Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 65/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   65/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ανακόπτουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης: ……….., δικηγόρου (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς), κατοίκου ……….., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Του καθ’ ου η ανακοπή – εφεσίβλητου – εκκαλούντος – ενάγοντος: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλλη Αβραμίδου (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18.12.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2017 και ειδικό …../2017 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1391/2019 μη οριστική απόφασή του διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, ενώ με την υπ’ αριθ. 1648/2020 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν: (Α) η εκκαλούσα – εναγόμενη με την από 01.07.2020 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……./01.07.2020 και ειδικό …../01.07.2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/21.10.2020 και ειδικό ……/21.10.2020, για τη δικάσιμο της 03.06.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο και (Β) ο εκκαλών – ενάγων με την από 02.07.2020 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/02.07.2020 και ειδικό ……/02.07.2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/03.09.2020 και ειδικό ……/03.09.2020, για τη δικάσιμο της 03.06.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο. Επί των εφέσεων αυτών που συζητήθηκαν κατά τη δικάσιμο της 03.06.2021, ερήμην της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 468/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία αφού συνεκδικάσθηκαν οι από 01.07.2020 και από 02.07.2020 εφέσεις, απορρίφθηκε η από 01.07.2020 έφεση της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης και έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ ουσίαν η από 02.07.2020 έφεση του εφεσίβλητου – εκκαλούντος – ενάγοντος. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα – εφεσίβλητη – εναγόμενη, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 18.10.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../18.10.2021 και ειδικό ……/18.10.2021 ανακοπή ερημοδικίας της, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η ανακόπτουσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη – εναγόμενη δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του καθ’ ου η ανακοπή – εφεσίβλητου – εκκαλούντος – ενάγοντος αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 18.10.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../18.10.2021 και ειδικό …../18.10.2021 ανακοπή ερημοδικίας, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 468/2021 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε ερήμην της ανακόπτουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 501, 502, 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ανακοπή ερημοδικίας ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη – εναγόμενη την 06.10.2021 (βλ. την υπ’ αριθ. …../06.10.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………..), ενώ η ένδικη ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, την 18.10.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης με αριθμό γενικό ……/18.10.2021 και ειδικό …../18.10.2021 της γραμματέως αυτού του Δικαστηρίου που έχει επισυναφθεί στην ένδικη ανακοπή, ήτοι εντός της 15ήμερης προθεσμίας του άρθρου 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της ανακοπής ερημοδικίας έχει κατατεθεί από την ανακόπτουσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη – εναγόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το παράβολο των 250,00 ευρώ που ορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 468/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (βλ. το υπ’ αριθ. ……………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο).

Κατά το άρθρο 501 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης, που έχει εκδοθεί ερήμην, επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανωτέρα βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΟλΑΠ 29/1992 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ως ανωτέρα βία, στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, νοείται κάθε τυχαίο και ανυπαίτιο γεγονός, παρακωλυτικό της εμφάνισης του διαδίκου στο ακροατήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υπόθεσής του, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποτραπεί από αυτόν ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Με την έννοια αυτή η ανώτερη βία, αξιολογούμενη στο χώρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον κατά τις συνέπειες: Η δικονομική ανωτέρα βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κυρώσεως που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανωτέρα βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως, στο χώρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανωτέρα βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου να ανταποκριθούν σε κάποιο δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης (εξειδιασμένης) προσοχής και επιμέλειας, με αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη (ΑΠ 2/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 121/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1343/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 559/2020 ΝΟΜΟΣ). Τέτοια γεγονότα ανώτερης βίας είναι δυνατό να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων, η αιφνίδια ασθένεια ή τυχόν ατύχημα του διαδίκου (ΜονΕφΠειρ 419/2020 ΝΟΜΟΣ) ή στενού συγγενικού του προσώπου και η εξαιτίας αυτής αδυναμία παραστάσεώς του και νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του, εκτός εάν μπορεί να παραστεί δια του τελευταίου (ΑΠ 224/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 272/2018 ΝΟΜΟΣ), ή όσον αφορά τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, τέτοιο γεγονός συνιστά η απρόβλεπτη, αιφνίδια και βαριά σωματική ή πνευματική νόσος, λόγω της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του ή άλλο δικηγόρο για την αντικατάστασή του (EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 87/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 9/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 341/2021 ΝΟΜΟΣ), εφόσον τα γεγονότα αυτά συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας (ΑΠ 1778/2013 ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση συνδρομής ανώτερης βίας, ως λόγου ανακοπής, αν η ανώτερη βία συνίσταται σε ασθένεια του πληρεξου­σίου δικηγόρου του διαδίκου, πρέπει να προσδιορίζεται το είδος και η διάρκειά της, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να κρίνει αν αποτέλεσε ανυπέρβλητο κώλυμα για τη μη εμφάνιση του δικηγόρου στο δικαστήριο, εάν ήταν αιφνίδια και ικανή να τον εμποδί­σει να παραστεί στο δικαστήριο και αν τον εμπόδισε να ενεργήσει με άλλον δικηγόρο, έστω και μη συνεργάτη του (ΑΠ 316/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 546/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 42/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 52/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια της ανώτερης βίας, εκτός από την ασθένεια, εμπίπτει και κάθε άλλο περιστατικό που καθιστά παντελώς αδύνατη – και όχι απλώς δυσχερή ή δαπανηρή – την αυτοπρόσωπη ή με πληρεξούσιο δικηγόρο επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όπως επίσης αδύνατη θα πρέπει να καθίσταται η παράσταση του δικηγόρου στο δικαστήριο ή η ειδοποίηση του εντολέα, για να προβεί εγκαίρως στην αντικατάσταση του, όταν πρόκειται για αιφνίδια και βαριά ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου. Σημειωτέον ότι, όταν η ανωτέρα βία αφορά στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, για να διαπιστωθεί εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για τον διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ακόμη και από τον μέσο νομικό παραστάτη (EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 87/2022 ό.π., ΜονΕφΠειρ 9/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 341/2021 ό.π). Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 1537/2008 ΝΟΜΟΣ). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 του ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 87/2022 ό.π., ΜονΕφΠειρ 9/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 341/2021 ό.π).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο καθ’ ου η ανακοπή – ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.12.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2017 και ειδικό ……../2017 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ανακόπτουσας – εναγόμενης να του καταβάλει το ποσό των 50.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της προσβολής του δικαιώματος στην προσωπικότητά του, συνεπεία της περιγραφόμενης στο δικόγραφο αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της ανακόπτουσας – εναγόμενης που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης, αλλά και της παράβασης των διατάξεων του Ν. 2472/1997. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθ. 1391/2019 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί πιστοποιητικό πορείας της έκτακτης προκαταρκτικής εξέτασης που διατάχθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. …………./20 παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς και στη συνέχεια η υπ’ αριθ. 1648/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της ανακόπτουσας – εναγόμενης να καταβάλει στον καθ’ ου η ανακοπή – ενάγοντα το ποσό των 3.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν (Α) η ανακόπτουσα – εκκαλούσα – εναγόμενη με την από 01.07.2020 έφεσή της και (Β) ο καθ’ ου η ανακοπή – εκκαλών – ενάγων με την από 02.07.2020 έφεσή του. Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 468/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν οι από 01.07.2020 και από 02.07.2020 εφέσεις, ερήμην της ανακόπτουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης, απορρίφθηκε η από 01.07.2020 έφεση της ανακόπτουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, λόγω της ερημοδικίας αυτής, και έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ ουσίαν η από 02.07.2020 έφεση του καθ’ ου η ανακοπή – εφεσίβλητου – εκκαλούντος – ενάγοντος. Ακολούθως, κατά της απόφασης αυτής, η ανακόπτουσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη – εναγόμενη άσκησε την κρινόμενη ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να συζητηθεί εκ νέου η υπόθεση, επικαλούμενη τη συνδρομή λόγου ανωτέρας βίας που συνέτρεξε στο πρόσωπό της, συνιστάμενου σε αιφνίδιο πρόβλημα υγείας της ιδίας που εμφανίσθηκε νωρίς το πρωί της ορισθείσας δικασίμου την 03.06.2021, με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η αυτοπρόσωπη παράστασή της κατά τη συζήτηση των ανωτέρω εφέσεων, επιπλέον δε επικαλείται ότι λόγω της ιδιότητάς της ως δικηγόρου και της αυτοπρόσωπης παράστασής της δεν κατέστη δυνατό να ενημερωθεί το δικαστήριο, ούτε ο αντίδικός της από διάδικο, όπως θα συνέβαινε σε περίπτωση μη αυτοπρόσωπης παράστασης και εκπροσώπησης διαδίκου από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής είναι επαρκώς ορισμένος και νόμιμος, σύμφω­να με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Ο καθ’ ου η ανακοπή με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του αρνείται τους ανωτέρω ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, διατεινόμενος ειδικότερα ότι δεν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας στο πρόσωπό της.

Προς απόδειξη του λόγου αυτού της ανακοπής η ανακόπτουσα προσκομίζει με επίκληση την από 03.06.2021 ιατρική γνωμάτευση του γενικού παθολόγου ………, σύμφωνα με την οποία «Βεβαιούται ότι η κ. …………. εξετάσθηκε σήμερα ημέρα Πέμπτη και ώρα 8.30 το πρωί κατ’ οίκον και βρέθηκε να πάσχει από αδυναμία, υψηλό πυρετό και πόνο στα κόκκαλα ως παρενέργεια της δεύτερης δόσης του εμβολίου κατά του COVID-19. Για το λόγο αυτό συνιστάται η κατάκλιση της για τρεις ημέρες» σε συνδυασμό με την από 21.09.2022 βεβαίωση εμβολιασμού COVID-19 που εκδόθηκε μέσω του GOV.GR, σύμφωνα με την οποία η ανακόπτουσα πραγματοποίησε την δεύτερη δόση του εμβολίου κατά του COVID-19 στο Κ.Υ. Περάματος την 02.06.2021. Ωστόσο, από τα ανωτέρω προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν πιθανολογήθηκε η βασιμότητα του προβαλλόμε­νου λόγου ανακοπής, καθόσον δεν πιθανολογήθηκε ότι υφίστατο ανωτέρα βία κατά τον κρίσιμο χρόνο της δικασίμου την 03.06.2021, σύμφωνα με την έννοια που προεκτέθηκε στη νομική σκέψη, δηλαδή δεν πιθανολογήθηκε ότι η επικαλούμενη ασθένεια της ανακόπτουσας αποτέλεσε αιφνίδιο και ανυπέρβλητο κώλυμα υγείας τέτοιας βαρύτητας, που την εμπόδισε να λάβει μέριμνα, ώστε να αποτρέψει τη μη εμφάνιση της ίδιας ως δικηγόρου ή κάποιου άλλου δικηγόρου σε αντικατάστασή της, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προς εκπροσώπησή της, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι το λειτούργημα που ασκεί ο δικηγόρος, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεών του ακόμη και από τον μέσο νομικό παραστάτη. Συγκεκριμένα, στην προσκομιζόμενη από 03.06.2021 ιατρική γνωμάτευση δεν γίνεται αναφορά περί της σοβαρότητας της ασθένειας της ανακόπτουσας που συνίσταται σε αδυναμία, υψηλό πυρετό και πόνο στα κόκκαλα, εντούτοις εμμέσως προκύπτει από την γνωμάτευση, αλλά και από το γεγονός της μη μετάβασης της ανακόπτουσας σε νοσοκομείο και της μη νο­σηλείας της, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι αυτή δεν υποβλήθηκε σε εξετάσεις, ούτε της χορη­γήθηκε φαρμακευτική ή άλλη αγωγή, ότι η επικαλούμενη νόσος δεν ήταν σοβαρή, και ως εκ τούτου έχοντας η ανακόπτουσα κανονικό επίπεδο συνείδησης με το περιβάλλον, ευχερώς μπορούσε να ει­δοποιήσει είτε ένα συνάδελφό της δικηγόρο, συνεργάτη της ή μη, είτε τον δικηγόρο του αντιδίκου της, για την αδυ­ναμία παράστασής της στο Δικαστήριο, προκει­μένου να εμφανιστεί εκείνος στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 03.06.2021, να αναφέρει το κώ­λυμά της και να ζητήσει την αναβολή ή τη διακοπή της συζήτησης της υπόθεσης, δεδομένου ότι επρόκειτο για υπόθεση, η συζήτηση της οποίας είχε προσδιοριστεί το πρώτον για την ανωτέρω δικάσιμο. Ειδικότερα, η ως άνω επικαλούμενη αιφνίδια ασθένεια της ανακόπτουσας, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και λαμβανομένης υπόψη της αμεσότητας και της αποτελεσματικότητας των σύγχρονων μέ­σων επικοινωνίας (κινητό τηλέφωνο), αλλά και της φύσης της επικαλούμενης ασθένειας και των συμπτωμάτων αυτής, δεν καθι­στούσε αδύνατη, ούτε καν δυσχερή την έγκαιρη ειδοποίηση άλλου δικηγόρου, συναδέλφου της ανακόπτουσας, έστω και μη συνεργάτη της, ώστε να παραστεί στο Δικαστήριο τούτο και να ζητή­σει την αναβολή ή τη διακοπή της συζήτησης της υπόθεσης, δοθέντος ότι η υπόθεση δεν είχε αναβληθεί άλλη φορά, κατά τα προαναφερθέντα. Εάν η ανακόπτουσα είχε καταβάλει τη συνήθη επιμέλεια και προσοχή, πολύ περισσότερο δε την επιβαλλόμενη άκρα επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου, από την ώρα 8.30 π.μ. που εξετάσθηκε από τον προαναφερόμενο ιατρό έως την ώρα 11.00 π.μ. της καθορισμένης συζήτησης των ανωτέρω εφέσεων, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 03.06.2021, θα επιτυγχα­νόταν η εκπροσώπησή της με άλλον δικηγόρο και θα αποτρεπόταν η συζήτηση των εφέσεων αυτών ερήμην της, διά της αναβολής ή της διακοπής της συζήτησης, λαμβανομένου υπόψη ότι η ανακόπτουσα είχε την ευχέ­ρεια, ενόψει του είδους της ασθένειάς της και της ώρας που επικαλείται ότι παρουσία­σε αυτή (ώρα 6.00 π.μ.), να επικοινωνήσει τόσο με κά­ποιο συνάδελφό της, όσο και με τον δικηγόρο του αντιδίκου της – καθ’ ου η ανακοπή, ώστε να γνωστοποιηθεί η ασθένειά της και να επιδιώξει την αναβολή της συζήτησης των εφέσεων για τον λόγο αυτό. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η ανακόπτουσα δεν επικαλείται αδυναμία έγκαιρης επικοινωνίας αυτής με συνάδελφό της δικηγόρο πριν τη συζήτηση των εφέσεων, προκει­μένου να εμφανιστεί εκείνος στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και να αναφέρει το κώ­λυμά της, αντιθέτως δε επικαλείται μόνο ότι λόγω της ιδιότητάς της ως δικηγόρου και της αυτοπρόσωπης παράστασής της δεν κατέστη δυνατό να ενημερωθεί το δικαστήριο, ούτε ο αντίδικός της από διάδικο, όπως θα συνέβαινε σε περίπτωση μη αυτοπρόσωπης παράστασης και εκπροσώπησης διαδίκου από πληρεξούσιο δικηγόρο. Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι οι από 01.07.2020 και από 02.07.2020 εφέσεις στέφονταν κατά της υπ’ αριθ. 1648/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων, και ως εκ τούτου η επ’ ακροατηρίω συζήτησή τους δεν ήταν υποχρεωτική ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, οι δε διάδικοι μπορούσαν να παρασταθούν μέσω υποβολής, το αργότερο μέχρι την προηγούμενη της δικασίμου, της δήλωσης κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Δεδομένου δε ότι η ανακόπτουσα είχε ήδη προγραμματίσει την προηγούμενη ημέρα της δικασίμου, ήτοι την 02.06.2021, την πραγματοποίηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου κατά του COVID-19, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 21.09.2022 βεβαίωση εμβολιασμού COVID-19 που εκδόθηκε μέσω του GOV.GR, δεν επέδειξε την επιμέλεια που επιβάλλει το δικηγορικό λειτούργημα. Συγκεκριμένα, αμέλησε, από πταίσμα της, να καταθέσει τις προτάσεις, αλλά και τη δήλωση παράστασης κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως θα μπορούσε, επιδεικνύοντας τη συνήθη σε ανάλογες περιπτώσεις επιμέλεια, μέχρι την παραμονή της δικασίμου της 03.06.2021, παρότι γνώριζε ότι την προηγούμενη ημέρα της δικασίμου είχε προγραμματίσει την δεύτερη δόση του εμβολίου κατά του COVID-19 και ότι ήταν σφόδρα πιθανό να εμφανισθούν ανεπιθύμητες παρενέργειες, εξαιτίας της πραγματοποίησης του εμβολίου, οι οποίες δεν θα της επέτρεπαν να εκπληρώσει τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις κατά τη δικάσιμο της 03.06.2021, με αποτέλεσμα τη μη εμφάνισή της και τη συζήτηση των εφέσεων ερήμην της ανακόπτουσας και την απόρριψη της από 01.07.2020 έφεσής της λόγω ερημοδικίας. Κατόπιν τούτων, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε ότι υφίστατο ανωτέρα βία στο πρόσωπο της ανακόπτουσας, υπό την έννοια που αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, κατά τη συζήτηση των από 01.07.2020 και από 02.07.2020 εφέσεων, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 03.06.2021, ήτοι απρόβλεπτο και αναπότρεπτο συμβάν, συνεπαγόμενο την παρακώλυση αυτής για την εμφάνισή της στο παρόν Εφετείο, πρέπει η έν­δικη ανακοπή ερημοδικίας να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να καταδικασθεί η ηττηθείσα ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 18.10.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/18.10.2021 και ειδικό …./18.10.2021 ανακοπή ερημοδικίας, κατά της υπ’ αριθ. 468/2021 οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την ανακοπή ερημοδικίας.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε η ανακόπτουσα κατά την άσκησή της, υπ’ αριθ. ……………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

Επιβάλει σε βάρος της ανακόπτουσας, τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30-1-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ