ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 744/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………… για να δικάσει τις κάτωθι υποθέσεις μεταξύ:
Α. Της εκκαλούσας – εναγομένης: εταιρείας ………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λατσούδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Του εφεσιβλήτου – ενάγοντος: ……………ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντοσέα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Β. Του αντεκκαλούντος – ενάγοντος: ……………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντοσέα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Της αντεφεσίβλητης – εναγομένης: εταιρείας ……………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λατσούδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16.12.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/23.12.2019) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 3814/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.
Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη μονοπρόσωπη ναυτιλιακή ανώνυμη εταιρεία με την από 7.4.2021 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../7.4.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/7.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου
Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 3.1.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/3.1.2022) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου αντέφεσή του, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την αυτή ως άνω πρωτόδικη απόφαση.
Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερθέντες πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 7.4.2021 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………./7.4.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………./7.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της από 16.12.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/23.12.2019) αγωγής, και β) η από 3.1.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../3.1.2022) αντέφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής και εφεσιβλήτου, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής υπ’αριθμ. 3814/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246, 524 παρ.1 εδαφ.α΄και 591 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη από 7.4.2021 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../7.4.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/7.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης – μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας – της από 16.12.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……………./23.12.2019) αγωγής κατά της υπ’αριθμ.3814/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ανωτέρω ασκηθείσας σε βάρος της εκκαλούσας αγωγής του εφεσιβλήτου, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκουσας την επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 137.361,79 ευρώ, απορρεουσών, αφενός μεν από διαδοχικές συμβάσεις ναυτολόγησής του με την ειδικότητα του ναύτη σε πλοίο, πλοιοκτησίας της, αφετέρου δε από εργατικό ατύχημα του άρθρου 1 του ν.551/1915, το οποίο συνέβη εκτός πλοίου εξ αφορμής της εργασίας του και εξαιτίας του τραυματισμού του στο οποίο κατέστη πλήρως ανίκανος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος και κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδυνάμου επαγγέλματος για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) ετών και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 97.824,96 ευρώ, ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του, ως διαφορές επιδομάτων εορτών και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, καθώς και ως αποζημίωση του ν.551/1915 λόγω της πλήρους και διαρκούς ανικανότητάς του προς εργασία εξαιτίας του επισυμβάντος ατυχήματος, ως μισθούς ασθενείας τεσσάρων (4) μηνών και ως έξοδα νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικές δαπάνες, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 7.4.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ…………/7.4.2021), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 15.12.2020 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με τους οποίους πλήττονται τα κεφάλαια της εκκαλουμένης, που αφορούν στα ανωτέρω αγωγικά κονδύλια, κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).
Ο επίσης εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε κατά της αυτής ως άνω πρωτόδικης απόφασης αντέφεση εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 στοιχ.ζ΄του ΚΠολΔ, με το από 3.1.2022 ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 3.1.2022, συντάχθηκε έκθεση κάτω απ’αυτό (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………../3.1.2022), και κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα – εναγόμενη και αντεφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία αυθημερόν, ήτοι προ οκτώ (8) ημερών από τη συζήτηση της έφεσης, που έλαβε χώρα κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο της 13ης.1.2022, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον αντεκκαλούντα υπ’αριθμ. ……………/3.1.2022 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας …………… Με την αντέφεσή του αυτή ο αντεκκαλών πλήττει τα συγκεκριμένα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, που προσβάλλονται και με την έφεση της αντιδίκου του. Συνεπώς, η κρινόμενη αντέφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), επίσης κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
Ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά τρεις (3) φορές με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από 19.10.2017 έως και 2.11.2018 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο “ΒS1”, ολικής χωρητικότητας 16.391 κόρων, πλοιοκτησίας της εναγομένης, αντί των προβλεπομένων από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2018 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά κατά το έτος 2018 τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο με τη μορφή πινάκων δρομολόγια μεταξύ διαφόρων ελληνικών λιμένων, τα οποία διαφοροποιούντο ανά περιόδους των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του και στα οποία περιλαμβάνονται και τα επίσης αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως εντός του ιδίου έτους επί 14 ώρες μέχρι και τις 31.10.2018, όταν στο διάστημα μεταξύ του πέρατος της εργασίας του στο πλοίο περί ώρα 13:00 της ως άνω ημέρας και της εκ νέου ανάληψης των καθηκόντων του μετά την πάροδο δύο (2) ωρών (στις 15:00), οδηγώντας τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα του καθ’οδόν από το λιμένα του Πειραιώς, στον οποίο είχε προηγουμένως καταπλεύσει το πλοίο περί ώρα 8:05 της ιδίας ημέρας κατόπιν της ολοκλήρωσης του προγραμματισμένου δρομολογίου του και παρέμενε αγκυροβολημένο ενόψει του απόπλου του προς εκτέλεση του επόμενου τακτικού δρομολογίου του περί ώρα 1900 της αυτής ημέρας, με κατεύθυνση την οικία του στον Κορυδαλλό Αττικής, όπου εσκόπευε να μεταβεί, προκειμένου να επισκεφθεί την οικογένειά του και να εφοδιασθεί με καθαρά ενδύματα, τραυματίσθηκε σοβαρά στο δεξιό κάτω άκρο του σε τροχαίο ατύχημα, που συνέβη υπό τις διαλαμβανόμενες στην αγωγή συνθήκες και οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της παραβιάσασας επί της πορείας της ρυθμιστική πινακίδα με την ένδειξη STOP οδηγού του εμπλακέντος σ’αυτό και συγκρουσθέντος με τη μοτοσυκλέτα του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου. Ότι το ανωτέρω βίαιο συμβάν συνιστά εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του ν.551/1915, το οποίο επήλθε εξ αφορμής της εργασίας του, συνδεόμενο με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος και εξαιτίας του τραυματισμού του στο οποίο κατέστη πλήρως ανίκανος προς εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) ετών, υποβληθείς επιπροσθέτως σε έξοδα νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικές δαπάνες για την αποκατάσταση της υγείας του, τα οποία δικαιούται να λάβει, όπως επίσης και μισθούς ασθενείας τεσσάρων μηνών, καθώς και την προβλεπόμενη στον προαναφερθέντα νόμο περιορισμένη (κατ’αποκοπήν) αποζημίωση. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών, που αντιστοιχούσαν στις ώρες της παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα, αλλά και τις αργίες των επίσης αναφερομένων στο δικόγραφο χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του εντός του έτους 2018 και χωρίς να συνυπολογισθούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) του έτους 2018, τα οποία επίσης δικαιούται, ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα αυτά ως άνω χρονικά διαστήματα, ζητούσε να του επιδικασθεί το συνολικό χρηματικό ποσό των 137.361,79 ευρώ, ως την αποζημίωση του ν.551/1915, που προβλέπεται σ’αυτόν για την περίπτωση πλήρους διαρκούς ανικανότητας του εργαζομένου προς εργασία, ως μισθούς ασθενείας τεσσάρων (4) μηνών, ως έξοδα νοσηλείας, ιατροφαρμακευτικές δαπάνες και δαπάνες μίσθωσης ταξί για τις μετακινήσεις του, για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο περιόδους εντός του έτους 2018, και αναλογίας επιδομάτων εορτών του έτους 2018, ως και διαφορές πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές εντός του ιδίους έτους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, και, ακολούθως, με τις παραδοχές, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο ανερχόταν σε 12 ώρες κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του εντός του έτους 2018, καθώς και ότι το τροχαίο ατύχημα στο οποίο αυτός ενεπλάκη οδηγώντας τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα του και εξαιτίας του τραυματισμού του στο οποίο κατέστη πλήρως ανίκανος προς άσκηση του επαγγέλματος του ναύτη, αλλά και κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου επαγγέλματος για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) ετών, συνιστά εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του άρθρου 1 του ν.551/1915, έγινε ακολούθως κατά ένα μέρος δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 97.824,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ως την περιορισμένη κατ’αποκοπήν αποζημίωση του ν.551/1915 για την περίπτωση πλήρους διαρκούς ανικανότητας εργαζομένου προς εργασία εξαιτίας εργατικού ατυχήματος, ως μισθούς ασθενείας τεσσάρων (4) μηνών, ως έξοδα νοσηλείας, ως ιατροφαρμακευτικές δαπάνες και δαπάνες μίσθωσης ταξί, ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2018 και ως διαφορές αναλογίας εορταστικών επιδομάτων του ιδίου έτους, καθώς και ως διαφορές πρόσθετης αμοιβής του με βάση το άρθρο 33 της κριθείσας ως εφαρμοστέας ΣΣΝΕ για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές κατά το έτος αυτό, μη συμπεριληφθέντων στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, βάσει των οποίων υπολογίσθηκαν τα επιδικασθέντα ποσά επί των αγωγικών κονδυλίων της αποζημίωσης λόγω του εργατικού ατυχήματος, της διαφοράς των επιδομάτων εορτών και της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές, της μηνιαίας αμοιβής του για το κούρδισμα των ρολογιών πυρασφάλειας του πλοίου, του μέσου όρου της μηνιαίας αμοιβής του για την εκτέλεση “εξτρά” εργασιών και του επιδόματος ιματισμού, καθώς και του μέσου όρου της μηνιαίας αναλογίας επιδομάτων εορτών όσον αφορά τον υπολογισμό των μηνιαίων αποδοχών του για τον προσδιορισμό του οφειλομένων ποσών της αποζημίωσης του ν.551/1915 και της διαφοράς της αμοιβής για τα εξπρές δρομολόγια του πλοίου, ενώ απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προβληθείσα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής και καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, αλλά όχι στις έγγραφες προτάσεις της εναγομένης, ένσταση της τελευταίας περί συμψηφισμού των αξιώσεων του ενάγοντος από τις συμβάσεις ναυτολόγησής του. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι, η μεν εναγόμενη με την έφεσή της, ο δε ενάγων με την αντέφεσή του, που έχουν εισαχθεί στο παρόν Δικαστήριο προς κρίση και αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού επί των κεφαλαίων αυτής, που αφορούν στο σύνολο των αγωγικών κονδυλίων, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντίστοιχα, με την επισήμανση ότι η απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της προβληθείσας από την εναγόμενη ένστασης συμψηφισμού δεν προσβλήθηκε από την τελευταία με την έφεσή της.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της εναγομένης ……………., που απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό εντός των ετών 2017 και 2018 με την ειδικότητα του ναύκληρου, η οποία δόθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται απομαγνητοφωνηθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του της δικασίμου της 24ης.9.2020 και της υπ’αριθμ. …………/15.6.2020 ένορκης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… βεβαίωσης του ……………., που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα με την ειδικότητα του ναύτη, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……./9.6.2020 επιδοτήρια έκθεση της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ………….., οι οποίες όλες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου ναυτικού φυλλαδίου, με αριθμό μητρώου ……. της ΑΑ΄ Ναυτικής Περιφέρειας, μέλους της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών του Εμπορικού Ναυτικού, που με τη σειρά της τυγχάνει μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλέον μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας, μέλους του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BS1, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς, με αύξοντα αριθμό εγγραφής ….., ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός (16.391) κόρων, με αριθμό ΙΜΟ ……., υπό το Διεθνές Διακριτικό Σήμα ……, ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίσθηκε στις 19.10.2017 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 6η.2.2018, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς επειδή έλαβε άδεια μηνιαίας διάρκειας (μέχρι 6.3.2018). Επαναπροσλήφθηκε στις 13.3.2018 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως τις 5.9.2018, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα λόγω της λήψης αδείας μέχρι και τις 5.10.2018. Ακολούθησε μία (1) ακόμη ναυτολόγησή του στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα, που διήρκεσε από τις 10.10.2018 έως και τις 2.11.2018, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στον αυτό ως άνω λιμένα λόγω τραυματισμού του εκτός πλοίου. Η διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο και οι λόγοι της κάθε φορά λύσης της εργασιακής του σύμβασης, που άλλωστε σαφώς προκύπτουν από τις αντίστοιχες εγγραφές στο ναυτικό του φυλλάδιο, δεν αμφισβητήθηκαν από την εναγόμενη, συνιστούν δε παραδοχές και της εκκαλουμένης απόφασης, που δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις ένδικες έφεση και αντέφεση. Για μία από ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος και συγκεκριμένα για την καταρτισθείσα στις 13.3.2018 τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και από τη συγκεκριμένη γραπτή συμφωνία, αντίγραφο της οποίας προσκομίζεται από την εναγόμενη, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό (μικτό) χρηματικό ποσό των 3.126,62 ευρώ. Στην ίδια σύμβαση περιελήφθησαν όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Επί όλων των συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο του έτους 2018, στο οποίο και μόνον αφορούν τα αγωγικά κονδύλια, που θεμελιώνονται σ’αυτές (η αγωγή δεν περιλαμβάνει κονδύλια για το προγενέστερο διάστημα της ναυτολόγησής του εντός του έτους 2017) τυγχάνει αναδρομικής εφαρμογής όσον αφορά τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας του η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2018, που υπογράφηκε στις 4.9.2018, κυρώθηκε στις 31.10.2018 με την υπ’αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 5084) στις 14.11.2018, δυνάμει σχετικής συμφωνίας των διαδίκων, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τους διαδίκους με τις ένδικες έφεση και αντέφεση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του ναύτη το ποσό των 1.181,15 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 259,86 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 35,92 ευρώ, ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας το ποσό των 19,59 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 587,70 ευρώ (19,59 ευρώ Χ 30) και ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας το ποσό των 425,45 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ: 22) = 65,50 +19,59 ευρώ =) 85,09 Χ 5 ημέρες = 425,45 ευρώ]. Με την ίδια ΣΣΝΕ το ωρομίσθιο του ναύτη καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 6,83 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 8,54 ευρώ και σε 10,25 ευρώ αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο της εναγομένης εντός του έτους 2018 ανέρχονταν στο ποσό των 2.490,08 ευρώ. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος, η εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του κατά το έτος 2018 στο εν λόγω πλοίο κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή του επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 των ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 των ιδίων ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν σε 458,45 ευρώ, ενώ τους μήνες, κατά τους οποίους απασχολήθηκε μικρότερο χρονικό διάστημα, εισέπραξε την αντίστοιχη αναλογία του ανωτέρω ποσού. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι η εναγόμενη του κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως κάθε μήνα των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεών του στο πλοίο εντός του ιδίου έτους διάφορα χρηματικά ποσά κυμαινόμενου ύψους, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και κατά τις Κυριακές. Εξάλλου κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα στο πλοίο της εναγομένης ήταν ναυτολογημένοι ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος και εργάζονταν ένας ναύκληρος, δύο υποναύκληροι, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες, όπως κατατέθηκε από το μάρτυρα της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών καθορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου ορίζεται ότι οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι: “1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ” (άρθρο 137). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι οι εργασίες αποσκοριώσεως (ματσακόνι) και χρωματισμού των εξωτερικών ελασμάτων του πλοίου δεν επιτρέπεται να εκτελούνται εν πλω, δεύτερον, ότι στα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, τρίτον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (ΜονΕφΠειρ 602/2015, 85/2015, 618/2014, 539/2014, 23/2014, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος εντό του έτους 2018 το ανωτέρω πλοίο διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία είχαν αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και κύριους προορισμούς τις νήσους Μυτιλήνη και Ρόδο δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά, ενώ από τις 18.5.2018 και μέχρι την αποναυτολόγησή του στις 2.11.2018 τα δρομολόγια του πλοίου από Πειραιά προς Ρόδο περιελάμβαναν και προσεγγίσεις στο ενδιάμεσο στους λιμένες των νήσων Σύρου και Θήρας. Συγκεκριμένα τα δρομολόγιά του είχαν ως εξής, σύμφωνα με τους επισυναφθέντες στην παρούσα απόφαση πίνακες μετά των κάτωθι αυτών παρατηρήσεων, όπως, άλλωστε κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις ένδικες έφεση και αντέφεση:
Ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι απασχολήθηκε υπερωριακά κατά τις χρονικές περιόδους των ναυτολογήσεών του στο πλοίο αυτό εντός του έτους 2018 επί 193 καθημερινές ημέρες και Κυριακές, επί 32 Σάββατα και επί 10 αργίες, συνολικώς δε επί 235 ημέρες, όπως αναφέρει στην αγωγή του, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί ειδικά από την εναγόμενη και όπως άλλωστε έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η παραδοχή του αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις κρινόμενες έφεση και αντέφεση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο η εργασία των ναυτικών μελών του πληρώματος καταστρώματος, που υπηρετούσαν με την ειδικότητα του ναύτη, κατανεμόταν κατά τέτοιον τρόπο ώστε, αφενός μεν να εκτελούνται φυλακές (βάρδιες) στη γέφυρα του πλοίου και να διενεργούνται οι απαραίτητες εργασίες συντήρησης αυτού και καθαριότητας των εξωτερικών του χώρων και του χώρου στάθμευσης των οχημάτων, αφετέρου δε να εξασφαλίζεται η συμμετοχή απάντων στις εργασίες κατάπλου και απόπλου, καθώς και φορτοεκφόρτωσης και έχμασης των οχημάτων σε όλους τους λιμένες του εκάστοτε δρομολογίου του (αφετηρίας, προορισμού και ενδιάμεσους). Συγκεκριμένα ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του είτε εκτελώντας βάρδιες (φυλακές) στη γέφυρα του πλοίου, είτε ως ημερεργάτης ναύτης, είτε ως νυκτοφύλακας στο χώρο στάθμευσης των οχημάτων του πλοίου και τα καθήκοντά του αυτά εναλλάσσονταν εντός διμήνου. Ειδικότερα επί τρία δεκαπενθήμερα εκτελούσε φυλακές στη γέφυρα του πλοίου, ενώ κατά τη πρώτη εβδομάδα του τετάρτου δεκαπενθημέρου εργαζόταν ως ημερεργάτης και κατά τη δεύτερη ως νυκτοφύλακας. Πλέον ειδικότερα οι ναύτες βάρδιας φυλακής γέφυρας ήταν χωρισμένοι σε τρεις [3] ομάδες των δύο [2] και αναλάμβαναν εκ περιτροπής τις έξι [6] κυλιόμενες τετράωρες βάρδιες του εικοσιτετραώρου, κατά τρόπον ώστε ανά δύο [2] να εργάζονται κάθε ημέρα καταρχήν και οπωσδήποτε δύο [2] τετράωρα. Ο ενάγων κατά τη διάρκεια εκάστης βάρδιάς του απασχολείτο με όλες τις εργασίες της ειδικότητάς του, δηλαδή όταν το πλοίο βρισκόταν εν πλω εκτελούσε φυλακή γέφυρας, ενώ στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού, αλλά και στους ενδιάμεσους λιμένες, που προσέγγιζε το πλοίο κατά τη διάρκεια του δρομολογίου του, συμμετείχε στις εργασίες απόπλου και κατάπλου και συγκεκριμένα στην πρόσδεση και απόδεση του πλοίου και στη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους, δηλαδή της σταθεροποίησής τους δια της πρόσδεσής τους στο κύτος του πλοίου με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, όταν τούτο ενόψει κυματισμού κρινόταν απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί κίνδυνος μετακίνησής τους, καθώς τούτο προκύπτει από τη σταθερή καταβολή της σχετικής πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 30 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, σύμφωνα με τις μισθοδοτικές του αποδείξεις, όπως αναλυτικά θα εκτεθεί κατωτέρω, αλλά και σε εργασίες συντήρησης του πλοίου και καθαριότητας των εξωτερικών του χώρων και του χώρου στάθμευσης των οχημάτων, καθώς επιπροσθέτως και στις ως άνω εργασίες όταν αυτές (πέραν της βάρδιάς του) ενέπιπταν στο δίωρο προ της έναρξης ή στο δίωρο μετά από τη λήξη της βάρδιάς του. Επομένως απασχολείτο και πέραν των δύο τετράωρων βαρδιών του, είτε στο λιμένα αφετηρίας, είτε/και στους λιμένες προορισμού, είτε/και στους ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης του πλοίου, συνδράμοντας τους ημερεργάτες ναύτες στις εργασίες απόπλου, κατάπλου, πρόσδεσης, απόδεσης, φορτοεκφόρτωσης και έχμασης των μεταφερομένων οχημάτων και καθαριότητας στα εξωτερικά καταστρώματα, κλίμακες και διαδρόμους, καθώς και στο γκαράζ του πλοίου, αναλόγως του εάν οι εργασίες αυτές ενέπιπταν χρονικά στο δίωρο προ της έναρξης της βάρδιάς του ή στο δίωρο μετά τη λήξη της, ήτοι αναλόγως του εάν η ώρα άφιξης του πλοίου σε λιμένα του ημερησίου δρομολογίου του ενέπιπτε εντός του διώρου προ της έναρξης ή/και εντός του διώρου μετά τη λήξη της δικής του βάρδιας, με αποτέλεσμα η καθημερινή εργασία του να διαφοροποιείται από πλευράς διάρκειας, η οποία καθοριζόταν κάθε φορά από το ωράριο εκάστης βάρδιάς του, από το πρόγραμμα των δρομολογίων του πλοίου, από την επιβατική κίνηση και από τις καιρικές συνθήκες, που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια του ημερησίου δρομολογίου και η βάρδιά του να επεκτείνεται, κατά περίπτωση, προ της έναρξής της ή/και μετά τη λήξη της. Περαιτέρω όταν ασκούσε καθήκοντα ημερεργάτη ναύτη απασχολείτο καθημερινά από ώρα 6:00 έως ώρα 18:00 με ένα διάλειμμα 30 λεπτών τις μεσημβρινές ώρες για τη λήψη γεύματος, εκτελώντας στο πλοίο εργασίες συντήρησης και καθαριότητας, ενώ ως νυκτοφύλακας, με καθήκοντα, που περιελάμβαναν περιπολίες στο γκαράζ του πλοίου για τον έλεγχο των μεταφερομένων οχημάτων, εργαζόταν από ώρα 18:00 έως ώρα 6:00. Επιπροσθέτως όμως των καθηκόντων αυτών, με τα οποία ήταν επιφορτισμένος ως ημερεργάτης ή ως νυκτοφύλακας, σε κάθε λιμένα προσέγγισης του πλοίου κατά τη διάρκεια του εκάστοτε δρομολογίου του, οποιαδήποτε ώρα εντός του 24ώρου, δηλαδή και εκτός του ανωτέρω ωραρίου εργασίας του, συμμετείχε, όπως όλα τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (πλην δύο ναυτών), στις εργασίες κατάπλου, πρόσδεσης, αγκυροβολίας και απάρσεως του πλοίου, φορτοεκφόρτωσης των οχημάτων, απόπλου και έχμασης των οχημάτων στη συνέχεια, όπως αμφότεροι οι μάρτυρες των διαδίκων κατέθεσαν, οι οποίες άρχιζαν συνήθως τριάντα λεπτά προ του κατάπλου του πλοίου στο λιμένα και συνεχίζονταν για ακόμη τριάντα λεπτά μετά τον απόπλου του, ήτοι κατά μέσο όρο διαρκούσαν επί μία (1) ώρα συνολικά, αναλόγως του δρομολογίου, του μεγέθους της επιβατικής κίνησης και των καιρικών συνθηκών. Ειδικότερα όμως στον αφετήριο λιμένα του Πειραιώς η φόρτωση των οχημάτων, στην οποία συμμετείχε, άρχιζε τρεις (3) ώρες προ του απόπλου του πλοίου, ενώ στους λιμένες προορισμού της Ρόδου και της Μυτιλήνης δύο (2) ώρες ενωρίτερα. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών, αλλά και τον αυξομειούμενο ανά περιόδους του έτους όγκο της επιβατικής κίνησης αυτών. Επισημαίνεται εδώ ότι, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων και επιβεβαιώθηκε και από το μάρτυρα της εναγομένης, υπήρχαν μέλη του πληρώματος καταστρώματος και συγκεκριμένα δύο ναύτες κάθε φορά, που δεν απασχολούνταν σε όλα τα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου, μολονότι η συμμετοχή της πλήρους οργανικής σύνθεσής του στις εργασίες αγκυροβολίας και απάρσεως είναι κατά νόμο υποχρεωτική κατά τα προεκτεθέντα. Με βάση τις παραδοχές αυτές συνάγεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργαζόταν καθημερινά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπεται από την ισχύσασα και εν προκειμένω εφαρμοστέα κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών του στο συγκεκριμένο πλοίο εντός του έτους 2018 ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι αυτού των 8 ωρών ημερησίως. Ειδικότερα, ο ενάγων εκτελούσε τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, αργιών και Κυριακών) πέραν της ως άνω οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου αυτού, το οποίο εκτελούσε τα συγκεκριμένα πολύωρα ακτοπλοϊκά δρομολόγια που αναφέρθηκαν ανά συγκεκριμένες περιόδους εντός των διαστημάτων των ναυτολογήσεών του εντός του έτους 2018, του αριθμού των λιμένων, που προσέγγιζε το πλοίο σε κάθε δρομολόγιο, του χρόνου παραμονής σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα, της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στο λιμένα προορισμού του, όπως αναλυτικά εκτέθηκε, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος (σχετικά μειωμένη τη χειμερινή, περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή), των χαρακτηριστικών του πλοίου (πρόκειται για μεγάλο πλοίο της ακτοπλοΐας με μεταφορική ικανότητα 780 οχημάτων και 1.890 επιβατών), της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’αυτόν κάθε μήνα από την εναγόμενη χρηματικών ποσών κυμαινόμενου ύψους ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και όχι μόνον για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος καταστρώματος του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, του αριθμού των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους, της κατάθεσης του μάρτυρος των εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο ο ενάγων, όπως άλλωστε και τα λοιπά μέλη του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου, εργαζόταν κατά κανόνα πέραν του νομίμου ημερήσιου ωραρίου εργασίας του, της ομολογίας της εναγομένης περί υπερωριακής απασχόλησής του επί 2-4 ώρες πλην όμως μόνον όταν αυτός εργαζόταν ως ημερεργάτης και μόνον κατά το δρομολόγιο Πειραιάς – Ρόδος και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνάρτηση με τις οποίες θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», εκδ.3η, σελ. 160), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο αυτό ανερχόταν κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του εντός του έτους 2018 σε δώδεκα (12) ώρες και όχι σε δεκατέσσερις (14), όπως καθ’υπερβολήν ισχυρίσθηκε αυτός με την αγωγή του. Επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούνταν από τις συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργασθεί υπερωριακώς κατά μέσο όρο κατά τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του επί τέσσερις (4) ώρες, ενώ κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ιδίων χρονικών διαστημάτων η εργασία του επί δώδεκα (12) ώρες θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ, που παρατέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Εξάλλου, το γεγονός ότι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ 23/2014, ΜονΕφΠειρ 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 180/2008 ΕΝαυτΔ 2008.308, ΠειρΝομ. 2009.197, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝαυτΔ 2003.124). Επιπροσθέτως σημειώνεται ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας του ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006 ΔΕΕ 2006.948, ΜονEφΠειρ 698/2014 ΕλλΔνη 2015.504, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου της έφεσής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στις αυτές παραδοχές αναφορικά με τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης κατά τις επίδικες χρονικές περιόδους των ναυτολογήσεών του εντός του έτους 2018, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των υποστηριζομένων από τους διαδίκους με το δεύτερο λόγο των ένδικων έφεσης και αντέφεσης απορριπτομένων ως αβασίμων. Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία: 1) Για τις 193 καθημερινές και Κυριακές των χρονικών διαστημάτων της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο εντός του έτους 2018 το ποσό των 6.592,88 ευρώ (69 καθημερινές και Κυριακές του χρονικού αυτού διαστήματος Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 772 ώρες Χ 8,54 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο με βάση τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 για τις καθημερινές και τις Κυριακές = 6.592,88 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 4.350,26 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 2.242,62 ευρώ. 2) Για τα 32 Σάββατα και τις 10 αργίες του ιδίων χρονικών διαστημάτων το ποσό των 5.166 ευρώ (42 Σάββατα και αργίες κατά τα προεκτεθέντα Χ 12 ώρες εργασίας του ημερησίως = 504 ώρες Χ 10,25 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες =5.166 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 3.570,99 ευρώ, με αποτέλεσμα να δικαιούται να λάβει τη διαφορά ποσού 1.595 ευρώ. Επομένως, δικαιούται συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 3.837,62 ευρώ. Επισημαίνεται ότι, εκτός από τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν κατά τα λοιπά με ειδικό λόγο έφεσης και αντέφεσης το μαθηματικό υπολογισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής του ανωτέρω για την παροχή υπερωριακής εργασίας και συγκεκριμένα τον αριθμό των καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τις οποίες έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι εργάσθηκε αυτός κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο εντός του έτους 2018, το ποσό του ωρομισθίου της υπερωρίας για τους ναυτικούς της ειδικότητας του ναύτη της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, που παρέχεται κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και το αντίστοιχο ποσό του ωρομισθίου για την εργασία του ναυτικού της ίδιας ειδικότητας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή και αμείβεται ως τέτοια, όπως αυτά διαμορφώνονται σε αμφότερες τις περιπτώσεις με τις προβλεπόμενες στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις, καθώς και το συνολικά καταβληθέν στον ενάγοντα από την εναγόμενη ως αμοιβή των υπερωριών του ποσό, όπως αυτό προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από αμφότερα τα μέρη μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του και συνακόλουθα επί της προβληθείσης ένστασης της ανωτέρω περί εξόφλησης της αγωγικής αυτής απαίτησης, που έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.
Από τη διάταξη του άρθρου 14 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της υπ’αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν υπ’αριθμ. 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεος του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ 56/2014, ΜονΕφΠειρ 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), και ο μέσος όρος του επιδόματος έχμασης, γιατί αυτό αποτελεί πρόσθετη αμοιβή προβλεπόμενη από την ανωτέρω ΣΣΝΕ (στο άρθρο 30 αυτής) ειδικά για το κατώτερο προσωπικό του καταστρώματος που απασχολείται στη φορτωεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, το οποίο υπολογίζεται και καταβάλλεται στους δικαιούχους αναλογικά κατά μήνα ως νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τους (ΜονΕφΠειρ 117/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’άρθρο 1 § 3 περ. Ε΄ αυτής συγκαταλέγονται και οι ναύτες, χρηματικό ποσό των 57,63 ευρώ ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 48/2021, 216/2021, 196/2020, 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών του έτους 2018, που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του, συνυπολόγισε το μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής του για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο ως άνω πλοίο εντός του ιδίου έτους, λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη αποδεικτική παραδοχή του περί δωδεκάωρης ημερήσιας απασχόλησης του ναυτικού στο πλοίο της εναγομένης και όχι δεκατετράωρης, αλλά δε συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, πέραν όσων προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν καταβαλλόταν σ’αυτόν κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του, διότι η εναγόμενη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 της τότε ισχύσασας ΣΣΝΕ, παρείχε εξ ιδίων στα κατώτερα πληρώματα τον εν λόγω ιματισμό, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της περί μη συνυπολογισμού στις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για τον προσδιορισμό του ποσού των δώρων εορτών που δικαιούται οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ως μέσου όρου αμοιβής υπερωριών διότι δεν εργάσθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου του και, συνακόλουθα, περί εξόφλησης διά των προηγηθεισών καταβολών της του συγκεκριμένου αγωγικού κονδυλίου και από τον ενάγοντα με το συναφές σκέλος του τρίτου λόγου της αντέφεσής του περί συνυπολογισμού στις μηνιαίες αποδοχές του τέτοιας αμοιβής, υπολογιζομένης όμως με βάση δεκατετράωρη ημερήσια απασχόλησή του στο πλοίο και περί συνυπολογισμού σ’αυτές του επιδόματος ιματισμού, απορριπτομένων ως αβασίμων. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, συνιστά, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της αντέφεσης του ενάγοντος κατά το συναφές σκέλος του, ο για τον ίδιο σκοπό μη συνυπολογισμός στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, στις οποίες θα πρέπει να συμπεριληφθεί κάθε παροχή καταβληθείσα παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρασχεθείσας εργασίας του τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, του μέσου όρου της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση επιπλέον εργασιών (“έκτακτες αμοιβές”, βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 200/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), καθώς και της αμοιβής για το κούρδισμα των ρολογιών πυρασφάλειας του πλοίου (“ρολόγια ναυτών”), αμφότερες οι οποίες του καταβάλλονταν τακτικώς κάθε μήνα με ποσά κυμαινόμενου ύψους ως αντάλλαγμα της παροχής αντίστοιχων υπηρεσιών στο πλοίο, όπως σαφώς προκύπτει από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, καθώς και ο συνυπολογισμός μικρότερου ποσού ως πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης των οχημάτων. Επομένως, ο ενάγων, με βάση τις παραδοχές αυτές και ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, που αφορά στις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2018, στο συνολικό ποσό των 4.734,30 ευρώ [2.490,08 ευρώ το άθροισμα των τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών του, στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, όπως υπολογίσθηκε ανωτέρω + 1500,90 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του (11.758,88 ευρώ συνολικά καθ’όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο για το έτος 2018 ÷ 235 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες/μήνα =1.500,90 ευρώ) + 576,60 ευρώ ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για την έχμαση των οχημάτων (4.517,37 ευρώ συνολικά καθ’όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο για το έτος 2018 ÷ 235 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες/μήνα = 576,60 ευρώ) + 41,97 ευρώ ο μέσος όρος της πρόσθετης μηνιαίας αμοιβής για την εκτέλεση επιπλέον εργασιών (328,81 ευρώ συνολικά καθ’όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο για το έτος 2018 ÷ 235 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες/μήνα = 41,97 ευρώ) + 124,75 ευρώ ο μέσος όρος της πρόσθετης μηνιαίας αμοιβής για το κούρδισμα των ρολογιών πυρασφάλειας του πλοίου (977,22 ευρώ συνολικά καθ’όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο για το έτος 2018 ÷ 235 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες/μήνα = 124,75 ευρώ) = 4.734,30 ευρώ] δικαιούται: Α] Για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2018, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση στο πλοίο της εναγομένης δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από την 1.1.2018 έως την 6η.2.2018 και από την 13η.3.2018 έως την 30η.4.2018, δηλαδή επί 84 ημέρες άλλως επί 10,5 οκταήμερα (84 ημέρες:8) δικαιούται να λάβει το ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συνολικού ποσού 4.734,30 ευρώ, ανά 8 ημέρες εργασίας του, και δη το ποσό των 1.657 ευρώ (4.734,30 ευρώ : 2 = 2.367,15 ÷ 15 = 157,81 ευρώ Χ 10,5 οκταήμερα = 1.657 ευρώ) έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως καθ’υποφοράν συνομολόγησε ο ενάγων στο αγωγικό δικόγραφο καταβάλει το ποσό των 612,49 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.044,51 ευρώ. Β) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο εντός του έτους 2018 δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2018 έως 5.9.2018 και από 10.10.2018 έως 2.11.2018, δηλαδή επί 152 ημέρες, άλλως επί 8 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/25 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 4.734,30 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής του και δη το ποσό των 3.029,92 ευρώ (4.734,30 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω Χ 2/25 = 378,74 ευρώ Χ 8 δεκαεννεαήμερα = 3.029,92 ευρώ), έναντι του οποίου έχει εισπράξει συνολικά από την εναγόμενη, όπως καθ’υποφοράν συνομολογείται στο αγωγικό δικόγραφο και προκύπτει από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του, το ποσό των 1.238 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.791,92 ευρώ. Συνολικώς, επομένως, οφείλεται στον ενάγοντα ως επιδόματα εορτών για το έτος 2018 το χρηματικό ποσό των 2.836,43 ευρώ, με την επισήμανση ότι οι παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης περί των καταβληθέντων στον ενάγοντα ποσών για τις ίδιες αιτίες δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις ένδικες έφεση και αντέφεση.
Από τις διατάξεις του άρθρου 33 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού κατά περίπτωση προ της παρέλευσης εξαώρου από της άφιξης στο λιμένα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγιά του κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπλήρωσης εξαώρου από του κατάπλου καθ’εβδομάδα διά του αριθμού 8 επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντίστοιχα (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Στις αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζεται η πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, η οποία, εφόσον δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο εάν καταβάλλεται τακτικώς, όπως εν προκειμένω κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία καταβαλλόταν τακτικώς (ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011,262, ΕφΠειρ 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009,102, ΕφΠειρ 770/2008, ΕΝαυτΔ 2008,275, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων είναι η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π.1013/2003, Εφ.Πειρ.562/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.568/2009 ΕΝΔ 2009.267, Εφ.Πειρ. 283/2009 ΕΝΔ 2009.102,) και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της οικείας σσνε (ΜονΕφΠειρ 55/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές για τους λόγους, που προεκτέθηκαν. Συγκεκριμένα, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος εντός του έτους 2018 από 1.1.2018 έως και 6.2.2018 και από 13.3.2018 έως και 5.9.2018 το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε συνολικά 22,76 δρομολόγια εξπρές, με βάση τις ώρες πρόωρης αναχώρησής του εβδομαδιαίως από τον αφετήριο λιμένα του Πειραιά (182,08 ώρες συνολικά για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα), όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις κρινόμενες έφεση και αντέφεση. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, υπολογιζόμενη κατά το άρθρο 33 § 7 περ.α΄ της ως άνω ΣΣΝΕ του έτους 2018, εφόσον η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδίου του πλοίου ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών και ανερχόμενη ειδικότερα για κάθε δρομολόγιο «εξπρές» στο 1/30 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού της πρόσθετης αυτής αμοιβής προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του ενάγοντος, συνυπολόγισε το μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής του για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο ως άνω πλοίο εντός του ιδίου έτους, λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη αποδεικτική παραδοχή του περί δωδεκάωρης ημερήσιας απασχόλησης του ναυτικού στο πλοίο της εναγομένης και όχι δεκατετράωρης, αλλά δε συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού για όσους λόγους έχουν ήδη αναφερθεί, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της περί μη συνυπολογισμού στις μηνιαίες αποδοχές του αντιδίκου της για τον προσδιορισμό του ποσού της πρόσθετης αυτής αμοιβής οιουδήποτε χρηματικού ποσού ως μέσου όρου αμοιβής υπερωριών διότι αυτός δεν εργάσθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου του και από τον ενάγοντα με το συναφές σκέλος του τρίτου λόγου της αντέφεσής του περί συνυπολογισμού στις μηνιαίες αποδοχές του τέτοιας αμοιβής, υπολογιζομένης όμως με βάση δεκατετράωρη ημερήσια απασχόλησή του στο πλοίο και περί συνυπολογισμού σ’αυτές και του επιδόματος ιματισμού, απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, για όσους λόγους έχουν ήδη αναφερθεί, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, δε συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για τον καθορισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής το μέσο όρο της πρόσθετης αμοιβής του για την εκτέλεση επιπλέον εργασιών, καθώς και της αμοιβής του για το κούρδισμα των ρολογιών πυρασφάλειας του πλοίου και, επιπροσθέτως, συνυπολόγισε μικρότερο ποσό ως πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης των οχημάτων, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ανωτέρω με το συναφές σκέλος του τρίτου λόγου της αντέφεσής του. Σημειωτέον ότι στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων θα υπολογισθεί η ανωτέρω αμοιβή, θα πρέπει να συμπεριληφθεί κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, μεταξύ δε αυτών εν προκειμένω και ο μέσος όρος των επιδομάτων εορτών του έτους 2018, που συνιστά τέτοια παροχή, διότι αναλογία των επιδομάτων αυτών του καταβαλλόταν τακτικώς κάθε μήνα από την εναγόμενη καθόλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εντός του ιδίου έτους ως νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, κυμαινόμενου ύψους, αντίστοιχο των ημερών της εργασίας του κατά το συγκεκριμένο μήνα, όπως σαφώς προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δε συνυπολόγισε στις συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος το μέσο όρο των επιδομάτων εορτών του έτους 2018 για τον προσδιορισμό της πρόσθετης αμοιβής των δρομολογίων «εξπρές» εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με το συναφές σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του. Ο ενάγων, με δεδομένο ότι, με συνυπολογισμό του μέσου όρου των επιδομάτων εορτών του έτους 2018 ποσού 598,33 ευρώ (4.6896.92 ευρώ το συνολικό ποσό των επιδομάτων εορτών του έτους 2018 ÷ 235 ημέρες συνολικής διάρκειας των ναυτολογήσεών του εντός του ιδίου έτους Χ 30 ημέρες/μήνα = 598,33 ευρώ), οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν για το έτος 2018 στο συνολικό ποσό των 5.332,63 ευρώ (4.734,30 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά τα προεκτεθέντα + 598,33 ευρώ), δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα 22,76 δρομολογίων εξπρές το συνολικό ποσό των 4.045,59 ευρώ [22,76 δρομολόγια εξπρές Χ 177,75 ευρώ η αμοιβή του για κάθε δρομολόγιο εξπρές (5.332,63 ευρώ:30 = 177,75 ευρώ) = 4.045,59 ευρώ], έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 1.834,16 ευρώ, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, κατά παραδοχήν ως εν μέρει βάσιμης κατ’ουσίαν της προβληθείσης ένστασης της εναγομένης περί εξόφλησης της συγκεκριμένης αγωγικής απαίτησης, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 2.211,43 ευρώ, των υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι στον ενάγοντα οφείλεται για την ίδια αιτία το ποσό των 1.478,55 ευρώ, λόγω πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης του κονδυλίου αυτού απορριπτομένων ως αβασίμων.
Kατά το άρθρο 1 του ν.551/1915, όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 εδαφ.α΄του του ΕισΝΑΚ), έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτολόγησης κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 ν. 3816/1958 “περί κυρώσεως του κώδικος ιδιωτικού ναυτικού δικαίου”: “Ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, επερχόμενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρ. 2 εργασιών και επιχειρήσεων, εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου δικαιούμενα πρόσωπα δικαίωμα αποζημιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήματος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης μόνον της περιπτώσεως καθ’ην ο παθών εκ προθέσεως προεκάλεσε το επελθόν ατύχημα”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ως ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του εργαζομένου από αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, ασχέτου μεν προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του αλλά συνδεομένου προς την εργασία λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής. Η τελευταία αυτή περίπτωση συντρέχει όταν το ατύχημα δεν είναι άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, όπως όταν τούτο συνέβη εκτός του τόπου και χρόνου εκτέλεσής της, συνδέεται όμως με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν ιδιαίτερες και αναγκαίες για την επέλευσή του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία. Έτσι εργατικό ατύχημα αποτελεί και ο θάνατος ή τραυματισμός ναυτικού κατά τη διάρκεια του χρόνου που είναι αναγκαίος για την απομάκρυνσή του από το πλοίο για την πραγματοποίηση της ψυχαγωγίας εκτός του πλοίου και την επιστροφή του σ’αυτό, εφόσον, ως εκ των συγκεκριμένων συνθηκών εργασίας, η ψυχαγωγία του ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση ή διατήρηση της ψυχικής του ισορροπίας. Αν λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών δεν ήταν αναγκαία η ψυχαγωγία του ή αν έλαβε χώρα υπέρβαση των λογικώς ακραίων χρονικών ορίων που απαιτούνται για την πραγματοποίησή της, τότε, συνεπεία ανυπαρξίας ή διακοπής ανάλογα με την περίπτωση του αιτιώδους συνδέσμου, ανυπαρξίας δηλαδή σχέσης αιτίου και αποτελέσματος, δεν υπάρχει εργατικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν.551/1915 (AΠ 1072/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η υπό τις εν λόγω δε περιστάσεις επελθούσα σωματική βλάβη συνιστά εργατικό ατύχημα, ακόμη, κι όταν αυτή οφείλεται σε αποκλειστική αμέλεια του παθόντος, η οποία δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο, παρά μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του παθόντος (ΕφΠειρ 323/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ατύχημα από βίαιο συμβάν συνιστά και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του ναυτικού σε τροχαίο ατύχημα κατά τη διάρκεια της μετάβασής του από τον τόπο ελλιμενισμού του πλοίου στην κατοικία του, εφόσον συντρέχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ατυχήματος και της ναυτικής εργασίας, με την έννοια ότι αυτή υπήρξε η αφορμή της επέλευσης του ατυχήματος. Τέτοιος σύνδεσμος υπάρχει και στην περίπτωση που ο ναυτικός, μετά την εκτέλεση της υπηρεσίας του στο πλοίο και κατόπιν αδείας του πλοιάρχου, αποχωρεί από το πλοίο, προκειμένου να μεταβεί στην κατοικία του και θανατώνεται ή τραυματατίζεται καθ’οδόν, το γεγονός δε αυτό δεν θα συνέβαινε κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν δεν υπήρχε η σύμβαση εργασίας (ΑΠ 1441/2002 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος ΑΠ 1687/2000 ΕλλΔνη 2001.1315, ΕφΠειρ 464/2014, ΕφΠειρ 501/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 388/2004 ΕΝΑΥΤΔ 2004.190). Περαιτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 και 16 παρ.1 του Ν. 551/1914 “Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων” (Φ.Ε.Κ. Α΄11/8 Ιανουαρίου 1915), ο οποίος, τροποποιηθείς ως προς επί μέρους διατάξεις του με τους Ν. 2114/1920 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του νόμου ΒΩΜΑ” (Φ.Ε.Κ. Α΄ 67/18 Μαρτίου 1920) και 2193/1920 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων εργατικών τινών νόμων” (Φ.Ε.Κ.Α΄129/13 Ιουνίου 1920), έχει κωδικοποιηθεί με το Β.Δ. της 24ης Ιουλίου/25ης Αυγούστου 1920 “Περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων” (Φ.Ε.Κ. Α΄191/25 Αυγούστου 1920) δυνάμει εξουσιοδότησης του άρθρου 11 Ν. 2193/1920 και διατηρηθείς σε ισχύ σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 38 του ΕισΝΑΚ, εφαρμόζεται επί των ατυχημάτων των ναυτικών κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, ορίζονται αντίστοιχα τα εξής: “Ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, επερχόμενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρω 2 εργασιών και επιχειρήσεων, εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου δικαιούμενα πρόσωπα δικαίωμα αποζημιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήματος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης μόνον της περιπτώσεως καθ’ην ο παθών εκ προθέσεως προεκάλεσε το επελθόν ατύχημα”, “εις την κατά το άρθρον 1 αποζημίωσιν υποχρεούνται: … οι κύριοι επιχειρήσεων μεταφοράς δια γης ή ύδατος …” και “η κατά το άρθρ. 1 αποζημίωσις: 1. Εν περιπτώσει πλήρους διαρκούς ανικανότητος περιλαμβάνει εξ (6) ετών μισθούς και δεν είναι κατωτέρα των πέντε χιλιάδων δραχμών, εάν δε το σύνολον των μισθών των εξ (6) ετών υπερβαίνη τας δέκα χιλιάδας δραχμάς, προστίθεται εις το ποσόν των δέκα χιλιάδων δραχμών το εν τέταρτον της τοιαύτης υπερβάσεως». Τα ως άνω κατώτατα και ανώτατα όρια της αποζημίωσης του άρθρου 3, αναπροσαρμοσθέντα αρχικά με τη διάταξη του άρθρου 1 Ν. 4705/1930 “Περί τροποποιήσεως του Β.Δ. “περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων, ως και του νόμου ΒΩΜΑ περί ταμείου μεταλλευτών και των τροποποιησάντων αυτόν μεταγενέστερων νόμων και διαταγμάτων” (Φ.Ε.Κ. Α΄ 160/14 Μαΐου1930) και στη συνέχεια με τις Κοινές Αποφάσεις 20240/1778/6 Μαρτίου 1968 των Υπουργών Οικονομικών, Δημοσίων Έργων, Συγκοινωνιών, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (Φ.Ε.Κ. Β΄ 134/18 Μαρτίου 1968) και 15231/873/3 Απριλίου 1974 των Υπουργών Οικονομικών, Απασχολήσεως, Δημοσίων Έργων, Μεταφορών και Επικοινωνιών και Εμπορικής Ναυτιλίας (Φ.Ε.Κ. Β΄402/9 Απριλίου 1974), εκδοθεισών κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 7 εδαφ. α΄του Ν. 1224/1944 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί προσωπικού ξενοδοχείων ύπνου νομοθεσίας και άλλων τινών διατάξεων” (Φ.Ε.Κ. Α΄37/26 Φεβρουαρίου 1944), ορίζονται πλέον από την Κοινή Απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εμπορικής Ναυτιλίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών 12406/5 Αυγούστου 1998 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 884/19 Αυγούστου 1998), που εκδόθηκε βάσει της αυτής νομοθετικής εξουσιοδότησης, στα ποσά των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων δραχμών (1.027,15 ευρώ) και ενός εκατομμυρίου δραχμών (2.934,70 ευρώ) αντίστοιχα. Όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, ναυτεργατικό ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, το οποίο ιδρύει δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις ως άνω διακρίσεις του άρθρου 3, συνιστά και η πρόκληση μερικής ή ολικής ανικανότητας προς εργασία του ναυτικού, η οποία διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, συνεπεία εκτάκτως και αιφνιδίως επενεργήσαντος εξωτερικού αιτίου κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ασχέτου προς την σύσταση και την βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του παθόντος και τους δυσμενείς εγγενείς της ναυτικής εργασίας όρους. Εάν η εν λόγω ανικανότητα είναι ολική και διήρκεσε πλέον των δύο ετών, η οφειλομένη αποζημίωση περιλαμβάνει τους μισθούς έξι ετών και δεν δύναται να υπολείπεται των 1.027,15 ευρώ, εάν δε υπερβαίνει το ποσόν των 2.934,70 ευρώ, προστίθεται επί του ποσού τούτου το τέταρτο της υπέρβασης. Η ευθύνη του εργοδότη (πλοιοκτήτη – εφοπλιστή) ως προς την εν λόγω αποζημίωση είναι αντικειμενική, ανεξαρτήτως πταίσματος (ΑΠ 541/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, κατά το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ: «Ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθενείας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαιούται εις τα νοσήλια και εις μισθόν εφόσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν των τεσσάρων μηνών. Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί ατυχημάτων εκ βιαίου συμβάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανικανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδικαί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων. Προς υπολογισμόν των εκ του παρόντος άρθρου απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογήται ειδικός μισθός». Ο μισθός ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του π.δ. 1212/1981. Συνίσταται σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης, δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36.388, ΕφΠειρ 984/2001 ΠειρΝομ. 2002.277). Ακόμη, όπως προκύπτει, επίσης, από τις ίδιες, προαναφερθείσες διατάξεις, επιτρέπεται η σωρευτική άσκηση της αξίωσης για μισθούς ασθενείας με την αποζημίωση του Ν. 551/1915 και δεν τίθεται θέμα επικάλυψης αυτών (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 363/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 38.39, ΕφΠειρ 648/2008, ό.π., ΕφΠειρ 423/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996 – 1997, σελ. 476, ΕφΠειρ 642/1995 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1994 – 1995, σελ. 295, Ι. Κοροτζή: Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, εκδ.1990, παράγραφοι 342 και 346 με παραπομπές στη νομολογία, Δ. Καμβύση: Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 1982, σελ. 218 και 228, Ν. Δελούκα: Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 1979, σελ. 219, Ι. Πιτσιρίκου: Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, εκδ. 2006. Κεφ. Ill, VII, σελ. 131-132). Ενόψει δε του ότι το άρθρο 66 παρ.2 του ΚΙΝΔ παραπέμπει στις ειδικές διατάξεις περί αποζημίωσης των παθόντων από εργατικό ατύχημα, αν ο ναυτικός, λόγω ατυχήματος από βίαιο συμβάν, υπέστη ανικανότητα προς εργασία ή επήλθε ο θάνατός του, πρέπει να συμπεριληφθούν και οι διατάξεις του ν. 551/1915, δηλαδή οι διατάξεις του άρθρου 7 αυτού για τα νοσήλιά του και ως προς το χρονικό διάστημα μετά την εκπνοή του τετραμήνου, το οποίο προβλέπεται στην προαναφερθείσα διάταξη της παρ.1 του άρθρου 66 ΚΙΝΔ (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 323/2015 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, Ι. Πιτσιρίκου: Η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, 2006, παρ.14, VII, σελ. 129). Επομένως, ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, ο ναυτικός όταν η ασθένειά του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, εάν απ’ αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, ο ναυτικός έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, δηλαδή ασθένεια, η οποία εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΜονΕφΠειρ 619/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το χρονικό διάστημα της τελευταίας ναυτολόγησης του ενάγοντος από 10.10.2018 έως 2.11.2018, όταν και λύθηκε η εργασιακή του σύμβαση, το πλοίο της εναγομένης, στο οποίο είχε αυτός ναυτολογηθεί και απασχολείτο με την ειδικότητα του ναύτη, εκτελούσε το τακτικό ακτοπλοϊκό δρομολόγιο Πειραιάς – Ρόδος, που περιελάμβανε αναχωρήσεις του κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή περί ώρα 19:00 από το λιμένα του Πειραιώς, στον οποίο κατέπλεε περί ώρα 8:05 της ίδιας ημέρας και άφιξη στη Ρόδο ως λιμένα προορισμού του, με προσεγγίσεις στους ενδιάμεσους λιμένες της Σύρου, της Πάτμου, της Λέρου και της Κω και επιστροφή στον Πειραιά μέσω των αυτών ως άνω λιμένων, πλην του δρομολογίου της Παρασκευής, κατά τη διάρκεια του οποίου προσέγγιζε στο ενδιάμεσο και το λιμένα της Καλύμνου, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στον σχετικό πίνακα. Μετά το κατάπλου του πλοίου στον αφετήριο λιμένα του Πειραιώς τις ανωτέρω ημέρες περί ώρα 8:05 και το πέρας της εργασίας τους, τα μέλη του πληρώματος, που δεν είχαν υποχρέωση βάρδιας και δεν περιλαμβάνονταν στο προσωπικό ασφαλείας, είχαν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν κατά το δοκούν τον ελεύθερο χρόνο τους, μέχρι την εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων τους ενόψει του επικείμενου απόπλου του πλοίου για την εκτέλεση του επόμενου δρομολογίου του, που ήταν προγραμματισμένος εντός της ιδίας ημέρας και περί ώρα 19:00, επομένως, και να εξέλθουν ακόμη από το πλοίο, εφόσον το επιθυμούσαν, εν γνώσει του πλοιάρχου και της πλοιοκτήτριας εναγομένης, εκτός εάν οι ανάγκες της υπηρεσίας επέβαλλαν κάτι διαφορετικό. Συνήθως οι ναυτικοί του πλοίου, των οποίων οι οικογένειες κατοικούσαν πλησίον του λιμένος του Πειραιώς, μετέβαιναν στο μεσοδιάστημα στις οικογενειακές τους εστίες, προκειμένου να επισκεφθούν τους οικείους τους, εφόσον βέβαια οι εργασιακές τους υποχρεώσεις τη συγκεκριμένη ημέρα επέτρεπαν την έξοδο. Το αυτό έπραττε και ο ενάγων, ο οποίος καθεμία από τις ημέρες αυτές, στο διάστημα μεταξύ του κατάπλου του πλοίου στον Πειραιά και της ολοκλήρωσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, που κυρίως αφορούσαν στην εκφόρτωση των οχημάτων και στη διενέργεια εργασιών καθαρισμού των εξωτερικών χώρων του πλοίου και ενίοτε και εργασιών συντήρησης και της εκ νέου ανάληψης υπηρεσίας εντός της ίδιας ημέρας προ του απόπλου του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο προς Ρόδο, εάν δεν υποχρεούτο σε εκτέλεση φυλακής ή δεν περιλαμβανόταν στο πλήρωμα ασφαλείας, συνήθως αποχωρούσε από το πλοίο και μετέβαινε στην οικία του στον Κορυδαλλό Αττικής (τότε επί της οδού …………….), προκειμένου να επισκεφθεί την οικογένειά του. Για το σκοπό αυτό και αναμφισβήτητα με τη γνώση και έγκριση του πλοιάρχου και της πλοιοκτήτριας/εναγομένης ο ενάγων για τη μετάβασή του στην οικία του και την επιστροφή του στο λιμένα του Πειραιώς, προκειμένου να αναλάβει τα καθήκοντά του, μετέφερε με το πλοίο και τη με αριθμό κυκλοφορίας …………. δίκυκλη μοτοσυκλέτα του, εργοστασίου κατασκευής KAWASAKI, την οποία στάθμευε στο γκαράζ, όπως άλλωστε συνέβαινε και με άλλα μέλη του πληρώματος, γεγονός, που κατατέθηκε ενόρκως κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και από το μάρτυρα της εναγομένης, που εργάσθηκε στο ίδιο πλοίο ως ναύκληρος κατά τα αυτά χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος. Στις 31.10.2018 ημέρα Τετάρτη το ανωτέρω πλοίο κατέπλευσε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 8:05, όπως προβλεπόταν από το δρομολόγιό του, και επρόκειτο να αποπλεύσει για την εκτέλεση του επόμενου τακτικού δρομολογίου του με λιμένα προορισμού τη Ρόδο αυθημερόν περί ώρα 19:00. Ο ενάγων μετά το πέρας της εργασίας του περί ώρα 13:00 της ανωτέρω ημέρας και καθώς θα αναλάμβανε εκ νέου υπηρεσία περί ώρα 15:00 της ίδιας ημέρας, αποχώρησε από το πλοίο, προκειμένου να μεταβεί στην οικία του με την δίκυκλη μοτοσυκλέτα του για να επισκεφθεί την οικογένειά του και να εφοδιασθεί με καθαρά ενδύματα, όπως έπραττε συνήθως στο διάστημα αυτό μεταξύ του κατάπλου και του απόπλου του πλοίου, που ήταν ελεύθερος υπηρεσίας, εν γνώσει και με την έγκριση του πλοιάρχου, κατά τα προεκτεθέντα, ακολουθώντας την ίδια, όπως πάντοτε, διαδρομή. Μάλιστα σχετικά με τον ανωτέρω λόγο της εξόδου του ενάγοντος από το πλοίο και την περί τούτου γνώση του πλοιάρχου κατέθεσε και ο προαναφερθείς μάρτυρας της εναγομένης. Περί ώρα 13:19 της ημέρας αυτής, καθ’οδόν από το λιμένα του Πειραιώς, όπου ελλιμενιζόταν το πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί, προς την οικία του στον Κορυδαλλό Αττικής, σε διάλειμμα της εργασίας του, οδηγούσε σύννομα τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα του στη Νίκαια Αττικής, επί της Λεωφόρου 28ης Οκτωβρίου, η οποία είναι διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, κινούμενος στο ρεύμα αυτής από Πλατεία Χαλκηδόνας προς Πλατεία Κρήνης. Ενώ διέσχιζε τη διασταύρωση της ανωτέρω οδού με την οδό …………, η οποία είναι μονής κατεύθυνσης, η …………., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ………… Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής TOYOTA, επί της οδού Ιουστινιανού, με κατεύθυνση από Κηποθέατρο προς οδό Ακροπόλεως, εισήλθε αιφνίδια στη διασταύρωση αυτή, από τα δεξιά σε σχέση με την πορεία της μοτοσυκλέτας του ενάγοντος, παραβιάζοντας την υφιστάμενη έμπροσθεν και στα αριστερά της επί της οδού Ιουστινιανού και προ της συμβολής της με τη Λεωφόρο 28ης Οκτωβρίου ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα Ρ-2 (ΣΤΟΠ) περί υποχρεωτικής διακοπής της πορείας των επί της οδού αυτής κινουμένων οχημάτων και παραχώρησης προτεραιότητας στα επί της Λεωφόρου 28ης Οκτωβρίου κινούμενα οχήματα, με αποτέλεσμα να επιπέσει με το ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό της στο δεξιό τμήμα της μοτοσυκλέτας του ενάγοντος, η οποία κατόπιν της σύγκρουσης ανατράπηκε και σύρθηκε στο οδόστρωμα για να καταλήξει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της Λεωφόρου 28ης Οκτωβρίου και να προκληθεί ο βαρύτατος τραυματισμός του οδηγού της στο δεξιό κάτω άκρο του. Ο τραυματισμός του ενάγοντος, που επήλθε υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες και περιστάσεις και οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της οδηγού του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, στο οποίο αμφότεροι οι διάδικοι ομονοούν, συνιστά εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του άρθρου 1 του ν.551/1915, διότι πρόκειται για ατύχημα από βίαιο συμβάν και δη για το αποτέλεσμα της βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας ενός εξωτερικού αιτίου, μη αναγόμενο σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του ανωτέρω παθόντος, άσχετο δηλαδή με τη σύσταση του οργανισμού του και τη βαθμιαία φθορά του, πλην όμως συνδεόμενο με την εργασία του ως ναυτικού στο πλοίο της εναγομένης, λόγω της εμφάνισής του εξ αφορμής αυτής. Συγκεκριμένα διότι, παρότι δεν ήταν άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας του, καθώς συνέβη εκτός του τόπου και του χρόνου παροχής της και εν προκειμένω εκτός του πλοίου, καθ’οδόν κατά τη μετάβασή του με τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα του από το λιμένα του Πειραιώς, όπου το πλοίο είχε καταπλεύσει και ελλιμενιζόταν μέχρι τον απόπλου του για την εκτέλεση του επόμενου προγραμματισμένου τακτικού δρομολογίου του, στην οικία του, προκειμένου να επισκεφθεί την οικογένειά του και να εφοδιασθεί με καθαρά ενδύματα, συνδέεται όμως με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι ακριβώς λόγω της εργασίας του δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες και αναγκαίες για την επέλευσή του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες και δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του. Συντρέχει δηλαδή αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του εν λόγω ατυχήματος και της ναυτικής εργασίας, με την έννοια ότι αυτή υπήρξε η αφορμή της επέλευσης του ατυχήματος, το οποίο δεν θα συνέβαινε κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν δεν υπήρχε η σύμβαση εργασίας, με την επισήμανση ότι ο μεταξύ τους αιτιώδης σύνδεσμος δεν εξέλειψε, ούτε διακόπηκε, εξαιτίας της αποκλειστικής υπαιτιότητας της οδηγού του συγκρουσθέντος με τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα του ενάγοντος Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου στην πρόκληση του ατυχήματος, όπερ επιρρωνύεται ιδίως εκ του ότι σε βάρος της οποίας ο ανωτέρω παθών διατηρεί ακέραιες τις αξιώσεις του (άρθρο 16 εδαφ.δ΄του ν.551/1915). Ειδικότερα, εάν ο ενάγων δεν εργαζόταν στο πλοίο υπό το ως άνω καθεστώς και δεν χρειαζόταν να μεταβαίνει στην κατοικία του δεν θα τραυματιζόταν. Η μετάβαση αυτή γινόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα, συνήθως μέρα παρά μέρα, στο διάστημα κατά το οποίο ήταν ελεύθερος υπηρεσίας, μεταξύ του κατάπλου του πλοίου στο λιμένα του Πειραιώς μετά την ολοκλήρωση του προηγούμενου δρομολογίου του και του απόπλου του για την εκτέλεση του επόμενου δρομολογίου, εν γνώσει του πλοιάρχου και της εναγομένης, κατά τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο, ήτοι μέσω της συνήθους, ασφαλέστερης και συντομότερης διαδρομής και με το ίδιο, συνηθισμένο γι’αυτόν, μεταφορικό μέσο για την ικανοποίηση αναγκών του, κυρίως επικοινωνίας με την οικογένειά του, ώστε να διατηρείται η ψυχική του ισορροπία και να ανανεώνονται οι δυνάμεις του προς συνέχιση της εργασίας του με υψηλή απόδοση και δευτερευόντως εφοδιασμού του με καθαρά ενδύματα. Είναι δε, αναμφισβήτητα, οι ανάγκες επικοινωνίας με τους οικείους του επιτακτικώτερες εκείνων της ατομικής ψυχαγωγίας του εργαζομένου, ο κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματισμός έχει κριθεί, κατά πάγια νομολογία, ότι αποτελεί εργατικό ατύχημα, όταν η ψυγαγωγία, ως εκ των συγκεκριμένων συνθηκών εργασίας, ήταν αναγκαία για τον εργαζόμενο προς αποκατάσταση ή διατήρηση της ψυχικής του ισορροπίας, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης έκρινε ότι ο τραυματισμός του ενάγοντος στο επίμαχο τροχαίο ατύχημα εμπίπτει στην έννοια του εργατικού ατυχήματος του άρθρου 1 του ν.551/1915, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων μετά το ατύχημα διακομίσθηκε στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «ΑΤΤΙΚΟΝ», όπου εξετάσθηκε στην Α΄Ορθοπαιδική Κλινική και διαπιστώθηκε ότι έχει υποστεί κάταγμα μηραίου δεξιά και ανοικτό κάταγμα κνήμης δεξιά, τα οποία αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά με εσωτερική οστεοσύνθεση του κατάγματος του μηριαίου οστού και με εξωτερική οστεοσύνθεση του κατάγματος της κνήμης, καθώς και με χειρουργικό καθαρισμό των μαλακών ιστών της κνήμης. Έλαβε εξιτήριο από την ανωτέρω Κλινική στις 30.11.2018 με συστάσεις για αλλαγή τραύματος ανά 3 ημέρες και αποφυγή φόρτισης του άκρου. Στις 27.1.2019 εισήλθε εκ νέου στην ίδια Κλινική, όπου υποβλήθηκε σε αναθεώρηση οστεοσύνθεσης της κνήμης και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι και τις 5.3.2019, όταν και έλαβε εξιτήριο με τη σύσταση τακτικών αλλαγών του τραύματος ανά 2 ημέρες και επανεξέτασης στις 7.3.2019, ενώ του συνταγογραφήθηκε και αντιπηκτική αγωγή. Επισημαίνεται ότι ο θεράπων ιατρός του ενάγοντος …………., Ορθοπαιδικός, ήδη από τις 28.12.2018 αλλά και στη συνέχεια στις 7.2.2019 και στις 5.3.2019, εκτίμησε ότι ο χρόνος αποκατάστασης της υγείας του θα υπερβεί το εξάμηνο, όπως αναφέρεται στις προσκομιζόμενες ιατρικές του γνωματεύσεις, που συντάχθηκαν στις ανωτέρω ημερομηνίες, ενώ στην από 19.9.2019 ιατρική γνωμάτευση του ιδίου Ιατρού γίνεται λόγος περί αδυναμίας του ενάγοντος να εργασθεί για τους επόμενους έξι (6) μήνες, ήτοι μέχρι τις 19.3.2020. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων επανεξετάσθηκε στο αυτό ως άνω νοσοκομείο στις 11.10.2019 από τον ίδιο θεράποντα ιατρό, ο οποίος εγγράφως γνωμάτευσε ότι ο ανωτέρω ασθενής του δεν θα είναι σε θέση να εργασθεί πριν από το τέλος του έτους 2020. Τέλος, σύμφωνα με την από 24.9.2020 ιατρική γνωμάτευση του ιδίου ιατρού, ο ενάγων τελεί υπό τακτική κλινικο-απεικονιστική παρακολούθηση για την πλήρη πόρωση των καταγμάτων του και κρίνεται επισφαλές να επιστρέψει στην εργασία του για τους επόμενους έξι (6) μήνες. Επιπροσθέτως, κατόπιν της υποβολής από τον ενάγοντα σχετικού φακέλου, η Διεύθυνση Ιατρικής Αξιολόγησης του ΕΦΚΑ (Γ΄Τοπικό Υποκατάστημα Μισθωτών Αττικής – Αθηνών – Δυτικού Τομέα) αποφάνθηκε ότι λόγω χειρουργηθέντος κατάγματος διάθεσης δεξιού μηριαίου και καθυστερημένης πόρωσης του κατάγματος δεξιάς κνήμης – περόνης, που αντιμετωπίσθηκε με εξωτερική οστεοσύνθεση, το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του ενάγοντος ανέρχεται σε 67% για το χρονικό διάστημα από 15.5.2019 έως 31.12.2019, καθώς και ότι αυτός για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα είναι ανίκανος προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού και οποιουδήποτε άλλου επαγγέλματος με ποσοστό ανατομοφυσιολογικής βλάβης 67% (βλ.σχετ. την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα από 28.6.2019 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας). Μάλιστα στο αυτό ως άνω συμπέρασμα περί ανικανότητας του ενάγοντος προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού και κάθε άλλου επαγγέλματος λόγω των προαναφερθεισών παθήσεων με το αυτό ποσοστό αναπηρίας κατέληξε η ίδια Επιτροπή και για τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2020 έως 31.12.2020 και από 1.1.2021 έως 31.12.2021 (βλ. σχετ. τις επίσης προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα από 31.1.2020 και από 2.6.2021 γνωστοποιήσεις αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας). Εκ των προαναφερθέντων συνάγεται το συμπέρασμα ότι λόγω του τραυματισμού του στο επίμαχο εργατικό ατύχημα ο ενάγων κατέστη ολικά ανάπηρος προς άσκηση του επαγγέλματος του ναύτη και κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου επαγγέλματος για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) ετών, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η σχετική κρίση του να πλήττεται ειδικά από την εναγόμενη με την έφεσή της, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης στις διατάξεις των άρθρων 1, 3 παρ.1 και 4 του ν.551/1915 περιορισμένης κατ’αποκοπήν αποζημίωσης, υπολογιζομένης με βάση όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του ανωτέρω νόμου για την περίπτωση της πρόκλησης στον παθόντα εργαζόμενο πλήρους και διαρκούς ανικανότητας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.4 εδαφ.β΄του ιδίου νόμου. Η ανωτέρω αποζημίωση θα υπολογισθεί με βάση συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ποσού 5.332,63 ευρώ κατά τα προεκτεθέντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού της εν λόγω αποζημίωσης προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του ενάγοντος, συνυπολόγισε το μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής του για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο ως άνω πλοίο εντός του ιδίου έτους, λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη αποδεικτική παραδοχή του περί δωδεκάωρης ημερήσιας απασχόλησής του στο πλοίο της εναγομένης και όχι δεκατετράωρης, αλλά δεν συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού για όσους λόγους έχουν ήδη αναφερθεί, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το συναφές σκέλος του πρώτου λόγου της αντέφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, για όσους λόγους έχουν ήδη αναφερθεί, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, δε συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για τον καθορισμό της ως άνω αποζημίωσης το μέσο όρο της πρόσθετης αμοιβής του για την εκτέλεση επιπλέον εργασιών στο πλοίο, της αμοιβής του για το κούρδισμα των ρολογιών πυρασφάλειας του πλοίου, καθώς και των επιδομάτων εορτών του έτους 2018, αναλογία των οποίων του καταβαλλόταν ανελλιπώς κάθε μήνα, ενώ επιπροσθέτως, συνυπολόγισε μικρότερο ποσό ως πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης των οχημάτων, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε αυτός με το συναφές σκέλος του πρώτου λόγου της αντέφεσής του. Κατόπιν των προαναφερθέντων ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση λόγω του εργατικού ατυχήματος το ποσό των 98.188,36 ευρώ [5.332,63 ευρώ οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του Χ 12 μήνες = 63.991,56 ευρώ Χ 6 έτη = 383.949,36 ευρώ – 2.934,70 ευρώ, δηλαδή το σε ευρώ ισόποσο του 1.000.000 δραχμών, ορισθέν με την υπ’αριθμ.12406/05.08.1998 κοινή απόφαση των Υφυπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Εμπορικής Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Β΄884/19.08.1998) = 381.014,66 ευρώ : 4 = 95.253,66 ευρώ + 2.934,70 ευρώ = 98.188,36 ευρώ]. Περαιτέρω, ο ενάγων δικαιούται, με βάση το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ, εφόσον η σύμβαση εργασίας του λύθηκε εξαιτίας του τραυματισμού του στις 2.11.2018, ως μισθούς ασθενείας τεσσάρων (4) μηνών, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα, το ποσό των 7.075,4 ευρώ [1.181,15 ευρώ ο μισθός ενεργείας της ειδικότητας του ναύτη με βάση την εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ του έτους 2018 + 587,70 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,59 ευρώ το προβλεπόμενο στην ανωτέρω ΣΣΝΕ ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 30 ημέρες) = 1.768,85 ευρώ Χ 4 μήνες = 7.075,4 ευρώ], με την επισήμανση ότι, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, σε αντίθεση με την αξίωση αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, για τη θεμελίωση της αξίωσης του ναυτικού προς καταβολή μισθών ασθενείας δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εργασίας και της ασθενείας του, των υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το συναφές σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής της, με το οποίο πλήττεται η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που επιδίκασε στον ενάγοντα το εν λόγω χρηματικό ποσό ως μισθούς ασθενείας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι, όπως ισχυρίζεται, ο τραυματισμός του ενάγοντος δεν ήταν απότοκος της υπηρεσίας του στο πλοίο της, απορριπτομένων ως αβασίμων, πολλώ δε μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων, εφόσον ο τραυματισμός του συνιστά εργατικό ατύχημα, απορρέον από βίαιο συμβάν εξ αφορμής της εργασίας του, υπό την έννοια του άρθρου 1 του ν.551/1915, δικαιούται μισθούς ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα υπολογιζόμενη με βάση τα προβλεπόμενα για την περίπτωση πλήρους και διαρκούς ανικανότητας του εργαζομένου προς εργασία, διατηρώντας για τις αιτίες αυτές περισσότερες αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις σε βάρος της πλοιοκτήτριας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ.2 του ΚΙΝΔ. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι κατά τα λοιπά η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του μαθηματικού υπολογισμού του επιδικασθέντος στον ενάγοντα χρηματικού ποσού για την ανωτέρω αιτία δεν πλήττεται από την εναγόμενη. Τέλος, ο ενάγων δικαιούται συνεπεία του ένδικου τραυματισμού του στο επίμαχο εργατικό ατύχημα ως έξοδα θεραπείας (ιατροφαρμακευτικές δαπάνες και δαπάνες εκμίσθωσης ταξί για τη μετάβασή του από την κατοικία του στο Ιατρικό Αθηνών του Παλαιού Φαλήρου), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του ν.551/1915, το συνολικό ποσό των 2.162,66 ευρώ, όπως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του. Επομένως, όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγόμενη με το συναφές σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής της, ότι δηλαδή τέτοια αξίωση δε θεμελιώνεται εν προκειμένω, αφού ο τραυματισμός του ενάγοντος δε συνιστά εργατικό ατύχημα, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα, με την επισήμανση ότι κατά τα λοιπά οι παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης επί του συγκεκριμένου κονδυλίου, όσον αφορά ειδικότερα την αιτία και το ποσό εκάστης επιμέρους δαπάνης, στην οποία υποβλήθηκε ο ενάγων λόγω του τραυματισμού του για την αποκατάσταση τυης υγείας του, δεν πλήττονται από την εναγόμενη με την έφεσή της.
Επομένως, πρέπει, απορριπτομένης της έφεσης ως κατ’ουσίαν αβάσιμης, να γίνει δεκτή εν μέρει η αντέφεση ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 116.311,9 ευρώ (3.837,62 ευρώ + 2.836,43 ευρώ + 2.211,43 ευρώ + 98.188,36 ευρώ + 7.075,4 ευρώ + 2.162,66 ευρώ = ) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, επιδομάτων εορτών και αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, καθώς και ως αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος του ν.551/1915, ως μισθούς ασθενείας και ως έξοδα θεραπείας αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, όπως και πρωτοδίκως κρίθηκε αναφορικά με το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας του επιδικασθέντος ποσού, χωρίς εναντίον της σχετικής διάταξης της εκκαλουμένης να εγείρεται από τους διαδίκους οποιαδήποτε αντίρρηση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αριθμ.1, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 7.4.2021 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/7.4.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………../7.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) την από 3.1.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/3.1.2022) αντέφεση του εφεσιβλήτου, κατά της υπ’αριθμ.3814/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την αντέφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 16.12.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……………/23.12.2019) αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εκατόν δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων έντεκα ευρώ και εννέα λεπτών (116.311,9), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29.12.2022
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ