ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 51/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – εναγόμενου: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Χάλαρη (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Κορφιάτη (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 201/2021 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 08.10.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/12.10.2021 και ειδικό …../12.10.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../12.10.2021 και ειδικό ……/12.10.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 1906/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 94/2011 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του, όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεσή του, τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1075/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 45.1100, ΜονΕφΠειρ 433/2016 ΝΟΜΟΣ). Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τακτική παραδοχή της έφεσης χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 121/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 307/2018 ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνο ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξόφλησης, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΜονΕφΠειρ 23/2017 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγόμενου. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 201/2021 απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην του εναγόμενου, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη, με εφαρμογή του τεκμηρίου ερημοδικίας κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ, διότι, λόγω της ερημοδικίας του εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θεωρήθηκαν ομολογημένοι, εκτός από το ύψος της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας, το οποίο προσδιορίσθηκε στο εύλογο ποσό των 2.000,00 ευρώ, και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος με την από 08.10.2021 έφεσή του και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – εναγόμενο την 14.09.2021 (βλ. Την υπ’ αριθ. …./14.09.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …… …….), η δε κρινόμενη από 08.10.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 12.10.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../12.10.2021 και ειδικό ……/12.10.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, σύμφωνα με το αναφερόμενο στη νομική σκέψη άρθρο 528 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι ο εναγόμενος ήδη εκκαλών με την έφεσή του αρνείται την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί και να δικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων το Δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο σε ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων τούτων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα (ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 408/2007 ΕλλΔνη 2008. 200, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2007. 500, ΑΠ 408/2007 ΔΕΕ 2007. 1218, ΕφΑθ 377/2007 ΕΦΑΔ 2008. 64). Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ, εξύβριση διαπράττει όποιος με λόγο ή έργο ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο προσβάλει την τιμή άλλου (ΑΠ 855/2022 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας) (ΑΠ 587/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 634/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1452/2007 ΕλλΔνη 2009. 479). Παράνομη είναι η συμπεριφορά όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειες, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος είναι υποχρεωμένος είτε από διάταξη νόμου, είτε από γενική αρχή του δικαίου, οι οποίες επιτάσσουν να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια, να την παραλείπει. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε, πράγματι δε επέφερε τη βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ακολούθως, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσης. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006. 757, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005. 394, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008. 67, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007. 885, ΜονΕφΠειρ 416/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι, όμως, προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 614 παρ. 1 και 7 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών δικάζονται και οι διαφορές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, δηλαδή οι κάθε φύσεως διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε δια του τύπου ή με ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές, ή μέσω διαδικτύου και γενικά κάθε άλλο σύγχρονο μέσο διάδοσης πληροφοριών και ειδήσεων, όπως και οι συναφείς προς αυτές αξιώσεις προστασίας της προσωπικότητας των προσβληθέντων. Συνεπώς, κατά την ανωτέρω ειδική διαδικασία δικάζονται οι διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης που προκλήθηκε με τους ως άνω αναφερόμενους τρόπους, όπως είναι οι διαφορές που εισάγονται με αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος με εξύβριση ή συκοφαντική δυσφήμηση μέσω διαδικτύου ή μέσω τηλεοπτικών εκπομπών, στρεφόμενες τόσο κατά προσώπων που συνδέονται άμεσα με τη λειτουργία του τύπου, όσο και κατά προσώπων που συμμετείχαν στην προσβολή αυτή. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 159, 544 και 559 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η εκδίκαση μιας υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία αντί της προσήκουσας ειδικής και γενικώς η μη τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας, αυτή καθεαυτή, μη συνιστώσα έλλειψη ίδιας διαδικαστικής προυπόθεσης, δεν δημιουργεί καμία ακυρότητα ή απαράδεκτο, εκτός αν δεν εφαρμόστηκε ειδικός σ’ αυτή δικονομικός κανόνας που έπρεπε να εφαρμοστεί και ο οποίος, πρόδηλα, περιέχει ή ευνοικότερες για τον εναγόμενο ή αυστηρότερες για τον ενάγοντα διατάξεις και επομένως ούτε ιδρύει λόγο αναιρέσεως, εφόσον βέβαια η διαφορά υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικάσαντος δικαστηρίου (ΟλΑΠ 402/1981 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 447/2002 ΕλλΔνη 44.470, ΑΠ 922/1999 ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα με όλα τα ανωτέρω, αν η εξυβριστική ή δυσφημιστική συμπεριφορά και γενικά η προσβολή της προσωπικότητας συγκροτείται από ένα σύνολο εκδηλώσεων, που συνιστούν λογικά ενιαίο βιοτικό συμβάν και οι οποίες έγιναν, άλλες διά του τύπου ή με ραδιοφωνία ή τηλεοπτικές εκπομπές ή μέσω διαδικτύου και εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 του ΚΠολΔ, και άλλες με οποιοδήποτε άλλο, εκτός από αυτά, μέσο και εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, η αγωγή του προσβληθέντος, για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης από την προσβολή, ασκούμενη κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου, διότι ο ενάγων μία ενιαία σχετική αξίωση προβάλλει αποτιμώντας την σε ένα μόνο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, το οποίο και ζητεί με αυτή, δεν είναι αόριστη, επειδή ο τελευταίος δεν προσδιορίζει στο δικόγραφο της το ποσό το οποίο απαιτούταν, ως αποζημίωσή του ή για την ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, από κάθε επιμέρους προσβολή της προσωπικότητάς του, αφού αοριστία, με την έννοια που αναφέρεται στη μείζονα σκέψη, δεν υπάρχει, αλλά ούτε δημιουργείται οποιαδήποτε ακυρότητα ή απαράδεκτο από την εισαγωγή της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία, λόγω του ότι μερικές από τις εκδηλώσεις του ενιαίου συμβάντος έγιναν και διά του τύπου, αφού με την εκδίκαση όλης της υπόθεσης κατά την αυστηρότερη τακτική διαδικασία, ουδεμία ωφέλεια (δικονομική) αποκομίζει ο ενάγων, αλλά ούτε, αντίστοιχα, ο εναγόμενος υφίσταται οποιαδήποτε δικονομική βλάβη (βλ. υπό την προισχύσασα διάταξη του άρθρου 681Δ ΚΠολΔ, ΑΠ 14/2007 ΕΠΟΛΔ 2008. 104, ΕφΔυτΜακ 122/2014 Αρμ. 2016. 1693).
Η ενάγουσα στην από 15.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2019 και ειδικό …../2019 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι ο εναγόμενος είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» που εκμεταλλεύεται το ξενοδοχείο “………..” στην Αίγινα, ότι η ίδια έκανε κράτηση μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας “……….” για ένα δίκλινο δωμάτιο στο εν λόγω ξενοδοχείο, κατά το τριήμερο από την 5η έως την 7η Σεπτεμβρίου 2019, προκειμένου να παρευρεθεί με το σύζυγό της σε γάμο φιλικών τους προσώπων που θα τελούνταν στην Αίγινα, ότι ο εναγόμενος προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά της με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος αυτής της αξιόποινης πράξης της εξύβρισης, απλής και μέσω διαδικτύου, κατ’ εξακολούθηση, ότι ειδικότερα κατά την άφιξή της στο ξενοδοχείο την 05.09.2019 και ενώ βρίσκονταν στη ρεσεψιόν με το σύζυγό της, ο εναγόμενος προσέβαλε την τιμή αυτής με τις φράσεις «Δεν μπορείς να μου πεις που θα σε βάλω, εγώ θα σου πω που θα μείνεις, και αν δεν σας αρέσει να φύγετε», «Κι εγώ ακυρώνω τις κρατήσεις σας και να πας να γαμηθείς και εσύ και ο σύζυγός σου και ο ΕΟΤ μαζί. Να πάτε να γαμηθείτε όλοι σας» και «Άντε ξεκουμπιστείτε, φύγετε, τελειώνετε και δεν με ενδιαφέρει ότι και αν κάνετε, ας με αναφέρετε χέστηκα, να πάτε να γαμηθείτε», με αποτέλεσμα αυτή και ο σύζυγός, αμφότεροι ηλικίας 70 ετών, να εκδιωχθούν από το ξενοδοχείο και να μην μπορέσουν να ανεύρουν άλλο κατάλυμα για τη διαμονή τους στην Αίγινα, λόγω του φεστιβάλ φυστικιού που λάμβανε χώρα εκείνες τις ημερομηνίες, και να επιστρέψουν αυθημερόν στον Πειραιά ματαιώνοντας τα σχέδια τους, ότι επιπλέον ο εναγόμενος την 14.09.2019, απαντώντας σε σχόλιο της ενάγουσας, έκανε ανάρτηση στην διαδικτυακή πλατφόρμα “………….” και ανέφερε για την ενάγουσα και το σύζυγό της στην αγγλική γλώσσα, προσβάλοντας την τιμή αυτής «Ίσως είναι καλύτερα να γυρίσετε στο Μπαλί, καθυστερημένο ζευγάρι», σε ένδειξη πλήρους καταφρόνησης προς το πρόσωπό της, ότι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου υπέστη ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό των 28.000,00 ευρώ, χωρίς συνυπολογισμό του ποσού των 40,00 ευρώ ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα στα ποινικά Δικαστήρια. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ μερικό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 10.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να της καταβάλει το ποσό των 17.960,00 ευρώ, τα ποσά δε αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2 και 22 του ΚΠολΔ) να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι στην ένδικη αγωγή σωρεύονταν αξιώσεις της ίδιας ενάγουσας κατά του ίδιου εναγόμενου που υπάγονταν σε διαφορετικό είδος διαδικασίας, η δε ενάγουσα προέβαλε μία ενιαία αξίωση χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, την οποία αποτιμούσε στο χρηματικό ποσό των 28.000,00 ευρώ, και ειδικότερα σωρεύονταν διαφορά που προερχόταν από την προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, εξαιτίας της τέλεσης σε βάρος αυτής της αξιόποινης πράξης της απλής εξύβρισης, που φέρεται να έλαβε χώρα στην Αίγινα, την 05.09.2019, δικαζόμενη κατά την τακτική διαδικασία και υπαγομένη, λόγω ποσού, στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρο 14 παρ. 2 του ΚΠολΔ), καθώς και διαφορά που προερχόταν από την προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, εξαιτίας της τέλεσης σε βάρος αυτής της αξιόποινης πράξης της εξύβρισης μέσω διαδικτύου, λόγω της φερόμενης ανάρτησης σχολίου στο διαδίκτυο την 14.09.2019, μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας “…………”, δικαζομένη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 παρ. 1 και 7 του ΚΠολΔ και υπαγομένη, λόγω ποσού, επίσης στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρο 14 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Η σώρευση αυτή στο αγωγικό δικόγραφο των ανωτέρω δύο (κατ’ είδος διαδικασίας) αιτήσεων, είναι μεν απαράδεκτη, πλην όμως δεν είναι πρακτικά εφικτή η ενδεικνυόμενη δικονομικά λύση του χωρισμού των σωρευόμενων σε αντικειμενική σύζευξη αξιώσεων, λόγω της μη διάκρισης στην αγωγή της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης κατ’ είδος προσβολών και της υποβολής από την ενάγουσα ενός ενιαίου αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης ποσού 28.000,00 ευρώ για το σύνολο των διαφορών. Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, εφόσον η σωρευόμενη στο αγωγικό δικόγραφο αξίωση δικαζομένη κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 παρ. 1 και 7 του ΚΠολΔ, δικάζεται από το καθ’ ύλην αρμόδιο (για την αξίωση αυτή) Μονομελές Πρωτοδικείο, με την τακτική διαδικασία, η οποία ως αυστηρότερη και βραδύτερη διαδικασία, κατά τεκμήριο εξασφαλίζει όλα τα δικονομικά δικαιώματα κάθε διαδίκου και ενέχει περισσότερα εχέγγυα ασφαλούς διάγνωσης της διαφοράς από εκείνη της ειδικής διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 έως 622Β του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο τούτο, μη έχοντας τη δυνατότητα ούτε στο παρόν στάδιο να χωρίσει τις ως άνω υποθέσεις και να παραπέμψει την υπόθεση που αφορά στην δικαζομένη κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 παρ. 1 και 7 του ΚΠολΔ αξίωση, αφού εκδικάστηκε από το καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο (και όχι από κατώτερο, βλ. άρθρο 535 παρ. 2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 47 του ΚΠολΔ), θα κρατήσει αμφότερες τις υποθέσεις και θα τις εκδικάσει κατά την ίδια, όπως και πρωτοβαθμίως, τακτική διαδικασία, δεδομένου μάλιστα ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται την ύπαρξη βλάβης (βλ. ΕφΔυτΜακ 122/2014 Αρμ. 2016. 1693). Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, αφού περιέχονται σ’ αυτή όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την επιδίκαση της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία φέρεται να υπέστη η ενάγουσα από τη μείωση της προσωπικότητάς της εκ μέρους του εναγόμενου, εξαιτίας της τέλεσης σε βάρος αυτής της αξιόποινης πράξης της εξύβρισης, απλής και μέσω διαδικτύου, κατ’ εξακολούθηση, και συγκεκριμένα το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο εναγόμενος τελούσε σε υπαιτιότητα, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται στο δικόγραφο ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη η ενάγουσα, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου εναγόμενου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κλπ. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 57, 297, 298, 914, 932, 346 του ΑΚ, του άρθρου 361 του ΠΚ, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 176, 907, 908 του ΚΠολΔ, εκτός από το αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας αναφορικά με το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής ποσού 17.960,00 ευρώ, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο, δεδομένου ότι προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές διατάξεις της απόφασης, καθώς ως προς αυτές και μόνο η απόφαση συνιστά εκτελεστό τίτλο, και όχι οι αναγνωριστικές ή αμιγώς διαπλαστικές διατάξεις αυτής (βλ. ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔνη 2004. 1470, ΕφΑθ 3702/1986, ΕλλΔνη 1986, 706). Επομένως, πρέπει η αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις (βλ. το υπ’ αριθ. …………… ηλεκτρονικό παράβολο με τη συνημμένη απόδειξη πληρωμής).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ “Αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία”. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι η αναβολή της συζήτησης για τον λόγο αυτό απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η παράλειψη δε του δικαστηρίου να απαντήσει σε σχετικό αίτημα και η παραδοχή ή απόρριψη σχετικού αιτήματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 855/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 444/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 583/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1003/2012 ΝΟΜΟΣ). Με τη διάταξη αυτή, χωρίς να θεσμοθετείται υποχρέωση, παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο και στην κατ’ έφεση δίκη να αναβάλει με απόφασή του τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη η οποία επηρεάζει, κατά οποιοδήποτε τρόπο, τη διάγνωση της αστικής διαφοράς (ΕφΑιγ 152/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 401/2016 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα προκύπτει ότι η ενάγουσα έχει υποβάλει ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την προσκομιζόμενη από 08.10.2019 υπό ……………… έγκλησή της κατά του εναγόμενου, και ακολούθως ασκήθηκε σε βάρος του τελευταίου ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της εξύβρισης, απλής και μέσω διαδικτύου, κατ’ εξακολούθηση, που φέρεται τελεσθείσα την 05.09.2019 και την 14.09.2019, αντίστοιχα, αυτή δε η ποινική δικογραφία εκκρεμεί στο τμήμα κατηγορητηρίων για σύνταξη κατηγορητηρίου, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 28.05.2020 υπ’ αριθ. Αν/778/20 Διάταξη Εν Μέρει Αναβολής κατ’ άρθρο 59 παρ. 2 ΚΠΔ της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Κατόπιν τούτων, καθίσταται προφανές ότι η εκκρεμής αυτή ποινική δίκη επηρεάζει ουσιωδώς τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς, αφού η υπό κρίση αγωγή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά (στο ίδιο βιοτικό συμβάν), στα οποία θεμελιώνεται και το καταγγελόμενο με την έγκληση αδίκημα, και δη αυτό της εξύβρισης, απλής και μέσω διαδικτύου, κατ’ εξακολούθηση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, κρίνεται αναγκαίο προς πληρέστερη διάγνωση και για την ορθή εκτίμηση της ένδικης διαφοράς στο σύνολό της, να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ανωτέρω ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, διότι η παρούσα απόφαση είναι μη οριστική (βλ. ΕφΑθ 458/2019 ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 08.10.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 201/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην του εναγόμενου, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 201/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 15.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 αγωγή.
Απορρίπτει ότι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.
Διατάσσει την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί της από 08.10.2019 υπό ΑΒΜ ………. έγκλησης της ενάγουσας κατά του εναγόμενου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 25-1-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ