Αριθμός 742/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία ………………, νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος, ως Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ως διαδίκου μη δικαιούχου δυνάμει των Διατάξεων του Ν. 4354/2015 (άρθρο 2 παρ. 4) και της Πράξης 118/19-5-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, ως νομίμως εκπροσωπείται, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας …………… ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ευαγγελία Χαλδαίου.
Α. ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιά της Δικηγόρο Δήμητρα-Ευγενία Πουλημένου.
Β. ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας ……………… νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση αριθμ. 241/10/31-7-2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ως Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις – Μη Δικαιούχου Διαδίκου, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 και την Πράξη 118/2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, ως ισχύουν, και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας ………………. ως ειδικής διαδόχου των απαιτήσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………..η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ευαγγελία Χαλδαίου.
Β. ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………., ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ευαγγελία Χαλδαίου.
Β. ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ……………η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιά της Δικηγόρο Δήμητρα-Ευγενία Πουλημένου.
Η υπό στοιχ. Α εφεσίβλητη-Β καθ΄ ης η πρόσθετη παρέμβαση άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.9.2018 (αρ. καταθ. …………/20-9-2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 647/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ως άνω υπό στοιχ. Α εκκαλούσα με την από 17.2.2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕφΠειρ ……………/2020) αρχικά η 4η.2.2021 και, μετά από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Επιπροσθέτως η υπό στοιχ. Β προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 29.1.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕφΠειρ …………../2021) πρόσθετη παρέμβασή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου (και του Εφετείου), περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης (και της έφεσης αντίστοιχα), εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους (ΑΠ 1736/2017). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 215 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, και 81 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όπως συνάγεται από τη διάρθρωση του πραγματικού αυτών, η επέλευση των συνεπειών της άσκησης τόσο της αγωγής, όσο και της παρεμβάσεως, εξαρτάται από την ενέργεια και των δύο επιμέρους διαδικαστικών πράξεων, λαμβανομένων σε ενότητα, ώστε η έλλειψη της επιδόσεως να συνιστά έλλειψη όρου του υποστατού αυτών. Γι΄ αυτό όταν δεν έχει γίνει επίδοση της αγωγής ή της παρεμβάσεως, τότε η μεν άσκηση αυτών δεν επιφέρει τα αποτελέσματά της, η δε έλλειψη αυτή λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο είτε κατ΄ ένσταση είτε αυτεπαγγέλτως, δεν υπάρχει δε κατ΄ αρχήν τρόπος θεραπείας της έλλειψης παρά μόνο με την ενέργεια της ελλείπουσας επίδοσης και βέβαια μέσα την νόμιμη προθεσμία, διότι άλλως το ένδικο βοήθημα θεωρείται ως μη ασκηθέν, όπως ρητά διαγράφει πλέον τη συνέπεια αυτή για την αγωγή (άρα κατά παραπομπή και για την παρέμβαση) το νέο άρθρο 215 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 267/2021). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1260/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78 του ίδιου Κώδικα (ΚΠολΔ). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 177/2017, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΑΠ 1248/1998). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του υπέρ ου η παρέμβαση κατά την απουσία του, από τον αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντα και αντιστρόφως (ΕφΘεσ 78/2017 Αρμ. 2017.1156, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1250/2009 ΕλλΔνη 2012.790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΑΠ 1191/2003, ΕφΘεσσαλ 982/2021, ΕφΘεσ 570/2019). Λόγω δε της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας για τους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008, ΑΠ 1145/2007, ΕφΛαρ 212/2015, ΕφΛαρ 343/2012, ΕφΙωαν 75/2005, ΕφΑθ. 205/2002, Β. Βαθρακοκοίλη: Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, τομ. Α΄, άρθρο 76 σελ. 523, παρ. 33, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 83, σελ. 193, παρ. 1 και άρθρο 76, σελ. 178, παρ. 7).
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 225 και 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επί ειδικής διαδοχής στο επίδικο πράγμα, κατά τη διάρκεια της δίκης, δικαιούται να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης, όχι μόνον ο ίδιος ο διάδικος που νικήθηκε, αλλά και ο ειδικός διάδοχός του, αυτοτελώς και παραλλήλως με αυτόν, είτε άσκησε, είτε όχι, παρέμβαση στη δίκη (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας: ΚΠολΔ, τομ. Ι, στα άρθρα 225 αρ. 4 και 516 αρ. 11, Β. Βαθρακοκοίλης: ΚΠολΔ στα άρθρα 225, αρ. 20 και 516 αρ. 3, Σαμουήλ Σαμουήλ: Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, εκ. 2009, παρ. 306, σελ. 139). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ εδ. γ΄, δ΄ και ε΄ του Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης» (ΑΠ 877/2019, ΑΠ 368/2019, ΕφΘεσσαλ 982/2021 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 498 και 19 του ΚΠολΔ),: α) η από 17-2-2020 (αρ. καταθ. ……./2020) έφεση της εταιρείας με την επωνυμία «………………..» με έδρα την Αθήνα, νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος, ως Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ως διαδίκου μη δικαιούχου δυνάμει των Διατάξεων του Ν. 4354/2015 (άρθρο 2 παρ. 4) και της Πράξης 118/19-5-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, ως νομίμως εκπροσωπείται, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……………..» (……………..) που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», δυνάμει της από 14 Δεκεμβρίου 2018 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε στο Δημόσιο Βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών σε βάρος της εφεσίβλητης-ανακόπτουσας ……….. και κατά της υπ΄ αρ. 647/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ. 2 εδ. β΄, 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων, και β) η από 29-1-2021 (αρ. καταθ. …./2021) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενης και νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση αριθμ. 241/10/31-7-2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ως Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις-Μη Δικαιούχου Διαδίκου, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 και την Πράξη 118/2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, ως ισχύουν, και ως εντολοδόχου και ειδικής πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……………» (εφεξής «………..») με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, ως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 01 Δεκεμβρίου 2020 Σύμβασης Διαχείρισης και του σχετικού Ειδικού Πληρεξουσίου, της τελευταίας («………») ως ειδικής διαδόχου των απαιτήσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία (πρώην) ………………, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 14 Δεκεμβρίου 2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 (άρθρο 3 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000) που ασκήθηκε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Εφετείου με το από 29-1-2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού (Εφετείου Πειραιώς) με αρ. καταθ. …./2021. Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε νομίμως, επί της έδρας, τις από 7-4-2022 έγγραφες προτάσεις στις οποίες, μεταξύ άλλων, αναγράφει ότι συζητείται η από 17-2-2020 με αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020 (στο Πρωτοδικείο Πειραιώς) και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020 (στο Εφετείο Πειραιώς) έφεση της υπέρ ης η παρέμβασή της (ως διαχειρίστριας, κατά το χρόνο ασκήσεως της έφεσης, της ………..) κατά της υπ΄ αρ. 647/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Περιουσιακές Διαφορές) συνεκδικαζόμενη με την από 29-1-2021 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ: …………./2021 πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ της αρχικής διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία «…………….». Πλην όμως, την ένδικη αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της άσκησε υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «……..» ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ……………….. λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, η οποία δεν είναι διάδικος στην κύρια δίκη στον παρόντα βαθμό. Ακολούθως, προκύπτει ότι η ως άνω αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως α) στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση (καθ΄ ης η ανακοπή), η οποία όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι διάδικος στην παρούσα κύρια δίκη, ήτοι στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία …………. και το διακριτικό τίτλο ……… ως καθολική διάδοχο της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …………….. λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας και β) στην εφεσίβλητη – ανακόπτουσα – καθ΄ ης η πρόσθετη παρέμβαση, …………, (βλ. αντίστοιχα τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ΄ αρ. ………/3-2-2021 και ………./3-2-2021 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., μέλους της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα). Η ως άνω Τράπεζα εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο ……………, πλην όμως, δεν κατέθεσε προτάσεις που είναι υποχρεωτικές ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και συνεπώς δεν είναι νόμιμη η παράστασή της. Ενόψει δε του ότι έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως για να παρασταθεί κατά την εκδίκαση αυτής (αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης), πρέπει να δικασθεί ερήμην. Περαιτέρω η ως άνω αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δεν επιδόθηκε στην εκκαλούσα, διάδικο της κύριας δίκης στον παρόντα βαθμό, εταιρεία με την επωνυμία «……………..» με έδρα την Αθήνα, νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, ως Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ως διάδικο μη δικαιούχο δυνάμει των Διατάξεων του Ν. 4354/2015 (άρθρο 2 παρ. 4) και της Πράξης 118/19-5-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, ως νομίμως εκπροσωπείται, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» (………………) που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, ειδική διάδοχο της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», δυνάμει της από 14 Δεκεμβρίου 2018 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε στο Δημόσιο Βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Ως προς την ως άνω δε εκκαλούσα δεν γίνεται επίκληση από την προσθέτως παρεμβαίνουσα επίδοσης προς αυτήν της πρόσθετης παρέμβασης, ούτε προσκομίζεται σχετική έκθεση επίδοσης. Συνεπώς, αφενός αφού η παρέμβαση ασκήθηκε υπέρ μη διαδίκου στην παρούσα κύρια δίκη, σε κάθε δε περίπτωση αφού δεν έγινε επίδοση της πρόσθετης παρέμβασης σε όλους τους κυρίως διαδίκους και επομένως δεν ολοκληρώθηκε η άσκησή της, κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα, σύμφωνα με τα προπαρατιθέμενα, πρέπει αυτή (παρέμβαση) να απορριφθεί ως απαράδεκτη (πρβλ. ΑΠ 267/2021, ΑΠ 86/2018, ΑΠ 1736/2017).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 7 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 591, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από την 1-1-2022 και διαμορφώθηκε δυνάμει των άρθρων 39 και 120 του Ν. 4842/2021, ΦΕΚ Α΄ 190, κατά δε το άρθρο 116 παρ. 3α, του αυτού Νόμου, όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 2 του Ν. 4871/2021, ΦΕΚ Α΄ 246, και συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 4912/2022, ΦΕΚ Α΄ 59: «3. α) H περ. στ΄ της παρ. 1, το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 2, η παρ. 4, το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 και η παρ. 8 του άρθρου 591, το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 633, καθώς και το άρθρο 636Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιούνται με τον παρόντα, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις.» ορίζεται (άρθρο 591 παρ. 7 εδ. β΄ του ΚΠολΔ) ότι «Σε περίπτωση ερημοδικίας του ανακόπτοντος, του εκκαλούντος, του αντεκκαλούντος ή του αιτούντος την αναψηλάφηση, το αντίστοιχο ένδικο μέσο απορρίπτεται.». Εξάλλου κατ΄ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 του ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο Δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως συντελείται, κατά το άρθρο 498 του ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (ΑΠ 85/1994 ΕλλΔνη 1995.346, ΑΠ 1207/1985 ΝοΒ 1986.516, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας: ΚΠολΔ, στο άρθρο 518, αρ. 5) και υποδηλώνει τη βούλησή του ότι επιθυμεί την εκδίκασή της, ενώ η μη επίδοσή της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου. Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε από τον εκκαλούντα, αλλά τυχαία αυτός έλαβε γνώση της συζήτησης, δεν μπορεί να προσέλθει αυτοβούλως και να επιμείνει στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην του εκκαλούντος, αν δεν τον έχει ο ίδιος κλητεύσει νομίμως και εμπροθέσμως, καθόσον ο προσδιορισμός δικασίμου της εφέσεως με επιμέλεια του εκκαλούντος και η στη συνέχεια μεταμέλειά του για την κλήτευση του εφεσίβλητου και την παράσταση του ίδιου στη συζήτηση, υποδηλώνει μεταμέλεια για συζήτηση της υπόθεσης που ο ίδιος έθεσε σε κίνηση και επομένως η συζήτησή της θα ήταν αντίθετη προς τη θεμελιακή αρχή της διάθεσης (ΑΠ 145/2009, ΕφΠειρ 321/2021, ΕφΛαρ 84/2020, ΕφΠειρ 38/2019, ΕφΑθ 2630/2017, ΕφΘεσ 1456/2017, ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης: ΚΠολΔ, στο άρθρο 531, αρ. 3, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας: ΚΠολΔ, στο άρθρο 272, αρ. 1). Επομένως, αν ο εκκαλών δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη της κλήτευσής του και αν μεν δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της εφέσεως, το Δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε, αντιθέτως, επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, η έφεση απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση, όπως προαναφέρθηκε και, η ένδικη από 17-2-2020 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 21-2-2020, κατά της υπ΄ αρ. 647/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ. 2 εδ. β΄, 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015), την από 19-9-2018 (αρ. καταθ. ……./20-9-2018) ανακοπή της ………… κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και με διακριτικό τίτλο «………….», με την οποία για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, ζητούσε να ακυρωθούν α) η υπ΄ αρ. …………../2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ΄ ης η ανακοπή Τράπεζα το ποσό των 30.051,61 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων και β) η από 3-9-2018 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής και η στηριζόμενη σ΄ αυτήν αναγκαστική εκτέλεση, καθώς και να καταδικασθεί η καθ΄ ης η ανακοπή στη δικαστική της δαπάνη.
Από το προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη (η οποία επικαλείται την επίδοση της έφεσης προς αυτήν) ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως που φέρει σημείωση Δικαστικού Επιμελητή, προκύπτει ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της πληρεξούσιας Δικηγόρου της εκκαλούσας, ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με πράξεις καταθέσεως, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 4-2-2021, επιδόθηκε την 27-2-2020, νομοτύπως και εμπροθέσμως, στην εφεσίβλητη. Συνεπώς η εκκαλούσα επέσπευσε η ίδια τη συζήτηση της εφέσεως κατά τη δικάσιμο της 4-2-2021, οπότε οι διάδικοι παραστάθηκαν, η μεν εκκαλούσα δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, η δε εφεσίβλητη δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της (με δήλωση του άρθρου 242 του ΚΠολΔ) και η συζήτηση της έφεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε νομίμως στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο της, η δε εφεσίβλητη παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της. Η εκκαλούσα όμως δεν κατέθεσε προτάσεις που είναι υποχρεωτικές ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και συνεπώς δεν είναι νόμιμη η παράστασή της. Ενόψει δε του ότι η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο θεωρείται ως κλήτευση ως προς όλους τους διαδίκους [άρθρο 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη κατ΄ άρθρο 498 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 960/2012, ΕφΚρητ 183/2009)], πρέπει να δικασθεί ερήμην, αφού η ίδια επέσπευσε την εκδίκαση της ένδικης εφέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελική κρίση για την εμφάνιση και εκπροσώπηση των διαδίκων ανήκει στο Δικαστήριο και αποτυπώνεται στην απόφασή του (άρθρα 300 και 312 του ΚΠολΔ, ΕφΑθ 1710/2005, ΕφΑθ 2395/2003, ΕφΑθ 4658/1999). Εξάλλου αφού απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δεν τίθεται ζήτημα αντιπροσωπεύσεως της εκκαλούσας από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα. Κατά συνέπεια η ένδικη έφεση κατά της υπ΄ αρ. 647/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Πρέπει, επίσης, για την περίπτωση που ασκηθεί κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501 παρ. 1, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ …………./2020, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ), στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθούν η εκκαλούσα και η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα επίσης λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης-καθ΄ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει α) την από 17-2-2020 (αρ. καταθ. ………./2020) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 647/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ. 2 εδ. β΄, 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015), ερήμην της εκκαλούσας και β) την από 29-1-2021 (αρ. καταθ. ……/2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 17-2-2020 (αρ. καταθ. …/2020) έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ………/2020, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.
Απορρίπτει την από 29-1-2021 (αρ. καταθ. …../2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
Καταδικάζει την εκκαλούσα και την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης-καθ΄ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 400 ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 27-12-2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχωρήσεως της Δικαστή Αικατερίνης Κοκόλη, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων των παρασταθέντων διαδίκων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ