ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 284/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α. Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος του, Ειρήνη Κοντοσέα με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 ΚΠολΔ.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εταιρίας …………… την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Αγλαΐα Μεντή.
Β. Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας ………… την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Αγλαΐα Μεντή.
Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος του, Ειρήνη Κοντοσέα με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28-12-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/2017 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 183/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τόσο ο ενάγων με την από 24-2-2021 και αριθμ. κατάθ. στο Πρωτοδικείο ………./24-2-2021 και στο Εφετείο ……../2021 έφεσή του όσο και η εναγομένη με την από 25-2-2021 και με αριθμ. κατάθ. στο Πρωτοδικείο ………./25-2-2021 και στο Εφετείο ………../2021 έφεσή της, οι οποίες προσδιορίστηκαν για συζήτηση στην άνω δικάσιμο. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος-εφεσίβλητου παραστάθηκε με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις της, η πληρεξουσία δικηγόρος της εκκαλούσας εφεσίβλητης εταιρίας έλαβε το λόγο και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) α) η από 24-2-2021 και με αριθμό κατάθεσης ………./24-2-2021 έφεση του, εν μέρει, νικήσαντος ενάγοντος και β) η από 25-2-2021 και με αριθμό κατάθεσης ………../25-2-2021 έφεση της ηττηθείσας, εν μέρει, εναγόμενης εταιρίας, στρεφόμενες αμφότερες κατά της 183/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 28-12-2017 αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρα 591 και 622 ΚΠολΔ, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε, εξάλλου, οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε η νόμιμη, καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 18-1-2021, ενώ για το παραδεκτό τους, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 Α εδ. β του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδαφ. α και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια. Ο ενάγων ναυτικός με την προαναφερόμενη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατάρτισε με την εναγόμενη ναυτική εταιρία, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στις 29-9-2015, στον Πειραιά, με την ειδικότητα του ναύτη στο με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο της «Δ» 9.824 κ.ο.χ. μέχρι και την αποναυτολόγησή του στις 3-3-2016. Ότι με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας που κατάρτισε με την εναγομένη στον Πειραιά, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στις 2-4-2016 στο έτερο ε/γ-ο/γ πλοίο της «BSN» όπου εργάστηκε με την ίδια ειδικότητα έως τις 27-12-2017 οπότε και έληξε αυτή, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας των συμβληθέντων. Ότι είχε συμφωνηθεί με την αντίδικό του αμφότερες οι συμβάσεις ναυτολόγησής του να διέπονται από τις σσνε των ετών 2014, 2016 και 2017. Ισχυρίζεται ακόμα ότι κατά την εργασία του και στα δυο πλοία εργαζόταν υπερωριακά συμπληρώνοντας στο μεν πρώτο καθημερινά 15 ώρες απασχόλησης, στο δε δεύτερο, 16 ώρες, επίσης καθημερινά και ζητά, σύμφωνα και με όσα αναλυτικότερα εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής του, την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας που παρείχε, τις διαφορές μεταξύ των ποσών που έλαβε και εκείνων που δικαιούται ως δώρα εορτών καθώς και ως αμοιβή των δρομολογίων εξπρές. Συγκεκριμένα δε και κατόπιν παραδεκτής, μερικής, τροπής του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 295 και 591 ΚΠολΔ) και εμπεριέχεται και στις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του, ζητά να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 26.413,57 ευρώ που αφορά το σύνολο των ένδικων αξιώσεών του από την ναυτολόγησή του στα πλοία της εναγομένης πλην του ποσού που αφορά την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του στο δεύτερο πλοίο και να υποχρεωθεί να του καταβάλει για την τελευταία αυτή αιτία το υπόλοιπο ποσό από 26.756,28 ευρώ, νομιμοτόκως από τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε ως μη νόμιμους τους ισχυρισμούς της εναγόμενης εταιρίας περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής καθώς και εκείνον που αφορούσε το συμψηφισμό των ποσών που κατέβαλε στον ενάγοντα με την ένδειξη στις αποδείξεις πληρωμής «ρολόγια ναυτών», δέχθηκε αυτήν, μερικά, ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά την διάρκεια της ναυτολόγησής του στα πλοία της εναγομένης, παρείχε υπερωριακή εργασία 12 ωρών καθημερινά κατά τις ειδικότερες διακρίσεις που αναλύονται στην απόφαση, δέχθηκε περαιτέρω ως ουσιαστικά βάσιμο τον ισχυρισμό της εναγομένης περί συμψηφισμού στα οφειλόμενα ποσά εκείνων που κατέβαλε πέραν των νομίμων αποδοχών του ως επιμίσθιο και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό 13.332,73 ευρώ νομιμοτόκως το ποσό που αφορούσε τη ναυτολόγησή του στο πρώτο πλοίο από την επομένη της αποναυτολόγησής του ημέρα μέχρι την εξόφληση και το ποσό που αφορούσε τη ναυτολόγησή του στο δεύτερο πλοίο από την επομένη της ημέρας λήξης της σύμβασής του μέχρι την εξόφληση, υποχρέωσε δε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.513,61 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της λήξης της σύμβασής του ημέρα μέχρι την εξόφληση. Οι διάδικοι με τις κρινόμενες εφέσεις τους επικαλούμενοι λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, παραπονούνται κατά της άνω κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ζητούν να γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό ο μεν ενάγων να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή του, η δε εναγομένη να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της. Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 118 και 216 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων, σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου με την έννοια να εκτίθενται τα εν λόγω γεγονότα κατά τρόπο σαφή και ευσύνοπτο. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση που απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη (η έκθεση) για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επί αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 481/2012 στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με το είδος και τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα σσνε (ΑΠ 365/2005, Δνη 47/1663, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 ΜΕφΠειρ 147/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385, ΕφΠειρ. 857/2006, ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ. 124/2003, ΕΝαυτΔ 2003/130). Όσον δε αφορά την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφορών αποδοχών για παρασχεθείσα ναυτική εργασία κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του επίδικου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός τους αλλά αρκεί να μνημονεύεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρείχε ο ενάγων κατά το χρονικό αυτό διάστημα (ΑΠ 1600/2006 Δνη 48/808, ΑΠ 725/1999 Δνη 41/343), ενώ, περαιτέρω, δεν αποτελεί, αναγκαίο για την πληρότητα του αγωγικού δικογράφου στοιχείο, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας του ενάγοντος ναυτικού και αυτό διότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού αλλά και οι εργασίες που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή την παραμονή του πλοίου στο λιμάνι, καθορίζονται συγκεκριμένα από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εκτός αν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ξεχωριστά με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες σσνε (ΜονΕφΠειρ 376/2016, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 496/2015, αδημ.). Ομοίως δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού κάθε ημέρα του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αφού ο χρόνος αυτός ορίζεται από το νόμο ούτε, περαιτέρω είναι αναγκαίο να αναφέρεται η συχνότητα επανάληψης κάθε εργασίας εκτελούμενης εκτός του νόμιμου ωραρίου απασχόλησης του ναυτικού (ΜονΕφΠειρ 590/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ), ακόμα ούτε η ανάγκη στην οποία οφείλεται η εκτέλεσή της, επομένως και του οφέλους που αποκόμισε ο εναγόμενος εργοδότης από την παροχή των αντιστοίχων υπηρεσιών (ΜονΕφΠειρ 369/2016, ΜονΕφΠειρ 176/2016, αμφότερες σε τνπ ΝΟΜΟΣ) ή του προσώπου από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΜονΕφΠειρ 168/2014 σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝαυτΔ 2002.437) ούτε και αυτών των δρομολογίων του πλοίου (ΕφΠειρ 1312/1997 ΕΝαυτΔ 1998.11). Αυτά ωστόσο απαιτούνται να περιγράφονται στην αγωγή εφόσον στο δικόγραφό της σωρεύεται κονδύλιο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, οπότε είναι αναγκαία η περιγραφή των κυκλικών πλόων που εκτελούσε το πλοίο σε εβδομαδιαία βάση και των τακτικών καθημερινών αναχωρήσεών του ή της λειτουργίας του ως ημερόπλοιου (ΜονΕφΠειρ. 17/2013 ΠειρΝομ 2013.167). Σε κάθε άλλη περίπτωση αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσο όρο ανά μήνα (ΕφΠειρ 901/2002 ΠειρΝομ 2003/70). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας ως προς την πληρότητα ή μη της παράθεσης των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΜονΕφΠειρ 626/2014, Δνη 2015.508, ΕφΠειρ. 33/200, ΔΕΕ 2003.561). Επομένως, η υπό κρίση αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά και με την ίδια ειδικότητα του ναύτη στα αναφερόμενα πλοία που ανήκουν στην εναγομένη και εκτελούσαν τα περιγραφόμενα αναλυτικά στο δικόγραφό της δρομολόγια, αντί των καθοριζόμενων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα σσνε όρων και αποδοχών, ότι παρείχε σε αυτά τις υπηρεσίες του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων, διαφορές από υπερωριακή εργασία, κατά καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες καθώς και η αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις. Συγκεκριμένα αναφέρονται κατά τρόπο επαρκή και σαφή οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στην εργασία της ειδικότητάς του στα ακτοπλοϊκά πλοία, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα όρια εργασίας του, συνάγεται αβίαστα η υπερωριακή απασχόλησή του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και απέρριψε τον προβληθέντα, αμυντικό, ισχυρισμό της εναγομένης περί αοριστίας των σχετικών με την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος αγωγικών κονδυλίων, διότι δεν αναφέρονται στην αγωγή επακριβώς οι συνθήκες εργασίας και οι ανάγκες του πλοίου, διαφοροποιημένες ανά χρονική περίοδο απασχόλησης, οι ειδικότερες εργασίες που εκτελούσε και η κατανομή τους χρονικά στο εικοσιτετράωρο, ο χρόνος παροχής κάθε ειδικότερης εργασίας και αν αυτή εκτελούταν όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο ή όταν ταξίδευε, ούτε οι λόγοι που επέβαλαν την ανάθεση στον ενάγοντα υπερωριακής εργασίας, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης της εναγόμενης εταιρίας με τον οποίο επαναφέρει τον ίδιο ισχυρισμό της είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Από την εκτίμηση των ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), καθώς και των προσκομιζόμενων ενόρκων βεβαιώσεων, και συγκεκριμένα: α] αυτών που προσκομίζει ο ενάγων, των με αριθμούς: …./11-9-2018 ενώπιον της συμβολαιογράφου Σαμοθράκης ……., ……./10-9-2018 ενώπιον της συμβολαιογράφου Βόνιτσας ……….. και ………./14-1-2019 ενώπιον της συμβολαιογράφου Γυθείου …………. οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου του εταιρίας (άρθρο 422 ΚΠολΔ) σύμφωνα, αντίστοιχα, με την ……/5-9-2018 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας ……….. που αφορά τις δυο πρώτες ένορκες βεβαιώσεις και την ………./8-1-2019 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή …………., β] της με αριθμό ………./25-1-2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………. η οποία δόθηκε προς αντίκρουση των ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις του αντιδίκου της, τον οποία νομότυπα κλήτευσε να παραστεί κατ’ αυτήν με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγομένης στο ακροατήριο, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης αυτού, των λοιπών προσκομιζόμενων ενόρκων βεβαιώσεων που έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλων δικών εκτιμωμένων ως δικαστικών τεκμηρίων, των εγγράφων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το οποίο κρίνει ότι η καθυστερημένη προσκομιδή τους δεν οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια του διαδίκου, σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
ΙΙ. Ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη και σε εκτέλεση της από 29-9-2015 έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας που κατάρτισε με την πλοιοκτήτρια εναγόμενη εταιρία, στο με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο αυτής «Δ» 9.834,37 κ.ο.χ. στο οποίο παρέμεινε μέχρι την 3η-3-2016 οπότε έλαβε την άδειά του και στη συνέχεια αποναυτοληγήθηκε. Στο ίδιο πλοίο κατά την ένδικη χρονική περίοδο από 1-1-2016 έως 3-3-2016 ήταν ναυτολογημένα συνολικά όσα μέλη του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος προβλέπει η οργανική σύνθεση του πλοίου (π.δ. 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων, ΦΕΚ Α 64/13.3.1974) προκειμένου αυτό να εκτελεί με ασφάλεια τους πλόες του και συγκεκριμένα δώδεκα ναύτες και δυο ναυτόπαιδες. Οι ναύτες κατανέμονταν έτσι ώστε οι έξι εξ αυτών να εκτελούν ανά δυο βάρδιες-φυλακές γέφυρας και οι λοιποί να εργάζονται ως ημερεργάτες-ντεϊμάνηδες, εκτελώντας άπαντες τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό Εργασίας (β.δ. 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960),γενικά καθήκοντα των ναυτών στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία. Το πλοίο «Δ» κατά την προαναφερόμενη χρονική περίοδο εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια προσεγγίζοντας τα ενδιάμεσα λιμάνια των Δωδεκανήσων : κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από Ρόδο ώρα 7.00 με προορισμό το Καστελόριζο από το οποίο αναχωρούσε ώρα 11.00 επιστρέφοντας στη Ρόδο ώρα 14.40 και αναχωρώντας εκ νέου ώρα 16.00 κατέπλεε στην Τήλο, Νίσυρο, Κω, Κάλυμνο από όπου αναχωρούσε ώρα 23.10 με προορισμό την Αστυπάλαια στην οποία κατέπλεε ώρα 1.30 της Τρίτης και συνέχιζε για Πειραιά όπου κατέφθανε ώρα 10.20 της ίδιας ημέρας. Ώρα 15.00 αναχωρούσε για Πάτμο όπου έφθανε ώρα 23.40 και απέπλεε ώρα 23.55 με προορισμό Λειψούς όπου έφθανε ώρα 00.45 της Τετάρτης και συνέχιζε για Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Σύμη και κατέπλεε Ρόδο ώρα 9.40 την ίδια ημέρα και απέπλεε εκ νέου ώρα 15.00 με προορισμό τον Πειραιά στον οποίο κατέπλεε ώρα 9.40 της Πέμπτης αφού προηγουμένως είχε προσεγγίσει αντίστροφα τα ίδια νησιά Σύμη, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Λειψούς και Πάτμο. Την Πέμπτη αναχωρούσε εκ νέου ώρα 15.00 από τον Πειραιά με προορισμό την Κάλυμνο, Κω, Νίσυρο, Τήλο, Σύμη, Ρόδο, Καστελόριζο επιστροφή Ρόδο ώρα 17.40 της Παρασκευής και απόπλου ώρα 19.00 για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 13.10 του Σαββάτου αφού προηγουμένως είχε προσεγγίσει Σύμη, Τήλο, Νίσυρο, Κω και Κάλυμνο. Το Σάββατο το πλοίο αναχωρούσε ώρα 17.00 με προορισμό την Ρόδο όπου κατέφθανε ώρα 11.15 της Κυριακής και αφού προηγουμένως είχε προσεγγίσει την Αστυπάλαια, Κάλυμνο, Κω, Νίσυρο και Τήλο. Στις 18-1-2016 το πλοίο προσέγγισε και την Σύμη πριν την Τήλο και κατέπλευσε στον Πειραιά ώρα 12.30 της επόμενης ημέρας. Στις 19-1-2016 το πλοίο αναχώρησε από Πειραιά ώρα 15.00 μετά την άφιξη στη Ρόδο ώρα 9.40 της Τετάρτης κατέπλευσε στο Καστελόριζο και επέστρεψε Ρόδο ώρα 17.40. Στις 22-1-2016 αναχώρησε από Ρόδο ώρα 19.00 και κατέπλευσε στον Πειραιά ώρα 14.10 της επόμενης ημέρας αφού προσέγγισε επιπλέον και στην Λέρο. Στις 23-1-2016,ημέρα Σάββατο, δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο και το πλοίο απέπλευσε την επόμενη ημέρα 24-1-2016 από τον Πειραιά ώρα 8.00 για Αστυπάλαια, Κάλυμνο, Κω, Νίσυρο, Τήλο και κατέπλευσε στη Ρόδο ώρα 3.45 της Δευτέρας. Την 1-2-2-16 ημέρα Δευτέρα αναχώρησε ώρα 16.00 από Ρόδο και έφθασε Πειραιά ώρα 11.30 της επόμενης ημέρας. Στις 6-2-2016 ημέρα Σάββατο αναχώρησε από Πειραιά ώρα 17.00 και κατέφθασε Ρόδο την επόμενη ημέρα ώρα 12.40. Στις 8.2.2016 ημέρα Δευτέρα το πλοίο αναχώρησε από Ρόδο ώρα 16.00 και κατέπλευσε Πειραιά ώρα 12.20 της επόμενης ημέρας. Από τα ανωτέρω περιγραφόμενα δρομολόγια του πλοίου, που δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη όπως και η ναυτολόγηση του ενάγοντος στο πλοίο της, προκύπτει ότι αυτό πραγματοποιούσε καθημερινά και καθ’ όλο το διάστημα της ναυτολόγησης αυτού πολύωρους πλόες διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα ωρών. Στο διάστημα αυτό ο ενάγων εργαζόταν είτε συμμετέχοντας σε δυο βάρδιες στη γέφυρα οι οποίες ήταν τετράωρες αλλά παρατεινόταν η εργασία του λόγω των συνεχών, διαδοχικών, προσεγγίσεων στις εργασίες των οποίων συμμετείχε όλο το προσωπικό καταστρώματος, ανεξάρτητα του είδους της υπηρεσίας που είχε τη συγκεκριμένη ημέρα, είτε ως ημερεργάτης εργαζόμενος από ώρα 8.00 έως 18.00 συμμετέχοντας στις απαιτούμενες εργασίες για την φόρτωση/εκφόρτωση του πλοίου, ασφαλή πρόσδεση των οχημάτων καθώς και σε εργασίες καθαριότητας και συντήρησης αυτού που εκτελούνταν στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού αντίστοιχα, ήτοι Πειραιά και Ρόδου. Με βάση τα άνω περιγραφόμενα δρομολόγια του πλοίου, την μακρά διάρκεια αυτών, την μεγάλη χωρητικότητα του πλοίου, τον αριθμό των υπηρετούντων ναυτικών, την από μέρους της εναγομένης συνομολόγηση ότι ο ενάγων απασχολείτο μια με δυο ώρες πλέον του νομίμου ωραρίου του, την από μέρους της καταβολή, κατά σταθερό και πάγιο τρόπο, αμοιβής για εργασία τα Σάββατα και τις αργίες καθώς και αμοιβής υπερωριών αποδεικνύεται ότι αυτός εργαζόταν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, υπερωριακά, παρέχοντας εργασία πέραν του νομίμου οκταώρου του τις καθημερινές και Κυριακές διάρκειας τεσσάρων ωρών κατά τις ημέρες αυτές και αντίστοιχη δώδεκα ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Συνεπώς δικαιούται σύμφωνα με τις μη αμφισβητούμενες ως εφαρμοστέες σσνε (άρθρα 11 και 13 αυτών) για α] την υπερωριακή εργασία τις 52 καθημερινές και Κυριακές που απασχολήθηκε πέραν του 8ώρου στο διάστημα από 1-1-2016 έως 3-3-2016: 52 ημέρες χ 4 ώρες χ 8,38 ευρώ ωρομίσθιο απλής υπερωρίας = 1.743,04 ευρώ, β] για την εργασία του τα 10 Σάββατα και αργίες του ίδιου διαστήματος πλην του Σαββάτου 23-1-2016 κατά το οποίο το πλοίο παρέμεινε στον Πειραιά: 10 ημέρες χ 12 ώρες χ 10,05 ευρώ ωρομίσθιο αυξημένης υπερωρίας = 1.206 ευρώ, συνολικά δικαιούται 2.949,4 ευρώ έχει δε λάβει για τις άνω αιτίες το ποσό των 1.904,2 ευρώ σύμφωνα με τις μη αμφισβητούμενες αποδείξεις πληρωμής και επομένως απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 1.044,84 ευρώ.
ΙΙΙ. Στη συνέχεια ο ενάγων με νέα, έγγραφη, σύμβαση ναυτικής εργασίας που κατάρτισε στις 2-4-2016 στον Πειραιά με την εναγομένη, ναυτολογήθηκε με την ίδια ειδικότητα στο ε/γ-ο/γ πλοίο της «BSN», 5.650 κ.ο.χ. και παρέμεινε σ’ αυτό εργαζόμενος μέχρι τη λήξη της σύμβασής του, στις 27-12-2017 κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας με τον πλοίαρχο. Κατά την δεύτερη αυτή ναυτολόγησή του, ο ενάγων δεν απασχολήθηκε στο πλοίο λόγω της άδειας που έλαβε στα διαστήματα από 21-6-2016 έως 19-7-2016, από 3-1-2017 έως 1-2-2017 και από 1-8-2017 έως 14-9-2017. Κατά δε το χρονικό διάστημα από 24-4-2016 έως 22-5-2016, από 17-5-2017 έως 22-5-2017 δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια όπως και στις 23-9-2016, 25-12-2016, 1-1-2017, 16-4-2017, 15-6-2017 και 25-12-2017, ενώ τα δρομολόγια που εκτέλεσε το πλοίο κατά τη δεύτερη ναυτολόγηση του ενάγοντος είναι τα πιο κάτω περιγραφόμενα, ο δε τρόπος εργασίας αυτού παρέμενε ίδιος με εκείνον κατά τη ναυτολόγησή του στο πλοίο «Δ», όπως περιγράφεται ανωτέρω (με στοιχ. ΙΙ).: Συγκεκριμένα ….. Με βάση τα ίδια όπως και άνω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, ήτοι τους καθημερινούς και πολύωρους πλόες του πλοίου «BSN», τη χωρητικότητα αυτού, τις συνεχείς προσεγγίσεις και αναχωρήσεις στους ενδιάμεσους προορισμούς, η πλειοψηφία των οποίων αφορούσε μικρά νησιά με μικρό αριθμό μεταφερόμενων επιβατών και οχημάτων, την ναυτολόγηση του προβλεπόμενου στην οργανική σύνθεση του πλοίου αριθμού μελών του κατώτερου καταστρώματος ήτοι εννέα ναυτών και δυο ναυτόπαιδων καθώς και τα καθήκοντα που εκτελούσε ο ενάγων, απασχολούμενος με τον ίδιο τρόπο που εργαζόταν και στο προηγούμενο πλοίο και αναλύθηκε ανωτέρω, είτε στη φυλακή γέφυρας είτε ως ημερεργάτης, ενώ όταν ειδικότερα εκτελούσε βάρδια στη γέφυρα συμμετείχε και στις εργασίες απόπλου και κατάπλου του πλοίου ώστε η εργασία του να παρατείνεται και πέραν της τετράωρης διάρκειας της αντίστοιχης βάρδιας, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός εργαζόταν υπερωριακά απασχολούμενος και κατά την ένδικη ναυτολόγησή του στο άνω πλοίο τέσσερις ώρες πλέον του καθημερινού οκταώρου του ενώ δεν υπερέβαινε αυτό κατά τα χρονικά διαστήματα που παρέμεινε εκτός πλόων. Με δεδομένο ότι η εναγομένη δεν αρνείται και δεν αμφισβητεί τα ένδικα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο (δεύτερο) πλοίο της, ο ενάγων δικαιούται α] για 404 καθημερινές ημέρες και Κυριακές χ 4 ώρες χ 8,38 ευρώ ωρομίσθιο απλής υπερωρίας = 13.542,08 ευρώ β] για 69 Σάββατα και 16 αργίες χ 12 ώρες χ 10,04 ευρώ ωρομίσθιο αυξημένης υπερωρίας = 10.251 ευρώ και για 5 Σάββατα και 6 αργίες χ 8 ώρες χ 10,05 ευρώ = 884,4 ευρώ και συνολικά 11.135,4 ευρώ και για όλο το επίδικο διάστημα 24.677,48. Σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής ο ενάγων έχει λάβει για τις ανωτέρω αιτίες συνολικά κατά τα άνω αναφερόμενα διαστήματα το ποσό των 6.794,46 ευρώ για το έτος 2016 και το ποσό των 8.343,5 ευρώ για το έτος 2017 και επομένως απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 9.539,52 ευρώ (24.677,48- [6.794,46+ 8.343,5]).
IV. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Ωστόσο, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από εκείνους της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Αυτό μάλιστα ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται στο ναυτικό, κατά τρόπο τακτικό και πάγιο, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία σσνε μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο αυτό ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελεύθερα ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Το εν λόγω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες σσνε αποδοχές μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο συμφωνηθεί ειδικά και ορισμένα, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων και κατά το δεύτερο σκέλος αυτού παραπονείται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τον ισχυρισμό της εναγομένης να καταλογιστούν στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής που δικαιούται τα καταβληθέντα στον ίδιο ποσά ως «έκτακτες αμοιβές». Σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από 20-9-2015, από 2-4-2016 και από 2-2-2017 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε η καταβολή στον ενάγοντα ναυτικό κλειστού μισθού 3.117,21 ευρώ στην πρώτη και 3.013,67 στις λοιπές δυο και περαιτέρω υπό τον τίτλο «συμπληρωματικοί όροι που περιλαμβάνονται όπως τυχόν συμφωνήθηκαν από τα μέρη » ότι κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής που αφορούν το επίδικο χρονικό διάστημα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κάθε μήνα αμοιβή για εργασία τα Σάββατα και αργίες καθώς και αμοιβή υπερωριών ενώ κατέβαλε επίσης κάθε μήνα ένα πολύ μικρότερο ποσό υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές». Όμως, σύμφωνα και πάλι με όσα αναλύθηκαν παραπάνω, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό και αυτό διότι δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας και επομένως δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Αντίθετα, η διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας είναι αόριστη και δεν μπορεί να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί αν στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ 465/2009). Περαιτέρω η εναγομένη παραπονείται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της για την απόρριψη από την εκκαλουμένη του ισχυρισμού της περί καταλογισμού των αμοιβών που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα ως «ρολόγια ναυτών» με τις αξιώσεις του για αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του. Από την εκτίμηση των ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων και ενόρκων βεβαιώσεων σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύεται ότι η εν λόγω χρηματική παροχή για «ρολόγια» καταβλήθηκε για συγκεκριμένη αιτία, δηλαδή για την αντίστοιχη εργασία πυρασφάλειας του εν λόγω πλοίου που πραγματοποίησε ο ενάγων και ουδόλως συνδέεται με την παροχή υπερωριακής εργασίας, αντίθετα έχει το χαρακτήρα αμοιβής για πρόσθετη εργασία, που η καταβολή της είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ως ειδικότερη ρύθμιση της συμφωνίας για τις αποδοχές του ενάγοντος (άρθρο 659 Α.Κ., ΑΠ 18/2011 ΕλλΔνη 2011.1595, ΑΠ 1062/2001 ΕλλΔνη 2003.453, ΕφΠειρ 618/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται να λάβει για την υπερωριακή του απασχόληση κατά την ναυτολόγησή του στα πλοία της εναγομένης το συνολικό ποσό των 9.539,52 + 1.044,84 = 10.584,36 ευρώ. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τον άνω ισχυρισμό της εναγομένης και καταλόγισε τις έκτακτες αμοιβές στις αμοιβές για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις και θα πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος κατά το πρώτο σκέλος του που αφορά τον αριθμό των ωρών υπερωριακής εργασίας να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος και κατά το δεύτερο σκέλος του να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος.
V. Από τη διάταξη του άρθρου 14 των εφαρμοστέων Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14-12-1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ B 1/07-01-1982) προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, 160/2014, 36/2014, 71/2014, όλες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 των οικείων σσνε, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες), χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015, 647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Περαιτέρω όσον αφορά το επίδομα έχμασης αυτό αποτελεί πρόσθετη αμοιβή προβλεπόμενη από τις ανωτέρω σσνε (άρθρο 30) ειδικά για το κατώτερο προσωπικό του καταστρώματος που απασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, όπως ο ενάγων, το οποίο υπολογίζεται και καταβάλλεται στους δικαιούχους αναλογικά κατά μήνα. Έτσι με βάση τα αναλυθέντα ανωτέρω, στις αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό των δώρων εορτών και της αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές δεν θα συνυπολογιστεί το επίδομα ιματισμού, όπως βάσιμα ισχυρίζεται με τον έκτο λόγο της έφεσής της η εναγομένη, ενώ το καταβαλλόμενο κάθε μήνα αλλά όχι κατά σταθερό ύψος ποσού, επίδομα έχμασης όπως ομοίως βάσιμα ισχυρίζεται με τον ίδιο λόγο της έφεσής της η εναγομένη θα υπολογιστεί κατά μέσο όρο. Επιπλέον θα συνυπολογιστούν στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος το καταβαλλόμενο μηνιαίως επίδομα με την ένδειξη «ρολόγια ναυτικών» μόνο για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πρώτο πλοίο ενώ το επίδομα με την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές» θα συνυπολογιστεί και για τα δυο ένδικα διαστήματα καθώς από τις ίδιες αποδείξεις αποδεικνύεται ότι και αυτό καταβαλλόταν κατά τρόπο πάγιο, κάθε μήνα καθ’ όλο τον ένδικο χρόνο, ωστόσο αμφότερα θα συνυπολογιστούν κατά μέσο όρο αφού δεν καταβαλλόταν κάθε μήνα το ίδιο ποσό στον ενάγοντα, γενόμενου μερικά δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του με στοιχ. Γ λόγου της έφεσής του με την οποία παραπονείται για τον μη συνυπολογισμό των εν λόγω επιδομάτων. Με βάση όλα τα παραπάνω και το αίτημα της αγωγής (άρθρο 106 ΚΠολΔ) οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τη ναυτολόγησή του στο «Δ» διαμορφώνονται ως εξής: 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,3 ευρώ αντίτιμο τροφής + 452,05 ευρώ αποζημίωση άδειας όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους + 81,05 ευρώ επίδομα άγονης γραμμής το οποίο επίσης δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους + 1.426,95 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας (2.949,04 ευρώ το ποσό που δικαιούται :62 ημέρες χ 30 ημέρες) + 123,47 ευρώ μέσος όρος «ρολογιών ναυτών» που καταβλήθηκαν στις 62 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησης στο πλοίο + 245 ευρώ μέσος όρος επιδόματος έχμασης + 59,34 ευρώ έκτακτες εργασίες = 4.412,13 ευρώ , και τα ποσά για τα δώρα εορτών που δικαιούται ως ακολούθως: Α] δώρο Πάσχα 2016: διάρκεια εργασιακής σχέσης (στο διάστημα από 1-1-2016 έως 30-4-2016:) = 62 ημέρες. Τακτικά καταβαλλόμενες αποδοχές 4.412,13 ευρώ : 2 :15 χ (62 ημέρες : 8=)7,75 = 1.139,80 ευρώ το ποσό που δικαιούται από το οποίο μετά την αφαίρεση του συνομολογούμενου ως καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού 600,04 ευρώ, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο: 539,76 ευρώ. Β] Περαιτέρω για τον υπολογισμό των ποσών που δικαιούνται ο ενάγων ως δώρα εορτών έτους 2016 και 2017 κατά τη ναυτολόγησή του στο πλοίο «BSN» θα εξευρεθούν οι μηνιαίες αποδοχές που του καταβάλλονταν κατά τρόπο πάγιο και σταθερό την 15 ημέρα πριν το Πάσχα και τη 10η Δεκεμβρίου αντίστοιχα κατά τα έτη 2016 και 2017 σύμφωνα με όσα και ο ίδιος ο ενάγων ζητά με την αγωγή του και δεν αμφισβητούνται. Έτσι οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος διαμορφώνονται σύμφωνα και με τα ποσά που ο ίδιος ζητά με την αγωγή του (άρθρο 106 ΚΠολΔ) ως εξής: 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,3 ευρώ αντίτιμο τροφής + 452,05 ευρώ αποζημίωση άδειας όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους + 81,05 ευρώ επίδομα άγονης γραμμής το οποίο επίσης δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους + 1.412,83 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας (24.677,48 ευρώ το ποσό που δικαιούται για το σύνολο της ναυτολόγησης του για 524 ημέρες στο δεύτερο πλοίο χ 30 ημέρες) + 330,34 ευρώ μέσος όρος επιδόματος έχμασης σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής + 77,33 ευρώ μέσος όρος έκτακτων αμοιβών σύμφωνα ομοίως με το αίτημα της αγωγής = 4.377,87 ευρώ ανέρχονταν οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος στη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο δεύτερο πλοίο. Επομένως δικαιούται α] δώρο Πάσχα 2016 διάρκεια εργασιακής σχέσης από 3-4-2016 έως 30-4-2016 = 27 : 8 χ (4.377,87 ευρώ :2:15)= 491,78 ευρώ β] δώρο Χριστουγέννων 2016 διάρκεια της εργασιακής του σχέσης από 1-5-2016 έως 31-12-2016 = 215 ημέρες : 19 χ (4.377,88:2/25) = 3.961,10 ευρώ. γ] δώρο Πάσχα 2017 διάρκεια εργασιακής σχέσης 1 ως 2-1-2017 και 2-2-2017 έως 30-4-2017 = 89 ημέρες : 8 χ (4.377,88 : 2 : 15) = 1.622,73 ευρώ. δ] δώρο Χριστουγέννων 2017 διάρκεια εργασιακής σχέσης από 1-5-2017 έως 27-12-2017 = 119 ημέρες : 19 χ (4.377,88 : 2/25) = 2.192,44 ευρώ. Ο ενάγων, αντίστοιχα, έχει λάβει τα ποσά των 279,26, 1.983,41, 812,68 και 1.868,48 ευρώ και επομένως απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο (αντίστοιχα) 212,52 ευρώ για δώρο Πάσχα 2016, 1.977,69 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων 2016, 810,05 ευρώ για δώρο Πάσχα 2017 και 323,95 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων 2017.
VΙ. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές και το ύψος των αποδοχών που έλαβε υπόψη του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για να του επιδικάσει το αντίστοιχο επίδομα ενώ η εναγομένη παραπονείται με τον έβδομο λόγο ισχυριζόμενη ότι το Δικαστήριο αυτό εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και επιδίκασε αμοιβή για την εν λόγω αιτία αφού το πλοίο της είναι ημερόπλοιο ενώ εσφαλμένα υπολόγισε τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος τις οποίες έλαβε υπόψη για τον καθορισμό του επιδικασθέντος ποσού. Σύμφωνα με το άρθρο 33 των εφαρμοστέων σσνε η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο. 2. Αν κατ΄ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του ν. 2932/2001 ή του Κ.Δ.Ν.Δ. η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου. 3. Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επομένη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξη (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. 4. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. 5. Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλ. 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. 7. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπομένης από το παραπάνω εδάφιο β.» Σύμφωνα επομένως με τις διατάξεις 1, 3, 4 και 7 δρομολόγια εξπρές θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωση πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Τα δρομολόγια αυτά, σε αντίθεση με εκείνα που προβλέπονται από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 33 των ως άνω σσνε που είναι ειδική σε σχέση προς την ως άνω διάταξη της παραγράφου 3 που είναι γενική, αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας γι` αυτό και προβλέπεται πρόσθετη αμοιβή για όλα τα εξπρές δρομολόγια. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρα δεν είναι η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για τον χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεση του (Εφ.Πειρ.111/2007 δημ. τνπ ΝΟΜΟΣ, 855/2002 αδημ., ΕΠ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, Εφ.Πειρ. 1056/2000 αδημ., Εφ.Πειρ. 471/2000 αδημ.). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή πριν τη συμπλήρωση 6 ωρών από την άφιξη στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται με τον αριθμό 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα υπολογιζόμενη εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδίου (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα προορισμού και επιστροφής στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών με το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ενδιαφερομένου, το 1/2 του ποσού αυτού αν η διάρκεια αυτή είναι από 6 έως 12 ώρες και το 1/4 αυτού αν η εν λόγω διάρκεια είναι μικρότερη από 6 ώρες (ΕφΠειρ. 855/2002 αδημ., ΕφΠειρ. 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμημ. Εφετ. Πειραιά 1996-97 σελ. 27, ΕφΠειρ. 20/1999 αδημ., ΕφΠειρ. 953/1998 αδημ.). Αντίθετα κατά τη διάταξη της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου της ως άνω σσνε, που ως προελέχθη είναι ειδικότερη της διάταξης της παραγράφου 3 με αποτέλεσμα να κατισχύει της παραγράφου αυτής, στις περιπτώσεις επιβατηγών ακτοπλοϊκών που έχουν τακτικές σε καθημερινή βάση αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, δηλαδή αναχωρήσεις τουλάχιστον τις έξι ημέρες της εβδομάδας προβλέπεται ειδικός τρόπος υπολογισμού της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση των δρομολογίων αυτών ο οποίος συνίσταται στο ότι ο αριθμός των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται αυτή ισούται με τον αριθμό των πέρα των πέντε πραγματοποιούμενων δρομολογίων εβδομαδιαία. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινά περισσότερα από πέντε (τουλάχιστον έξι) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας έξι ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παράγραφο 4 αλλά όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου 33 της ως άνω ΣΑΝΕ (ΜονΕφΠειρ 630/2014 δημ τνπ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω στις άνω αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζεται η πρόσθετη αμοιβή των εν λόγω δρομολογίων, συμπεριλαμβάνεται, όπως και στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κάθε παροχή καταβαλλόμενη πάγια και σταθερά ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά, κάθε μήνα ή, κατ’ επανάληψη, περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004.214, ΕΠ 284/2020, 200/2016, 117/2016, 442/2015, 23/2014, 618/2014 δημοσ στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας με το αντίτιμο τροφής και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (ΕΠ. 265/2016 και 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕΠ 231/2013, Ε.Ν.Δ. 2013. 220, ΕΠ 377/2011, Ε.Ν.Δ. 2011. 262, ΤριμΕΠ 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων παραπονείται με τον τελευταίο λόγο της έφεσής του για τις αποδοχές που έλαβε ως βάση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και υπολόγισε την αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές χωρίς να βάλει κατά του αριθμού των πραγματοποιηθέντων δρομολογίων, η δε εναγομένη, αντίστοιχα, παραπονείται για τον συνυπολογισμό μέσου όρου αμοιβής υπερωριακής εργασίας 12 ωρών καθημερινά που λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό της αμοιβής των εν λόγω δρομολογίων, του επιδόματος αδείας και επιδόματος ιματισμού καθώς και των αμοιβών για έχμαση οχημάτων και τέλος για τον υπολογισμό των δρομολογίων του «BSN»με βάση τις παραγρ. 5 και 7 του άρθρου 33 της σσνε. Σύμφωνα με όσα αναλύθηκαν παραπάνω οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για την εξεύρεση της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές είναι οι πάγιες και τακτικά καταβαλλόμενες αποδοχές στο ναυτικό κάθε μήνα και είναι όσες λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών, συγκεκριμένα πέραν των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών είναι ο μέσος όρος της υπερωριακής εργασίας του ναυτικού, το αντίτιμο τροφής, είτε καταβάλλεται αυτούσιο είτε σε χρήμα, ομοίως η αποζημίωση αδείας και τα πάγια και τακτικά καταβαλλόμενα σ’ αυτόν επιδόματα επιδόματα καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του ανεξάρτητα αν αυτά κυμαίνονταν μόνο ως προς το ύψος τους. Επομένως και με δεδομένο ότι τα πλοία της εναγομένης είχαν καθημερινές αναχωρήσεις από τα λιμάνια αφετηρίας και εκτελούσαν κάθε εβδομάδα τουλάχιστον έξι πλόες διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών, περιστατικά τα οποία δεν αμφισβητεί η εναγομένη, δηλαδή τον αριθμό και το είδος των δρομολογίων που εκτελούσε το πλοίο, ορθά η εκκαλουμένη υπολόγισε την αμοιβή των δρομολογίων αυτών που εκτελούσε το πλοίο «BSN» σύμφωνα με τις παραγράφους 7 και 5 του άρθρου 33 των οικείων σανέ, εσφαλμένα ωστόσο συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού. Ειδικότερα α] οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «Δ» για το οποίο δεν προσβάλλεται ο τρόπος υπολογισμού των δρομολογίων εξπρές που πραγματοποίησε παρά μόνο το είδος και το ύψος των αποδοχών ανέρχονται σε 4.412,13 ευρώ (όπως υπολογίστηκαν στην παράγραφο που αφορά τα δώρα εορτών) επομένως δικαιούται για 39,87 ώρες πρόωρης αναχώρησης : 8 = 4,98 δρομολόγια χ 4.412,13/30 = 732,41 ευρώ μετά δεν την αφαίρεση του ποσού των 274,32 ευρώ που έχει λάβει απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 458,09 ευρώ. β] οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τη ναυτολόγησή του στο δεύτερο πλοίο ανέρχονται σε 4.377,87 ευρώ και επομένως αυτός δικαιούται για 120,61 συνολικά δρομολόγια εξπρές [24 εξπρές δρομολόγια κατά τα διαστήματα από 31-10-2016 έως 18-12-2016, από 6-2-2017 έως 23-6-2017, από 22-5-2017 έως 4-6-2017 και από 30-10-2017 έως 24-12-2017 οπότε πραγματοποιούσε 6 κυκλικά δρομολόγια εκ των οποίων το ένα θεωρείται εξπρές , 58 εξπρές δρομολόγια κατά τα διαστήματα από 3-4-2016 έως 23-4-2016, από 23-5-2016 έως 20-6-2016,από 15-8-2016 έως 18-9-2016, από 26-9-2016 έως 30-10-2016, από 27-3-2017 έως 2-4-2017, από 17-4-2017 έως 23-4-2017, από 1-5-2017 έως 7-5-2017, από 5-6-2017 έως 11-6-2017, από 26-6-2017 έως 9-7-2017 και από 18-9-2017 έως 29-10-2017 κατά τα οποία πραγματοποιούνταν επτά κυκλικά δρομολόγια εκ των οποίων τα δυο θεωρούνται εξπρές, 29,61 δρομολόγια εξπρές κατά τα διαστήματα από 20-7-2016 έως 14-8-2016,από 24-4-2017 έως 30-4-2017, από 12-6-2017 έως 25-6-2017, από 10-7-2017 έως 31-7-2017 κατά τα οποία εκτελούνταν οκτώ κυκλικά δρομολόγια (3 χ 9,87 εβδομάδες), 4 εξπρές δρομολόγια από 3-4-2017 έως 9-4-2017 οπότε πραγματοποιήθηκαν 9 κυκλικά δρομολόγια, 5 δρομολόγια εξπρές το διάστημα από 10-4-2017 έως 16-4-2017 οπότε εκτελέστηκαν δέκα κυκλικά δρομολόγια) δικαιούται 120,61 χ 4.412,13/30 = 17.738, 23 ευρώ. Τέλος για το χρονικό διάστημα 19-9-2016 έως 25-9-2016, 19-12-2016 έως 1-1-2017, από 30-1-2017 έως 5-2-2017,από 8-5-2017 έως 21-5-2017, από 11-9-2017 έως 17-9-2017 και από 25-12-2017 έως 31-12-2017 κατά τα οποία δεν υπερέβη τα πέντε κυκλικά δρομολόγια δικαιούται για 66,32 ώρες πρόωρης αναχώρησης 4.412,13 : 30 χ 66,32/8= 1.219,21 ευρώ και συνολικά για την αιτία αυτή 18.957,21 ευρώ και απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο μετά την καταβολή του συνομολογούμενου ποσού των 11.987,38 ευρώ για την αιτία αυτή 6.969,83 ευρώ.
VΙI. Σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ. για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν, κατά νόμο, την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί, εύλογα, στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001 Δνη 2001/382). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Ανεξάρτητα ωστόσο από τα ανωτέρω θα πρέπει να επισημανθεί ότι από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, όπως επανειλημμένα και σταθερά έχει νομολογηθεί, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ αυτού επομένως, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημόσιας τάξης άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 Α.Κ. καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Άλλωστε, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ 48/2021 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 397/2020, αδημ.). Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα εταιρία επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθεί, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων δημιουργώντας με τη συμπεριφορά του την εύλογη πεποίθηση στην ίδια ότι δεν υφίστανται και δεν θα ασκήσει απαιτήσεις όπως οι ένδικες. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Όμως και αν ακόμα γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να συγκροτήσουν, σύμφωνα με το νόμο, το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος ναυτικού συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει τον ένδικο ισχυρισμό της εναγομένης περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του ίδιου σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, εφόσον τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και στη συνέχεια εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Ούτε τέλος υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα μπορεί μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, ο άνω ερευνώμενος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά συνέπεια όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, ακολούθως, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (9.539,52) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης στο πλοίο «BSN» νομιμοτόκως από την επομένη της λύσης της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος, ήτοι από 28-12-2017 που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα μέχρι την εξόφληση, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα έξι ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (12.336,73 : 1.044,84 + 458,09 + 539,76 + 212,52 + 1.977,69 + 810,05 + 323,95 + 6.969,83) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της δεύτερης σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος (28-12-2017) που ομοίως αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα καταβολής και μέχρι την πλήρη εξόφληση πλην του μερικότερου ποσού των 2.042,69 ευρώ που αφορά την πρώτη σύμβαση ναυτολόγησής του στο πλοίο «Δ» και φέρει νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης αυτής (4-3-2016) μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, την από 24-2-2021 και με αριθμό κατάθεσης ……./24-2-2021 έφεση του ενάγοντος και την από 25-2-2021 και με αριθμό κατάθεσης ………../25-2-2021 έφεση της εναγόμενης εταιρίας, κατά της 183/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ίδια διαδικασία την από 28-12-2017 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή κατ’ ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατά ένα μέρος.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και πενήντα δυο λεπτών (9.539,52), με το νόμιμο τόκο από τις 28-12-2017 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα έξι ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (12.336,73), με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως άνω αφετήριο χρονικό σημείο, πλην του ποσού των δυο χιλιάδων σαράντα δυο ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (2.042,69) με το νόμιμο τόκο από 4-3-2016 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ