Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 322/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 

Αριθμός       322/2022

ΤΟ  ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Aποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια και Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, τους οποίους όρισε η  Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :         

Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:. Της εταιρίας …………..η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της  Βασίλειο Βερνίκο που κατέθεσε δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).    

Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. ………..  2. …………., οι οποίες αμφότερες  εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Μαρία  Ροντήρη που κατέθεσε δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Η  εκκαλούσα  άσκησε ενώπιον του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17-10-2019  και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 278/2021 απόφαση του άνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα με την από 9-4-2021 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. στο Εφετείο ………./2021 έφεση, η οποία προσδιορίστηκε για  συζήτηση στην άνω αναφερόμενη δικάσιμο κατά την οποία οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 932 του Α.Κ. αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρέωσης προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, καθώς και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, αδικοπραξία, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση ξένου (εν όλω ή εν μέρει) κινητού πράγματος, όπως και χρηματικού ποσού, που περιήλθε οπωσδήποτε, με οποιονδήποτε τρόπο, στην κατοχή του δράστη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιείται αυτό παράνομα κατά το χρόνο που βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς δικαιολογητικό λόγο (ΑΠ 916/2011). Ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαίτιου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητος πράξη.

ΙΙ.   Στη συνέχεια σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που την θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα,  έτσι ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος).  Επομένως όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020 δημ. στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, στοιχεία της αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι  η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, η πρόκληση ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος.

Φέρεται προς κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, Δικαστηρίου, η από 9-4-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../26-4-2021 έφεση της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «……………..» η οποία στρέφεται κατά  της με αριθμό 278/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία,  επί της  από 17-10-2019 αγωγής. Η έφεση  έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 516, 517 και 518 παρ.2   ΚΠολΔ  αφού  από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε εξάλλου οι διάδικοι την επικαλούνται, η επίδοση της εκκαλουμένης ενώ δεν έχει παρέλθει η διετία από την έκδοσή της, στις 12-1-2021. Έχει  κατατεθεί το προβλεπόμενο, για την άσκηση της έφεσης, στην  παρ. 3  Α εδ. γ του άρθρου 495 ΚΠολΔ παράβολο και θα πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια, τακτική, διαδικασία (άρθρα 522 και 533 του ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια (άρθρο 522 ΚΠολΔ).       Με την προαναφερόμενη αγωγή η ενάγουσα εταιρία ισχυρίζεται ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά Φ/Γ πλοίου «Π» και περαιτέρω ότι, στις  21-8-2013, ποσοστό 20% των μετοχών της ανήκε στον ……….. και το υπόλοιπο, κατά το ήμισυ, στους ……… και …………., κατά ποσοστό 40% στον καθένα εξ αυτών. Ότι τη διαχείριση του πλοίου είχε αναλάβει η εταιρία «………» η οποία ανήκε στα συμφέροντα του ………… και της οποίας νόμιμες εκπρόσωποι, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν οι εναγόμενες, η δεύτερη εξ αυτών  επιπλέον και διευθύντρια αυτής, εγγονή και κόρη του τελευταίου, αντίστοιχα. Ότι η ίδια λάμβανε γνώση των ενεργειών και των λογαριασμών της διαχειρίστριας εταιρίας, ως προς τη διαχείριση του πλοίου της, μέχρι τέλος Ιουνίου 2014 καθώς οι πλειοψηφούντες μέτοχοί της, κατόπιν διαφωνιών με τον ……….., αποκόπηκαν από οποιαδήποτε πληροφορία  μέχρι την 5η Αυγούστου 2015,  οπότε και καταγγέλθηκε η σύμβαση με την άνω εταιρία και ανατέθηκε η διαχείριση του πλοίου στην εταιρία «. …………». Ότι κατά την ίδια ημερομηνία (5-8-2015), οι εναγόμενες εγκατέλειψαν τα «διοικητικά τους αξιώματα και τις θέσεις διοικητικής – διαχειριστικής ευθύνης»  που είχαν  στην εταιρία «……………..», προκειμένου να αποφύγουν να εκτεθούν έναντι αυτής ως έχουσες την εκ της διαχείρισης ευθύνη. Ότι μετά από αυτήν την εξέλιξη κατέστη δυνατό να λάβει γνώση των πλόων που είχε πραγματοποιήσει το πλοίο της αλλά και του γεγονότος ότι οι εναγόμενες είχαν δώσει εντολή στους ναυλωτές του πλοίου να εμβάζουν τους ναύλους, όχι πλέον στον δικό της τραπεζικό λογαριασμό, όπως γινόταν μέχρι τότε, αλλά σε άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς εξωχώριων εταιριών δικών τους συμφερόντων ή/και συμφερόντων του …………., στις οποίες αυτές ήταν και μέτοχοι. Ότι  το ποσό των 994.956,62 ευρώ αποτελεί μικρό μέρος των ναύλων του πλοίου το οποίο οι εναγόμενες ενθυλάκωσαν, υπεξαίρεσαν και διοχέτευσαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς εξωχώριων εταιριών  συμφερόντων τους, προξενώντας με αυτόν τον τρόπο ισόποση ζημία στην ίδια, την αποκατάσταση της οποίας διώκει με την αγωγή της. Υπό τα εκτιθέμενα ανωτέρω προκύπτει ότι η ενάγουσα επικαλούμενη παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων με την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων της διαχειρίστριας εταιρίας, συνιστάμενη στην υπεξαίρεση  των ναύλων του πλοίου,  δεν εκθέτει πλήρως και ορισμένα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της ένδικης αγωγής της. Συγκεκριμένα, στοιχείο της υπεξαίρεσης που επικαλείται ότι διέπραξαν σε βάρος της οι εναγόμενες, νόμιμες εκπρόσωποι της διαχειρίστριας εταιρίας,  αποτελεί η περιέλευση των χρηματικών ποσών που ενέβαζαν οι ναυλωτές του πλοίου στην κατοχή των τελευταίων και η από μέρους τους εξωτερίκευση της βούλησής τους να ιδιοποιηθούν αυτά, ενσωματώνοντάς τα στην προσωπική τους περιουσία.  Κανένα αντίστοιχο πραγματικό περιστατικό δεν εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή, πλέον των αναφερόμενων, σύμφωνα με τα οποία οι εναγόμενες  διοχέτευσαν τους ναύλους σε τραπεζικούς λογαριασμούς  τρίτων εταιριών, οι οποίες, ακόμα και αν ανήκαν στα συμφέροντά τους, παρέμεναν αυτοτελή νομικά πρόσωπα με  ξεχωριστή από αυτή των μετόχων τους περιουσία. Περαιτέρω αν και η ενάγουσα ισχυρίζεται στην αγωγή ότι οι μετοχές των εν λόγω εταιριών ανήκαν και στον ………….., δεν αποσαφηνίζει το λόγο για τον οποίο επιδιώκει την αποζημίωσή της μόνο από τις δυο εναγόμενες. Παραλείπει επομένως ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της υπεξαίρεσης που επικαλείται ότι διέπραξαν σε βάρος της οι εναγόμενες αφού δεν εκθέτει την πορεία των χρηματικών ποσών, μετά την κατάθεσή τους στους προαναφερόμενους λογαριασμούς, από τους ναυλωτές, αν αυτά εμβάστηκαν περαιτέρω σε προσωπικούς τους λογαριασμούς  και κατέστησαν αυτές  δικαιούχοι των χρημάτων ή αν με κάποιο άλλο τρόπο απέκτησαν την κατοχή αυτών, με άλλα λόγια αν και με ποιο τρόπο περιήλθαν στην κατοχή  των εναγομένων οι ναύλοι  του πλοίου, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα.  Επομένως, όπως ορθά ερμηνεύοντας  και εφαρμόζοντας το νόμο έκρινε και η εκκαλουμένη, η αγωγή επιχειρούμενη να θεμελιωθεί αποκλειστικά σε αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων είναι σύμφωνα με τα παραπάνω αόριστη και κατά συνέπεια απορριπτέα ως απαράδεκτη και όσα αντίθετα υποστηρίζει η ενάγουσα με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσής της είναι αβάσιμα κατ’ ουσίαν.      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 71 AK: «Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον».  Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με εκείνες των διατάξεων των άρθρων 65 παρ.1 και 67 του Α.Κ., σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, «το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα» και «όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου, φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα……», συνάγονται τα ακόλουθα: Α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικά των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη, ουσιαστικά αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους (ΑΠ 641/2011). Β) Εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα, παραβιάσουν υπαίτια με πράξη ή παράλειψη κανόνα που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται δηλαδή η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης (ΑΠ 263/2021, 88/2018, ΑΠ 1723/2014 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις υπαίτιες παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ιδίων, όσο και των νομικών προσώπων (ΑΠ 253/2013) και εξ αυτού συνάγεται ότι μπορούν να εναχθούν προς αποζημίωση από εκείνους σε βάρος των οποίων αδικοπράγησαν. Επομένως ορθά η ενάγουσα ενάγει προσωπικά και ατομικά τις εναγόμενες στα πλαίσια της αδικοπρακτικής τους ευθύνης, ως προς την οποία, όπως κρίθηκε ανωτέρω  η αγωγή είναι αόριστη. Ωστόσο αν ήθελε η ενάγουσα να θεμελιώσει την αγωγή της  στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης και συγκεκριμένα στο πλαίσιο της σύμβασης διαχείρισης που είχε συνάψει με την διαχειρίστρια εταιρία «…………….» και βάση αυτής,  η εν λογω εταιρία έλεγε στους ναυλωτές να καταθέτουν τους ναύλους σε λογαριασμό της πρώτης,  σ’ αυτήν την περίπτωση, όπως ορθά ερμηνεύοντας το νόμο, έκρινε με επάλληλη σκέψη η εκκαλουμένη, θα έπρεπε να ενάγει την αντισυμβαλλόμενη της εταιρία, αφού διάταξη αντίστοιχη με τις ανωτέρω αναφερόμενες, η οποία να θεμελιώνει ευθύνη και του εκπροσωπούντος οργάνου για την μη εκτέλεση της σύμβασης, δεν υφίσταται.   Κατόπιν αυτού και ενόψει του ότι δεν υφίσταται άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα θα πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των εφεσίβλητων να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης και τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του  παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στο δημόσιο ταμείο σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 Γ τελευτ. εδαφ. ΚΠολΔ, ομοίως κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία, την από 9-4-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/26-4-2021 έφεση της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «…………..» η οποία στρέφεται κατά  της με αριθμό 278/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ίδια διαδικασία,  επί της  από 17-10-2019 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας και τα ορίζει σε  χίλια (1.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του  …………. ηλεκτρονικού παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στις 5 Μαΐου 2022 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις  7   Ιουνίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ