δεκτή η αγωγή κινδυνεύει να απωλέσει τα ποσά που κατέβαλε ως τίμημα στην πρώτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α. έφεση και να τα καταβάλει εκ νέου στην εφεσίβλητη.

VΙ.  Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Β. έφεσης η εκκαλούσα σ’ αυτήν ισχυρίζεται ότι η από 10.2.2020 αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού αρμόδια για την επίλυση της διαφοράς ήταν τα διοικητικά δικαστήρια και όχι τα πολιτικά, διότι η συναφθείσα σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – φωτοβολταϊκούς σταθμούς και το συμπλήρωμα αυτής, του οποίου ζητείται η ακύρωση, αποτελούν διοικητική σύμβαση, με οριοθετημένο κανονιστικό υποχρεωτικό νομοθετικό πλαίσιο από την κεντρική διοίκηση, που αποκλίνει από τις λοιπές ιδιωτικές συμβάσεις. Ως προς τον ισχυρισμό αυτόν πρέπει να σημειωθεί ότι, με την ένταξη των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ στο Σύστημα Μεταφοράς ή στο Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας επιδιώκονται σκοποί δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενοι, μεταξύ άλλων, στην προστασία του περιβάλλοντος, την ενίσχυση της οικονομίας και την συμβολή στην βιώσιμη ανάπτυξη. Περαιτέρω, ως εργαλείο για την κατά τα ανωτέρω ένταξη των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ στο Σύστημα ή το Δίκτυο, ο νομοθέτης δεν επέλεξε την μονομερή εξουσιαστική πράξη διοικητικής αρχής (ή διφυούς νομικού προσώπου, ενεργούντος ως φορέας δημόσιας εξουσίας), αλλά -όπως προσήκει μάλιστα σε καθεστώς μερικής έστω απελευθέρωσης της αγοράς- την σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του κατόχου της οικείας άδειας παραγωγής και της …… (ήδη …………..), η οποία ρητώς χαρακτηρίζεται από τον νόμο ως “σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας” (άρθρο 12 παρ.1 του ν. 3468/2006). Εξάλλου, το γεγονός ότι ουσιώδη στοιχεία της συναπτόμενης σχέσης, μεταξύ των οποίων και το τίμημα της ηλεκτρικής ενέργειας που εγχέεται στην “δεξαμενή” της χονδρεμπορικής αγοράς, καθορίζονται, και πάλι για λόγους δημοσίου συμφέροντος, από τον νομοθέτη, με αποτέλεσμα την αντίστοιχη περιστολή της συμβατικής ελευθερίας των εμπλεκομένων μερών, δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της ως συμβατικής σχέσης, ενόψει των κρατούντων στην νομολογία και την θεωρία περί των αναγκαστικών συμβάσεων και των συμβάσεων προσχωρήσεως. Ανεξαρτήτως δε, του αν πράγματι πρόκειται για “σύμβαση πώλησης”, όπως την αντιλαμβάνονται και την ρυθμίζουν τα άρθρα 513 επ. του Αστικού Κώδικα ή για άλλο συμβατικό μόρφωμα (και τούτο ενόψει των χαρακτηριστικών της και ιδίως της ιδιάζουσας θέσης της …….. (ήδη ………….), η οποία ενεργεί μάλλον ως λειτουργός της αγοράς και όχι ως πραγματικός αγοραστής, δεν είναι ο πραγματικός χρήστης του προϊόντος, ούτε καταβάλλει την αμοιβή στον παραγωγό από ιδίους πόρους, αλλά την αποδίδει, μέσω του Ειδικού Λογαριασμού), η συναπτόμενη μεταξύ του παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ και της ……….. (ήδη ………..) σχέση αποτελεί σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου κατά το κρατούν οργανικό κριτήριο (εφόσον δεν συμβάλλεται το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου – βλ. αντί άλλων ΑΕΔ 4/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Κατά συνέπεια, οι πράξεις της ………….., (ήδη ………), με τις οποίες, κατ’ εφαρμογή των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων νόμου, προσδιορίζεται το οφειλόμενο στον παραγωγό τίμημα για την ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ, εκδίδονται στο πλαίσιο της, κατά τα ανωτέρω, συμβατικής σχέσης και προκαλούν, ως εκ τούτου, στην περίπτωση ένδικης αμφισβήτησής τους, διαφορές του ιδιωτικού δικαίου. Στοιχούμενος, άλλωστε, προς την αντίληψη αυτή, ο κανονιστικός νομοθέτης όρισε, στο εικοστό πρώτο άρθρο της απόφασης ΑΥ/Φ1/οικ.17149/ 30.8.2010 της Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ότι αρμόδια για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση ή την ερμηνεία των ως άνω συμβάσεων πώλησης (και επομένως και των διαφορών από τον προσδιορισμό του οφειλομένου τιμήματος) είναι τα πολιτικά Δικαστήρια. Την ως άνω συμβατική σχέση αφορούν, εξάλλου, και οι πράξεις της ……… (ήδη ……….), με τις οποίες διαπιστώνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων που τάσσονται με την παράγραφο ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 και είτε αναπροσαρμόζεται (μειώνεται) το οφειλόμενο για την ενέργεια από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ τίμημα για το   χρονικό διάστημα από 1 Απριλίου 2014 και εφεξής (υποπαράγραφος ΙΓ.1), είτε προσδιορίζεται το ποσό της παρεχόμενης υποχρεωτικώς από τους παραγωγούς έκπτωσης επί της συνολικής αξίας της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ που εγχύθηκε στο Σύστημα ή το Διασυνδεδεμένο Δίκτυο κατά το έτος 2013 και μειώνεται, με αυτόν τον τρόπο, αναδρομικώς το οφειλόμενο τίμημα για την πωληθείσα ενέργεια (υποπαράγραφος ΙΓ.3). Και τούτο διότι και στις περιπτώσεις αυτές ο νομοθέτης προέβη στον καθορισμό του τιμήματος που οφείλεται για την ενέργεια που προέρχεται από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ και εγχέεται στην “δεξαμενή” της χονδρεμπορικής αγοράς -τίμημα, το οποίο, ούτως ή άλλως, όριζε παγίως ο ίδιος και όχι τα συμβαλλόμενα μέρη χωρίς μάλιστα να θεσπίσει σχετική ειδική διοικητική διαδικασία. Ως εκ τούτου, και από τις ανωτέρω πράξεις της ………… (ήδη ………….), η οποία δρα κατά την έκδοσή τους ως αντισυμβαλλόμενος σε σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου (και όχι ως φορέας δημόσιας εξουσίας, όπως αντιθέτως ενεργεί κατά την επιβολή της έκτακτης ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης), γεννώνται διαφορές ιδιωτικού δικαίου, αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων. Δεν ασκούν δε επιρροή, από την άποψη που ενδιαφέρει εν προκειμένω, οι σκοποί που θάλπονται με τις ως άνω διατάξεις της παραγράφου ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 και συνδέονται με την ομαλή λειτουργία του Ειδικού Λογαριασμού των άρθρων 40 του ν. 2773/1999 και 143 του ν. 4001/2011, εφόσον η εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος εκ μέρους νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, το οποίο, όπως στην προκειμένη περίπτωση η ………. (ήδη ……………), δεν ασκεί δημόσια εξουσία, αλλά ενεργεί εντός των πλαισίων της συναλλακτικής δράσης του, δύναται να επιτευχθεί και με μέσα του ιδιωτικού δικαίου (Ολ.ΣτΕ 1944/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης αυτής.

VΙΙ.  Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α. έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν αναρμόδιο κατά τόπο να δικάσει την από 10.2.2020 αγωγή, διότι με την παρ. 4 του 21ου άρθρου της από 31.1.2011 αρχικής σύμβασης (που είχε υπογραφεί μεταξύ των εφεσίβλητων), η οποία παρέμεινε σε ισχύ με το από 1.10.2015  2ο συμπλήρωμα αυτής, συμφωνήθηκε ότι για την επίλυση διαφοράς μεταξύ των μερών, από τη σύμβαση πώλησης, αρμόδια θα είναι τα πολιτικά δικαστήρια των Αθηνών, με αποτέλεσμα να έχει συμφωνηθεί αποκλειστική παρέκταση της κατά τόπον αρμοδιότητας. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, διότι με την αγωγή ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας του ως άνω 2ου συμπληρώματος στο σύνολό του (με το οποίο μεταβιβάστηκαν στην πρώτη εναγόμενη τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της ενάγουσας από τη   σύμβαση …./31.1.2011 με την τρίτη εναγόμενη – εταιρία με την επωνυμία «…………….»), λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας του συμβληθέντος ως αντιπροσώπου της ενάγουσας, στο οποίο (2ο συμπλήρωμα) εμπεριέχεται και ο όρος παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας (όρος ο οποίος επίσης, συμπροσβάλλεται), οπότε για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου θα ληφθούν οι γενικές διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. (άρθρο 33 – τόπος κατάρτισης της δικαιοπραξίας, ήτοι ο Πειραιάς ή 22 του Κ.Πολ.Δ. – κατοικίας των εναγομένων, μεταξύ των οποίων είναι και ο Πειραιάς). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια, δέχθηκε ότι ήταν αρμόδιο κατά τόπον να εκδικάσει την αγωγή, ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του περί του αντιθέτου λόγου της έφεσης αυτής.

VΙΙΙ.  Με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Β. έφεσης η εκκαλούσα σ’ αυτήν ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, επειδή δεν κήρυξε απαράδεκτη την από 10.2.2020 αγωγή της εφεσίβλητης, άλλως απαράδεκτη τη συζήτησή της, αφού η τελευταία δεν τήρησε τη διαδικασία της φιλικής διευθέτησης της διαφοράς, κατά το άρθρο 21 παρ. 2 της μεταξύ τους σύμβασης …../31.1.2011. Σύμφωνα με τον όρο τούτο, στον οποίο παραπέμπει και το από 1.10.2015 – 2ο συμπλήρωμα αυτής, «… για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς που τυχόν ανακύψει κατά την εκτέλεση ή ερμηνεία της παρούσας, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ρητά να επιδιώξουν την επίλυση της διαφωνίας τους με φιλικές διαπραγματεύσεις. Στην περίπτωση αυτή συγκροτείται τριμελής επιτροπή εξώδικης επίλυσης διαφοράς…», ενώ κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου «Σε περίπτωση αδυναμίας φιλικής επίλυσης της διαφοράς μέσω της επιτροπής που προβλέπεται στην παρ. 2 …, συμφωνείται ότι τα μέρη δύνανται να υπαγάγουν με έγγραφη συμφωνία τους τη διάγνωση της διαφοράς σε διαιτησία της ΡΑΕ…». Με τον ως άνω όρο της αρχικής σύμβασης συμφωνήθηκε η τήρηση διαδικασίας φιλικής διευθέτησης της διαφοράς μεταξύ των συμβαλλόμενων στη σύμβαση ……/31.1.2011, ήτοι της ενάγουσας και της τρίτης εναγόμενης – εταιρίας με την επωνυμία «………………..». Αντίθετα, με την από 10.2.2020 αγωγή ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας του ως άνω 2ου συμπληρώματος στο σύνολό του (με το οποίο μεταβιβάστηκαν στην πρώτη εναγόμενη τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της ενάγουσας από τη σύμβαση ……/31.1.2011 με την τρίτη εναγόμενη – εταιρία με την επωνυμία «………………»), λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας του συμβληθέντος ως αντιπροσώπου της ενάγουσας, το οποίο (2ο συμπλήρωμα) παραπέμπει στον όρο τήρησης της διαδικασίας φιλικής διευθέτησης της διαφοράς, που ισχύει όμως, μεταξύ των αρχικώς συμβαλλόμενων και για την αρχική σύμβαση. Κατόπιν τούτων, δεν απαιτούνταν η τήρηση της διαδικασίας αυτής και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας έτσι, απέρριψε τον σχετικό αίτημα της εκκαλούσας αυτής, ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του λόγου αυτού της έφεσης.

ΙΧ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του Α.Κ., ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως, και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 του Α.Κ. να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ’ αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 Α.Κ., σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές  των μελών του. Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του Α.Κ., δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα, η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως, να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ. και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (Ολ.Α.Π. 5/1996 Ελλ.Δ/νη 1996, σελ. 1046), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρ. 1 παρ. 3 κ.ν. 2190/1920 (ήδη άρθρο 4 παρ.1 ν. 4548/2018), 41 παρ. 2 ν. 959/1979 και 43α ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρ. 2 του π.δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς, δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι, στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια, ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ’ αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία, με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας, διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως, όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών, είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του. Κριτήρια ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ’ άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον (άρθρο 481 Α.Κ.) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 Α.Κ.) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο, είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (Ολ.Α.Π. 2/2013 Νο.Β. 2013, σελ. 363, Α.Π. 1091/2021, Α.Π. 1090/2021, Α.Π. 801/2020, Α.Π. 1369/2018 και Α.Π. 1355/2018 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

Χ.  Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έβδομο λόγο της υπό στοιχείο Α. έφεσης πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επειδή απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη η ένσταση άρσης της αυτοτέλειας του εταιρικού θεσμού της εφεσίβλητης, λόγω καταχρηστικής άσκησής του. Ειδικότερα, η πρώτη εκκαλούσα, με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι διαπιστώνεται περίπτωση κατάχρησης κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού και εντεύθεν άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της εφεσίβλητης εταιρείας, για το λόγο ότι η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει, προκειμένου να νομιμοποιηθεί, με αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης. Και τούτο διότι ο   ……………………..- νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εκκαλούσας και ο   …………………….., ως ο μοναδικός πραγματικός ιδιοκτήτης της εφεσίβλητης εταιρείας, όντες φίλοι και συνεργάτες για πολλά έτη, αποφάσισαν από κοινού τη διαδικασία μεταβίβασης του κλάδου φωτοβολταϊκών της τελευταίας, καθώς και την υπεισέλευση της πρώτης εκκαλούσας στη θέση της εφεσίβλητης, την ακυρότητα της οποίας αυτή επικαλείται, η οποία υλοποιήθηκε με τον τρόπο που πρότεινε η συμβουλευτική εταιρεία επιλογής του   …………………….., με άμεση συμμετοχή του στενού συνεργάτη του,   …………………….. και λοιπών στελεχών της εφεσίβλητης εταιρείας. Ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας μεταβίβασης, ο   …………………….., δια των συνεργατών του, δημιούργησε στον   …………………….. την εύλογη και άδολη πεποίθηση, ότι οι δηλώσεις του είναι σοβαρές και δεσμευτικές για την εφεσίβλητη, ανεξαρτήτως τήρησης τύπου και σύμπραξης των εμφανιζομένων ως καταστατικών οργάνων της, ώστε η άσκηση της κρινόμενης αγωγής από αυτήν, εκμεταλλευόμενη την αυτοτέλεια της νομικής της προσωπικότητας υπό τις άνω πραγματικές συνθήκες, να συνιστά κατάχρηση του εταιρικού θεσμού. Με αυτό το περιεχόμενο, δεν θεμελιώνεται περίπτωση συμπεριφοράς κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού της ενάγουσας, αντιμετωπιζόμενης κατ’ αναλογία των συνεπειών της κατάχρησης δικαιώματος, διότι η εφεσίβλητη είχε εταιρική οργάνωση και είχε αναπτύξει επιχειρηματική δράση, η χρησιμοποίησή της δεν αφορά στην εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, ούτε σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας και χρησιμοποίηση του νομικού προσώπου της εταιρείας για την αποφυγή εκπλήρωσης αναληφθεισών υποχρεώσεων και πρόκληση ζημίας σε τρίτο. Άλλωστε, την ύπαρξη του εταιρικού αυτού θεσμού γνώριζε ο   …………………….. , ως εκπρόσωπός της (εφεσίβλητης) κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης, καθώς και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, η οποία και έπρεπε να ακολουθηθεί σε περίπτωση λήψης απόφασης περί μεταβίβασής της, ενώ η εφεσίβλητη δεν είναι οφειλέτιδα της εκκαλούσας, ώστε αποδεικνυομένης τυχόν κατάχρησης του εταιρικού θεσμού να επεκτείνονταν οι όποιες ζημιογόνες συνέπειες και στο φυσικό πρόσωπο – εταίρο αυτής, ο οποίος δεν είναι διάδικος. Σημειωτέον τέλος, ότι με την απόφαση 1558/2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη μετά την έκδοση της απόφασης 5189/2020 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και κρίθηκε τελεσίδικα άκυρη η μεταβίβαση της επιχείρησης της εφεσίβλητης στην εκκαλούσα, που έλαβε χώρα με το από 10.9.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, καταρτισθέντος μεταξύ του υποκαταστήματος της εφεσίβλητης στην Ελλάδα, ως πωλητή, εκπροσωπούμενου από τον   …………………….. και της εκκαλούσας εταιρίας ως αγοράστριας, εκπροσωπούμενης επίσης από τον τελευταίο, επειδή έγινε χωρίς πληρεξουσιότητα από αυτόν, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και η όμοιου περιεχομένου ένσταση της εδώ πρώτης εκκαλούσας. Η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό, ως νόμω αβάσιμο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου έβδομος λόγος της έφεσης αυτής.

ΧΙ.  Με τον όγδοο λόγο της υπό στοιχείο Α. έφεσης πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επειδή απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εφεσίβλητης, που ασκήθηκε με την από 20.2.2020 αγωγή, με την οποία γινόταν επίκληση ότι η εφεσίβλητη είχε παραχωρήσει, δια του αληθούς ιδιοκτήτη της και των συνεργατών του, την άδεια στον δεύτερο εκκαλούντα για τη σύναψη της υπό κρίση σύμβασης, την οποία και αποδέχθηκε μετά τη σύναψή της, με αποτέλεσμα η άσκηση της από 10.2.2020 αγωγής της (εφεσίβλητης) και η επίκληση παράβασης της διάταξης του άρθρου 235 Α.Κ. να έρχεται σε αντίθεση με τη συμπεριφορά της αυτή, η οποία υποκινείται από λόγους εκδικητικότητας του αληθούς ιδιοκτήτη της προς την αδερφή του δεύτερου εκκαλούντος, μετά το χωρισμό τους. Ωστόσο, για να χαρακτηρισθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική πρέπει να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του, καθώς και οι πράξεις του υπόχρεου και η από αυτόν δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (Ολ.Α.Π. 2/2019, Ολ.Α.Π. 7/2002 και Α.Π. 41/2021 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, εφόσον τα ανωτέρω επικαλούμενα περιστατικά συνιστούν ουσιαστικά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, χωρίς να συνεπάγονται ιδιαιτέρως επαχθείς για τους εκκαλούντες επιπτώσεις η προβληθείσα ένσταση ήταν μη νόμιμη, ανεξαρτήτως της αοριστίας της και το πρωτοβάθμιο   δικαστήριο, που την απέρριψε, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του λόγου αυτού της ως άνω έφεσης.

ΧΙΙ.  Από την εκτίμηση της ένορκης βεβαίωσης ………/12.10.2020, που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, την οποία προσκομίζουν οι εναγόμενοι – εκκαλούντες στην υπό στοιχείο Α. έφεση, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των λοιπών διαδίκων, όπως προκύπτει από την επίδοση της από 6.10.2020 κλήσης – γνωστοποίησης, με τις εκθέσεις επίδοσης …/7.10.2020 (ως προς την τρίτη εναγόμενη – εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β. έφεση) και …../7.10.2020 [(ως προς την ενάγουσα – εφεσίβλητη δια του πληρεξούσιου δικηγόρου – αντικλήτου της (Α.Π. 667/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»)] του δικαστικού επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ακόμη και των ένορκων βεβαιώσεων που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει και είχαν προσκομισθεί σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, δεδομένου ότι αυτές, εφόσον δεν λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη, δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίηση τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων, στα οποία αυτές περιέχονται (Α.Π. 5/2020, Α.Π. 438/2018 και Α.Π. 897/2014 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ») – η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ») – αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία «………………» συστάθηκε με το από 6.6.2007 ιδρυτικό έγγραφο και καταστατικό της, σύμφωνα με τον νόμο Περί Εταιριών της Δημοκρατίας της Κύπρου και καταχωρήθηκε νόμιμα στις 15.6.2007 στο τηρούμενο αρχείο του αρμοδίου Τμήματος Εφόρου Εταιριών και Επισήμου Παραλήπτη του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, με αριθμό …………. Ως έδρα της ορίστηκε η …… της Κύπρου, στην οδό ………….. και ως σκοπός της, μεταξύ άλλων: α) η αγορά, μίσθωση, υπομίσθωση ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο απόκτηση παντός είδους ή φύσεως κινητής και ακίνητης περιουσίας, β) η άσκηση οπουδήποτε στον κόσμο επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα της αιολικής ενέργειας και της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την εκμετάλλευση του αιολικού δυναμικού ή της εγκατάστασης φωτοβολταϊκών ή οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής μεθόδου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων της δημιουργίας, αξιοποίησης και εκμετάλλευσης πάρκων και της διάθεσης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με την κατά τόπους κείμενη νομοθεσία, η εισαγωγή και εμπορία κάθε συναφούς εξοπλισμού για την εγκατάσταση και λειτουργία αιολικών ή φωτοβολταϊκών πάρκων, η εμπορία τους, η εκτέλεση εργασιών υποδομής για την εγκατάστασή τους και γενικά, η άσκηση κάθε δραστηριότητας, η οποία, άμεσα ή έμμεσα, συνδέεται ή προάγει την επίτευξη του εν λόγω εταιρικού σκοπού, γ) η σύσταση εταιρειών σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και δ) η ίδρυση, λειτουργία και διεύθυνση υποκαταστημάτων και πρακτορείων σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και ο διορισμός διευθυντών, αξιωματούχων και αντιπροσώπων προς λειτουργία τούτων με εξουσίες και υπό όρους που ήθελε κριθούν σκόπιμοι. Νόμιμη εκπρόσωπος και Διευθύντρια της ως άνω εταιρίας ορίστηκε η . …………………….., ενώ Γραμματέας της (ορίστηκε) η Κυπριακή εταιρία με την επωνυμία «……………..», με έδρα επίσης στη ……….. της Κύπρου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Μετά την ίδρυσή της, η εφεσίβλητη αγόρασε από τον δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Α. έφεση, δυνάμει του συμβολαίου ………/21.12.2007 της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., νομίμως μετεγγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λαμίας (τ. …, αρ. ….), ένα γήπεδο, κείμενο στη ….. στη θέση «…» ή «…» ή «….» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ….. του Νομού Φθιώτιδας, εκτός του σχεδίου της πόλης της Λαμίας και στο ……… χλμ. της Εθνικής Οδού Αθηνών – Λαμίας, άρτιο και οικοδομήσιμο, συνολικής επιφανείας 137.482,88 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ανεγερθείσας βιομηχανικής μονάδας παραγωγής θερμαντικών σωμάτων, οι κτιριακές εγκαταστάσεις της οποίας περιλάμβαναν βιομηχανοστάσια και αποθήκες (δέκα κτίρια), συνολικής επιφάνειας, 20.987,98 τ.μ. Το εν λόγω ακίνητο είχε περιέλθει στον ως άνω δεύτερο εκκαλούντα, κατόπιν διενέργειας δημοσίου πλειοδοτικού διαγωνισμού από την εταιρία με την επωνυμία «……………..», η οποία είχε διοριστεί ειδική εκκαθαρίστρια της πτωχεύσασας και ιδιοκτήτριας του ως άνω ακινήτου –με την επωνυμία «…………………»). H μεταβίβαση προς τον δεύτερο εναγόμενο – πλειοδότη (μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία του ενεργητικού της συγκεκριμένης περιουσιακής ομάδας της υπό ειδική εκκαθάριση εταιρίας) είχε γίνει δυνάμει της πράξης ……../19.10.2007 της συμβολαιογράφου Αθηνών, …….. και (δυνάμει) του συνημμένου σε αυτήν συμβολαίου ………../ 19.10.2007, αμφοτέρων νομίμως μετεγγραμμένων στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Λαμίας, σε συνδυασμό με την πράξη ολικής εξόφλησης και κατάργησης διαλυτικής αίρεσης ……../ 14.12.2007 της ίδιας συμβολαιογράφου, νομίμως μετεγγραμμένης στα ως άνω βιβλία μεταγραφών. Το ποσό του πλειστηριάσματος, ύψους 9.500.000 ευρώ ωστόσο, δεν το είχε καταβάλει ο υπερθεματιστής δεύτερος εκκαλών, αλλά ο μοναδικός μέτοχος της ενάγουσας,   …………………….., εφοπλιστής με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και μόνος μέτοχος της εφεσίβλητης, κατόπιν προφορικής του συμφωνίας με τον εκκαλούντα αυτόν. Για τον λόγο αυτό o τελευταίος δεν εισέπραξε πραγματικά το αναγραφόμενο στο ανωτέρω συμβόλαιο τίμημα για την μετέπειτα πώληση του εκεί περιγραφόμενου ακινήτου προς την εφεσίβλητη. Στη συνέχεια, η τελευταία – αλλοδαπή εταιρία, κατόπιν της από 20.7.2011 σχετικής απόφασης της μόνης διευθύντριάς της, η οποία πιστοποιήθηκε από τον Έπαρχο Λευκωσίας στις 21.7.2011, και μετά την έκδοση της άδειας …../9.9.2011 του Περιφερειάρχη Στερεάς Ελλάδας, εγκατέστησε υποκατάστημα στην Ελλάδα, με έδρα το ανωτέρω ακίνητο στο Δήμο ….. Φθιώτιδας, επί του ….. χλμ. της Ν.Ε.Ο. Αθηνών – Λαμίας, το οποίο (υποκατάστημα) έλαβε αριθμό Γ.Ε.Μ Η. ………., εγκατέστησε δε στις στέγες των κτιρίων που είχαν ανεγερθεί επί του ανωτέρω ακινήτου ιδιοκτησίας της, φωτοβολταϊκό πάρκο, ισχύος 999,88 KW, για την αγορά εξοπλισμού του οποίου δαπάνησε σημαντικά ποσά. Περαιτέρω, δυνάμει της από 20.7.2011 απόφασης της εφεσίβλητης και του, με την ίδια ημεροχρονολογία, πληρεξουσίου της, ανατέθηκε στον δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Α. έφεση . …………………….., η εκπροσώπηση του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα, δεδομένης της υποχρέωσης εκπροσώπησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των ελληνικών νόμων, των υποκαταστημάτων αλλοδαπών εταιριών που εγκαθίστανται στην ημεδαπή. Ειδικότερα, στον τελευταίο, παρασχέθηκε η εξουσία να ενεργεί όλες τις πράξεις αντιπροσώπευσης της ενάγουσας σε σχέση με το εν λόγω υποκατάστημα. Έτσι, στη με αριθμό 1) παράγραφο του από 20.7.2011 πληρεξουσίου αυτού της εφεσίβλητης ορίζεται ότι ο δεύτερος εκκαλών στην υπό στοιχείο Α. έφεση, μπορεί «να ενεργεί όλες τις πράξεις εκπροσώπησης του Εντολέα (εφεσίβλητης) σε σχέση με το υποκατάστημα εν Ελλάδι του Εντολέα, στις οποίες δύναται να προβαίνει ο νόμιμος εκπρόσωπός της», εξειδικεύοντας δε, τη δυνατότητα αυτή, που του παρέχεται, αναφέρεται «Δηλαδή να εκπροσωπεί και να ενεργεί για λογαριασμό του Εντολέα σε σχέση με το υποκατάστημα εν Ελλάδι του Εντολέα σε όλες τις σχέσεις και συναλλαγές με οποιονδήποτε τρίτο και κάθε Αρχή, Δημόσια, Δημοτική, Περιφερειακή, Φορολογική ή άλλη, σε κάθε Τράπεζα και στα Πολιτικά, Διοικητικά και Ποινικά Δικαστήρια κάθε βαθμού και δικαιοδοσίας και να διορίζει και εξουσιοδοτεί δικηγόρους, αν κατά τη γνώμη του νομίμου εκπροσώπου αυτό είναι αναγκαίο για την υπεράσπιση των συμφερόντων του Εντολέα σε σχέση με το υποκατάστημα εν Ελλάδι του Εντολέα». Περαιτέρω, του δινόταν η εξουσιοδότηση να καταρτίζει και να υποβάλει υπεύθυνες δηλώσεις και αιτήσεις και γενικώς, να πράττει ό,τι ήταν απαραίτητο για την εγκατάσταση και εγγραφή του υποκαταστήματος στους αρμόδιους φορολογικούς, εμπορικούς και ασφαλιστικούς φορείς. Από την ερμηνεία του πληρεξουσίου αυτού, σύμφωνα με την αληθινή βούληση της εφεσίβλητης και σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, συνάγεται ότι σκοπός της παροχής από αυτήν πληρεξουσιότητας προς τον δεύτερο εκκαλούντα ήταν η εκπροσώπησή της (εφεσίβλητης) για τη λειτουργία του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα και η υπεράσπιση των συμφερόντων της ως προς αυτό (υποκατάστημα) και όχι για την παύση της λειτουργίας του, όπως με την πώληση του κλάδου των φωτοβολταϊκών (και μάλιστα χωρίς την είσπραξη τιμήματος), πράξη που δεν είναι σύμφωνη με τα συμφέροντα και τους σκοπούς της, κατά το καταστατικό της. Η ανάθεση της εκπροσώπησης του υποκαταστήματος της εφεσίβλητης αυτής στην Ελλάδα στον ως άνω εκκαλούντα, υπήρξε αποτέλεσμα της στενής επιχειρηματικής συνεργασίας του τελευταίου με τον μοναδικό μέτοχο και χρηματοδότη της, …………………….., ήδη από το έτος 2007 αλλά και . στενής φιλικής τους σχέσης, λόγο για τον οποίο αυτοί διατηρούσαν κοινό τραπεζικό λογαριασμό στην τράπεζα ……, με χρήματα που ανήκαν αποκλειστικά στον . …………………….., του δευτέρου εκκαλούντος ορισθέντος ως συνδικαιούχου, μόνο για τις ανάγκες διαχείρισης του λογαριασμού επ’ ωφελεία του ομίλου εταιριών του (. ……………………..). Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, δεν αναιρείται από την προσκομιζόμενη από τον δεύτερο εκκαλούντα υπεύθυνη δήλωσή του με ημερομηνία 23.2.2018 προς την ΑΑΔΕ, όπου δήλωνε πως ο ως άνω κοινός τραπεζικός λογαριασμός με τον   …………………….., ήταν αποκλειστικά δικός του, καθόσον δόθηκε στο πλαίσιο ελέγχου από το ΚΕΦΟΜΕΠ για τις χρήσεις 2013 και 2014. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, o δεύτερος εναγόμενος είχε αναλάβει έκτοτε, αντί αμοιβής, που, κατά τα έτη 2011 έως 2013, ανήλθε στο ποσό των 15.000 ευρώ μηνιαίως, και επιπλέον καταβολής των εξόδων κινήσεώς του (όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την εφεσίβλητη αντίγραφα κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού της Τράπεζας Eurobank με αριθμό ………., στον οποίο ήταν συνδικαιούχοι, ο μοναδικός μέτοχος της εφεσίβλητης, . …………………….. και ο δεύτερος εκκαλών, από τον οποίο κατατίθετο ο ως άνω μηνιαίος μισθός στον τραπεζικό λογαριασμό της ίδιας Τράπεζας με αριθμό …….., στον οποίο πρώτος δικαιούχος ήταν ο δεύτερος εκκαλών), να προβαίνει σε έρευνες για τον εντοπισμό επενδυτικών ευκαιριών και τη διενέργεια των απαραίτητων επαφών για την πραγματοποίηση τους, δεδομένου ότι αυτός τυγχάνει μόνιμος κάτοικος Αθηνών, ο δε . …………………….. φορολογικός κάτοικος του Πριγκιπάτου του Μονακό, πολλές δε από τις εταιρίες του ομίλου του τελευταίου εδρεύουν στην Αθήνα. Τα παραπάνω αμειβόμενα καθήκοντα του δεύτερου εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Α. έφεση, ήδη από την αρχή της συνεργασίας του με την εφεσίβλητη εξειδικεύονταν κατά περίπτωση και αποτυπώνονταν εγγράφως ως περιεχόμενο ειδικών πληρεξουσίων (ενδεικτικά τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την τελευταία με ημερομηνίες 15.6.2007, 3.10.2007, 13.1.2011 και 28.5.2012 πληρεξούσια), δυνάμει των οποίων o εκκαλών αυτός προέβαινε σε εκπροσώπηση του υποκαταστήματος σε αγοραπωλησίες, πλειοδοσίες, δημοπρασίες ή διαγωνισμούς, μισθώσεις ακινήτων, υποβολή φορολογικών δηλώσεων, διαχείριση συγκεκριμένων τραπεζικών λογαριασμών κ.α., με ειδικό δε, πληρεξούσιο της εφεσίβλητης είχε παρασχεθεί σ’ αυτόν η εντολή και πληρεξουσιότητα να διαπραγματευτεί και συμφωνήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις της σύμβασης πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ της εφεσίβλητης και της ………, ήδη ……….. – εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Β. έφεση. Ειδικότερα, η εφεσίβλητη, εκπροσωπούμενη στην Ελλάδα από τον ως άνω εκκαλούντα, δυνάμει του από 13.1.2011 ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου της μόνης διευθύντριάς της, σύναψε τη «σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας» ………./31.1.2011, με την εταιρία (………….), δια της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση (η εφεσίβλητη) να πωλεί στην τελευταία την ηλεκτρική ενέργεια που θα παραγόταν στον ως άνω φωτοβολταϊκό σταθμό με μέγιστο όριο ισχύος 999,975 KW. Η διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε για είκοσι έτη, αρχόμενη από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας λειτουργίας του σταθμού ή την επιτυχή ολοκλήρωση της δοκιμαστικής λειτουργίας του, σε περίπτωση που δεν απαιτείται άδεια, μέσω δε, της σύμβασης αυτής η εφεσίβλητη αποκόμιζε κέρδος και εκπλήρωνε τον εταιρικό της σκοπό, σύμφωνα με το καταστατικό της. Αποδείχθηκε συνεπώς, ότι o ρόλος του δεύτερου εκκαλούντος στη συνεργασία του με την εφεσίβλητη καθοριζόταν απολύτως από την τελευταία, η οποία έναντι αμοιβής, του είχε δώσει την εντολή και πληρεξουσιότητα για την διενέργεια επακριβώς και εγγράφως καθορισμένων δικαιοπραξιών, χωρίς ποτέ αυτός να έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες και πρωτοβουλίες στην οικονομική πορεία της και χωρίς να τον συνδέει με αυτήν (εφεσίβλητη) ή τον μοναδικό εταίρο της . …………………….. οποιαδήποτε εταιρική σχέση, έστω και αφανής ως προς το ένα εταιρικό μέλος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο Α. έφεση ότι κατά την ίδρυση της εφεσίβλητης ο δεύτερος από αυτούς κατέβαλε μέρος του κεφαλαίου της, ύψους 450.000 ευρώ. Εξάλλου, η συνομολογούμενη εκατέρωθεν ιδιότητα του δευτέρου εκκαλούντος, ως εγγυητή στην υπό στοιχεία ……../16.12.2011 σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, ύψους 1.550.000 ευρώ, που καταρτίστηκε μεταξύ της εφεσίβλητης και της …… (ήδη ……..) για την κατασκευή του ανωτέρω φωτοβολταϊκού πάρκου της στη Λαμία και την αγορά του εξοπλισμού αυτού, δεν αποδείχθηκε ότι οφείλονταν στην επικαλούμενη από τον δεύτερο εκκαλούντα ιδιότητα του ως «συνεταίρου» του . …………………….. και μάλιστα, κατά τα επικαλούμενα ποσοστά συμμετοχής στα κέρδη 50% για τον . …………………….. και 40% για τον δεύτερο εναγόμενο. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα κατά τη συνήθη συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στις χορηγήσεις πιστώσεων, να εγγυάται την απόδοση του δανείου ο εκπρόσωπος της πιστούχου εταιρίας, καθότι αυτός (δεύτερος εκκαλών) ήταν ο εκπρόσωπος του υποκαταστήματος της εφεσίβλητης στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι για το εν λόγω δάνειο η πιστούχος εταιρία παρέσχε εμπράγματη εξασφάλιση με προσημείωση υποθήκης στο, κατά πολύ υπέρτερης αξίας, εταιρικό ακίνητο, αλλά και ότι εκχώρησε στην πιστώτρια τράπεζα τις αξιώσεις της επί του τιμήματος από την πώληση της παραγόμενης από αυτήν ηλεκτρικής ενέργειας προς τον ………. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το έτος 2015 η εφεσίβλητη αποφάσισε να διερευνήσει το ενδεχόμενο μεταβίβασης του κλάδου των φωτοβολταϊκών της και προς τούτο ανέθεσε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………» την διαπίστωση των ενεργητικών και παθητικών στοιχείων του εν λόγω κλάδου της. Από την άνω εταιρία συντάχθηκε η από 10.9.2015 έκθεση του ορκωτού λογιστή – ελεγκτή …………, η οποία προσδιόρισε την καθαρή λογιστική θέση της εταιρίας στο συνολικό ποσό των 884.963,28 ευρώ, ενώ προτάθηκε από τον λογιστή της εταιρίας …………., ο οποίος ανέλαβε να διερευνήσει τον πλέον συμφέροντα φορολογικώς τρόπο για την εν λόγω μεταβίβαση, η λύση της σύστασης μιας νέας ελληνικής εταιρίας (για λόγους διευκόλυνσης εξεύρεσης επενδυτή – αγοραστή, αλλά και για να αποφευχθεί, με τον τρόπο αυτό, η πληρωμή Φ.Π.Α κατά τη μεταβίβαση) και δη, ΙΚΕ με ελάχιστο κεφάλαιο 650.000 ευρώ, δύο τουλάχιστον μετόχους με συμμετοχή 50% εκάστου και μεταφορά των διαθεσίμων, δηλαδή του άνω ποσού, μετά την εξόφληση των υποχρεώσεων του υποκαταστήματος, σε λογαριασμό της εφεσίβλητης και εν συνεχεία στον μέτοχο αυτής, προκειμένου να μεταβιβαστεί το σύνολο του εξοπλισμού του φωτοβολταϊκού κλάδου της (εφεσίβλητης) με ένα τιμολόγιο. Ωστόσο, παρότι τελικά η εφεσίβλητη δεν έλαβε οριστική απόφαση για την πραγματοποίηση της εν λόγω μεταβίβασης του φωτοβολταϊκού της κλάδου, ο δεύτερος εκκαλών, εκμεταλλευόμενος την κατάσταση που δημιουργήθηκε από τις ανωτέρω προπαρασκευαστικές ενέργειες μεταβίβασης που είχαν λάβει χώρα, προέβη, εν αγνοία της (εφεσίβλητης), υπό την ιδιότητά του ως εκπροσώπου του υποκαταστήματος της στην Ελλάδα, στη σύναψη του από 10.9.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης κλάδου επιχείρησης με την πρώτη εκκαλούσα εταιρία, Μονοπρόσωπη Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία, την οποία αυτός είχε συστήσει λίγους μήνες πριν (δυνάμει του από 18.6.2015 καταστατικού που καταχωρήθηκε στις 7.7.2015 στο Γ.Ε.ΜΗ με αριθμό ………..), με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», με έδρα το Δήμο ………. Αττικής, επί της οδού …………, την οποία εκπροσωπούσε νόμιμα ο ίδιος, υπογράφοντας για λογαριασμό και των δύο συμβαλλομένων μερών, δίχως να προηγηθεί σχετική απόφαση της μόνης διευθύντριας και νομίμου εκπροσώπου της εφεσίβλητης, περί μεταβίβασης του φωτοβολταϊκού της κλάδου, αλλά και χωρίς να του δοθεί σχετική ειδική πληρεξουσιότητα για την υπογραφή της σχετικής σύμβασης. Δυνάμει του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού, η εφεσίβλητη φερόταν πως πωλεί και μεταβιβάζει στην πρώτη εκκαλούσα το σύνολο του κλάδου της περί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά συστήματα, που συμπεριλαμβάνει τον πάγιο εξοπλισμό της, καθώς και το σύνολο των υποχρεώσεων και των απαιτήσεών της, όπως αυτές περιγράφονται στην ως άνω έκθεση του ορκωτού λογιστή …………….., αντί του τιμήματος των 729.638,92 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου 2,4%, καταβλητέου σε οκτώ δόσεις, εντός πενταμήνου από την έκδοση του νόμιμου παραστατικού, των επτά πρώτων ποσού 100.000 ευρώ η κάθε μία και της τελευταίας ποσού 29.638,92 ευρώ. Στη συνεχεία εξέδωσε (ο δεύτερος εκκαλών), ως εκπρόσωπος του υποκαταστήματος της εφεσίβλητης στην Ελλάδα, το τιμολόγιο πώλησης αγαθών ……/1.9.2015 για λογαριασμό της τελευταίας, στο οποίο αναγραφόταν ως τίμημα της ως άνω πώλησης το ποσό των 884.963,28 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου (2,4%), ποσού 21.239,12 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 906.202,40 ευρώ. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε περαιτέρω, το τίμημα της ως άνω μεταβίβασης, δηλαδή το ποσό των 729.638,92 ευρώ, δεν εισπράχθηκε από την εφεσίβλητη εταιρία, αλλά κατέληξε μέσω τραπεζικών χρηματικών μεταφορών σε ατομικό λογαριασμό του δευτέρου εκκαλούντος. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι, στις 22.12.2015, με ενέργειες του τελευταίου, το παραπάνω χρηματικό ποσό (729.638,92 ευρώ), μεταφέρθηκε λογιστικά από τον με αριθμό ………… τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης εκκαλούσας, που τηρούσε στη τράπεζα Eurobank, στον με αριθμό …………. λογαριασμό του υποκαταστήματος της εφεσίβλητης στην Ελλάδα, το οποίο, μετά από λίγα λεπτά της ώρας, o δεύτερος εναγόμενος μετέφερε εκ νέου στον με αριθμό …………. λογαριασμό της εφεσίβλητης και μετ’ ολίγον στον με αριθμό ……….. ατομικό του λογαριασμό, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία εκτύπωσης 6.4.2016, από 22.12.2015 αντίγραφα μεταφοράς από/σε λογαριασμούς πελάτη της τράπεζας ……., που προσκομίζει η εφεσίβλητη. Οι εκκαλούντες στην υπό στοιχείο Α. έφεση διατείνονται ότι η μεταβίβαση αυτή έλαβε χώρα κατόπιν συναπόφασης του δεύτερου εξ αυτών με τον μοναδικό μέτοχο της εφεσίβλητης, . …………………….., με σκοπό την εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών συναλλαγών (διότι ο δεύτερος εκκαλών είχε καταβάλει στην εφεσίβλητη, 450.000 ευρώ κατά τη σύστασή της και άλλα 1.010.429,21 ευρώ για την κάλυψη των δαπανών της λειτουργίας της), ώστε να λάβει ο καθένας το μερίδιο που του αναλογεί (από 50% έκαστος κατά τις μεταξύ τους προφορικές συμφωνίες), αφαιρουμένων των εξόδων, η μεταβίβαση δε, όλης της εταιρίας έγινε αποκλειστικά σε εταιρία δικών του συμφερόντων, προσωρινά, ενόψει του ότι ο   …………………….. δεν ήταν σε θέση να ορίσει έτερο πρόσωπο, στο οποίο θα περιερχόταν το δικό του 50%, ώστε να μη φαίνεται ως μέτοχος της νέας εταιρίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, διότι δεν αποδείχθηκε ότι τα παραπάνω ποσά κατέβαλε ο δεύτερος εκκαλών για τις αιτίες που επικαλείται, ούτε αποδείχθηκε ότι μεταξύ των ανωτέρω φυσικών προσώπων υπήρχε άτυπη εταιρική σχέση και συγκεκριμένη προφορική συμφωνία κατανομής των κερδών και των ζημιών, ούτε ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε προκειμένου να εκκαθαριστούν οι μεταξύ τους οικονομικές διαφορές. Αντίθετα, αποδείχθηκε, όπως αναφέρθηκε, ότι για τις υπηρεσίες που πρόσφερε ο δεύτερος εκκαλών στην εφεσίβλητη, αλλά και για άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, λάμβανε μηνιαία αμοιβή, αλλά και έξοδα κίνησης. Άλλωστε, δεν κρίνεται πειστικό ο μοναδικός μέτοχος της εφεσίβλητης, με όμιλο επιχειρήσεων και πλήθος συνεργατών, να αδυνατεί να ανεύρει κάποιο πρόσωπο εμπιστοσύνης του προς το οποίο θα μεταβιβαζόταν το ποσοστό του 50%, που, κατά τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων, του αναλογούσε, από τη δραστηριότητα του κλάδου φωτοβολταϊκών της εφεσίβλητης. Όταν έγινε αντιληπτή η ανωτέρω μεταβίβαση του κλάδου αυτού της τελευταίας, κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2015, αυτή αντέδρασε άμεσα και με την από 15.1.2016 απόφαση της μόνης Διευθύντριάς της,   …………………….., ανακάλεσε κάθε προηγούμενο πληρεξούσιό της ως προς την εκπροσώπησή της από τον δεύτερο εκκαλούντα, ορίζοντας ως νόμιμο εκπρόσωπό της και αντίκλητό της για τις εργασίες του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα, τον   ……………………… Ωστόσο, η ως άνω αυθαίρετη ενέργεια δημιούργησε στην εφεσίβλητη πλήθος δυσχερειών, δυσλειτουργιών και κινδύνων, τόσο προς τις φορολογικές αρχές, όσο και με τη συνεργασία της με τις Τράπεζες και τις άλλες συμβάσεις που είχε συνάψει. Προκειμένου λοιπόν, να αποφευχθούν περαιτέρω ζημίες της, αλλά και μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες, οι συνεργάτες της προσπάθησαν να εξεύρουν συμβιβαστική λύση με τον δεύτερο εκκαλούντα, προς τον σκοπό δε, αυτόν ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους ηλεκτρονικά μηνύματα. Από το περιεχόμενο των μηνυμάτων αυτών ουδόλως συνάγεται ρητή ή σιωπηρή μεταγενέστερη έγκριση, εκ μέρους της εφεσίβλητης, των ενεργειών του δεύτερου εφεσίβλητου. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος εκκαλών προέβη στη σύναψη της από 10.9.2015 σύμβασης για λογαριασμό της πρώτης εκκαλούσας, χωρίς προηγούμενη απόφαση του νόμιμου εκπροσώπου της εφεσίβλητης, η οποία ήταν τυπικώς αναγκαία με βάση το νομικό και φορολογικό καθεστώς της Κύπρου, γεγονός που οι οικονομικοί σύμβουλοί της του είχαν γνωστοποιήσει, άνευ εντολής και πληρεξουσιότητας και χωρίς μεταγενέστερη έγκριση της αυθαίρετης αυτής ενέργειας του (από την εφεσίβλητη). Τα ανωτέρω άλλωστε, δέχθηκε και η απόφαση 5189/2020 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε τελεσίδικα άκυρη η μεταβίβαση του κλάδου φωτοβολταϊκών της εφεσίβλητης στην πρώτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α. έφεση, που έλαβε χώρα με το από 10.9.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, καταρτισθέντος μεταξύ της εφεσίβλητης, ως πωλήτριας, εκπροσωπούμενης από τον δεύτερο εκκαλούντα   …………………….. και της πρώτης εκκαλούσας εταιρίας ως αγοράστριας, εκπροσωπούμενης επίσης από τον τελευταίο, επειδή έγινε χωρίς πληρεξουσιότητα  από αυτόν. Σημειωτέον ότι με την τελεσίδικη απόφαση 3818/2021 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κρίθηκε ότι και για την Κυπριακή εταιρία με την επωνυμία «………..», η οποία ασκούσε, στο Κορωπί Αττικής, όμοια δραστηριότητα με αυτήν της εφεσίβλητης, της οποίας μοναδικός μέτοχος ήταν επίσης ο…………………….., εκπρόσωπος δε, του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα και αντίκλητος είχε οριστεί ο δεύτερος εκκαλών. Ο τελευταίος, με το από 1.9.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, που σύναψε, χωρίς πληρεξουσιότητα, με την εταιρία «………», που ο ίδιος ίδρυσε και της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο ίδιος, μεταβίβασε στην τελευταία – εταιρία συμφερόντων του, τον πάγιο εξοπλισμό φωτοβολταϊκών ιδιοκτησίας της πρώτης – κυπριακής εταιρίας («………»). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι o δεύτερος εκκαλών, αμέσως μετά τη σύναψη της ανωτέρω, από 10.9.2015, άκυρης σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης κλάδου επιχείρησης από την εφεσίβλητη στην πρώτη εκκαλούσα εταιρία, προέβη στην υπογραφή του από 1.10.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού (2ου συμπληρώματος της σύμβασης ………../ 31.1.2011 που είχε συνάψει η εφεσίβλητη με την εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β. έφεση), ενεργώντας κατά την υπογραφή του συμφωνητικού αυτού ως εκπρόσωπος, τόσο της εφεσίβλητης (επικαλούμενος το στην ανωτέρω σύμβαση αναφερόμενο, από 20.7.2011, γενικό πληρεξούσιο έγγραφο), όσο και (ως νόμιμος εκπρόσωπος) της πρώτης εκκαλούσας. Δυνάμει δε της ανωτέρω από 1.10.2015 σύμβασης, τα συμβαλλόμενα σ’ αυτήν μέρη φέρονταν πως συμφωνούν ότι η πρώτη εκκαλούσα υπό στοιχείο Α. έφεση – εταιρία συμφερόντων του δεύτερου εκκαλούντος, υποκαθίστατο στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης – παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία πήγαζαν από τη σύμβαση …./31.1.2011 πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, έναντι της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Β. έφεση. Ωστόσο, αποδείχθηκε, ότι ο δεύτερος εκκαλών, σε συνέχεια της κατά τα ανωτέρω συμπεριφοράς του, υπέγραψε στο ως άνω τριμερές συμφωνητικό ως δήθεν εκπρόσωπος της εφεσίβλητης εταιρίας, στερούμενος σχετικής ειδικής πληρεξουσιότητας, αλλά και καθ’ υπέρβαση των γενικών εξουσιών του ως εκπροσώπου του εγκατεστημένου στην Ελλάδα υποκαταστήματός της, συνάπτοντας συμφωνία καταφανώς αντίθετη με τα συμφέροντα της. Και τούτο, αφού, με το από 20.7.2011 πληρεξούσιο έγγραφο της Διευθύντριας της εφεσίβλητης, με το οποίο ανατέθηκε στον δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Α. έφεση   …………………….., η εντολή εκπροσώπησης του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα, δεν του παρέχονταν τέτοια εντολή και πληρεξουσιότητα. Και τούτο, διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, από την ερμηνεία του πληρεξουσίου αυτού, σύμφωνα με την αληθινή βούληση της εφεσίβλητης και σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, συνάγεται ότι σκοπός της παροχής από αυτήν πληρεξουσιότητας προς τον δεύτερο εκκαλούντα ήταν η εκπροσώπησή της (εφεσίβλητης) για τη λειτουργία του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα και η υπεράσπιση των συμφερόντων της ως προς αυτό (υποκατάστημα) και όχι για την παύση της λειτουργίας του, όπως με την πώληση του κλάδου των φωτοβολταϊκών (και μάλιστα χωρίς την είσπραξη τιμήματος) και την εν συνεχεία υποκατάσταση της εφεσίβλητης από άλλη εταιρία στην σύμβαση πώλησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από τη λειτουργία της στην εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β. έφεση (επίσης χωρίς οικονομικό όφελος), πράξεις που δεν είναι σύμφωνες με τα συμφέροντα και τους σκοπούς της, κατά το καταστατικό της. Το Δικαστήριο δεν οδηγείται σε διαφορετική κρίση από το περιεχόμενο του από 27.12.2012 πληρεξούσιου εγγράφου που επικαλούνται οι εκκαλούντες στην υπό στοιχείο Α. έφεση, σύμφωνα με το οποίο η υπογράφουσα αυτό   …………………….., ως μόνη Διευθύντρια και νόμιμη εκπρόσωπος της εφεσίβλητης, παρέχει την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον δεύτερο εκκαλούντα   …………………….. να ενεργεί αντ’ αυτής όλες τις πράξεις διαχείρισης και εκπροσώπησής της (εφεσίβλητης εταιρίας) προς επίτευξη του σκοπού της, σύμφωνα με το καταστατικό της και το νόμο και ενδεικτικά: «… να παρίσταται και εκπροσωπεί την εταιρία σε όλες τις σχέσεις της και συναλλαγές με οποιονδήποτε τρίτο και κάθε Αρχή, δημόσια, δημοτική, φορολογική, σε κάθε τράπεζα καθώς και στα Πολιτικά, Διοικητικά, Ποινικά Δικαστήρια κάθε βαθμού και δικαιοδοσίας, καθώς επίσης και στον Άρειο Πάγο, το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ακόμη δε, πιο ειδικά, να δεσμεύει και εκπροσωπεί την Εταιρία και παρίσταται για λογαριασμό της ενώπιον κάθε δικαστηρίου και κάθε άλλης αρχής διοικητικής, οικονομικής ή και άλλης σε σχέση με τη διεκδίκηση της νόμιμης αποζημίωσης της Εταιρίας για τα απαλλοτριούμενα ακίνητά της, να δίνει εντολή για τη σύνταξη και υποβολή αιτήσεων και κάθε είδους δικογράφων που αφορούν στην αποζημίωση της Εταιρίας από το Ελληνικό Δημόσιο για την απαλλοτρίωση που το τελευταίο επέβαλε στις ιδιοκτησίες της Εταιρίας, οι οποίες αποτελούν τμήματα της ευρύτερης ιδιοκτησίας της, που βρίσκεται στο ….. χλμ. της Ν.Ε.Ο. Αθηνών – Λαμίας…, Να δεσμεύει και εκπροσωπεί αυτή γενικώς και απεριορίστως, εξωδίκως και δικαστικώς σε κάθε δικαιοπραξία, σύμβαση και συναλλαγή που αφορά τη διαχείριση και διοίκησή της και τη διάθεση της εταιρικής περιουσίας, να ενεργεί κάθε είδους συμβάσεις, εκδίδει, αποδέχεται ή μεταβιβάζει συναλλαγματικές ή γραμμάτια σε διαταγή ή τραπεζικές επιταγές και ενεργεί κάθε πράξη εκπροσώπησης, διαχείρισης ή διάθεσης σε κάθε περίπτωση που αφορά το σκοπό της εταιρικής υπόθεσης και επιχείρησης… Να καταθέτει αιτήσεις και παραλαμβάνει κάθε είδους πιστοποιητικά ή βεβαιώσεις και γενικώς λαμβάνει γνώση κάθε στοιχείου που αφορά την εταιρεία από κάθε δημόσια υπηρεσία, φορέα και αρχή… Να διορίζει και άλλους πληρεξουσίους του, δικηγόρους ή όχι…», ενώ επίσης δηλώνει ότι η ίδια (Διευθύντρια της εφεσίβλητης), υπογράφουσα το πληρεξούσιο εγκρίνει και αναγνωρίζει από της συντάξεώς του όλες τις πράξεις του πληρεξουσίου, που αυτός ενήργησε ή θα ενεργήσει στα πλαίσια των παρεχόμενων εντολών, ως νόμιμες, έγκυρες, ισχυρές και απρόσβλητες και σαν να έγιναν από την ίδια μέχρι την ανάκληση του πληρεξουσίου και τη γνωστοποίησης της ανάκλησής του. Και τούτο, διότι η παρεχόμενη στον δεύτερο εκκαλούντα, δυνάμει του ανωτέρω πληρεξουσίου, εξουσία, αφορούσε στην παροχή εξουσιοδότησης προς αυτόν (δεύτερο εκκαλούντα), ώστε να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για την είσπραξη αποζημίωσης, λόγω απαλλοτρίωσης του αναφερομένου εκεί ακινήτου ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης, στο πλαίσιο δε αυτής της εξουσιοδότησης ο δεύτερος εκκαλών, δυνάμει του ειδικού πληρεξουσίου ………/2013 της συμβολαιογράφου Αθηνών   ….., παρείχε στον Δικηγόρο Αθηνών ………. την πληρεξουσιότητα να παρασταθεί για λογαριασμό της εφεσίβλητης, ενώπιον του Αρείου Πάγου στη δικάσιμο της 22.3.2013 κατά τη συζήτηση αίτησής της κατά του Ελληνικού Δημοσίου (για την απαλλοτρίωση τμημάτων ακινήτων της). Τούτο άλλωστε, κρίθηκε και με την απόφαση 5189/2020 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, στο πλαίσιο προβολής όμοιου όψιμου ισχυρισμού των εκκαλούντων, προς αντίκρουση της αγωγής της εφεσίβλητης για, μεταξύ άλλων, ακύρωση του από 10.9.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης του κλάδου φωτοβολταϊκών της εφεσίβλητης στην πρώτη εκκαλούσα. Εξάλλου και η εξουσιοδότηση αυτή (όπως και η ανωτέρω από 20.7.2012) δόθηκε για τη διενέργεια (από τον δεύτερο εκκαλούντα) πράξεων διαχείρισης για την επίτευξη του σκοπού της εφεσίβλητης, σύμφωνα με το καταστατικό της, τέτοια δε, πράξη (σύμφωνη με το καταστατικό της) δε συνιστά η υποκατάσταση της εφεσίβλητης από άλλη εταιρία (και μάλιστα χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα) στην σύμβαση πώλησης με την εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β. έφεση, για την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από τη λειτουργία του υποκαταστήματός της. Εξάλλου, το γεγονός ότι το ανωτέρω – από 27.12.2012 πληρεξούσιο, δεν περιλάμβανε την παροχή πληρεξουσιότητας στον δεύτερο εκκαλούντα να προβεί στην σύναψη της από 1.10.2015 επίδικης σύμβασης (2ου συμπληρώματος της σύμβασης …../31.1.2011) ενεργώντας ως άμεσος αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης, συνάγεται και από το γεγονός ότι στην ως άνω – από 1.10.2015 σύμβαση δεν γίνεται αναφορά σ’ αυτό, αλλά στο από 20.7.2011 πληρεξούσιο. Από το γεγονός δε, ότι και για την κατάρτιση της από 31.1.2011 κύριας σύμβασης πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας (μεταξύ της εφεσίβλητης και της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Β. έφεση) δόθηκε στον δεύτερο εκκαλούντα ειδική πληρεξουσιότητα να υπογράψει τη συγκεκριμένη σύμβαση, δυνάμει του από 13.1.2011 ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου της νόμιμης εκπροσώπου αυτής (εφεσίβλητης), σε συνδυασμό και με το προσκομιζόμενο από την τελευταία από 28.5.2012, πληρεξούσιο προς τον δεύτερο εκκαλούντα, με το οποίο του παρείχε την εντολή και πληρεξουσιότητα, μεταξύ άλλων, να υπογράψει για λογαριασμό της σύμβαση σύνδεσης με οποιοδήποτε δίκτυο με την εταιρία ΔΕΗ ΑΕ, καταδεικνύεται ότι η συνήθης μεταξύ τους πρακτική ήταν, τουλάχιστον για τις περιπτώσεις που επρόκειτο να καταρτιστεί σύμβαση μεγάλου οικονομικού αντικειμένου, να του χορηγείται προς τούτο ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα. Συνεπώς, το ανωτέρω, από 1.10.2015 συμφωνητικό (2ο συμπλήρωμα της σύμβασης ……………/ 31.1.2011), καταρτίστηκε εν αγνοία της εφεσίβλητης, χωρίς σχετικό πληρεξούσιο και άνευ της σύμφωνης γνώμης, συναίνεσης. Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η εφεσίβλητη εταιρία έλαβε γνώση όλων των ανωτέρω ενεργειών του δευτέρου εκκαλούντος, περί τον Δεκέμβριο του έτους 2015, οπότε της απεστάλη το σχετικό τιμολόγιο, προέβη δε, άμεσα, με την από 15.1.2016 απόφαση της μόνης διευθύντριας της …………….., στην ανάκληση κάθε προηγούμενου πληρεξουσίου της σε σχέση με την εκπροσώπησή της από τον δεύτερο εναγόμενο, ορίζοντας, δυνάμει του από 15.1.2016 πληρεξούσιου εγγράφου, ως νόμιμο εκπρόσωπο και αντίκλητο για τις εργασίες του υποκαταστήματος της στην Ελλάδα, τον ……………. Περαιτέρω, προέκυψε ότι εκ των ανωτέρω ενεργειών του δεύτερου εκκαλούντος, αφενός υφίστατο κίνδυνος να καταλογιστεί σε βάρος της ενάγουσας Φ.Π.Α για πώληση κινητών (παρά το γεγονός ότι δεν είχε εισπράξει τίμημα) και αφετέρου να γίνει καταγγελία της δανειακής σύμβασης που είχε συνάψει με την τράπεζα «…………» (πρώην ………….), στην οποία είχαν εκχωρηθεί και οι απαιτήσεις της από το φωτοβολταϊκό πάρκο. Προκειμένου λοιπόν να αποφευχθεί περαιτέρω ζημία της εφεσίβλητης αλλά και μακροχρόνιες δικαστικές διενέξεις, επιχειρήθηκε να βρεθεί μία συμβιβαστική λύση με τον δεύτερο εκκαλούντα, προς το σκοπό δε, αυτόν ανταλλάχθηκαν ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ αυτού και των συνεργατών της εφεσίβλητης. Από το περιεχόμενο των μηνυμάτων αυτών ουδόλως συνάγεται ρητή ή σιωπηρή μεταγενέστερη έγκριση, εκ μέρους της εφεσίβλητης, των ενεργειών του δεύτερου εκκαλούντος, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες. Τέλος, οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο Α. έφεση ότι, όπως η από 10.9.2015 σύμβαση, έτσι και η επίδικη (από 1.10.2015 σύμβαση), καταρτίστηκαν μετά από συναπόφαση του δεύτερου εκκαλούντος και του συνεργάτη του …………….., μοναδικού μετόχου της εφεσίβλητης εταιρίας, με σκοπό την εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών συναλλαγών (λόγω δήθεν αφανούς μεταξύ τους εταιρικής σχέσης με συμφωνία διανομής των κερδών κατά ποσοστά 60% στον …………… και 40% στον δεύτερο εκκαλούντα για τις επενδύσεις σε ακίνητα και κατά ποσοστά 50% σε έκαστο για τις λοιπές επενδύσεις) και με απώτερο σκοπό την συμφωνημένη απόδοση στον δεύτερο εναγόμενο των χρημάτων που κατέβαλε στην εφεσίβλητη, ήτοι 450.000 ευρώ (για τη σύσταση της) και 1.010.429,21 ευρώ (τμηματικά για την κάλυψη δαπανών λειτουργίας της), δεν αποδείχθηκαν, όπως άλλωστε αναφέρθηκε και πιο πάνω. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εκκαλών στην ίδια ως άνω έφεση λάμβανε μηνιαίο μισθό, ύψους 15.000 ευρώ για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην εφεσίβλητη, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι συμμετείχε στα κέρδη της, συνεκτιμουμένου και του γεγονότος ότι οι γενόμενες επενδύσεις χρηματοδοτούνταν από τον ………….. και όχι από τον ίδιο. Εξάλλου, οι τυχόν καταθέσεις χρηματικών ποσών που έκανε ο δεύτερος εναγόμενος στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό …………, που τηρούσε με συνδικαιούχο τον …………., δεν αποδεικνύουν χρηματοδότηση της εφεσίβλητης και μάλιστα κατά το ποσό το 1.010.429,21 ευρώ από τον ίδιο, δεδομένου ότι o εν λόγω λογαριασμός δεν ανήκει στην τελευταία, ενώ δεν προέκυψαν οι αιτίες των σχετικών εκ μέρους του καταθέσεων στον ως άνω λογαριασμό. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ούτε η μεταξύ των ανωτέρω προσώπων επικαλούμενη άτυπη εταιρική σχέση με συγκεκριμένη προφορική συμφωνία κατανομής των κερδών και ζημιών, ούτε και ότι η επίδικη σύμβαση έγινε προκειμένου να εκκαθαριστούν οι μεταξύ τους οικονομικές διαφορές. Πέραν τούτων, για μια τέτοια αφανή συνεργασία, λόγω της πολυπλοκότητάς της (σύσταση νομικών προσώπων, επιχειρηματική δραστηριότητα και αγοραπωλησίες ακινήτων σε περισσότερες χώρες, δημιουργία φορολογικών και κοινωνικοασφαλιστικών υποχρεώσεων κ.α.), του μεγάλου οικονομικού της αντικειμένου, αλλά και των κινδύνων που ενυπάρχουν στις συναλλαγές, θα είχε επιλεγεί από τα μέρη, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο έγγραφος τύπος. Επομένως, ενόψει όλων των προαναφερομένων, η από 1.10.2015 τριμερής σύμβαση (2ο συμπλήρωμα της σύμβασης ……/31.1.2011) τυγχάνει άκυρη, διότι ο δεύτερος εκκαλών την υπέγραψε ως εκπρόσωπος της ενάγουσας, ενεργώντας όμως, καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που του παρασχέθηκε για την αντιπροσώπευση του υποκαταστήματος της στην Ελλάδα, χωρίς προηγουμένως να έχει ληφθεί ειδική γραπτή απόφαση από τη μόνη διευθύντρια της τελευταίας, σύμφωνα με το καταστατικό της, δεν ακολούθησε δε, έγκριση της δικαιοπραξίας αυτής από την εφεσίβλητη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, που κρίνοντας, όμοια, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης και των δύο εφέσεων (δεύτερος έως και έκτος λόγοι της υπό στοιχείο Α. έφεσης και τρίτος λόγος της υπό στοιχείο Β. έφεσης).

ΧΙΙΙ.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος των εφέσεων προς έρευνα, πρέπει, η υπό στοιχείο Α. έφεση, καθ’ ο μέρος ασκείται από την πρώτη εκκαλούσα και η υπό στοιχείο Β. έφεση να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Τέλος, λόγω της ήττας των ανωτέρω εκκαλούντων, πρέπει : α) να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των ηλεκτρονικών παραβόλων των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, με αριθμούς ………. ως προς την υπό στοιχείο Α. έφεση, το οποίο κατέθεσε η ηττηθείσα πρώτη εκκαλούσα και ………….. ως προς την υπό στοιχείο Β. έφεση (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α του Κ.Πολ.Δ. και β) να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης και στις δύο εφέσεις, κατόπιν του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 23.6.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 (υπό στοιχείο Α) έφεση και την από 23.6.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 (υπό στοιχείο Β) έφεση αντιμωλία των διαδίκων, της εταιρίας με την επωνυμία «…………….» αντιπροσωπευόμενης, στην υπό στοιχείο Α. έφεση, από τους παριστάμενους στην έφεση αυτή εκκαλούντες – αναγκαίους ομόδικους της.

Ορίζει το παράβολο για την εταιρία με την επωνυμία «……………..», στην υπό στοιχείο Α. έφεση, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης, ανακοπής ερημοδικίας, κατά της απόφασης αυτής.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Δέχεται κατ’ ουσία την υπό στοιχείο Α. έφεση, ως προς το δεύτερο εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 993/2021 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ως προς τον  ανωτέρω εκκαλούντα.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 10.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 αγωγή, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο ……………….

Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, ως προς τον εναγόμενο αυτόν.

Καταδικάζει την ενάγουσα αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…………….», στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του δεύτερου εναγόμενου ………… και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εφτακοσίων (700) ευρώ.

Απορρίπτει κατ’ ουσία: α) την υπό στοιχείο Β. έφεση και β) την υπό στοιχείο Α. έφεση μόνο ως προς την πρώτη εκκαλούσα, κατά της οριστικής απόφασης 993/2021 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των κατατεθέντων παραβόλων από την πρώτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α. έφεση από την εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β. έφεση, εκατόν πενήντα (150) ευρώ έκαστο, που αναφέρονται στο σκεπτικό.  Και

Καταδικάζει: α) την πρώτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α. έφεση εταιρία με την επωνυμία «…………….» στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……………..», για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εφτακοσίων (700) ευρώ και β) την εκκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «………………..» στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……………..», για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εφτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 14 Σεπτεμβρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 29  Σεπτεμβρίου 2022, με έτερη σύνθεση αποτελούμενη από τους  Εφέτες Σταυρούλα Λιακέα – Προεδρεύουσα, Ιωάννα Μάμαλη και Χρυσή Φυντριλάκη, εξαιτίας αποχώρησης του Δικαστή Ελευθερίου Γεωργίλη από το Δικαστήριο, λόγω μετάθεσής του στο Εφετείο Αθηνών και την ίδια Γραμματέα.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ