Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 5/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αριθμός  5/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο  οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….. τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Βασίλειος Παπαστεργίου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ……………και 2] ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία ………….τους οποίους αμφοτέρους στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Διονυσία – Κρίνα Τζαβάρα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24.5.2012 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………/30.7.2012) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν οι με αριθμούς 3291/2019 (μη οριστική) και 2810/2020 (οριστική) αποφάσεις του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του παραπάνω Δικαστηρίου, με τη δεύτερη από τις οποίες η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο  ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 28.6.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../5.7.2021 έφεσή του, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη από 28.6.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../5.7.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../5.7.2021) έφεση του πρωτοδίκως εν μέρει νικήσαντος ενάγοντος πλήττεται η με αριθμό 2810/1.9.2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε κατά ένα μέρος την από 24.5.2012 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …………/30.7.2012) του ήδη εκκαλούντος, περί αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη από αντισυμβατική και αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό ………….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 28.6.2021 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………………»), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη ο ενάγων αναφέρθηκε α] στην ίδρυση κατά το έτος 2008 της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας πλοίων αναψυχής (ΝΕΠΑ) με την επωνυμία «……» με σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ του πρώτου εναγομένου ………. και της τρίτης – μη διάδικης – …………., στους οποίους περιήλθαν κατ’ ισομοιρίαν οι μετοχές της, συνολικής ονομαστικής αξίας εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 €) και στην αγορά από αυτήν (ΝΕΠΑ) με δάνειο που έλαβε από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία …………. υπό την εγγύηση των εταίρων, του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού – τουριστικού σκάφους Δ, το οποίο νηολογήθηκε στο λιμένα του Πειραιώς, β] στην από 26.11.2009 υποσχετική σύμβαση πωλήσεως, δυνάμει της οποίας ο πρώτος εναγόμενος, «ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας» ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον ενάγοντα τις μετοχές της ………., χωρίς να έχει ούτε τη συναίνεση της κυρίας των μετοχών ούτε την αληθή πρόθεση να προβεί σε μεταβίβασή τους, αντί τιμήματος πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (55.000 €), που καταβλήθηκε από τον αγοραστή στον εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό της ΝΕΠΑ και στον ατομικό τραπεζικό λογαριασμό της, ομοίως μη διάδικης, ………, συζύγου του πρώτου εναγομένου, χωρίς όμως να επακολουθήσει τελικώς η μεταβίβαση των μετοχών «με τη δικαιολογία ότι η [πιστώτρια της ΝΕΠΑ] τράπεζα ………… δε συναινούσε προς τούτο», καθώς «δεν επέτρεπε την αλλαγή του προσώπου του εγγυητή», γεγονός που ο ενάγων αγνοούσε κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, γ] στην, δια της ιδίας από 26.11.2009 συμβάσεως, ανάληψη εκ μέρους του ενάγοντος της υποχρέωσης παροχής δανείου προς την δεύτερη εναγόμενη, προς εκπλήρωση της οποίας της κατέβαλε τμηματικά κατά το χρονικό διάστημα από 30.12.2009 έως 9.4.2010 το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων εννιακοσίων ευρώ (30.900 €), το οποίο θα αποπληρωνόταν από τα κέρδη της εκμετάλλευσης του ως άνω σκάφους στη Νήσο Θήρα κατά την τουριστική περίοδο του έτους 2010, την οποία ανέλαβε με συμφωνία ο ενάγων προσφέροντας προσωπική εργασία και εκτελώντας με αυτό πλόες αναψυχής σε εκπλήρωση συμβάσεων ναυλώσεώς του σε πελάτες της δεύτερης εναγόμενης, δ] στην περαιτέρω διευκόλυνση της τελευταίας με την εκ μέρους του καταβολή κατά μεν το χρονικό διάστημα από 30.3.2010 έως 30.4.2010 επιπλέον χρηματικού ποσού ύψους τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα επτά ευρώ (4.367 €) συνολικά για την αντιμετώπιση των λειτουργικών εξόδων του σκάφους, δυνάμει σύμβασης (ετέρου) δανείου που συνομολογήθηκε μεταξύ του πρώτου εναγομένου υπό την ως άνω ιδιότητά του και του ενάγοντος, με τους ίδιους όρους αποπληρωμής, κατά δε το μήνα Αύγουστο του ιδίου εκείνου έτους συνολικού χρηματικού ποσού τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ (4.844 €) για την ασφάλιση του σκάφους, την εξόφληση παλαιών οφειλών για προμήθειές του και για την αγορά ανταλλακτικών και εργασίες επιδιορθώσεως του σκάφους και ε] στην εκ μέρους του ενάγοντος δανειοδότηση ατομικά του πρώτου εναγόμενου με το χρηματικό ποσό των τριακοσίων εξήντα ευρώ (360 €), που του κατέβαλε στις 30.8.2010 με τη συμφωνία να του αποδοθεί στις 23.9.2010. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος περαιτέρω ότι ούτε η μεταβίβαση των μετοχών της ΝΕΠΑ επακολούθησε ούτε τα δάνεια αποπληρώθηκαν, καθώς από το συνολικό προς την εταιρία δάνεισμα των σαράντα χιλιάδων εκατόν ένδεκα ευρώ (30.900 € + 4.367 € + 4.844 € = 40.111 €) εξοφλήθηκε με παρακράτηση από τα κέρδη της εκμετάλλευσης του σκάφους μόνον το ποσόν των έξι χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα έξι ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (6.466,36 €), ενώ το προσωπικό δάνειο προς τον πρώτο εναγόμενο εξακολουθεί οφειλόμενο στο σύνολό του, ζήτησε ο ενάγων, μετά παραδεκτή πρωτοδίκως τροπή σε εξ ολοκλήρου αναγνωριστικό του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματός του, να αναγνωριστεί η, νομιμότοκη από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, υποχρέωση Α] αμφοτέρων των εναγομένων, ενεχόμενων εις ολόκληρον στην προς αυτόν καταβολή του ποσού που δαπάνησε για την αγορά των μετοχών της …………..(55.000 €), Β] της δεύτερης εναγόμενης για την απόδοση του υπολοίπου του δανείου, που αυτή έλαβε και ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων εξακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (40.111 € – 6.466,36 € = 33.644,64 €) και Γ] του πρώτου εναγόμενου στην καταβολή τριακοσίων εξήντα ευρώ (360 €). Για τη νομική θεμελίωση της πρώτης από τις αξιώσεις του αυτές ο ενάγων υποστήριξε, ότι εξαπατήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο, που ενεργούσε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως νόμιμος εκπρόσωπος της ΝΕΠΑ και ο οποίος, χωρίς να έχει πρόθεση μεταβιβάσεως των μετοχών της συνεταίρου του, τον διαβεβαίωσε ψευδώς ότι θα μετείχε κατά ποσοστό 50% στην δεύτερη εναγόμενη και του προκάλεσε ισόποση με το τίμημα της αγοράς των μετοχών περιουσιακή ζημία, αποκρύπτοντάς του, όπως εκτιμά το Δικαστήριο, ότι η πιστώτρια της εταιρίας τράπεζα δεν επέτρεπε τη μεταβολή των προσώπων που υπείχαν εγγυητική ευθύνη για την αποπληρωμή του δανείου με το οποίο αποκτήθηκε το σκάφος Δ και επικαλέστηκε, κυρίως μεν τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και, επικουρικώς, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος «δεν ενήργησε με δόλο απάτης», τη δευτερογενή ενδοσυμβατική ευθύνη αμφοτέρων των εναγομένων από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν με τη σύμβαση της πώλησης άλλως τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 επομ. του ΑΚ, καθώς οι εναγόμενοι κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας του για αιτία (μεταβίβαση του ημίσεος των μετοχών της εταιρίας) που δεν επακολούθησε, ενώ, ομοίως επικουρικώς, ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος ευθύνεται και με βάση τις διατάξεις περί έλλειψης αντιπροσωπευτικής εξουσίας κατά την κατάρτιση της αγοραπωλητήριας των μετοχών συμβάσεως, «καθώς κατάρτισε σύμβαση ως αντιπρόσωπος και ο αντιπροσωπευόμενος δεν ενέκρινε» αυτήν. Τις λοιπές απαιτήσεις του ο ενάγων στήριξε στις δανειακές συμβάσεις, ενώ επικουρικώς, για τη θεμελίωση της ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης για την απόδοση των εταιρικών δανείων επικαλέστηκε και τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε νομικά αβάσιμες τις επικουρικές βάσεις της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και από τα άρθρα 211 επομ. και 231 ΑΚ, όπως και το πρώτο αίτημά της κατά την θεμελίωσή του επικουρικά στην ενδοσυμβατική ευθύνη του πρώτου εναγομένου, ο οποίος, όμως, υπό τα εκτιθέμενα ενήργησε ως όργανο του νομικού προσώπου της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας και έκρινε την αγωγή νόμιμη κατά την αδικοπρακτική και τις συμβατικές βάσεις της, υπάγοντας τα περιστατικά που προβλήθηκαν προς θεμελίωσή τους στις διατάξεις των άρθρων 70, 71, 297 εδαφ. α, 298 εδαφ. α, 330, 340, 345, 346, 382, 385 αρ. 1, 513, 516, 806, 807 και 914 ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 386 ΠΚ. Ακολούθως, δε, μετά από έρευνα των αποδεικτικών μέσων, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κύρια (αδικοπρακτική) βάση της αγωγής και, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε αυτήν κατά τα λοιπά εν μέρει, αναγνωρίζοντας ότι η μεν δεύτερη εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα αφενός το ποσό που αυτός δαπάνησε για την αγορά των επίμαχων μετοχών (55.000 €) και αφετέρου το ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (28.400 €) που της κατέβαλε λόγω δανείου κατά το χρονικό διάστημα από 30.12.2009 έως και 9.4.2010 με την προοπτική της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο, ο δε πρώτος εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των τριακοσίων εξήντα ευρώ (360 €) που του καταβλήθηκε ως δάνειο, με το νόμιμο τόκο για όλα τα ποσά αυτά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, απορρίπτοντας κατ’ ουσίαν τις λοιπές δανειακές απαιτήσεις του ενάγοντος, ενώ επέβαλε τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγομένου στην ενάγουσα, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 178 § 2 ΚΠολΔ και τα αντίστοιχα του ενάγοντος σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης λόγω της ήττας της, καθορίζοντας αυτά σε χίλια εκατό ευρώ (1.100 €) και δύο χιλιάδες τριακόσια πενήντα ευρώ (2.350 €) αντίστοιχα. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων και αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την, κατά παραδοχή της εφέσεώς του, εξαφάνισή της κατά τα πληττώμενα με αυτήν κεφάλαιά της άλλως τη μεταρρύθμισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του και κατά το μέρος της που απορρίφθηκε.

ΙΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι,  εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Επομένως, όταν η αγωγή ασκείται με μόνη βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, πρέπει για την κατ’ άρθρο 216 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ πληρότητα του περιεχομένου της να γίνεται στο δικόγραφό της μνεία των περιστατικών που συνεπάγονται την ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας της περιουσιακής μετακίνησης. Και όταν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής (λ.χ. από σύμβαση), είναι απαραίτητη η επίκληση της ανυπαρξίας ή της ακυρότητας της συμβάσεως, έστω και χωρίς αναφορά των λόγων που την προκάλεσαν, αφού, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση (ή αδικοπραξία), είναι νομικά αβάσιμη, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σ’ αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Για το λόγο αυτό στην ίδια περίπτωση είναι αναγκαία η απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως ή της ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία, καθώς η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου και, τότε, αν δηλαδή η κύρια αγωγική βάση αποδικαστεί επειδή η κατάρτιση συμβάσεως ή η τέλεση αδικοπραξίας έμεινε αναπόδεικτη, η επικουρική βάση θα ερευνηθεί, για να διαπιστωθεί αν η περιουσιακή μετακίνηση έγινε αχρεωστήτως ή για αιτία παράνομη ή ανήθικη ή για αιτία που είτε έληξε είτε δεν επακολούθησε (ΟλΑΠ 2/2019, ΕφΑΔ 2019/534 = ΧρΙΔ 2019/504, ΟλΑΠ 23/2003, ΝοΒ 2004/1179 = ΧρΙΔ 2004/177 = ΕΕΔ 2004/423 = ΕΔΚΑ 2003/620, ΟλΑΠ 22/2003, Δνη 2003/1261, ΑΠ 61/2022, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 412/2019, ΑΠ 170/2016, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 449/2014, Ε7 2015/141, ΑΠ 1319/2013, ΕΠολΔ 2013/703, ΑΠ 680/2011, ΕΠολΔ 2012/96, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, § 16, αρ. 24, σελ. 1060 επομ., Στ. Ματθίας, Η έννοια της «επικουρικότητας» των απαιτήσεων αδικαιολογήτου πλουτισμού και η επικουρική άσκησή τους, σε Δνη 1990/497, Π. Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, 1989, § 7, σελ. 163 επομ.).

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την επικουρική θεμελίωση στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού καθενός από τα αντικειμενικώς στην αγωγή σωρευθέντα αιτήματα αποδόσεως των ποσών που καταβλήθηκαν ως τίμημα για την αγορά των μετοχών της δεύτερης εναγόμενης και ως δάνεια του ενάγοντος προς αυτήν διαπιστώνοντας σωστά ότι ο ενάγων δεν είχε επικαλεστεί ούτε ακυρότητα των εν λόγω συμβάσεων ούτε ανυπαρξία των προϋποθέσεων γέννησης της αδικοπρακτικής αξίωσής του. Έτσι που έκρινε ορθά το νόμο εφάρμοσε και τα αντιθέτως προβαλλόμενα με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος αποδόσεως εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης των χρημάτων που της καταβλήθηκαν για την αγορά των μετοχών της, δηλαδή για αιτία που δεν επακολούθησε, είναι αβάσιμα. Η νομιμότητα της δεύτερης επιβοηθητικής αυτής επιστήριξης της συγκεκριμένης (συμβατικής) βάσης της αγωγής δεν περισώζεται ούτε με την επίκληση της περί ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής ενός από τους συμβαλλομένους αμφοτεροβαρούς συμβάσεως διάταξης του άρθρου 380 εδαφ. α ΑΚ, που προβλέπει την απαλλαγή του αντισυμβαλλομένου του από την υποχρέωση εκπληρώσεως της αντιπαροχής, την οποία, εφόσον ήδη κατέβαλε, δύναται να αναζητήσει κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, αφού προϋποθέτει αδυναμία παροχής ανυπαίτια, δηλαδή οφειλόμενη σε γεγονός για το οποίο ο οφειλέτης της δεν υπέχει ευθύνη (άρθρο 336 ΑΚ) και μάλιστα επιγενόμενη (Μιχαηλίδης – Νουάρος, ΕρμΑΚ, άρθρο 380, αρ. 4), δηλαδή αναφανείσα κατά την εκπλήρωση της ενοχής και όχι κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, όπως δεν συμβαίνει εδώ, καθώς, υπό τα εκτιθέμενα, η δεύτερη εναγόμενη τελούσε ήδη κατά τη σύναψη της αγοραπωλητήριας σύμβασης σε γνώση του ότι οι μετοχές των οποίων υποσχέθηκε τη μεταβίβαση δεν της ανήκαν, με αποτέλεσμα να έχει εφαρμογή είτε η διάταξη του άρθρου 362 ΑΚ περί υπαίτιας αρχικής αδυναμίας παροχής γενικά είτε εκείνη του άρθρου 382 ΑΚ για την υπαίτια αδυναμία παροχής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, που παρέχουν στο δανειστή της αδύνατης παροχής αξίωση αποζημιώσεως, την οποία, άλλωστε, ο ενάγων άσκησε με την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής του κατά της δεύτερης εναγόμενης και, μάλιστα, επιτυχώς, αφού η αγωγή του κατά το μέρος και τη βάση της αυτή έγινε δεκτή, με αποτέλεσμα, πέραν των άλλων, να ελλείπει και το έννομο συμφέρον του για την προβολή του ερευνώμενου λόγου, αφού η παραδοχή του σε τίποτα δεν θα τον ωφελούσε.

ΙV. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλουμένη για κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων λανθασμένη απόρριψη ως ουσιαστικά αβάσιμης της κύριας αδικοπρακτικής βάσης, στην οποία θεμελίωνε την ευθύνη των αντιδίκων του προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της δαπάνης των χρημάτων που διέθεσε για την αγορά των μετοχών της ………… Μολονότι το ποσό των χρημάτων αυτών επιδικάστηκε πρωτοδίκως στον ενάγοντα κατ’ αποδοχή, κατά τα μόλις αναφερθέντα, της πρώτης επικουρικής βάσης του αντίστοιχου αγωγικού αιτήματός του, εντούτοις το έννομο συμφέρον του στην προσβολή με έφεση της σχετικής, απορριπτικής της κύριας βάσης θεμελίωσής του, κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διατηρείται, επειδή η ενδεχόμενη παραδοχή του συναφούς ερευνώμενου λόγου θα διαφοροποιήσει το δεδικασμένο της επιδίκασης (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Α, 2000, άρθρο 516, αρ. 24, σελ. 913, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 109, αρ. 28, σελ. 44 επομ., Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 421, Π. Αρβανιτάκης, ο.π., σελ. 243), καθώς, αφενός μεν, θα μεταβληθεί η νομική αιτία (άρθρα 322 § 1 εδαφ. α και 324 ΚΠολΔ) της αναγνώρισης της υποχρέωσης της δεύτερης εναγομένης για την καταβολή αποζημίωσης στον εκκαλούντα (η ευθύνη για μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης θα παραλλάξει σε ευθύνη από αδικοπρακτική συμπεριφορά του οργάνου που την αντιπροσωπεύει εκδηλωθείσα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, σύμφωνα με το άρθρο 71 ΑΚ), αφετέρου δε, θα καταστεί αλληλεγγύως συνυπόχρεος ο πρώτος εναγόμενος για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του ενάγοντος, στη διάθεση του οποίου θα υφίστανται περισσότερα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 1047 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ).

V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωμένες στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του και, συγκεκριμένα, της ………, κατοίκου Αθηνών, που διατηρεί στενή φιλική σχέση με τον ενάγοντα, για την απόδειξη και της ……… ., κατοίκου ….. Πειραιώς και συζύγου του πρώτου εναγομένου, για την ανταπόδειξη, οι οποίες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστης μάρτυρα, καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον τομέα του τουρισμού και ειδικότερα στον κλάδο των τουριστικών περιηγήσεων και διατηρεί προς τούτο επί σειρά ετών τουριστικό γραφείο στην Αθήνα, επί της λεωφόρου Συγγρού αρ. 45. Η δεύτερη εναγόμενη συστήθηκε στις 2.1.2008 κατά τις διατάξεις του Ν. 3182/2003 με σκοπό την κτήση κυριότητας και την εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων επαγγελματικών σκαφών αναψυχής με ελληνική σημαία και στις 18.1.2008 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής με αύξοντα αριθμό ……… Ιδρυτές και μέτοχοι της εναγόμενης εταιρίας είναι ο πρώτος εναγόμενος …….. και η μη διάδικος …….., οι οποίοι συμμετέχουν σε ποσοστό 50% ο καθένας στο εταιρικό της κεφάλαιο, ύψους εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 €), κατέχοντας από πέντε χιλιάδες (5.000) ανώνυμες μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης δέκα ευρώ (10 €). Από αυτούς ο πρώτος ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου, καθώς και του νομίμου εκπροσώπου της, δεσμεύοντας αυτή με μόνη την υπογραφή του, ενώ στη δεύτερη ανατέθηκαν τα καθήκοντα της αντιπροέδρου του διοικητικού της συμβουλίου. Προς εκπλήρωση του σκοπού της η εν λόγω εταιρία απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα και αντί τιμήματος τριακοσίων σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ (345.000 €) το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό – τουριστικό (Ε/Γ – Τ/Ρ) σκάφος αναψυχής Δ, το οποίο νηολόγησε με αριθμό ……. στο Νηολόγιο του Πειραιώς. Για την αγορά του σκάφους αυτού, που αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, η πλοιοκτήτρια δανειοδοτήθηκε από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………» με το ποσό των διακοσίων σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ (245.000 €) και προς εξασφάλισή της η πιστώτρια στις 5.9.2008 ενέγραψε επ’ αυτού πρώτη ναυτική υποθήκη για το ποσό των τριακοσίων δεκαοκτώ χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (318.500 €), ενώ έλαβε και προσωπικές ασφάλειες, καθώς για την αποπληρωμή του δανείου παρείχαν την εγγύησή τους οι μέτοχοι της εταιρίας, η οποία, στη συνέχεια, κατ’ εφαρμογή του Ν. 3182/2003, λύθηκε αυτοδίκαια στις 21.9.2012 και έκτοτε βρίσκεται σε καθεστώς εκκαθάρισης. Όλα αυτά αποτελούν μη αμφισβητούμενους ισχυρισμούς των διαδίκων, προκύπτουν άλλωστε και εγγράφως. Το μήνα Αύγουστο του έτους 2008 ο ενάγων ήλθε σε επαφή με τον πρώτο εναγόμενο και συνεργάσθηκε επαγγελματικά μαζί του, ναυλώνοντας το παραπάνω σκάφος για λογαριασμό πελατών του. Ακολούθησαν συζητήσεις μεταξύ τους, που αφορούσαν το ενδεχόμενο μελλοντικής συνεργασίας τους σε σταθερή βάση στον τομέα των θαλάσσιων περιηγήσεων και, αργότερα, περί τα τέλη του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2009, ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, πρότεινε στον ενάγοντα την εξαγορά του 50% των μετοχών της εταιρίας του, που ανήκαν στη συνεταίρο του ………, η οποία επιθυμούσε να απεμπλακεί από αυτήν, αντί τιμήματος είκοσι τεσσάρων ευρώ (24 €) ανά μετοχή και συνολικά εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000 €). Κατόπιν διαπραγματεύσεων ο ενάγων αποδέχθηκε την πρόταση και συμφώνησε να αποκτήσει με αγορά τις πέντε χιλιάδες (5.000) μετοχές της ………….. αντί τιμήματος ένδεκα ευρώ (11 €) ανά μετοχή και συνολικά αντί πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (55.000 €). Κατόπιν αυτών καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και του …………, που ενεργούσε με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης από τους εναγόμενους, άτυπη σύμβαση πώλησης, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον πρώτο τις μετοχές της συνεταίρου του το αργότερο μέχρι τα τέλη του μηνός Νοεμβρίου του ιδίου εκείνου έτους (2009). Βέβαια, ούτε το αντικείμενο της πώλησης ανήκε κατά κυριότητα στην πωλήτρια ΝΕΠΑ ούτε στο τίμημα αυτής είχε δικαίωμα η πωλήτρια, όμως η υπαίτια αρχική αδυναμία παροχής της τελευταίας δεν αναιρεί το κύρος της ενοχικής σύμβασης που καταρτίστηκε. Σε κάθε περίπτωση, για την εκπλήρωση των εξ αυτής υποχρεώσεών του ο ενάγων κατέβαλε σταδιακά μέχρι τις 26.11.2009 το σύνολο του τιμήματος της αγοράς των μετοχών, με καταθέσεις χρηματικών ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς της εναγόμενης εταιρίας και της συζύγου του πρώτου εναγόμενου, σύμφωνα με τις υποδείξεις του τελευταίου. Ειδικότερα κατέβαλε με αντίστοιχα εμβάσματα, αφενός, στον τηρούμενο στην ………. λογαριασμό της ………. το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (4.300 €) στις 20.10.2009 και, αφετέρου, στον τηρούμενο στην …….. λογαριασμό της ………….. τα ποσά των δώδεκα χιλιάδων ευρώ (12.000 €) στις 28.10.2009, των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) στις 12.11.2009 και των είκοσι οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (28.700 €) στις 26.11.2009. Οι καταβολές αυτές δεν αμφισβητούνται από τους εναγομένους και επιβεβαιώνονται από τα από 3.11.2010 και 10.10.2010 έγγραφα υπηρεσιακά σημειώματα της Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Συντήρησης Εφαρμογών Πληροφορικής της Εθνικής Τράπεζας, που επαναπροσκομίζει ο ενάγων. Στις 27.11.2009 ο τελευταίος μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα Γλυφάδας Αττικής και βεβαίωσε το γνήσιο της υπογραφής του επί του με ημερομηνία 25.11.2009 «ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης ανώνυμων μετοχών ΝΕΠΑ», που συντάχθηκε για την κατάρτιση συμβάσεως μεταξύ αυτού και της ως άνω ………… Στο έγγραφο αυτό αναγράφεται ότι η τελευταία, κυρία του ημίσεος των μετοχών της …………, συμφωνούσε στην πώληση αυτών και στην παράδοσή τους στον ενάγοντα αντί τιμήματος τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €), «το οποίο οι συμβαλλόμενοι θεωρούν εύλογο και δίκαιο», καθώς και ότι κατόπιν της μεταβιβάσεως αυτής ο αγοραστής ενάγων θα καθίσταται μέτοχος της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας κατά ποσοστό 50%. Στο ίδιο έγγραφο μνημονεύεται ακόμα ότι σε βάρος του σκάφους που ανήκε στην πλοιοκτησία της …….. είχε εγγραφεί πρώτη ναυτική υποθήκη υπέρ της ως άνω πιστώτριας τράπεζας. Βέβαια, η …….. ουδέποτε το υπέγραψε. Και τούτο συνέβη όχι επειδή δεν είχε πρόθεση να πουλήσει τις μετοχές της αλλά επειδή σε χρόνο μεταγενέστερο κατέστη σε όλους τους εμπλεκόμενους σαφές ότι η … BANK .. δεν έστεργε στην απαλλαγή της από την εγγυητική της ευθύνη και δεν αποδεχόταν αντ’ αυτής να εγγυηθεί ο ενάγων την αποπληρωμή του δανείου που είχε χορηγήσει στη δεύτερη εναγόμενη για την αγορά του σκάφους Δ. αλλά επεδίωκε να λάβει πρόσθετη προσωπική ασφάλεια και από αυτόν. Το γεγονός ότι η ….. …. είχε εξαρχής πρόθεση πωλήσεως του εταιρικού της μεριδίου συνομολογεί ο ενάγων καθ’ υποφοράν με την αγωγή του, στην οποία διαλαμβάνει (στην έκτη σελίδα του δικογράφου της) ότι σε ηλεκτρονική επικοινωνία που είχε με την τελευταία στις 16.7.2010 η κυρία των μετοχών τον ενημέρωσε ότι «είχε ζητήσει το ποσό των 30.000 ευρώ … για τη μεταβίβαση του ποσοστού των μετοχών της», το οποίο και αναγράφηκε άλλωστε στο ως άνω από 25.11.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, καθώς και ότι «τούτο δεν θα μπορούσε να καταστεί δυνατό, διότι η ….. BANK … δεν επέτρεπε την αλλαγή του προσώπου του εγγυητή…». Το τραπεζικό αυτό πρόσκομμα ο ενάγων υποστηρίζει ότι αγνοούσε κατά το χρόνο καταρτίσεως της ως άνω υποσχετικής συμβάσεως πωλήσεως με τον πρώτο εναγόμενο, καθώς και ότι του απεκρύβη από αυτόν, ο οποίος τον εξαπάτησε. Δεν επικαλείται όμως ταυτόχρονα ότι η συγκεκριμένη τραπεζική απαίτηση τελούσε κατά τον ίδιο χρόνο σε γνώση του πρώτου εναγόμενου ή της ………. Άλλωστε, ο ενάγων καταθέτοντας στις 11.2.2015 στο ακροατήριο του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε ποινική δίκη, περί της οποίας θα γίνει λόγος πιο κάτω, ανέφερε ότι γνώριζε ότι το σκάφος Δ είχε αγοραστεί με τραπεζικό δάνειο, το οποίο μέχρι τη συναλλαγή του με τον πρώτο εναγόμενο δεν είχε αποπληρωθεί, ενώ στο από 16.7.2010 ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) που απέστειλε στη ………. …….. εκθέτει ότι κατά τη διάρκεια του χειμώνα του έτους 2010 επαναδιαπραγματεύθηκε τη διάρκεια και το εύρος των δόσεων του τραπεζικού δανείου με την ………., στην οποία και υπέβαλε αίτηση αναστολής πληρωμών, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι, έστω σε χρόνο μεταγενέστερο της υπόσχεσης που έλαβε από τον πρώτο εναγόμενο, έλαβε γνώση των απόψεων της πιστώτριας τράπεζας, χωρίς όμως να απευθύνει μομφές περί εξαπατήσεώς του ούτε στη ………. με το ως άνω e-mail ούτε στον ……….. με την εξώδικη επιστολή που του απέστειλε στις 26.7.2010, της οποίας θα ακολουθήσει λεπτομερέστερη μνεία. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνάγεται ούτε ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε πραγματική πρόθεση να μεταβιβαστούν οι μετοχές της συνεταίρου του στον ενάγοντα, όπως ο τελευταίος αβάσιμα ισχυρίζεται. Περαιτέρω, μιας και η από 25.11.2009 σύμβαση πωλήσεως δεν υπεγράφη από τη ………., ο πρώτος εναγόμενος συνέπραξε με την υπογραφή του στην κατάρτιση ενός νέου έγγραφου «ιδιωτικού συμφωνητικού», με το οποίο, αφενός επιβεβαίωνε ότι συναλλάχθηκε με την ιδιότητα του προέδρου της δεύτερης εναγόμενης και, αφετέρου, βεβαίωνε εν είδει εξοφλητικής απόδειξης ότι με την ίδια ιδιότητα είχε εισπράξει από τον ενάγοντα το ποσόν των πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (55.000 €) «για την εξαγορά του πενήντα τοις εκατό των ανώνυμων μετοχών της εταιρίας ………….». Το ίδιο έγγραφο συνυπέγραψε και ο ενάγων, επειδή με αυτό ανέλαβε την πρόσθετη υποχρέωση να δανειοδοτήσει την δεύτερη εναγόμενη για την εξόφληση υποχρεώσεών της με το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €), μέρος του οποίου, ύψους επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €) είχε ήδη κατά την κατάρτισή του καταβάλει και το υπόλοιπο συμφωνήθηκε να καταβληθεί στις 15.1.2010 με κατάθεση οκτώ χιλιάδων ευρώ (8.000 €) στον τραπεζικό λογαριασμό της ως άνω συζύγου του πρώτου εναγομένου και μέχρι τις 15.2.2010 με κατάθεση επιπλέον δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €) σε αποδέκτη που δεν κατονομάστηκε στη συμφωνία. Το χρονοδιάγραμμα αυτό δεν τηρήθηκε, πάντως, ο ενάγων, που είχε ήδη, όπως αποτυπώθηκε στο έγγραφο, καταθέσει επτά χιλιάδες ευρώ (7.000 €) στις 30.12.2009 στον τραπεζικό λογαριασμό της ………, κατέβαλε επιπλέον στον ίδιο λογαριασμό α] στις 18.1.2010 οκτακόσια ευρώ (800 €), β] στις 11.3.2010 δεκαεννέα χιλιάδες διακόσια ευρώ (19.000 €) και γ] στις 9.4.2010 χίλια τετρακόσια ευρώ (1.400 €). Συνολικά δε κατέβαλε λόγω δανείου στην δεύτερη εναγόμενη το χρηματικό ποσόν των είκοσι οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (7.000 € + 800 € + 19.200 € + 1.400 € = 28.400 €), καθώς το ποσόν των δύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (2.500 €), που με την αγωγή του υποστηρίζει ότι περιλαμβάνεται στο δάνεισμα καταβληθέν στις 6.4.2010 στον τραπεζικό λογαριασμό της ………., αποδεικνύεται ότι αποτελούσε το αντικείμενο μεταφοράς χρημάτων από λογαριασμό του ενάγοντος σε άλλον δικό του λογαριασμό (βλ. το ως άνω από 3.11.2010 έγγραφο υπηρεσιακό σημείωμα της . ………). Το πιο πάνω έγγραφο «ιδιωτικό συμφωνητικό» δεν χρονολογήθηκε αλλά από το περιεχόμενό του προκύπτει ότι συντάχθηκε μετά την 30η.12.2009, οπότε είχε ολοκληρωθεί η πληρωμή του συνόλου του τιμήματος της αγοραπωλησίας των μετοχών και πραγματοποιηθεί η καταβολή της πρώτης δόσης του δανείου και πριν την 15η.1.2010. Από το έγγραφο αυτό, σε συνδυασμό προς όσα άλλα προαναφέρθηκαν, συνάγεται, πρώτον, ότι κατά το χρόνο της υποσχέσεώς του προς τον ενάγοντα περί μεταβιβάσεως σ’ αυτόν των μετοχών της συνεταίρου του ο πρώτος εναγόμενος ενεργούσε ως νόμιμος αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης και όχι στο δικό του όνομα ούτε ως αντιπρόσωπος της ………, μολονότι το μεγαλύτερο μέρος του τιμήματος της αγοραπωλησίας τους, όπως και των δόσεων του δανείου ο ενάγων πίστωσε σε λογαριασμό της συζύγου του, δεύτερον, ότι ο τελευταίος εξακολούθησε μέχρι τις 9.4.2010 να χρηματοδοτεί την δεύτερη εναγόμενη, μολονότι δεν είχε ακόμη καταστεί κύριος του ποσοστού των μετοχών της και χωρίς να επικοινωνήσει με την κυρία των μετοχών που είχε συμφωνηθεί να αποκτήσει και, τρίτον, ότι για την απόδοση του δανείσματος δεν συμφωνήθηκε συγκεκριμένη δήλη ημέρα. Όμως τα αντίδικα φυσικά πρόσωπα δεν αμφισβητούν ότι μεταξύ τους συμφωνήθηκε να εξοφληθεί ο ενάγων για το δάνειο που χορήγησε από τα κέρδη που θα προέκυπταν από την εκμετάλλευση του Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίου Δ κατά την τουριστική περίοδο του θέρους του έτους 2010 και μέχρι τη λήξη της. Επιπλέον, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι στα πλαίσια άτυπης συμφωνίας των ιδίων φυσικών προσώπων ο ενάγων ανέλαβε την εκμετάλλευση του σκάφους κατά την ίδια περίοδο, επιμελούμενος την εκναύλωσή του προς τρίτους, την είσπραξη των ναύλων και την εξόφληση από το προϊόν της εκμεταλλεύσεως αυτής των λειτουργικών δαπανών του, παρέχοντας μάλιστα και προσωπική εργασία επ’ αυτού. Η δραστηριότητα αυτή του ενάγοντος είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των τουριστικών περιηγήσεων που πραγματοποιήθηκαν με το σκάφος Δ κατά την ίδια περίοδο έναντι των αντίστοιχων του προηγούμενου έτους, όπως αποτυπώνεται στο προαναφερθέν από 16.7.2010 e-mail του που απευθυνόταν στη ……… Από το ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα καθίσταται σαφές ότι μέχρι τότε ο ενάγων επεδείκνυε ζήλο για την αύξηση των εσόδων από την εκμετάλλευση του σκάφους, θεωρούσε αυτήν ως επιχείρηση με πολλές προοπτικές και αναζητούσε επενδυτές για να συμβάλλουν με τη συμμετοχή τους στην απαλλαγή της …… από τα χρέη που η διαχείριση του πρώτου εναγόμενου είχε συσσωρεύσει κατά την προηγούμενη χρήση. Από το ίδιο κείμενο διαφαίνεται ότι ήδη τότε θεωρούσε εαυτόν συνεταίρο του πρώτου και μέτοχο της δεύτερης εναγόμενης, μολονότι δεν είχε αποκτήσει ακόμη τις μετοχές της …….., καθώς το μόνο που παρέλαβε στην κατοχή του στις 11.2.2010 ήταν ο τίτλος στον οποίο ενσωματώνονταν αυτές. Πάντως, μετά την επικοινωνία του με την τελευταία ο ενάγων μετέβαλε διαθέσεις και στις 27.7.2010 έσπευσε να επιδώσει σ’ αμφοτέρους τους εναγομένους την από 26.7.2010 εξώδικη δήλωσή του – διαμαρτυρία και πρόσκληση, με την οποία, χωρίς να κάνει αναφορά στους λόγους που οδήγησαν σε ναυάγιο την μεταβίβαση των μετοχών, απηύθυνε μομφές στον πρώτο εναγόμενο για κωλυσιεργία και παρελκυστική τακτική και καλούσε τους αντιδίκους του είτε να του καταβάλουν εντός δεκαημέρου όσα χρήματα είχε δαπανήσει έως τότε είτε να αναγνωρίσουν τον μέχρι τότε ισολογισμό εσόδων – εξόδων και να αποδεχθούν ότι στο μέλλον από τα καθαρά έσοδα της εκμετάλλευσης του σκάφους Δ θα εισπράττουν το 15% και το υπόλοιπο 85% θα το εισπράττει ο ίδιος για την αποπληρωμή του χρέους τους, συμπεριλαμβανομένου και του τιμήματος των μετοχών. Στην ίδια εξώδικη δήλωση, η οποία παρέμεινε αναπάντητη, ο ενάγων ανέφερε ότι ως δάνειο προς την εταιρία είχε καταβάλει τμηματικά στις 30.12.2009, στις 18.1.2010 και στις 11.3.2010 είκοσι επτά χιλιάδες ευρώ (27.000 €) συνολικά, ότι από το μήνα Μάιο του έτους 2010, οπότε ανέλαβε τη σύναψη ναυλοσυμφώνων, είχε εισπράξει από ναύλους τριάντα χιλιάδες τριακόσια πενήντα ευρώ και έξι λεπτά (30.350,06 €) και ότι από τα χρήματα αυτά δαπάνησε είκοσι μία χιλιάδες εκατόν ογδόντα ευρώ (21.180,78 €) συνολικά για την αντιμετώπιση των εξόδων της διαχείρισής του. Με βάση τα δεδομένα αυτά υπολόγιζε τότε το χρέος των εναγομένων προς αυτόν στο χρηματικό ποσόν των εβδομήντα δύο χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (72.830,72 €), προσθέτοντας στο καταβληθέν τίμημα των μετοχών το δάνεισμα και τα έξοδα διαχείρισης, που υποστήριξε ότι κατέβαλε εξ ιδίων και αφαιρώντας από το άθροισμα τις εισπράξεις από τους ναύλους [(55.000 € + 27.000 € + 21.180,78) – 30.350,06 € = 72.830,72 €). Η μέθοδος αυτή των υπολογισμών του ενάγοντος, που υποδηλώνει ότι θεωρούσε τις εισπράξεις από τους ναύλους στο σύνολό τους ως δικά του έσοδα και τμήμα της περιουσίας του, από την οποία εκταμίευε για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του σκάφους, δεν είναι ορθή και αντιτίθεται ευθέως στην προαναφερθείσα, συνομολογούμενη, άτυπη συμφωνία, κατά την οποία η αποπληρωμή του δανείου που είχε χορηγήσει στη ……… θα γινόταν από τα κέρδη της εκμετάλλευσής του και όχι από τις μικτές προσόδους της. Και υπό την εκδοχή, όμως, του ενάγοντος το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι έναντι των απαιτήσεών του είχε μέχρι τις 26.7.2010 εισπράξει από την εκμετάλλευση του σκάφους το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν εξήντα εννέα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (30.350,06 € – 21.180,78 € = 9.169,28 €) και όχι έξι χιλιάδες τετρακόσια εξήντα έξι ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (6.466,36 €), όπως υποστήριξε στην αγωγή του και όπως δέχθηκε, καταλογίζοντάς το στο σύνολο της απαίτησης του ενάγοντος που θεώρησε βάσιμη το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, του οποίου, όμως, σημειωτέον, το συγκεκριμένο σφάλμα δεν μπορεί να διορθωθεί από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επειδή τούτο θα οδηγούσε σε επιβλαβέστερο για τον εκκαλούντα αποτέλεσμα, αν και οι εφεσίβλητοι δεν έχουν ασκήσει δική τους έφεση ή αντέφεση (άρθρο 536 ΚΠολΔ). Να σημειωθεί ακόμα ότι η παράλειψή τους αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι, όπως ο εκκαλών χωρίς αντίκρουση ισχυρίζεται, η δεύτερη εναγόμενη έχει ήδη αποξενωθεί από το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, αφού μεταβίβασε σε τρίτον το σκάφος Δ, με αποτέλεσμα να καθίσταται πρακτικά ανέφικτη η ικανοποίηση της απαιτήσεως του ενάγοντος με αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της πλέον ανύπαρκτης περιουσίας της. Η εξέλιξη όμως αυτή των πραγμάτων δεν ασκεί έννομη επιρροή στην παρούσα δίκη ούτε αναιρεί την ορθότητα του αποδεικτικού πορίσματος το οποίο συνήγαγε η εκκαλουμένη, που απέρριψε την κύρια αδικοπρακτική βάση της αγωγής διαπιστώνοντας ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν επέδειξε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, καθώς η σύναψη της πωλήσεως των μετοχών της …… στον ενάγοντα δεν υπήρξε αποτέλεσμα απατηλών διαβεβαιώσεών του. Πράγματι, από όλα όσα προαναφέρθηκαν πλήρως αποδεικνύεται ότι κατά το χρόνο που ο ενάγων έλαβε από τον πρώτο εναγόμενο την υπόσχεση ότι θα του μεταβιβαστούν από την δεύτερη εναγόμενη οι μετοχές της συνεταίρου του η κυρία των υπό πώληση μετοχών είχε, όπως και ο υποσχεθείς, πραγματική πρόθεση μεταβιβάσεώς τους στον ενάγοντα, η οποία δεν υλοποιήθηκε για λόγους σχετιζόμενους με την εξασφάλιση του τραπεζικού δανείου που η πλοιοκτήτρια εταιρία είχε λάβει από την ………. για την απόκτησή του, οι οποίοι ανεφάνησαν σε χρόνο μεταγενέστερο της υποσχετικής σύμβασης μεταξύ των αντιδίκων φυσικών προσώπων. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από την απαλλαγή, στην ποινική δίκη που προαναφέρθηκε, του πρώτου κατηγορουμένου από την κατηγορία της απάτης, από την οποία προκλήθηκε σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, για την οποία ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών άσκησε ποινική δίωξη κατόπιν εγκλήσεως του τελευταίου. Να σημειωθεί μάλιστα ότι κατά την κατηγορία που αποδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο οι απατηλές παραστάσεις του δεν περιορίζονταν μόνο στην δυνατότητά του να μεταβιβάσει στον ενάγοντα το 50% του μετοχικού κεφαλαίου της δεύτερης εναγόμενης, «διότι η συνέταιρός του ουδέποτε είχε την πρόθεση να του το μεταβιβάσει» αλλά αφορούσαν κυρίως στις διασυνδέσεις του που θα εξασφάλιζαν πελάτες υψηλού εισοδήματος για τις ναυλώσεις του σκάφους Δ και αυξημένη κερδοφορία από την εκτέλεση τουριστικών περιηγήσεων στο Αιγαίο, με αποτέλεσμα η συμμετοχή του ενάγοντος στην πλοιοκτήτρια εταιρία να είναι οικονομικά επωφελής γι’ αυτόν, ενώ η αλήθεια, κατά το κατηγορητηρίο, ήταν ότι «όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων» ο εναγόμενος δεν είχε κερδοφορία από την εταιρία. Κατ’ ακολουθίαν ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.

VI. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων κατέθεσε στις 5.8.2010 στον τραπεζικό λογαριασμό της συζύγου του πρώτου εναγομένου το χρηματικό ποσόν των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €), που προοριζόταν για την εξόφληση του ασφαλίστρου του σκάφους, ενώ στις 16.8.2010 κατέβαλε δύο χιλιάδες επτακόσια τριάντα εννέα ευρώ (2.739 €) στην προμηθεύτρια της δεύτερης εναγόμενης εταιρία ……. και στις 17.8.2010 εννιακόσια πέντε ευρώ (905 €) σε αδιευκρίνιστο δανειστή για αγορά ανταλλακτικών του σκάφους. Το συνολικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ (1.200 € + 2.739 € + 905 € = 4.844 €) ο ενάγων υποστηρίζει ότι αποτελούσε δάνειό του προς την πλοιοκτήτρια του Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφους Δ. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός δεν ευσταθεί, διότι οι συγκεκριμένες λειτουργικές δαπάνες του πλοίου εξοφλήθηκαν, όπως είχε συμφωνηθεί, με χρήματα που προήλθαν από την εκμετάλλευσή του, την οποία ο ενάγων συνέχιζε τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους εκείνου (2010), όπως προκύπτει από την υπ’ αυτού προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …../24.9.2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών θαλάσσιας περιήγησης της δεύτερης εναγόμενης προς το τουριστικό γραφείο της …………. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως αβάσιμο το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλι κρίνοντας πως δεν αποδείχθηκε ότι η καταβολή των χρημάτων αυτών έγινε λόγω δανείου αλλά από το προϊόν της εκμετάλλευσης του σκάφους (έσοδα από ναύλους), ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και ο συναφής τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης κατά το αντίστοιχο σκέλος του, με το οποίο ο ενάγων εμμένει στους αγωγικούς ισχυρισμούς του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επίσης ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αναπόδεικτο τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι κατά το χρονικό διάστημα από 30.3.2010 μέχρι 30.4.2010 διέθεσε λόγω δανείου το συνολικό χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα επτά ευρώ (4.367 €), το οποίο δαπάνησε για την αντιμετώπιση αναγκών της δεύτερης εναγόμενης, καταβάλλοντας ειδικότερα α) πεντακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ (564 €) για την αγορά δύο [2] σκούτερ θαλάσσης, β) τετρακόσια είκοσι ευρώ (420 €) για την τοποθέτηση αντιηλιακών μεμβρανών στα παράθυρα του σκάφους Δ, γ) πεντακόσια είκοσι ευρώ (520 €) για την ανέλκυση – καθέλκυσή του, δ) χίλια ευρώ (1.000 €) για τέλη ελλιμενισμού στη Μαρίνα ……., ε) εκατόν πενήντα ευρώ (150 €) για τον καθαρισμό του, στ) πενήντα ευρώ (50 €) για την αγορά καφέ, ζ) τριάντα πέντε ευρώ (35 €) για την επιδιόρθωση δύο [2] προβολέων, η) εβδομήντα πέντε ευρώ (75 €) για την προσθήκη εξαεριστήρα στην κουζίνα του σκάφους, θ) χίλια τριάντα δύο ευρώ (1.032 €) για την αγορά ποτών, ι) εβδομήντα δύο ευρώ (72 €) για την αγορά αποσμητικών χώρου και ια) τετρακόσια σαράντα εννέα ευρώ (449 €) για διάφορες προμήθειες από πολυκατάστημα, δεδομένου ότι πράγματι η δαπάνη των χρημάτων αυτών δεν αποδεικνύεται με έγγραφα, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ιδίου (τέταρτου) λόγου της έφεσης κατά το συναφές σκέλος του. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί και ότι ο εκκαλών στο δεύτερο βαθμό δεν αμφισβητεί την έλλειψη αποδεικτικών εγγράφων και πλέον υποστηρίζει ότι οι συγκεκριμένες δαπάνες του αποδεικνύονται από την ηλεκτρονική αλληλογραφία του με τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος στις 12.8.2010 ενέκρινε τον ισολογισμό εσόδων – εξόδων του σκάφους, που ο ίδιος του είχε αποστείλει και στον οποίο περιλαμβάνονταν όλες οι πιο πάνω καταβολές. Με τον ισχυρισμό αυτό, βέβαια, υποδηλώνει ότι κατ’ ουσίαν τα συγκεκριμένα ποσά δεν καταβλήθηκαν εξ ιδίων αλλά καλύφθηκαν από τα έσοδα που επιτεύχθηκαν από την εκμετάλλευση του σκάφους μετά την έναρξη της τουριστικής περιόδου του έτους 2010, αφού περιελήφθησαν στον ισολογισμό της διαχείρισής του και με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνει την ορθότητα της σχετικής, επάλληλης, απορριπτικής αιτιολογίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε ότι «σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι τα παραπάνω ποσά καταβλήθηκαν λόγω δανείου».

VII. Εξάλλου, όπως ήδη ανωτέρω εκτέθηκε, για τη θεμελίωση της υποχρέωσης του πρώτου εναγομένου στην απόδοση του τιμήματος της πώλησης των μετοχών της συνεταίρου του, ο ενάγων επικαλέστηκε στο αγωγικό δικόγραφο και τις διατάξεις του άρθρου 231 ΑΚ, περί της ευθύνης του ψευδοαντιπροσώπου έναντι του αντισυμβαλλομένου του σε περίπτωση άρνησης του φερόμενου ως αντιπροσωπευόμενου να εγκρίνει τη σύμβαση που καταρτίστηκε, υποδηλώνοντας εμμέσως αλλά σαφώς ότι ο πρώτος εναγόμενος υποσχέθηκε σ’ αυτόν τη μεταβίβαση των μετοχών της ……….. ενεργώντας ως άμεσος αντιπρόσωπος αυτής, η οποία όμως δεν ενέκρινε την αγοραπωλητήρια σύμβαση, δηλαδή στην ουσία χωρίς εξουσία αντιπροσωπεύσεως. Ο ισχυρισμός του αυτός αντέφασκε προς τους λοιπούς διατυπωθέντες στην αγωγή, που επιχειρήθηκε να θεμελιωθούν στις διατάξεις των άρθρων 71 και 70 ΑΚ, κατά τους οποίους ο πρώτος εναγόμενος ενήργησε ως όργανο διοίκησης της ……….., που κατέστη για το λόγο αυτό συνυπόχρεη στην καταβολή αποζημίωσης στον ενάγοντα είτε πρωτογενώς, λόγω της αδικοπραξίας του είτε δευτερογενώς, λόγω μη εκπλήρωσης της συμβάσεως. Η αντίφαση αυτή, όμως, δεν τον καθιστούσε απαράδεκτο (ΑΠ 953/1996, Δνη 1998/813), επειδή προβλήθηκε στο πλαίσιο ρητά επικουρικής σώρευσης κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, προκειμένου δηλαδή να ερευνηθεί μόνον σε περίπτωση που κρινόταν ότι ο πρώτος από τους εναγόμενους δεν ενήργησε ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης από αυτούς. Παρά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τον απέρριψε σε πρώιμο δικονομικό στάδιο, δηλαδή πριν ακόμα εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, επειδή θεώρησε ότι δεν ήταν νόμιμος, καθώς δέχθηκε ότι για τη στοιχειοθέτησή του ο ενάγων «επικαλείται τα ίδια περιστατικά που ιστορεί για τη θεμελίωση της κύριας (αδικοπρακτικής) και πρώτης επικουρικής (ενδοσυμβατικής) βάσης, δηλαδή ότι [ο πρώτος εναγόμενος] ενήργησε ως εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας», ενώ θα έπρεπε να μην αποφανθεί επ’ αυτού και να τον απορρίψει σιωπηρά, καθώς μετά την αντίθετη ουσιαστική παραδοχή του είχε πλέον ματαιωθεί η πλήρωση της ενδοδιαδικαστικής αιρέσεως την οποία ο ενάγων είχε θέσει για την έρευνα της νομικής και της ουσιαστικής βασιμότητάς του (ΤριμΕφΑθ. 334/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, σελ. 211). Επειδή, όμως, όπως ανωτέρω υπό στοιχ. V της παρούσας έγινε δεκτό, εν προκειμένω ο πρώτος εναγόμενος ενήργησε πράγματι ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας και όχι ως αντιπρόσωπος της …………, το απορριπτικό του συγκεκριμένου ισχυρισμού διατακτικό της εκκαλουμένης κρίνεται ορθό, έστω και αν οι αιτιολογίες της απορρίψεως ήταν εσφαλμένες. Επομένως, πρέπει να αντικατασταθούν εκείνες από αυτές της παρούσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 ΚΠολΔ, καθόσον μάλιστα με την αντικατάσταση αυτή δεν διαφοροποιείται η εμβέλεια του δεδικασμένου της πρωτοβάθμιας απόφασης, η οποία στο σημείο αυτό δεν παρήγαγε κανένα δεδικασμένο (ΜονΕφΘεσ. 2175/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού η περί της νομικής αβασιμότητάς του κρίση της εκκαλουμένης εκφράστηκε πλεοναστικώς και δεν ήταν απαραίτητη για να στηρίξει την απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού (ΑΠ 1054/1999, Δνη 1999/1540), η οποία επήλθε αυτοδικαίως μετά τη ματαίωση της ως άνω ενδοδιαδικαστικής αίρεσης. Μετά από αυτά, ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης με τον οποίο ο ενάγων παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της συγκεκριμένης επικουρικής βάσης της αγωγής του πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, αφού και στο δεύτερο βαθμό διαπιστώνεται κατ’ ουσίαν ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν ενήργησε ως αντιπρόσωπος της ………….. αλλά ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, με αποτέλεσμα να μην ενεργοποιείται η υποχρέωση του Δικαστηρίου να ερευνήσει τη συγκεκριμένη επικουρική βάση της αγωγής (ΤριμΕφΑιγ. 91/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι ο ίδιος λόγος έφεσης στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού το σφάλμα που αποδίδει στην εκκαλουμένη συνίσταται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αν και η εν λόγω επικουρική βάση της αγωγής απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη, χωρίς το Δικαστήριο να διατυπώσει αποδεικτικό πόρισμα (ΤριμΕφΔωδ. 43/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 119, αρ. 53, σελ. 453).

VIIΙ. Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό των δικαστικών εξόδων ή για το ύψος τους είτε για το ότι τα έξοδα καταλογίστηκαν μεν υπέρ αυτού αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤριμΕφΑθ. 1891/2015, ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3080/2010, Δνη 2011/1068). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 2193/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 617/2008, ΕφΑΔ 2008/705). Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190 § 3 και 191 § 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν η αγωγή του απορρίπτεται στο σύνολό της, καταδικάζεται στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 454/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 192/2016, Ε7 2016/843, ΑΠ 1176/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 859/2002, Δνη 2003/1260, ΕφΑθ. 798/2007, Δνη 2008/239). Εξάλλου, κατά το άρθρο 178 ΚΠολΔ, σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο μπορεί, αντί να κατανείμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός, να επιβάλλει το σύνολό τους σε βάρος του ενός μόνον διαδίκου, αν, μεταξύ άλλων, το μέρος που απορρίφθηκε από την αίτηση του αντιδίκου του είναι ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή για να αυξηθούν τα έξοδα. Βέβαια, η διάταξη αναφέρεται μόνο στην περίπτωση της απόρριψης ασήμαντου μέρους της απαίτησης του ενάγοντος. Όμως, για λόγους ίσης μεταχείρισης των διαδίκων πρέπει να γίνει δεκτό ότι καλύπτει αναλογικά και την αντίστροφη περίπτωση της παραδοχής δηλαδή ελάχιστου μέρους της αγωγής, εφόσον το μέρος της αξιώσεως που αποδικάστηκε προκάλεσε αντίστοιχα αύξηση των εξόδων του εναγομένου.

Εν προκειμένω, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν και κατά μερική παραδοχή της αγωγής του, επιδίκασε σε βάρος του πρώτου εναγόμενου το χρηματικό ποσό των τριακοσίων εξήντα ευρώ (360 €), που αντιστοιχούσε σε προσωπικό δάνειο που είχε λάβει, εντούτοις, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 178 § 2 ΚΠολΔ, επέρριψε στον ίδιο το σύνολο των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του εκείνου, κατά του οποίου ο ενάγων είχε εγείρει απαίτηση συνολικού ύψους πενήντα πέντε χιλιάδων τριακοσίων εξήντα ευρώ (55.360 €), κρίνοντας ότι «το μέρος κατά το οποίο έγινε δεκτή η αγωγή είναι ελάχιστο».

Ο λόγος αυτός παραδεκτώς μεν κατά τα ανωτέρω προβάλλεται, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως, είναι, όμως, απορριπτέος, δεδομένου ότι δεν εντοπίζεται (ούτε και ο εκκαλών επικαλείται) νομικό σφάλμα ως προς την εφαρμογή του άρθρου 178 § 2 ΚΠολΔ, ενώ σε κάθε περίπτωση είναι αόριστος, καθόσον στην εκκαλουμένη δεν αποδίδεται συγκεκριμένη πλημμέλεια ως προς τον υπολογισμό του ύψους των δικαστικών εξόδων που επιδικάστηκαν, αφού ο εκκαλών περιορίζεται στην προβολή μόνου του ισχυρισμού ότι η καταδίκη του στην καταβολή τους επεκτείνει το μέγεθος μιας ζημίας για την επέλευση της οποίας δεν φέρει καμία ευθύνη, ο οποίος όμως δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον η επιβολή των δικαστικών εξόδων του πρώτου εναγομένου σε βάρος του είναι αποτέλεσμα της ήττας του.

ΙΧ. Κατά συνέπεια και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος που ηττάται τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα δικαιοδοτικό βαθμό, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε χίλια οκτακόσια ευρώ (1.800 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ