ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 8/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τσιαντή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ναυτικής εταιρίας ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Τσολάκο.
Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ναυτικής εταιρίας …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Τσολάκο.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τσιαντή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 13-12-2019 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …./13-12-2019 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εκκαλούσας στη Β έφεση – εφεσίβλητης στην Α έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 1805/2021 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος με την κρινόμενη από 14-10-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ………/14-10-2021 έφεσή του (υπό στοιχείο Α) και β) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη με την κρινόμενη από 17-12-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……./20-12-2021 έφεσή της (υπό στοιχείο Β), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Οι υπό κρίση: α) από 14-10-2021 και με ΓΑΚ ……. και ΕΑΚ ……/14-10-2021 έφεσή του ……….. κατά της ναυτικής εταιρίας «………….» (στο εξής: Α έφεση) και β) η από 17-12-2021 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./20-12-2021 έφεση της εφεσίβλητης στην Α έφεση κατά του εκκαλούντος στην ίδια έφεση (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 1805/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 13-12-2019 και με Γ.Α.Κ. ………. και Ε.Α.Κ……./13-12-2019 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση κατά της εκκαλούσας στη Β έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις, οι οποίες αρμόδια φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι: Α) όσον αφορά τη Β’ εξ αυτών, η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 22-11-2021, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………… επί του επικυρωμένου αντιγράφου της εκκαλουμένης που επιδόθηκε στην ανωτέρω εκκαλούσα, το οποίο προσκομίζει και επικαλείται η τελευταία, ενώ η άνω έφεσή της κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 20-12-2021, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/20-12-2021 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ασκήθηκε δηλαδή εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει από την επομένη της επίδοσης σ’ αυτήν της εκκαλουμένης (άρθρο 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με άρθρο 144 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα) και Β) όσον αφορά την Α’ εξ αυτών, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στον εκκαλούντα – ενάγοντα και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι το πρωτότυπο της άνω έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 14-10-2021, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../14-10-2021 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, συνεκδικαζόμενες μεταξύ τους για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, λαμβανομένου υπόψη ότι η συνεκδίκαση δεν αναιρεί την αυτοτέλειά τους, παρά το γεγονός ότι η αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται ενιαία (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμ.ΚΠολΔ, 2018, τόμ. Ι, υπ’ άρθρο 246, αριθ. 5, σ. 457). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων στις άνω εφέσεις, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα από 13-12-2019 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, ισχυρίστηκε ότι, σε εκτέλεση της από 1-11-2018 σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας που κατήρτισε στον Πόρο με την εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου ανοικτού τύπου με την ονομασία «ΝΠ», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …., κ.ο.χ. 176,71, το οποίο εκτελεί την πορθμειακή γραμμή Γαλατά Τροιζηνίας – Πόρο, απόστασης περίπου μισού μιλίου, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν σ’ αυτό στον Πόρο για αόριστο χρόνο, με την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α’ – υπεύθυνου μηχανής, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού έτους 2018. Ότι, σε εκτέλεση της σύμβασης ναυτολόγησης αυτής εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι την 6-6-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πόρου, λόγω κλεισίματος ναυτολογίου. Ότι, δυνάμει νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε στον Πόρο με την εναγόμενη την 12-7-2019, ναυτολογήθηκε και πάλι στον ίδιο τόπο στο ως άνω πλοίο, με την ίδια άνω ειδικότητα και τις ίδιες συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές και εργάσθηκε σ’ αυτό μέχρι την 31-8-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πόρου «λόγω κλεισίματος του ναυτολογίου και ακινησίας του πλοίου», χωρίς έκτοτε να επαναναυτολογηθεί, γεγονός που συνιστά μονομερή καταγγελία της σύμβασής του από τον πλοίαρχο χωρίς παράπτωμά του. Ότι από την απασχόλησή του στο άνω πλοίο, το οποίο εκτελούσε δρομολόγια επί 18 ημέρες κάθε μήνα κατά μέσον όρο ενώ παρέμενε δεμένο τις υπόλοιπες 12 ημέρες του μήνα, διατηρεί αξιώσεις κατά της εναγόμενης–εκκαλούσας, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, για μισθολογικές διαφορές από την εφαρμογή της ισχύουσας ΣΣΕ πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού του έτους 2018, δώρο Πάσχα 2018 και δώρα Χριστουγέννων 2018 και 2019, αμοιβή λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας και αποζημίωση για την απόλυσή του την 31-8-2019. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος τις άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 22.448,93 ευρώ, όπως το εξειδικεύει κατά τα επιμέρους κονδύλια, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωσή του κατέστη απαιτητή, άλλως από την απόλυσή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Ακόμη, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσία, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αμοιβή υπερωριών τα Σάββατα, μισθολογικές διαφορές από την εφαρμογή της ισχύουσας ΣΣΕ, αναλογία δώρου εορτών Πάσχα έτους 2019 και δώρων εορτών Χριστουγέννων ετών 2018 και 2019 και αποζημίωση απόλυσης, το συνολικό ποσό των 16.444,18 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, όσον αφορά το ποσό αμοιβής για υπερωρίες τα Σάββατα από 1-9-2019, όσον αφορά το κονδύλι των μισθολογικών διαφορών από την ισχύουσα ΣΣΝΕ από το τέλος εκάστου μηνός που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2018 από 1-1-2019, όσον αφορά το δώρο Πάσχα 2019 από Μ. Τετάρτη έτους 2019, όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2019 από 1-1-2020 και όσον αφορά το κονδύλι αποζημίωσης απόλυσης από την επίδοση της αγωγής, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για ποσό 5.000,00 ευρώ και καταδίκασε την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το εκκαλούμενο από τον καθένα μέρος της, ώστε να ξαναδικαστεί η αγωγή ως προς αυτό και να γίνει ολικά δεκτή ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντίστοιχα.
4. Σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, η ένσταση, όπως και η αγωγή (άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άλλως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Επομένως, για να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης χρηματικής απαίτησης που έχει ως βάση είτε περισσότερες της μιας καταβολές, είτε το συμψηφισμό περισσότερων της μιας ανταπαιτήσεων του ενιστάμενου κατά του ενάγοντος, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικά τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν το συνολικό ποσό που φέρεται καταβληθέν ή προταθέν σε συμψηφισμό (Α.Π. 381/2014, Α.Π. 1522/2011, Α.Π. 1163/2011, Α.Π. 178/2010, Α.Π. 1977/2009, Α.Π. 1927/2008, Εφ.Πειρ. 321/2016, Εφ.Πειρ. 28/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ειδικά για να είναι ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται, κατά τρόπο γενικό, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να μνημονεύονται και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας, που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ’ αυτών κρατήσεις. Διαφορετικά καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, αφού ενδέχεται το καταβληθέν συνολικό ποσό να αφορά και σε άλλες αξιώσεις μη ασκούμενες με την αγωγή, ή ακόμη να υπερκαλύπτει ορισμένες και άλλες να μην τις καλύπτει ή να τις καλύπτει εν μέρει (Α.Π. 381/2014, Α.Π. 178/2010, Α.Π. 1320/2008, Εφ.Πειρ. 321/2016, Εφ.Αθ. 1826/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως είναι το Ι.Κ.Α, το Ν.Α.Τ. (άρθρα 26 παρ. 5 Α.Ν. 1846/1951, 84 παρ. 1 και 8 Π.Δ. 913/1978), ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών κ.λπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (Α.Π. 346/2019, Εφ.Πειρ. 321/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, οι σχετικές καταβολές που γίνονται από τον εργοδότη αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής αν δεν καθορίζεται σε αυτό ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (Α.Π. 2126/2007, Εφ.Πειρ. 28/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αν ο εργοδότης έχει ήδη, εκουσίως ή μη, καταβάλει στον ασφαλιστικό φορέα του εργαζόμενου τις οφειλόμενες σ’ αυτόν αποδοχές, τούτο στηρίζει ένσταση καταβολής κατά το άρθρο 416 του Α.Κ, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό της αξίωσης του εργαζομένου για δεδουλευμένες αποδοχές (Α.Π. 332/2008, Α.Π. 1678/2007, Α.Π. 1046/1999,Εφ.Πειρ. 107/2019, Εφ.Πειρ. 321/2016, Εφ.Πειρ.28/2015, Εφ.Πειρ. 361/2013, Εφ.Πειρ. 335/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).Αν δεν υποβληθεί τέτοια ένσταση, οι εν λόγω ασφαλιστικές εισφορές παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης (Α.Π. 506/2017, Α.Π. 1678/2007, ΑΠ 1171/2007, Εφ.Θεσ. 712/2017, Εφ.Πειρ. 166/2014, Εφ.Θεσ. 148/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
5. Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη, προς απόκρουση της ένδικης αγωγής, πρόβαλε στον πρώτο βαθμό και επαναφέρει με αυτοτελή λόγο της έφεσής της, την επιγραμματικά καταχωρηθείσα στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένσταση εξόφλησης των ένδικων απαιτήσεων του ενάγοντος που αφορούν αμοιβή παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας, μισθολογικές διαφορές από την εφαρμογή της άνω ΣΣΕ πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού και δώρα εορτών Χριστουγέννων 2018 και εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων έτους 2019, την οποία στις προτάσεις δεν εξειδίκευσε αναφέροντας τα καταβληθέντα ποσά που αντιστοιχούν σε κάθε μία από τις ανωτέρω επίδικες αξιώσεις και το χρόνο καταβολής καθενός απ’ αυτά, καθώς επίσης και τα επιμέρους ποσά ασφαλιστικών εισφορών και φορολογικών κρατήσεων του ενάγοντος που κατέβαλε υπέρ του στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και στο Ν.Α.Τ. και το χρόνο καταβολής καθενός απ’ αυτά. Πλην όμως, με βάση τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η προβληθείσα ένσταση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 416 Α.Κ, χωρίς καμία περαιτέρω ανάλυση και εξειδίκευση των επιμέρους ποσών που του καταβλήθηκαν για κάθε μία από τις ανωτέρω επίδικες αξιώσεις και του χρόνου καταβολής αυτών, και χωρίς αναφορά των επιμέρους ποσών ασφαλιστικών εισφορών και φορολογικών κρατήσεων που καταβλήθηκαν υπέρ του στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και στο Ν.Α.Τ. και του χρόνου καταβολής τους (καταβολές τις οποίες ο ενάγων ρητά αρνείται), ήταν ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, αφού δεν αναφέρονται τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για τη θεμελίωσή της, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί παραδεκτά από τις αποδείξεις, όπως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και με πιο συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου δευτέρου λόγου της έφεσης της εναγόμενης.
6. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281Α.Κ. και 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σαφώς προκύπτει, ότι για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος πρέπει να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής με την οποία ασκείται το δικαίωμα για την αιτία αυτή (Ολ.Α.Π. 472/1983, Νο.Β, 32, 48, Α.Π. 691/2018, Α.Π. 823/2010, Α.Π. 2024/2009, Εφ.Αθ. 4313/2021, Εφ.Πειρ. 203/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
7. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό που πρόβαλε πρωτόδικα, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, ισχυρισμό τον οποίο τότε είχε δηλώσει ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ότι αναλύει στις προτάσεις της, χωρίς όμως να περιέχεται σ’ αυτές τέτοιος ισχυρισμός, με αποτέλεσμα να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Ο άνω ισχυρισμός, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ, είναι πράγματι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, επειδή δεν συνοδεύεται με επίκληση των πραγματικών περιστατικών που επιχειρούν να τον θεμελιώσουν και δεν συνδέεται με συγκεκριμένο αίτημα. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, γι’ αυτό ο άνω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
8.1. Κατά την αρχή του εργατικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών του, επιδομάτων ή άλλης εκ της εργασίας αυτού παροχής, η οποία γίνεται με οποιαδήποτε μορφή (παραίτηση), έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους (εκ των υστέρων) είναι άκυρη και θεωρείται (η παραίτηση) ως μη γενομένη (Α.Π. 495/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 948 όπου και σημείωμα Ι. Ληξουριώτη, Εφ.Πειρ. 321/2016, Εφ.Πειρ. 361/2013, Εφ.Πειρ. 506/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον εργαζόμενο ναυτικό των μισθοδοτικών του καταστάσεων και η δήλωσή του σ’ αυτές ότι έλαβε όλες τις αποδοχές του, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών και επιπλέον (έξτρα) αμοιβών, και ότι ουδεμία απαίτηση έχει κατά του πλοιάρχου και της εταιρίας, αν εκτιμηθεί ότι ενέχει παραίτηση από επίδικες αξιώσεις από την προσφορά εργασίας του, είναι χωρίς έννομη επιρροή (Α.Π. 927/1997, Α.Π. 1397/1991, Εφ.Πειρ. 321/2016, Εφ.Πειρ. 722/2011, Εφ.Πειρ. 180/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). 8.2 Κατά τη διάταξη του άρθρου 457 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, τη γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον αμφισβητείται, πρέπει να την αποδείξει εκείνος, που το επικαλείται και το προσάγει, εκτός αν είναι τόσο φανερά αλλαγμένο, ώστε το δικαστήριο να μπορεί να διαπιστώσει αμέσως και ασφαλώς, ότι δεν είναι γνήσιο, κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 του αυτού άρθρου εκείνος, κατά του οποίου προσάγεται το ιδιωτικό έγγραφο, οφείλει να δηλώσει αμέσως, αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο και κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, αν αναγνωριστεί ή αποδειχθεί η γνησιότητα της υπογραφής, θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου, με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού. Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 455, 458, 460, 461 και 463 του Κ.Πολ.Δ, προκύπτουν τα ακόλουθα: Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων, δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή από διάδικο ιδιωτικού εγγράφου για άμεση ή έμμεση (ως δικαστικό τεκμήριο) απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού ενέχει και ισχυρισμό της γνησιότητάς του, την οποία οφείλει ο ίδιος να αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 338 Κ.Πολ.Δ, όταν αμφισβητηθεί από τον αντίδικό του, καθόσον η αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτού αποτελεί άρνηση (Α.Π.535/2019, Α.Π. 20/2017, Α.Π. 279/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορο αν φέρει την υπογραφή εκείνου, κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή του εγγράφου και η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου που καλύπτεται από την υπογραφή, το οποίο τεκμήριο ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (Α.Π. 1088/2014, Α.Π. 575/2010, Α.Π. 1338/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τούτο δε διότι η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού αναφέρεται στο περιεχόμενο του εγγράφου, ενώ η αμφισβήτηση της γνησιότητας ενός ιδιωτικού εγγράφου μόνο στην υπογραφή του (Α.Π. 535/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Και 8.3. Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, όμως, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα, χωρίς να υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική τους ισχύ. Δηλαδή και έγγραφα άκυρα ή ιδιωτικά ανυπόγραφα ή ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους και γενικά κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων (Ολ.Α.Π. 15/2003, Α.Π. 718/2021, Α.Π. 1135/2021, Α.Π. 78/2020, Α.Π. 595/2020, Α.Π. 239/2017, Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
9. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος ….. …. που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με πρωτοβουλία της εναγόμενης και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, η οποία εκτιμάται κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας του άνω μάρτυρος, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (Α.Π. 983/2021, www.areiospagos.gr, Εφ.Πειρ. 376/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), από την υπ’ αριθ. ………../24-1-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……… ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλαυρίας Πόρου …….., η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία της εναγόμενης, μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …………/21-1-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………..) [χωρίς να λαμβάνονται παντάπασιν υπόψη οι υπ’ αριθ. ………../26-6-2020 και ………./26-9-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………… και ……… ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία της εναγόμενης, χωρίς νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου της (καθώς η υπ’ αριθ. ……../22-6-2020 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας ….., ενώ έγινε επίδοση με θυροκόλληση, δεν συνοδεύεται από απόδειξη παράδοσης του αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου εις χείρας του αρμοδίου αξιωματικού υπηρεσίας ούτε από βεβαίωση της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας περί ταχυδρομικής αποστολής ειδοποίησης σχετικά με τη γενόμενη θυροκόλληση)] και από τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 αριθ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ- Ο/Γ ανοικτού τύπου πλοίου με την ονομασία «ΝΠ», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό ….., κ.ο.χ. 176,71, έτους ναυπήγησης 1986, το οποίο φέρει 2 μηχανές εσωτερικής καύσεως (ΜΕΚ), συνολικής ιπποδύναμης 940 BHP και εκτελεί την πορθμειακή γραμμή Πόρου – Γαλατά Τροιζηνίας, απόστασης περίπου μισού ναυτικού μιλίου. Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πόρο, στις 1-11-2018, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης, νόμιμα εκπροσωπούμενης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν, στο λιμάνι του Πόρου, στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του μηχανοδηγού Α’ – υπεύθυνου μηχανής, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού του έτους 2018 «που αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων που εργάζονται στα πλοία Πορθμεία και Οχηματαγωγά που εκτελούν τοπικές διαπορθμεύσεις μεταξύ λιμένων εσωτερικού αποστάσεως μέχρι 30 ναυτικών μιλίων, από αφετηρίας μέχρι προορισμού» (Υ.Α. 2242.5-1.6/88047/2018 – ΦΕΚ Β’/5592/12-12-2018), προσέφερε δε την εργασία του στο άνω πλοίο με την ως άνω ειδικότητα μέχρι και την 30-4-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πόρου «λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο», επαναναυτολογήθηκε δε την ίδια ημέρα στο ίδιο λιμάνι με την ίδια ειδικότητα και εργάστηκε στο άνω πλοίο μέχρι και τις 6-6-2019, οπότε απολύθηκε στο ίδιο λιμάνι «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου). Στη συνέχεια, δυνάμει νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε μεταξύ του ιδίου και της εναγόμενης, νόμιμα εκπροσωπούμενης, στο λιμένα του Πόρου στις 12-7-2019, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο άνω πλοίο με την ίδια ειδικότητα (Μηχανοδηγού Α’ – υπεύθυνου μηχανής), αντί συμφωνηθεισών αποδοχών προβλεπόμενων από την ίδια άνω Σ.Σ.Ν.Ε, προσέφερε, δε, την εργασία του, υπό την ως άνω ειδικότητα μέχρι την 31-8-2019, οπότε απολύθηκε στον ίδιο λιμένα (Πόρο) «λόγω κλεισίματος ναυτολογίου και ακινησίας του πλοίου έως τις 31-10-2019» (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου). Ο ισχυρισμός της εναγόμενης, που απορρίφθηκε πρωτόδικα και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ότι ο ενάγων προσλήφθηκε και εργάστηκε μόνον ως μηχανοδηγός Α’ και όχι και ως υπεύθυνος μηχανής (περίπτωση κατά την οποία δικαιούται μισθό μηχανικού ΜΕΚ κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 της άνω ΣΣΕ), επειδή δεν υπήρχε ανάγκη ύπαρξης υπευθύνου μηχανής στο πλοίο, διότι η όποια επισκευή της απαιτούνταν γίνονταν πάντοτε από εξειδικευμένα συνεργεία μηχανικών που δραστηριοποιούνται στον Πόρο και στον Γαλατά, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία, ενόψει του ότι ο ενάγων δηλώνει και δεν αμφισβητείται ότι ήταν το μοναδικό μέλος του πληρώματος μηχανοστασίου και τόσο στην από 1-1-2018 σύμβαση ναυτικής εργασίας του, όσο και στην ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος της εναγόμενης …………….., αναφέρεται ότι ήταν ναυτολογημένος ως μηχανικός, στοιχεία που συνηγορούν στο ότι, ενώ ήταν ναυτολογημένος ως μηχανοδηγός Α’, είχε και την ευθύνη των μηχανών πρόωσης του πλοίου, ως συνηθίζεται άλλωστε σε πλοία που εκτελούν τοπικούς πορθμειακούς πλόες κάτω των 30 ναυτικών μιλίων, λόγος για τον οποίο με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 της άνω ΣΣΕ πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού προβλέπεται ότι ο ναυτολογούμενος σ’ αυτά ως υπεύθυνος μηχανής λαμβάνει το μισθό του εδαφίου στ’ της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, ανεξαρτήτως διπλώματος ή πτυχίου, δηλαδή το μισθό του ναυτολογούμενου ως μηχανικού ΜΕΚ. Η άποψη αυτή ενισχύεται έτι περαιτέρω από την κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του μάρτυρος της εναγόμενης ……… ότι ο ενάγων δεν συμμετείχε στο χειρισμό του μηχανικού μέρους του καταπέλτη, εργασία που ενέπιπτε στα καθήκοντά του ως μηχανοδηγού Α’, καθώς και τούτο συνηγορεί στο ότι κατά τον απόπλου και κατάπλου του πλοίου αυτός βρισκόταν στο χώρο του μηχανοστασίου και επιτηρούσε την ορθή λειτουργία των μηχανών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το δρομολόγιο της πορθμειακής γραμμής Πόρου – Γαλατά Τροιζηνίας, που εκτελούσε το πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, διαρκούσε περίπου είκοσι λεπτά επί δεκαοκτώ ημέρες κάθε μήνα, ενώ τις υπόλοιπες δώδεκα ημέρες το πλοίο παρέμενε δεμένο για την εκτέλεση εργασιών συντήρησης και επισκευής στο λιμένα του Πόρου. Όταν το πλοίο εκτελούσε τα πρωινά δρομολόγια, ο απόπλους από το λιμένα του Πόρου λάμβανε χώρα περί ώρα 06.15 π.μ. και ο τελευταίος κατάπλους περί ώρα 14.40 μ.μ, ενώ, όταν εκτελούσε τα απογευματινά δρομολόγια, ο απόπλους ήταν προγραμματισμένος περί ώρα 14.40 μ.μ. και ο κατάπλους μετά το πέρας του τελευταίου δρομολογίου περί ώρα 23.00 μ.μ. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι το πλοίο ανήκε σε κοινοπραξία που διαχειριζόταν τρία συνολικά οχηματαγωγά πλοία, δηλαδή επιπλέον τα πλοία «Ι» και «Φ» και εκτελούσε το ανωτέρω δρομολόγιο εναλλάξ με αυτά, καθώς και με άλλα δύο πλοία που διαχειρίζονταν άλλη κοινοπραξία οχηματαγωγών πλοίων που δραστηριοποιούνταν στην ίδια πορθμειακή γραμμή και έτσι είχε πάντοτε σταθερά δρομολόγια και δεν υπήρχε ανάγκη εκτέλεσης υπερωριακής εργασίας, καθώς οι βάρδιες εργασίας ήταν σταθερές και τηρούνταν με ακρίβεια, ενώ χορηγούνταν ανελλιπώς και τα προβλεπόμενα ρεπό. Τα παραπάνω κατέθεσε ένορκα ο πλοίαρχος του πλοίου ……………, ο οποίος βεβαίωσε ότι ουδέποτε έδωσε εντολή στον ενάγοντα για εκτέλεση υπερωριακής εργασίας, ενώ επίσης κατέθεσε ότι τα μηχανικά προβλήματα του πλοίου επιλύονταν από επαγγελματίες μηχανικούς στον Πόρο και στον Γαλατά, με τους οποίους συνεργάζονταν η εναγόμενη, το ίδιο δε συνέβαινε και με τις επιθεωρήσεις του πλοίου και των μηχανών του, οι οποίες διενεργούνταν πάντοτε από επαγγελματίες επιθεωρητές και εργολάβους μηχανικούς είτε στον Πόρο είτε στο Γαλατά είτε στα ναυπηγεία που διενεργούνταν η ετήσια και τακτική συντήρηση του πλοίου. Aντίθετα, ο ενάγων δεν κατάφερε ν’ αποδείξει με αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα, έγγραφα ή μάρτυρες, την εκτέλεση εκ μέρους του υπερωριακής εργασίας. Ο δε ισχυρισμός του, που απορρίφθηκε πρωτόδικα και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ότι στην πραγματικότητα, κατ’ εντολή της εναγόμενης και του πλοιάρχου του πλοίου, προσερχόταν σ’ αυτό δύο ώρες πριν τον απόπλου προκειμένου να ελέγξει τη λειτουργία των κύριων και βοηθητικών μηχανημάτων, των μηχανολογικών συστημάτων και των υδραυλικών εγκαταστάσεων του πλοίου και να προβεί σε προθέρμανση των δυο κύριων μηχανών ΜΕΚ και ότι το ίδιο έπραττε και μετά τον κατάπλου, παραμένοντας επί δύο ώρες μετά από αυτόν, προς άμεση επιδιόρθωση και αποκατάσταση τυχόν βλαβών και φθορών αυτών και για τακτικούς καθαρισμούς όλων των μηχανημάτων του πλοίου, αναιρείται από το προσκομισθέν από την εναγόμενη αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας της χρονικής περιόδου από 7-6-2019 έως 31-8-2019, βάσει του οποίου πράγματι γινόταν έλεγχος της εν γένει κατάστασης των άνω μερών του πλοίου, αλλά μόνο πριν την έναρξη του απόπλου και διαρκούσε περίπου δέκα με είκοσι λεπτά. Συνεπώς, τα σχετικά κονδύλια υπερωριακής αμοιβής των καθημερινών και των Κυριακών πρέπει ν’ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Ωστόσο, επειδή, βάσει της παρ. 2β’ του άρθρου 6 της Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού, έτους 2018, η υπηρεσία του Σαββάτου αμείβεται υπερωριακά, δικαιούται για τα Σάββατα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια επί 18 ημέρες ανά μήνα, το ποσό των 236,08 ευρώ {= 2 Σάββατα Χ 118,4 ευρώ [= 45,40 ευρώ (= 4 ώρες Χ 11,35 ευρώ η απλή ώρα υπερωριακής απασχόλησης) + 72,64 ευρώ (= 4 ώρες Χ18,16 ευρώ η διπλή ώρα υπερωριακής απασχόλησης)]} και για τα Σάββατα που το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια και βρισκόταν δεμένο για εκτέλεση εργασιών επισκευής, το ποσό των 236,08 ευρώ {[= 2 Σάββατα Χ 118,40 ευρώ [= 45,40 ευρώ (= 4 ώρες Χ 11,35 ευρώ η απλή ώρα υπερωριακής απασχόλησης) + 72,64 ευρώ (= 4 ώρες Χ 18,16 ευρώ η διπλή ώρα υπερωριακής απασχόλησης)]} και συνολικά το ποσό των 472,16 ευρώ (= 236,08 ευρώ + 236,08 ευρώ), ήτοι για τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 1-11-2018 έως 6-6-2019 και από 12-7-2019 έως 31-8-2019 των 8 μηνών και 24 ημερών το συνολικό ποσό των 4.292,32 ευρώ [3.777,28 ευρώ (= 472,16 ευρώ Χ 8 μήνες) + 515,04 ευρώ (472,16 ευρώ /22 = 21,46 ευρώ Χ 24 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων η καταβολή του οριζόμενου από τη Σ.Σ.Ε. των πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού του έτους 2018 μισθού, βάσει της οποίας αυτός ανερχόταν στο ποσό των 2.827,44 ευρώ, αποτελούμενος από μισθό ενεργείας (άρθρο 1 παρ. 2) ποσού 1.570,17 ευρώ, τεχνικό επίδομα (άρθρο 1 παρ. 6) ποσού 39,71 ευρώ, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (άρθρο 1 παρ. 7) ποσού 19,76 ευρώ, ειδικό επίδομα κατώτερου πληρώματος (άρθρο 1 παρ. 8) ποσού 24,45 ευρώ, αντίτιμο τροφής (άρθρο 3) ποσού 394,91 ευρώ, αποδοχές αδείας (άρθρο 5 παρ. 2) ποσού 367,58 ευρώ (= 1.570,17 ευρώ + 345,44 ευρώ + 394,91 ευρώ /22 Χ 3,5 ημέρες), επίδομα Κυριακής (άρθρο 6 παρ. 3α’) ποσού 345,44 ευρώ, μέσο όρο υπερωριών Σαββάτου ποσού 511,11 ευρώ (= 52 Σάββατα/12 μήνες = 4,33 ώρες Χ 118,04 ευρώ [= 45,40 ευρώ (= 4 ώρες Χ 11,35 ευρώ η απλή ώρα υπερωριακής απασχόλησης) + 72,64 ευρώ (= 4 ώρες Χ 18,16 ευρώ η διπλή ώρα υπερωριακής απασχόλησης)], επίδομα αδείας ποσού 65,42 ευρώ. Δεδομένου δε ότι εργάστηκε συνολικά επί 8 μήνες και 24 ημέρες, ήτοι επί 8,8 μήνες, δικαιούταν ως μικτές μηνιαίες αποδοχές το συνολικό ποσό των (3.338,55 ευρώ Χ 8,8 μήνες) = 29.379,24 ευρώ, έναντι του οποίου λάμβανε από την εναγόμενη 1.800,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι έλαβε συνολικά 16.020,00 ευρώ, όπως συνομολογεί στην αγωγή και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό ύψους (29.379,24 – 16.020,00) 13.359,24 ευρώ, ενόψει όμως του ότι για την άνω αιτία αιτείται διαφορά 9.144,22 ευρώ, πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό αυτό (9.144,22 ευρώ). Σημειωτέον ότι η αναφορά του στην από 6-6-2019 υπεύθυνη δήλωσή του ενώπιον του αρμόδιου για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του υπαλλήλου του ΚΕΠ Δήμου Τροιζηνίας – Μεθάνων ότι έχει πλήρως εξοφληθεί για τις αποδοχές του που προκύπτουν από τη Σ.Σ, συμπεριλαμβανομένων υπερωριών, δώρων, αδειών, κ.τ.λ. και ότι ουδεμία αξίωση διατηρεί σε βάρος της αντιδίκου του, είναι άκυρη, ως παραίτηση από τις παροχές εργασίας του και θεωρείται ως μη γενομένη, κατά τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 8.1 άνω νομική σκέψη. Και ναι μεν η εναγόμενη προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου πλειάδα μηνιαίων λογαριασμών μισθοδοσίας του, προς απόδειξη του ισχυρισμού της περί εξόφλησής του, ως και την από 30-4-2019 εξοφλητική απόδειξη μισθοδοσίας Απριλίου 2019, την οποία είχε προσκομίσει και πρωτόδικα, βάσει της οποίας φαίνεται να του κατέβαλε 2.378,62 ευρώ ως μικτές μηνιαίες αποδοχές, ωστόσο, πρόβαλε αόριστα την άνω ένσταση, κατά τα εκτιθέμενα στις υπ’ αριθ. 4 και 5 άνω σκέψεις και σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδεικνύει, ως φέρουσα το σχετικό βάρος απόδειξης, τη γνησιότητα της τεθείσας επ’ αυτών υπογραφής του ως προερχόμενης απ’ αυτόν, ενόψει του ότι ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δεν έχει θέσει επ’ αυτών την υπογραφή του, ισχυρισμός ο οποίος, κατά τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 8.2 άνω νομική σκέψη, αποτελεί άρνηση της άνω ένστασης εξόφλησης με καταβολή. Και τούτο διότι είναι εμφανής η διαφορά της υπογραφής του ενάγοντος στους άνω λογαριασμούς μισθοδοσίας και στην άνω εξοφλητική απόδειξη μισθοδοσίας Απριλίου 2019 από την, κατά τεκμήριο, γνήσια υπογραφή του στην προαναφερθείσα από 6-6-2019 υπεύθυνη δήλωσή του ενώπιον του αρμοδίου για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του υπαλλήλου του ΚΕΠ Δήμου Τροιζηνίας – Μεθάνων. Μετά ταύτα, τα άνω επικαλούμενα από την εναγόμενη ιδιωτικά έγγραφα που αφορούν τη μισθοδοσία του δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη ούτε ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, γιατί και κατά την προκείμενη διαδικασία δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση μη γνήσιων εγγράφων, κατά τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 8.3 άνω νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με βάση την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εναγόμενη εξοφλητική απόδειξη του λογαριασμού μισθοδοσίας του ενάγοντος μηνός Απριλίου 2019, δέχθηκε ότι αυτός εισέπραττε ως μικτές μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 2.378,62 ευρώ και ότι του οφείλεται υπόλοιπο ποσό ύψους [29.379,24 – (3.338,55 – 2.378,62) 959,93 Χ 8,8 ] 8.447,38 ευρώ, το οποίο και του επιδίκασε για την ως άνω αιτία, αντί του άνω ποσού των 9.144,22 ευρώ που έπρεπε να του επιδικάσει, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου (δεύτερου) της έφεσής του. 10. Στο άρθρο 4 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού έτους 2018 (Υ.Α. 2242.5-1.6/88047/2018 – Φ.Ε.Κ. Β’ 5592/12-12-2018), ορίζεται, αναφορικά με την καταβολή επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα «1. Στους ναυτικούς που αφορά η παρούσα Σύμβαση καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός για τις γιορτές των Χριστουγέννων και Νέου Έτους και δέκα πέντε (15) ημερών για τις γιορτές του Πάσχα. 2. Το ποσόν του δώρου υπολογίζεται επί των πράγματι καταβαλλομένων παγίως και σταθερών αποδοχών, πλην αντιτίμου τροφής και υπερωριών. 3. Ο χρόνος καταβολής των δώρων καθώς και οι προϋποθέσεις χορηγήσεως των, ορίζονται εκάστοτε με απόφαση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου». Ακόμη, με την Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορ. Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», ορίζεται, στο άρθρο μόνο, ότι «… 2. Τα ανωτέρω επιδόματα καταβάλλονται στο ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας του ναυτικού με τον υπόχρεο πλοιοκτήτη διήρκεσε καθ’ όλη η χρονική περίοδο, εις μεν την περίπτωση του επιδόματος εορτών Πάσχα από 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου εις δε την περίπτωση του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από 1 Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους. 3. Εκ των ανωτέρω ναυτικών εκείνοι των οποίων η σχέση εργασίας μετά του υποχρέου σε καταβολή επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα δεν διήρκεσε καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δικαιούνται: α) Ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ποσό ίσο με 2/25 του μηνιαίου ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα διαρκείας της εργασιακής σχέσεως αυτών, και β) Ως επίδομα εορτών Πάσχα ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ανά έκαστο 8ήμερο χρονικό διάστημα διαρκείας της εργασιακής σχέσεως αυτών εντός των εις την παραγρ. 2 της παρούσης χρονικών περιόδων. Για το χρονικό διάστημα μικρότερο του 19ημέρου ή του 8ημέρου αντιστοίχως δικαιούνται ανάλογο κλάσμα. 4. Στο χρόνο διαρκείας της εργασιακής σχέσεως δεν υπολογίζονται οι ημέρες κατά τις οποίες ο ναυτικός αν και δεν λύθηκε η εργασιακή του σχέση, απέσχε της εργασίας του αδικαιολογήτως ή λόγω αδείας άνευ αποδοχών…7. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα υπολογίζονται βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών κατά την 10η Δεκεμβρίου εκάστου έτους για το επίδομα Χριστουγέννων και κατά την 15η ημέρα προ του Πάσχα για το επίδομα Πάσχα ή κατά την εντός των ανωτέρω χρονικών περιόδων ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως. Ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης από τον μισθωτό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Σαν τακτικές αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά εκείνες που έχουν κριθεί από την νομολογία όπως: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στον μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα. β) Η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς. γ) Το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. 8. Σε καμία περίπτωση τα συνολικά ποσά των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, χωριστά λαμβανόμενα, μπορούν να υπερβαίνουν τον ένα ή μισό πραγματικό μισθό αντιστοίχως. 9. Διατάξεις Νόμων, Διαταγμάτων, Υπουργικών Αποφάσεων, Συλλογικών Συμβάσεων, Διαιτητικών Αποφάσεων, Εσωτερικών Κανονισμών και λοιπών σχετικών πράξεων που προβλέπουν ευνοϊκότερους όρους από την παρούσα για την παροχή επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα κατισχύουν… 11. Τα επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα είναι καταβλητέα στις 21 Δεκεμβρίου και τη Μεγάλη Τετάρτη αντιστοίχως, δυναμένου του εργοδότη να παρακρατήσει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου ή τις 30 Απριλίου το αναλογούν ποσό, το οποίον πάντως δεν μπορεί να καταβληθεί βραδύτερα από τις ημερομηνίες αυτές.».
11. Στην προκειμένη περίπτωση, για την άνω απασχόλησή του στο πλοίο «ΝΠ», ο ενάγων δικαιούται για αναλογία δώρων εορτών, έναντι των οποίων ουδέν ποσόν έλαβε, τα εξής ποσά: Α) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018, ενόψει του ότι εργάστηκε από 1-11-2018 έως 31-12-2018, ήτοι για 61 ημέρες, δικαιούται το ποσό των [2.432,53 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές {μισθός ενεργείας 1.570,17 ευρώ + επίδομα Κυριακών 345,44 ευρώ + τεχνικό επίδομα 39,71 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 19,76 ευρώ + επίδομα κατωτέρου πληρώματος 24,45 ευρώ + αντίτιμο αδείας μετά τροφοδοσίας 367,58 ευρώ + επίδομα αδείας 65,42 ευρώ} Χ 2/25 = 194,60 ευρώ Χ 3,21 δεκαεννιαήμερα (61 ημέρες / 19)] 624,67 ευρώ. Σημειωτέον ότι ο τρίτος λόγος έφεσης του ενάγοντος, κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δεν υπολόγισε το ημερομίσθιο για την εφαρμογή του άρθρου 4 της άνω ΣΣΕ με βάση το 1/22 του μηνιαίου μισθού ενεργείας του ενάγοντος, είναι μη νόμιμος, διότι δεν βρίσκει έρεισμα στην άνω ΣΣΕ, όπως, αντίθετα, συμβαίνει στις περιπτώσεις των άρθρων 5 και 6 αυτής, που αφορούν αντίστοιχα τον υπολογισμό της αποζημίωσης αδείας και της αμοιβής υπερωριακής εργασίας. Β) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, ενόψει του ότι εργάστηκε στο άνω πλοίο από 1-1-2019 έως 30-4-2019, ήτοι για 120 ημέρες, δικαιούται το ποσό των [2.432,53 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές / 2 = 1.216,25 ευρώ Χ 1/15 = 81,08 ευρώ Χ 15 οκταήμερα(120 ημέρες / 8)] 1.216,20 ευρώ. Και Γ) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, ενόψει του ότι εργάστηκε από 1-5-2019 έως 6-6-2019 και από 12-7-2019 έως 31-8-2019, ήτοι για 50 ημέρες, δικαιούται το ποσό των [2.432,53 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 194,60 ευρώ Χ 2,63 δεκαεννιαήμερα (50 ημέρες / 19)] 511,80 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στον ενάγοντα για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018 το ποσό των 426,15 ευρώ αντί του ποσού των 624,67 ευρώ, για αναλογία δώρου Πάσχα 2019 το ποσό των 995,70 ευρώ αντί του ποσού των 1.216,20 ευρώ και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 το ποσό των 613,35 ευρώ αντί του ποσού των 511,80 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος κατά το σχετικό μέρος του όσον αφορά τα δυο πρώτα κονδύλια, ενώ όσον αφορά το τελευταίο, ως προς το οποίο το επιδικασθέν πρωτόδικα ποσό είναι μεγαλύτερο από αυτό που του οφείλεται, χωρίς το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης να πλήττεται με λόγο έφεσης της εναγόμενης, δεν θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση για να μη χειροτερεύσει η θέση του (Α.Π. 1493/2007, Α.Π. 802/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, έκδ. 2018, υπ’ άρθρο 537, αριθ. 9, σ. 873) και θα του επιδικαστεί το ίδιο ποσό που του επιδικάστηκε πρωτόδικα (613,35 ευρώ).
12. Σύμφωνα με το άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, ο οποίος δεν υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 εδ. β’ Κ.Ι.Ν.Δ, στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης κατά το άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 76 εδ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 77 Κ.Ι.Ν.Δ, σε περίπτωση που η σύμβαση του ναυτικού λυθεί λόγω παροπλισμού του πλοίου που είχε διαρκέσει τουλάχιστον επί δεκαπενθήμερο, τότε αυτός δικαιούται αποζημίωση, κατ’ άρθρο 75 Κ.Ι.Ν.Δ, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη του μισθού 15 ημερών. Παροπλισμένο θεωρείται το πλοίο που παραμένει αργό στο λιμάνι, είτε γιατί δεν υπάρχει συμφέρων ναύλος είτε γιατί εκτελούνται επισκευές για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (Εφ.Πειρ.346/2011, Εφ.Πειρ. 440/2006, Εφ.Πειρ. 929/2001, Εφ.Πειρ. 361/1998, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ο τρόπος λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης λόγω κλεισίματος ναυτολογίου συνιστά στην πραγματικότητα καταγγελία, για την οποία οφείλεται αποζημίωση, αφού ο λόγος αυτός (κλείσιμο ναυτολογίου) δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 75 παρ. 2 Κ.Ι.Ν.Δ, κατά την οποία ο ναυτικός δεν δικαιούται της κατ’ άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ. αποζημίωσης εάν η καταγγελία της σύμβασης έγινε από πταίσμα αυτού (Εφ.Πειρ. 23/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η κατ’ άρθρο 75 παρ. 2 Κ.Ι.Ν.Δ. προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, κατ’ άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (Εφ.Πειρ. 719/2006, Ε.Ν.Δ. 2006, 355). Ακόμη, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 173 Κ.Δ.Ν.Δ. (Ν.Δ. 187/1973) ορίζει ότι διακοπή εκτέλεσης των κατά τις διατάξεις των άρθρων 171 και 172 εγκρινομένων δρομολογίων επιτρέπεται, μεταξύ των άλλων, στις κατωτέρω περιπτώσεις: α) για ετήσια επιθεώρηση του πλοίου και επί χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα (60) ημέρες κατόπιν αιτήσεως του εφοπλιστή, γνωματεύσεως της Επιθεωρήσεως Εμπορικών Πλοίων και εγκρίσεως του Υπουργείου, β) προς αποκατάσταση ζημίας ή βλάβης και επί χρονικό διάστημα κρινόμενο προς τούτο αναγκαίο υπό τις ίδιες, όπως στην προηγούμενη διάταξη, προϋποθέσεις, γ) προς εκτέλεση μετασκευών ή διαρρυθμίσεων ή αντικατάσταση των κυρίων μηχανών προώσεως ή των λεβήτων. Οι εργασίες αυτές πρέπει να εκτελούνται μόνο κατά τη διάρκεια της ακινησίας, λόγω ετήσιας επιθεώρησης, εφόσον καθίσταται δε αναγκαία η συνέχιση τους και πέραν αυτής, τηρούμενης της προβλεπόμενης στην περίπτωση αυτή διαδικασίας, επιτρέπεται η προς ολοκλήρωση των εργασιών παράταση της ακινησίας του πλοίου επί τριάντα (30) ακόμα ημέρες μετά τη λήξη της ετήσιας επιθεώρησης. Εξάλλου, στο εδ. γ της παρ. 3 του ίδιου άρθρου 173 Κ.Δ.Ν.Δ. ορίζεται ότι μέσα στην προβλεπόμενη από το εδ. β’ αυτού αργία, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα διακοπής των δρομολογίων των επιβατηγών πλοίων, πρέπει να εκτελούνται οι εργασίες που αναφέρονται στην παρ. 1 περιπτ. α και γ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 174 παρ. 3 Κ.Δ.Ν.Δ, οι κατά την παρ. 1 περιπτ. α’ και 3 του προηγούμενου άρθρου, απολυόμενοι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 Κ.Ι.Ν.Δ. αποζημίωσης, εάν μέσα σε σαράντα (40) ή ενενήντα (90) ημέρες αντιστοίχως από της απολύσεώς τους ναυτολογηθούν επί του αυτού πλοίου ή δεν αποδεχθούν την επαναναυτολόγησή τους, προσφερόμενη με τους ίδιους, όπως και προηγουμένως, όρους (Εφ.Πειρ. 346/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
13. Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι την 31-8-2019 ο ενάγων αποναυτολογήθηκε, σύμφωνα με τη σχετική αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο του και στο ναυτολόγιο του πλοίου, λόγω κλεισίματος του ναυτολογίου και ακινησίας του πλοίου, στην πραγματικότητα, όμως, η τελευταία επίδικη σύμβαση λύθηκε λόγω μονομερούς καταγγελίας της από τον πλοίαρχο, χωρίς να υπάρχει παράπτωμα του ενάγοντος και χωρίς να επαναναυτολογηθεί μετέπειτα αυτός στο ίδιο ή σε άλλο πλοίο της εναγόμενης ή να του προταθεί από την τελευταία επαναναυτολόγηση με τους ίδιους όρους και να μην την αποδεχθεί. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας του έγινε ανυπαίτια και χωρίς τη θέλησή του. Επομένως, αυτός δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, κατά τα άρθρα 75, 76 και 77 Κ.Ι.Ν.Δ, η οποία υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του κατά τον τελευταίο μήνα με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το αντίτιμο τροφής, το επίδομα άδειας, καθώς και η αμοιβή υπερωριακής εργασίας, υπό την ανωτέρω έννοια, εφόσον αυτή παρέχονταν τακτικά στην προκειμένη περίπτωση. Οι κατώτατες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονται, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ανάλυση, σε 3.315,20 ευρώ συνολικά {μισθός ενεργείας 1.570,17 ευρώ + επίδομα Κυριακών 345,44 ευρώ + αντίτιμο τροφής 394,91 ευρώ + τεχνικό επίδομα 39,71 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 19,76 ευρώ + επίδομα κατωτέρου πληρώματος 24,45 ευρώ + αντίτιμο αδείας μετά τροφοδοσίας 367,58 ευρώ + επίδομα αδείας 65,42 ευρώ + μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας 487,76 ευρώ (4.292,32 ευρώ / 264 ημέρες Χ 30}. Μετά από αυτά η οφειλόμενη στον ενάγοντα αποζημίωση απόλυσης των 15 ημερών ανέρχεται σε 1.657,60 ευρώ (3.315,20/2). Επειδή, όμως, το επιδικασθέν πρωτόδικα σ’ αυτόν ποσό των 1.669,28 ευρώ είναι μεγαλύτερο από αυτό που του οφείλεται ως αποζημίωση απόλυσης, χωρίς το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης να πλήττεται με λόγο έφεσης της εναγόμενης, δεν θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση για να μη χειροτερεύσει η θέση του και θα του επιδικαστεί το ίδιο ποσό που του επιδικάστηκε πρωτόδικα (1.669,28 ευρώ).
14. Κατόπιν όλων αυτών, το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντος για τα επίδικα χρονικά διαστήματα απασχόλησής του στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «ΝΠ» ανέρχεται στο ποσό των (4.292,32 + 9.144,22 + 624,47 + 1.216,20 + 613,35 + 1.669,28) 17.559,84 ευρώ. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η Β έφεση της εναγόμενης ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος της ανωτέρω εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή ως βάσιμου του νόμιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και Β) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Α έφεση του ενάγοντος και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της και δη τόσο ως προς τα προσβαλλόμενα με την έφεσή του κεφάλαια, όσο και ως προς τα λοιπά κεφάλαια αυτής που δεν προσβλήθηκαν με την έφεση, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Α.Π. 1279/2004, ΕλλΔνη 2005, 141, Εφ.Πατρ. 50/2020, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), αναγκαία δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, που θα καθοριστεί εξαρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) [εφόσον αρμόδια (άρθρα 19 Κ.Πολ.Δ, 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 Κ.Ι.Ν.Δ. και έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου για το αντικείμενό της που υπερβαίνει το ποσό της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (βλ. το υπ’ αριθ. . ….. ηλεκτρονικό παράβολο, σε συνδυασμό με το από 20-5-2021 ηλεκτρονικό παράβολο πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας)] και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία η από 29-12-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΑΚ ……./29-12-2020 αγωγή κατά τη μόνη βάση της από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας [κατά την οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 297 εδ. α’, 330 εδ. α’, 340, 341, 345, 346 εδ. α’, 361, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ Α.Κ, 1, 2, 53, 54, 60, 72, 75 παρ. 3, 84 εδάφ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ, 176 Κ.Πολ.Δ, άρθρου μόνου της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» και της Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού του έτους 2018 (Υ.Α. 2242.5-1.6/88047/2018 – ΦΕΚ Β’/5592/12-12-2018) και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.559,84 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί σε διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης για την εργασία τα Σάββατα, μισθολογικές διαφορές από την εφαρμογή της ισχύουσας ΣΣΕ, αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018, δώρου Πάσχα 2019 και δώρου Χριστουγέννων 2019 και αποζημίωση απόλυσης), με το νόμιμο τόκο (όπως και πρωτοδίκως, ελλείψει σχετικού παραπόνου των διαδίκων) όσον αφορά το κονδύλι της υπερωριακής αμοιβής την ημέρα του Σαββάτου, από την επομένη της ημερομηνίας της απόλυσης, ήτοι από την 1-9-2019, όσον αφορά το κονδύλι των μισθολογικών διαφορών από την εφαρμογή της ισχύουσας ΣΣΕ, από το τέλος κάθε μηνός που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2018 από την 1-1-2019, όσον αφορά το δώρο Πάσχα 2019 από τη Μεγάλη Τετάρτη του έτους 2019, όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2019 από την 1-1-2020 και όσον αφορά την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφληση [για την εκ του νόμου τασσόμενη ημέρα καταβολής των επιδομάτων δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες βλ. Ολ.Α.Π. 40/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 265/2020, www.efeteio-peir.gr και για το ότι η αποζημίωση απόλυσης δεν αποτελεί μισθό και δεν υφίσταται ως προς αυτήν δήλη ημέρα καταβολής, ώστε ο τόκος αρχίζει από την όχληση και σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αγωγής βλ. Εφ.Πειρ. 1990/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 57/2015, Εφ.Πειρ. 53/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)]. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της εν μέρει ήττας της και αναλογικά προς αυτήν, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικας Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά αυτές.
Απορρίπτει τη Β έφεση κατ’ ουσία.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.
Δέχεται την Α έφεση κατ’ ουσία.
Εξαφανίζει τη με αριθ. 1805/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 13-12-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/13-12-2019 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει αυτή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων, πεντακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (17.559,84), με το νόμιμο τόκο, όσον αφορά το κονδύλι της υπερωριακής αμοιβής την ημέρα του Σαββάτου από την επομένη της ημερομηνίας της απόλυσης του ενάγοντος, ήτοι από την 1-9-2019, όσον αφορά το κονδύλι των μισθολογικών διαφορών από την εφαρμογή της ισχύουσας ΣΣΕ, από το τέλος κάθε μηνός που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2018 από την 1-1-2019, όσον αφορά το δώρο Πάσχα 2019 από τη Μεγάλη Τετάρτη του έτους 2019, όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2019 από την 1-1-2020 και όσον αφορά την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.
Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 10-1-2023, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ