Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 271/2022

Αριθμός 271/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4°

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: ανώνυμης εταιρείας ……………………., η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού ………………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Γεώργιο Παπαστύλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Θεοδώρα Θεοχάρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Θεοδώρα Θεοχάρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Γεώργιο Παπαστύλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Ο υπό στοιχ. Β εκκαλών-Α καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς α) την από 21.11.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2014) ανακοπή και β) τους από 14.12.2017 (αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2018) πρόσθετους λόγους ανακοπής, επί των οποίων, αφού συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1953/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη υπό στοιχ. Β εκκαλών-Α καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση με την από 10.10.2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕφΠειρ ……………./2019) αρχικά η 24η.9.2020 και, μετά από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Επιπροσθέτως η ήδη προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 15.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕφΠειρ …………../2020) πρόσθετη παρέμβασή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν, αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου (και του Εφετείου), περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης (και της έφεσης αντίστοιχα), εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους (ΑΠ 1736/2017). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1260/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78 του ίδιου Κώδικα (ΚΠολΔ). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 177/2017, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΑΠ 1248/1998). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του υπέρ ου η παρέμβαση κατά την απουσία του, από τον αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντα και αντιστρόφως (ΕφΘεσ 78/2017 Αρμ. 2017.1156, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1250/2009 ΕλλΔνη 2012.790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΑΠ 1191/2003, ΕφΘεσσαλ 982/2021, ΕφΘεσ 570/2019). Λόγω δε της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας για τους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008, ΑΠ 1145/2007, ΕφΛαρ 212/2015, ΕφΛαρ 343/2012, ΕφΙωαν 75/2005, ΕφΑθ. 205/2002, Β. Βαθρακοκοίλη: Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, τομ. Α΄, άρθρο 76 σελ. 523, παρ. 33, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 83, σελ. 193, παρ. 1 και άρθρο 76, σελ. 178, παρ. 7). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ εδ. γ΄, δ΄ και ε΄ του Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης» (ΑΠ 877/2019, ΑΠ 368/2019, ΕφΘεσσαλ 982/2021 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 498 και 19 του ΚΠολΔ),: α) η από 10-10-2019 (αρ. καταθ. ………./2019) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος ανακόπτοντος ………….. σε βάρος της εφεσίβλητης-καθ΄ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………….» και κατά της υπ΄ αρ. 1953/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ) (άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, 643, 591 παρ. 1 στοιχ. α ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων και β) η από 15-9-2020 (αρ. καταθ. …………/2020) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση (κατ΄ άρθρο 83 του ΚΠολΔ) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………….» που ασκήθηκε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Εφετείου με το από 15-9-2020 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού (Εφετείου Πειραιώς) με αρ. καταθ. ………/2020 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» και στον εκκαλούντα – καθ΄ ου η πρόσθετη παρέμβαση, …………, (βλ. αντίστοιχα τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ΄ αρ. ……….΄/21-9-2020 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, μέλους της εταιρείας με την επωνυμία «………….», με έδρα στην Αθήνα και υπ΄ αρ. ………΄/22-9-2020 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., μέλους (επίσης) της εταιρείας με την επωνυμία «………….», με έδρα στην Αθήνα, επικαλούμενη ότι ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εταιρεία ειδικού σκοπού, κατέστη ειδική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», κατόπιν μεταβίβασης, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, μεταξύ των οποίων και η επίδικη, καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..»-καθ΄ ης η ανακοπή. Από τα προσκομιζόμενα μετ΄ επικλήσεως από την προσθέτως παρεμβαίνουσα έγγραφα προκύπτει η επικαλούμενη ιδιότητα και το έννομο συμφέρον της για την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη, κατ΄ άρθρα 80 και 83 του ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, και πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή να συνεκδικαστεί με την κρινόμενη έφεση (άρθρο 246 του ΚΠολΔ), ερήμην της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, η οποία αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παρασταθεί κατά την εκδίκαση αυτής δεν εμφανίστηκε, αλλά ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο (βλ. την προαναφερόμενη προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την παρεμβαίνουσα υπ΄ αρ. ……..΄/21-9-2020 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., μέλους της εταιρείας με την επωνυμία «…………..», με έδρα στην Αθήνα). Ωστόσο, κατ΄ εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, παρά την απουσία της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, η συζήτηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης θα χωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα, αφού αυτή θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα. Σημειώνεται ότι κατά την παρούσα δικάσιμο ο καθ΄ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, του οποίου οι έγγραφες προτάσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 10-11-2021, με τη σημείωση της Γραμματέως ότι κατατέθηκαν μετά κοινών σχετικών «με πιν. 27» (εφέσεως), παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου του με την, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από 10-11-2021 δήλωση (περί μη παραστάσεως κατά την εκφώνηση της υπόθεσης) αυτής (πληρεξουσίας Δικηγόρου), την οποία παρέδωσε την 10-11-2021 στην αρμόδια Γραμματέα. Από όλο το περιεχόμενο των προτάσεων αυτών προκύπτει σαφώς ότι αυτές αφορούν την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, ήτοι δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία για την ταυτότητα της ως άνω διαδίκου (πρβλ. Β. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, εκ. 1995, σελ 734). Εξάλλου, η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το με αριθμό παραβόλου: ………../2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ).

Με την από 21-11-2014 (αρ. καταθ. ………../2014) ανακοπή του και τους από 14-12-2017 (αρ. καταθ. ………./2018) πρόσθετους λόγους αυτής, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ανακόπτων, ήδη εκκαλών ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτούς (ανακοπή και πρόσθετους λόγους) λόγους, να ακυρωθεί η υπ΄ αρ. ………./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ΄ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία το ποσό των 98.046,34 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης, η οποία (διαταγή πληρωμής) εκδόθηκε για απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση πίστωσης, καθώς και να καταδικαστεί η καθ΄ ης στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 1953/2019 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να συνεκδικασθούν κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ) (άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, 643, 591 παρ. 1 στοιχ. α ΚΠολΔ) και όχι κατά την τακτική διαδικασία κατά την οποία εισήχθησαν, και αφού, επίσης, έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ασκήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής και επικύρωσε την υπ΄ αρ. ……../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη από 10-10-2019 (αρ. καταθ. ……./2019) έφεση ο ηττηθείς ανακόπτων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (πρβλ. ΕφΑθ 227/2012, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Ο οφειλέτης δε σε βάρος του οποίου εκδόθηκε δια­ταγή πληρωμής, έχει τη δυνατότητα, να ισχυριστεί και να αποδείξει, με ανακοπή του κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορί­σθηκε από τον δανειστή, δεν είναι το νόμιμο, δηλαδή εκείνο, που προκύπτει ως οφειλόμενο σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του νόμου και περαιτέρω ότι ενόψει των κα­ταβολών που τυχόν επικαλείται δεν οφείλεται κανένα πλέον ποσό ή οφείλεται μικρότε­ρο εκείνου που δηλώνει ο δανειστής. Για τη θεμελίωση του σχετικού λόγου της ανακοπής δεν αρκεί η αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με το νόμο, μικρότερη ή και μηδενική οφειλή (ΑΠ 488/2017, ΑΠ 1670/2014, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 1095/2014). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624, 626 παρ. 2 και 3, στοιχ. γ΄, 627 εδ. γ΄, 630 στοιχ. δ΄ και 631 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζονται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη ανακοπή, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε πριν την 1-1-2016, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, εκτός από άλλα στοιχεία, να αναφέρει απλώς την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά, αρκεί να μη δημιουργείται καμία αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενό της, ως προς την αιτία της πληρωμής, και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1579/2013, ΑΠ 1094/2006, ΕφΔωδ 7/2017, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676, ΕφΑθ 4784/2007 ΔΕΕ 2008.206). Για την πληρότητα δε και εγκυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την οποία διατάσσεται ο καθ΄ ου να πληρώσει ως πιστούχος το κατάλοιπο κλεισθέντος λογαριασμού, αρκεί να αναφέρεται έστω και συνοπτικά: α) η κατάρτιση της σύμβασης πίστωσης για την πληρωμή του καταλοίπου, β) το κλείσιμο του λογαριασμού, γ) ότι το ποσό που διατάσσεται ο καθ΄ ου να πληρώσει αποτελεί το σε βάρος του πιστούχου κατάλοιπο και να καθορίζονται τα έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύονται αυτά. Έτσι, για την πληρότητα της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται ότι το ποσό, του οποίου διατάσσεται η πληρωμή, αποτελεί ισόποσο χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή), που προέκυψε από το κλείσιμο του λογαριασμού πίστωσης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται σ΄ αυτήν και η κίνηση των πιστοχρεωστικών κονδυλίων του λογαριασμού αυτού, από την αντιπαραβολή των οποίων προέκυψε το επιδικαζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο, εφόσον τα κονδύλια αυτά (χρεωπιστωτικά) περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα των βιβλίων της Τράπεζας, από τα οποία κατά τη συμφωνία αποδεικνύεται η απαίτηση (ΑΠ 1094/2006, ΕφΘεσ 292/2010 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου η αναφορά στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται για το εκκαθαρισμένο της απαίτησης και αποτελεί, κατ΄ άρθρο 916 του ΚΠολΔ, προϋπόθεση της εκτελεστότητας αυτής. Είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, αν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων όμως η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 1094/2006 ΝΟΜΟΣ). Πολύ περισσότερο δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής και κατά το σκέλος που αφορά αυτόν και με τον έβδομο λόγο αυτής (ανακοπής), ο ανακόπτων επιδιώκει την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής ισχυριζόμενος ότι αυτή είναι αόριστη, καθώς η επιδικασθείσα με αυτήν απαίτηση δεν είναι βεβαία, αφού δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια το κεφάλαιο επί του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι και οι λοιπές χρεώσεις και δη πώς προέκυψε αυτό, δεδομένου ότι το αντίγραφο της κίνησης του ένδικου λογαριασμού που τηρήθηκε προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας σύμβασης πίστωσης δεν αποτελεί αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο και δεν αποδεικνύει την απαίτηση της καθ΄ ης, επιπλέον δε δεν προσδιορίζεται το επιτόκιο που χρησιμοποίησε η καθ΄ ης για τον υπολογισμό των χρεώσεών της. Περαιτέρω ισχυρίσθηκε ότι από την στιγμή που η απαίτηση της καθ΄ ης δεν είναι εκκαθαρισμένη, η καταγγελία της παραπάνω σύμβασης στερείται έννομων συνεπειών. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, για την πληρότητα και εγκυρότητα τόσο της αίτησης διαταγής πληρωμής όσο και της διαταγής πληρωμής, ως προς το εκκαθαρισμένο της επιδικασθείσας απαίτησης, αρκεί α) ο συνοπτικός προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης και β) η αναφορά ότι το ποσό, του οποίου διατάσσεται η πληρωμή, αποτελεί ισόποσο χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη, που προέκυψε από το κλείσιμο του λογαριασμού που εξυπηρετούσε την ένδικη σύμβαση πίστωσης, στοιχεία που, εν προκειμένω, διαλαμβάνονται στην ανακοπτόμενη, υπ΄ αρ. ………../2014, διαταγή πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, όπως το περιεχόμενο αυτής παραδεκτά επισκοπείται, επιπλέον δε γίνεται ρητή μνεία στα χρονικά διαστήματα που τόσο το συμβατικό επιτόκιο, όσο και το επιτόκιο υπερημερίας αφορούν. Επιπροσθέτως, στη διαταγή πληρωμής δεν απαιτείται να αναφέρεται και η κίνηση των πιστοχρεωστικών κονδυλίων του λογαριασμού αυτού, από την αντιπαραβολή των οποίων προέκυψε το επιδικαζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο, εφόσον τα κονδύλια αυτά (χρεωπιστωτικά) περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα των βιβλίων της Τράπεζας, από τα οποία, κατά τη συμφωνία, αποδεικνύεται η απαίτηση και επομένως τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον ανακόπτοντα δεν βρίσκουν έρεισμα στο νόμο. Επιπλέον και το ύψος του επιτοκίου, βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι, δεν ανήκει στο ελάχιστο περιεχόμενο της αίτησης του δανειστή και της διαταγής πληρωμής (πρβλ ΕφΘεσ 492/2010 ΕΕμπΔ 2011.81), τα δε λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν, σε κάθε περίπτωση, τον υπολογισμό του βάσει απλών αριθμητικών πράξεων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τους λόγους αυτούς της ένδικης ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Με τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής και κατά το σκέλος που αφορά αυτόν και με τον έβδομο λόγο αυτής (ανακοπής), ο ανακόπτων επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στο σύνολό της, διότι το ποσό της οφειλής, που επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ΄ ης, περιλαμβάνει τόκους υπολογισθέντες με τα αναφερόμενα επιτόκια, που είναι ανώτερα των εξωτραπεζικών επιτοκίων, βάσει σχετικού όρου της σύμβασης, ο οποίος είναι καταχρηστικός, και συνεπώς η απαίτηση της καθ΄ ης δεν ήταν εκκαθαρισμένη, αφού όλα τα ποσά υπολογίστηκαν επί εσφαλμένης οφειλής, η δε καταγγελία της ένδικης σύμβασης στερείται, για το λόγο αυτό, εννόμων συνεπειών. Οι ως άνω λόγοι είναι νόμω αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι, καθόσον με την υπ΄ αρ. 178/19.7.2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ (ΦΕΚ Α 1872/τ.α΄/26-27.12.2006) ορίστηκε ότι δεν επιτρέπεται ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των Τραπεζών, που απορρέουν από τις διατάξεις, που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΠΕ 1087/1987 κ.λ.π.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό (ΑΠ 652/2010 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, σχετικός όρος της σύμβασης δεν είναι για το λόγο αυτόν άκυρος ως καταχρηστικός, λόγω αντίθεσής του στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 περ. ια΄ του Ν. 2251/1994. Εξάλλου, και με την ΠΔΤΕ 2286/1994, που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982, ορίστηκε ότι το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια Τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν, και μπορούν επομένως να είναι υπέρτερα των εξωτραπεζικών επιτοκίων, και συνεπώς οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων συναπτόμενες συμ­φωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες, ούτε καταχρηστικές για το λόγο αυτό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, και απέρριψε τους ως άνω λόγους της ένδικης ανακοπής, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε ως προς αυτούς και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό δεύτερο λόγο της εφέσεως.

Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στο σύνολό της, επικαλούμενος ότι στην ένδικη σύμβαση, για την εκ της οποίας οφειλή επιτάσσεται με την ανακοπτόμενη, περιελήφθη καταχρηστικός όρος, δυνάμει του οποίου η πιστώτρια καθ΄ ης διατήρησε το δικαίωμα να αναπροσαρμόζει, κατά την κρίση της και χωρίς ειδικά καθορισμένα και εύλογα κριτήρια, το επιτόκιο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, πρωτίστως, λόγω της αοριστίας του, διότι δεν αναγράφεται στην ανακοπή το ακριβές χρηματικό ποσό των τόκων που επιδικάστηκε με τη διαταγή πληρωμής και το οποίο προέκυψε από παράνομη μονομερή αναπροσαρμογή του επιτοκίου εκ μέρους της καθ΄ ης, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να προβεί σε έλεγχο αυτού (λόγου) και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του να ακυρώσει την ως άνω πληττώμενη διαταγή πληρωμής κατά το υπερβάλλον ποσό των παράνομων τόκων (ΕφΘεσ 1027/2010 Αρμ 2012.577, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009.819 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι επί ανακοπής το Δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνο αν υπάρχει σχετικός λόγος και κατά την έκταση αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων δεν προέβη σε σαφή, επαρκή και συγκεκριμένη εξειδίκευση των περιστατικών που είναι παραγωγικά του ανωτέρω ισχυρισμού του, καθόσον δεν προσδιορίζει, ποιου συγκεκριμένου κονδυλίου ζητείται ειδικά η ακύρωση και μέχρι ποιου συγκεκριμένου ποσού, καθώς η εν γένει επίκληση της μη νομιμότητας των επιδικασθέντων ποσών, για να έχει νομική ωφέλεια, πρέπει να συνδέεται με ακυρότητα κάποιου συγκεκριμένου κονδυλίου, που επιδίκασε η διαταγή πληρωμής, του οποίου ζητείται ειδικά η ακύρωση και δεν αρκεί να αμφισβητεί ο ανακόπτων γενικά και αόριστα το σε βάρος του χρεωστικό υπόλοιπο ή τους επιβληθέντες τόκους, χωρίς να έχει προβεί σε υπολογισμό και να προσδιορίζει ποιο είναι ακριβώς το ποσό, που επιδικάσθηκε παράνομα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τους λόγους αυτούς της ένδικης ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Από το Ν. 128/1975, στον οποίο ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, γίνεται δεκτό, ότι η μετακύλιση της εισφοράς στους δανειολήπτες επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και, εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ΄ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ 37/2016, ΕφΠειρ 369/2015, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑθ 1558/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων επιδιώκει την ακύρωση της επίδικης διαταγής πληρωμής, για το λόγο ότι αυτή συμπεριλαμβάνει ποσό το οποίο δεν δύναται να προσδιορίσει επακριβώς και το οποίο αντιστοιχεί σε παράνομα υπολογισθέντες τόκους επί της μετακυλισθείσας σε αυτόν εισφοράς του Ν. 128/1975, χωρίς, ωστόσο, να βάλλει και κατά του τρόπου χρονικού υπολογισμού τους, δηλαδή ανά τρίμηνο ή εξάμηνο. Με αυτό το περιεχόμενο ο ανωτέρω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης (πρβλ. ΕφΠειρ 264/2019, ΕφΠειρ 75/2018). Τούτο δε διότι, ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η συμβατική μετακύλιση στο δανειολήπτη (ήδη ανακόπτοντα – εκκαλούντα) της εισφοράς του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, που έλαβε χώρα εν προκειμένω, είναι νόμιμη, αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου (άρθρο 174 του ΑΚ), αντίθετα εντάσσεται στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως αόριστος, καθόσον ο ανακόπτων δεν προσδιορίζει είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση από, παράνομα, κατά τον ισχυρισμό του, υπολογισμένους τόκους της εισφοράς του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής του, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχαν λάβει χώρα οι εν λόγω παράνομα υπολογισμένοι τόκοι, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, οπότε όμως, η εκτέλεση θα συνεχιζόταν νόμιμα για τα υπόλοιπα επιτασσόμενα ποσά, αφού η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε το λόγο αυτόν της ένδικης ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό τέταρτο λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Ο υπολογισμός των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, διότι οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 του ΑΚ. Όταν η Τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ΄ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή – δανειολήπτη, ο οποίος πλέον, (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον, επιβάρυνση, να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας. Τούτο, ιδίως, σε μία εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών [ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ 37/2016]. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της ένδικης ανακοπής και κατά το σκέλος που αφορά αυτόν και με τον έβδομο λόγο αυτής (ανακοπής), ο ανακόπτων επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενος ότι με αυτήν επιδικάστηκαν και παράνομοι τόκοι, υπολογισθέντες εκ μέρους της καθ΄ ης σε ημερολογιακό έτος 360 και όχι 365 ημερών, βάσει σχετικού όρου της σύμβασης πίστωσης, και περιλαμβάνονται στην ενσωματωμένη στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής απαίτηση κεφαλοποιηθέντα ποσά παράνομων τόκων, με αποτέλεσμα η απαίτηση της καθ΄ ης να μην είναι εκκαθαρισμένη, ο υπολογισμός δε αυτός είναι παράνομος και καταχρηστικός. Επιπροσθέτως διατείνεται ότι η καταγγελία της ένδικης σύμβασης δεν παράγει για το λόγο αυτό έννομες συνέπειες. Με αυτό το περιεχόμενο οι ανωτέρω λόγοι ανακοπής είναι απορριπτέοι, πρωτίστως, ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 626 παρ. 3 και 628 παρ. 1 α΄ του ΚΠολΔ (πρβλ. ΕφΠειρ 681/2018). Τούτο δε, καθόσον, ναι μεν η συμφωνία περί υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ωστόσο, ο ανακόπτων δεν προσβάλλει συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια τόκων και δεν επικαλείται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό, ήτοι ο ανακόπτων δεν συνδέει τον επικαλούμενο παράνομο και καταχρηστικό υπολογισμό των τόκων κατά ορισμένο τρόπο με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, ώστε, σε περίπτωση ευδοκίμησης του σχετικού λόγου, μόνον κατ΄ αυτό το ποσό να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, ενώ ταυτόχρονα δεν εκτίθεται ότι το επιπλέον επιτασσόμενο (αορίστως) ετησίως ποσό, προστιθέμενο στο συμβατικό τόκο, υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό ποσοστό τόκου και ποιο είναι αυτό, ώστε να κριθεί ότι δεν οφείλεται ως προς το επιπλέον, κατά το άρθρο 294 του ΑΚ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τους λόγους αυτούς της ένδικης ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό πέμπτο λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Με τον όγδοο λόγο της ένδικης ανακοπής, καθώς και με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής, όπως αυτοί εκτιμώνται, ο ανακόπτων επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς αυτή εκδόθηκε, όλως καταχρηστικώς, βάσει δανειακής σύμβασης που είχε καταρτιστεί μεταξύ αυτού και της καθ΄ ης η ανακοπή, στην οποία διαλαμβάνονταν αντίθετοι στο Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», αδιαφανείς και ασαφείς γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), στους οποίους αναγκάσθηκε να προσχωρήσει, μη έχοντας άλλη επιλογή ή άλλη δυνατότητα διαπραγμάτευσης, όπως τούτο έχει κριθεί, με δύναμη δεδικασμένου, με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της ανακοπής δικαστικές αποφάσεις, οι οποίοι (ΓΟΣ) συμπαρασύρουν σε ακυρότητα ολόκληρη την ένδικη δανειακή σύμβαση. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, προεχόντως ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας, καθόσον δεν εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενο των προσβαλλόμενων ως καταχρηστικών όρων αλλά και τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους είναι καταχρηστικοί. Συνακόλουθα δεν δύναται να ερευνηθεί αν υπάρχει τυπική διατάραξη, ως απόκλιση από συνηθισμένη ρύθμιση, αλλά ούτε και να προσδιοριστεί ο βαθμός της έντασης της απόκλισης αυτής, αφού ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για την συγκεκριμένη σύμβαση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τους λόγους αυτούς της ένδικης ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Με τον ένατο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίσθηκε ότι είναι άκυρος, λόγω καταχρηστικότητας, ο όρος 6.03 της σύμβασής του με την καθ΄ ης, σύμφωνα με τον οποίο «εάν ο οφειλέτης δεν ειδοποιήσει την Τράπεζα γραπτά και με απόδειξη, μέσα σε τριάντα ημέρες από το τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα, είτε ότι δεν έλαβε κατάσταση του Λογαριασμού είτε ότι διαφωνεί ή έχει αντιρρήσεις ως προς τα κονδύλια, το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου και του ποσού της Ελάχιστης Μηνιαίας Καταβολής, που αναφέρεται σε αυτή, θα θεωρείται ότι παρέλαβε την κατάσταση Λογαριασμού και ότι έχει αναγνωρίσει ανεπιφύλακτα και συμφωνεί προς τα πιο πάνω στοιχεία και κονδύλια, τα οποία θα τεκμαίρονται ακριβή, η δε Τράπεζα θα απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αποζημίωσης για κακή ή εσφαλμένη τήρηση του Λογαριασμού» (πλασματική αναγνώριση οφειλής, άρθρο 873 του ΑΚ), λόγω δε της ακυρότητας του όρου αυτού πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγής πληρωμής, που στηρίχθηκε για την έκδοσή της στα προσκομισθέντα από την καθ΄ ης αποσπάσματα των ηλεκτρονικά τηρούμενων βιβλίων της και λογαριασμού. Ο ως άνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν στηρίχθηκε για την έκδοσή της στην κατά τα ανωτέρω συναγόμενη σιωπηρή αναγνώριση των οφειλών του εκ μέρους του ανακόπτοντος, αλλά στην κίνηση του λογαριασμού του, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα ηλεκτρονικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της καθ΄ ης, των οποίων εκτύπωση προσκομίστηκε στο εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθότι ο συμβατικός όρος, σύμφωνα με τον οποίο ο πιστούχος μετά την παρέλευση εύλογης προθεσμίας, που του έχει τάξει η Τράπεζα, από την ειδοποίησή του για την κατάσταση του λογαριασμού του χωρίς να αντιλέξει κατ΄ αυτού, θεωρείται ότι έχει αναγνωρίσει την οφειλή του, είναι έγκυρος και λαμβάνεται ως συμφωνία, η οποία προσδίδει στη σιωπή του πελάτη το νόημα αποδοχής της πρότασης που προέρχεται από την Τράπεζα προς κατάρτιση σύμβασης αναγνώρισης του καταλοίπου, η οποία δεν διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του πιστούχου, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αποκλείει το δικαίωμα ανταπόδειξης, αλλά απλώς περιορίζει τη δυνατότητα του πιστούχου να αμφισβητήσει το κατάλοιπο μέσα στην ως άνω εύλογη προθεσμία (ΑΠ 470/2006 ΧρΙΔ 2006.638, ΑΠ 1458/2006 ΕλλΔνη 2009.1745, ΕφΘεσ 711/2020). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε το λόγο αυτόν της ένδικης ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ΄ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1504/2014 ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής, δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του, στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1873/2014, ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 736/2012 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ΄ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη, κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου, και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των Τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι΄ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς, και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (άρθρα 178, 200, 288 του ΑΚ) και να αποφεύγεται, αντίστοιχα, κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση, λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ΄ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικά κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ΄ αυτή (ΕφΠατρ 613/2021) και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίσθηκε, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου, ότι είναι ακυρωτέα η εκδοθείσα σε βάρος του διαταγή πληρωμής, διότι τόσο η αίτηση για την έκδοσή της, όσο και η καταγγελία της επίδικης σύμβασης που προηγήθηκε αυτής, έγιναν [από την καθ΄ ης-Τράπεζα, τα δικαιώματα της οποίας θα πρέπει, όπως επικαλείται ο ανακόπτων, να ασκούνται καλόπιστα και σύμφωνα με τα χρηστά ήθη (άρθρα 178, 200, 288 του ΑΚ)] κατά κατάχρηση δικαιώματος (άρθρο 281 του ΑΚ), δίχως να ληφθούν υπόψη από πλευράς της καθ΄ ης οι πρόσκαιρες οικονομικές του δυσκολίες και η καθυστέρηση που προκάλεσαν αυτές στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Ο ως άνω πρόσθετος λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, καθώς τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται προς θεμελίωσή του, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι η καταγγελία της ένδικης σύμβασης και η αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής έλαβαν χώρα καθ΄ υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (άρθρο 281 του ΑΚ), λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη στον οφειλέτη, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος αν δεν συνδυάζεται με άλλες περιστάσεις, όπως εάν η δανείστρια δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, εάν ο οφειλέτης έχει ή όχι άλλες οφειλές προς τρίτους, καθώς και εάν η δανείστρια με την προηγηθείσα της καταγγελίας συμπεριφορά της δημιούργησε στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί δυσμενείς συνέπειες σ΄ αυτόν. Εξάλλου, όταν ο οφειλέτης υπήρξε ασυνεπής ως προς την καταβολή των οφειλόμενων δόσεων από τη σύμβαση, η οποία δεν περιέχει καταχρηστικούς όρους, ο δανειστής ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση και να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησής του κατά του οφειλέτη, κατά το νόμιμο δικονομικό τρόπο που εκείνος θα επιλέξει, ενεργώντας προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, η οποία αποτελεί ένσταση που πρέπει να επικαλεσθεί ορισμένα ο οφειλέτης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε το λόγο αυτόν της ένδικης ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Με τον δέκατο λόγο της ένδικης ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίσθηκε ότι οι επικαλούμενοι όροι της συμβάσεως είναι άκυροι, εάν γνώριζε δε την ακυρότητα αυτών δεν θα σύναπτε τη μεταξύ τους σύμβαση και συνεπώς ότι η ακυρότητα των όρων αυτών επιφέρουν, κατ΄ άρθρο 181 του ΑΚ, την ακυρότητα όλης της σύμβασης και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής που στηρίζεται σε άκυρη σύμβαση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί  ως μη νόμιμος, διότι ο ανακόπτων δεν συνδέει την ακυρότητα των ανωτέρω όρων κατά ορισμένο τρόπο με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, ώστε να τεθεί θέμα ακύρωσης του συνόλου ή μέρους της διαταγής πληρωμής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε σιωπηρώς τον σχετικό ως άνω δέκατο λόγο της ένδικης ανακοπής, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε ως προς αυτόν και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της εφέσεως. Περαιτέρω, ο ανακόπτων, με τις νομίμως κατατεθείσες, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έγγραφες προτάσεις του, προέβαλε, τις ενστάσεις των άρθρων 288 και 388 του ΑΚ, στηριζόμενες στα με αυτές (προτάσεις) επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά. Οι ενστάσεις αυτές, απαραδέκτως προβλήθηκαν, καθόσον έπρεπε να προβληθούν με λόγο ανακοπής ή με πρόσθετο λόγος ανακοπής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Εξάλλου, η αοριστία όσων λόγων ανακοπής απορρίφθηκαν ως αόριστοι δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή δικόγραφα ή με διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Σε κάθε δε περίπτωση δεν τίθεται θέμα διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, (το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης περιορίζεται στις διατάξεις της πρω­τόδικης απόφασης που πλήττονται με αυτή), πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Για την περίπτωση δε, που ασκηθεί κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501 παρ. 1, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Επιπλέον, πρέπει να διαταχθεί, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, με το με αριθμό παραβόλου: …………./2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟστο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ 1) της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και της εφεσίβλητης και 2) του καθ΄ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση-εκκαλούντος, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει α) την από 10-10-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) έφεση του ανακόπτοντος κατά της υπ΄ αρ. 1953/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ) (άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, 643, 591 παρ. 1 στοιχ. α ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων και β) την από 15-9-2020 (αρ. καταθ. …./2020) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………….» υπέρ της εφεσίβλητης και κατά του εκκαλούντος της ανωτέρω εφέσεως, ερήμην της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 10-10-2019 (αρ. καταθ. …………/2019) έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε με το με αριθμό παραβόλου: ………………./2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ,  στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ 1) της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και της εφεσίβλητης και 2) του καθ΄ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση-εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 10η Μαΐου2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων των παρισταμένων διαδίκων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ