Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 1/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  1/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ …………) και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), νομίμως εκπροσωπούμενη από τον Διοικητή της που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ ……….) και εν προκειμένω δε και από τους Προϊστάμενους των Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά και Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Παναγιώτα Κλουκίνα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Της εφεσίβλητης: Ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας …………………., ως επισπεύδουσας και καταταγείσας δανείστριας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ελεονώρα Κλαδιά.

Το νυν εκκαλούν άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης, του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», του δικ. επιμελητή ……… και της συμβολαιογράφου Αθήνας ……..  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10-10-2019 (με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) ανακοπή του κατά του υπ’ αριθ. …………/22.8.2019 πίνακα κατάταξης δανειστών της παραπάνω συμβολαιογράφου και επί της οποίας (ανακοπής) εκδόθηκε, ερήμην των τρίτου και τέταρτης των καθ’ ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων η 212/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών), που την απέρριψε ως προς τον τρίτο και τέταρτη των καθ’ ων και δέχθηκε εν μέρει κατά τα λοιπά την ανακοπή.

Το ανακόπτον προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση ως προς την πρώτη καθ’ ης η ανακοπή με την από 10-5-2021 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 10.5.2021 με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …../2021. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 23.7.2021 στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …../2021, οπότε δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η δικαστική αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. ως πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που προκατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 10.5.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …../2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» προς εξαφάνιση της 212/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών) έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα, στις 10.5.2021, εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ, η οποία εκκίνησε την επομένη της επίδοσης στο Ελληνικό Δημόσιο της προσβαλλόμενης απόφασης που έλαβε χώρα στις 9.4.2021 σύμφωνα με την επισημείωση του δικ. επιμελητή ………… στο αντίγραφο της εκκαλούμενης που προσκομίζει το εκκαλούν και συμπληρώθηκε στις 10.5.2021, ημέρα Δευτέρα, κατ’ άρθρο 144 παρ.1 ΚΠολΔ, λόγω του ότι η σχετική προθεσμία συμπληρωνόταν στις 9.5.2021, ημέρα Κυριακή. Επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να συζητηθεί με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 937 παρ.3 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, ως πρωτοδίκως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 10.10.2019 (με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) ανακοπή του κατά της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «……………..», του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)», του δικαστικού επιμελητή …. …. και της συμβολαιογράφου Αθήνας ……… και ζητούσε τη μεταρρύθμιση του υπ’ αριθ. ………../22.8.2019 πίνακα κατάταξης δανειστών της αμέσως ως άνω συμβολαιογράφου, για τους λόγους που ανέπτυσσε στο σχετικό δικόγραφο. Η ένδικη ανακοπή συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ερήμην του τρίτου και της τέταρτης των καθ’ ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή ως προς τους τρίτο και τέταρτη των καθ’ ων, δέχθηκε εν μέρει αυτή ως προς τον δεύτερο λόγο της που αφορούσε στα μη νομίμως προαφαιρεθέντα έξοδα εκτέλεσης έναντι της πρώτης καθ’ης η ανακοπή επισπεύδουσας εταιρίας και μεταρρύθμισε τον ως άνω με αριθμό ……………../2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, περιορίζοντας τα προαφαιρεθέντα έξοδα υπέρ του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά το ποσό των 737,80 ευρώ και κατατάσσοντας προνομιακά στο ποσό αυτό το Ελληνικό Δημόσιο δια των Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά και Κηφισιάς. Με την ίδια εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε ως μη νόμιμος ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής, αναφορικά με την εσφαλμένη μη συμπερίληψη του Ελληνικού Δημοσίου στο ποσοστό των εγχειρόγραφων δανειστών. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ένδικη ανακοπή, με την υπ’ αριθ. ………../26.6.2019 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθήνας …………….., εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά το σε αυτή περιγραφόμενο ακίνητο ιδιοκτησίας της οφειλέτιδας ………………., ήτοι το ένα δεύτερο εξ αδιαιρέτου του με στοιχεία Β-1 διαμερίσματος του Β’ ορόφου σε πολυκατοικία κείμενη στον Πειραιά, επί της συμβολής των οδών ………………., κατόπιν αναγκαστικής κατάσχεσής του δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../22.11.2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………….. Ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή- ήδη εφεσίβλητης εταιρίας, δυνάμει του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 39/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου, ακριβές αντίγραφο του οποίου επιδόθηκε στην ως άνω οφειλέτιδα, με την παρά πόδας αυτού από 18.7.2018 επιταγή προς πληρωμή, στις 20.7.2018. Το ανωτέρω ακίνητο κατακυρώθηκε με την υπ’ αριθ. ……………/26.6.2019 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου στην επισπεύδουσα δανείστρια αντί συνολικού πλειστηριάσματος ποσού 24.750 ευρώ. Στο εκπλειστηρίασμα αυτό αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, το Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο των: 1) Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιώς, που ανήγγειλε ληξιπρόθεσμες και προνομιακές κατά τα άρθρα 5, 6, 61 Κ.Ε.Δ.Ε. απαιτήσεις κατά της ως άνω οφειλέτιδας συνολικού ποσού 98.441,31 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων, τόκων, προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής, λοιπών συνεισπραττομένων κι επιβαρύνσεων μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, με την υπ’ αριθ. πρωτ. …./26.6.2019 και αρ. ειδ. βιβλίου ……/2019 αναγγελία του, επιδοθείσα με τον συνοδευτικό πίνακα χρεών νόμιμα κι εμπρόθεσμα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού στις 2.7.2019 και 2) Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, που ανήγγειλε ληξιπρόθεσμες και προνομιακές κατά τα άρθρα 5, 6 και 61 Κ.Ε.Δ.Ε. απαιτήσεις κατά της ως άνω οφειλέτιδας, συνολικού ποσού 19.063,89 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων, τόκων, προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής, λοιπών συνεισπραττόμενων κι επιβαρύνσεων μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, με την υπ’ αριθ. πρωτ. …. και αρ. ειδ. Βιβλίου ……/2019 αναγγελία του, επιδοθείσα με τον συνοδευτικό πίνακα χρεών νόμιμα κι εμπρόθεσμα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού στις 8.7.2019. Από το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα ύψους 24.750 ευρώ, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προαφαίρεσε ως έξοδα εκτέλεσης το συνολικό ποσό των 5.165,11 ευρώ, απέμεινε δε προς διανομή το ποσό των 19.584,89 ευρώ, το οποίο δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών. Για τον λόγο αυτό η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, κατέταξε δε στο καθαρό προς διανομή πλειστηρίασμα ποσού 19.584,89 ευρώ, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 61 ΚΕΔΕ, άρθρο 31 του ν. 1454/1985 και των διατάξεων των άρθρων 975, 976, 977 και 1007 ΚΠολΔ, ως οι τελευταίες αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν. 4335/2015, τους κάτωθι δανειστές σε ποσοστό 70% και 30% του εκπλειστηριάσματος αντίστοιχα (γενικό προνόμιο άρθρου 975 παρ.3 ΚΠολΔ και εγχειρόγραφη δανείστρια), σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ.3 ΚΠολΔ: 1) Τον ΕΦΚΑ, δια του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Β’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών, οριστικά και προνομιακά στο ποσό των 13.709,42 ευρώ, σε μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, και 2) Την επισπεύδουσα ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία-ήδη εφεσίβλητη (πρώην ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………………..») τυχαία και οριστικά, ως εγχειρόγραφη δανείστρια στο ποσό των 5.875,47 ευρώ. Το Ελληνικό Δημόσιο, δια των Προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά και Κηφισιάς, του οποίου οι αναγγελθείσες απαιτήσεις καλύπτονται από το γενικό προνόμιο του άρθρου 975 παρ.5 ΚΠολΔ, ουδόλως κατέταξε η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, όχι μόνο στο 70% του εναπομείναντος εκπλειστηριάσματος, λόγω ύπαρξης υπέρτερου γενικού προνομίου (του ΕΦΚΑ), αλλά ούτε συμμέτρως στο 30% που αφορά στους εγχειρόγραφους δανειστές. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του το Ελληνικό Δημόσιο προσέβαλε τη μη κατάταξή του συμμέτρως με την επισπεύδουσα τον πλειστηριασμό εγχειρόγραφη δανείστρια στην τάξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι μετά την τροποποίηση της διάταξης της παρ.3 του άρθρου 977 ΚΠολΔ με το ν. 4335/2015, προβλέπεται πλέον η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 30% του πλειστηριάσματος, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά προνόμια, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα από την, πριν την τροποποίησή της, διάταξη αυτή, κατά την οποία οι μη προνομιούχες απαιτήσεις κατατάσσονταν στο διανεμητέο πλειστηρίασμα, μόνο εφόσον είχαν ικανοποιηθεί απ’ αυτό οι εξοπλισμένες με τα προνόμια των άρθρων 975 και 976 του ΚΠολΔ απαιτήσεις. Ότι πρέπει, περαιτέρω, να διευκρινισθεί ότι, κατά την ορθή ερμηνεία της παραπάνω διάταξης, από το 30% θα ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωσή της, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν, όμως, με βάση αυτό, διότι προηγήθηκαν στην κατάταξη άλλοι προνομιούχοι πιστωτές, στους οποίους καταναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας. Και αυτό, διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες προνομιούχοι δανειστές ταυτίζονται, κατ’ αποτέλεσμα, με τους μη προνομιούχους. Ότι επομένως στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο δεν κατατάχθηκε καθόλου στην κατηγορία των γενικών προνομιούχων δανειστών, θα έπρεπε να ικανοποιηθεί από το ποσό των 5.875,47 ευρώ για τους εγχειρόγραφους δανειστές και να καταταγεί οριστικά και συμμέτρως για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις των Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά και Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς και συγκεκριμένα η μεν Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά για ποσό 1.590,01 ευρώ, σε μερική εξόφληση της αναγγελθείσας απαίτησης της συνολικού ποσού των 98.441,31 ευρώ και η Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς για ποσό 307,92 ευρώ, επίσης σε μερική εξόφληση της αναγγελθείσας απαίτησής της συνολικού ποσού 19.063,89 ευρώ, κατόπιν αποβολής της πρώτης καθ’ης η ανακοπή εγχειρόγραφης δανείστριας, κατά το ανωτέρω ποσό ύψους 1.897,93 ευρώ, για το οποίο κατατάχθηκε στο 30% των εγχειρόγραφων δανειστών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο με το παρακάτω σκεπτικό: «Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, ότι στο 30% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, ως εγχειρόγραφες απαιτήσεις θα έπρεπε να συντρέξουν, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις του ιδίου, που αν και προνομιούχες, δεν ικανοποιήθηκαν, είναι μη νόμιμοι, διότι οι διατάξεις των άρθρων 975 και 976 του ΚΠολΔ δεν προβλέπουν, ούτε δύνανται να ερμηνευτούν ότι οι προνομιακές απαιτήσεις των πιστωτών του καθ’ου ο πλειστηριασμός, οι οποίες δεν ικανοποιήθηκαν στο πλαίσιο των ως άνω διατάξεων (όπως στην προκείμενη περίπτωση), δύνανται να μετατραπούν αυτομάτως σε μη προνομιούχες- εγχειρόγραφες απαιτήσεις και να καταταχθούν (και) ως τέτοιες. (ΜονΠρωτΑθ 866/2018, ΜονΠρωτΑθ 1012/2020 δημ Νόμος). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή είναι ασύμβατη με το ξεκάθαρο περιεχόμενο του πρώτου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 977 του ΚΠολΔ, διατάξεις που (εμμέσως πλην σαφώς) τροποποιεί ουσιωδώς, καθότι αν γίνει αποδεκτή (στο μέτρο που καλύπτει κάθε απαίτηση με οποιοδήποτε- γενικό ή ειδικό- προνόμιο) από το 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος δεν θα ικανοποιηθούν μόνο οι μη προνομιούχες απαιτήσεις, όπως ορίζουν κατά λέξη οι σχετικές διατάξεις, αλλά (contra legem) όλες οι απαιτήσεις (προνομιούχες και μη) που δεν ικανοποιήθηκαν από το υπόλοιπο πλειστηρίασμα. Έτι περαιτέρω αντίθετη ερμηνεία έρχεται σε ακόμα πιο προφανή αντίθεση με το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 977 του Κ.Πολ.Δ., που προβλέπει ότι «……..Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975… διάταξη την οποία (εμμέσως πλην σαφώς) καταργεί, καθότι αν γίνει αποδεκτή η ανωτέρω ερμηνεία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3, η ικανοποίηση των προνομιούχων απαιτήσεων δεν θα γίνει, από το υπόλοιπο του 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος μετά την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, όπως ορίζεται κατά λέξη στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3, αλλά (contra legem) από το σύνολο του 10% του πλειστηριάσματος, μαζί με τους εγχειρόγραφους δανειστές και σύμμετρα με αυτούς. Η ύπαρξη όμως του συγκεκριμένου τρίτου εδαφίου στο άρθρο 977 παρ.3 ΚΠολΔ αποτελεί σαφέστατη ένδειξη ότι ο νομοθέτης έχει προβλέψει και ρυθμίσει ειδικά την δυνατότητα διπλής κατάταξης προνομιούχων απαιτήσεων (δηλαδή κύρια με βάση το προνόμιο τους και επικουρικά, σε περίπτωση μη ολικής προνομιακής ικανοποίησης, χωρίς αυτό), την οποία επιτρέπει μόνο ως εξαίρεση (δηλαδή μετά την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, εφόσον υπάρχει υπόλοιπο από το 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος) και προφανώς όχι ως κανόνα ήτοι πάντοτε στο 10% του πλειστηριάσματος, όπως ουσιαστικά αποδέχεται η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή. Αν ο δανειστής προνομιούχου απαίτησης, ασκήσει το δικαίωμα του να επικαλεστεί το σχετικό προνόμιο, η κατάταξη της απαίτησης στο ως άνω τμήμα του πλειστηριάσματος που αντιστοιχεί στο επικαλούμενο προνόμιο, δεν εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ο οποίος αποτελεί μόνο βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και όχι δικαστική αρχή ή ειδικό δικαιοδοτικό όργανο (ΟλΑΠ 1-2/2010, ΑΠ 107/2015 ΤρΝομΠληρ ΝΟΜΟΣ). Άρα ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (προς τον οποίο αναγγέλθηκε προνομιούχος απαίτηση με αίτημα προνομιακής κατάταξης) δεν μπορεί να αγνοήσει το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναγγελίας και παρά την ύπαρξη του επικαλούμενου προνομίου, να κατατάξει την αναγγελόμενη απαίτηση ως μη προνομιούχο ή και ως τέτοια (ακόμα και αν αυτό εν τέλει αποβαίνει σε όφελος του συγκεκριμένου δανειστή) ιδίως δε προβαίνοντας σε ερμηνεία των εφαρμοζόμενων διατάξεων. Για τους ίδιους, λόγους ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, δεν μπορεί (κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της) να θεωρήσει ότι η αναγγελία περιλαμβάνει καθ’ υποφορά, είτε αίτημα μη προνομιακής κατάταξης της αναγγελόμενης προνομιούχου απαίτησης, στην περίπτωση που αυτή δεν ικανοποιηθεί βάσει του επικαλούμενου προνομίου (αίτημα που άλλωστε δεν στηρίζεται στον νόμο), είτε αίτημα συνδυαστικής κατάταξής της, δηλαδή προνομιακά ως προς το τμήμα της που καλύπτεται από το επικαλούμενο προνόμιο και μη προνομιακά ως προς το υπόλοιπο και στην συνέχεια να κατατάξει την αναγγελόμενη απαίτηση βάσει των ως άνω (εκτιμώμενων αιτημάτων), ερμηνεύοντας τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. που εν τέλει θα εφαρμόσει. Τα ανωτέρω αιτήματα κατάταξης σε κάθε περίπτωση πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια στο αναγγελτήριο έγγραφο, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να προβεί (εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις οικείες διατάξεις) στην κατάταξη που αρμόζει στην αναγγελόμενη απαίτηση, την ορθότητα της οποίας- κατόπιν τούτου- να μπορούν να αμφισβητήσουν οι λοιποί δανειστές και εν τέλει να κρίνει το αρμόδιο δικαστήριο (ΜονΠρωτΘεσ 5661/2019, σε ΕΠολΔ 2019. 676 με παρατ. Παναγιώτη Γιαννόπουλου)». Με τον μοναδικό λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται για την απόρριψη του ως άνω λόγου της ανακοπής του και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε τον παραπάνω αυτό λόγο, προς το σκοπό να γίνει στο σύνολό της δεκτή η από 10.10.2019 ανακοπή. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι ο αποκλεισμός ενός δανειστή με γενικό προνόμιο, τόσο από δανειστή με γενικό προνόμιο προηγούμενης από αυτόν τάξης, όσο και από τους μη έχοντες προνόμιο, εγχειρόγραφους δανειστές, υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου, σύμφωνα με τον οποίο οι έχουσες γενικό προνόμιο απαιτήσεις δέον όπως προηγούνται των μη προνομιούχων. Και ότι ναι μεν ο νομοθέτης θέλησε να ενισχύσει τη θέση των εγχειρόγραφων δανειστών, οι οποίοι υπό το προηγούμενο καθεστώς αποκλείονταν από τα ειδικά και γενικά προνόμια, προβλέποντας την «εξασφάλισή» τους, ώστε να τους δώσει κίνητρο να επισπεύδουν αναγκαστική εκτέλεση κατά των οφειλετών τους, ωστόσο η ενίσχυση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου να αποκλείεται παντελώς δανειστής με γενικό προνόμιο από εγχειρόγραφους δανειστές. Ότι συνεπώς με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 977 παρ.3 και 975 παρ.3 και 5 ΚΠολΔ, απέκλεισε το Ελληνικό Δημόσιο τόσο από το ποσοστό των γενικών προνομιούχων όσο και από το ποσοστό των εγχειρόγραφων δανειστών. Ότι η ερμηνευτική προσέγγιση κι εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ, που υιοθέτησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι εσφαλμένη, αντιβαίνει δε στο γενικότερο σκοπό των διατάξεων της κατάταξης δανειστών και των προβλεπόμενων προνομίων και οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα για μια κατηγορία δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων, λόγω της φύσης τους και του σκοπού, τον οποίο εξυπηρετούν, χαίρουν ειδικής μεταχείρισης από το νόμο. Ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων μερικής και μηδενικής ικανοποίησης των προνομιούχων -γενικών ή ειδικών- αναγγελθέντων δανειστών από το ποσοστό του πλειστηριάσματος, το οποίο καταρχήν προορίζεται γι’ αυτούς. Ότι στη μεν πρώτη περίπτωση ο προνομιούχος δανειστής κατατάσσεται στο προβλεπόμενο από το νόμο ποσοστό που αναλογεί στο είδος του προνομίου του, αλλά δεν ικανοποιείται πλήρως, στη δε δεύτερη περίπτωση ο προνομιούχος δανειστής πληροί καταρχήν τις προϋποθέσεις για να καταταγεί στο προβλεπόμενο από το νόμο ποσοστό, πλην όμως, λόγω της ύπαρξης έτερου προνομιούχου δανειστή, του οποίου το προνόμιο προηγείται και η απαίτησή του καταλαμβάνει το σύνολο του προβλεπόμενου για τους προνομιούχους δανειστές ποσοστού, εν τέλει ο προνομιούχος δανειστής, του οποίου η απαίτηση έπεται, αποκλείεται παντελώς από το ποσοστό και δεν κατατάσσεται σε κανένα ποσό πλειστηριάσματος, οπότε οι δύο περιπτώσεις δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν το ίδιο. Ότι στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έμεινε στην γραμματική ερμηνεία του νόμου και παρέβλεψε την τελολογική, καθώς εν προκειμένω σκοπός του νομοθέτη ήταν μεν να δοθεί κίνητρο στους εγχειρόγραφους δανειστές, ώστε και με δική τους πρωτοβουλία να επισπεύδεται μια εκτελεστική διαδικασία, παράλληλα όμως σκοπός του δικαίου της κατάταξης ήταν ανέκαθεν η προνομιακή ικανοποίηση συγκεκριμένων απαιτήσεων για τους εκάστοτε εξυπηρετούμενους σκοπούς, συνιστάμενοι οι τελευταίοι, στην περίπτωση του Ελληνικού Δημοσίου, συνήθως σε δημοσιονομικής φύσεως λόγους και προστασίας του δημόσιου συμφέροντος και του δημόσιου πλούτου προς όφελος των πολιτών. Ότι παρέβλεψε η εκκαλούμενη τον σκοπό του νόμου και ότι αποτέλεσμα της υιοθετούμενης άποψης είναι ο καταρχήν προνομιούχος- γενικός ή ειδικός- δανειστής να καταλήγει, τελικά, να βρίσκεται σε θέση υποδεέστερη ακόμη και από τον εγχειρόγραφο (ανέγγυο) δανειστή, καθώς δεν κατατάσσεται ούτε στο μερίδιο εκείνο του πλειστηριάσματος που προορίζεται για την ικανοποίηση μη προνομιούχων απαιτήσεων, με αποτέλεσμα η μη ικανοποιηθείσα απαίτηση του γενικού προνομιούχου να εξομοιώνεται με οιονεί ανύπαρκτη. Ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, ούτε για διπλή κατάταξη του Ελληνικού Δημοσίου πρόκειται, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης ασκεί οιονεί δικαιοδοτικά καθήκοντα και έχει τη δυνατότητα να ερμηνεύσει τις εφαρμοστέες διατάξεις και μπορεί να εκτιμήσει ότι στην αναγγελία του γενικού προνομιούχου δανειστή εμπεριέχεται ως έλασσον η αναγγελία του ως εγχειρόγραφου δανειστή, καθώς το αίτημα για προνομιακή κατάταξη συνίσταται στο αίτημα για καταρχήν κατάταξη της απαίτησης στον πίνακα και ικανοποίησή της έστω και μερικώς. Ότι εν κατακλείδι, εάν η εκκαλουμένη είχε ερμηνεύσει κι εφαρμόσει ορθά το νόμο, θα είχε καταλήξει στην ορθή παραδοχή ότι με βάση το γενικό πνεύμα του δικαίου της κατάταξης και της θέσπισης από το νομοθέτη σειράς προνομίων, η κατάταξη των καταρχήν προνομιούχων δανειστών στο μερίδιο εκείνο του πλειστηριάσματος που προορίζεται για τους εγχειρόγραφους είναι επιβεβλημένη, διότι, σε περίπτωση ανεπάρκειας του τμήματος εκείνου του πλειστηριάσματος που νομοθετικά επιφυλάσσεται για τους προνομιούχους δανειστές, οι τελευταίοι εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα με τους εγχειρόγραφους. Ότι ενόψει των ανωτέρω συνάγεται ότι αν ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης δανειστών, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 976 αρ.2, 977 παρ.3, 1007 ΚΠολΔ, δεν προβεί σε περαιτέρω κατάταξη στο ποσοστό εκείνο του πλειστηριάσματος που αντιστοιχεί στους εγχειρόγραφους δανειστές (ήτοι στο 10%) της απαίτησης εκείνης η οποία αποκλείστηκε παντελώς, παρά την ύπαρξη γενικού προνομίου, από το αντίστοιχο μερίδιο του πλειστηριάσματος, τότε ο συντασσόμενος πίνακας κατάταξης μπορεί να προσβληθεί λόγω εσφαλμένης κατάταξης με ανακοπή του άρθρου 979 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ωστόσο, κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερμήνευσε κι εφάρμοσε το νόμο. Όταν ο νομοθέτης ορίζει στο άρθρο 977 παρ.3 τελ. εδ. του ΚΠολΔ, επί μη επάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών ότι αν έχουν αναγγελθεί στον υπάλληλο του πλειστηριασμού απαιτήσεις του άρθρου 975 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι απαιτήσεις του άρθρου 975 ικανοποιούνται έως το 70% του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, ενώ οι μη προνομιούχοι ικανοποιούνται στο υπόλοιπο ποσοστό συμμέτρως είναι σαφές ότι ακριβολογεί και ότι στους μη προνομιούχους δεν εντάσσει και τους γενικούς προνομιούχους που τυχόν δεν ικανοποιήθηκαν από το 70% του ποσού του πλειστηριάσματος. Εάν έπρεπε να ικανοποιηθούν σύμμετρα στο 30% του πλειστηριάσματος εκτός από τους μη προνομιούχους και όσοι προνομιούχοι δεν ικανοποιήθηκαν εν όλω ή εν μέρει από το 70% του πλειστηριάσματος ο νομοθέτης θα το όριζε ρητά, ενώ σκοπός του ήταν κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα στην εκκαλούμενη απόφαση να υπάρχει κίνητρο και για τους μη προνομιούχους, εγχειρόγραφους δανειστές να επισπεύσουν την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος οφειλέτη τους, εφόσον γνωρίζουν ότι ικανό μέρος του πλειστηριάσματος θα διατεθεί εκ του νόμου για τις δικές τους μόνο εγχειρόγραφες απαιτήσεις (βλ. και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη ΜονΕφΘεσσαλ 1768/2022 στην ΤΝΠ Νόμος,  ΜονΕφΘεσσαλ 297/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, πρβλ. ΜονΕφΘεσσαλ 982/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, αν και αντιμετώπισε περίπτωση εν μέρει ικανοποιηθείσας ειδικής προνομιούχου δανείστριας που υποστήριζε ότι έπρεπε να ικανοποιηθεί εν μέρει για την ίδια εξασφαλιζόμενη απαίτηση και ως εγχειρόγραφη, Αντ. Βαθρακοκοίλης/Γ. Πλαγάκος, Ο πίνακας κατάταξης και η ανακοπή κατ’ αυτού, 2020, σελ. 527- 529 Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138, Γ. Ορφανίδη, Παρέμβαση στο 430 Πανελλήνιο Συνέδριο της ΕΕΔ, Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων, αντίθετη ΜονΕφΘεσσαλ 2719/2018 ΕφΑΔ 2018, σελ. 1382). Διαφορετική ερμηνεία του νόμου, ώστε από το ίδιο ποσοστό των εγχειρόγραφων δανειστών να ικανοποιούνται και οι γενικοί προνομιούχοι θα οδηγούσε ουσιαστικά σε ελάττωση του ποσοστού το οποίο προορίζεται εκ του νόμου για τους εγχειρόγραφους δανειστές, οι δε προνομιούχοι δανειστές που επιθυμούν να ικανοποιηθούν από το ποσοστό των εγχειρόγραφων δύνανται κατά την αναγγελία τους στον υπάλληλο του πλειστηριασμού να αναγγελθούν ως τέτοιοι και όχι ως προνομιούχοι. Τα αντίθετα προβαλλόμενα με τον παραπάνω λόγο έφεσης του εκκαλούντος τυγχάνουν μη νόμιμα κι ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, μειωμένα όμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 10.5.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …../2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……../2021 και Ε.Α.Κ. ………./2021) έφεση κατά της 212/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 5.1.2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ