Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 31/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   31/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας : ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Σοφία Τόγια – Πατάπη, με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).

Του εφεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Ν.Σ.Κ. Νικόλαο Σταυρόπουλο, με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).

Η εκκαλούσα άσκησε την με αρ. κατ. ………./2018 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 2510/2020 απόφασή του την απέρριψε.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 20.8.2021 με αρ. κατ. ………./2021 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία ορίστηκε (αρ. έκθ. κατ. ………./2021 Εφετείου Πειραιώς) να συζητηθεί τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.

Οι πληρεξούσια νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 2510/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 2, ηλεκτρ. παράβολο ………………./2021). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της ζήτησε να αναγνωριστεί κυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας των περιγραφόμενων σ’ αυτήν κατά θέση, έκταση και όρια διακριτών και αυτοτελών ακινήτων, που καταχωρήθηκαν στις πρώτες κτηματολογικές εγγραφές ανακριβώς ως αγνώστου ιδιοκτήτη στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να διορθωθούν και να αναγραφεί η ίδια αποκλειστική κυρία αυτών με τον ως άνω πρωτότυπο τρόπο, επικαλούμενη για τη θεμελίωση του δικαιώματός της τη συνεχή και αδιάλειπτη άσκηση πράξεων νομής (επίβλεψη, καθαρισμούς, καλλιέργειες σιτηρών και οπωροκηπευτικών) επί των επιδίκων ακινήτων από το έτος 1988 (για το πρώτο ακίνητο) και 1986 (για το δεύτερο ακίνητο) έως το χρόνο άσκησης της αγωγής (2018). Το εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, αρνήθηκε την αγωγή και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι τα επίδικα ακίνητα δεν είναι δεκτικά χρησικτησίας, γιατί είναι δημόσια κτήματα, επειδή α) περιήλθαν σ’ αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1932 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, επειδή πριν την επανάσταση του 1821 άνηκαν σε Οθωμανούς υπηκόους, τα οποία κατέλαβε, κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων τα είχαν εγκαταλείψει, άλλως ως περιουσία του Οθωμανικού Δημοσίου, που κατέλαβε και δήμευσε  «δικαιώματι πολέμου», άλλως, β) δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15.12.1833, δεδομένου ότι αποτελούσαν από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κανένας κύριος κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, άλλως, γ) απέκτησε αυτά με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς τα νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες στις προτάσεις του πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, άλλως, δ) τα απέκτησε ως αδέσποτα, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αυτής, ως προς την περιγραφή των επιδίκων, γιατί δεν περιγράφονται επαρκώς ως τμήματα μείζονος έκτασης των δικαιοπαρόχων της. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Ζητεί δε να εξαφανιστεί και να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η αγωγή της. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι νόμιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, γιατί η περιγραφή των επιδίκων ακινήτων στο δικόγραφο της αγωγής, κατά θέση, έκταση και όρια, είναι επαρκής, αφού, κατά τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται σ’ αυτό, τα εν λόγω ακίνητα, επί των οποίων η εκκαλούσα στηρίζει ίδιο δικαίωμα κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία χωρίς προσμέτρηση της νομής άλλων δικαιοπαρόχων, είναι αυτοτελή γεωτεμάχια με ξεχωριστό ΚΑΕΚ και αναφέρονται στην αγωγή όλες οι ιδιοκτησίες με τα ΚΑΕΚ τους, με τα οποία καθένα εξ αυτών συνορεύει γύρωθεν. Μετά από αυτά, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν η αγωγή, που κρίνεται νόμιμη (ΑΚ 974, 1045, αρθρ. 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998), περίληψη της οποίας έχει εγγραφεί στο κτηματολόγιο εμπροθέσμως (αρ. πρωτ. …../7.1.2019 πιστοποιητικό), καθώς και οι ενστάσεις του εναγομένου, που επίσης κρίνονται νόμιμες [αρθρ. 1 παρ. 3 του α.ν. 1539/1938, πρωτόκολλο του Λονδίνου της 6/7.7.1830 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, άρθρων 1, 2, 3 του από 17.11/1.12.1836 Β.Δ., νόμος της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, ν.δ 26/31.8.1925 “περί συστάσεως αεροπορικής αμύνης”, στο π.δ 11/12.11.1929 “περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων”, νομ. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), νομ. 8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ (50.14), 2 παρ.20 Πανδ (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ.(18.1) και 7 παρ.3 Πανδ (23.3), αρθρ. 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων, των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ και του ΒΔ 3/15.12.1833].

Από τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα τοπογραφικά σχεδιαγράμματα, και την υπ’ αρ. ……/29.1.2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, …………., που ελήφθη κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την …../24.1.2019 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. …………..), την οποία επικαλείται η εκκαλούσα με τις προτάσεις της, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τα επίδικα ακίνητα είναι δύο μη άρτια και μη οικοδομήσιμα αγροτεμάχια, που βρίσκονται στη Σαλαμίνα Αττικής, στη θέση «…..», του Δήμου Σαλαμίνας. Το πρώτο εξ αυτών έχει ΚΑΕΚ ……., επιφάνεια 350 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με πλευρά 32,79 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …….., νότια με πλευρά 32,6 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …….., ανατολικά με πλευρά 10 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……… και δυτικά με πλευρά 11,41 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………. Το δεύτερο εξ αυτών έχει ΚΑΕΚ ……., επιφάνεια 1.830 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με πλευρά 24 μ. με οδό …… με ΚΑΕΚ …….., νότια με πλευρά 19,55 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………, ανατολικά με πλευρά 18,77 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …………. και με πλευρά 67,99 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……… και δυτικά με πλευρά 78,70 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………… Το πρώτο από τα ανωτέρω ακίνητα, από το έτος 1988, και το δεύτερο, από τις αρχές του έτους 1986, νεμόταν η ενάγουσα, καθαρίζοντάς τα από τα ξερά χόρτα, καλλιεργώντας τα με σιτηρά και οπωροκηπευτικά, περιφράσσοντάς τα με συρματόπλεγμα, τοποθετώντας στο πρώτο εξ αυτών παραπήγματα για την εκτροφή πουλερικών και κουνελιών και επιβλέποντάς τα συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα (13.11.2006, υπ’ αρ. 396/1.11.2006 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 1662 Β/13.11.2006) αλλά και μετέπειτα έως το χρόνο άσκησης της αγωγής (2018) [άρθρ. 6 παρ. 3 εδφ. στ του Ν. 2664/1998]. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα η ενάγουσα ουδέποτε οχλήθηκε από κάποιον, ούτε και προέβαλε ποτέ κανείς δικαιώματα στα επίδικα ακίνητα. Έτσι απέκτησε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δικαίωμα κυριότητας επί των ως άνω ακινήτων, παρέλειψε όμως να τα δηλώσει κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης και έτσι καταχωρήθηκαν εσφαλμένα ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί των ανωτέρω επιδίκων με τους τρόπους, που επικαλέστηκε. Ειδικότερα οι ισχυρισμοί του ότι τα επίδικα δεν ήταν δεκτικά χρησικτησίας μετά την 11.9.1915 και ότι αυτά καταλήφθηκαν απ’ αυτό μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική και στα νησιά του Αργοσαρωνικού οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, με το δικαίωμα του πολέμου, αφού δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών (ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επίσης, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τα επίδικα άνηκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκαν από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση κατέστησαν αδέσποτα και δημεύθηκαν, γιατί δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν δασικές ή δάσος κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος ή λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ΒΔ της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε  ιδιώτες (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτά, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτών ουδέποτε. Συνεπώς τα επίδικα ουδέποτε ήταν δημόσια κτήματα ή ανεπίδεκτα χρησικτησίας και μετά την 11.9.1915. Άλλωστε, αν ήταν δημόσια κτήματα, το εναγόμενο θα τα είχε καταχωρίσει ως τέτοια, μετά από τόσα χρόνια και θα τα είχε δηλώσει στο κτηματολόγιο ως τέτοια. Μετά από τα ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και να αναγνωριστεί η ενάγουσα κυρία των επιδίκων ακινήτων με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία και, στη συνέχεια, να διαταχθεί η διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών για τα εν λόγω ακίνητα στα βιβλία του Κτηματολογίου Σαλαμίνας, προκειμένου στη θέση «άγνωστος ιδιοκτήτης» να καταχωρηθεί η ενάγουσα ως κυρία τούτων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου εναγόμενου, μειωμένα όμως για κάθε βαθμό (άρθρ. 22 του ν. 3693/1957).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 2510/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζοντας επί της αγωγής.

Δέχεται αυτήν.

Αναγνωρίζει την ενάγουσα κυρία, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δύο μη αρτίων και μη οικοδομήσιμων αγροτεμαχίων, που βρίσκονται στη Σαλαμίνα Αττικής, στη θέση «…», του Δήμου Σαλαμίνας. Το πρώτο εξ αυτών έχει ΚΑΕΚ …., επιφάνεια 350 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με πλευρά 32,79 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …., νότια με πλευρά 32,6 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …., ανατολικά με πλευρά 10 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …. και δυτικά με πλευρά 11,41 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ….. Το δεύτερο εξ αυτών έχει ΚΑΕΚ …., επιφάνεια 1.830 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με πλευρά 24 μ. με οδό …. με ΚΑΕΚ …., νότια με πλευρά 19,55 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……, ανατολικά με πλευρά 18,77 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …. και με πλευρά 67,99 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …… και δυτικά με πλευρά 78,70 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……

Διορθώνει την αρχική πρώτη εγγραφή για τα ως άνω ακίνητα στα βιβλία του Κτηματολογίου Σαλαμίνας, προκειμένου στη θέση «άγνωστος ιδιοκτήτης» να καταχωρηθεί η ενάγουσα ως κυρία τούτων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.

Καταδικάζει το εφεσίβλητο εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας που καθορίζει στο συνολικό ποσό των 600 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις 19-1-2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ