Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 732/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης    732/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….. για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α. Των εκκαλουσών εναγομένων: 1)   εταιρείας με την επωνυμία ……………… 2)   εταιρείας με την επωνυμία …………….οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Μαρία Αρβανίτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Του εφεσιβλήτου ενάγοντος: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ελένη Καλογιάννη – Κοντοσέα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Β. Του εκκαλούντος ενάγοντος: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ελένη Καλογιάννη – Κοντοσέα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Των εφεσιβλήτων εναγομένων: 1)  εταιρείας ………………..2)  εταιρείας ………………….. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Μαρία Αρβανίτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 6.12.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………………./23.12.2019) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 3361/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Οι εν μέρει ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό εναγόμενες μονοπρόσωπες ναυτιλιακές ανώνυμες εταιρείες με την από 2.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../2.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………./7.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή τους, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλουν  την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 21.5.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………./21.5.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ…………/24.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή του, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την αυτή την ως άνω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερθείσες πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι αναφερόμενες αντίθετες εφέσεις: α) Η από 2.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/2.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………./7.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εν μέρει ηττηθεισών στον πρώτο βαθμό εναγομένων της σε βάρος τους ασκηθείσης από 6.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../23.12.2019) αγωγής του εφεσιβλήτου/ναυτικού, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) η από 21.5.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/21.5.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../24.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του ομοίως εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής και εφεσιβλήτου της πρώτης έφεσης αντίστοιχα, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 3361/2020 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246, 524 παρ.1 εδαφ.α΄και 591 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 2.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………/2.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/7.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εν μέρει ηττηθεισών στον πρώτο βαθμό εναγομένων κατά της υπ’αριθμ.3361/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας σε βάρος των εκκαλουσών – μονοπρόσωπων ανώνυμων ναυτιλιακών εταιρειών – από 6.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./23.12.2019) αγωγής του εφεσιβλήτου,  Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκοντος την επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 22.864,45 ευρώ, απορρεουσών από δύο συμβάσεις ναυτολόγησής του με την ειδικότητα του υποναύκληρου σε πλοίο, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, πλην των διαλαμβανομένων στην αγωγή χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία ο εφοπλισμός του πλοίου είχε περιέλθει στη δεύτερη εναγόμενη και με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και κατ’ουσίαν βάσιμη και αφενός μεν υποχρεώθηκε η πρώτη εναγόμενη, με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.558,64 ευρώ, ως οφειλόμενο από τις ανωτέρω εργασιακές του συμβάσεις, νομιμοτόκως από την 18η.9.2019, επομένη της τελευταίας αποναυτολόγησής του, αφετέρου δε υποχρεώθηκαν αμφότερες οι εναγόμενες να του καταβάλουν για την ίδια αιτία, έκαστη εις ολόκληρον, η δεύτερη ως εφοπλίστρια και η πρώτη ως κυρία του πλοίου αντίστοιχα, ενεχόμενη διά του πλοίου και μέχρι την αξία του, το συνολικό ποσό των 7.124,46 ευρώ,  πλέον τόκων από το αυτό ως άνω χρονικό σημείο, επιβληθέντος σε βάρος τους και μέρους της δικαστικής του δαπάνης, ποσού 340 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 2.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……/2.3.2021), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 6.11.2020 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Η έτερη από 21.5.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……/21.5.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………../24.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του ομοίως εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής και εφεσιβλήτου της πρώτης έφεσης αντίστοιχα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 12.5.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………./21.5.2021) δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας  δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 6.11.2020 κατά τα προεκτεθέντα και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 παρ.1 και 591 παρ. 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων με την αγωγή του, όπως αυτή διορθώθηκε με τις προτάσεις του, ισχυρίσθηκε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά δύο (2) φορές με την ειδικότητα του υποναύκληρου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από 17.5.2018 έως και 17.9.2019 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό-οχηματαγωγό (Ε/Γ-Ο/Γ) πλοίο “Δ”, ολικής χωρητικότητας 9.834,37 κόρων, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, (εκτός από τα επίσης εκτιθέμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία τον εφοπλισμό του πλοίου ασκούσε η δεύτερη εναγόμενη),  αντί των προβλεπομένων από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των  Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2018 και 2019 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο με τη μορφή πινάκων δρομολόγια μεταξύ διαφόρων ελληνικών λιμένων, τα οποία διαφοροποιούντο αναλόγως της περιόδου του έτους και στα οποία περιλαμβάνονται και τα επίσης αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί 15 ώρες κατά τις θερινές περιόδους των ετών 2018 και 2019 και επί 13 ώρες κατά το υπόλοιπο διάστημα εντός των ιδίων ετών,  μέχρι τη λύση της τελευταίας σύμβασής του, πλην των διαλαμβανομένων στην αγωγή χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία στο πλοίο εκτελούντο εργασίες επισκευής, οπότε και απασχολείτο επί 12 ώρες ημερησίως και του επίσης αναφερομένου χρονικού διαστήματος κατά τη ναυτολόγησή του εντός του έτους 2019, κατά το οποίο δεν εργάσθηκε, διότι του είχε χορηγηθεί άδεια. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του, που δικαιούται για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του εντός του έτους 2019, καθώς και το σύνολο των αποδοχών, που αντιστοιχούσαν στις ώρες της παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα, αλλά και τις αργίες των επίσης αναφερομένων στο δικόγραφο χρονικών διαστημάτων αμφοτέρων των ναυτολογήσεών του και χωρίς να συνυπολογισθούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) των ετών 2018 και 2019, τα οποία επίσης δικαιούται, ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε να του επιδικασθεί το συνολικό χρηματικό ποσό των 22.864,45 ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, και για διαφορές επιδομάτων εορτών, ως και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολόγησής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, εκ του οποίου το ποσό των 7.135,89 ευρώ (ζητούσε) να υποχρεωθεί να του καταβάλει η πρώτη εναγόμενη, με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 15.728,56 ευρώ να υποχρεωθούν να του καταβάλουν αμφότερες οι εναγόμενες, εκάστη εις ολόκληρον, η δεύτερη ως εφοπλίστρια και  η πρώτη ως κυρία του πλοίου, ενεχόμενη διά του πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, αντίστοιχα. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, και, ακολούθως, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο ανερχόταν σε 13, 11 και 9 ώρες κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, που ειδικότερα αναφέρονται σ’αυτήν, έγινε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα, αφού κρίθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 9.683,10 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση και ως διαφορές εορταστικών επιδομάτων και πρόσθετης αμοιβής του με βάση το άρθρο 33 των εφαρμοστέων ΣΣΝΕ για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, μη συμπεριληφθείσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις μηνιαίες αποδοχές του, βάσει των οποίων υπολογίσθηκε η αμοιβή αυτή, της μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών, υποχρεώθηκε η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει, από το ανωτέρω συνολικά κριθέν ως οφειλόμενο από τις εργασιακές του συμβάσεις ποσό των αξιώσεών του, το ποσό των 2.558.64 ευρώ, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 7.124,46 ευρώ υποχρεώθηκαν να του καταβάλουν αμφότερες οι εναγόμενες, έκαστη εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη ως εφοπλίστρια, η δε πρώτη ως κυρία του πλοίου, ενεχόμενη διά του πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, με το νόμιμο τόκο και στις δύο περιπτώσεις από τις 18.9.2019, επομένη της τελευταίας αποναυτολόγησής του, του κονδυλίου της διαφοράς των δεδουλευμένων αποδοχών του, που αφορούσε στο διάστημα της ναυτολόγησής του εντός του έτους 2019 απορριφθέντος ως κατ’ουσίαν αβάσιμου, κατόπιν της παραδοχής και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας της περί εξόφλησής του προβληθείσης ένστασης των εναγομένων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, με την επισήμανση ότι η απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης επί του πρώτου αγωγικού κονδυλίου, που αφορά σε διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος για το έτος 2019, δεν πλήττεται από τον τελευταίο με την έφεσή του.

Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009 ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 του ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Τέλος, από την εισαγωγή του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 του ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’αυτού (ΑΠ 776/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ.2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠατρ 114/2008 σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002, ΕφΠειρ 19/1998 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).  Περαιτέρω, ο απλός κύριος του πλοίου για τις απαιτήσεις τρίτων, που απορρέουν από τον εφοπλισμό, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από σύμβαση παροχής ναυτικής εργασίας, ευθύνεται με το πλοίο, δηλαδή μέχρι της αξίας του πλοίου, νομιμοποιούμενος παθητικά στη δίκη, ενώ ο εφοπλιστής ευθύνεται απεριόριστα με όλη την περιουσία του και μάλιστα σε ολόκληρο με τον κύριο του πλοίου (ΑΠ 991/1991 ΕΕργΔ 51.1092, ΑΠ 48/1988 ΕΕργΔ 48.315, ΕφΠατρ 114/2008 ΑχΝομ 2009.423, ΕφΠειρ 7998/2001 ΕλλΔνη 2002.1474). Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 62-63 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ. 683/1960), «Οι Ναύται τελούσιν υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του Ναυκλήρου και βοηθούσιν αυτόν και τον Υποναύκληρον εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων των», «Ειδικώτερον οι Ναύται εκτελούσι κατά φυλακάς τας εργασίας πηδαλιούχου, οπτήρος, αγγελιοφόρου γεφύρας και εκτός φυλακής τας γενικάς συντηρήσεως και καθαριότητος του σκάφους και του εξαρτισμού αυτού, πρωρατικά έργα, συντήρησιν και χειρισμόν σωσιβίων μέσων, εργασίαν υπολόγου αποθηκαρίου υλικών συντηρήσεως σκάφους, κυτωρού, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εν γένει πάσαν εργασίαν σχετικήν προς την ειδικότητά των» και κατά το άρθρο 59 «Ο Υποναύκληρος τελεί υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του Ναυκλήρου και βοηθεί αυτόν εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων του». Σύμφωνα με τα άρθρα 52-58 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ. 683/1960), «1. Ο Ναύκληρος είναι ο υπαξιωματικός υπόλογος διά την υπηρεσία του καταστρώματος και το κατώτερον προσωπικόν αυτού. 2. Τελεί υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του Υπαρχου και του Υποπλοιάρχου και βοηθεί αυτούς διά την διατήρησιν της τάξεως και της πειθαρχίας του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος διά την εσωτερικήν και εξωτερικήν συντήρησιν και καθαριότητα αυτού, και την καθαριότητα, τάξιν και ευπρέπειαν των καταστρωμάτων, του προστέγου, μεσοστέγου και επιστέγου και των ενδιαιτημάτων, λουτήρων, πλυντηρίων και αποχωρητηρίων του πληρώματος. 3. Κατανέμει κατά τας οδηγίας του Υπάρχου εις ένα έκαστον εκ του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος την ειδικήν εργασίαν, εις ην οφείλει ν` απασχοληθή και καθοδηγεί τούτους, ώστε η εργασία να εκτελήται καλώς, ταχέως και με πάσαν δυνατήν οικονομίαν. Επιμελείται της εγκαίρου προσελεύσεως των μελών του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος, εις τας εργασίας των και όπως μη παρατηρήται αδικαιολόγητος εξ αυτής απομάκρυνσις είτε οκνηρία περί την εκτέλεσίν της ή οιαδήποτε αταξία ή παρεκτροπή αναφέρων περί τούτων εις τον `Υπαρχον. Σημαίνει διά των κεκανονισμένων σημάνσεων την έναρξιν και παύσιν της εργασίας μετά δε το πέρας ταύτης μεριμνά διά την περισυλλογήν των εργαλείων, υλικών και λοιπών αντικειμένων και διά την σάρωσιν και ευπρεπισμόν των τόπων της εργασίας και εν γένει του σκάφους. 4. Μεριμνά εν όρμω διά την τοποθέτησιν χοανών εις τα πρυμνήσια, εάν δε το πλοίον είναι παραβεβλημένον εις πάντα τα πεισμάτια προσδέσεως αυτού και διά την έγκαιρον αφήν των κεκανονισμένων φανών αγκυροβολίας. 5. Εν ουδεμιά περιπτώσει ζητεί οδηγίας απευθείας παρά του Πλοιάρχου διά τας εκτελεσθησομένας εργασίας εν τω πλοίω αλλά διά του Υπάρχου, εκτός αφεύκτου ανάγκης» (άρθρο 52). «1. Ο Ναύκληρος επιβλέπει ιδιαίτατα την καλήν κατάστασιν, συντήρησιν και λειτουργίαν των μηχανημάτων, αγκυροβολίας, αγκύρας, αλύσεις, αγκυροβολείς, βαρούλκα αγκύρας. 2. Όταν το πλοίον δεν χρησιμοποιή αμφιδετικόν στρεπτήρα παρακολουθεί τας συστροφάς  των αλύσεων των αγκυρών και αναφέρει εις τον `Υπαρχον και τον Αξιωματικόν φυλακής καταστρώματος τας παρατηρήσεις ας έκαμεν επί τούτου. 3. Μεριμνά διά την ένθεσιν των αγκυρών κατά το πλούν ή διά την παρέασιν των προ του κατάπλου εις το αγκυροβόλιον» (άρθρο 53). «Ο Ναύκληρος επιβλέπει την ευθέτησιν των ιστών, κεραιών και του εξαρτισμού εν γένει και φροντίζει μετά προσοχής όπως πάντα τα εξάρτια και αγόμενα, εξ ων εξαρτάται η ασφάλεια των εγραζομένων, ευρίσκωνται εν καλή καταστάσει» (άρθρο 54). «Ο Ναύκληρος ως βοηθός του Υπάρχου και του Ανθυποπλοιάρχου επί του θέματος της καλής καταστάσεως και ετοιμότητος των σωστικών μέσων του πλοίου υποχρεούται όπως: α) μεριμνά διά την εν πλω και εν όρμω καλήν και ασφαλή στοιβασίαν των λέμβων, κρεμαστών και ενθέτων και εξασφαλίζει την συντήρησιν και στεγανότητα αυτών. β) μεριμνά όπως πάσαι αι λέμβοι έχουσι πλήρη και εν καλή καταστάσει προς άμεσον χρήσιν όλα τα εξαρτήματα, εργαλεία και εφόδια, όσα καθορίζονται υπό των εν ισχύι κανονισμών. γ) μεριμνά διά την καλήν κατάστασιν προς άμεσον χρήσιν των μηχανημάτων ανακρεμάσεως, καθαιρέσεως, εκθέσεως και εξαιρέσεως των λέμβων και εφοκλίων εν γένει και των εξαρτίων και αγομένων αυτών, οίον επωτίδων, υποστατών, εντρόχων, τροχίλων, συσπάσεων, σχοινίων. Εφ’όλων των ανωτέρω αναφέρει εις τον Ανθυποπλοίαρχον όστις και ενημερώνει τον Υποπλοίαρχον» (άρθρο 55). «Ο Ναύκληρος επιβλέπει την εν καλή καταστάσει διατήρησιν των ρυμουλκίων και των εξαρτημάτων των και βεβαιούται ότι πάσαι αι τροχαλίαι, δι’ων πρόκειται να διέλθωσι ταύτα, στρέφονται ελευθέρως περί των άξονά των» (άρθρο 56). «Ο Ναύκληρος είναι υπεύθυνος διά την φύλαξιν και διάθεσιν όλων των αναλωσίμων υλικών καταστρώματος και των σχετικών εργαλείων. Προς τούτο τηρεί “βιβλίον αναλωσίμων υλικών” με στήλας εισαγωγής και εξαγωγής, το οποίον παρουσιάζει εις τον Ύπαρχον προς θεώρησιν οσάκις ήθελε διαταχθή» (άρθρο 57). «Ο Ναύκληρος βοηθεί τον `Υπαρχον εις την άσκησιν των αστυνομικών καθηκόντων του εν τω πλοίω» (άρθρο 58).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος των εναγομένων ……………, που απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό εντός των ετών 2018 και 2019 με τις ειδικότητες του Ύπαρχου και του Πλοιάρχου, η οποία δόθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται απομαγνητοφωνηθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του της δικασίμου της 10ης.3.2020 και της υπ’αριθμ………./4.3.2020 ένορκης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωσης του ……………., που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησής του σ’αυτό εντός του έτους 2019 με την ειδικότητα του ναύτη, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης των αντιδίκων του, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. …../27.2.2020 και …../27.2020 επιδοτήριες εκθέσεις της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ……………, οι οποίες όλες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό …… ναυτικού φυλλαδίου, μέλους της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών του Εμπορικού Ναυτικού, που με τη σειρά της τυγχάνει μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας και των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλέον μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας, μέλους του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου με την ονομασία “Δ”, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς, με αύξοντα αριθμό εγγραφής ……., ολικής χωρητικότητας 9.834,37 κόρων, υπό το Διεθνές Διακριτικό Σήμα …………., ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του υποναύκληρου. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίσθηκε στις 17.5.2018 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι και τις 10.11.2018, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς, με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου. Επαναπροσλήφθηκε στις 5.2.2019 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως τις 17.9.2019, οπότε και απολύθηκε λόγω της λήψης αδείας μέχρι και τις 17.10.2019, πλην του χρονικού διαστήματος από 19.5.2019 έως 24.6.2019, κατά το οποίο δεν εργάσθηκε, διότι του είχε χορηγηθεί άδεια ανάπαυσης. Λεκτέον ότι κατά τα κάτωθι αναφερόμενα επιμέρους χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο και συγκεκριμένα από 11.06.2018 έως 2.10.2018, από 3.4.2019 έως 23.4.2019, από 6.5.2019 έως 10.5.2019 και από 25.6.2019 έως 17.9.2019, η δεύτερη εναγομένη, επίσης μονοπρόσωπη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία, μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, είχε αναλάβει τον εφοπλισμό του, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την αγωγή του, χωρίς να αμφισβητηθεί από τις εναγόμενες και δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, με την επισήμανση ότι η παραδοχή του αυτή δεν πλήττεται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους. Για τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται εκατέρωθεν, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό (μικτό) χρηματικό ποσό με την πρώτη των 3.283,67 ευρώ και με τη δεύτερη των 3.349,34 ευρώ. Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Επί της πρώτης κατά σειράν σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο τυγχάνει εφαρμογής όσον αφορά τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας του η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2018, που υπογράφηκε στις 4.9.2018,  κυρώθηκε στις 31.10.2018 με την υπ’αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 5084) στις 14.11.2018, ενώ επί της δεύτερης σύμβασης ναυτολόγησής του εφαρμοστέα τυγχάνει η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων της ιδίας κατηγορίας πλοίων του επόμενου έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019,  κυρώθηκε στις 24.7.2019  με την υπ’αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 3170) στις 12.8.2019, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ.1 των ως άνω εφαρμοζομένων Σ.Σ.Ν.Ε., οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά τη ΣΣΝΕ του έτους 2018 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του υποναύκληρου ορίσθηκε σε 1.221,39 ευρώ, το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε 268,71 ευρώ, το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε 19,59 ευρώ την ημέρα, δηλαδή σε 587,70 ευρώ το μήνα (19,59 € Χ 30 ημέρες =587 ευρώ), το ειδικό επίδομα υποναύκληρου σε 14,71 ευρώ,  το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε 35,92 ευρώ και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε 436,60 ευρώ [(1.221,39 ευρώ + 268,71 ευρώ : 22) =  67,73 ευρώ  + 19,59 ευρώ = 87,32  ευρώ Χ 5 ημέρες = 436,60 ευρώ], το δε ωρομίσθιο του υποναύκληρου καθορίσθηκε στο ποσό των 7,06 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% στο ποσό των 8,83 ευρώ και 10,59 ευρώ αντίστοιχα. Περαιτέρω ο ενάγων, σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019, που τυγχάνει εφαρμοστέα επί της δεύτερης και τελευταίας ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο με την ίδια ειδικότητα, έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του υποναύκληρου το ποσό των 1.245,82 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 274,08 ευρώ, ως ειδικό επίδομα υποναύκληρου το ποσό των 15 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 36,64 ευρώ, ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας το ποσό των 19,98 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 599,40 ευρώ (19,98 ευρώ Χ 30), ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας το ποσό των 445,33 ευρώ [(μισθός ενεργείας  1.245,82  ευρώ + επίδομα Κυριακών 274,08 ευρώ: 22) = 69,08 ευρώ + 19,98 ευρώ = 89,06 ευρώ Χ 5 ημέρες = 445,33].  Με την ίδια ΣΣΝΕ το ωρομίσθιο του υποναύκληρου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 7,20 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε  9 ευρώ και σε 10,80 ευρώ αντίστοιχα. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος, η πρώτη εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του κατ’ αμφότερα τα επίδικα έτη των ναυτολογήσεών του (2018 και 2019) στο εν λόγω πλοίο κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή του επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 των ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 των ιδίων ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν σε 474,06 ευρώ για το έτος 2018 και σε 483,55 ευρώ για το έτος 2019, ενώ τους μήνες, κατά τους οποίους απασχολήθηκε μικρότερο χρονικό διάστημα, εισέπραξε την αντίστοιχη αναλογία του ανωτέρω ποσού. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι η πρώτη εναγόμενη του κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως κάθε μήνα των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεών του στο πλοίο διάφορα χρηματικά ποσά κυμαινόμενου ύψους, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και κατά τις Κυριακές. Αποδείχθηκε επίσης ότι στο ανωτέρω πλοίο ήταν ναυτολογημένοι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος ως προσωπικό καταστρώματος, ένας ναύκληρος, δύο υποναύκληροι, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες, όπως προβλέπεται στην οργανική του σύνθεση. Πρόκειται δε περί πλοίου χωρητικότητας σχεδόν 10.000 κόρων, ηλικίας σχεδόν 30 ετών, μεταφορικής ικανότητας άνω των 1.400 επιβατών, 50 έως 55 φορτηγών και 100 Ι.Χ.Ε. οχημάτων. Εξάλλου, το ανωτέρω πλοίο, κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό (πλην των χρονικών διαστημάτων από 17.5.2018 έως 11.6.2018 και από 12.5.2019 έως 18.5.2019, κατά τα οποία ακινητούσε λόγω της εκτέλεσης εργασιών επισκευής του), διενεργούσε καθημερινά πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία είχαν κατά τη θερινή περίοδο των ετών 2018 και 2019 αφετηρία κυρίως το λιμένα της Καβάλας και προορισμό το λιμένα της Πάτμου διά μέσου περισσοτέρων λιμένων (Λήμνος, Μυτιλήνη, Χίος, Βαθύ Σάμου, Φούρνοι, Άγιος Κήρυκος Ικαρίας), με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων κατά βάση, στην Καβάλα (άπαξ εβδομαδιαίως, συνήθως την Τρίτη, το πλοίο μετά τον κατάπλου του στο λιμένα της Πάτμου αναχωρούσε για το λιμένα του Πειραιώς, προσεγγίζοντας μετά τον απόπλου του από τον οποίο και κατά το ταξίδι της επιστροφής προς Καβάλα και στο λιμένα της Μυκόνου), ενώ κατά τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα εκτελούσε κυρίως το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη με επιστροφή, πλην ενός μικρού διαστήματος κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του έτους 2019, κατά το οποίο αναχωρούσε από το λιμένα του Λαυρίου με προορισμό το λιμένα της Καβάλας διά μέσου του λιμένος της Μύρινας της Λήμνου, με επιστροφή μέσω του ιδίου λιμένος, στο Λαύριο και της περιόδου του Πάσχα του ιδίου έτους, κατά την οποία τα δρομολόγιά του διαφοροποιήθηκαν και περιελάμβαναν αναχωρήσεις από το λιμένα του Πειραιώς προς Μύκονο, Πάτμο, Άγιο Κήρυκο Ικαρίας, Φούρνους και Βαθύ Σάμου και επιστροφή στον Πειραιά μέσω των ιδίων λιμένων. Συγκεκριμένα τα δρομολόγιά του είχαν ως εξής, σύμφωνα με τους επισυναφθέντες στην παρούσα απόφαση πίνακες, όπως, άλλωστε κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω δρομολογίων του, ο ενάγων ως υποναύκληρος, επόπτευε τα  λοιπά μέλη του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος (ναύτες και ναυτόπαιδες), στην εργασία τους, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος, απασχολούμενος, όταν το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες, με την πρόσδεση, την απόδεση και την αγκυροβολία του στους διάφορους λιμένες, που προσέγγιζε διαρκούντος του δρομολογίου του, με την επιβίβαση και την αποβίβαση των επιβατών, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο χώρο στάθμευσης, καθώς και με τις απαραίτητες εργασίες συντήρησης, αλλά και τις εργασίες καθαριότητας των εξωτερικών χώρων του και του χώρου στάθμευσης των οχημάτων, οι οποίες ως επί το πλείστον εκτελούντο στους αφετήριους λιμένες της Μυτιλήνης, του Λαυρίου ή της Καβάλας αναλόγως του δρομολογίου, όπου το πλοίο παρέμενε από τον κατάπλου του και μέχρι την αναχώρησή του για το επόμενο δρομολόγιο για περισσότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τους ενδιάμεσους λιμένες κατά τα προεκτεθέντα και σπανιότερα εν πλω, συνήθως σε μία τέτοια περίπτωση, εφόσον απαιτείτο, στο μεσοδιάστημα μεταξύ κάποιων λιμένων, που απείχαν μεγαλύτερη απόσταση ο ένας από τον άλλον, οπότε και πραγματοποιούντο κατά βάση μικροεπισκευές ή εργασίες συντήρησης, συνδράμοντας επιπροσθέτως τα μέλη των προσληφθέντων εξωτερικών συνεργείων, κατά τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το πλοίο ακινητούσε λόγω της διενέργειας σ’αυτό εργασιών επισκευής. Στους αφετήριους λιμένες του Πειραιώς και του Λαυρίου συμμετείχε στη φόρτωση των οχημάτων, η οποία άρχιζε τρεις (3) ώρες προ του απόπλου του πλοίου, ενώ στο λιμένα της Μυτιλήνης δύο (2) ώρες ενωρίτερα. Κατά τον κατάπλου του πλοίου στους λιμένες αφετηρίας ή προορισμού του δρομολογίου του τελούσε σε ετοιμότητα για την εκτέλεση των απαιτουμένων εργασιών μία ώρα προ της άφιξης, ενώ στους λοιπούς λιμένες προ τριάντα λεπτών. Η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του στο εν λόγω πλοίο δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Με βάση τις παραδοχές αυτές συνάγεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργαζόταν καθημερινά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπεται από τις ισχύσασες και εν προκειμένω εφαρμοστέες κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών του στο συγκεκριμένο πλοίο ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι αυτού των 8 ωρών ημερησίως. Ειδικότερα, ο ενάγων εκτελούσε τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, αργιών και Κυριακών) πέραν της ως άνω οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου αυτού, το οποίο εκτελούσε τα συγκεκριμένα πολύωρα ακτοπλοϊκά δρομολόγια που αναφέρθηκαν ανά συγκεκριμένες περιόδους εντός των διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, του αριθμού των λιμένων, που προσέγγιζε το πλοίο σε κάθε δρομολόγιο, του χρόνου παραμονής σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα, της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στο λιμένα προορισμού του, όπως αναλυτικά εκτέθηκε, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος (σχετικά μειωμένη τη χειμερινή, περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή), των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών του πλοίου, της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’αυτόν κάθε μήνα από την πρώτη εναγόμενη χρηματικών ποσών κυμαινόμενου ύψους ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και όχι μόνον για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ανωτέρω αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος καταστρώματος του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, του αριθμού των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους, της κατάθεσης του μάρτυρος των εναγομένων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων εργαζόταν το ανώτατο 12 ώρες ημερησίως όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, επομένως ότι υπερέβαινε το νόμιμο ωράριο εργασίας του, των εγγραφών στους προσκομιζόμενους από τις εναγόμενες μηνιαίους πίνακες ωρών ανάπαυσης ανά ημέρα των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, σύμφωνα με τους οποίους ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 17.5.2018 έως 11.6.2018, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια λόγω της διενέργειας σ’αυτό εργασιών επισκευής εργαζόταν επί 9 ώρες ημερησίως, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 12.5.2019 έως 18.5.2019, που το πλοίο για τον ίδιο λόγο ακινητούσε, οι αναγραφείσες ώρες ημερήσιας εργασίας του κυμαίνονται μεταξύ 9,5 και 11,5, με την επισήμανση ότι για τα υπόλοιπα χρονικά διάστηματα των εργασιακών του συμβάσεων, κατά τα οποία το πλοίο ήταν ενταγμένο σε δρομολογιακές γραμμές και εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες, οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησής του, όπως έχουν καταχωρηθεί στους εν λόγω πίνακες διαφοροποιούνται ανά ημέρα, κυμαινόμενες μεταξύ των 6,5 ωρών το κατώτατο και των 13 ωρών το ανώτατο και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνάρτηση με τις οποίες θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ.3η, σελ. 160), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος στο πλοίο αυτό ανερχόταν κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, κατά τα οποία εκτελούντο δρομολόγια και συγκεκριμένα από 3.10.2018 έως 10.11.2018 και από 5.2.2019 έως 11.5.2019 σε ένδεκα (11) ώρες ημερησίως, καθώς και από 12.6.2018 έως 2.10.2018 και από 25.6.2019 έως 17.9.2019 σε δεκατρείς (13) ώρες ημερησίως (σημειωτέον ότι για το χρονικό διάστημα από 19.5.2019 έως 24.6.2019 δε ζητείται αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας διότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε, έχοντας λάβει άδεια ανάπαυσης κατά τα προεκτεθέντα), ενώ κατά μεν το χρονικό διάστημα από 17.5.2018 έως 11.6.2018, κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν ακινητοποιημένο προς διενέργεια εργασιών επισκευής, σε εννέα (9) ώρες ημερησίως, κατά δε το χρονικό διάστημα από 12.5.2019 έως 18.5.2019, όταν επίσης το πλοίο ακινητούσε για τον ίδιο λόγο, σε ένδεκα (11) ώρες ημερησίως. Επομένως, ενόψει  όσων προεκτέθηκαν,  το Δικαστήριο κρίνει ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούνταν από τις συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργασθεί υπερωριακώς κατά μέσο όρο κατά τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του ανάλογα επί τρεις (3) ώρες, πέντε (5) ώρες και μία (1) ώρα ημερησίως αντίστοιχα, ενώ κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ιδίων χρονικών διαστημάτων η εργασία του επί δεκατρείς (13), ένδεκα (11) και εννέα (9) ώρες θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις εν προκειμένω εφαρμοστέες ΣΣΝΕ, που παρατέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Εξάλλου, το γεγονός ότι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ 23/2014, ΜονΕφΠειρ 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 180/2008 ΕΝαυτΔ 2008.308, ΠειρΝομ. 2009.197, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝαυτΔ 2003.124), ενώ και το γεγονός ότι η υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο σύνολό της στους μηνιαίους πίνακες ωρών ανάπαυσης των ναυτικών του πλοίου, που συντάσσοντο από την πρώτη εναγόμενη, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε κάθε φορά στους αντίστοιχους πίνακες, που τον αφορούσαν, χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ 716/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012.381, ΕφΠειρ 452/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας του και των πινάκων των ωρών ανάπαυσης ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006 ΔΕΕ 2006.948, ΜονEφΠειρ 698/2014 ΕλλΔνη 2015.504, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών των εναγομένων, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στις αυτές παραδοχές αναφορικά με τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης ανά τις ανωτέρω επιμέρους χρονικές περιόδους των ναυτολογήσεών του, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα και τις εναγόμενες με τον πρώτο λόγο των κρινόμενων εφέσεών τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Όσον αφορά όμως το χρονικό διάστημα από 12.5.2019 έως 18.5.2019 κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια λόγω της διενέργειας σ’αυτό επισκευών και ως προς το οποίο έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση ότι ο ενάγων συνέδραμε στις σχετικές εργασίες απασχολούμενος επί εννέα (9) ώρες ημερησίως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ανωτέρω με το συναφές σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του. Συνεπώς,  ο ενάγων δικαιούται της προβλεπομένης στις εν προκειμένω εφαρμοστέες ΣΣΝΕ αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες του. Συγκεκριμένα δικαιούται: 1) Για το χρονικό διάστημα από 17.5.2018 έως 11.6.2018, κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν για επισκευή και δη για τις 21 καθημερινές και Κυριακές του διαστήματος αυτού, οπότε και εργάσθηκε επί 9 ώρες ημερησίως, δικαιούται για τη μία (1) ώρα υπερωριακής του απασχόλησης το ποσό των 185,43 ευρώ (21 ώρες Χ 8,83 ευρώ) και για τα 4 Σάββατα και τη 1 αργία (17/5 – της Αναλήψεως) του ιδίου διαστήματος, οπότε και εργάσθηκε επί 9 ώρες ημερησίως, δικαιούται για την ως άνω υπερωριακή του απασχόληση των 9 ωρών, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2018, το συνολικό ποσό των 476,55 ευρώ [(5 Σάββατα και αργίες Χ 9 ώρες) 45 ώρες Χ 10,59 ευρώ/ώρα]. 2) Για το χρονικό διάστημα από 3.10.2018 έως 10.11.2018, και δη για τις 32 καθημερινές και Κυριακές του διαστήματος αυτού, κατά τις οποίες εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως, δικαιούται για την υπερωριακή του απασχόληση επί 3 ώρες ημερησίως, το συνολικό ποσό των 847,68 ευρώ (32 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες = 96 ώρες Χ 8,83ευρώ/ώρα) και για τα 6 Σάββατα και τη 1 αργία του ιδίου διαστήματος (28/10), κατά τα οποία εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως,  δικαιούται για την ως άνω υπερωριακή του απασχόληση των 9 ωρών συνολικό ποσό των 815,43 ευρώ [(7 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες=) 77 ώρες Χ 10,59 ευρώ/ώρα]. Ήτοι συνολικά για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων εντός του έτους 2018 δικαιούτο το ποσό των (185,43+ 847,68) 1.033,11 ευρώ, ενώ έλαβε από την πρώτη εναγομένη για την αιτία αυτή, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των [276,86 ευρώ + 225,14 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής για το διάστημα από 1.6 έως 11.6.) + 522,73€ ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής για το διάστημα από 3.10 έως 30.10) + 184,57€=] 1.209,30 ευρώ και συνεπώς ουδέν του οφείλεται.  Περαιτέρω για τα Σάββατα και τις αργίες των ιδίων χρονικών διαστημάτων δικαιούτο ως αμοιβή υπερωριών το συνολικό ποσό των 1.291,98 ευρώ, (476,55 ευρώ + 815,43 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε από την πρώτη εναγομένη, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις μισθοδοσίας του, το συνολικό ποσό των 1.011,33 ευρώ [237,03 ευρώ τον Μάιο + 173,82 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής για το διάστημα από 1.6 έως 11.6) + 442,46 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής για το διάστημα από 3.10 έως 30.10) + 158,02 ευρώ για τον μήνα Νοέμβριο] και συνεπώς του οφείλεται η διαφορά, ποσού (1.239,03-1.011,33) 280,65 ευρώ. 3) Για το χρονικό διάστημα από 12.6.2018 έως 2.10.2018, κατά το οποίο η δεύτερη εναγομένη είχε αναλάβει τον εφοπλισμό του πλοίου, ο ενάγων εργάστηκε κατά τις 95 καθημερινές και Κυριακές του διαστήματος αυτού επί 13 ώρες ημερησίως, δικαιούται, επομένως, για την υπερωριακή του απασχόληση επί 5 ώρες ημερησίως, το συνολικό ποσό των 4.194,25 ευρώ (95 καθημερινές και Κυριακές Χ 5 ώρες = 475 ώρες Χ 8,83 ευρώ/ώρα), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 2.372,91 ευρώ [388,87 ευρώ (αναλογία Ιουνίου) + 648,90 ευρώ τον Ιούλιο + 648,90 ευρώ τον Αύγουστο + 648,90 ευρώ τον Σεπτέμβριο + 37,34 ευρώ (αναλογία Οκτωβρίου)], πλέον του ποσού των 80,68 ευρώ, που έλαβε αναδρομικά και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού (4.194,25 ευρώ -2.453,59 ευρώ) 1.740,66 ευρώ. Κατά τα 16 Σάββατα και τις 2 αργίες (15/8, 14/9) του ως άνω διαστήματος ο ενάγων εργάσθηκε επί 13 ώρες ημερησίως, δικαιούται, επομένως, για την ως άνω υπερωριακή του απασχόληση των 13 ωρών ημερησίως το συνολικό ποσό των 2.478,06 ευρώ (18 Σάββατα και αργίες Χ 13 ώρες = 234 ώρες Χ 10,59 ευρώ/ώρα), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.754,02 ευρώ, [300,24 ευρώ (αναλογία Ιουνίου) + 474,06 ευρώ τον Ιούλιο + 474,06 ευρώ τον Αύγουστο + 474,06 ευρώ τον Σεπτέμβριο + 31,60 ευρώ (αναλογία Οκτωβρίου)], πλέον ποσού 62,68 ευρώ, που έλαβε αναδρομικά για την αιτία αυτή και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ποσού (2.478,06 ευρώ – 1.816,70 ευρώ) 661,36 ευρώ. 4) Κατά το χρονικό διάστημα από 5.2.2019 έως 2.4.2019, από 24.4.2019 έως 5.5.2019 και την 11η.5.2019 ο ενάγων εργάστηκε επί 53 καθημερινές και Κυριακές επί 11 ώρες ημερησίως, δικαιούται, επομένως, για την υπερωριακή του απασχόληση επί 3 ώρες ημερησίως το ποσό των 1.431 ευρώ (53 Χ 3 = 159 ώρες Χ 9 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε από την πρώτη εναγομένη το ποσό των 1.283,37 ευρώ [451,85 ευρώ τον Φεβρουάριο + 564,81 ευρώ τον Μάρτιο + 37,65 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 01.04 έως 2.04) + 131,79 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 24.4 έως 30.4) + 81,06 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 1.5 έως 5.5) + 16,21 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής για την 11η.05)] και, συνεπώς, του οφείλεται  η διαφορά ποσού (1.431 ευρώ – 1.283,37 ευρώ) 147,63 ευρώ. Επίσης κατά το ως άνω διάστημα ο ενάγων εργάστηκε επί 11 Σάββατα και επί 5 αργίες (11/3 (Καθαρά Δευτέρα), 25/3, 26/4 (Μεγάλη Παρασκευή), 29/4 (Δευτέρα του Πάσχα), 1/5), επί 11 ώρες ημερησίως, δικαιούται, επομένως, για την ως άνω υπερωριακή του απασχόληση των 11 ωρών ημερησίως το συνολικό ποσό των 1.900,80 ευρώ (16 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες = 176 ώρες Χ 10,80 ευρώ/ώρα), έναντι του οποίου έλαβε από την πρώτη εναγομένη το ποσό των 1.112,17 ευρώ [386,84 ευρώ τον Φεβρουάριο + 483,55 ευρώ τον Μάρτιο + 32,24 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 1.4 έως 2.4) + 112,83 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 24.4 έως 30.4) + 80,59 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 1.5 έως 5.5) + 16,12 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής για την 11η.5)] και συνεπώς του οφείλεται η διαφορά, ποσού (1.900,80 ευρώ -1.112,17 ευρώ) 788,63 ευρώ. 5)  Κατά το χρονικό διάστημα από 12.5.2019 έως 18.5.2019, κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν για επισκευή, ο ενάγων εργάστηκε επί 6 καθημερινές και Κυριακές επί 11 ώρες ημερησίως, δικαιούται, επομένως, για την υπερωριακή του απασχόληση επί 3 ώρες ημερησίως το ποσό των 162 ευρώ (18 ώρες Χ 9 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 113,48 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 12.5 έως 18.5), δικαιούται, επομένως, της διαφοράς ποσού 48,52 ευρώ (162 ευρώ – 113,48 ευρώ). Επίσης, κατά το ως άνω διάστημα ο ενάγων εργάστηκε επί 1 Σάββατο επί 11 ώρες, δικαιούται, επομένως, για την υπερωριακή του απασχόληση των 11 ωρών το ποσό των 118,8 ευρώ (11 ώρες Χ 10,80 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε από την πρώτη εναγομένη το ποσό των 112,83 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 12.5 έως 18.5) και συνεπώς του οφείλεται η διαφορά, ποσού 5,97 ευρώ (118,8 ευρώ – 112,83 ευρώ). 6) Κατά το χρονικό διάστημα από 3.4.2019 έως 23.4.2019 και από 6.5.2019 έως 10.5.2019, κατά το οποίο τον εφοπλισμό του πλοίου είχε αναλάβει η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων εργάστηκε επί 23 καθημερινές και Κυριακές, επί 11 ώρες ημερησίως, δικαιούται, επομένως, για την υπερωριακή του απασχόληση επί 3 ώρες ημερησίως  το ποσό των 621 ευρώ (23 Χ 3 = 69 ώρες Χ 9 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 476,42 [395,36 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 3.4. έως 23.4) +  81,06 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 6.5 έως 10.05)] και συνεπώς του οφείλεται η διαφορά ποσού 144,58 ευρώ (621 ευρώ –  81,06 ευρώ). Επίσης, κατά το ως άνω διάστημα ο ενάγων εργάστηκε επί 3 Σάββατα, επί 11 ώρες ημερησίως, δικαιούται για την ως άνω υπερωριακή του απασχόληση των 11 ωρών το συνολικό ποσό των 356,490 ευρώ [(3 Σάββατα Χ 11 ώρες=) 33 ώρες Χ 10,80 ευρώ], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 419,07 ευρώ [338,48 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 3.4 έως 23.04} + 80,59 ευρώ (αναλογία ληφθείσης υπερωριακής αμοιβής από 6.5 έως 10.5)] και, συνεπώς, ουδέν του οφείλεται. 7) Κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2019 έως 17.9.2019, κατά το οποίο τον εφοπλισμό του πλοίου είχε επίσης η δεύτερη εναγόμενη, ο ενάγων εργάστηκε επί 72 καθημερινές και Κυριακές επί 13 ώρες ημερησίως, δικαιούται, επομένως, για την υπερωριακή του απασχόληση επί 5 ώρες ημερησίως το ποσό των 3.240 ευρώ, (72 Χ 5 = 360 ώρες Χ 9 ευρώ/ανά ώρα), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.819,29 ευρώ (112,96 ευρώ τον Ιούνιο + 661,88 ευρώ τον Ιούλιο + 661,88 ευρώ τον Αύγουστο + 382,57 ευρώ τον Σεπτέμβριο) και, συνεπώς, του οφείλεται διαφορά ποσού (3.240 – 1.819,29) 1.420,71 ευρώ. Επίσης, κατά το ως άνω διάστημα ο ενάγων εργάστηκε επί 11 Σάββατα και 2 αργίες (15/8, 14/9) επί 13 ώρες ημερησίως, δικαιούται, επομένως, για την ως άνω υπερωριακή του απασχόληση των 13 ωρών το συνολικό ποσό των1.825,20 ευρώ (13 Σάββατα και αργίες Χ 13 ώρες = 169 ώρες Χ 10,80 ευρώ/ανά ώρα), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.343,30 ευρώ (96,71 ευρώ τον Ιούνιο + 483,55 ευρώ τον Ιούλιο + 483,55 ευρώ τον Αύγουστο + 279,49 ευρώ τον Σεπτέμβριο] και, συνεπώς, του οφείλεται η διαφορά ποσού (1.825,20-1.343,30) 481,90 ευρώ, ενώ επιπλέον καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, λόγω αναδρομικών αυξήσεων των αποδοχών του, το ποσό των 74,46 ευρώ για υπερωρίες κατά τις καθημερινές και Κυριακές και το ποσό των 60,91 ευρώ για υπερωρίες κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Επομένως, συνολικά, για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το διάστημα που το ένδικο πλοίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην πρώτη εναγομένη, ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των 196,15 ευρώ (147,63 ευρώ  +  48,52 ευρώ) ως αμοιβή για τις υπερωρίες του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του και το συνολικό ποσό των 1.075,25 ευρώ  (280,65 ευρώ + 788,63 ευρώ + 5,97 ευρώ) ως αμοιβή υπερωριών κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ιδίων χρονικών διαστημάτων και συνολικά το ποσό των 1.271,40 ευρώ, ενώ κατά το διάστημα που τον εφοπλισμό του πλοίου ασκούσε η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των 3.231,49 ευρώ (1.740,66 ευρώ + 144,58 ευρώ + 1.420,71 ευρώ = 3.305,95 ευρώ – 74,46 ευρώ) για τις υπερωρίες του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των 1.082,35 ευρώ (661,36 ευρώ + 481,90 ευρώ = 1.143,26 ευρώ – 60,91 ευρώ) για τις υπερωρίες του κατά τα Σάββατα και τις αργίες και συνολικά το ποσό των 4.313,84 ευρώ. Επισημαίνεται ότι, εκτός από τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν με ειδικό λόγο έφεσης κατά τα λοιπά το μαθηματικό υπολογισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής του ανωτέρω για την παροχή υπερωριακής εργασίας και συγκεκριμένα τον αριθμό των καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τις οποίες έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι εργάσθηκε αυτός κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, είτε το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, είτε ακινητούσε προς διενέργεια επισκευών, το ποσό του ωρομισθίου της υπερωρίας για τους ναυτικούς της ειδικότητας του υποναύκληρου της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, που παρέχεται κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και το αντίστοιχο ποσό του ωρομισθίου για την εργασία του ναυτικού της ίδιας ειδικότητας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως αυτά διαμορφώνονται σε αμφότερες τις περιπτώσεις με τις προβλεπόμενες στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις, καθώς και το συνολικά εισπραχθέν από τον ενάγοντα ως αμοιβή υπερωριών ποσό.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 των  ανωτέρω ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της υπ’αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν υπ’αριθμ. 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι  ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ 56/2014, ΜονΕφΠειρ 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που οφείλοντο στον ενάγοντα προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του, συνυπολόγισε το μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής του για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο ως άνω πλοίο επί τη βάσει αμοιβών ελαττωμένων έναντι αυτών που πράγματι εδικαιούτο, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε αυτός με το συναφές σκέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσής του. Με δεδομένο ότι, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, που ισούται με 1.537,20 ευρώ (18.652,69 ευρώ καθ’όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο ÷ 364 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες/μήνα =1.537,20 ευρώ) οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται για το έτος 2018 στο ποσό των 4.414,66 ευρώ [2.877,46 ευρώ ([1.221,39 ευρώ μισθός ενεργείας του υποναύκληρου + 268,71 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 14,71 ευρώ ειδικό επίδομα υποναύκληρου + 587,70 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών + 436,60 ευρώ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας + 269,83 ευρώ μέσος όρος μηνιαίου επιδόματος έχμασης οχημάτων + 42,60 ευρώ μέσος όρος μηνιαίου επιδόματος άγονης γραμμής =2.877,46) ενώ για το έτος 2019 στο ποσό των 4.499,89 ευρώ [2.962,69 ευρώ (1.245,82 ευρώ μισθός ενεργείας του υποναύκληρου + 274,08 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 15 ευρώ ειδικό επίδομα υποναύκληρου + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών + 445,33 ευρώ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας + 297,97 ευρώ μέσος όρος μηνιαίου επιδόματος έχμασης οχημάτων + 48,45 ευρώ μέσος όρος μηνιαίου επιδόματος άγονης γραμμής = 2.962,69 ευρώ) + 1.537,20 ευρώ = 4.499,89 ευρώ], με την επισήμανση ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του συνυπολογισμού στις συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος του μέσου όρου του μηνιαίου επιδόματος έχμασης οχημάτων και του μέσου όρου του μηνιαίου επιδόματος άγονης γραμμής, καθώς και περί του ποσού εκάστου εξ αυτών, δεν πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους, δικαιούται: 1) Ως αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018, για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 17.5.2018 έως 11.6.2018 και από 3.10.2018 έως 10.11.2018, κατά το οποίο η πρώτη εναγόμενη ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/15 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 4.414,66 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής του, ήτοι το ποσό των 1.208,19 ευρώ (4.414,66 ευρώ  Χ 2/25 = 353,17 ευρώ Χ 3,421 δεκαεννεαήμερα =1.208,19 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 476,30 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 731,89 ευρώ (1.208,19 ευρώ – 476,30 ευρώ). 2) Ως αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018, για το διάστημα ναυτολόγησής του από 12.6.2018 έως 2.10.2018, κατά το οποίο τον εφοπλισμό του πλοίου είχε η δεύτερη εναγόμενη, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/15 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 4.414,66 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής του, ήτοι το ποσό των 2.100,30 ευρώ (4.414,66 ευρώ  Χ 2/25 = 353,17 ευρώ Χ 5,947 δεκαεννεαήμερα = 2.100,30 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.512,66 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 587,64 ευρώ (2.100,30 ευρώ – .1512,66 ευρώ). 3) Ως αναλογία Δώρου Πάσχα του έτους 2019, για το διάστημα ναυτολόγησής του από 5.2.2019 έως 2.4.2019 και από 24.4.2019 έως 30.4.2019, κατά το οποίο η πρώτη εναγόμενη ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου, δικαιούται να λάβει το ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συνολικού ποσού 4.499,89 ευρώ, ανά 8 ημέρες εργασίας του και δη το ποσό των 1.199,92 ευρώ (4.499,89 ευρώ : 2 = 2.249,94 ευρώ ÷ 15 = 149,99 ευρώ Χ 8 οκταήμερα = 1.199,92 ευρώ), έναντι του οποίου έχει λάβει το ποσό των  906,19  ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 293,73 ευρώ (1.199,92 ευρώ – 906,19 ευρώ­). 4) Ως αναλογία Δώρου Πάσχα του έτους 2019, για το διάστημα ναυτολόγησής του από 3.4.2019 έως 23.4.2019, κατά το οποίο τον εφοπλισμό του πλοίου ασκούσε η δεύτερη εναγόμενη,  δικαιούται να λάβει το ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συνολικού ποσού 4.499,89 ευρώ, ανά 8 ημέρες εργασίας του και δη το ποσό των 393,72 ευρώ (4.499,89 ευρώ : 2 = 2.249,94 ευρώ ÷ 15 = 149,99 ευρώ Χ 2,625 οκταήμερα = 393,72 ευρώ). 5) Ως αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του έτους 2019 για το διάστημα από 1.5.2019 έως 18.5.2019, με βάση το αγωγικό αίτημα, δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγόμενη το ισόποσο των 2/15 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 4.499,89 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής του, ήτοι το ποσό των 340,99 ευρώ (4.499,89 ευρώ  Χ 2/25 = 359,99 ευρώ Χ 0,947 δεκαεννεαήμερα = 340,99 ευρώ). 6) Ως αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του έτους 2019 για το χρονικό διάστημα από 25.6.2019 έως 17.9.2019, κατά το οποίο τον εφοπλισμό του πλοίου είχε αναλάβει η δεύτερη εναγόμενη, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/15 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 4.499,89 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής του, ήτοι το ποσό των 1.610,23 ευρώ (4.499,89 ευρώ  Χ 2/25 = 359,99 ευρώ Χ 4,473 δεκαεννεαήμερα = 1.610,23 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.120 ευρώ, με αποτέλεσμα να δικαιούται να λάβει τη διαφορά, ποσού 490,23 ευρώ (1.610,23 ευρώ – 1120 ευρώ). Επομένως για διαφορές δώρων εορτών, κατά το διάστημα που το πλοίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην πρώτη εναγομένη, ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των 1.366,61 ευρώ (731,89 ευρώ + 293,73 ευρώ + 340,99 ευρώ) και κατά το διάστημα που τον εφοπλισμό του πλοίου ασκούσε η δεύτερη εναγόμενη, δικαιούται το συνολικό ποσό των 1.471,59 ευρώ (587,64 ευρώ + 393,72 ευρώ + 490,23 ευρώ). Το πρωβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 1.389,84 ευρώ και το ποσό των 1.475,88 ευρώ αντίστοιχα, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενες με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, με την επισήμανση ότι οι παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης περί των καταβληθέντων στον ενάγοντα ποσών για τις ίδιες αιτίες δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους.

Από τις διατάξεις του άρθρου 33 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού κατά περίπτωση προ της παρέλευσης εξαώρου από της άφιξης στο λιμένα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγιά του κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπλήρωσης εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντίστοιχα  (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Στις αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζεται η πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, η οποία, εφόσον δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο εάν καταβάλλεται τακτικώς, όπως εν προκειμένω κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς (ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011,262, ΕφΠειρ 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009,102, ΕφΠειρ 770/2008, ΕΝαυτΔ 2008,275, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων είναι η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π.1013/2003, Εφ.Πειρ.562/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.568/2009 ΕΝΔ 2009.267, Εφ.Πειρ. 283/2009 ΕΝΔ 2009.102,) και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της οικείας σσνε (ΜονΕφΠειρ 55/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Συγκεκριμένα κατά τα διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος από 12.6.2018 έως 24.6.2018, από 17.9.2018 έως 2.10.2018 και από 25.6.2018 έως 16/9/2018, κατά τα οποία τον εφοπλισμό του πλοίου είχε αναλάβει η δεύτερη εναγόμενη, το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε συνολικά 13,375 δρομολόγια εξπρές, με βάση τις ώρες πρόωρης αναχώρησής του εβδομαδιαίως από τον αφετήριο λιμένα της Καβάλας (8 συνολικά για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα), όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις κρινόμενες εφέσεις τους. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία,  υπολογιζόμενη κατά το άρθρο 33 § 7 περ.α΄ της ως άνω ΣΣΝΕ του έτους 2018, εφόσον η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδίου του πλοίου ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών και ανερχόμενη για κάθε δρομολόγιο «εξπρές» προς το 1/30 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Σημειωτέον ότι στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων θα υπολογισθεί η ανωτέρω αμοιβή, θα πρέπει να συμπεριληφθεί κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, μεταξύ δε αυτών εν προκειμένω και ο μέσος όρος των επιδομάτων εορτών των ετών 2018 και 2019, εντός των οποίων ήταν ναυτολογημένος, που συνιστά τέτοια παροχή, διότι αναλογία των επιδομάτων αυτών του καταβαλλόταν τακτικώς κάθε μήνα από την πρώτη εναγόμενη καθόλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της ως νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, κυμαινόμενου ύψους, αντίστοιχο των ημερών της εργασίας του κατά το συγκεκριμένο μήνα, όπως σαφώς προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του. Ο ενάγων, με δεδομένο ότι, με συνυπολογισμό του μέσου όρου των επιδομάτων εορτών ποσού 564,83 ευρώ (6.853,35 ευρώ το συνολικό ποσό των επιδομάτων εορτών,  που δικαιούται για τις ναυτολογήσεις του ÷ 364 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες/μήνα =564,83 ευρώ), οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν για το έτος 2018 στο συνολικό ποσό των 4.979,49 ευρώ (4.414,66 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά τα προεκτεθέντα + 564,83 ευρώ), δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα 13,375 δρομολογίων εξπρές το συνολικό ποσό των 2.219,98 ευρώ [13,375 Χ 165,98 ευρώ η αμοιβή του για κάθε δρομολόγιο εξπρές (4.979,49 ευρώ:30 = 165,98 ευρώ) = 2.219,98], έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 1.217,04 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.002,94 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τα χρονικά διαστήματα από 25.3.2019 έως 31.3.2019 και από 29.4.2019 έως 5.5.2019, το εν λόγω πλοίο, πλοιοκτησίας τότε της πρώτης εναγομένης, εκτέλεσε συνολικά 0,918 δρομολόγια εξπρές, με βάση τις ώρες πρόωρης αναχώρησής του εβδομαδιαίως από τον αφετήριο λιμένα του Πειραιά (7,35 ώρες συνολικά για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα), όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς ούτε η παραδοχή της αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις κρινόμενες εφέσεις τους. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται της πρόσθετης αμοιβής, που προβλέπεται από το άρθρο 33 § 7 περ.α΄ της ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2019, εφόσον η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδίου του πλοίου ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα (12) ωρών, υπολογιζόμενη με βάση συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του για το έτος 2019 ποσού 5.064,72 ευρώ (4.499,89 ευρώ κατά τα προεκτεθέντα + 564,83 ευρώ ο μέσος όρος αμοιβής επιδομάτων εορτών). Συγκεκριμένα δικαιούται  το συνολικό ποσό των 154,97 ευρώ [0,918 δρομολόγια Χ 168,82 ευρώ η αμοιβή του για κάθε δρομολόγιο εξπρές (5.064,72 ευρώ:30 = 168,82 ευρώ) = 154,97], έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 169,27 ευρώ, με αποτέλεσμα ουδέν να του οφείλεται. Τέλος, το εν λόγω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2019 έως 16.9.2019, κατά το οποίο τον εφοπλισμό του ασκούσε η δεύτερη εναγόμενη, εκτέλεσε συνολικά 12 δρομολόγια εξπρές, με βάση τις ώρες πρόωρης αναχώρησής του εβδομαδιαίως από τον αφετήριο λιμένα της Καβάλας (8 ώρες ανά εβδομάδα και 96 ώρες συνολικά για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα), όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς ούτε η παραδοχή της αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις κρινόμενες εφέσεις τους. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται της πρόσθετης αμοιβής, που προβλέπεται από το άρθρο 33 § 7 περ.α΄ της ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2019, εφόσον η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδίου του πλοίου ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα (12) ωρών, υπολογιζόμενη με βάση συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του για το έτος 2019 ποσού 5.064,72 ευρώ (4.499,89 ευρώ κατά τα προεκτεθέντα + 564,83 ευρώ ο μέσος όρος αμοιβής επιδομάτων εορτών). Συγκεκριμένα δικαιούται  το συνολικό ποσό των  2.025,84 ευρώ [12 δρομολόγια Χ 168,82 ευρώ η αμοιβή του για κάθε δρομολόγιο εξπρές (5.064,72 ευρώ:30 = 168,82 ευρώ) = 2.025,84], έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 1.224.40 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 801,44 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε για την ίδια αιτία στον ενάγοντα μικρότερα χρηματικά ποσά θέτοντας ως βάση του συλλογισμού του ότι οι συνολικές μηναίες τακτικές αποδοχές του ανωτέρω ήταν ελαττωμένες έναντι των προαναφερθεισών, λαμβάνοντας υπόψη για τον προσδιορισμό τους διαφορετικά ποσά ως μέσο όρο της αμοιβής των υπερωριών του και μη συνυπολογίζοντας σ’αυτές το μέσο όρο των επιδομάτων εορτών, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το βάσιμο τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, ενώ όσα περί εξόφλησής του υποστηρίζουν οι εναγόμενες επί των παραδοχών της εκκαλουμένης, που αφορούν στο συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο, με τον αντίστοιχο τρίτο λόγο της δικής τους έφεσης, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα. Επισημαίνεται ότι οι παραδοχές της εκκαλουμένης επί της διάρκειας των ανωτέρω δρομολογίων και των καταβληθέντων στον ενάγοντα για την αιτία αυτή ποσών δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και αφενός μεν να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη, ως πλι να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 2.638,01 ευρώ (1.271,40 ευρώ +1.366,61 ευρώ), ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης και επιδομάτων εορτών, αφετέρου δε να υποχρεωθεούν αμφότερες οι εναγόμενες, εκάστη εξ αυτών ενεχόμενη εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 7.589,81 ευρώ (4.313,84 ευρώ + 1.471,59 ευρώ + 1.002,94 ευρώ +801,44 ευρώ), ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, επιδομάτων εορτών και αμοιβής λόγω της εκτέλεσης από το πλοίο δρομολογίων εξπρές,  η πρώτη ως κυρία του πλοίου, δι’αυτού και μέχρι της αξίας του και η δεύτερη ως εφοπλίστρια αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο σε αμφότερες τις περιπτώσεις  από την επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος στις 17.9.2019, που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα, ήτοι από τις 18.9.2019, και μέχρι την πλήρη εξόφληση, όπως και πρωτοδίκως κρίθηκε, χωρίς εναντίον της σχετικής διάταξης της εκκαλουμένης να εγείρεται από τους διαδίκους οποιαδήποτε αντίρρηση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 2.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../2.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………/7.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) η από 21.5.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……. /21.5.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………./24.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3361/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατά ένα μέρος.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και ενός λεπτού του ευρώ (2.638,01), με το νόμιμο τόκο από τις 18.9.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, εκάστη εξ αυτών ενεχόμενη εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών του ευρώ (7.589,81), η πρώτη ως κυρία του πλοίου, δι’αυτού και μέχρι της αξίας του και η δεύτερη ως εφοπλίστρια αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο από τις 18.9.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 ευρώ).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις  19.12.2022

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ