ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (3ο Τμήμα)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (Εργατικών) ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 46/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, T.Λ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας-εφεσίβλητης, εδρεύουσας στον Πειραιά (…………..) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ Α.Ε» και τον διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ ΑΕ», νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Ελένης Ζησοπούλου, με δήλωση κατ’άρθρο 242 § 2 του ΚΠολΔ.
Των καθ’ών η κλήση-εκκαλούντων : 1) ………… 2) …………… 3) ………….. 4) ………….. οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 9-4-2009 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………./9-4-2009) αγωγή τους, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 187/2010 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή.
Οι ενάγοντες με την από 28-1-2013 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………../24-1-2013) έφεσή τους που απηύθυναν στο παρόν Δικαστήριο, προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.
Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 224/2016 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση, ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν.
Την αναίρεση της τελεσίδικης αυτής απόφασης ζήτησε η εναγομένη, με την από 20-7-2016 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 227/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου (Β2΄ Πολιτικού Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε η παραπάνω απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Ήδη, με την από 22-3-2022 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../30-3-2022) κλήση της εναγομένης, που γράφτηκε στο πινάκιο, επαναφέρθηκε η υπόθεση προς συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της, η πληρεξουσία δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε τις προτάσεις της, ενώ οι εκκαλούντες δεν παραστάθηκαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 579 § 1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, και κατά το άρθρο 581 § § 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 294/2015, ΔΙΜΕΕ 2015.397). Έτσι, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή ως προς τα κεφάλαιά της (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), που προσβλήθηκαν με την αναίρεση, όχι δε ως προς άλλα κεφάλαιά της, εκτός αν τα τελευταία συνάπτονται αρρήκτως με τα κεφάλαια ως προς τα οποία χώρησε αναίρεση της αποφάσεως, οπότε συναναιρούνται [ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, ό.π, ΕφΑθ (Μον) 92/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Ως αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαια, στα οποία επεκτείνεται η αναίρεση, νοούνται όσα αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, τα οποία συναναιρούνται, και, επομένως ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της (ΑΠ 86/2021, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020 ό.π). Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή (ΑΠ 1216/2021 ό.π), και οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση (ΑΠ 86/2021, ΑΠ 1215/2021, ΕφΑθ 3428/2015 ό.π), και αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή) (ΑΠ 1216/2020, ΑΠ 86/2021, ΕφΠειρ 294/2015, ό.π). Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το τελευταίο, ως Δικαστήριο της παραπομπής σύμφωνα με τις προμνημονευθείσες διατάξεις, επανεκδικάζει την έφεση, ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση (ΑΠ 86/2021, ΑΠ 1215/2021, ό.π, ΕφΑθ 334/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συνεπώς, δεν μπορεί να εξετάσει τα λοιπά κεφάλαια ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, είτε διότι δεν προσβλήθηκαν με λόγο αναίρεσης, είτε επειδή απορρίφθηκαν οι προβληθέντες σχετικοί λόγοι αναίρεσης, διότι διαφορετικά θα προσέβαλε το δεδικασμένο, το οποίο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 332 του ΚΠολΔ. Όμως, το δικαστήριο της παραπομπής δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας και να εκτιμήσει διαφορετικά, από την αναιρεθείσα, τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη. Το εφετείο δεσμεύεται μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό. Τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι κατ` αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτήν, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της εφέσεως, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι είναι ως λόγοι εφέσεως απαράδεκτοι [ΑΠ 86/2021, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, ΕφΑΘ (Μον) 92/2022 ό.π]
Πλέον αυτών, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 § § 1-2 και 524 § 1-3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και το άρθρο 28 του ν. 4842/2021 (τεύχος Α΄190/13-10-2021), αντίστοιχα, συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος, και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτήν (ΑΠ 314/2011, Νοβ 2011.2161, ΕφΠατρ 192/2018, ΕφΠατρ 26/2018, ΕφΠατρ 62/2017 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Σημειώνεται, ότι στην παρ. 3 εδ.α΄του άρθρου 524 του ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε κατά τα άνω, με το άρθρο 28 παρ.3 του ν.4842/2021 με έναρξη ισχύος, κατ’άρθρο 120 εδ.β΄ αυτού, από την 1-1-2022, εφαρμοζόμενου και επί εκκρεμών ένδικων μέσων (άρθρο 116 παρ.2 β) αυτού), προβλέπεται πλέον ότι, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται κατ’ουσίαν, με την προϋπόθεση ότι είναι παραδεκτή, με αποτέλεσμα να προηγείται η εξέταση του παραδεκτού της.Στην κρινόμενη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 9-4-2009 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./9-4-2009) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίστηκαν ότι προσελήφθησαν, ο μεν πρώτος στις 28-3-1973 και ο σύζυγος και πατέρας των λοιπών, ……………., στις 24-10-1967, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψαν με την εναγομένη και ότι έκτοτε εργάστηκαν ως λιμενεργάτες, όντας αμφότεροι έγγαμοι με δύο παιδιά, γεγονός το οποίο και της γνωστοποίησαν. Ακολούθως, επικαλούμενοι εσφαλμένο υπολογισμό των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας τους κατά τα έτη 2001-2005 εκ μέρους της εναγομένης, ζητούσαν κυρίως κατά τις διατάξεις των συμβάσεων εργασίας τους και επικουρικά εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί αυτή να τους καταβάλει, ως μισθολογικές διαφορές αποδοχών και επιδόματος αδείας, στον πρώτο, το ποσό των 51.198,72 ευρώ, στη δεύτερη το ποσό των 8.176,65 ευρώ και σε καθέναν από την τρίτη και τέταρτη, το ποσό των 11.514,97 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύονταν, με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, και επικουρικά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 187/2010 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως αόριστη η επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και στη συνέχεια, απορριπτομένης της ένστασης παραγραφής και γενομένης δεκτής της έντασης καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.
Κατά της αποφάσεως αυτής, οι ενάγοντες άσκησαν την από 28-1-2013 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./24-1-2013) έφεσή τους που απηύθυναν στο παρόν Δικαστήριο, με την οποία προσέβαλαν την εκκαλουμένη για τους ειδικότερους λόγους αυτής, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας, μετά την τυπική παραδοχή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή τους.
Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 224/2016 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν η έφεση και αφού εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα επιμέρους κονδύλια που αφορούσαν αιτούμενες αποδοχές αδείας, και, απορριπτομένων των ενστάσεων παραγραφής και καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, γενομένης δε δεκτής της ένστασης συμβιβασμού που πρότεινε η εναγομένη-εφεσίβλητη, έγινε δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 7.424,70 ευρώ, στη δεύτερη, το ποσό των 1.434,09 ευρώ, και σε καθεμία από τις τρίτη και τέταρτη το ποσό των 2.151,14 ευρώ, ως διαφορές επιδομάτων αδείας των ετών 2001-2005, πλην του έτους 2003, με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφλησή του, και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγομένη άσκησε την από 20-7-2016 αίτηση αναιρέσεως. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 227/2018 απόφαση του Β2΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η παραπάνω απόφαση, για παραβίαση εκ μέρους του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, της διάταξης του άρθρου 559 περ. 1 του ΚΠολΔ, ήτοι για παράβαση των μνημονευόμενων σε αυτήν διατάξεων, με την αιτιολογία ότι από το σκεπτικό της δεν προέκυπτε ο τρόπος υπολογισμού του επιδόματος αδείας, ανά έτος, που δικαιούνταν οι ενάγοντες, με βάση το άρθρο 35 του Κανονισμού Εργασίας Λιμένος Πειραιώς, αλλά και με βάση της επιταγές της κοινής εργατικής νομοθεσίας (ν.4504/1966 σε συνδυασμό με τον α.ν 539/1945) ώστε από τη σύγκρισή τους να οδηγηθεί στην ευνοϊκότερη γι’αυτούς ρύθμιση. Παράλληλα, είχε χρησιμοποιήσει ως βάση υπολογισμού τους την τελική αμοιβή που προέκυπτε «από την απόδοση» και την «επικρατέστερη απασχόληση» κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασίας, χωρίς την προαπαιτούμενη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές ενέπιπταν στο σύνολό τους στην έννοια των τακτικών αποδοχών. Ακολούθως, παραπέμφθηκε η υπόθεση για εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Ήδη, με την από 22-3-2022 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………../30-3-2022) κλήση της εναγομένης, και, συνεπώς, με επιμέλειά της, επαναφέρθηκε προς συζήτηση η υπό κρίση έφεση, κατά το αναιρεθέν σκέλος της. Όπως περαιτέρω προκύπτει από τις υπ’αριθμ. ……../13-7-2022 και ………../14-7-2022 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….., αντίγραφο αυτής, με πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου, την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, και κλήση για να παρασταθούν οι εκκαλούντες κατά τη συζήτησή της, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σε αυτούς. Οι τελευταίοι, όμως, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, κατ’άρθρο 242 § 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή τους στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις, και, συνεπώς, πρέπει, σύμφωνα με τη συναφή σκέψη που προεκτέθηκε, να δικαστούν ερήμην. Προ της κατ’ουσίαν απόρριψης της εφέσεως για τον λόγο αυτό, ωστόσο, θα πρέπει κατά τα προεκτεθέντα, να προηγηθεί η εξέταση του παραδεκτού της. Η έφεση αυτή, έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει προ της αντικατάστασής της από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1 και 517 του ΚΠολΔ)] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), δηλαδή πριν την παρέλευση τριάντα ημερών από την κοινοποίησή της (σχετ. η από 27-12-2012, κατ’άρθρο 139 παρ. 3 του ΚΠολΔ, σημείωση του δικαστικού επιμελητή …………, επί προσκομιζόμενου αντιγράφου της), ενώ δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου ούτε για το παραδεκτό της ήταν αναγκαία η κατάθεση παραβόλου κατά την άσκησή της, ως εκ της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ.4 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να απορριφθεί κατ’ουσίαν, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των απολιπόμενων εκκαλούντων (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ, όπως το ορισθέν από την τελευταία ποσό, αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 35 § 3 γ΄ του ν.4446/2016 [ΦΕΚ Α 240/22-12-2016 με έναρξη ισχύος από τις 23-1-2017, κατ’άρθρο 45 αυτού]) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 28-1-2013 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./24-1-2013) έφεση των εναγόντων κατά της υπ’αριθμ. 187/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το σκέλος της που αναιρέθηκε η υπ’αριθμ. 224/2016 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ερήμην των εκκαλούντων.
ΟΡΙΖΕΙ το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για καθέναν εκ των απολιπομένων εκκαλούντων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την υπό κρίση έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 24 -1- 2023.
Η Δικαστής Η Γραμματέας