Αριθμός 29/2023
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τμήμα Ναυτικών Διαφορών)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, Αντώνιο Αλαπάντα, Εφέτη -Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: ανώνυμης εταιρείας …………….. και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικολάου Λύγουρη (Δ.Σ.Αθηνών) με δήλωση κατά το άρθρο 242§2 ΚΠολΔ, που προκατέθεσε προτάσεις.
Της εφεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………………… παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Θωμά Στάικου (Δ.Σ.Αθηνών) με δήλωση κατά το άρθρο 242§2 ΚΠολΔ, που προκατέθεσε προτάσεις.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 29.3.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………./2010 αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτή. Το Δικαστήριο αυτό εξέδωσε τη με αρ. 3928/2007 απόφασή του, με την οποία κήρυξε την αναρμοδιότητα του και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο (κατ’ άρθρο 51 ν. 2172/1993) Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (τμήμα Ναυτικών Διαφορών), το οποίο, κατόπιν της από 4.12.2017 και με αρ. εκθ. καταθ. …………../2017 κλήσης της ενάγουσας, εξέδωσε τη με αρ. 4205/2018 απόφαση που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εκκαλούσα με την από 13.7.2020 έφεση (με αρ. εκθ. καταθ. …………../ 20.7.2020), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, στο παρόν Δικαστήριο με την υπ’ αρ. …………../5.11.2011 πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με αύξοντα αριθμό πινακίου 2, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν κατά τα ανωτέρω.
AΦOY MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TO NOMO
Επειδή η υπό κρίση από 13.7.2020 έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας κατά της υπ’ αρ. 4205/12.9.2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τμήμα ναυτικών διαφορών) που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 19 περ. β` ΚΠολΔ (και άρθρο 51 ν. 2172/1993), αφού αυτή κατατέθηκε από την εκκαλούσα στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 20.7.2020, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του δικογράφου έφεσης υπ’ αρ. ……………./20.7.2020 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τα άρθρα 511, 513 §§ 1 στοιχ. β`, 516 § 1, 517 εδ. α`, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ και συνεπώς, παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι: α) κατατέθηκε το προβλεπόμενο στο άρθρο 495§3 Α ΚΠολΔ παράβολο για την άσκηση έφεσης, ποσού 150 ευρώ, με αρ. …………… και β) δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, πρέπει η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533§1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία.
Επειδή η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την ως άνω από 29.3.2010 αγωγή της, εξέθεσε ότι ανέλαβε από 1.1.2003 και για σαράντα έτη τη διαχείριση και εκμετάλλευση του τουριστικού Λιμένα Ζέας Πειραιώς, τον οποίο μίσθωσε από την εταιρία με την επωνυμία «…………….». Ότι η εναγόμενη τράπεζα έχει επιβάλει αναγκαστικές κατασχέσεις στα αναλυτικώς περιγραφόμενα στην αγωγή σκάφη «ΝΑ», «Ξυ», «Ζ», «Λ» και «ΒΛ», με συνέπεια την κατά νόμο απαγόρευση απόπλου τους και την αδυναμία μεθόρμισής τους, που επιδείνωσε την ήδη επαχθή για την ενάγουσα κατάσταση λόγω της ανεξόφλητης οφειλής των τελών ελλιμενισμού για τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα μέχρι την επιβολή των κατασχέσεων από τις πλοιοκτήτριες εταιρίες. Ότι η τράπεζα «………….» καταβάλει τα τέλη ελλιμενισμού στην ενάγουσα για το αναγκαστικώς κατασχεθέν από αυτήν σκάφος «Σ». Ότι η παράλειψη της εναγόμενης να της καταβάλει τα οφειλόμενα τέλη ελλιμενισμού των κατασχεθέντων σκαφών ή να εξεύρει επαρκή χερσαίο χώρο για την εναπόθεσή τους, ώστε η ενάγουσα να αξιοποιήσει επωφελώς τις θέσεις αγκυροβολίας, παρά την περί του αντιθέτου διαβεβαίωση εκπροσώπων της εναγόμενης, εν όψει και του γεγονότος ότι οι πλειστηριασμοί των ανωτέρω σκαφών έχουν αποβεί άκαρποι, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης κατά την καλή πίστη ενέργειας και αδικοπραξία (κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ), συνεπεία της οποίας η ενάγουσα υφίσταται ζημία, η οποία συνίσταται στη μη είσπραξη των οφειλόμενων, σύμφωνα με το σχετικό τιμολόγιο και τις διαστάσεις εκάστου σκάφους, τελών ελλιμενισμού από τη χρήση των θέσεων αγκυροβολίας που έχουν καταλάβει τα ανωτέρω σκάφη από τις αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες επιβολής των αναγκαστικών κατασχέσεών τους. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζητούσε, μετά από μερική παραίτηση από το δικόγραφο ως προς τα οφειλόμενα τέλη του σκάφους με το όνομα «Σ1» με τις προτάσεις της και με δήλωσή της στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα με αρ. 3928/2017 πρακτικά συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και με παραδεκτή μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωσή της στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα ίδια πρακτικά συνεδρίασης, όπως οι σχετικές δηλώσεις επαναλήφθηκαν και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 39.648 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ύψος των οφειλόμενων τελών ελλιμενισμού, όπως αναλύονται στην αγωγή, καθώς και το ποσό των 80.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία αυτή, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αρ. 4905/2018 εκκαλούμενη οριστική απόφαση που εκδόθηκε κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, απέρριψε ως μη νόμιμη την ως άνω αγωγή και καταδίκασε την ενάγουσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εναγόμενης, την οποία προσδιόρισε στο ποσό των 2.400 ευρώ.
Επειδή με την υπό κρίση έφεση παραπονείται η εκκαλούσα ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την ως άνω εκκαλούμενη απόφασή του, εσφαλμένως εφάρμοσε το νόμο και απέρριψε την αγωγή της ως μη νόμιμη, ενώ αυτή είναι νόμω και ουσία βάσιμη και θα έπρεπε να την κάνει δεκτή. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, η ως άνω από 29.3.2010 αγωγή, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη (δηλαδή με βάση τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν θεμελιώνεται παράνομη και αποδοκιμαζόμενη από την έννομη τάξη και τα χρηστά ήθη συμπεριφορά της εναγόμενης, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών των άρθρων 914 και 919 ΑΚ), όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, για τους εξής λόγους: η παραμονή των ως άνω αναγκαστικώς κατασχεθέντων σκαφών από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη στις θέσεις αγκυροβολίας τους στη Μαρίνα Ζέας, που εκμεταλλεύεται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, συνιστά άμεση συνέπεια της κατάσχεσης και της εκ του άρθρου 1 π.δ. 280/2000 συνακόλουθης απαγόρευσης απόπλου τους. Ο αναγκαστικώς κατάσχων δεν υποχρεούται να καταβάλλει τα τέλη ελλιμενισμού για το κατασχεθέν (από αυτόν) σκάφος, υποχρέωση η οποία βαρύνει την πλοιοκτήτρια εταιρία ή τον χρήστη (μεσεγγυούχο) του σκάφους (άρθρο 2§4 Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, Υ.Α Τ/9803/2003, Φ.Ε.Κ Β 1323/16.9.2003 που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 31α ν. 2160/1993), ούτε υφίσταται υποχρέωσή του αναγκαστικώς κατασχόντος για την ανεύρεση άλλου χώρου μεθόρμισης ή εναπόθεσης του σκάφους, προκειμένου η εταιρεία που εκμεταλλεύεται τον τουριστικό λιμένα (εν προκειμένω η εκκαλούσα) να μην στερηθεί των τελών από τη μίσθωση του σχετικού χώρου σε άλλο σκάφος, ενώ όλως αορίστως επικαλείται στην αγωγή σχετικές προφορικές διαβεβαιώσεις εκπροσώπων της εφεσίβλητης (χωρίς να αναφέρει πότε και ποιοί είναι αυτοί και με ποια ιδιότητα εκπροσωπούσαν και δέσμευαν την εφεσίβλητη). Εξ άλλου, το γεγονός ότι η τράπεζα «……….», που έχει κατάσχει αναγκαστικώς άλλο σκάφος, καταβάλλει τέλη ελλιμενισμού στην εκκαλούσα, δεν θεμελιώνει σχετική υποχρέωση της εφεσίβλητης. Επί πλέον η μη καταβολή των τελών ελλιμενισμού από την εφεσίβλητη στην εκκαλούσα, ακόμη και μετά από άκαρπους πλειστηριασμούς του σκάφους, δεν αποτελεί παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας σύμφωνα με την καλή πίστη (άρθρα 200, 281, 288 ΑΚ) και δεν συνιστά συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη κατά το άρθρο 919 ΑΚ (με βάση τις ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, βλ. ΑΠ 601/2022). Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την έφεση αυτή ως άνω παραβόλου ποσού 150 € στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 176, 183, 191§2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.-
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό της μέρος .Και την
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως προς το ουσιαστικό της μέρος.-
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος για την έφεση αυτή ως άνω ηλεκτρονικού παραβόλου (ποσού 150 ευρώ) στο Δημόσιο Ταμείο.-
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα (δεύτερο) βαθμό, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.-
Κρίθηκε, αποφασίστηκε, στον Πειραιά, στις 12 Ιανουαρίου 2023 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 18 Ιανουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ