Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 16/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  απόφασης     16/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(2Ο Τμήμα)

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη-Εισηγήτρια, η οποία όρισε ο Πρόεδρος Εφετών Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα, Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 Του εκκαλούντος: ………….. που δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε με άλλον τρόπο.

Του εφεσίβλητου: …………..που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίου της δικηγόρου Ελευθερίας Δημ. Ρίζου( Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. ……… που προσκόμισε το με αριθμ. Α …….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων) παριστάμενη στο Δικαστήριο κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ με την από 16-11-2022 δήλωση.

Ο εκκαλών  άσκησε την από 9-12-2019 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2019, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ /ΕΑΚ/……../2019) έφεσή κατά της με αριθμ. 3296/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), που εγγράφηκε στο πινάκιο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η 7-5-2020. Ωστόσο, κατά την ως άνω δικάσιμο η υπόθεση δεν εισήχθη προς εκδίκαση λόγω της αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως τις 31-5-2020, η δε, υπόθεση προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως με τη με αριθμ. 96/2020 πράξη της Προϊσταμένης του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 3-6-2021, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή, η υπόθεση η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, που παραστάθηκε με δήλωση, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της μέσω των προτάσεων που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. (α) Σύμφωνα με το Ν. 4690/2020 «Λοιπές διατάξεις Μέρος Γ: Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης», και το άρθρο 74 «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης 1. …. 2. Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ήμερα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο με σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 1.7.2020 έως 15.7.2020 ή από 1.9.2020 έως 15.9.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων «solon.gov.gr» για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα 3… 4. Με την επιφύλαξη των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ στον πρώτο και δεύτερο βαθμό, όπως και στον Άρειο Πάγο, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2020 έως 15.9.2020, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο αρμόδιος δικαστής κατανέμει χρονικά εντός της αυτής ημέρας τις εγγεγραμμένες στο πινάκιο ή έκθεμα, υποθέσεις και ο καταμερισμός αυτός με πρωτοβουλία του γραμματέα γνωστοποιείται ακολούθως, και πάντως το αργότερο την προηγούμενη της δικασίμου εργάσιμη ήμερα, στους διαδίκους ή στους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και προσθέτως στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους, εφόσον είναι γνωστή, ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα Στις υποθέσεις αυτές παρέχεται η δυνατότητα αναβολής ατελώς και χωρίς τις δεσμεύσεις του άρθρου 241 ΚΠολΔ Η αναβολή μπορεί να δοθεί και χωρίς παράσταση των πληρεξούσιων δικηγόρων στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο ή έκθεμα κατά την ημέρα της δικασίμου, εφόσον οι δικηγόροι αυτοί διατυπώσουν σχετικό αίτημα σε κοινή ανέκκλητη δήλωσή τους, κατά την παρ 2 του άρθρου 242 ΚΠολΔ και κατ` απόκλιση της παρ. 2 του άρθρου 115 ΚΠολΔ, η οποία υποβάλλεται στην οικεία γραμματεία του δικαστηρίου μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το αργότερο μέχρι τη δωδέκατη ώρα της προηγούμενης της δικάσιμου εργάσιμης ημέρας 5. Στις ίδιες υποθέσεις εφόσον όλοι οι διάδικοι δεν επιθυμούν να εξετάσουν κατά τη συζήτηση των υποθέσεων μάρτυρα, μπορούν να το δηλώσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το αργότερο μέχρι τη δωδεκάτη ώρα της προηγούμενης της δικασίμου εργάσιμης ημέρας προκειμένου η συζήτηση της υπόθεσής τους να τεθεί στην αρχή τον πινακίου ή εκθέματος. Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και για τη συζήτηση των υποθέσεων της παρ 3…». Ειδικότερα, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει μεταξύ άλλων,  σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 ότι καθιερώνεται ως κανόνας, η οίκοθεν επαναφορά των υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής Η διαδικασία επαναφοράς των υποθέσεων γίνεται αποκλειστικά με πρωτοβουλία του δικαστηρίου και κατά το πρότυπο του άρθρου 237 παρ. 4 ΚΠολΔ. Επίδοση κλήσης δεν απαιτείται, ούτε άλλη ενέργεια εκ μέρους του διαδίκου. Στο μέτρο που ο νόμος δεν διακρίνει η ρύθμιση εφαρμόζεται χωρίς διάκριση ως προς το είδος της διαδικασίας. Για τη διευκόλυνση των διαδίκων προβλέπεται η δυνατότητα γνωστοποίησης της νέας δικασίμου με πρωτοβουλία του γραμματέα και στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των διαδίκων. Πρόκειται πάντως για διακριτική ευχέρεια και όχι υπηρεσιακό καθήκον, ώστε η παράλειψή της να μην προκαλεί ακυρότητα. Αυτονόητη προϋπόθεση για την ακώλυτη εφαρμογή της επαναφοράς κατά την παρ.2 αποτελεί η προηγούμενη έγκαιρη επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης. Εφόσον αυτή δεν έχει συντελεστεί ο διάδικος οφείλει να επισπεύσει την επίδοσή του μετά την άρση της αναστολής Η ρύθμιση κατατείνει στη διευκόλυνση των διαδίκων και στην εξοικονόμηση της δαπάνης επαναπροσδιορισμού της ματαιωθείσας υπόθεσης που θα βάραινε κανονικά τον επιμελέστερο διάδικο. Δε θέτει εκποδών πάντως τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να κλητεύσουν τον αντίδικο και μέσω των μεθόδων επίδοσης των άρθρων 122 επ. ΚΠολΔ. Στην τελευταία περίπτωση οι γραμματείες των δικαστηρίων οφείλουν να χορηγούν πιστοποιητικό για τη νέα δικάσιμο, ώστε ο επιμελέστερος διάδικος να μπορεί να ολοκληρώσει την κλήτευση και μέσω δικαστικού επιμελητή. Σύμφωνα με την § 2 εδ. α’ η συζήτηση των υποθέσεων που ματαιωθήκαν τοποθετείται κατά προτεραιότητα στο διάστημα μεταξύ 1.7.2020 έως 15.7.2020 και από 1.9.2020 έως 15.9.2020. Η ρύθμιση υλοποιεί και εξειδικεύει την επέκταση του δικαστικού έτους που θεσπίσθηκε με το άρθρο 18 Ν. 4684/2020. Οι υποθέσεις μπορούν να προσδιορίζονται είτε στις αρχικά προβλεπόμενες δικασίμους των θερινών τμημάτων εκάστου δικαστηρίου, είτε στις δικασίμους που θα προσδιορισθούν με πρωτοβουλία των διευθυνόντων τα δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 2 άρθρο τριακοστό τέταρτο του ν. 4690/2020 (άρθρο 34 της ΠΝΠ της 1.5.20201 κατά το οποίο τα τμήματα εκάστου δικαστηρίου και ο τρόπος συγκρότησής τους, ο αριθμός των δικασίμων και των υποθέσεων κάθε μίας δικασίμου, καθώς και η κατανομή των υποθέσεων στα τμήματα ορίζονται με πράξη του οργάνου διοίκησης εκάστου δικαστηρίου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των οριζόμενων για τα θέματα αυτά στον Κανονισμό του). Κατά τη ρητή πρόβλεψη της παρ. 2 εδ α’ η υλοποίηση του επαναπροσδιορισμού των υποθέσεων στο διάστημά 1.7.2020 έως 15.7.2020 και 1.9.2020 έως 15.9.2020 χωρεί κατά προτεραιότητα. Κατ` ακολουθίαν πρέπει να νοηθεί άτι η πρόβλεψη έχει χαρακτήρα κατευθυντήριας αρχής. Προσδιορισμός των υποθέσεων σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα δεν προκαλεί ακυρότητα και κατά μείζονα λόγο δεν δικαιολογεί προβληματισμούς ως προς την προσήκουσα συγκρότηση του δικαστηρίου. Η διατύπωση της ρύθμισης δεν αποκλείει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για τον ορισμό κατά προτίμηση δικασίμου στον επαναπροσδιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 226 παρ. 5 ΚΠολΔ. Η διαδικασία της παρ. 2, εφαρμόζεται και στην περίπτωση της επαναφοράς υποθέσεων της παλαιάς τακτικής διαδικασίας που αναβάλλονται υποχρεωτικά σύμφωνα με την παρ. 3 (βλ. ΕφΑθ 3071/2022, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος», Καλαβρός, Τσαντίνης, Γιαννόπουλος Ενημερωτικό Σημείωμα για τις ρυθμίσεις της υπ` αρ. 316/27.5.2020 τροπολογίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης επί του ΣχΝ του Υπουργείου Υγείας για την Κύρωση της από 13 4.2020 ΠΝΠ «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVΙD-19 κ.λ.π., ειδικά κεφ. 3 Επαναφορά των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά το διάστημα 13.3.2020-31.5.2020). (β) Περαιτέρω, από το  συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 3 και 272 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συνεπώς, το Δικαστήριο ερευνά εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτή Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. I και 2, 271 του Κ.Πολ.Δ.) στην καταφατική δε, περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Από την τελευταία διάταξη, προκύπτει ότι αν ερημοδικεί ο εκκαλών κατά τη συζήτηση της έφεσης, το δικαστήριο, αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του ίδιου, ή αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον εφεσίβλητο απορρίπτει την έφεση, χωρίς έρευνα του παραδεκτού και βάσιμου των λόγων της, γιατί κατά πλάσμα του νόμου ο εκκαλών θεωρείται ότι παραιτήθηκε από το ασκηθεί ένδικο μέσο της έφεσης (ΑΠ 1500/2013, ΝοΒ 2014/353, ΑΠ 314/2011, ΝοΒ 2011/1896, 2161). Στην περίπτωση αυτή, η απόρριψη της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ’ ουσίαν. Και τούτο γιατί, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (βλ Ολ. ΑΠ 16/1990, ΝοΒ 1990/1337, ΑΠ 1719/2013, ΝοΒ 2014/623, ΑΠ 1506/2013, o.π., ΑΠ 654/2008, ΕλλΔ/νη 2010/35, Σ. Σαμουήλ. «Η έφεση», εκδ. 2003, παρ. 1050 επ.). Συνεπώς, πριν από την πιο πάνω έρευνα, πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση του ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, γιατί αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευση του ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος  Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθ 110 παρ. 2 και 111 ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιοσδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν, νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικάσιμου αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε και υποδηλώνει τη βούληση του ότι επιθυμεί την εκδίκαση της, ενώ η μη επίδοση της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου (Μαργαρίτη σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα, Κανδόλη, Νίκα άρθ 518 αριθ 5, Μακρίδου στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα Κονδύλη, Νίκα έκδ. 2000, άρθρο 272 αρθ. 1, Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ άρθ. 531 αριθ. 3, ΕΠ 145/2009, ΕλλΔ/νη 2011/211). Τα ανωτέρω, όμως, προϋποθέτουν ότι έχει χωρήσει νομότυπη κλητευση του μη εμφανισθέντος εκκαλούντος σε όλες τις συζητήσεις, κατ’  εφαρμογή της δικονομικής αρχής του άρθρου 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι διάδικοι πρέπει να καλούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου (ΕφΠειρ 1022012 ΤΝΠ ΔΣΑ).ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, στο πρώτο μέρος της νομικής σκέψης της παρούσας, με τη με αριθμ. 96/2020 πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών, με την οποία επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν η προκείμενη υπόθεση για τη δικάσιμο της 3-6-2021 ενόψει  της μη εισαγωγής αυτής προς συζήτηση κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 7-5-2020 λόγω της αναστολή λειτουργίας του παρόντος πολιτικού Δικαστηρίου συνεπεία της πανδημίας του covid-19, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με αριθμ καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2019 έφεση κατά της με αριθμ. 3296/2019 απόφασης τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων. Η υπό κρίση έφεση κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθότι ο εφεσίβλητος δεν επικαλείται, ούτε από στοιχεία του φακέλου προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στον εκκαλούντα ενώ δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής στις 23-9-2019 μέχρι την κατάθεσή της  στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 16-12-2019  (άρθρα 495 επ. 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335.2015 και έχει εφαρμογή λόγω του χρόνου έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, καθότι οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω νόμου για τα ένδικα μέσα, κατ’ αρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού έχουν έναρξη εφαρμογής την 1.1.2016). Ο εκκαλών εξάλλου, κατέβαλε το νόμιμο παράβολο σύμφωνα με την παρ 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, ποσού 150 ευρώ (βλ. το υπ αριθμ. …………./2019). Επίσης, η κρινόμενη έφεση επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εκκαλούντα (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εφεσίβλητο με αριθμ. ………./20-12-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα το Πρωτοδικείο Τρικάλων, ……………) για τη αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 7-5-2020 οπότε και η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω της προαναφερόμενης αναστολής και ακολούθως επαναπροσδιόρίστηκε οίκοθεν σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα για τη δικάσιμο της 3-6-2021, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Ωστόσο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και τη συζήτηση αυτής στη δικάσιμο αυτή, ο εκκαλών δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο. Από τα παραπάνω και από το γεγονός ότι η εγγραφή στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 226 παρ. 5 του ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η συζήτηση της κρινόμενης έφεσης γίνεται με επιμέλεια του εφεσίβλητου και επομένως εφόσον ερημοδικεί ο εκκαλών, η έφεση, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο δεύτερο τμήμα της ανωτέρω νομικής σκέψης πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο εξαιτίας της ήττας του εκκαλούντος, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Επίσης, ο εκκαλών, ύστερα από σχετικό αίτημα, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, και να οριστεί παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), από τον ερημοδικασθέντα εκκαλούντα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του εκκαλούντος.

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250,00) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από τον ερημοδικαζόμενο εκκαλούντα.

Απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παράβολου, στο Δημόσιο Ταμείο και

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για το παρόντα βαθμό, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 11 Ιανουαρίου 2023 και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά στις 12 Ιανουαρίου 2023, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ