Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 9/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   9/2023

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την …………, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των Αιτούντων: (1)Της υπό εκκαθάριση Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης, …………….., η οποία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. (2) ………….. η οποία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. η οποία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. (3) ……………, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. (4) …………, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης.

Της Καθ’ ης η Αίτηση:  Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………..η οποία αποτέλεσε καθολική διάδοχο της ανώνυμης εταιρείας ……………. η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου διά της πληρεξούσιου Δικηγόρου της Ελπίδας Καρρά, (Δ.Σ.Π. ……….), (βλ. το υπ’ αριθμόν ………/10-01-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 41 94/2013).

Οι αιτούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 07-07-2022 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εν λόγω Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …../2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………/2022.

Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 3930/2022 (οριστική) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών(Διαδικασία άρθρων 614 περ. 8  Κ.Πολ.Δ.), με την οποία η ένδικη ανακοπή απορρίφθηκε στο σύνολο των προβληθέντων λόγων της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της εκκαλούμενης.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς) οι ανακόπτοντες, με την από 04.01.2023 έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …./15-01-2023, και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/2023 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …../2023, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 01-02-2024, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Ακολούθως, οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 04 Ιανουαρίου 2023 αίτηση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …../2023 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) 6/2023, με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …../2023 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου   (Ε.Α.Κ.Δ) ……/2023

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε ερήμην των αιτούντων.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Ι) I. Α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει από 1.1.2016 και εφαρμόζεται επί ανακοπών κατά της εκτελέσεως και αιτήσεων αναστολής, εφ’ όσον η επίδοση της επιταγής προς πληρωμή διενεργείται μετά την προαναφερομένη ημερομηνία, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 3 εδ. α’ Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015»: « Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ενδίκων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00′ το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού». Από την ως άνω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι προϋποθέσεις παραδεκτής ασκήσεως αιτήσεως αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως, επισπευδομένης δυνάμει δικαστικής αποφάσεως ή διαταγής πληρωμής, είναι: α)Η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση εφέσεως κατά της οριστικής (απορριπτικής της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ ) αποφάσεως από τον αιτούντα (ΜονΕφΑΘ 579/2020, ΜονΕφΑΘ 499/2019, ΜονΕφΘεσ 1014/2018 όλες σε ΝΟΜΟΣ). β)Κίνδυνος προκλήσεως ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την επίσπευση της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία νοείται όταν με την αναγκαστική εκτέλεση δημιουργούνται οριστικές καταστάσεις, οι οποίες θα είναι αδύνατον ή εξαιρετικώς δυσχερές να ανατραπούν ή επανορθωθούν, έστω και εάν η πράξη ακυρωθεί (ΜονΕφΑΘ 481/2019 ΝΟΜΟΣ, βλ.και Μ.Μαργαρίτη – Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, Τ. II, 2012, υπό το προ της 1.1.2016 ισχύον άρθρο 938, αριθ. 9). Το Δικαστήριο προβαίνει στην περίπτωση αυτή σε στάθμιση των συγκρουομένων συμφερόντων των μερών, ήτοι της ωφέλειας του δανειστή από την επίσπευση της αναγκαστικής εκτελέσεως και της εξ αυτής ζημίας του οφειλέτη, αρκεί δε η πιθανολόγηση με ελεύθερη απόδειξη. Και γ)η πιθανολόγηση ευδοκιμήσεως ενός τουλάχιστον λόγου εφέσεως. Πρόσθετη προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως είναι, εάν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, η κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του αρμοδίου (δευτεροβαθμίου) δικαστηρίου το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες προ της ημέρας του πλειστηριασμού. Η προϋπόθεση αυτή είναι αυτοτελής και δεν τελεί υπό τη δικονομική αίρεση της δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης οριστικής (απορριπτικής της ανακοπής) αποφάσεως σε χρόνο προ της ως άνω (προπαρασκευαστικής) προθεσμίας, δεδομένου ότι η ακριβής ημερομηνία διενεργείας του πλειστηριασμού είναι ήδη γνωστή στον καθ’ ου η εκτέλεση με την προς αυτόν επίδοση της εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου και έχει αυτός πλέον το βάρος να μεριμνήσει για την έγκαιρη επίσπευση της συζητήσεως της ανακοπής του, κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 934 παρ. 1 περ. α’ και 933 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι τη θέση σε ισχύ από 1.1.2022 του Ν. 4842/2021 « Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης, άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις » (ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021).

Β. Με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 60 του αμέσως <προαναφερομένου Νόμου (4842/2021), το Μέρος Α’ του οποίου υπό τον τίτλο «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» ισχύει από την 1.1.2022, κατά τα ρητώς οριζόμενα στο άρθρο 120 αυτού, τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ και προστέθηκε (εκ νέου) άρθρο 938 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 59 του ως άνω Νόμου ως εξής : « 1. Στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση : α) έχει δικαίωμα να παρέμβει κάθε δανειστής εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, β) δεν επιτρέπεται η ανακοπή ερημοδικίας ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, γ) η προθεσμία και η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης. 2. Στις δίκες αυτές η προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 564 είναι εξήντα (60) ημέρες. Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αναίρεσης δεν μπορεί να ορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 568, σε χρόνο που υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες. Οι προθεσμίες της παραγράφου 4 του άρθρου 568 είναι τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες σε κάθε περίπτωση. Αναβολή της συζήτησης, σύμφωνα με το άρθρο 575, δεν μπορεί να είναι κάθε φορά μεγαλύτερη από σαράντα πέντε (45) ημέρες. 3. Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ., εκτός αν ορίζεται διαφορετικά ». Κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. β’ του ως άνω Νόμου «Το άρθρο 937 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιείται με το άρθρο 59 του παρόντος, εφαρμόζεται και για τις αποφάσεις που θα δημοσιευθούν μετά από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου ». Η Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω Νόμου αναφέρει σχετικώς με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 937 ΚΠολΔ τα εξής : «Οι τροποποιήσεις του άρθρου 937 ΚΠολΔ είναι αποτέλεσμα των ερμηνευτικών, αλλά κυρίως των πρακτικών ζητημάτων που ανέκυψαν στην πράξη από τις προηγούμενες τροποποιήσεις του ν. 4335/2015, με κυρίαρχη την οριζόντια και καθολική κατάργηση της αίτησης αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ σε κάθε περίπτωση έμμεσης εκτέλεσης. Επίσης, η κατάργηση της αίτησης αναίρεσης, όταν εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, στέρησε την ερμηνεία του αστικού δικονομικού δικαίου, σε θεμελιώδες ένδικο βοήθημα, από την ιδιαίτερα κρίσιμη νομολογία του Αρείου Πάγου, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται ασφάλεια δικαίου. Για τον λόγο αυτό επαναφέρεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης και αναίρεσης, ανεξάρτητα από τον εκτελεστό τίτλο, στον οποίο στηρίζεται η αναγκαστική εκτέλεση».

Γ. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 60 του ως άνω Νόμου (4842/2021) προστέθηκε εκ νέου άρθρο 938 ΚΠολΔ, το οποίο έχει ως εξής: «1. Με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων, ως προς τα οποία εφαρμόζεται η παρ. 2, όπως επίσης με εξαίρεση την κατάσχεση κινητών που υπόκεινται σε φθορά, με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Η αίτηση ασκείται στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 933 και 936 δικαστήριο και δικάζεται κατά τα άρθρα 686 επ. 2. Ειδικώς επί κατάσχεσης ακινήτου δεν εφαρμόζεται η παρ. 1, η δε άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός εάν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. 3.Στις προηγούμενες περιπτώσεις είναι δυνατή η έκδοση σημειώματος με το οποίο εμποδίζεται η εκτέλεση μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης αναστολής ή επί του ενδίκου μέσου. 4. Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. 5. Η αναστολή των παρ. 1 και 2 ή η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο μέχρι να εκδοθεί η οριστική απόφαση επί της ανακοπής, ή η απόφαση επί του ενδίκου μέσου». Κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. γ’ του ως άνω Νόμου «Το άρθρο 938 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως προστίθεται με το άρθρο 60 του παρόντος, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Η Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω Νόμου αναφέρει σχετικός με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 93 8 ΚΠολΔ τα εξής: «Η καθολική κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ στην έμμεση εκτέλεση από το ν. 4335/2015 ( Α’ 86 ) αντισταθμίστηκε, εν μέρει, από την εκδίκαση της ανακοπής του άρθρου 933, σε χρόνο προγενέστερο της διενέργειας του πλειστηριασμού, συγχρόνως, όμως, δημιούργησε σημαντικά ερμηνευτικά και πρακτικά ζητήματα, ιδίως στην ανακοπή του άρθρου 936, αλλά και στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί διχογνωμία στη θεωρία και τη νομολογία, σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής αίτησης αναστολής της εκτέλεσης και στην αναζήτηση διεξόδου να υποστηρίζονται διάφορες θεωρητικές κατασκευές (όπως άρθρο 731). Ενόψει αυτών, με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων, στην έμμεση εκτέλεση και στα υποκείμενα σε φθορά κινητά, επαναφέρεται η δυνατότητα αναστολής σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Ειδικά στην έμμεση εκτέλεση σε ακίνητα η αναστολή είναι δυνατή μόνο από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, όπως προέβλεπε και ο ν. 4335/2015 (Α’86) (εδάφιο τρίτο περ. β’ παρ. 1 άρθρου 937). Σε ό,τι αφορά στον προσδιορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου υιοθετείται η ορθότερη διατύπωση του εδαφίου τρίτου της παρ. 2 του άρθρου 1011Α, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υποβολή αίτησης αναστολής σε αναρμόδιο δικαστήριο, δεδομένου ότι η προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 938 δεν εμπόδιζε την κατάθεση της αίτησης αναστολής σε αναρμόδιο δικαστήριο με αποτέλεσμα, στην περίπτωση, την επιμήκυνση της αναστολής».

Δ. Ενόψει των ανωτέρω, αναφορικός με τη σχέση των ρυθμίσεων του Ν. 4335/2015 και του Ν. 4882/2021 επί του ζητήματος της αναστολής εκτελέσεως πλειστηριασμού ακινήτου, μετά τη θέση σε ισχύ του τελευταίου, όταν η σχετική επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μετά την 1.1.2016 και έως την 31.12.2021, λεκτέα τα ακόλουθα : Η νέα ρύθμιση του άρθρου 93 8 ΚΠολΔ δεν τυγχάνει εφαρμογής επί αιτήσεων αναστολής εκτελέσεως πλειστηριασμού ακινήτου, εάν η σχετική επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μέχρι την 31.12.2021, αλλά, αντιθέτως, τυγχάνει επ’ αυτής εφαρμογής, ως προς το επιτρεπτό και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της, η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, καθόσον κρίνεται ότι η προπαρατεθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. β’ ν.4842/2021, αναφορικώς με τη νέα διάταξη του άρθρου 93 7 ΚΠολΔ, που αναφέρεται σε «αποφάσεις», έχει την έννοια ότι, ακριβώς επειδή ρητώς επιτρέπει την άσκηση όχι μόνο του τακτικού ενδίκου μέσου της εφέσεως (όπως ίσχυε υπό το καθεστώς εφαρμογής του Ν. 4335/2015) κατά της οριστικής απορριπτικής της ανακοπής αποφάσεως, αλλά και του εκτάκτου ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής και η απόφαση αυτή δημοσιεύεται μετά την 1.1.2022, ουδόλως η ρύθμιση αυτή καταργεί τη δυνατότητα του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη να ζητήσει την αναστολή εκτελέσεως του πλειστηριασμού ακινήτου, εφ’ όσον συντρέχουν οι ανωτέρω αναφερόμενες στο σκεπτικό προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε μέχρι την 31.12.2021. Επομένως, εάν η επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μέχρι την 31.12.2021, εφαρμόζεται πλήρως η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, ώστε η αίτηση παραδεκτώς υποβάλλεται και με αυτοτελές δικόγραφο, ενώ, εάν έχει επιδοθεί μετά την 1.1.2022, τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικώς η νέα διάταξη του άρθρου 938 παρ. 2-6 ΚΠολΔ, οπότε η αίτηση αναστολής υποβάλλεται παραδεκτώς μόνο με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις. Σημειωτέον ότι αμφότερες οι ως άνω διατάξεις θέτουν ταυτόσημες προϋποθέσεις του παραδεκτού της εν λόγω αιτήσεως, επομένως, υπό αμφότερα τα νομοθετικά πλαίσια απαιτείται, μεταξύ άλλων, κατάθεση ή υποβολή της αιτήσεως το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες προ της ημέρας διενεργείας του ορισθέντος πλειστηριασμού. Η προθεσμία αυτή κατ’ ουδένα τρόπο συνδέεται με τον χρόνο δημοσιεύσεως της απορριπτικής της ανακοπής κατά της εκτελέσεως οριστικής αποφάσεως ή με τον χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως και, εντεύθεν, τα, ως άνω, χρονικά σημεία είναι αδιάφορα για την έναρξη και τη συμπλήρωση της προκειμένης προθεσμίας.

II. Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτουντες ζητούν, κατ’ άρθρο 937 παρ.1 ΚΠολΔ, άλλως κατ’ άρθρο 938 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά το ν.4842/2021, την αναστολή της αρξάμενης σε βάρος τους αναγκαστικής εκτελέσεως και του επισπευδόμενου σε βάρος της πρώτης εξ αυτών, επικείμενου στις 11.01.2023, δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού των με λεπτομέρεια περιγραφόμενων σε αυτήν ακινήτων, δυνάμει α)της επιδοθείσας σ’ αυτούς στις 23.10.2017 από την καθ’ ης η αίτηση επιταγής προς πληρωμή, συνολικού ποσού 240.661,75 ευρώ, με ημερομηνία 26.10.2017, παρά πόδας αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 40 και επ. του Ν. Δ/τπς 17-7/13.08.1923 και β)της επακολουθήσασας, κατόπιν εντολής της καθ’ ης, υπ’ αριθμόν /14.6.2021 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου …../31.05.2022 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….., εταίρου της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «……..». Και Του υπ’ αριθμ. ……. Αποσπάσματος της υπ’ αριθμ. ……./31.05.2022 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., εταίρου της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «………..». Ότι ανέκοψαν νομίμως τις άνω πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος τους, κατ’ άρθρο 933ΚΠολΔ, ότι επί της ανακοπής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 3930/2022 απορριπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ότι προσέβαλαν αυτήν, παραδεκτά, δια της ενσωματωμένης στην κρινόμενη αίτηση εφέσεώς τους, ότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση αυτής, η εξαφάνιση της εκκαλούμενης και η εντεύθεν ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως και ότι σε περίπτωση μη αναστολής του επισπευδόμενου πλειστηριασμού και εν γένει της αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος τους, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της ασκηθείσας εφέσεώς τους, θα υποστούν ανεπανόρθωτη οικονομική και δικονομική βλάβη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 937 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν τη γενόμενη τροποποίησή τους με το ν.4842/2021, που τυγχάνει εφαρμογής, λόγω του επικαλούμενου από τους αιτούντες χρόνου επιδόσεως της 26.10.2017 από την καθ’ ης η αίτηση επιταγής προς πληρωμή, συνολικού ποσού 240.661,75 ευρώ, με ημερομηνία 23.10.2017, όπως συνομολογείται από την καθ’ ης εκ της μη ειδικής αμφισβητήσεώς της, δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται εξ εγγράφων η επίδοση της επίδικης επιταγής στους δεύτερο και τρίτη των αιτούντων (βλ.και σχετική επισημείωση.

Σύμφωνα δε με τις προεκτεθείσες υπό στοιχ.Ι νομικές σκέψεις, απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί των αιτούντων, περί εφαρμογής στην ένδικη περίπτωση, αφ’ ενός του άρθρου 938ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν.4842/2021, το οποίο δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση, που η επίδοση της επιταγής έλαβε χώρα πριν την ισχύ του τελευταίου, όπως εν προκειμένω, και, αφ’ ετέρου του άρθρου 731 ΚΠολΔ, καθόσον επί εμμέσου εκτελέσεως υπερισχύουν οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 937ΚΠολΔ, ως ίσχυε, καθ’ ο χρόνο είχε καταργηθεί η διάταξη του άρθρου 938ΚΠολΔ, πριν την επαναφορά του με τον ν.4842/2021, ως άνω. Πλην, όμως, η αίτηση κρίνεται απορριπτέα περαιτέρω, υπό τις εξής διακρίσεις: α)Ως προς την πρώτη αιτούσα, σε βάρος της οποίας επισπεύδεται δημόσιος αναγκαστικός πλειστηριασμός ακινήτου ιδιοκτησίας της, η κρινόμενη αίτηση αναστολής τυγχάνει απορριπτέα προεχόντως ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, καθόσον, ορθώς μεν κατά την εφαρμοζόμενη στην ένδικη υπόθεση (ως εκ του χρόνου επιδόσεως σ’ αυτήν της επίδικης επιταγής προς εκτέλεση, ως άνω) διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, ως ίσχυε μέχρι την 31.12.2021, αυτή ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τα προδιαληφθέντα υπό στοιχ.Ι, πλην όμως αυτή κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου τη Δευτέρα, 09.01.2023, με αποτέλεσμα να μην μεσολαβεί μεταξύ της καταθέσεως του δικογράφου της αιτήσεως και του πλειστηριασμού χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) πλήρων εργασίμων ημερών, όπως ρητώς απαιτείται από την αμέσως προαναφερομένη διάταξη, αφού, μη προσμετρώμενης της ημερομηνίας του πλειστηριασμού, κατ’ άρθρο 144 ΚΠολΔ (βλ.Κεραμεύς /Κονδύλης/Νίκας, ΚΠολΔ I, 2000, υπό το άρθρο 144), η αίτηση έπρεπε να έχει κατατεθεί το αργότερο τη Δευτέρα, 02.01.2023, ενώ, περαιτέρω, δεν υποβλήθηκε από τους αιτούντες σχετικό αίτημα επαναφοράς. Και β)ως προς τη δεύτερη (2η), τρίτο (3ο)  και τέταρτο (4ο)  των αιτούντων, ορθώς μεν κατά την εφαρμοζόμενη στην ένδικη υπόθεση (ως εκ του χρόνου επιδόσεως της επίδικης επιταγής προς εκτέλεση, ως άνω) διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μέχρι την 31.12.2021, η αίτηση ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά αυτή κρίνεται απορριπτέα ως αόριστη, διότι, πέραν της επίκλησης εκ μέρους των δευτέρου και τρίτης των αιτούντων του επισπευδόμενου, σε βάρος της πρώτης και όχι σε βάρος των ιδίων, αναγκαστικού πλειστηριασμού, τον οποίο ουδέν άμεσο έννομο συμφέρον έχουν οι ίδιοι να προσβάλλουν, αυτοί δεν επικαλούνται καμία άλλη ειδικότερη περίσταση, που να είναι δυνατόν να στοιχειοθετήσει κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης τους από την ενδεχόμενη συνέχιση της αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος τους, αφού σε ό,τι τους αφορά, πέραν της επιδόσεως επιταγής προς πληρωμή, καμία άλλη πράξη εκτελέσεως σε βάρος τους δεν επικαλούνται μετά την επίδοση της επιταγής.

Αναφορικά με το σωρευόμενο στο δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αίτημα αναστολής  πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα:

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα, το οποίο μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστά σεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως, που έχει διαμορφωθεί κάτω από τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε, που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. (Ολ. ΑΠ 7/2002, 8/2001, Ολ. ΑΠ 8/2001, Ολ. ΑΠ 472/1983, ΑΠ 151/2016, ΑΠ 223/2007, ΑΠ 316/ 2005, ΑΠ 205/2001). Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω μείζονα νομική σκέψη τα εκτιθέμενα από αυτόν πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν μπορούν να θεμελιώσουν κακόπιστη και παρελκυστική συμπεριφορά της καθ’ ης η ένδικη ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης Τράπεζας, αντικείμενη στους κανόνες της ευθύτητας και εντιμότητας στις συναλλαγές, ούτε και η υποβολή αίτηση για έκδοση των διαταγών πληρωμής, ως διαδικαστική πράξη, συνιστά συμπεριφορά τέτοια, που να έρχεται σε αντίθεση με την κατάσταση, την οποία έχει δημιουργήσει η καθ’ ης η ανακοπή εφεσίβλητη Τράπεζα με προηγούμενες πράξεις της, και ειδικότερα δεν αναφέρεται ούτε προσδιορίζεται επακριβώς η οικονομική κατάστασή του, η επικαλούμενη ακίνητη περιουσία του κατ’ είδος, και ως εκ τούτου, πάντα κατά τους ισχυρισμούς του τελευταίου, δεν θα έπρεπε αυτή να επιδιώξει δικαστικά τη σε βάρος του καταβολή της απαίτησης. Επιπλέον, δεν προσδιορίζεται το ακριβές ύψος της επικαλούμενης ζημίας εξαιτίας της προαναφερθείσης συμπεριφοράς της εφεσίβλητης Τράπεζας και τούτο διότι, το εάν στην συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της τελευταίας επέφερε τυχόν βλάβη στον εκκαλούντα, αυτή (δηλαδή, η προκληθείσα βλάβη) θα έπρεπε να προσδιορίζεται κατά τρόπο απολύτως σαφή και ορισμένο σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν, με την αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που να την θεμελιώνουν, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί κατάχρηση δικαιώματος από την πλευρά της καθ’ ης η ένδικη ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης Τράπεζας, καθόσον μόνον εάν η συγκεκριμένη συμπεριφορά της τελευταίας μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως π.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, μπορεί να συνιστά κατάχρηση δικαιώματος (Α.Π. 869/2021 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α. <<ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ>>). Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση, και δη προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ), πράγμα, άλλωστε, που ουδόλως ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών επικαλείται (Εφ. Λαρ. 20/2019 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ..Α <<ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ>>).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το σύνολο των εγγράφων, που η καθ’ ης η αίτηση Τράπεζα προσκομίζει και επικαλείται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στο σημείωμά της, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη,  τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 5η.12.1991 υπογράφηκε στην Αθήνα η υπ’ αριθμ. ………../05.12.1991 Σύμβαση Δανείου Χρεωλυτικού Ενυπόθηκου που καταρτίστηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., μεταξύ αφ’ ενός του …………, υπό την ιδιότητά του ως εκπρόσωπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», ως πρωτοφειλέτριας, του ιδίου (…………) ατομικώς ως εγγυητή κι ως πληρεξουσίου της συζύγου του, ………….., ως εγγυήτριας, του …………. ως εγγυητή και του ………., ως εγγυητή κι αφ’ ετέρου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», εκπροσωπούμενης από την ……… και τον ……………, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στην πρωτοφειλέτρια ως άνω εταιρεία δάνειο χρεωλυτικό ενυπόθηκο, ύψους πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών. Σκοπός του δανείου ήταν η κατασκευή κι αποπεράτωση κατοικίας (βλ. άρθρ. 17° της Σύμβασης). Ακολούθως προς το Άρθρο 1°της άνωθι Σύμβασης, το επιτόκιο ορίστηκε σταθερό, ύψους ποσοστού 27% ετησίως, θα εξοφλούνταν δε διά της καταβολής είκοσι οκτώ (28) εξαμηνιαίων δόσεων (ήτοι η διάρκεια του δανείου ορίστηκε στα δεκατέσσερα έτη), ύψους εκάστης ποσού έξι εκατομμυρίων εννιακοσίων πενήντα χιλιάδων πεντακοσίων οκτώ (6.950.508) δραχμών, καταβλητέας της πρώτης δόσης την 1η.06.1993. Για την πλήρη εξασφάλιση της πιστώτριας, συμφωνήθηκε η εγγραφή προσημείωσης πρώτης (Ά) σειράς, επί των κάτωθι ακινήτων:  α. Τα υπό στοιχεία 1-1, Κ2 και Κ3 Καταστήματα με υπόγειους χώρους, μίας οικοδομής, κτισμένης επί οικοπέδου εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών διακοσίων εβδομήντα έξι και 20% (276,20), κειμένου στις Σπέτσες κατά την πλατεία του ………., εντός του υπ’ αριθμόν ………… (…………) Οικοδομικού Τετραγώνου και νυν ισχύοντος εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως Σπετσών, εμφαινομένου υπό τα στοιχεία (Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Α) στο από Ιουλίου 1983 σχεδιάγραμμα της μηχανικού ……….., το συνημμένο στην ……../1983 πράξη της Συμβολαιογράφου …………., οριζόμενου βορειοανατολικούς επί πλευράς (Γ-Δ-Ε-Ζ) εκ τμημάτων (Γ-Δ) μέτρων τεσσάρων και 30% (4,30), συν (Δ-Ε) μέτρων έξι και 60% (6,60), συν (Ε-Ζ-) μέτρων εννέα και 25% (9,25) με εγκεκριμένη δημοτική οδό επί προσώπου (Ζ-Α) μέτρων δέκα πέντε και 60% (15,60), δυτικομεσημβρινώς με ιδιοκτησία …….. επί πλευράς (Α-Β) μέτρων δέκα τεσσάρων και 55% (14,55) και ανατολικομεσημβρινώς με ιδιοκτησία πρώην ιδίας και ήδη αδελφών ………. επί πλευράς (Β-Γ) μέτρων δέκα πέντε και 30% (15,30). Η ως άνω πολυκατοικία διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ όροφον», μετά πάντων των συστατικών παραρτημάτων και εγκαταστάσεων αυτού ως και των αναλογούντων στο διαμέρισμα τούτο ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων, πραγμάτων και εγκαταστάσεων της εν λόγω πολυκατοικίας σύμφωνα με τον ρηθέντα Ν. 3741 και την υπ’ αριθμ. ……/1983 πράξη συστάσεως οροφοκτησίας και συντάξεως κανονισμού της πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου ………… νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία Μεταγραφών του Δήμου Σπετσών, τόμος ….. και υπ’ αυξ. Αριθ. …….. Τα ως άνω ακίνητα περιήλθαν στην κυριότητα του ………. δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………/28.03.1991 πράξης γονικής παροχής της ψιλής κυριότητας και παρακράτησης επικαρπίας του Συμβολαιογράφου Σπετσών …………, η οποία έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σπετσών σε τόμο … και αρ. …… στις 23.05.1991 σε συνδυασμό με τον επιγενόμενο θάνατο του πατρός του και ήδη εγγυητή, ………..  β. Μία ανεξάρτητη και αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 των άρθρων 1002 και 1117 του Α.Κ. και Ν.Δ. 1024/1971 που αποτελείται από τον πρώτο (Α’) πάνω από το ισόγειο όροφο, μίας διώροφης οικοδομής, κτισμένης σε οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, που βρίσκεται στις Σπέτσες, μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλεως των Σπετσών, της περιφέρειας του ομωνύμου Δήμου στο με αριθμό (……) Οικοδομικό Τετράγωνο, στην ενορία του …….., σε απόσταση μικρότερη των 500 μέτρων από την ακτή της θάλασσας, που εμφαίνεται στο από 10 Σεπτεμβρίου 1985 τοπογραφικό διάγραμμα της τεχνολόγου πολιτικού μηχανικού ……. που έχει προσαρτηθεί στο με αριθμό ……../1985 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα (Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Α), έχει έκταση διακόσια εβδομήντα πέντε και 85% (275,85) με Δημοτική οδό και με πλευρά (Γ-Δ) μέτρων δύο και 75% (2,75) με κατάστημα ……, ΝΟΤΙΑ με πλευρά (Ζ-Ε) μέτρων δεκαοκτώ και 60% (18,60) με ιδιοκτησία ………. και …….., ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ με πλευρά (Β-Γ) μέτρων δέκα τριών και 25% (13,25) με κατάστημα ………. και με πλευρά (Δ-Ε) μέτρων τριών και 50% (3,50) με ιδιοκτησία ……….. και Δυτικά με πλευρά (Α-Η) μέτρων δέκα τριών και 25% (13,25) με στενωπό και απέναντι οικία . ………, διεπομένης της ως άνω πολυκατοικίας υπό των διατάξεων του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ όροφον», μετά πάντων των συστατικών, παραρτημάτων και εγκαταστάσεων αυτού ως και των αναλογούντων στο διαμέρισμα τούτο ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων, πραγμάτων και εγκαταστάσεων της εν λόγω πολυκατοικίας, σύμφωνα με τον Ν. 3741/1929 και την υπ’ αριθμ. ……./1985 πράξη συστάσεως οροφοκτησίας και συντάξεως κανονισμού της πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………….. νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σπετσών, τόμος …. και αυξ. Αριθμός ….. Το ανωτέρω περιγραφέν κατάστημα περιήλθε: α. στον ήδη αποβιώσαντα ………. εξ αγοράς δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../1986 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία Μεταγραφών του Δήμου Σπετσών, στον τόμο ….. και υπ’ αυξ. αρ. …….. και β. στον ………. κατά ψιλή κυριότητα εκ γονικής παροχής δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/1990 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Σπετσών ………. νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία Μεταγραφών του Δήμου Σπετσών στον τόμο …. και με αυξ. αρ. ….., παρακρατήθηκε δε η επικαρπία από τον παρέχοντα ……….. και τη σύζυγό του, ………… (βλ. Άρθρο Τ σε συνδυασμό με το άρθρο 19° Τ7/ς Σύμβασης). Επιπλέον, προέκυψε ότι την 13η.12.1991 υπογράφηκε στην Αθήνα η υπ’ αριθμ. ……../13.12.1991 Πράξη Τροποποιήσεως Δανειστικού Συμβολαίου, η οποία καταρτίστηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., μεταξύ αφ’ ενός του …… …, υπό την ιδιότητά του ως εκπρόσωπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», ως πρωτοφειλέτριας, του ιδίου (…………) ατομικώς ως εγγυητή κι ως πληρεξουσίου της συζύγου του, …., συζύγου …………, ως εγγυήτριας, του ………., ως εγγυητή και του …………., ως εγγυητή κι αφ’ ετέρου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………», νομίμως εκπροσωπούμενης από την ………και τον …………., δυνάμει της οποίας τροποποιήθηκε η ανωτέρω με αριθμό ………/05.12.1991 σύμβαση δναείου ως προς την παροχή επικαρπίας επί των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων και αναφερομένων στο ανωτέρω δανειστικό συμβόλαιο με στοιχεία 1-1, Κ2 και Κ3 οριζοντίων ιδιοκτησιών, και της ανεξάρτητης και αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου (Α) ορόφου. Συγκεκριμένα, εκ παραδρομής ανεγράφη στο ανωτέρω υπ’ αριθμόν ………./1991 συμβόλαιό της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, ότι η εμφανισθείσα και συμβαλλομένη ως παρίστατο, ……….. και ……….., είναι επικαρπώτρια των εις υποθήκη διδομένων οριζοντίων ιδιοκτησιών, ήτοι α) επί των ανωτέρω αναλυτικώς προπεριγραφομένων υπό στοιχεία 1-1, Κ2 και Κ3 Καταστήματα με υπόγειους χώρους και β) επί της ανωτέρω αναλυτικώς προπεριγραφομένης ανεξαρτήτου και αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Α.Κ. και Ν.Δ. 1024/1971. Επειδή, όμως, δεν ήταν εν τοις πράγμασι επικαρπώτρια η ανωτέρω μνημονευθείσα …………, δοθέντος ότι στα υπ’ αριθμ. α) ………../1991 συμβόλαιο γονικής παροχής ψιλής κυριότητας του Συμβολαιογράφου Σπετσών ……… και β) ………./1990 συμβόλαιο γονικής παροχής ψιλής κυριότητας της συμβολαιογράφου Σπετσών ……….., νομίμως αμφοτέρων μεταγεγραμμένων στα βιβλία Μεταγραφών του Δήμου Σπετσών, ο ………. – παρέχων – παρακράτησε 6ι’ εαυτόν την επικαρπία και εξέφρασε απλώς ευχήν επικαρπίας υπέρ της συζύγου του και ως εκ τούτου η ανωτέρω ….. σύζυγος ……….., δεν απέκτησε με τα ως άνω συμβόλαια γονικής παροχής κανένα δικαίωμα εμπράγματο επικαρπίας επί των ακινήτων που δόθηκαν σε υποθήκη με το ανωτέρω υπ’ αριθμ. ………../1991 δανειστικό συμβόλαιό μου. Για τον λόγο αυτό, και για τη διόρθωση του ως άνω συμβολαίου, άπαντες οι συμβαλλόμενοι και η ………., τροποποίησαν με το παρόν το ανωτέρω υπ’ αριθμ. ………./1991 δανειστικό συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., ως προς την παροχή επικαρπίας, ως εμπραγμάτου ασφαλείας από τα ακίνητα στο ως άνω δανειστικό συμβόλαιο. Κατά τα λοιπά, το ως άνω υπ’ αριθμ. ……./1991 δανειστικό συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. διατηρήθηκε σε πλήρη ισχύ. Την 19η.12.1991 υπογράφηκε στην Αθήνα η υπ’ αριθμ. ……../19.12.1991 Πράξη Τροποποιήσεως Δανειστικού Συμβολαίου, η οποία καταρτίστηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου        Αθηνών …………, μεταξύ αφ’ ενός του ………. …….., υπό την ιδιότητά του ως εκπρόσωπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..», ως πρωτοφειλέτριας κι αφ’ ετέρου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…. …..», νομίμως εκπροσωπούμενης από την ……… και τον ………., δυνάμει της οποίας δήλωσε (ομολόγησε) ο πρώτος ότι έλαβε σήμερα από την ……… το ποσό του δανείου, ύψους πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000′) δραχμών. καθώς κι ότι το ακίνητο που δόθηκε σε υποθήκη με το υπ’ αριθμ. …../05.12.1991 συμβόλαιό της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….          ………. είναι το ακίνητο που αναφέρεται και περιγράφεται στο παραπάνω δανειστικό συμβόλαιο. Την 22α.01.1993 υπογράφηκε στην Αθήνα η υπ’ αριθμ. …../22.01.1993 Πρόσθετη Πράξη Παροχής Υποθήκης, η οποία καταρτίστηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, μεταξύ αφ’ ενός του …….. ……….., υπό την ιδιότητά του ως εκπρόσωπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», ως πρωτοφειλέτριας κι αφ’ ετέρου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», νομίμως εκπροσωπούμενης από τον ………. και τον ……….., δυνάμει της οποίας, προς μεγαλύτερη, δηλαδή πρόσθετη ασφάλεια του χορηγηθέντος από την Τράπεζα δανείου, ύψους πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών, η πρώτη χορήγησε στην αποδεχόμενη δανείστρια το δικαίωμα ώστε η ίδια, προς ασφάλειά της για τις απαιτήσεις της από το ως άνω δάνειο ποσού ύψους πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών, των τόκων υπερημερίας καθώς και τις μέχρι του ποσού των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών απαιτήσεις της για τόκους, τόκους υπερημερίας, έξοδα και φόρους του δανείου, εγγράψει στα βιβλία των Υποθηκών του Δήμου Σπετσών απ’ ευθείας, άνευ κοινοποιήσεως προς τον οφειλέτη της χωρίς οποιαδήποτε σύμπραξη, υποθήκη πρώτης (Α’) σειράς για το ποσό αυτό, ήτοι των πενήντα πέντε εκατομμυρίων (55.000.000) δραχμών επί των κατωτέρω περιγραφόμενων ακινήτων της Εταιρείας και δη: Επί των υπό στοιχεία (A-Al), (Α-Α2), (Α-Α3), (Α-Α5), (A-Yl), (Α-Υ2), (Α-Υ3), (Α-Ι7), (Α-Ι8), (Α-Α4), (Α-Α6), (Α-Α7) οριζόντιων ιδιοκτησιών, μίας πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, που βρίσκεται στις Σπέτσες, μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλεως των Σπετσών, της περιφέρειας του ομώνυμου Δήμου, στο Ο.Τ. …., στην ενορία των …….., σε απόσταση μικρότερη των πεντακοσίων μέτρων από την ακτή της θάλασσας. Το οικόπεδο αυτό εμφαίνεται στο από Νοέμβριο 1990 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού Μηχανικού ………, που φέρει υπεύθυνη δήλωση της σύμφωνα με τον Ν. 651/1977, ότι είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, το οποίο, αφού υπογράφηκε νόμιμα, και χαρτοσημάνθηκε νόμιμα προσαρτάται στο υπ’ αριθμόν. ……../27.09.1991 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Σπετσών ………, με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα (Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ’-Ζ- Γ’-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Α) έχει έκταση μέτρα τετραγωνικά οκτακόσια τρία (803,00) και συνορεύει, Βορειοανατολικά με πλευρά τεθλασμένη (Β-Γ-Δ- Ε) από τμήματα (Β-Γ) μέτρων δέκα τριών και 85% (13,85), συν (Γ-Δ) εξήντα εκατοστών του μέτρου (0,60), συν (Δ-Ε) μέτρων πέντε και 45% (5,45) με Δημοτική οδό και πέραν αυτής με ιδιοκτησία ………., Βορειοδυτικά με πλευρά τεθλασμένη (Ε-Ζ’-Ζ) από τμήματα (Ε-Ζ’) μέτρων τεσσάρων και 50% (4,50), συν (Ζ’-Ζ) μέτρων τριών και 80% (3,80) με ιδιοκτησία ………, Βόρεια με πλευρά τεθλασμένη (Ζ-Η-Θ- I) από τμήματα (Ζ-Η) μέτρων εννέα και 20% (9,20), συν (Η-Θ) πενήντα εκατοστών του μέτρου, συν (Θ-Ι) μέτρων δέκα και 60%          (10,60) με ιδιοκτησία …….., Δυτικά με πλευρά (Ι-Κ) μέτρων δεκαεννέα και 5% (19,05) με Δημοτική οδό και απέναντι ιδιοκτησία ….., Νότια με πλευρά τεθλασμένη (Κ-Λ-Μ-Α) από τμήματα (Κ-Λ) μέτρων είκοσι ενός και 50% (21,50), συν (Λ-Μ) μέτρων έξι και 20% (6,20), συν (Μ-Α) μέτρων δεκατεσσάρων και 60% (14,60) με Δημοτική οδό και απέναντι ιδιοκτησία ….. και Νοτιοανατολικά με πλευρά (Α-Β) μέτρων δεκαεπτά και 25% (17,25) με Δημοτική οδό και απέναντι ιδιοκτησία κληρονόμων …… Η ως άνω πολυκατοικία διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ όροφον», μετά πάντων των συστατικών, παραρτημάτων και εγκαταστάσεων αυτού ως και των αναλογούντων στο διαμέρισμα τούτο ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων, πραγμάτων και εγκαταστάσεων της εν λόγω πολυκατοικίας, σύμφωνα με τον Ν. 3741/1929 και την υπ’ αριθμ. …./27.11.1991 πράξη συστάσεως οροφοκτησίας και συντάξεως κανονισμού της πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Σπετσών ………, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σπετσών, τόμος ….. και αυξ. αριθμός …… Τα ανωτέρω διαμερίσματα περιήλθαν στην εταιρεία «………..» ως ακολούθως: α) τα υπό στοιχεία A-Al, Α-Α2, Α-Α3, Α-Α5 δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/06.12.1991 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Σπετσών ………., β) τα υπό στοιχεία A-Yl, Α-Υ2, Α-Υ3, Α-Ι7, Α-Ι8, Α-Α4, Α-Α6, Α-Α7, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../18.12.1992 συμβολαίου της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου Σπετσών …………. νομίμως μεταγεγραμμένων στα βιβλία Μεταγραφών του Μεταγραφοφύλακα Σπετσών, του πρώτου στον τόμο …. και αριθμό ….. και του δευτέρου στον τόμο …. και αριθμό ……

Την 30η.07.1997 υπογράφηκε στην Αθήνα η από 30.07.1997 Πράξη Τροποποίησης Δανειστικού Συμβολαίου (από Σταθερό σε Κυμαινόμενο Επιτόκιο) μεταξύ αφ’ ενός του …….. ………., υπό την ιδιότητά του ως εκπρόσωπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….», κι αφ’ ετέρου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», νομίμως εκπροσωπούμενης από τον …….. και την ………. και της ………., δυνάμει της οποίας, αφότου υποχρεώθηκε η πρώτη να αναγνωρίσει ότι το σύνολο των ληξιπροθέσμων οφειλών ανερχόταν, κατά το χρόνο εκείνο, στο ποσό των πενήντα δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων ογδόντα δύο χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα iliac (52.582.971) δραχμών, περαιτέρω αναλυομένου του ποσού αυτού σε ποσό σαράντα ένα εκατομμυρίων οκτακόσιων σαράντα δύο χιλιάδων εξακοσίων σαράντα επτά (46.842.6471 δραχμών. ως το αντιστοιχούν στο κεφάλαιο που θα ήταν άληκτο αν δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο το δάνειο και σε ποσό πέντε εκατομμυρίων επτακοσίων σαράντα χιλιάδων τριακοσίων είκοσι τεσσάρων (5.740,324) δραχμών ως το αντιστοιχούν στις λοιπές οφειλές (κεφάλαιο, τόκοι, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις) ποσό, αναγνώριση η οποία αποτελούσε προϋπόθεση sinequanon για την πρόοδο της ως άνω Πράξης Τροποποίησης, συμφωνήθηκε ότι το ανεξόφλητο υπόλοιπο του κεφαλαίου του δανείου (άληκτο υπόλοιπο), ήτοι το ποσό των σαράντα έξι εκατομμυρίων οκτακόσιων σαράντα δύο χιλιάδων εξακοσίων σαράντα επτά (46.842.647) δραχμών θα εξοφλούνταν με σταθερό επιτόκιο ποσοστού 15,25% ετησίως για τις δύο (2) πρώτες από τις υπολειπόμενες δεκαοκτώ (18) εξαμηνιαίες δόσεις του δανείου, της πρώτης καταβλητέας την 1η.06.1998, κατόπιν δε με μεταβλητό (κυμαινόμενο) επιτόκιο, μέχρι τη λήξη του συμβατικού χρόνου εξυπηρέτησης του δανείου, το οποίο θα ισούνταν με το εκάστοτε ισχύον «βασικό επιτόκιο» των δανείων της ίδιας κατηγορίας δανείων (δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου) πλέον ποσοστού 2,75% ως περιθωρίου. Ορίστηκε δε ότι το βασικό αυτό επιτόκιο θα προσδιορίζεται από την Τράπεζα, με βάση τα χρηματοοικονομικά και λειτουργικά της έξοδα.

Η καθ’ ς η αίτηση προέβη στην από 23.07.2014 καταγγελία της ως άνω Συμβάσεως, με προκύπτον σε βάρος της πρώτης (1ης) αιτούσας Εταιρείας ποσού διακοσίων τριάντα τριών χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα δύο ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (233.932,67 ευρώ), η οποία επιδόθηκε στην Εταιρεία την 25η.08.2014, Την 30η.03.2016. Περαιτέρω προέκυψε ότι  ο ………….. απεβίωσε, αφήνοντας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του: α) τη σύζυγό του, ……………, ήτοι τη δεύτερη (2η) από τους αιτούντες β) τον υιό του ……….., ήτοι τον τέταρτο (4ο)  από τους αιτούντες και γ) τον υιό του …………., ήτοι τον τρίτο (3ο) από τους αιτούντες, οι οποίοι υπέβαλαν την από04.09.2017 αίτησή τους στην καθ’ ης, υποβάλλοντας αυτήν στο υποκατάστημα της Τραπέζης στις Σπέτσες, με την οποία ζήτησαν τη ρύθμιση της οφειλής τους, προσκομίζοντας σειρά φορολογικών και λοιπών εγγράφων, προς απόδειξη της οικονομικής και περιουσιακής τους κατάστασης. Ωστόσο, η καθ’ ης η αίτηση προέβη σε επίδοση στους αιτούντες την 26η. 10.2017, ήτοι περίπου ένα (1) μήνα κατόπιν της υποβολής της άνωθι αιτήσεως, της από 23.10.2017 επιταγής κατ’ άρθρ. 40 επομ. του Ν.Δ. 17-7/13.08.1923 «ΠΕΡΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΕΠΙ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ», ακολούθως προς το περιεχόμενο της οποίας υποχρεώθηκαν αυτοί καταβάλουν στην καθ’ ης το ποσό των διακοσίων σαράντα χιλιάδων εξακοσίων εξήντα ενός ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (240.661.75 ευρώ). εντόκως, από την 4η. 12.2014 και μέχρις εξοφλήσεώς του, με το εκάστοτε ισχύον τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας, πλέον του ποσού των εκατό εξήντα έξι (166) ευρώ για έξοδα, περαιτέρω αναλυόμενα: α) σε ποσό έξι (6) ευρώ για την έκδοση κι επικύρωση του εν λόγω αντιγράφου της επιταγής, β) σε ποσό εκατόν είκοσι (120) ευρώ για την επίδοση του αντιγράφου αυτού μετά της παρούσας επιταγής και την κατάθεση της έκθεσης επίδοσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και γ) σε ποσό σαράντα (40) ευρώ για τη σύνταξη της εν λόγω επιταγής, τα ποσά αυτά δε με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της επιταγής μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεώς. Ακολούθως, διορίστηκε ο τέταρτος (4ος) από τους αιτούντες ………….. προσωρινός εκκαθαριστής της εταιρείας, με μοναδική εξουσία τη σύγκληση, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, της Συνέλευσης των εταίρων για το διορισμό εκκαθαριστή ή εκκαθαριστών της εταιρείας. Στη συνέχεια, ο τέταρτος (4ος) αιτών συγκάλεσε εκτάκτως την 18η.05.2018 τη Συνέλευση των Εταίρων, η οποία εξέλεξε ομόφωνα και παμψηφεί ως Πρόεδρο της Συνέλευσης τον τέταρτο (4ο) αιτούντα, …………….. και στο πλαίσιο της συζήτησης του μοναδικού θέματος της ημερήσιας διάταξης της Συνέλευσης, εξέλεξε αυτή ομόφωνα και παμψηφεί ως εκκαθαριστή της εταιρείας τον τέταρτο (4ο) αιτούντα ………..,  Παράλληλα, η άνωθι υπ’ αριθμ. 1575/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά καταχωρήθηκε στο Τμήμα Μητρώου / Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. της Διεύθυνσης Εμπορίου και Βιομηχανίας του Εμπορικού Επιμελητηρίου Πειραιά, η οποία ανακοίνωση καταχώρησης έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ……/07.06.2018. Οι αιτούντες διατείνονται ότι υπέβαλαν προς την καθ’ ης η αίτηση Τράπεζα αιτήσεις για ρύθμιση της βαρύνουσας αυτούς οφειλής χωρίς ωστόσο αυτή να ανταποκριθεί, επιδιδόμενη σε διαδικασία  αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ένδικη αίτησή τους. Ωστόσο, πέραν του ότι δεν εκτίθενται τα αναγκαία εκείνα πραγματικά περιστατικά, που αντιστοιχούν στο πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (του άρθρου 281 Α.Κ.), επιπλέον δεν προέκυψε ως βάσιμος ο αγωγικός τους ισχυρισμός αναφορικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων, αφού δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο σχετικά με την ουσιαστική του βασιμότητα.  Συνεπώς, δεν πιθανολογείται ως βάσιμος ο σχετικός λόγος της ασκηθείσας εφέσεως και μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πιθανολογείται ότι αυτή θα απορριφθεί. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ως αβάσιμη.  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων, κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της καθ’ ης η αίτηση, ως ουσιαστικά βάσιμου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των αιτούντων.

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αιτούντες στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η αίτηση, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των τριακοσίων (300,00) Ευρώ (Ε).

-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και της πληρεξούσιας Δικηγόρου της καθ’ ης η αίτηση, στον Πειραιά, την 10-1- 2023.

           Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ