Αριθμός 7/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ……………., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη Ροδίτη.
ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας ………….., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γρηγόριο Ψαλτήρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η καλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10.2.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 605/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσα με την από 21.12.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 4η.4.2019, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής.
Με την, κατατεθεισα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 5.8.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) κλήση της καλούσας-εφεσίβλητης η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της 18ης.3.2021, η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11-2-2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 89/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Σταυρούλας Μακρή, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 21ης.10.2021, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσρ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 21.12.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 605/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών από το Ναυτικό τμήμα που εφήρμοσε την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 10.2.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../21.2.2017 αγωγής της ήδη εφεσίβλητης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης που εδρεύει στο ……….. Σαλαμίνας έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 2, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα εντός της 30νθήμερης προθεσμίας δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία που εδρεύει στην Αθήνα στις 23.11.2018 σύμφωνα με τη με αριθμό ………./23.11.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών ………… Να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ……………/2018 ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Η έφεση προσδιορίστηκε από την εφεσίβλητη με το με αριθμό 34/16/2019 δικόγραφο για τις 4.4.2019, οπότε και η συζήτηση της ματαιώθηκε. Με το με αριθμό …………./2020 δικόγραφο κλήσης για συζήτηση επαναπροσδιορίστηκε από την εφεσίβλητη για τις 18.3.2021 αλλά δεν εκφωνήθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων. Στη συνέχεια σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρο 21 του ν. 4786/2021 (φεκ α/43/23.3.2021) και τη με αριθμό 89/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της η 21η.10.2021, οπότε και η συζήτηση της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 10.2.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./21.2.2017 αγωγή της κατά της ήδη εκκαλούσας εταιρίας με έδρα η ήδη εφεσίβλητη ενάγουσα εξέθετε ότι, διατηρεί ναυπηγική εγκατάσταση -µαρίνα στη Σαλαµίνα Αττικής µε αντικείµενο την εκτέλεση εργασιών ανέλκυσης και καθέλκυσης σκαφών αναψυχής µε γερανό από τη θάλασσα στο χερσαίο χώρο της για τη συντήρηση και διαχείµανσή τους, την παροχή υπηρεσιών συντήρησης αυτών, την παροχή χώρου παρκινγκ στο χερσαίο χώρο ή δέστρα για την πρυµνοδότηση τους στις προβλήτες των εγκαταστάσεών της, την παροχή νερού και ρεύµατος και την αποκοµιδή απορριµάτων από τα σκάφη. Ότι η ήδη εκκαλούσα εναγοµένη είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σηµαία αναλυτικώς περιγραφόµενου στην αγωγή επαγγελµατικού πλοίου (σκάφους αναψυχής) µε το όνοµα «Κ (C)” µε αριθµό νηολογίου Πειραιά ……., το οποίο εκµεταλλεύεται εµπορικά. Ότι κατόπιν αιτήµατος της εκκαλούσας αυτή της απέστειλε την από 10-2-2015 προσφορά της, που ενσωµατώθηκε στην αγωγή η οποία εµπεριέχει αναλυτικώς τις υπηρεσίες που αναλυτικώς περιγράφονται στην προσφορά για τον ελλιµενισµό και την παραµονή του σκάφους της εκκαλούσας στις εγκαταστάσεις της εκκαλούσας καθώς και τις χρεώσεις κάθε προσφεροµένης υπηρεσίας. Επίσης ότι στο πλαίσιο της ως άνω προσφοράς προβλέφθηκε οι χρεώσεις των εκ μέρους αυτής παρασχεμένων υπηρεσιών να γίνονται κάθε µήνα κι η πληρωµή της να γίνεται εντός ευλόγου χρόνου από τη µέρα παράδοσης κάθε παραστατικού που θα εκδιδόταν. Ότι αν και την προσφορά αυτή αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα η εκκαλούσα δια νοµίµου εκπροσώπου της, ο οποίος έθεσε την υπογραφή του κάτω από την επωνυµία και τη σφραγίδα της και ότι αυτή σε εκτέλεση των συµφωνηθέντων παρείχε στο σκάφος της εκκαλούσας τις συµφωνηθείσες υπηρεσίες, τις οποίες ανεπιφύλακτα παρέλαβε η εκκαλούσα όπως και τα αναφερόµενα αναλυτικώς στην αγωγή τιµολόγια που εξέδωσε και της απέστειλε, η εκκαλούσα, παρά τις επανειληµµένες οχλήσεις της δεν της κατέβαλε το συνολικό ποσό των 27.615 ευρώ που αφορά τις υπηρεσίες ελλιµενισµού του σκάφους και τις πρόσθετες και συναφείς µε τον ελλιµενισµό παροχές νερού, ύδατος και αποκοµιδής απορριµµάτων που σύµφωνα µε τα συµφωνηθέντα παρείχε (η εφεσίβλητη) στο σκάφος αυτής (της εκκαλούσας) από το Μάιο του 2015 έως και τον Φεβρουάριο του 2017. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθεί η εκκαλούσα µε προσωρινά εκτελεστή απόφαση λόγω της εµπορικότητας του χρέους να της καταβάλει το ως άνω ποσό µε το νόµιµο τόκο υπερηµερίας από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρα 14 παρ. 2, 33 του ΚΠολΔ και 3α και 51 του ν. 2172/1993 εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), έκρινε ως προσήκουσα διαδικασία αυτή των ειδικών περιουσιακών διαφορών λόγω του ότι η περιγραφόμενη στην αγωγή σύμβαση ελλιμενισμού είναι σύμβαση μισθώσεως και ακολούθως αφού απέρριψε σχετικό ισχυρισμό περί αοριστίας, έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμιμη με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 346, 361, µε 574, 595, 681επ. 694 ΑΚ, και ακολούθως τη δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει στην ήδη εφεσίβλητη το ποσό των 27.615 ευρώ εντόκως από την επίδοση της αγωγής κηρύσσοντας ένα μέρος προσωρινά εκτελεστό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα εναγομένη με την κρινόμενη έφεση της για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου (αοριστία) και κακή εκτίμηση αποδείξεων με τους αναγραφόμενους στο δικόγραφο της εφέσεως της λόγους και ζητεί την παροδοχή τους ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.
Η σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους είναι σύμβαση μισθώσεως ακινήτου διεπομένη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΕΑ 10868/1988, ΑρχΝ 1989/426) και από το Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στη με στοιχεία Τ/9803/5-9-2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Αναπτύξεως και Εμπορικής Ναυτιλίας, εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 ν. 3105/2003, που αφορά την «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄29/10-2-2003), και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β΄ 1323/16- 9-2003) και έχει, επομένως, ισχύ νόμου (ΕΠ 605/2010, ΔΕΕ 2011/220), οι από αυτή δε απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 § 1 εδάφ. β΄, 16 αριθμ. 1 και 29 § 1 ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 648 επόμ. ΚΠολΔ και υπό την ισχύ του ν. 4335/2015, για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών των άρθρων 614 και 615 – 620 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ’ αυτόν της χρήσεως του πράγματος, εφόσον έχει την δυνατότητα χρήσεως αυτού, ανεξαρτήτως αν πράγματι το χρησιμοποιεί (ΑΠ 585/1997, ΕλλΔ/νη 39, 112, ΕφΛ 95/2012, Δικογραφία 2012/494, ΕφΠ 481/2001, ΕΔΠ 2003/352). Ως μίσθωμα, η καθυστέρηση καταβολής της οποίας ιδρύει για τον εκμισθωτή όλα τα δικαιώματα που του παρέχονται και από την καθυστέρηση του μισθώματος, θεωρείται και η αναλογία των κοινόχρηστων δαπανών που βαρύνουν το μίσθιο, εφόσον ο μισθωτής έχει με την μισθωτική σύμβαση αναλάβει, μεταξύ άλλων συναφών υποχρεώσεων, την υποχρέωση να καταβάλλει και την αναλογία αυτή (ΑΠ 902/1996, ΕλλΔ/νη 1997/108, ΕΕΝ 1998/142, ΕφΑθ 8882/2006, ΕλλΔ/νη 2008/283, ΕΔΠ 2007/170, ΕφΑθ 8813/2002, ΕλλΔ/νη 45, 1502, ΕφΑθ 2988/2001, ΕλλΔ/νη 42, 1402). Εξάλλου, για το ζήτημα του καθορισμού του ανταλλάγματος, το οποίο στα πλαίσια της συμβάσεως ελλιμενισμού του σκάφους στον εκάστοτε Λιμένα, ο πλοιοκτήτης – μισθωτής οφείλει για την παραχώρηση της χρήσεως των εγκαταστάσεων αυτού του λιμένα, στον εκμεταλλευόμενο αυτές καθώς και στους νόμιμους ειδικούς διαδόχους του (φορείς διαχειρίσεως του λιμένα), πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά διαχρονική νομοθετική επιλογή, το τέλος ελλιμενισμού δεν αποτελεί αντικείμενο ατομικής μεταξύ των συμβαλλόμενων διαπραγματεύσεως κατά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως, αλλά καθορίζεται μονομερώς με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εκάστοτε φορέα διαχειρίσεως του εν λόγω Λιμένα, που δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο χρήστη των εγκαταστάσεων υπό την προϋπόθεση όμως της εγκρίσεως της με υπουργική απόφαση, αφού αποτελεί πράξη διαχειρίσεως κοινόχρηστου πράγματος κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας (ΕφΠειρ 126/2017 δημ. νόμος). Συγκεκριμένα με την § 6 του άρθρου 31α ν. 2160/1993, όπως ίσχυε, πριν την αντικατάσταση της με την υποπερ. 6α της υποπαρ. ΣΤ 15 της παρ. ΣΤ του πρώτου άρθρου ν. 4254/2014 για τα «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α` 85/7-4-2014), οριζόταν ότι: «Οι Ειδικοί Κανονισμοί και τα Τιμολόγια των τουριστικών λιμένων καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού για έγκριση». Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω διαμορφωθείσα νομολογία, οι νεότερες, ως άνω, διατάξεις προέβλεψαν την κατάρτιση από τον εκάστοτε φορέα διαχειρίσεως των τιμολογίων ελλιμενισμού και λοιπών υπηρεσιών, που παρέχονται στα σκάφη, όπως και των ειδικών κανονισμών των τουριστικών λιμένων, των ζωνών αγκυροβολίου, των καταφυγίων τουριστικών σκαφών και των λιμένων ξενοδοχειακών μονάδων, ανεξαρτήτως του δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα του φορέα τους και την έγκριση τους με υπουργική απόφαση. Για δε τον καθορισμό των τιμολογίων οι εξουσιοδοτικές διατάξεις όρισαν, ως κριτήρια, το μέγεθος των σκαφών σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια και την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από τον λιμένα εξυπηρετήσεις. Κρίνοντας το κύρος υπουργικών αποφάσεων με τις οποίες εγκρίθηκαν πράξεις του διοικητικού συμβουλίου φορέα διαχειρίσεως σχετικές με τον καθορισμό των τιμολογίων υπηρεσιών ελλιμενισμού σκαφών αναψυχής στις ανά την επικράτεια μαρίνες, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αποφανθεί, πρώτον, ότι η διαχείριση των κοινοχρήστων πραγμάτων, περί των οποίων ορίζει το άρθρο 967 ΑΚ μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι χώροι που εμπίπτουν σε ζώνη λιμένα, που ανήκουν στην δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, συνιστάμενου στην κοινοχρησία τους, συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας και αντιδιαστέλλεται προς την διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου (Ολ. ΣτΕ 2403/2014 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ,), δεύτερον, ότι η παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινόχρηστων πραγμάτων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, ακόμη και αν επιδιώκεται δευτερευόντως και ταμειακός σκοπός (Ολ. ΣτΕ 891/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), τρίτον, ότι η με τις διατάξεις του άρθρου 21 § 8 ν. 2636/1998, δυνάμει των οποίων επιτρέπεται η επιβολή τελών ελλιμενισμού στα ελλιμενιζόμενα σε τουριστικούς λιμένες (μαρίνες) σκάφη με αποφάσεις του του οικείου φορέα διαχειρίσεως, που εγκρίνονται με υπουργική απόφαση, παρεχόμενη εξουσιοδότηση είναι ειδική και ορισμένη, εφόσον κατά την έννοια τους ο καθορισμός του ύψους των τελών γίνεται κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, που εξαρτώνται από ποικίλες και μεταβαλλόμενες συνθήκες, λαμβανομένου υπόψη και του δημόσιου σκοπού στον οποίο αποβλέπουν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις (ΣτΕ 1155/2004 δημ. νόμος), τέταρτον, ότι η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου με την οποία καθορίζονται τα, ως άνω, τιμολόγια συνιστά πράξη διαχειρίσεως κοινόχρηστου πράγματος, η οποία κατά νόμο χωρεί μεν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, παραλλήλως όμως αποβλέπει στο δημόσιο συμφέρον και συγκεκριμένα στην ανάπτυξη του τουρισμού, ενώ η προβλεπόμενη από τον νόμο υπουργική απόφαση, με την οποία κατόπιν ελέγχου τους, νόμω και ουσία, εγκρίνονται τα ίδια τιμολόγια, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, αφού πρόκειται κατ’ ουσίαν για τέλη υπέρ του χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας τους εκ μόνου του λόγου ότι εισπράττονται από φορέα διοικήσεως και διαχειρίσεως με μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος όμως αποδίδει στη συνέχεια το συμφωνηθέν μίσθωμα (Ολ. ΣτΕ 2404/2014 δημ. νόμος) και, πέμπτον, ότι τα καθοριζόμενα με την υπουργική απόφαση τέλη δεν αποτελούν οικονομικά βάρη ούτε έχουν φορολογικό ή ανταποδοτικό χαρακτήρα έναντι παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, αλλά αντιθέτως αποτελούν απλώς το τίμημα για τις παρεχόμενες από τον φορέα διαχειρίσεως του λιμένα υπηρεσίες ελλιμενισμού (ΣτΕ 1559/2015, ΣτΕ 1558/1015 δημ. νόμος). Από τα παραπάνω μπορούσε να συναχθεί ότι το ύψος του επέχοντος θέση μισθώματος τέλους ελλιμενισμού σκάφους στις εγκαταστάσεις τουριστικού λιμένα καθορίζεται μονομερώς από την διοίκηση του φορέα διαχειρίσεως του και δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτή, εφόσον ο καθορισμός αυτός έχει εγκριθεί με υπουργική απόφαση (ΕφΠειρ 126/2017, ΔΕΕ 2017/801, ΕφΠειρ 625/2017). Τούτο σημαίνει ότι αγωγή του φορέα διαχειρίσεως τουριστικού λιμένα περί επιδικάσεως τέλους ελλιμενισμού, που καθορίστηκε με απόφαση της διοικήσεως του αλλά υπερβαίνει το ύψος του διοικητικώς εγκεκριμένου, δεν είναι νόμιμη κατά το υπερβάλλον της διοικητικής εγκρίσεως χρηματικό ποσό, μη αποκλειομένης όμως της δυνατότητας του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, το αίτημα περί επιδικάσεως του νομίμου τέλους, υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’ άρθρο 223 εδάφ. β` ΚΠολΔ (ΕφΠειρΜον 392/2020, ΕφΠειρ 85/2014 δημ. νόμος). Πλέον όμως το άρθρο 31 α του Ν. 2160/1993, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 161 Ν. 4070/2012 (ΦΕΚ Α` 82/10.4.2012), αντικαταστάθηκε εκ νέου με την υποπερ. 6α της υποπαρ. ΣΤ15 της παρ. ΣΤ του πρώτου άρθρου του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α` 85/7-4-2014). Δηλαδή πριν την αντικατάσταση οριζόταν ότι οι Ειδικοί Κανονισμοί των τουριστικών λιμένων καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού για έγκριση σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5 του εν λόγω άρθρου, μετά την αντικατάσταση όμως απαλείφθηκε η υποχρέωση αυτή και για τα τιμολόγια ελλιμενισμού και λοιπών παρεχόμενων υπηρεσιών, όπως προηγουμένως προβλεπόταν και επομένως, δεν απαιτείται πλέον ούτε έγκριση των εν λόγω τιμολογίων, ούτε γνωστοποίηση τους στο υπουργείο (ΕφΠειΜον 395/2020 δημ. νομ). Με το δεύτερο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αοριστίας που είχε υποβάλει και έκρινε ορισμένη την αγωγή. Όμως στην αγωγή εξατομικεύεται απόλυτα η επίδικη έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων μερών και δεν καταλειπόταν αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει εκ των επικαλουμένων στο δικόγραφο γεγονότων, παρέχεται η δυνατότητα, στο μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής υπάγοντας τα προταθέντα στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου, και στην εκκαλούσα δόθηκε η δυνατότητα να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης, με ανταπόδειξη ή δια της υποβολής ενστάσεων. Ειδικότερα, αναφερόταν ότι η εφεσίβλητη είχε τη διαχείριση μαρίνας στη Σαλαμίνα Αττικής, αναφερόταν η ιδιότητα της εκκαλούσας ως πλοιοκτήτριας το είδος του σκάφους αναψυχής και η χωρητικότητα αυτού (κόροι ολικής και καθαρής χωρητικότητας), περιγραφόταν η πρόταση προς κατάρτιση της συμβάσεως ελλιμενισμού με αναλυτικές τιμές για ημερήσια παραμονή στη θάλασσα, τιμή κιλοβατώρας ρεύματος, κυβικό μέτρο νερού, την πάγια χρέωση καταναλώσεων ανά ημέρα, το πάγιο ποσό αποκομιδής απορριμμάτων και η αμοιβή δύτη. Αναφερόταν επίσης ότι στις τιμές αυτές θα υπήρχε επιβάρυνση με φπα και τέλη ΟΛΠ και ότι με την τυχόν ανέλκυση ή τον ελλιμενισμού του σκάφους πλασματικά θα θεωρούνται αποδεκτοί όλοι οι εμπεριεχόμενοι στην πρόταση για κατάρτιση σύμβασης όροι και η αποδοχή της πρότασης για την κατάρτιση της σύμβασης ελλιμενισμού από το νόμιμο εκπρόσωπο του πλοιοκτήτη και στη συνέχεια παρατέθηκαν οι αναλυτικές χρεώσεις και τα χρονικά διαστήματα των χρεώσεων αυτών. Μετά το άρθρο πρώτο παρ. 13 του ν. 4254/2014 και την κατάργηση της υποχρέωσης γνωστοποίησης και έγκρισης των τιμολογίων δεν είναι αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής η αναφορά της τυχόν υπουργικής απόφασης έγκρισης και προφανώς δεν ανακύπτει θέμα υπέρβασης του ύψους του διοικητικώς εγκεκριμένου, ενώ η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί να επίδικα κονδύλια χρεώσεων αλλά καθεαυτή τη χρέωση για λόγους μη νόμιμης εκπροσώπησης της κατά την αναφερόμενη στη αγωγή κατάρτιση της σύμβασης. Και δεν αποτελούσε αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής η αναφορά παραστατικών ζύγισης των απορριμμάτων και των μετρητών ύδατος και ρεύματος όπως μη νομίμως υποστηρίζεται με το δεύτερο λόγο έφεσης ο οποίος είναι αβάσιμος και κρίνεται για το λόγο αυτό απορριπτέος.
Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 του κωδ/νου Ν. 2190/1920 “Περί Ανωνύμων Εταιριών” ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας. Κατά το άρθρο 22 του ίδιου νόμου, το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει κάθε πράξη, που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά την επιδίωξη των σκοπών της και ότι το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, στα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ασκείται από ένα ή περισσότερα μέλη της εταιρίας ή από τρίτους. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 και 70 του ΑΚ, συνάγεται ότι το διοικητικό συμβούλιο αποτελεί το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρία και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις της (εκτός από τις υπαγόμενες κατά το καταστατικό στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης), μη όντας απέναντι στην εταιρεία πρόσωπο διαφορετικό απ` αυτή, αλλά όργανό της. Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου ή ο τρίτος στον οποίο μεταβιβάστηκε η εξουσία του ΔΣ, είναι υποκατάστατο αυτού, ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας και εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του διοικητικού συμβουλίου διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής, που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. ΑΚ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα, που εκφράζουν την βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως απλοί αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η σχετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων, που εκτελείται από τον τρίτο δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά πρέπει να συνάγεται η βούληση των οργάνων ότι η σύμβαση θα συναφθεί από τρίτο πρόσωπο. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 7α περ. γ` και 7β παρ. 15 του ν. 2190/20, όπως προστέθηκαν με το Π.Δ. 409/1986, προκύπτει ότι οι αποφάσεις της διοίκησης για διορισμό των προσώπων που έχουν εξουσία να την εκπροσωπούν υποβάλλονται σε δημοσιότητα. Η δημοσιότητα αυτή, όσον αφορά τον διορισμό εκπροσώπων της εταιρίας, δεν αποτελεί συστατικό τύπο, αλλά έχει βεβαιωτικό-δηλωτικό χαρακτήρα, γι` αυτό αν η απόφαση δεν έχει υποβληθεί στην προβλεπόμενη δημοσιότητα δεν μπορεί να την επικαλεσθεί η εταιρεία, ενώ αντίθετα μπορούν να την επικαλεσθούν κατ` αυτής οι τρίτοι. Τέλος, ούτε από τις διατάξεις των όρθρων 18, 21, 22, ούτε από άλλη διάταξη του πιο πάνω κωδ/νου ν. 2190/20, πριν από την τροποποίηση του τελευταίου με το άρθρ. 10 παρ. 4 του ν. 2339/1995, καθιερώνεται υποχρέωση τηρήσεως πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας, ούτε οι αποφάσεις του απαιτείται να είναι έγγραφες (ΑΠ 633/2021, ΑΠ 630/2019, ΑΠ 1657/2014, ΑΠ 704/2010, ΑΠ 1191/2009, ΑΠ 1358/2009, ΑΠ 1204/2000 δημ. νόμος). Όταν αμφισβητείται το κύρος σύμβασης, λόγω ελλείψεως νόμιμης εκπροσώπησης, εκείνος που επικαλείται τη σύμβαση πρέπει, να προτείνει και να αποδείξει ότι αυτή καταρτίστηκε με εκείνον που εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο, που δήλωσε τη βούλησή του προσδιορίζοντας και το φυσικό πρόσωπο. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 443, 445, 447, 457 και 458 Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι ιδιωτικό έγγραφο έχει αποδεικτική δύναμη, όταν φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη. Η γνησιότητα, δε, των όρων αυτής καλύπτεται με την υπογραφή του εκδότη. Το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, όταν αμφισβητείται από τον εκδότη, αποδεικνύεται μόνο με την απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής του, το οποίο ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. Το βάρος απόδειξης της γνησιότητας ιδιωτικού εγγράφου, που γίνεται με κάθε νόμιμη απόδειξη, φέρει εκείνος που επικαλείται και προσκομίζει το έγγραφο, καθόσον ο ισχυρισμός του εκδότη, ότι η υπογραφή του δεν είναι γνήσια, συνιστά άρνηση (ΑΠ 718/2010, Νόμος- ΑΠ 1616/2001 ΕλλΔνη 43, 407- Α.Π 1323/1996 ΕλλΔνη 1997, 1055- ΑΠ 310/1996 ΕλλΔνη 1997, 87- ΑΠ 374/1994 ΑρχΝ 1994, 302)
Από την επανεκτίµηση των προσκομιζόμενων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενόρκων βεβαιώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ, όπως ισχύον μετά το άρθρο 1, άρθρο δεύτερο παρ. 3 του ν. 4335/2015 (φεκ α’ 87), δηλαδή ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς (με αριθμό …./31.5.2017) του κατοίκου Νέας Σμύρνης συνταξιούχου λιμενικού …………… (και με αριθμό ……../22.5.2017) του κατοίκου Αθηνών και εργαζόμενου στην εφεσίβλητη ………….., που δόθηκαν μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, όπως βεβαιώνεται στις ένορκες βεβαιώσεις, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για να χρησιµεύσουν για συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων για µερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όµως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, από όσα οι διάδικοι συνοµολογούν σχετικά με και τέλος από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την ουσιαστική κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διατηρεί ναυπηγική εγκατάσταση-μαρίνα στη …… Αττικής με αντικείμενο την εκτέλεση εργασιών ανέλκυσης και καθέλκυσης επαγγελματικών σκαφών στις εγκαταστάσεις της όπου παρέχει έναντι αμοιβής υπηρεσίες μίσθωσης του χώρου της για την παραμονή, τη συντήρηση και τη διαχείμανση των σκαφών στο χερσαίο χώρο της, την παροχή δέστρας για την πρυμνοδότηση τους στις προβλήτες των εγκαταστάσεών της και λοιπές συναφείς με τον ελλιμενισμό των σκαφών υπηρεσίες όπως την παροχή νερού και ρεύματος στα σκάφη και την αποκομιδή απορριμμάτων από τα σκάφη. Η εκκαλούσα είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού πλοίου (σκάφους αναψυχής), το οποίο εκμεταλλεύεται εμπορικά με το όνομα «Κ (C )” με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, κόρων ολικής χωρητικότητας 206,49, κόρων καθαρής χωρητικότητας 116,95, έχει διεθνές διακριτικό σήμα (ΔΔΣ) …… και ΔΣΠ ………….. Στις 11.2.2015 υποβλήθηκε από την εφεσίβλητη πρόταση κατάρτισης σύμβασης ελλιμενισμού που αφορούσε το προαναφερόμενο σκάφος πλοιοκτησίας της εκκαλούσας. Στην προσφορά αυτή προβλεπόταν ότι : η παραμονή του σκάφους ανά ημέρα στη θάλασσα θα τιμολογείται στα 40 ευρώ (στοιχείο 3), ότι η κατανάλωση ρεύματος ανά κιλοβατώρα θα τιμολογείται στα 0,35 ευρώ (στοιχείο 4), ότι η κατανάλωση νερού ανά κυβικό μέτρο θα τιμολογείται στα 7 ευρώ (στοιχείο 5), ότι η πάγια χρέωση καταναλώσεων ανά ημέρα θα τιμολογείται στα 0,95 ευρώ (στοιχείο 6), ότι το πάγιο ποσό εγκατάστασης και αποκομιδής απορριμμάτων ανά μήνα θα τιμολογείται στα 70 ευρώ με την υποσημείωση ότι η αποκομιδή απορριμμάτων σε περιπτώσεις επισκευών, μετασκευών ή μεγάλων ποσοτήτων θα χρεώνεται ανάλογα (στοιχείο 7), ότι αν απαιτείται δύτης θα τιμολογείται στα ποσό 80 ευρώ (στοιχείο 8). Ορίστηκε επιπλέον ότι οι παραπάνω τιμές επιβαρύνονται με ΦΠΑ 23 % ως και με τα τέλη του ΟΛΠ για σκάφη που ελλιμενίζονται (όρος 1), ότι η καταβολή του μισθώματος χρήσης του χώρου για την εναπόθεση του σκάφους και οι χρεώσεις των παροχών νερού, ρεύματος, απορριμμάτων κλπ γίνεται στο τέλος κάθε μήνα (όρος 2), ότι η εκκαθάριση όλων των χρεώσεων αναφορικά με τις ανωτέρω παροχές πραγματοποιείται πριν την καθέλκυση και σε κάθε περίπτωση πριν την αναχώρηση του σκάφους από τις εγκαταστάσεις της εφεσίβλητης (όρος 3), ότι προσφορά για άλλες εργασίες και παροχές πλην των παραπάνω δίνεται μετά από γραπτό αίτημα του πελάτη (όρος 4), ενώ στον όρο 7 αναφέρεται ότι η αποδοχή της παρούσης γίνεται γραπτά και αφορά όλα τα σημεία της κι ότι σε κάθε περίπτωση όταν το σκάφος ανελκυσθεί ή ελλιμενιστεί στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου θεωρούνται πλασματικά αποδεκτές οι άνω τιμές, προθεσμίες και λοιποί όροι του παρόντος. Η εκκαλούσα αποδέχθηκε την πρόταση αυτή για την κατάρτιση της σύμβασης ελλιμενισμού του προαναφερόμενου σκάφους αφού έθεσε στο τέλος της δεύτερης σελίδας της κάτω από την αναγραφή «ο ΝΟΜΙΜΟΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΗ» την σφραγίδα της και υπογραφή κάτω από την επωνυμία της του νομίμου εκπροσώπου της. H εκκαλούσα δεν αμφισβητεί τη γνησιότητα της υπογραφής κάτω από την εταιρική επωνυμία αλλά ισχυρίζεται ότι δεν υπογράφηκε η πρόταση αυτή από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας ………… Όμως από την εμπεριεχόμενη στο φεκ 2759/16.5.2013 ανακοίνωση καταχώρισης στο μητρώο ανωνύμων εταιριών της εκκαλούσας αποδεικνύεται ότι η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου κατά το χρόνο αποδοχής της προαναφερόμενης προτάσεως περί κατάρτισης της σύμβασης ελλιμενισμού πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Δαυίδ Γεώργιος Εμμανουήλ, ο οποίος ορίστηκε να εκπροσωπεί και να δεσμεύει την εταιρία με την υπογραφή του και σε περίπτωση απουσίας του ο αντιπρόεδρος ………., ο οποίος σύμφωνα με το από 22.4.2016 με αριθμό πρωτ. ………… πιστοποιητικό κυριότητας του προαναφερόμενου πλοίου είναι και ο διορισθείς αντίκλητος. Η δε εκκαλούσα δεν αρνείται ότι είναι η δική του υπογραφή στην αποδοχή της πρότασης κάτω από την εμπορική επωνυμία. Επομένως η εκπροσώπηση της εκκαλούσας ορίστηκε ότι σε περίπτωση απουσίας του προέδρου ανατίθεται στον αντιπρόεδρο που την δεσμεύει με την υπογραφή του και η απόφαση αυτή ενδύθηκε με το βεβαιωτικό τύπο δημοσιότητας κατά τα ανωτέρω. Συνεπώς αβάσιμα η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η αποδοχή της πρότασης της σύμβασης ελλιμενισμού δεν έγινε από καταστατικό της όργανο που την δεσμεύει. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά την αποδοχή της παραπάνω προτάσεως πράγματι και σύμφωνα με τη με αριθμό ………./2017 ένορκη βεβαίωση παρασχέθηκαν υπηρεσίες ελλιμενισμού, των οποίων η χρέωση γινόταν σε μηνιαία βάση και η πληρωμή γινόταν μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την αποστολή του σχετικού τιμολογίου που εξέδιδε η εφεσίβλητη. Μέχρι το Μάιο του 2015 οι διάδικοι είχαν αρμονική συνεργασία αλλά στη συνέχεια η εκκαλούσα περιήλθε σε υπερημερία οφειλέτη ως προς τις οικονομικές της υποχρεώσεις εκ της προαναφερόμενης συμβάσεως ελλιμενισμού. Ειδικότερα οφείλει ποσό συνολικής αξίας 27.615 ευρώ, για υπηρεσίες που αναγράφονται στα παρακάτω τιμολόγια εκδόσεως της εφεσίβλητης τα οποία απεστάλησαν στην εκκαλούσα. Στα τιμολόγια αυτά αναγράφεται στη εμπρόσθια σελίδα τους ότι εξεδόθησαν «για παραμονή για εργασίες, καταναλώσεις, αποκομιδή απορριμμάτων σκάφους ΜΝ C σημαίας ελληνικής Νηολογίου Πειραιά ……» και ότι τίθενται υπόψην κας ………… προς την οποία απευθύνεται εκ μέρους της εφεσίβλητης παράκληση να της αποστείλει τα απαλλακτικά ΦΠΑ. Περαιτέρω εμπεριέχουν συνοδευτική ανάλυση των εργασιών σύμφωνα με την από 10.2.2015 προσφορά. Ειδικότερα: α) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες τον Μάϊο του 2015 συνολικής αξίας 1.400 ευρώ, εξεδόθη το με αριθμό ………../10.6.2015 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ με αριθμό …….. στις 16.10.2015, β) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες τον Ιούνιο του 2015 συνολικής αξίας 1.400 ευρώ, εξεδόθη το με αριθμό ………./21.7.2015 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ με αριθμό ……… χωρίς να φαίνεται η ημερομηνία, γ) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες τον Ιούλιο του 2015 συνολικής αξίας 1.350 ευρώ, εξεδόθη το με αριθμό ………./10.8.2015 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ με αριθμό …….. τον Οκτώβριο του 2015, δ) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Αύγουστο έως και τις αρχές Οκτωβρίου του 2015 συνολικής αξίας 2.640 ευρώ, εξεδόθη το με αριθμό ……./12.10.2015 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ με αριθμό ……… το έτος 2015, ε) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Οκτώβριο έως και τις αρχές Νοεμβρίου του 2015 συνολικής αξίας 1.290 ευρώ, εξεδόθη το με αριθμό ………/6.11.2015 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ, στ) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Νοέμβριο έως τις αρχές Δεκεμβρίου του 2015 συνολικής αξίας 1.300 ευρώ εξεδόθη το με αριθμό …./10.12.2015 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ, ζ) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Δεκέμβριο του 2015 έως και τον Ιανουάριο του 2016 συνολικής αξίας 1.290 ευρώ εξεδόθη το με αριθμό ……/11.1.2016 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ, η) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Ιανουάριο έως και τις αρχές Φεβρουαρίου του 2016 συνολικής αξίας 1.300 ευρώ για τις οποίες εξεδόθη το με αριθμό ………./9.2.2015 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ, θ) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Φεβρουάριο έως και τις αρχές Μαρτίου του 2016 συνολικής αξίας 1.345 ευρώ εξεδόθη το με αριθμό ………./11.3.2016 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ, ι) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Μάριο έως και τις αρχές Απριλίου του 2016 συνολικής αξίας 1.300 ευρώ, εξεδόθη το με αριθμό ………/11.4.2016 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ, ια) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Απρίλιο έως και τις αρχές Μαϊου του 2016 συνολικής αξίας 1.300 ευρώ, εξεδόθη το με αριθμό ………./10.5.2016 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ αλλά υπάρχει χειρόγραφη σημείωση ότι «σας αποστέλλω όπως συνήθως τα πρωτότυπα με το ταχυδρομείο…………», ιβ) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Μάϊο έως και τις αρχές Ιουνίου του 2016 συνολικής αξίας 1.300 ευρώ, εξεδόθη το με αριθμό …… (από 13.6.2016 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ αλλά υπάρχει χειρόγραφη σημείωση ότι «σας αποστέλλω όπως συνήθως τα πρωτότυπα με το ταχυδρομείο ……..», ιγ) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Ιούνιο έως και τις αρχές Ιουλίου του 2016 συνολικής αξίας 1.300 ευρώ, εξεδόθη το με αριθμό ……../12.7.2016 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ, ιδ) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Ιούλιο έως και τις αρχές Αυγούστου του 2016 συνολικής αξίας 1.300 ευρώ, εξεδόθη το με αριθμό …………/9.8.2016 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ αλλά υπάρχει χειρόγραφη σημείωση ότι «σας αποστέλλω όπως συνήθως τα πρωτότυπα με το ταχυδρομείο ………», ιε) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Αύγουστο έως και τις αρχές Οκτωβρίου του 2016 συνολικής αξίας 2.600 ευρώ εξεδόθη το με αριθμό …………/7.10.2016 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ και ιστ) για τις παρασχεθείσες στο σκάφος της εκκαλούσας υπηρεσίες από τον Οκτώβριο του 2016 έως και τις αρχές Φεβρουαρίου του 2017 συνολικής αξίας 5.200 ευρώ για τις οποίες εξεδόθη το με αριθμό ………./1.2.2017 επί πιστώσει τιμολόγιο, το οποίο δεν εμφαίνεται να απεστάλη σε φαξ αλλά υπάρχει χειρόγραφη σημείωση ότι «σας αποστέλλω όπως συνήθως τα πρωτότυπα με το ταχυδρομείο ….. …..». Τα όσα καταθέτει ενώπιον ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ο πρώην λιμενάρχης Σαλαμίνας ότι ουδεμία σύμβαση ελλιμενισμού συνήφθη, δεν κρίνονται πειστικά διότι έρχονται σε αντίθεση πρωτίστως με τα προαναφερόμενα έγγραφα, και επιπλέον με προηγούμενες καταβολές της εκκαλούσας. Να σημειωθεί ότι ο μάρτυρας ανταπόδειξης υπερβαίνει τα καθήκοντα του μάρτυρα με κρίσεις ότι η εφεσιβλητη δεν δικαιούται να προβαίνει στις χρεώσεις που αναγράφονται στην πρόταση σύμβασης ελλιμενισμού που αποδέχθηκε η εκκαλούσα με την υπογραφή μέλους του διοικητικού συμβουλίου της που τη δεσμεύει με την υπογραφή του. Κρίνεται δηλαδή ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση επειδή η εκκαλούσα δεν δύνανται πλέον να ανταπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις της εκ της παραπάνω συμβάσεως ισχυρίζεται ότι ενημερώθηκε από τον ΟΛΠ ότι αυτός δικαιούται να εισπράττει τα τέλη για την παραμονή του σκάφους στη θάλασσα, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφεσίβλητη ως διαχειρίστρια της συγκεκριμένης μαρίνας, αφενός δεν υποχρεούται πλέον να λαμβάνει υπουργική έγκριση για τις χρεώσεις της και αφετέρου επιβαρύνεται με τα τέλη για τη χρήση της μαρίνας της οποίας έχει τη διαχείριση, αφού ο ΟΛΠ δικαιούται να καταρτιζει και να ανανεώνει συμβάσεις υποπαραχώρησης περιοχών που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα της συμβάσεως που έχει καταρτίσει με το δημόσιο (βλ. ν. 4404/2016), αφετέρου η επιβολή τελών ελλιμενισμού δεν περιλαμβάνεται στις αρμοδιότητες των λιμενικών αρχών που απαριθμούνται στο ΠΔ 81/2014 περί αναδιάρθρωσης περιφερειακών διοικήσεων του λιμενικού σώματος της ελληνικής ακτοφυλακής και των λιμενικών αρχών. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται με τον πρώτο λόγο εφέσεως, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας στην παρούσα έκκλητη δίκη εκκαλούσας, (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. Τέλος θα διαταχθεί η εισαγωγή του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό …………../2018 ποσού 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την 21.12.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 έφεση κατά της με αριθμό 605/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών και την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 10.2.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../21.2.2017 αγωγής
Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ
Διατάσσει την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παράβολου εφέσεως με αριθμό ……………../2018 ποσού 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Ιανουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ