Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 288/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης      288/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ναυτικής εταιρίας …………., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος, Νικόλαος Κουντούρης.

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος, Ελένη Καλογιάννη- Κοντοσέα.

Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/7.11.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2536/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία, με την από 21.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/30.9.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/6.10.2020 έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 14.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../23.10.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/23.10.2020 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την  δικάσιμο στις 18.2.2021, κατά την οποία ματαιώθηκαν, λόγω της επιβολής του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την διασπορά του κορωνοϊού. Ήδη επανεισήχθησαν για συζήτηση αυτεπάγγελτα με την υπ’αριθμ.88/2021 πράξη της Προέδρου του Ναυτικού Τμήματος του Δικαστηρίου, για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 21.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/30.9.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/6.10.2020 και β) από 14.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../23.10.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/23.10.2020 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας στον Πειραιά νομίμως εκπροσωπουμένης ναυτικής εταιρείας  με την επωνυμία «………………» και αφετέρου του ……………, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.2536/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 31.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/7.11.2018 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της εναγομένης, στις 28.9.2020, στην πληρεξούσια δικηγόρο, ως αντίκλητο, του ενάγοντος – εκκαλούντος, συντασσομένης της υπ’αριθμ……………/28.9.2020 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιά, ………., που προσκομίζεται με επίκληση από την εναγομένη-εκκαλούσα, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων της έφεσης κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 30.9.2020 και 23.10.2020 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 31.10.2018 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «ΑΠ», πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους πλόες, όπως αναλυτικά παρατίθενται στους πίνακες, που περιέχονται στο δικόγραφο, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και σύμφωνα με τους όρους αυτής και ότι στις 19.8.2017, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, υπέστη σοβαρό ατύχημα, υπό τις συνθήκες που επαρκώς περιγράφονται, με συνέπεια να απολυθεί γι’αυτόν τον λόγο στις 20.8.2017 και εξαιτίας του τραυματισμού του να παραμείνει πλήρως ανίκανος για εργασία μέχρι τις 9.11.2017, ενώ δεν του καταβλήθηκαν οι μισθοί ασθενείας, που δικαιούνταν για το διάστημα αυτό, μήτε η προβλεπόμενη αποζημίωση, λόγω της πρόσκαιρης πλήρους ανικανότητας του προς εργασία, που προκλήθηκε από το εν λόγω ατύχημα. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι, κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, τουλάχιστον επί 14 ώρες, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά, που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων  2017. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 21.859,05 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων διακοσίων δεκατριών ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (12.213,72) για τις προαναφερθείσες αιτίες, νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως.

III. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2016» και της υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργικής απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2017», που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις  ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακα αμοιβών και τις σχετικές διατάξεις, περί των αποδοχών ναύτη, ορίζονται τα ακόλουθα : Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 1.157,99 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 254,76 ευρώ και συνολικά  στο ποσό των 1.412,75 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,21 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  στο ποσό των 35,22  ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το επίδομα ιματισμού σε 56,50 ευρώ (άρθρο 5) και οι αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας σε 417,13 ευρώ, ήτοι [(1.157,99 + 254,76) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6 αρ.3, προκειμένου περί ναύτη, η υπερωρία ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,38 € (με προσαύξηση 25%) και 10,05 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι οι ως άνω Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας προβλέπουν στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 626/2014, ΕφΠειρ 630/2014, ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

IV. Από την υπ’αριθμ…………/14.2.2020 ένορκη βεβαίωση του …………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Ιστιαίας, . …….., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγόμενης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ……/11.2.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………), τις υπ’αριθμ… και …./18.9.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και ……… αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ. ……/13.9.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης -εκκαλούσας – εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον Πειραιά, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «ΑΠ», με αριθμό νηολογίου …., κ.ο.χ. 947,99 και IMΟ ……. και του ενάγοντος, ………, απογεγραμμένου ναυτικού, ήδη εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, αυτός ναυτολογήθηκε στον Πειραιά με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο, αντί των προβλεπομένων αποδοχών και σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και παρείχε τις υπηρεσίες του από 31.3.2017 έως 20.8.2017, που απολύθηκε στην Ραφήνα, λόγω τραυματισμού του εντός του πλοίου. Ειδικότερα, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθμιζε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016), δεδομένου ότι η μεταγενέστερη από 17.11.2017 ΣΣΝΕ του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017), αν και αναγράφεται ότι αυτή έχει ισχύ από την 1.1.2017, δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που την κύρωσε, ήτοι από 17.11.2017, διότι η κανονιστική αυτή διοικητική πράξη (Υ.Α.) δεν μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895).

Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της, ως άνω, ναυτολογήσεως του ενάγοντος, αφενός κατά την χρονική περίοδο από 31.3.2017 μέχρι και τις 7.4.2017, το εν λόγω πλοίο είχε διακόψει τους πλόες, διότι εκτελούνταν εργασίες επισκευής και συντήρησης του, ο δε ενάγων απασχολούνταν με τα συναφή με την ειδικότητα του καθήκοντα, από τις 8.00 π.μ. έως τις 17.00μ.μ. καθημερινά, ήτοι επί εννέα ώρες ημερησίως. Αφετέρου, κατά το χρονικό διάστημα από 8.4.2017 μέχρι την απόλυση του στις 20.8.2017, το εν λόγω πλοίο, μεταφορικής ικανότητας 1.127 επιβατών και 240 ΙΧ αυτοκινήτων ή 70 ΙΧ και 45 φορτηγών, εκτελούσε ακτοπλοϊκά, κυρίως κυκλικά, δρομολόγια, από το λιμάνι της Ραφήνας προς ορισμένα νησιά των Κυκλάδων. Ειδικότερα, κατά το επίδικο αυτό χρονικό διάστημα, με εξαίρεση τις παρακάτω σημειούμενες διαφοροποιήσεις, το πλοίο εκτελούσε βασικά τα ακόλουθα δρομολόγια εβδομαδιαίως, όπως αυτά εκτίθενται στους αντίστοιχους πίνακες, ως προς έκαστο αναφερόμενο χρονικό διάστημα, την αντίστοιχη ημέρα της εβδομάδας, το εκάστοτε λιμάνι προσέγγισης και τον χρόνο άφιξης και αναχώρησης αντίστοιχα και συγκεκριμένα:

 

                    1. Από 8.4.2017 έως 5.6.2017      
ΔΕΥΤΕΡΑ-ΤΡΙΤΗ-ΤΕΤΑΡΤΗ-ΠΕΜΠΤΗ-ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ   ΣΑΒΒΑΤΟ – ΚΥΡΙΑΚΗ  
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
ΡΑΦΗΝΑ   8.05 ΡΑΦΗΝΑ   8.05
ΤΗΝΟΣ 11.20 11.30 ΤΗΝΟΣ 11.20 11.30
ΜΥΚΟΝΟΣ 12.00 12.30 ΜΥΚΟΝΟΣ 12.00 12.30
ΝΑΞΟΣ 13.50 15.00 ΝΑΞΟΣ 13.50 15.30
ΜΥΚΟΝΟΣ 16.15 16.30 ΜΥΚΟΝΟΣ 16.45 17.00
ΤΗΝΟΣ 17.05 17.30 ΤΗΝΟΣ 17.35 18.00
ΡΑΦΗΝΑ 20.50     ΡΑΦΗΝΑ 21.20  

 

  2. ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΑΣΧΑ 2017  
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ 15.4.2017 ΔΕΥΤΕΡΑ 17.4.2017 ΤΡΙΤΗ 18.4.2017
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ
ΡΑΦΗΝΑ   8.05 ΡΑΦΗΝΑ   7.25 ΡΑΦΗΝΑ   7.25
ΤΗΝΟΣ 11.25 11.40 ΑΝΔΡΟΣ 9.20 9.30 ΑΝΔΡΟΣ 9.20 9.30
ΜΥΚΟΝΟΣ 12.15 12.30 ΤΗΝΟΣ 11.00 11.10 ΤΗΝΟΣ 11.00 11.10
ΝΑΞΟΣ 13.45 14.30 ΜΥΚΟΝΟΣ 11.45 12.00 ΜΥΚΟΝΟΣ 11.45 12.00
ΜΥΚΟΝΟΣ 15.45 16.00 ΝΑΞΟΣ 13.15 15.30 ΝΑΞΟΣ 13.15 15.00
ΤΗΝΟΣ 16.35 17.00 ΜΥΚΟΝΟΣ 16.45 17.00 ΜΥΚΟΝΟΣ 16.15 16.30
ΑΝΔΡΟΣ 18.30 19.00 ΤΗΝΟΣ 17.35 18.00 ΡΑΦΗΝΑ 20.20 21.30
ΡΑΦΗΝΑ 21.00   ΡΑΦΗΝΑ 21.20        

 

                                          3. ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ 2017  
              ΚΥΡΙΑΚΗ 30.4.2017                   ΔΕΥΤΕΡΑ 1.5.2017  
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ  
ΡΑΦΗΝΑ   08.05        
ΤΗΝΟΣ 11.20 11.30        
ΜΥΚΟΝΟΣ 12.00 12.30 ΤΗΝΟΣ   11.30  
ΝΑΞΟΣ 13.45 15.30 ΜΥΚΟΝΟΣ 12.00 12.30  
ΜΥΚΟΝΟΣ 16.45 17.00 ΝΑΞΟΣ 13.45 15.30
ΤΗΝΟΣ 17.35 18.00 ΜΥΚΟΝΟΣ 16.45 17.00
ΑΝΔΡΟΣ 18.30 19.00 ΤΗΝΟΣ 17.35 18.00
ΡΑΦΗΝΑ 21.00 21.45 ΡΑΦΗΝΑ 21.20  
ΤΗΝΟΣ 01.00        
  4. ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ 6.6.17 – 20.8.17  
                ΔΕΥΤΕΡΑ         ΤΡΙΤΗ – ΤΕΤΑΡΤΗ      ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ
ΡΑΦΗΝΑ   8.05 ΡΑΦΗΝΑ   7.25 ΡΑΦΗΝΑ   7.25
ΑΝΔΡΟΣ      10.00 10.15 ΤΗΝΟΣ      10.40 10.55 ΤΗΝΟΣ      10.40 10.55
ΤΗΝΟΣ 11.45 12.00  ΜΥΚΟΝΟΣ 11.30 12.15  ΜΥΚΟΝΟΣ 11.30 12.15
ΜΥΚΟΝΟΣ 12.30 13.00 ΤΗΝΟΣ 12.45 13.00    ΤΗΝΟΣ 12.45 13.00
ΝΑΞΟΣ 14.15 14.45 ΡΑΦΗΝΑ 16.20 17.30    ΡΑΦΗΝΑ 16.20 17.30
ΜΥΚΟΝΟΣ 16.00 16.15 ΑΝΔΡΟΣ 19.30 19.40  ΑΝΔΡΟΣ 19.30 19.40
ΤΗΝΟΣ 16.45 17.00   ΤΗΝΟΣ 21.15 21.30   ΤΗΝΟΣ 21.15 21.30
  ΡΑΦΗΝΑ 20.20   ΜΥΚΟΝΟΣ 22.05 22.30 ΜΥΚΟΝΟΣ 22.05 22.30
      ΡΑΦΗΝΑ 02.15        ΡΑΦΗΝΑ      02.15  
     
                ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ                ΣΑΒΒΑΤΟ                ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ
ΡΑΦΗΝΑ   8.05 ΡΑΦΗΝΑ   7.25 ΡΑΦΗΝΑ   7.25
ΑΝΔΡΟΣ      10.00 10.15 ΤΗΝΟΣ    10.40 10.55 ΤΗΝΟΣ      10.40 10.55
 ΤΗΝΟΣ 11.45 12.00  ΜΥΚΟΝΟΣ 11.30 12.15  ΜΥΚΟΝΟΣ 11.30 12.00
ΜΥΚΟΝΟΣ 12.30 13.00 ΤΗΝΟΣ 12.45 13.00    ΝΑΞΟΣ 13.15 15.30
ΝΑΞΟΣ 14.15 14.45 ΡΑΦΗΝΑ 16.20 17.30    ΜΥΚΟΝΟΣ 16.45 17.00
 ΜΥΚΟΝΟΣ 16.00 16.15 ΑΝΔΡΟΣ 19.30 19.40  ΤΗΝΟΣ 17.35 18.00
ΤΗΝΟΣ 16.45   17.00   ΤΗΝΟΣ 21.15 21.30   ΡΑΦΗΝΑ 21.20  
  ΑΝΔΡΟΣ 18.35   19.00 ΜΥΚΟΝΟΣ 22.05 22.30      
ΡΑΦΗΝΑ 20.55   ΡΑΦΗΝΑ 02.15        

 

Παρεκτός, την Κυριακή του Πάσχα 16.4.2017 δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο, την Δευτέρα 5.6.2017 τα δρομολόγια εκτελέστηκαν όπως και την Κυριακή, ενώ στις 15.8.2017 ημέρα Τρίτη, το ως άνω πλοίο αναχώρησε από την Ραφήνα στις 7.25 και εκτέλεσε το εξής τροποποιημένο δρομολόγιο προς : Τήνο (10.40-10.55), Μύκονο (11.30-17.00), Τήνο (17.35-18.00) με επιστροφή Ραφήνα στις 21.20.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το, ως άνω, χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, που το πλοίο εκτελούσε τα ανωτέρω δρομολόγια, απασχολούνταν σε καθήκοντα σχετικά με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ. 683/1960), σε δύο εναλλασσόμενες τετράωρες βάρδιες ανά 24ωρο, απασχολούμενος ακόμα και ως ναύτης βάρδιας, εκτός από τις φυλακές γέφυρας και καταπέλτη και τις περιπολίες στο πλοίο, ακόμα και πριν την έναρξη της βάρδιας του είτε μετά τη λήξη της, με τις εργασίες που αφορούν την ως άνω ειδικότητα του, ήτοι την πρόσδεση και την απόδεση του πλοίου κατά τον κατάπλου και απόπλου, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στους χώρους στάθμευσης (γκαράζ) αυτού, καθώς και με εργασίες καθαριότητας των χώρων τούτων, των καταστρωμάτων, των κλιμακοστασίων και εν γένει των εξωτερικών μερών του πλοίου, τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όπως με την αποκομιδή σκουπιδιών, όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι της Ραφήνας, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού, καθώς επίσης ασχολούνταν με εργασίες συντήρησης και το βάψιμο διαφόρων χώρων του πλοίου. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του στα διάφορα, ως άνω, ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και δεν απασχολούνταν μόνο δέκα με δεκαπέντε λεπτά πριν τον κατάπλου στο εκάστοτε λιμάνι και άλλα πέντε λεπτά κατά την διαδικασία απόπλου και σε κάθε περίπτωση εντός των χρονικών  ορίων της βάρδιας του, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, προς επίρρωση του ισχυρισμού της ότι δεν παρείχε υπερωρίες.

Εξάλλου, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.  Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος με διαφοροποίηση, ως προς την χρονική διάρκεια της, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, συντασσομένων των, ως άνω, ενόρκων βεβαιώσεων αντιστοίχως, που λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος, ………., βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσας αγωγής του για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν αναιρεί την μαρτυρία του, ούτε την καθιστά αναξιόπιστη, μήτε εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως αντίθετα υποστηρίζει η εναγομένη. Τα όσα δε αυτός καταθέτει, δεν αναιρούνται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγομένη ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της, …… και ……….., που συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο εν λόγω πλοίο, ως πλοίαρχος και ναύκληρος αντίστοιχα και αναφέρονται εν γένει στην σύνθεση του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος, τα καθήκοντα που τους αναλογούσαν και την κατανομή των εργασιών τους κατά την διάρκεια των πλόων και στο λιμάνι, εφόσον οι καταθέσεις αυτές δεν διαφοροποιούνται, ως προς τα καθήκοντα, που εκτελούσε ο ενάγων, αλλά στην χρονική διάρκεια τους, με τα επικαλούμενα επιχειρήματα, αφενός ότι πρόκειται για μικρό επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο και ότι εν πλω εργάζονταν μόνο οι δύο ναύτες βάρδιας, ενώ κατά τον κατάπλου, τον απόπλου και την φορτοεκφόρτωση του πλοίου, τούτοι και οι δύο ντεημάνιδες, δηλαδή συνολικά τέσσερις, αν και, όπως καταθέτουν, στο πλοίο υπηρετούσαν οκτώ ναύτες, οπότε, κατά τους ανεπέρειστους ισχυρισμούς τους και κατά παράβαση των προβλεπομένων στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας ελληνικών επιβατηγών πλοίων, που ορίζεται ότι κατά τον κατάπλου, την αγκυροβολία, τη  μεθόρμιση, την άπαρση και τον απόπλου δεν τηρούνται οι συνήθεις ώρες εργασίας, αλλά εργάζονται πάντες οι άνδρες καταστρώματος για την κανονική και ασφαλή εκτέλεση των εργασιών αυτών  (άρθρο 137 Β.Δ.683/1960), οι υπόλοιποι τέσσερις ναύτες βάρδιας, σύμφωνα με τους μάρτυρες ανταπόδειξης, δεν απασχολούνταν ουδόλως εκτός της τετράωρης βάρδιας τους και δεν συμμετείχαν, ως έδει, ούτε στις εργασίες αυτές και αφετέρου, επικαλούνται, ως δικαιολογία, στις καταθέσεις τους την σύντομη παραμονή του πλοίου στα ενδιάμεσα λιμάνια, που όμως δεν αποτελεί αποκλειστικό και ασφαλές κριτήριο για την μη ύπαρξη ανάγκης υπερωριακής εργασίας, ενόψει των εκτιθέμενων περιστάσεων, που και οι ίδιοι παραδέχονται, όσον αφορά την σημαντική επιβατική κίνηση και την αύξηση των δρομολογίων κατά την περίοδο του Πάσχα και του καλοκαιριού, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι οι ναύτες βάρδιες έπρεπε να βρίσκονται στο πλοίο και κατά την διάρκεια της νύχτας, όπως και οι ίδιοι καταθέτουν.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς τον ενάγοντα χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14), όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, του δε ισχυρισμού της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και διαλαμβάνεται στον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, για οκτώ ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, επιπλέον δε προκειμένου να καλύπτεται ενδεχόμενη υπερωριακή του εργασία σε εξαιρετικές και έκτακτες ανάγκες, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.).

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάζονταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, μήτε έλαβε υπόψη πράγματα μη προταθέντα και μη αποδειχθέντα, όσον αφορά την συμμετοχή του ενάγοντος στην καθαριότητα και τον ευπρεπισμό του πλοίου, ούτε στερείται αιτιολογίας, όπως αβασίμως αιτιάται η εναγομένη, επειδή δεν προσδιόρισε επακριβώς το καθημερινό του ωράριο και ποιες συγκεκριμένες ώρες εκτελούσε τα καθήκοντα του, αλλά και πόση ήταν η διάρκεια κάθε εργασίας του, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας η παράθεση τέτοιων λεπτομερών στοιχείων, λαμβανομένου υπόψη ότι το ωράριο του δεν ήταν επακριβώς προκαθορισμένο, ούτε το είδος και η διάρκεια των καθημερινών του εργασιών, διότι αφενός αυτές εναλλάσσονταν με το υπόλοιπο προσωπικό της ειδικότητας του, ώστε να υπάρχει δίκαιη κατανομή εργασιών και αφετέρου ανταποκρίνονταν σε διαφορετικής διάρκειας δρομολόγια και πολλαπλούς με διαφορετικές απαιτήσεις λιμένες προορισμού, αναλόγως της επιβατικής κίνησης συνωδά της ημέρας, καθημερινής, Σαββάτου ή αργίας και της εορταστικής ή/και θερινής περιόδου. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί και αντικατασταθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, καθώς και ο πρώτος εκείνος της έφεσης του ενάγοντος, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της  υπερωριακής αμοιβής, που ο ενάγων δικαιούται κατά τα αποδειχθέντα για την αιτία αυτή, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται ειδικώς με τις κρινόμενες εφέσεις. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της, ως άνω, εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο ενάγων, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του στο επίδικο πλοίο από 8.4.2017 έως 19.8.2017 με την ειδικότητα του ναύτη, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 8,38 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,05 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα αντίστοιχα. Επομένως, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: Α) για υπερωριακή αμοιβή 104 καθημερινών και Κυριακών  Χ 4 ώρες υπερωρίας = 416 ώρες Χ 8,38 ευρώ το ωρομίσθιο = 3.486,08  ευρώ και Β) για υπερωριακή αμοιβή 20 Σαββάτων και 6 αργιών, ήτοι για 26 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωρίας =  312 ώρες Χ 10,05 το ωρομίσθιο = 3.135,60 ευρώ και συνολικά το ποσό των 6.621,68 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 3.638,91 (1.514,97 + 2.123,94) ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί και προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς λογαριασμούς μισθοδοσίας του, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με την έφεση της, ως ουσιαστικά βάσιμης, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται, ως υπερωριακή αμοιβή, το ποσό των 2.982,77 ευρώ.

V. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).

Στην προκειμένη περίπτωση οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως ναύτη, ανέρχονταν στο ποσό των 4.125,58 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,13 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,21 € Χ 5 ημέρες = 321,08 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €] +  1.399,93 € μέσος όρος υπερωριών (6.621,68 € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 4,73 μήνες) + 284,26 € μέσος όρος  αμοιβής έχμασης]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2017, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δηλαδή 533,53 ευρώ (μηνιαίος μισθός 4.125,58 ευρώ : 2 =  2.062,79 ευρώ Χ 1/15 = 137,51 ευρώ Χ 3,88 8ήμερα), β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2017, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 1.943,93 ευρώ (4.125,58 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 330,04 Χ 5,89 δεκαεννιαήμερα)  και συνολικά το ποσό των 2.477,46 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 1.768,97 ευρώ (310,36 ως δώρο Πάσχα + 1.458,61 ως δώρο Χριστουγέννων), όπως συνομολογεί και προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας και επομένως, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 708,49 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών Πάσχα 2017  και Χριστουγέννων 2017, τα ποσά των 130,83 ευρώ και 148,71 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά 279,54 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου  τούτου καθόσον αφορά τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και συνυπολογισμού στις αποδοχές του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VI. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2009, 2010, 2011, 2013 και 2014 που τιτλοφορείται “Δρομολόγια εξπρές”, συνάγεται ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία, που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), οι ναυτικοί δηλ. που εργάζονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και εκτελούν περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην προαναφερθείσα §7 του άρθρου αυτού, με τη διαφορά ότι ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν υπολογίζεται κατά την §4 αλλά κατά τα οριζόμενα στην §5 του ίδιου άρθρου, ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00 και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 517/2011, ΕφΠειρ 55/2011, ΕφΠειρ 764/2010, ΕφΠειρ 663/2008 αδημ.). Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8, ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο ή 1/60ο ή 1/120ο  του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97).

Εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι κατά τo χρονικό διάστημα από 5.6.2017 έως 20.8.2017, που υπηρετούσε ο ενάγων στο εν λόγω πλοίο, πραγματοποιήθηκαν  δρομολόγια, που είχαν το χαρακτήρα «εξπρές», κατά την προεκτεθείσα έννοια, δεδομένου ότι, σύμφωνα με  τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, αφενός το πλοίο εκτελούσε περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, που επεκτείνονταν και μετά την 23.00 ώρα κατά την διάρκεια της νύχτας και επομένως, δεν εξαιρείτο από την εφαρμογή των περί δρομολογίων “εξπρές” διατάξεων, επειδή εκτελούσε και ημερινούς πλόες, περιλαμβανομένων και αυτών στην ανεύρεση των «εξπρές» δρομολογίων. Συγκεκριμένα  την χρονική περίοδο από 5.6.2017 μέχρι και 13.8.2017 πραγματοποιούσε έντεκα κυκλικά δρομολόγια κάθε εβδομάδα, εκ των οποίων τα πέραν των πέντε, ήτοι τα έξι αποτελούσαν «εξπρές» δρομολόγια κατά την έννοια του νόμου, τα δύο δε εξ αυτών διαρκούσαν πάνω από 12 ώρες το καθένα και τα τέσσερα τούτων άνω των 6 ωρών το καθένα, ενώ την εβδομάδα από 14.8.2017 μέχρι το Σάββατο 19.8.2017, πραγματοποίησε εννέα κυκλικά ταξίδια, οπότε τα πέραν των πέντε, ήτοι τα τέσσερα θεωρούνταν «εξπρές» δρομολόγια κατά την έννοια του νόμου, τα τρία δε εξ αυτών διήρκεσαν άνω των 6 ωρών έκαστο και το ένα τούτων άνω των 12 ωρών και συνολικά εκτέλεσε κατά το ανωτέρω διάστημα 64 δρομολόγια «εξπρές» (6 Χ 10 εβδομάδες + 4 Χ 1 εβδομάδα), εκ των οποίων 21 διάρκειας εκάστου άνω των 12 ωρών και 43 διάρκειας πάνω από 6 ώρες το καθένα. Σημειωτέον, ότι την Κυριακή 30.4.2017 δεν εκτελέστηκε «εξπρές» δρομολόγιο, ως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων, καθόσον, όπως προκύπτει ιδίως από το σχετικό σήμα Κ.Λ.Ραφήνας περί της τροποποίησης δρομολογίων του επίδικου πλοίου, τούτο αναχώρησε από Ραφήνα στις 21.45 με προορισμό την Τήνο, όπου αφίχθη στις 01.00π.μ. της επομένης 1ης.5.2017 και διανυκτέρευσε, αναχώρησε δε για το ταξείδι επιστροφής στις 11.30 της ίδιας μέρας με κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας στις 21.20, απορριπτομένου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου και της συναφούς περιλαμβανομένης στον τρίτο εφετειακό λόγο αιτίασης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 5 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Εξάλλου, στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, το αντίτιμο τροφής, που αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως (ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262), οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον τακτικώς το πλοίο εκτελούσε σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον  αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως ναύτη, συνυπολογιζομένου και του μέσου όρου των επιδομάτων εορτών, ανέρχονταν στο ποσό των 4.649,35 ευρώ [4.125,58 ευρώ + 523,77 ευρώ (2.477,46 ευρώ σύνολο επιδομάτων εορτών : 4,73 μήνες)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή, που δικαιούνταν για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 6.586,01 ευρώ [(4.649,35 € Χ 1/30 = 154,97 € Χ 21 δρομολόγια εξπρές = 3.254,37 €) + (4.649,35 € Χ 1/60 = 77,48 € Χ 43 δρομολόγια εξπρές = 3.331,64 €)]. Έναντι του οφειλομένου ποσού, ο ενάγων έλαβε το συνολικό ποσό των 2.393,63 ευρώ, όπως συνομολογεί και προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και, κατά συνέπεια, δικαιούται την προκύψασα διαφορά ποσού 4.192,38 ευρώ. Συνεπώς, η προβαλλομένη ένσταση περί αποσβέσεως της  εν λόγω οφειλής, η οποία επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης και αφορά το κρινόμενο κονδύλι της αγωγής περί της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές», πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 2.541,37 ευρώ, μη λαμβάνοντας υπόψη και τους ημερινούς πλόες για την εξεύρεση των δρομολογίων «εξπρές» κατά την κρίσιμη περίοδο, παρά μόνο τα ταξίδια που επεκτείνονταν κατά την διάρκεια της νύχτας και μη συμπεριλαμβάνοντας στις τακτικές αποδοχές του μέσου όρου των επιδομάτων εορτών, καθώς επίσης υπολογίζοντας την αμοιβή για τα εξπρές ταξίδια διάρκειας μεγαλύτερης των έξι ωρών επί το 1/30ο  και όχι το 1/60ο  του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται αντίστοιχα στον τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος- εκκαλούντος και τον δεύτερο εκείνον της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, δεκτών γενομένων τούτων εν μέρει, ως ουσιαστικά βασίμων και απορριπτομένων κατά τα λοιπά, ως αβασίμων.

VII. Κατά το άρθρο 1 ν. 551/1915, όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 εδ. α Εισ.Ν. Α.Κ.), έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτολόγησης κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 ν. 3816/1958 “περί κυρώσεως του κώδικος ιδιωτικού ναυτικού δικαίου” (ΟλΑΠ 26/1995): “Ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, επερχόμενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρ. 2 εργασιών και επιχειρήσεων, εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου δικαιούμενα πρόσωπα δικαίωμα αποζημιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήματος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης μόνον της περιπτώσεως καθ` ην ο παθών εκ προθέσεως προεκάλεσε το επελθόν ατύχημα”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ως ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του εργαζομένου από αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, ασχέτου μεν προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του αλλά συνδεομένου προς την εργασία λόγω της εμφάνισης του κατά την εκτέλεση της ή εξ αφορμής αυτής. Η τελευταία αυτή περίπτωση συντρέχει όταν το ατύχημα δεν είναι άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, όπως όταν τούτο συνέβη εκτός του τόπου και χρόνου εκτέλεσης της, συνδέεται όμως με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν ιδιαίτερες και αναγκαίες για την επέλευση του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΑΠ 1072/2018, ΑΠ 998/2012). Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 εδ. α΄ και β΄ ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε κατά τα ανωτέρω: “Εάν ο υπόχρεως εις αποζημίωσιν αποδείξη ότι το ατύχημα προήλθεν εξ αμελείας του παθόντος, ο δικαστής έχει το δικαίωμα να μειώση, κατά την κρίσιν του, το ποσόν της κατά το άρθρ. 3 οφειλομένης αποζημιώσεως, αλλ` ουχί κατωτέρω του ημίσεος αυτού. Αμέλεια υφίσταται μόνον εάν ο παθών αδικαιολογήτως, κατά την κρίσιν του δικαστού, παρέβη διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων περί των όρων ασφαλείας ή κανονισμού περί αυτών, εκδοθέντων υπό της αρμοδίας δημοσίας αρχής ή εκδοθέντων μεν υπό του κυρίου της επιχειρήσεως, επικυρωθέντων δε υπό της αρχής, εφ` όσον οι κανονισμοί είναι ανηρτημένοι κατά τρόπον ευανάγνωστον εις καταφανή μέρη του τόπου της εργασίας. Η κατά το εδάφιον τούτο μείωσις δεν χωρεί εάν συντρέχη περίπτωσις τις εκ των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου οριζομένων”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όταν με αγωγή ζητείται η ειδική αποζημίωση των άρθρων 1 και 3 ν. 551/2015 οι έννομες συνέπειες του εργατικού ατυχήματος δεν επηρεάζονται από μόνο το γεγονός ότι το ατύχημα προήλθε από αμέλεια του παθόντος, που δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της εργασίας και του ατυχήματος. Η τυχόν αμέλεια του παθόντος έχει ως μόνη συνέπεια την κατά την κρίση του δικαστή μείωση της οφειλόμενης αποζημίωσης έως το μισό του ποσού της και αυτό εφόσον η αμέλεια συνίσταται σε παράβαση από τον παθόντα διατάξεων ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων που προδιαγράφουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών που έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχείρησης και κυρώθηκαν από την αρχή. Άλλη αμέλεια, εκτός από την παραπάνω ειδική, δεν λαμβάνεται υπόψη σε οποιαδήποτε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, λόγω δε της ανωτέρω ειδικής ρύθμισης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 300 Α.Κ. και δεν περιορίζεται η ευθύνη του εργοδότη ούτε για την επέλευση ούτε για την έκταση της ζημίας (ΑΠ 1072/2018, ΕφΠειρ 232/2018, ΕφΠειρ 363/2015, ΕφΠειρ 323/2015, ΕφΠειρ 464/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝαυτΔ 2014, 40). Ο τελευταίος δεν απαλλάσσεται ακόμα και αν το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική αμέλεια του παθόντος και η ευθύνη του αίρεται μόνο στην περίπτωση δόλιας προκλήσεως του, οπότε διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (ΕφΠειρ 499/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 393 = Αρμ. 2012, 752). Επομένως, όταν ο εργοδότης ενάγεται προς καταβολή αποζημιώσεως κατά τον ν. 551/1915, δεν μπορεί να αρνηθεί την αγωγή επικαλούμενος αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος ούτε να προτείνει την ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος του τελευταίου κατά το άρθρο 300 ΑΚ (ΕφΠειρ 232/2018 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από το άρθρο 3 παρ. 1 ως 5 του ν.551/1915, προκύπτει ότι αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Σε περίπτωση πλήρους διαρκούς ανικανότητας, όταν δηλαδή ο παθών περιήλθε σε απόλυτη αδυναμία να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμα του, αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η κοινωνική και οικονομική μετάταξη του, δικαιούται την προβλεπόμενη για την περίπτωση αυτή, νόμιμη αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει μισθούς έξι ετών. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1β΄και 2 του αυτού ως άνω νόμου, για τον καθορισμό της εν λόγω αποζημιώσεως το μεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε μισθός, προκειμένου περί οποιουδήποτε άλλου εργάτη (πλην μαθητευόμενων και εργατών, που δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους) λογίζεται ίσος με την αντιμισθία, που λήφθηκε πραγματικά απ΄αυτόν κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα, είτε σε χρήματα, είτε σε είδος. Στην περίπτωση αυτή, αν ο παθών απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα λιγότερο των δώδεκα μηνών πριν από το ατύχημα, ως βάση του υπολογισμού της αποζημιώσεως, λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία, την οποία έλαβε από την πρόσληψη του, αυξημένη κατά το ποσό της αντιμισθίας, την οποία κατά το χρονικό διάστημα, που απαιτείται προς συμπλήρωση του δωδεκαμήνου πριν από το ατύχημα, μπορούσε να λάβει με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης σε περίπτωση πρόσκαιρης ολικής ανικανότητας προς εργασία, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ισούται με το 1/2 του μισθού, τον οποίο λάμβανε ο παθών κατά την ημέρα του ατυχήματος για όλο το διάστημα της ανικανότητας του (ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝΔ 37, 208, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 1/2002 αδημ., Σ.Βλαστού: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1994, τόμ. Β`, παρ. 951, αριθμ. γ, σελ. 1254). Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως στις ως άνω περιπτώσεις, ο υπολογισμός των μισθών γίνεται με βάση το σύνολο των καταβαλλομένων αποδοχών του παθόντος-εργαζομένου, στις  οποίες συμπεριλαμβάνονται όλα τα συμβατικά και νόμιμα επιδόματα, οι προσαυξήσεις και αποζημιώσεις, λόγω παροχής υπερεργασίας και νόμιμης υπερωριακής εργασίας, τα επιδόματα εορτών, Κυριακών και άδειας, η αποζημίωση άδειας και το αντίτιμο τροφής (ΑΠ 131/2007 ΝοΒ 2007, 689, ΕφΠειρ 94/2009 ΕΝΔ 2009 188).

Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν ο ναυτικός ασθενήσει, δικαιούται το μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου, εφόσον δε η σύμβαση ναυτολογήσεως λυθεί εξαιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται νοσήλια και μισθό, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως περισσότερο από τέσσερις μήνες (ΕφΠειρ 23/2013 δημ.Νόμος). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν, μάλιστα, αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένεια του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ’ αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, ο ναυτικός έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Σύμφωνα λοιπόν με τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιτρέπεται η σωρευτική άσκηση της αξίωσης για μισθούς ασθενείας με την αποζημίωση του Ν. 551/1915 και δεν τίθεται θέμα επικάλυψης αυτών (ΕφΠειρ 323/2015 δημ.Νόμος, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 38, 39, ΕφΠειρ 648/2008 ό.π., ΕφΠειρ 423/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996 – 1997 σελ. 476, ΕφΠειρ 642/1995 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1994 – 1995 σελ. 295, Ι.Κοροτζή: Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 1990, παράγραφοι 342 και 346 με παραπομπές στη νομολογία, Δ.Καμβύση: Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 1982, σελ. 218 και 228, Ν. Δελούκα: Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1979, σελ. 219, Ι. Πιτσιρίκου: Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, έκδ. 2006. Κεφ. Ill, VII, σελ. 131-132). Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, που σημαίνει ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε, υποτροπίασε ή παροξύνθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΕφΠειρ 764/2012 ο.π., ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝαυτΔ 39 116, ΕφΠειρ 498/2008 ΕΝαυΔ 2008 281, ΕφΠειρ 385/2006 ΠειρΝ 2006 460). Ο μισθός ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του π.δ.1212/1981. Συνίσταται σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης, δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕφΠειρ 323/2015 δημ.Νομος, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 984/2001 Πειρ. Νομ. 2002, 277, ΕφΠειρ 163/2001 αδημ.). Τούτο, βέβαια, ισχύει μόνον υπό τον όρο ότι στη ΣΣΝΕ δεν έχει προβλεφθεί ειδικός μισθός ασθενείας, περιλαμβάνων συνήθως το βασικό μισθό της ΣΣΝΕ πλέον του αντιτίμου τροφής, διότι στην περίπτωση αυτή ο παθών δικαιούται τον ειδικό αυτό μισθό και όχι εκείνον που αναλογεί στις,  υπέρτερες από τις νόμιμες, αποδοχές που λαμβάνει (ΕφΠειρ 355/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 296, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝαυτΔ 2010, 39, ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 333/2003 ΕΝαυτΔ 2003, 270). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η προβλεπόμενη από την παράγραφο 7 του προαναφερθέντος, άρθρου 3 του ΝΔ 2652/1953 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 1752/1951», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το εδάφιο 2 του άρθρου 295 του ΚΙΝΔ και τροποποιήθηκε με το ΠΔ 1212/1981, τετράμηνη αποκλειστική ή αποσβεστική (του δικαιώματος) προθεσμία, για την άσκηση της αγωγής περί αποζημιώσεως λόγω ασθενείας, η οποία αρχίζει από την απόλυση «αμοιβαία συναινέσει» του ναυτικού και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη, από το Δικαστήριο, εφαρμόζεται όταν πρόκειται περί αξιώσεων του, λόγω ασθενείας «αμοιβαία συναινέσει» απολυθέντος ναυτικού, κατ` άρθρο 66 του ΚΙΝΔ και όχι όταν οι σχετικές αξιώσεις αυτού θεμελιώνονται στις διατάξεις, περί εργατικού ατυχήματος του Ν.551/1915, οπότε ο ενάγων παθών σε εργατικό ατύχημα ναυτικός, δικαιούται, σύμφωνα με τα παραπάνω, σωρευτικά και τους μισθούς ασθενείας του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, διότι τούτο ορίζεται ρητά στην ίδια τη διάταξη αυτή (ΕφΠειρ 363/2015, ΕφΠειρ 499/2011 δημ.ΝΟΜΟΣ, Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, β` έκδοση, σελ. 274, 275).

Από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το Σάββατο 19.8.2017 το βράδυ, ενόψει του απόπλου του πλοίου από το λιμάνι της Μυκόνου, μετά την ολοκλήρωση της φόρτωσης των οχημάτων στο γκαράζ, στην οποία συμμετείχε ο ενάγων, του δόθηκε εντολή από τον ναύκληρο, ……….., να μεταβεί στην πρύμνη για το μάζεμα των κάβων, εκείνος δυσανασχέτησε και δεν ανταποκρίθηκε άμεσα, οπότε ο ναύκληρος επανέλαβε την εντολή πιο επιτακτικά. Τότε ο ενάγων εκνευρισμένος και αγανακτισμένος από την ανάθεση και άλλων καθηκόντων, έδωσε με το δεξί του χέρι μπουνιά στο μπουλμέ και έφυγε για την πρύμνη για να εκτελέσει την εργασία που του είχε ανατεθεί. Το πρωί της επόμενης μέρας, επειδή ο πόνος και το οίδημα στο δεξί του χέρι είχε επιδεινωθεί, ανέφερε τον τραυματισμό του στον ύπαρχο και εκείνος ενημέρωσε τον πλοίαρχο του πλοίου, …….., με αποτέλεσμα αυτός ανταποκρινόμενος στο καθήκον πρόνοιας και προστασίας της υγείας του, να επιμεληθεί να του χορηγηθεί άδεια μετά τον κατάπλου στο λιμάνι της Ραφήνας, ώστε να τύχει της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Αρχικά μετέβη ο ενάγων στο Κέντρο Υγείας Ραφήνας και μετά στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής ΚΑΤ, όπου διαπιστώθηκε, κατόπιν ακτινολογικό ελέγχου, ότι υπέστη κάταγμα υποκεφαλικό 5ου μεταταρσίου δακτύλου, έγινε κλειστή ανάταξη κατάγματος, του συνεστήθη από τους θεράποντες ιατρούς ανάρτηση του δεξιού άνω άκρου, απλή αναλγητική αγωγή επί πόνου, ενώ του χορηγήθηκε και αναρρωτική άδεια τριών ημερών. Ακολούθως την 24η.8.2017 ο ενάγων εξετάσθηκε στα εξωτερικά ιατρεία του ίδιου ως άνω νοσοκομείου, όπου κρίθηκε ότι η κατάσταση της υγείας του επιβάλλει τη χορήγηση σε αυτόν αναρρωτικής άδειας τριάντα ημερών, ήτοι μέχρι τις 24.9.2017. Κατά την επανεξέταση του στις 27.9.2017 στο γενικό νοσοκομείο ΚΑΤ, του συνεστήθη να υποβληθεί σε 10 συνεδρίες φυσιοθεραπείας για κινησιοθεραπεία και ενδυνάμωση, ενώ του χορηγήθηκε εκ νέου αναρρωτική τριάντα ημερών σε συνέχεια της προηγούμενης, ήτοι μέχρι τις 24.10.2017. Κατά την εξέταση του στις 9.11.2017 από τους θεράποντες ιατρούς του στο ίδιο νοσοκομείο, κρίθηκε ότι ο ενάγων έχει αποθεραπευτεί και ότι δύναται να εργαστεί.

Ο υπό τις προαναφερθείσες περιστάσεις τραυματισμός του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος συνιστά εργατικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 κ.ν. 551/1915, αφού αποτελεί αναμφισβήτητα αιφνίδιο και βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του και εξ αφορμής αυτής, καθόσον συνδέεται με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος λόγω του ότι εκ της προαναφερθείσας εργασίας του δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες και αναγκαίες για την επέλευση του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του αυτή. Ειδικότερα, οι εκτιθέμενες συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και ιδίως η απαίτηση από την εργοδότρια εναγομένη εταιρεία και η συνεχής πίεση δια των προστηθέντων της, για υπέρβαση του κανονικού ωραρίου του επανειλημμένα και υπέρμετρα, χωρίς μάλιστα την καταβολή της αντίστοιχης αμοιβής για την παρεχόμενη εκ μέρους του πραγματική υπερωριακή εργασία και η έλλειψη επαρκούς ανάπαυσης, του είχαν προκαλέσει σημαντική σωματική καταπόνηση και ψυχολογική υπερδιέγερση, την οποία επιχείρησε ο ενάγων να εκτονώσει χτυπώντας με μπουνιά το μπουλμέ, με συνέπεια να υποστεί κάταγμα του πέμπτου δακτύλου του, γεγονός βέβαια που δεν επεδίωκε, ούτε προέβλεψε, από απερισκεψία, ότι θα επέλθει. Ενόψει τούτων, το ένδικο ατύχημα, ανεξάρτητα από το ότι οφειλόταν σε πράξη εκούσια του ενάγοντος, αποτελεί εργατικό ατύχημα, αφού δεν θα ελάμβανε χώρα χωρίς την εργασία του και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις, είναι δε ανεξάρτητο από την ιδιοσυστασία του οργανισμού του ενάγοντος μη αναγομένου ουδόλως σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, αλλά αποτέλεσμα των ιδιαίτερων πραγματικών συνθηκών και περιστάσεων, που προεκτέθηκαν, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του και αποτέλεσαν το αίτιο του επισυμβάντος εργατικού ατυχήματος, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δεν συνέτρεξε στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, δόλος ή οποιαδήποτε αμελής συμπεριφορά του ενάγοντος, κατά την αναφερόμενη στην οικεία μείζονα σκέψη της παρούσας έννοια, δηλαδή αδικαιολόγητη παράβαση, εκ μέρους αυτού, διατάξεων των ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων, για τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών, που εκδόθηκαν από την αρμόδια αρχή ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχειρήσεως και κυρώθηκαν από αυτήν, όπως ομοίως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη. Επομένως, ο ενάγων, ως υποστάς εργατικό ατύχημα, κατά την εκτέλεση της ναυτικής εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης, χωρίς αυτός να βαρύνεται με δόλο ή με την ειδική αμέλεια, υπό την προδιαληφθείσα έννοια, δικαιούται για την αιτία αυτή, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην ρηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως διατάξεις, την προβλεπόμενη αποζημίωση, ένεκα πρόσκαιρης πλήρους ανικανότητας του για εργασία, κατά το χρονικό διάστημα από 20.8.2017 έως 9.11.2017, που κρίθηκε πάλι ικανός να εργασθεί, οποιαδήποτε δε άλλη αμέλεια του, κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, δεν αίρει, ούτε επηρεάζει την αντικειμενική ευθύνη της εργοδότριας εναγομένης για το ατύχημα και την επέλευση των εννόμων συνεπειών εξαιτίας τούτου, μήτε  διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης της εναγομένης και της ζημίας του ενάγοντος.

Κρίνοντας, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι υφίσταται εργατικό ατύχημα από εκούσιο τραυματισμό του παθόντος και δεν συνέτρεξε στην πρόκληση τούτου δόλος ή ειδική αμέλεια του, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις αναφερόμενες ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ούτε δέχθηκε πράγματα που δεν προτάθηκαν και συνιστούν μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, μήτε χωρίς αποδείξεις, ούτε έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, μήτε διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες και ως εκ τούτων, αφού συμπληρωθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης και αντικατασταθεί με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ο τρίτος  λόγος της έφεσης της εναγομένης, που της αποδίδει τις εν λόγω πλημμέλειες, κρίνεται αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 ν.551/1915, σε περίπτωση πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας, μέχρι δύο (2) χρόνια, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ίση προς το μισό του ημερομισθίου που ελάμβανε ο παθών, κατά το χρόνο του ατυχήματος και για κάθε ημέρα του χρονικού διαστήματος της πλήρους ανικανότητας του, για τον καθορισμό δε της αποζημιώσεως αυτής, υπολογίζεται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, που ανέρχονταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπως προαναφέρθηκε, στο ποσό των 4.649,35 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων για το ανωτέρω διάστημα, που κατέστη, ένεκα του επίδικου ατυχήματος, ανίκανος προς εργασία, δικαιούνταν αποζημίωση ύψους 6.275,88 ευρώ  [4.649,35 € : 30 ημέρες = 154,97 € το ημερομίσθιο : 2 = 77,48  € Χ 81 ημέρες].

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 4.604,85 ευρώ, μη συμπεριλαμβάνοντας για την εύρεση της στις τακτικές του αποδοχές, τον ορθό, ως άνω, μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής και την αναλογία των επιδομάτων εορτών, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται στον τέταρτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος- εκκαλούντος, δεκτού γενομένου τούτου εν μέρει, ως ουσιαστικά βασίμου, απορριπτομένου όμως καθόσον αφορά τις αποδιδόμενες στην εκκαλουμένη πλημμέλειες περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές της αναλογούσης σε μείζονες ώρες επικαλούμενης υπερωριακής αμοιβής και του επιδόματος ιματισμού, καθώς επίσης απορριπτέοι κρίνονται οι διαλαμβανόμενοι στον τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, ισχυρισμοί περί εσφαλμένου υπολογισμού στις τακτικές αποδοχές της ανωτέρω αναλογίας της υπερωριακής αμοιβής και του επιδόματος έχμασης, ως αβάσιμοι.

Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται σωρευτικά, κατά το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ, να λάβει, λόγω του τραυματισμού του και της νοσηλείας του εκτός νοσοκομείου ή κλινικής, τους μισθούς ασθενείας 2 μηνών και 20 ημερών, εφόσον η ασθένεια του δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια του, ώστε να αποκλείεται το δικαίωμα του αυτό, κατ’αρθρο 67 ΚΙΝΔ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της, ως αβασίμου, έκαστος των οποίων ορίζεται ίσος με το μισθό ενεργείας και το ανάλογο αντίτιμο τροφής, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ανωτέρω ΣΣΝΕ και ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 4.624,77 ευρώ [(1.157,99 € ευρώ μισθός ενέργειας + 576,30 € επίδομα τροφής = 1.734,29€) Χ 2 μήνες και 20 ημέρες]. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε το μικτό ποσό των 3.873,25 ευρώ, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 751,52 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος της προβληθείσας εκ μέρους της εναγομένης ένστασης εξόφλησης, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ότι η αξίωση του ενάγοντος, εξαιτίας του τραυματισμού του, για διαφορά μισθών ασθένειας, ανέρχονταν στο  ποσό των 1.805,19 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον συναφή ισχυρισμό, που διαλαμβάνεται στον τέταρτο λόγο της έφεσης της εναγομένης- εκκαλούσας, δεκτού γενομένου τούτου εν μέρει, ως ουσιαστικά βασίμου.

VIII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές κατ’ ουσίαν οι κρινόμενες εφέσεις, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο το ποσό των  14.911,04 ευρώ, με το νόμιμο τόκο του μεν επιμέρους ποσού των 7.883,64 ευρώ, που αντιστοιχεί στην υπερωριακή αμοιβή, τα επιδόματα εορτών και την αμοιβή δρομολογίων εξπρές,  από την επομένη της απόλυσης του στις 20.8.2017, του δε ποσού των 7.027,40 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αποζημίωση από εργατικό ατύχημα και τους μισθούς ασθενείας, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, τα δε δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.

Δέχεται τις εφέσεις εν μέρει κατ’ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.2536/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 31.10.2018 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα -εφεσίβλητο το ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων έντεκα και τεσσάρων λεπτών (14.911,04) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο κατά τις προσδιοριζόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1.800 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 16 Μαΐου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ