Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 25/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    25/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………, τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Βασίλειος Σαξώνης με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) της ναυτικής εταιρίας ………….., 2) της ναυτικής εταιρίας ………….., 3) της ναυτικής εταιρίας …………., 4) της εταιρίας ……………, 5) της εταιρίας ……………, 6) της εταιρίας ……….., 7)της εταιρίας ………… 8) της εταιρίας …………, 9) της εταιρίας ………….. 10) της ναυτικής εταιρίας ………….., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Στέφανο Λύρα και 11) ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  κοινοπραξίας ………….. νόμιμα, που δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/28.12.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2634/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα αναφερόμενα σ’αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα οι δέκα εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες – εφεσίβλητες, με την από 8.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/12.10.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../9.6.2021 έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 24.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../24.11.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/21.4.2021 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν και κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 8.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../12.10.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/9.6.2021 και β) από 24.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./24.11.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………2/21.4.2021 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός: 1)της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στον Πειραιά επί της οδού . ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στον Πειραιά επί της οδού   ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) της εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην ………. Κύπρου και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα επί της οδού …….. στον Πειραιά, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 5) της εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην ………. Κύπρου και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα επί της οδού ……….. στον Πειραιά, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 6) της εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην …… Κύπρου και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα επί της οδού …….. στον Πειραιά, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 7) της εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην ……. Κύπρου και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα επί της οδού ……. στον Πειραιά, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 8) της εταιρίας με την επωνυμία «……….. .», που εδρεύει στη …….. Κύπρου και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα επί της οδού ……….. στον Πειραιά, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 9) της εταιρίας με την επωνυμία «…….», που εδρεύει στη ……. Κύπρου και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα επί της οδού …….. στον Πειραιά, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 10) της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στον Πειραιά επί της οδού . …….. και εκπροσωπείται νόμιμα και αφετέρου του …….., που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.2634/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της ενδέκατης εναγομένης κοινοπραξίας, ήδη εφεσίβλητης, σαν να ήταν παρούσα και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) επί της από 27.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/28.12.2018 αγωγής του κατά των δέκα εναγομένων, ήδη εκκαλουσών – εφεσιβλήτων εταιρειών και της ενδέκατης εναγομένης κοινοπραξίας, ήδη εφεσίβλητης, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, ως προς όλες τις εναγόμενες, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,  δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία των εναγομένων – εκκαλουσών, στις 30.10.2020, συντασσομένης της υπ’αριθμ…..΄/30.10.2020 εκθέσεως επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, ……………, που προσκομίζεται από τις εναγόμενες – εκκαλούσες, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 12.10.2020 και 24.11.2020 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

II. Κατά το άρθρο 64 παρ. 3 ΚΠολΔ, οι ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο Δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων τους. Από την διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό (κοινοπραξίες), μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο Δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους και κατ’επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών, χωρίς να είναι αναγκαία η αναγραφή στην αγωγή των ονομάτων των φυσικών προσώπων που απαρτίζουν τη σωματειακή ή την εταιρική ένωση αλλά αρκεί η μνεία της επωνυμίας των ενώσεων αυτών (ΑΠ 1938/2017, ΑΠ 595/2010, ΑΠ 25/2001, ΑΠ 961/1983). Η άποψη ότι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρείες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας, ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ’ ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, επιπλέον δε διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας, ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσεως της δίκης, ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξεων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατούται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και τέλος, καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, η οποία, όμως, δεν απορρέει από καμία διάταξη του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 14/2007, ΑΠ 1938/2017). Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 118 και 216 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε περίπτωση ένωσης προσώπων ή εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα, για το κύρος του δικογράφου της αγωγής, είτε αυτή ενάγει είτε ενάγεται, αρκεί η μνεία της επωνυμίας της, κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αυτής, χωρίς να απαιτείται και να μνημονεύονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που την αποτελούν ούτε το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στο επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα (ΟλΑΠ 25/2008, ΟλΑΠ14/2007, ΑΠ 626/2016).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 2, 126 παρ. 1 εδ. δ’, 128, 129 και 139 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι για είναι έγκυρη η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο, ή σε ένωση προσώπων, όπως η κοινοπραξία, μετά την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας, κατ’ άρθρο 42 ΕμπΝ, πρέπει τούτο να παραδοθεί στον κατά νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπο του, είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου. Αν ο άνω εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δεν βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίνεται στην πρώτη περίπτωση σε ένα από τους συγγενείς, υπηρέτες ή άλλους που συνοικούν με τον παραλήπτη και στη δεύτερη περίπτωση στο διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε ένα από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες. Αν κανένα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν βρίσκεται στην κατοικία ή το κατάστημα κ.λ.π., ή αρνούνται να παραλάβουν το προς επίδοση έγγραφο, κατ’εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 129 ΚΠολΔ, γίνεται θυροκόλληση του επιδιδόμενου εγγράφου και τηρούνται περαιτέρω οι διατυπώσεις της παρ. 4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ.  (ΑΠ 1432/2015, ΑΠ 643/2014, ΑΠ 1597/2005, δημ.ΤΝΠ «Νόμος», ΕΑ 6399/2006 ΕλΔνη 2008, 551).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ’αριθμ……./28.4.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……., που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης του, με πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης,  επιχειρήθηκε να επιδοθεί στον ………., ως διαχειριστή της εφεσίβλητης απολιπομένης κοινοπραξίας «……..», αποτελούμενη, κατά το αγωγικό και εφετειακό δικόγραφο, από τις δέκα εναγόμενες εταιρείες, ήδη εκκαλούσες-εφεσίβλητες, ο οποίος όμως, όπως βεβαιώνεται στην συντασσομένη έκθεση, αναζητήθηκε από τον αρμόδιο, ως άνω, δικαστικό επιμελητή κατά την μετάβαση του στα γραφεία της κοινοπραξίας επί της οδού ….. στον Πειραιά και επειδή δεν βρήκε τον ίδιο στον τόπο αυτό, αλλά υπάλληλο της, που όμως αρνήθηκε να παραλάβει το προς επίδοση έγγραφο και να υπογράψει την σχετική έκθεση, ένεκα τούτου ο επιμελητής θυροκόλλησε το επιδιδόμενο δικόγραφο, παρουσία μάρτυρα, επακολουθεισών και των λοιπών προβλεπομένων επιδόσεων, με απόδειξη παράδοσης στο οικείο αστυνομικό τμήμα και αποστολής ταχυδρομικής ειδοποίησης στον ανωτέρω, ως διαχειριστή της εφεσίβλητης κοινοπραξίας, βάσει των όσων επιτάσσονται στη διάταξη του άρθρου 129§2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη της παρ. 4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ. Πλην όμως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, αφενός δεν υφίσταται κοινοπραξία με την επωνυμία «…..», αλλά αυτός συνιστά διακριτικό τίτλο, τόσο της κοινοπραξίας με την επωνυμία «……….», όσο και της κοινοπραξίας με την επωνυμία «………», που εδρεύουν αμφότερες στον ίδιο τόπο επί της οδού …… στον Πειραιά και έχουν συσταθεί με τα από 1.3.2016 και 1.2.2017 αντίστοιχα συμφωνητικά, όπως τροποποιήθηκαν και καταχωρήθηκαν νομότυπα στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, τυπικά δε κοινοπρακτούντα μέλη των οποίων αποτελούν, εκτός άλλων, η δεύτερη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη και δέκατη των εναγομένων, ήδη εκκαλουσών – εφεσιβλήτων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ακριβή ταυτότητα της ενδέκατης εναγομένης-εφεσίβλητης κοινοπραξίας και αφετέρου διαχειριστής και εκπρόσωπος των εν λόγω κοινοπραξιών, κατά το καταστατικό τους, έχει οριστεί ο ……….., με συνέπεια να μην καθίσταται ο …………… το πρόσωπο, που νομιμοποιείται στην παραλαβή του προς επίδοση δικογράφου, εφόσον από κανένα πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι έχει την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης ένωσης προσώπων κοινοπραξίας και, ως εκ τούτου, δεν είναι ο, κατά το άρθρο 126 παρ. 1 ΚΠολΔ, παραλήπτης του επιδιδόμενου εγγράφου και συνεπώς, η θυροκόλληση τούτου, που έλαβε χώρα, λόγω της απουσίας του και της άρνησης της υπαλλήλου της να το παραλάβει, δεν έγινε νομότυπα, διότι αρχικά ο εν λόγω τρόπος επίδοσης προϋποθέτει απουσία του, κατά το άρθρο 126 παρ.1 ΚΠολΔ, παραλήπτη, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον ουδόλως αναζητήθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης κοινοπραξίας, που δεν προσδιορίζεται μεν η επωνυμία της, αλλά μόνο ο διακριτικός της τίτλος, που αντιστοιχεί στις δύο ως άνω συσταθείσες κοινοπραξίες, που έχουν όμως κοινό νόμιμο εκπρόσωπο τηρουμένων των διατυπώσεων δημοσιότητας, μήτε επιχειρήθηκε να εξακριβωθεί η ταυτότητα του, εφόσον το όργανο της επίδοσης αναζήτησε απευθείας το ανωτέρω πρόσωπο, που όμως δεν προκύπτει ότι έφερε την ιδιότητα του ορισμένου νομίμου εκπροσώπου της εφεσίβλητης κοινοπραξίας, οι δε επακόλουθες της γενόμενης θυροκόλλησης λοιπές προβλεπόμενες επιδόσεις, με απόδειξη παράδοσης στο οικείο αστυνομικό τμήμα και αποστολής ταχυδρομικής ειδοποίησης, εχώρησαν συγκεκριμένα προς τον ανωτέρω, ως διαχειριστή και όχι, ως έδει, προς τον διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο της εφεσίβλητης κοινοπραξίας, ακόμα και χωρίς μνεία του ονόματος του σε περίπτωση που δεν καθίστατο δυνατό να εξακριβωθεί, εφόσον στην περίπτωση θυροκόλλησης του προς το νομικό πρόσωπο ή την ένωση προσώπων επιδιδόμενου εγγράφου, κατά το άρθρο 128 παρ.4 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται να μνημονεύεται στην έκθεση επίδοσης και το όνομα του εκπροσώπου του, πρέπει όμως να απευθύνονται σ’αυτόν οι γενόμενες επιδόσεις και όχι σε άλλο κατονομαζόμενο πρόσωπο, που δεν φέρει αυτήν την ιδιότητα. Ενόψει των ανωτέρω, η ενδέκατη εφεσίβλητη κοινοπραξία, που δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, δεν έχει κλητευθεί νομότυπα και, συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί, ως προς αυτήν, απαράδεκτη η συζήτηση της από 24.11.2020 έφεσης [άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3994/2011 και η συγκεκριμένη παράγραφος εξακολουθεί να ισχύει υπό τον Ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 α΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), που εφαρμόζονται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)].

Όσον αφορά τις διαλαμβανόμενες αιτιάσεις των λοιπών δέκα εφεσίβλητων εταιρειών, που παρίστανται κανονικά στη συζήτηση, στις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί κήρυξης απαράδεκτης της συζήτησης της από 24.11.2020 έφεσης του αντιδίκου και ως προς τις ίδιες, ένεκα μη νομότυπης κλήτευσης τους, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμες, καθόσον από την μη προσήκουσα επίδοση της εν λόγω έφεσης στην ενδέκατη εφεσίβλητη κοινοπραξία και την παράλειψη επίδοσης της στις ίδιες, δεν προκαλείται δικονομική βλάβη στις εφεσίβλητες τούτες, που να μην μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά με την κήρυξη της ακυρότητας (159 παρ.γ΄ ΚΠολΔ), μήτε αυτές επικαλούνται κάποια βλάβη, εφόσον από την σημειούμενη παράβαση των περί επιδόσεως διατάξεων, δεν επηρεάζεται η δυνατότητα και η προϋπόθεση της άμυνας των εν λόγω διαδίκων να αντιτάξουν πλήρη υπεράσπιση κατά της σε βάρος τους έφεσης προβάλλοντας τους ισχυρισμούς τους.

ΙΙI. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 27.12.2018 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών προσυμφώνων ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του προϊσταμένου οικονομικού αξιωματικού, στα εξής πλοία του στόλου της ενδέκατης εναγομένης κοινοπραξίας, που έχει συσταθεί άτυπα από τις δέκα λοιπές εναγόμενες εταιρείες και λειτουργεί, ως ομόρρυθμη εταιρεία εν τοις πράγμασι: α) στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ- Ο/Γ πλοίο «T», νηολογίου Πειραιά με αριθμό ……, κ.ο.χ.25.460, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, β) στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «NJ», νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., κ.ο.χ.1.902,67, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, την εμπορική εκμετάλλευση του οποίου είχε η τρίτη εναγόμενη, γ) στο υπό κυπριακή σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «CJ2», νηολογίου Λεμεσού με αριθμό ….., κ.ο.χ.5.005, πλοιοκτησίας της τέταρτης εναγομένης, δ) στο υπό κυπριακή σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «CJ1», νηολογίου Λεμεσού με αριθμό ….., κ.ο.χ.5.007,  πλοιοκτησίας της πέμπτης εναγομένης, ε) στο υπό κυπριακή σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «PJ», νηολογίου Λεμεσού με αριθμό …..… κ.ο.χ.3.560,  πλοιοκτησίας της έκτης εναγομένης, στ) στο υπό κυπριακή σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «TJ», νηολογίου Λεμεσού με αριθμό ….., κ.ο.χ.11.347,  πλοιοκτησίας της έβδομης εναγομένης, ζ) στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «AJ», νηολογίου Πειραιά με αριθμό …., κ.ο.χ.3.934,18, εφοπλισμού της δεύτερης εναγομένης, η) στο υπό κυπριακή σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «CV», νηολογίου Λεμεσού με αριθμό ….., κ.ο.χ.3.003,  πλοιοκτησίας της όγδοης εναγομένης, θ) στο υπό κυπριακή σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «AJ», νηολογίου Λεμεσού, κ.ο.χ.2.695, κυριότητας της ένατης εναγομένης, τον εφοπλισμό του οποίου ασκούσε η δεύτερη εναγομένη και ι) στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «SJ2», νηολογίου Πειραιά με αριθμό ……, κ.ο.χ.499,66, πλοιοκτησίας της δέκατης εναγομένης και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα της περιόδου από 7.10.2016 μέχρι τις 17.10.2018, οπότε απολύθηκε εικονικά αμοιβαία συναινέσει, στην πραγματικότητα κατόπιν μονομερούς αναίτιας καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο, αντί των προβλεπομένων από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίων αποδοχών και ότι καθ’ όλη την διάρκεια των ναυτολογήσεων του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, όσον αφορά τα αναφερόμενα διαστήματα, που τα πλοία «T», «NJ» και «AJ» βρίσκονταν για επισκευή και συντήρηση,  επί 12 ώρες, ως φύλακας, ενώ κατά τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα, που τα επίδικα πλοία εκτελούσαν τα αναφερόμενα δρομολόγια, επί 15 ώρες καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, χωρίς να λαμβάνει πλήρεις τους μισθούς και τα επιδόματα, που δικαιούνταν, ούτε ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, μήτε πλήρεις αποδοχές αδείας, ούτε του χορηγούνταν τροφή,  ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2017 και Πάσχα και Χριστουγέννων 2018 αντίστοιχα, μήτε την προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων, όπως παραδεκτά με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015), 295§1 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)], περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζητούσε κατά μεν την κύρια βάση της αγωγής του, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες,  κοινοπραξία και μέλη της, εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το ποσό των 997,75€ για δεδουλευμένους μισθούς του έτους 2017, το ποσό των 3.726,36€ για μισθούς αδείας του έτους 2017, το ποσό των 10.186,68€ για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια των πλόων το έτος 2017, τα ποσά των 1.635,22€ και 3.258,90€ για επίδομα Πάσχα έτους 2017 και Χριστουγέννων έτους 2018 αντίστοιχα και συνολικά το ποσό 19.804,91€ και β) να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενες να του καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, το ποσό των 3.592,27€ για τροφοδοσία του έτους 2017, τα ποσά των 5.585,28€ και 1.589,76€ για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης στα πλοία «T» και «NJ» κατά την διάρκεια των επισκευών, το ποσό των 434,19€ για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης στο πλοίο «AJ» κατά την διάρκεια της επισκευής του, το ποσό των 20.491,05€ για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης κατά τη διάρκεια των πλόων το έτος 2018, τα ποσά των 2.916,03€ και 1.838,81€ για επιδόματα Χριστουγέννων έτους 2017 και Πάσχα έτους 2018 αντίστοιχα και το ποσό των 4.002,63€ για αποζημίωση απόλυσης και συνολικά το ποσό των 40.449,72 ευρώ, επικουρικά δε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του πλοίου «T» να του καταβάλει το ποσό που της αναλογεί, η δεύτερη εις ολόκληρον με την τρίτη εναγομένη με τις ιδιότητες της κυρίας και ασκούσας τον εφοπλισμό αντίστοιχα του πλοίου «NJ” και ως έχουσα τον εφοπλισμό του πλοίου «ΑJ» σε ολόκληρον με την κυρία τούτου και ως έχουσα τον εφοπλισμό του πλοίου «AJ» σε ολόκληρον με την κυρία τούτου ένατη εναγομένη, τα ποσά που τους αναλογούν αντίστοιχα, η τέταρτη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «CJ2» το ποσό που της αναλογεί, η πέμπτη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «CJ1» το ποσό που της αναλογεί, η έκτη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «PJ» το ποσό που της αναλογεί,  η έβδομη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «TJ» το ποσό που της αναλογεί, η όγδοη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «CV» το ποσό που της αναλογεί και η δέκατη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «SJ» το ποσό που της αναλογεί, με το νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους ποσού από τότε που κατέστη απαιτητό, άλλως από την τελευταία απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής της και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε την αγωγή, ως προς τα αγωγικά κονδύλια για μισθούς του έτους 2017 και για την πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά την διάρκεια εκτέλεσης επισκευών στο πλοίο «AJ», ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, για τον λόγο ότι δεν είχε γίνει νόμιμος, κατ’άρθρο 422 εδ.β΄ΑΚ, καταλογισμός των γενόμενων καταβολών, έκρινε κατά τα λοιπά την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της  και ακολούθως, την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, υποχρεώνοντας τις εναγόμενες εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 10.461,58 ευρώ και αναγνώρισε ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν επιπλέον το ποσό των 14.020,56 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις εκτιθέμενες διακρίσεις.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους αντίστοιχα, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως. Επιπλέον, οι εκκαλούσες-εναγόμενες ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 5.000 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, νομιμοτόκως από την έκδοση της παρούσας απόφασης.

Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της εκδοθησομένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

IV. Ειδικότερα, στο δίκαιο των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση, για την επιδίωξη κοινού σκοπού με κοινή συμβολή των μελών τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία, ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας. Αφότου, όμως, εμφανίστηκε και δρα στην πράξη, ως ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων, η κοινοπραξία είναι δυνατό να προσλάβει τη νομική μορφή είτε αστικής εταιρίας, εάν από τη φύση ή το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. του ΑΚ, είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εμπορικού δικαίου και υπάγεται σε έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται περιοριστικά από αυτό. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 293 παρ.3 Ν.4072/2012, εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία. Εκ τούτου, έπεται ότι, σε περίπτωση που η κοινοπραξία επιδιώκει εμπορικό σκοπό, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας, που προβλέπονταν από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπορικού Νόμου (πριν την κατάργηση των άρθρων 18 – 28, 38, 39, 47 – 50 και 64 με το άρθρο 294 παρ.2 του ν. 4072/2012), μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, οπότε προσομοιάζει στην ετερόρρυθμη εταιρία, με απεριορίστως ευθυνόμενο μόνο τον εμφανή εταίρο, είτε ομόρρυθμης εν τοις πράγμασι εταιρίας, με απεριορίστως και εις ολόκληρο ευθυνόμενα (άρθρο 22 του Εμπορικού Νόμου ήδη 249 Ν.4072/2012) πάντα τα μέλη αυτής για τις εκ της δραστηριότητας της υποχρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση, η κοινοπραξία, ενόσω δεν προσλαμβάνει τυπικά κάποια εταιρική μορφή, δεν αποκτά νομική προσωπικότητα. Παρά ταύτα, αποκτά την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΟλΑΠ 14/2007) και πτωχευτική ικανότητα (293 παρ.3 και 251 παρ.3 Ν.4072/2012), επομένως και εργοδότης. Και ακόμη, μπορεί να είναι διάδικος και να παρίσταται στο Δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία είναι ανατεθειμένη η διαχείριση των υποθέσεων της (62 και 64 παρ.3 ΚΠολΔ). Κατά περίπτωση όμως διάδικοι μπορούν να είναι και τα μέλη της. Αποφασιστικό κριτήριο για το αν σε συγκεκριμένη περίπτωση η κοινοπραξία ενήργησε ως αφανής εταιρία, οπότε ευθύνεται μόνο το μέλος, που επιχείρησε τη συναλλαγή ή ενήργησε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, οπότε ευθύνονται αλληλεγγύως όλα τα μέλη της, ως οφειλέτες για απαίτηση που γεννήθηκε από τη δράση τους είτε ατομικώς είτε στο πλαίσιο της κοινοπραξίας, είναι το πώς εκδηλώθηκε εξωτερικά η συγκεκριμένη δραστηριότητα. (ΑΠ 1246/2014, ΑΠ 680/2014, ΑΠ 1078/2010).

Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής, η δε παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Ως έγερση της αγωγής, η οποία επιφέρει την κατά τα ανωτέρω διακοπή της παραγραφής, νοείται η, κατά τις διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 1 και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ολοκλήρωση της άσκησης αυτής, με την έγκυρη επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο (ΑΠ 261/2022, ΑΠ 720/2019).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης των δέκα πρώτων εναγομένων-εκκαλουσών προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, κατά παραδοχή του σχετικού προβληθέντος ενώπιον του ισχυρισμού τους και συγκεκριμένα δεν κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της σε βάρος τους αγωγής, λόγω άκυρης επίδοσης της με θυροκόλληση στο προαναφερόμενο πρόσωπο, ονόματι ………., ως διαχειριστή της ενδέκατης εναγομένης φερόμενης άτυπης κοινοπραξίας με την επωνυμία «………”, ενώ συνάμα δεν έλαβε χώρα νομότυπη επίδοση της σε καμιά εξ αυτών, επικαλούμενες δικονομική βλάβη, κατ’αρθρο 159 παρ.3 ΚΠολΔ, συνισταμένη στην, λόγω της άκυρης κλήτευσης τους, μη νόμιμη διακοπή της ενιαύσιας, κατ’άρθρο 289 ΚΙΝΔ, παραγραφής των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος από την εργασιακή τους σχέση.

Από την υπ’αριθμ………/28.12.2028 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………….., που προσκομίζει και επικαλείται ο εφεσίβλητος, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 27.12.2018 αγωγής του, με την πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο στις 7.3.2019, επιχειρήθηκε να επιδοθεί στον …….., ως διαχειριστή της ενδέκατης εναγομένης απολιπομένης κοινοπραξίας «……….», αποτελούμενης, κατά το αγωγικό και εφετειακό δικόγραφο, από τις δέκα εναγόμενες εταιρείες, ήδη εκκαλούσες-εφεσίβλητες, ο οποίος όμως, όπως βεβαιώνεται στην συντασσόμενη έκθεση, αναζητήθηκε από τον αρμόδιο ως άνω δικαστικό επιμελητή, κατά την μετάβαση του στα γραφεία της κοινοπραξίας επί της οδού …… στον Πειραιά και επειδή δεν βρήκε τον ίδιο στον τόπο αυτό, αλλά υπάλληλο της, που όμως αρνήθηκε να παραλάβει το προς επίδοση έγγραφο και να υπογράψει την σχετική έκθεση, ένεκα τούτου ο επιμελητής θυροκόλλησε το επιδιδόμενο δικόγραφο, παρουσία μάρτυρα, επακολουθεισών και των λοιπών προβλεπομένων επιδόσεων, με απόδειξη παράδοσης στο οικείο αστυνομικό τμήμα και αποστολής ταχυδρομικής ειδοποίησης στον ανωτέρω, ως διαχειριστή της εναγομένης κοινοπραξίας, βάσει των όσων επιτάσσονται στη διάταξη του άρθρου 129§2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη της παρ. 4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ. Πλην όμως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, αφενός δεν υφίσταται κοινοπραξία με την επωνυμία «…..», αλλά αυτός συνιστά διακριτικό τίτλο, τόσο της κοινοπραξίας με την επωνυμία «………….», όσο και της κοινοπραξίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύουν αμφότερες στον ίδιο τόπο επί της οδού ………… στον Πειραιά και έχουν συσταθεί με τα από 1.3.2016 και 1.2.2017 αντίστοιχα συμφωνητικά, όπως τροποποιήθηκαν και καταχωρήθηκαν νομότυπα στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, τυπικά δε κοινοπρακτούντα μέλη των οποίων αποτελούν, εκτός άλλων, η δεύτερη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη και δέκατη των εναγομένων, ήδη εκκαλουσών – εφεσιβλήτων εταιρειών, με αποτέλεσμα αφενός να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα της ενδέκατης εναγομένης-εφεσίβλητης κοινοπραξίας και αφετέρου διαχειριστής και εκπρόσωπος των εν λόγω κοινοπραξιών, κατά το καταστατικό τους, έχει οριστεί ο ………, με συνέπεια να μην καθίσταται ο ……….. το πρόσωπο, που νομιμοποιείται στην παραλαβή του προς επίδοση δικογράφου, εφόσον από κανένα πρόσφορο αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι έχει την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης ένωσης προσώπων κοινοπραξίας και, ως εκ τούτου, δεν είναι ο, κατά το άρθρο 126 παρ. 1 ΚΠολΔ, παραλήπτης του επιδιδόμενου εγγράφου και συνεπώς, η θυροκόλληση τούτου, που έλαβε χώρα, λόγω της απουσίας του και της άρνησης της υπαλλήλου να το παραλάβει, δεν έγινε νομότυπα, διότι ο εν λόγω τρόπος επίδοσης αρχικά προϋποθέτει απουσία του, κατά το άρθρο 126 παρ.1 ΚΠολΔ, παραλήπτη, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον ουδόλως αναζητήθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης κοινοπραξίας, που δεν προσδιορίζεται μεν η επωνυμία της, αλλά μόνο ο διακριτικός της τίτλος, που αντιστοιχεί στις δύο ως άνω συσταθείσες κοινοπραξίες, που έχουν όμως κοινό νόμιμο εκπρόσωπο τηρουμένων των διατυπώσεων δημοσιότητας, μήτε επιχειρήθηκε να εξακριβωθεί η ταυτότητα του, εφόσον το όργανο της επίδοσης αναζήτησε απευθείας το ανωτέρω πρόσωπο, που όμως δεν προκύπτει ότι έφερε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης κοινοπραξίας, οι δε επακόλουθες της γενόμενης θυροκόλλησης λοιπές προβλεπόμενες επιδόσεις, με απόδειξη παράδοσης στο οικείο αστυνομικό τμήμα και αποστολής ταχυδρομικής ειδοποίησης, εχώρησαν συγκεκριμένα προς τον ανωτέρω, ως διαχειριστή και όχι, ως έδει, προς τον διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο της εφεσίβλητης κοινοπραξίας, ακόμα και χωρίς μνεία του ονόματος του σε περίπτωση που δεν καθίστατο δυνατό να εξακριβωθεί, εφόσον στην περίπτωση θυροκόλλησης του προς το νομικό πρόσωπο ή την ένωση προσώπων επιδιδόμενου εγγράφου, κατά το άρθρο 128 παρ.4 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται να μνημονεύεται στην έκθεση επίδοσης και το όνομα του εκπροσώπου του, πρέπει όμως να απευθύνονται σ’αυτόν οι γενόμενες επιδόσεις και όχι σε άλλο κατονομαζόμενο πρόσωπο, που δεν φέρει αυτήν την ιδιότητα.

Ενόψει των ανωτέρω, η ενδέκατη εναγομένη κοινοπραξία, που δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο, που τελικά συζητήθηκε η αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατόπιν ματαίωσης της και επαναφοράς της σε συζήτηση με την από 10.6.2019 με αριθμό κατάθεσης ………/2019 κλήση, που επιδόθηκε ομοίως στο ίδιο πρόσωπο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, δεν έχει κλητευθεί νομότυπα και, συνεπώς, πρέπει, να κηρυχθεί, ως προς αυτήν, απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης αγωγής [άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 α΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015)]. Συνάμα, δεδομένου ότι δεν συντρέχει έγκυρη επίδοση του αγωγικού δικογράφου στην εναγομένη κοινοπραξία, που λειτουργεί ως ομόρρυθμη εταιρεία εν τοις πράγμασι, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων περί ομόρρυθμης εταιρείας, δεν επήλθε διακοπή της παραγραφής των επίδικων αξιώσεων, ούτε ως προς αυτήν, ούτε ως προς τις λοιπές εναγόμενες εταιρείες, που αποτελούν μέλη της και επομένως, στοιχειοθετείται δικονομική βλάβη των παρισταμένων λοιπών δέκα εναγομένων εταιρειών από την μη νομότυπη κλήτευση της εναγομένης κοινοπραξίας και αυτών των ιδίων, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, που προκαλείται από την μη προσήκουσα επίδοση της αγωγής στην εναγομένη κοινοπραξία και την παράλειψη επίδοσης τούτης στις εναγόμενες-εκκαλούσες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η κλήτευση της απολιπομένης εναγομένης κοινοπραξίας ήταν νομότυπη και αποτελούσε διακοπτικό της παραγραφής των ένδικων απαιτήσεων γεγονός, τόσο έναντι αυτής, όσο και έναντι των λοιπών εναγομένων μελών της, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου της έφεσης των εναγομένων-εκκαλουσών, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά βασίμου.

V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων των ένδικων εφέσεων, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της από 24.11.2020 έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος, ως προς την ενδέκατη εφεσίβλητη και κατά τα λοιπά να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθισταμένη άνευ αντικειμένου και να γίνει εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, η από 8.10.2020 έφεση των εναγομένων-εκκαλουσών, κατά τον ανωτέρω βάσιμο αντίστοιχα λόγο και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ως προς όλα τα κεφάλαια της (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της προαναφερθείσας αγωγής, ως προς όλες τις εναγόμενες. Όσον αφορά το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση πρέπει να γίνει δεκτό, ως κατ’ ουσίαν βάσιμο και να διαταχθεί η απόδοση στις εναγόμενες – εκκαλούσες του κηρυχθέντος με την εκκαλουμένη προσωρινά εκτελεστού ποσού των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, που καταβλήθηκε στον ενάγοντα, νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας απόφασης. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγομένων – εκκαλουσών – εφεσιβλήτων, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 24.11.2020 έφεσης, ως προς την ενδέκατη εφεσίβλητη κοινοπραξία.

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 24.11.2020 έφεση, ως προς τις λοιπές εφεσίβλητες.

Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν την 8.10.2020.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 2634/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 27.12.2018 αγωγής, ως προς όλες τις εναγόμενες.

Δέχεται κατ’ουσίαν το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Διατάσσει την απόδοση στις εναγόμενες – εκκαλούσες του καταβληθέντος στον ενάγοντα κηρυχθέντος με την εκκαλουμένη προσωρινά εκτελεστού ποσού των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας απόφασης.

Επιβάλλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα – εφεσίβλητο μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγομένων – εκκαλουσών – εφεσιβλήτων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 16 Ιανουαρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ