Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 297/2022

Αριθμός   297/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, και Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη –Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα T.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας …………. την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της, Λευκοθέα Βασιλοπούλου (ΑΜ 19675 ΔΣ Αθηνών), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1. ………., και 2. ………….. τους οποίους εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Ουρανία Βαλεντή (ΑΜ 2037 ΔΣ Πειραιώς), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 4-7-2017, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ…………/2017, αγωγή τους κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 3807/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – εναγόμενη άσκησε την από 15-10-2018 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 15-10-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ………. και ΕΑΚ………/2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, την 1-11-2018, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………/2018 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 9ης-5-2019, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 7ης-5-2020, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού Covid-19 (από 13-3-2020 έως 31-5-2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 § 2 του Ν 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, τη με αριθμό 37/2020 πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη με αριθμό 100/2020 πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Σπυριδούλας Μακρή, Προέδρου Εφετών, η προκείμενη υπόθεση προσδιορίστηκε εκ νέου προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για τη δικάσιμο της 22ης-10-2020, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τις πληρεξούσιες δικηγόρους τους, με δηλώσεις τους κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 15-10-2018 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………../15-10-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……../1-11-2018, κατά της με αριθμό 3807/10-8-2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 4-7-2017, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……..αγωγής των εφεσίβλητων εναντίον της εκκαλούσας, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 12-1-2018, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα εναγόμενη, στην οποία επιδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση στις 19-9-2018, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό Γ…/19-9-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών . ………., και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 15-10-2018, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 520 ΚΠολΔ, ενώ έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό …………… παράβολο των εκατό πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν την από 4-7-2017, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………/2017, αγωγή τους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγόμενης, στην οποία μετά από οικονομική και ιστορική αναφορά στην χορήγηση δανείων σε ελβετικά φράγκα και συμπέρασμα ότι η εναγόμενη παραβίασε την αρχή της διαφάνειας, που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, εκθέτουν ότι με σκοπό την αγορά κατοικίας σύναψαν με την εναγόμενη, στο υποκατάστημά της στο Πέραμα Αττικής, στις 12-7-2007, σύμβαση στεγαστικού δανείου σε ελβετικό φράγκο με προδιατυπωμένους όρους, ύψους 271.380,69 ελβετικών φράγκων, που αντιστοιχούσαν στο ποσό των 208.754,38 ευρώ, ότι τη συγκεκριμένη λύση χορήγησης δανείου σε ελβετικά φράγκα πρότειναν οι υπάλληλοι της εναγόμενης και διαβεβαίωναν ότι ήταν το πλέον συμφέρον, με το χαμηλότερο επιτόκιο της αγοράς και χαμηλότερη επιβάρυνση στη μηνιαία δόση, χωρίς να τους ενημερώσουν ότι υπάρχει κάποιος κίνδυνος από τη λήψη του δανείου σε ελβετικό φράγκο, και ενώ (οι υπάλληλοι της εναγόμενης) γνώριζαν ότι οι ίδιοι (ενάγοντες) δεν διέθεταν εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο, οι τελευταίοι, δε, αγνοούσαν και δεν ενημερώθηκαν από τους υπαλλήλους της εναγόμενης ότι µε τη σύμβαση του στεγαστικού δανείου τους σε συνάλλαγμα (ελβετικό φράγκο) αναλάμβαναν εκτός από τον κίνδυνο του κυμαινόμενου επιτοκίου και τον κίνδυνο της διακύμανσης συναλλάγματος, με συνέπειες επενδυτικού προϊόντος, όπως πρόσφατα πληροφορήθηκαν, και όχι ενός απλού στεγαστικού δανείου. Ότι στις 27-7-2007 εκταμιεύτηκε το ποσό των 126.326,40 ευρώ, με πίστωση σε λογαριασμό ταμιευτηρίου στο όνομά τους, και από 27-8-2007 ξεκίνησαν να πληρώνουν κατά τους όρους της σύμβασης δανείου τις δόσεις του, σταδιακά, δε, αντιλήφθηκαν ότι το ύψος των δόσεων αυξάνονταν, γεγονός που απέδιδαν στο κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ όταν με την οικονομική κρίση μειώθηκαν σημαντικά τα εισοδήματά τους διαμαρτυρήθηκαν στους προστηθέντες της εναγόμενης, οι οποίοι τους καθησύχασαν αποδίδοντας την αύξηση σε πρόσκαιρο φαινόμενο. Ακολούθως, παραθέτοντας τις ισοτιμίες ελβετικού φράγκου και ευρώ από το έτος 2008 μέχρι την απελευθέρωση της ισοτιμίας, εκθέτουν ότι, ενώ κατέβαλαν κανονικά τις δόσεις του δανείου τους, συνολικού ποσού 66.506,27 ευρώ μέχρι 31-12-2015, στις 27-5-2017 διαπίστωσαν ότι το άληκτο κεφάλαιο αυτού ανερχόταν στο ποσό των 135.334,76 ελβετικών φράγκων, που αντιστοιχούσε σε 124.236,69 ευρώ, δηλαδή το οφειλόμενο ποσό, μετά από δέκα έτη καταβολών, μειώθηκε μόλις κατά 2.089,71 ευρώ, ότι κατόπιν αυτής της διαπίστωσης και συμβουλές ειδικών, αφού οι υπάλληλοι της εναγόμενης τους καθησύχαζαν, με αθέμιτες αποκρύψεις με στόχο τη νομιμοφανή κατάσταση της ανύπαρκτης και παράνομης οφειλής σε βάρος τους, αντιλήφθηκαν για πρώτη φορά ότι η τράπεζα τους είχε επιρρίψει τον κίνδυνο αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των ανωτέρω δύο νομισμάτων, η οποία είχε αλλάξει υπέρ του ελβετικού φράγκου, µε συνέπεια την εκτίναξη της οφειλής τους. Με βάση το ιστορικό αυτό, τονίζοντας ότι ουδέποτε ενημερώθηκαν από τους υπαλλήλους της εναγόμενης για τον συναλλαγματικό κίνδυνο, που αναλάμβαναν κατά τη σύναψη της ανωτέρω σύμβασης, αλλά ούτε και για τις επιπτώσεις της υποτίμησης του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου για τις δόσεις του δανείου, που έλαβαν, και κατ’ επέκταση για το εισόδημά τους, οι ενάγοντες ζητούσαν : 1) να αναγνωριστεί ότι η ένδικη σύμβαση δανείου είναι ανυπόστατη, διότι ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, κατά την συναλλακτική τους σχέση, η μεταβίβαση της κυριότητας και η παράδοση του δανεισθέντος ποσού των ανωτέρω ελβετικών φράγκων, όπως απαιτείται µε βάση τον παραδοτικό (re καταρτιζόμενο) χαρακτήρα της δανειακής σύμβασης, αφού κάθε οφειλή τους σε ελβετικό φράγκο προέκυψε µόνο εικονικά και λογιστικά και όχι από πραγματική μεταβίβαση του ποσού αυτού, µε συνέπεια να µη θεμελιώνεται νόμιμη αξίωση της εναγόμενης σε βάρος τους για επιστροφή του οφειλόμενου ποσού ελβετικών φράγκων, και επικουρικά α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου ως αντιβαίνουσα σε απαγορευτικές διατάξεις νόμων, και δη των 806 ΑΚ, ΠΔΤΕ 1955/1991 και ΠΔΤΕ 2325/1994, που απαγορεύουν τη χορήγηση στεγαστικού δανείου σε ξένο νόμισμα, διότι η χορήγησή του σε συνάλλαγμα μετέτρεψε το δάνειό τους σε χρηματοδότηση επενδυτικού χαρακτήρα με τη χρήση χρηματοπιστωτικών παραγώγων, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν ανάγκη χορήγησης συναλλάγματος και ουδέποτε έλαβαν αυτούσια απόδοση του ανωτέρω ποσού των ελβετικών φράγκων, αλλά η σχετική εγγραφή, έλαβε χώρα λογιστικά, και β) άλλως, όλως επικουρικά, διότι ο προσδιορισμός της οφειλής τους µε βάση την συναλλαγματική ισοτιμία που προκύπτει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος και την τιμή πώλησης συναλλάγματος από την εναγόμενη, συνιστά διαμόρφωση παροχής κατά την απόλυτη κρίση της κατά τη διάταξη του 372ΑΚ, δεσμεύοντας υπέρμετρα την ελευθερία τους, 2) να αναγνωρισθούν άκυροι ως καταχρηστικοί, σύμφωνα µε τις διατάξεις του Ν 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, οι αναφερόμενοι µε αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5, 7, 8, 9 όροι της ένδικης σύμβασης, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή σχετικά με την αδιαφάνεια και έλλειψη ενημέρωσης, τις συνέπειες σε περίπτωση διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου, και περαιτέρω να διαπλαστεί η επίδικη σύμβαση µε συμπλήρωση των κενών από το Δικαστήριο και ερμηνεία της σύμβασης βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρο 200 ΑΚ), άλλως α) επικουρικά να αναγνωρισθεί ότι άπαντες οι όροι της ένδικης σύμβασης που μετακυλύουν τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας στους ενάγοντες δανειολήπτες είναι άκυροι ως αντικείμενοι στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, άλλως ότι οι ίδιοι όροι τυγχάνουν άκυροι λόγω απάτης (147 ΑΚ), άλλως λόγω πλάνης (140 ΑΚ), άλλως λόγω εικονικότητας (138 ΑΚ) β) να αναγνωρισθεί ότι η απαίτηση της εναγομένης, για καταβολή από τους ενάγοντες των δόσεων του ενδίκου δανείου µε την εκάστοτε ισοτιμία ευρώ – ελβετικού φράγκου, ασκείται καταχρηστικά λόγω αντίθεσης στην καλή πίστη, άλλως λόγω απρόοπτης μεταβολής συνθηκών και συνακόλουθης ανατροπής του δικαιοπρακτικού θεμελίου αυτής, άλλως να αναγνωρισθούν τα ανωτέρω και λόγω του αδικαιολογήτου πλουτισμού της εναγομένης σε βάρος τους, 3) να υποχρεωθεί η εναγομένη να επανυπολογίσει το επίδικο δάνειο µε την ισοτιμία ευρώ – ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά την ημερομηνία μετατροπής του σε ελβετικό φράγκο, στις 27-7-2007, από την αρχή της σύμβασης, άλλως να επανυπολογίσει το άληκτο κεφάλαιο του ενδίκου δανείου και µε τις μελλοντικές δόσεις του µε την ίδια ισοτιμία της 27-7-2007, 4) να υποχρεωθεί η εναγομένη να συμψηφίσει τα ποσά που μέχρι την έγερση της αγωγής κατέβαλαν οι ενάγοντες καθ’ υπέρβαση των μηνιαίων δόσεων µε την ισοτιμία της ημερομηνίας εκταμίευσης, µε τα οφειλόμενα άληκτα κεφάλαια της επίδικης σύμβασης ώστε να μειωθούν ανάλογα,  5) να αναγνωρισθεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ότι η εναγομένη οφείλει να τους καταβάλουν το ποσό των 5.000 ευρώ στον καθένα ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των υπαλλήλων της,  6) να απαγορευθεί στην εναγομένη η καταγγελία της ένδικης σύμβασης, και να εξακολουθεί η ένδικη σύμβαση να λειτουργεί κατά τους λοιπούς όρους της µε την προσθήκη των όρων που θα διαπλαστούν – συμπληρωθούν από αυτό το Δικαστήριο,  7) να απαγγελθεί σε βάρος της εναγομένης χρηματική ποινή για κάθε παράβαση των διατάξεων της εκδοθεισόμενης απόφασης,  8) να κηρυχθεί η απόφαση, που θα εκδοθεί, προσωρινά εκτελεστή, και  9) να καταδικαστεί η  εναγόμενη  στη  δικαστική δαπάνη τους.  Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η οριστική με αριθμό 3807/10-8-2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκαν α) ως αόριστη η επικουρική βάση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, διότι δεν εκτίθενται στην ένδικη αγωγή τα πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία, από την εκτίμηση των οποίων να μπορεί το Δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση ότι το χρηματικό αντάλλαγμα, που δύνανται οι ενάγοντες να καταβάλουν είναι εκείνο που αντισταθμίζει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, την αξία της αντιπαροχής, β) ως αόριστο το αίτημα αναγνώρισης άκυρων ως καταχρηστικών των όρων με αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5, 7, 8 και 9, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται το περιεχόμενο των όρων αυτών, εκτός των τμήματα αυτών με αριθμούς 3.2, 4.5, 4.6, και 8.1, τους οποίους έκρινε ορισμένους, γ) ως αόριστο το αίτημα να απαγορευθεί στην εναγομένη να καταγγείλει την ένδικη σύμβαση, διότι δικαίωμα κάθε συμβαλλόμενου τυγχάνει η διατήρηση ή µη της σύμβασης, τυχόν δε ακυρότητα της γενομένης καταγγελίας ελέγχεται ακολούθως, δ) ως μη νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας της επίδικη; σύμβασης, ως αντίθετης σε απαγορευτικές διατάξεις νόμου κατά το άρθρο 174 ΑΚ και συγκεκριμένα σε αυτές των άρθρων 806 ΑΚ και την ΠΔΤΕ 1955/1991, διότι δεν είναι απαγορευμένη η χορήγηση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα, ούτε δύναται να χαρακτηριστεί η χορήγηση του δανείου αυτού ως επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός της ένδικης σύμβασης ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα µε ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, ε) ως µη νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής για την αναγνώριση της ακυρότητας της ένδικης σύμβασης, ως αντικείμενης στην ΠΔΤΕ 2325/1994, διότι δεν τίθεται, ως νόμιμη προϋπόθεση της εγκυρότητας της δανειακής σύμβασης σε συνάλλαγμα, η συνδρομή πραγματικής ανάγκης του δανειολήπτη για χορήγηση συναλλάγματος, επιπλέον, δε, συνέπεια της παράβασης της ΠΔΤΕ 2325/1994 είναι η πιθανή κύρωση της τράπεζας από την εποπτεύουσα αρχή και όχι η ακυρότητα του χορηγουμένου σε συνάλλαγμα δανείου, στ) ως μη νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής περί ακυρότητας της ένδικης δανειακής σύμβαση κατά τη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, διότι σύμφωνα µε τους όρους της σύμβασης η παροχή προσδιορίστηκε επακριβώς, ζ) ως µη νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης, ως αντίθετης στα χρηστά ήθη κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, διότι ο όρος ξένου νομίσματος δεν προσκρούει a priori στα χρηστά ήθη, όπως απαιτεί το άρθρο 178 ΑΚ, αντίθετα ανάγεται στη συμβατική ελευθερία, ούτε συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 179 ΑΚ περί δυσαναλογίας παροχής – αντιπαροχής, η οποία δεν υπήρχε από την αρχή αλλά η αύξηση της οφειλόμενης δόσης επήλθε μετά την ανατροπή της ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου, η) ως μη νόμιμες οι επικουρικές βάσεις ακυρότητας της δανειακής σύμβασης λόγω πλάνης (άρθρα 140 – 142 ΑΚ), διότι δεν επικαλούνται ότι αγνοούσαν, κατά την υπογραφή της σύμβασης, ότι το χορηγούμενο δάνειο ήταν σε ελβετικό φράγκο, ούτε ότι δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης δανείου ήταν μόνο το χαμηλό επιτόκιο και η χαμηλή μηνιαία δόση, και λόγω απάτης, διότι δεν επικαλούνται παραπλανητική συμπεριφορά της εναγόμενης μέσω των υπαλλήλων της αποφασιστικής σημασίας για τη δήλωση βούλησης των εναγόντων στην κατάρτιση της ένδικης δανειακής σύμβασης, θ) ως μη νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής περί εικονικότητας της σύμβασης, διότι δεν επικαλούνται εικονικότητα και συμφωνία των μερών σχετικά µε το σύνολο της σύμβασης, αλλά µόνο ενός όρου, ο οποίος δεν συμφωνήθηκε εικονικά, αλλά αποτελούσε επιλογή των μερών προκειμένου να επιτευχθεί μικρότερη επιβάρυνση επιτοκίου, ι) ως μη νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής για την αναπροσαρμογή της επίδικης δανειακής σύμβασης στο προσήκον μέτρο κατ’ άρθρο 388 ΑΚ, διότι τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν συνιστούν απρόοπτη, ανυπαίτια ως προς τους ενάγοντες και μεταγενέστερη της σύναψης της σύμβασης μεταβολή του κοινού δικαιοπρακτικού θεμελίου στο οποίο αυτοί στηρίχθηκαν, ια) ως μη νόμιμη η σωρευόμενη βάση για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των υπαλλήλων της εναγόμενης, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν αδικοπραξία κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ, ούτε στοιχειοθετούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 386 ΠΚ, και ιβ) ως μη νόμιμο το αίτημα κήρυξης της απόφασης, που θα εκδοθεί, προσωρινά εκτελεστής μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, α) ορισμένη και νόμιμη η αγωγή κατά την κύρια βάση της, ανυπόστατο της ένδικης σύμβασης λόγω µη καταβολής του δανείσματος που είχε συμφωνηθεί σε ελβετικό φράγκο, και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, και β) ορισμένη και νόμιμη η επικουρική βάση αναγνώρισης άκυρων ως καταχρηστικών των όρων της δανειακής σύμβασης με αριθμούς 3.2, 4.5, 4.6, και 8.1, κατά τις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή, για τους ανωτέρω, δε, 3.2 και 4.6 όρους απορρίφθηκε το συγκεκριμένο αίτημα ως ουσία αβάσιμο, ενώ έγινε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο για τους ανωτέρω 4.5 και 8.1 όρους, αναγνωρίζοντας ότι αυτοί είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, με συνέπεια τόσο οι καταβολές που πραγματοποιούν οι ενάγοντες είτε σε ευρώ είτε σε ελβετικά φράγκα, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, από την επίδικη σύμβαση δανείου, όσο και το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης και κατόπιν μετατροπής του σε ευρώ, να πρέπει να υπολογίζονται από την εναγόμενη με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ελβετικού φράγκου – ευρώ, που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του ένδικου δανείου, και δη ισοτιμία 1,6589 που ίσχυε στις 27-7-2007, υποχρέωσε την εναγόμενη να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων (τόκων, δόσεων, κ.λπ.) και καταβολών εκ μέρους των εναγόντων, αφού προβεί σε μετατροπή του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου – ευρώ κατά τον ανωτέρω χρόνο εκταμίευσης του ένδικου δανείου, και συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα, με τους αναφερόμενους στην κρινόμενη έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που δέχθηκε την αγωγή, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η από 4-7-2017, με ΓΑΚ……… και ΕΑΚ………., αγωγή. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά των ανωτέρω απορριπτικών διατάξεων της εκκαλούμενης απόφασης δεν έχει ασκηθεί έφεση ή αντέφεση από τους έχοντες προς τούτο έννομο συμφέρον, και επομένως τα σχετικά με αυτές κεφάλαια δεν έχουν μεταβιβαστεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου.

Το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές προβλέπει ότι: «Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση «νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως». Επιπλέον, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: «Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη-μέλη ή η Κοινότητα ότι, γι’ αυτόν, τον λόγο, η έκφραση «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίες εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/12, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με, διατάξεις μιας χώρας-μέλους εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.). Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι «δηλωτικοί», μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι’ αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 : «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα «την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή». Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι «δηλωτικός», ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: «Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου (ΟλΑΠ 4/2019, ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση οι όροι με αριθμούς 4.5 και 8.1 παρ. 3 της επίδικης δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον πρώτο από αυτούς «Η εξόφληση του δανείου από τον οφειλέτη θα γίνει είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα είτε με το  σε ευρώ ισάξιο (αντίτιμο) του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της δόσης με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκύψει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος. Η τιμή αυτή θα είναι υψηλότερη από την τρέχουσα τιμή που η τράπεζα πωλεί το ελβετικό φράγκο και η οποία εμφανίζεται στο ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της τράπεζας», και με το δεύτερο «Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου, πέρα από τις συνέπειες που μνημονεύονται κατά τα λοιπά στην παρούσα, η τράπεζα δικαιούται επίσης (αλλά δεν υποχρεούται) να μετατρέπει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου, όπως η τιμή αυτή προκύπτει από το ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της τράπεζας, την ημερομηνία μετατροπής του συνόλου της οφειλής σε ευρώ και να χρεώνει αυτό, με τόκο υπερημερίας που θα υπολογίζεται με το ισχύον βασικό επιτόκιο της τράπεζας για στεγαστικά δάνεια, πλέον περιθωρίου και της εισφοράς του Ν 128/1975, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. Σε περίπτωση που ισχύει ανώτερο επιτόκιο υπερημερίας θα ισχύει το επιτόκιο τούτο», εντάσσονται στους δηλωτικούς όρους – naturalia negotii – της επίδικης σύμβασης, αφού δεν εισάγουν απόκλιση από τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, χωρίς να τη συμπληρώνουν με επιπλέον ρυθμίσεις και κυρίως χωρίς να εναποθέτει τον προσδιορισμό του ύψους της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην εναγόμενη τράπεζα. Κατά την ανωτέρω ενδοτικού δικαίου διάταξη, κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της συνομολόγησης ή της λήξης του χρέους, αλλά εκείνος της πραγματικής πληρωμής. Η έως τότε τυχόν άνοδος ή πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος αποβαίνει σε βάρος ή προς όφελος, αντίστοιχα, του οφειλέτη. Ο όρος αυτός, που έχει τύχει της έγκρισης του εθνικού νομοθέτη, είναι διαφανής, καθώς γίνεται δεκτό πως ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπησή του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών στις συμβάσεις που αφορά και δεν στηρίζεται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του προμηθευτή. Ο προβλεπόμενος στο άρθρο 291 ΑΚ κανόνας ενδοτικού δικαίου δεν αφορά συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεων, αλλά υποδεικνύει τον τρόπο εκπλήρωσης χρηματικής οφειλής σε ξένο νόμισμα, ανεξάρτητα από το είδος της καταρτισθείσας σύμβασης. Εφαρμόζεται μάλιστα στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, όπως η κρίσιμη δανειακή σύμβαση, με την οποία συνομολογήθηκε οφειλή σε ξένο νόμισμα (ελβετικά φράγκα). Η εναγόμενη τράπεζα για τη ρύθμιση των σχέσεων της με τους ενάγοντες – δανειολήπτες συμπεριέλαβε στις κρίσιμες συμβάσεις όρους, οι οποίοι δεν αποκλίνουν από τις σχετικές διατάξεις του ενδοτικού δικαίου και ως εκ τούτου δεν υπόκεινται στις διατάξεις της Οδηγίας 93/13 και κατ’ επέκταση της νομοθεσίας περί προστασίας καταναλωτή, σε κάθε περίπτωση, δε, οι παραπάνω όροι, οι οποίοι επαναλαμβάνουν τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, δεν μπορεί να θεωρηθούν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, ότι προκαλούν σημαντική διατάραξη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ανάμεσα στον προμηθευτή και τους καταναλωτές. Συνεπώς, οι όροι της δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τους οποίους το δάνειο θα αποπληρώνεται σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της καταβολής είναι Γ.Ο.Σ., που επαναλαμβάνουν εθνική ρύθμιση σε συναλλαγή, που δεν αποκλίνει από το ρυθμιστικό πρότυπο του εθνικού νομοθέτη, όπως το έθεσε όταν θέσπιζε την ως άνω εθνική ρύθμιση. Και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, κατά ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (13η σκέψη Προοιμίου της Οδηγίας και άρθρο 1 § 2 αυτής), κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου της εθνικής νομοθεσίας, δίχως να τροποποιούν το περιεχόμενό τους ή το πεδίο εφαρμογής τους, όπως στην κρινόμενη περίπτωση οι όροι με αριθμούς 4.5 και 8.1 της ένδικης σύμβασης, ως δηλωτικοί, εκφεύγουν του ελέγχου καταχρηστικότητας. Επομένως, το αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης των ως άνω όρων ως καταχρηστικών κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 §§ 1, 6 και 7 του Ν 2251/1994 πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, και συνακόλουθα το παρεπόμενο αίτημα διάπλασης της ένδικης σύμβασης με συμπλήρωση του κενού και ερμηνεία αυτής με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ, καθόσον δεν προκύπτει κενό ρύθμισης που χρήζει αντιμετώπισης με την ανωτέρω διάταξη και διαπλαστικής παρέμβασης του Δικαστηρίου Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή τη βάση της αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας των επίδικων όρων (με αριθμούς 4.5 και 8.1) ως καταχρηστικών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 §§ 1, 6 και 7 του Ν 2251/1994, 281, 806 ΑΚ και της ΠΔΤΕ 2501/2002, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, επομένως, να γίνουν δεκτοί οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτος συναφείς λόγοι της ένδικης έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή, να κρατηθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό και ακολούθως να απορριφθεί ως μη νόμιμο το αίτημα αναγνώρισης των ανωτέρω όρων της ένδικης δανειακής σύμβασης άκυρων ως καταχρηστικών κατά τις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή, που έγινε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο. Τα δικαστικά έξοδα, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, καθόσον από τη διακύμανση της νομολογίας, υπήρξε ιδιαίτερη δυσχέρεια στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα, σύμφωνα με το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 15-10-2018 (ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………/2018) έφεση κατά της με αριθμό 3807/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό …………….., ποσού 150 ευρώ) στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 4-7-2017 (ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……../2017) αγωγή στο σύνολό της.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της, μεταξύ των διαδίκων, τη δικαστική δαπάνη αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στον Πειραιά, στις 19-4-2022, και δημοσιεύθηκε, στις 19-5-2022, στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ