Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 34/2023

Αριθμός     34/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας ……………εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Λύγουρη   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) Ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής ……………..και 2) ………….. νομίμου εκπροσώπου της προαναφερόμενης εταιρείας, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν  από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο  Ευάγγελο Παπαλάμπρου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  23.5.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ.  2926/2018 παραπεμπτική-μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου και η υπ΄ αριθμ.  1254/2019 απόφαση αυτού, που απέρριψε την αγωγή.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από  13.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  ………./2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 13.7.2020 με αριθμό κατάθεσης ………/2020 έφεση της ενάγουσας ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό και ήδη εκκαλούσας κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1254/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών από το Ναυτικό τμήμα επί της από 23.5.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 2, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα εντός της διετούς μη γνήσιας προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση αυτής, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση. Να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό …………/2020 ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό …………./2017  αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι, δυνάµει της από 23-12-2002 συµβάσεως µισθώσεως και παραχώρησης δικαιωµάτων εκµετάλλευσης του Τουριστικού Λιµένα …., µίσθωσε από την εταιρεία µε την επωνυµία «………..» (ήδη µετονοµασθείσα ως «……………») τον τουριστικό λιµένα …. και ανέλαβε τη διαχείριση και εκµετάλλευσή του από την 1-1-2003 και για σαράντα έτη. Ότι σύµφωνα µε τα άρθρα 28.1 και 28.2 της ως άνω συµβάσεως η εκµισθώτρια εταιρεία εκχώρησε στην ίδια τις απαιτήσεις της για την καταβολή από 1-1-2003 των τελών ελλιµενισµού όλων των σκαφών, που περιγράφονται σε παράρτηµα της σύµβασης και τις απαιτήσεις της κατά των µισθωτών για την καταβολή από 1-1-2003 των µισθωµάτων που οφείλουν οι µισθωτές δυνάµει των αντίστοιχων συµβάσεων µίσθωσης που περιγράφονται σε παράρτηµα της σύµβασης. Ότι µεταξύ των σκαφών που ελλιµενίζονταν στον τουριστικό λιµένα …, συµπεριλαµβανόταν και το υπό ελληνική σηµαία επαγγελµατικό σκάφος αναψυχής «Μ», που ήταν νηολογημένο στο λιµάνι της Ελευσίνας µε αριθµό νηολογίου 154, µήκους 21,44 µ., πλάτους 5,50 µ., βυθίσµατος 2,85 µ., ολικής χωρητικότητας 93,24 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 58,02 κόρων που µέχρι την 23-11-2016 που εκπλειστηριάστηκε, ανήκε στην πλήρη κυριότητα, νοµή και κατοχή της µονοπρόσωπης ναυτιλιακής εταιρείας περιορισµένης ευθύνης µε την επωνυµία «……………..», νοµίµως εκπροσωπουµένης από τον ………….. Ότι επειδή η ως άνω πλοιοκτήτρια εταιρεία αρνήθηκε να της καταβάλει τα οφειλόµενα τέλη ελλιµενισµού, αυτή (η εκκαλούσα) πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 86/2010 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, δυνάµει της οποίας επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί του σκάφους, απαγορεύθηκε ο απόπλους του σκάφους από τον τουριστικό λιµένα της …….. και στις 23-11-2016 το σκάφος εκπλειστηριάστηκε ενώπιον του συµβολαιογράφου Πειραιά ………….. και κατακυρώθηκε στην πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία, η οποία κατέβαλε τµηµατικά το εκπλειστηρίασμα λαµβάνοντας έκτοτε τα ωφελήµατα και τα βάρη του σκάφους. Ότι κατά το χρονικό διάστηµα που µεσολάβησε από την ανάδειξη της πρώτης εφεσίβλητης ως υπερθεµατίστριας και την κατακύρωση σε αυτή του εκπλειστηριασθέντος σκάφους και ως τις 24-2-2017 που η τελευταία αποµάκρυνε το σκάφος από τον τουριστικό λιµένα ……….., η ίδια παρείχε προσηκόντως τις κατά το νόµο και τη σύµβαση, υπηρεσίες ελλιµενισµού στο σκάφος, για λογαριασµό κι επωφελεία της πρώτης εφεσίβλητης προκειµένου αυτό να µην υποστεί βλάβη και να διατηρηθεί στην κατάσταση που βρισκόταν προς εκπλήρωση του προορισµού του, ήτοι από τις 23-11-2016 έως τις 24-2-2017. Ότι τα µηνιαία τέλη ελλιµενισµού του σκάφους σύµφωνα µε το τιµολόγιο του τουριστικού λιµένα ………. και τις διαστάσεις αυτού καθορίστηκαν δυνάµει του με αριθμό. …/17 -11-2015 πρακτικού του Δ.Σ. της και ανήλθαν στο ύψος των 1.264 ευρώ το µήνα πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24 % για τα χρονικά διαστήµατα από 1-1-2016 έως 31-12-2016 και από 1-1-2017 έως 31-12-2017, τα οποία ήταν καταβλητέα τοις µετρητοίς εντός του πρώτου πενθηµέρου κάθε µήνα, όπώς αναλυτικώς αναφέρονται στην αγωγή. Επίσης ότι για τα έτη 2011 έως 2014 τα τέλη ελλιµενισµού για τον τουριστικό λιµένα ……… εγκρίθηκαν µε τη με αριθμό 2714/2011 απόφαση του Υφυπουργού Τουρισµού και Πολιτισµού, που δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 421/16-3-2011. Τέλος ότι παρότι η ίδια τήρησε τις συµβατικές της υποχρεώσεις και παρείχε αδιακώλυτο ελλιµενισµό και λοιπές συναφείς υπηρεσίες ελλιµενισµού στο ένδικο σκάφος, οι εφεσίβλητοι παρά τις επανειληµµένες οχλήσεις και την από 28-2-2017 εξώδικη δήλωση που τους κοινοποίησε, δεν της έχουν εξοφλήσει τα αντιστοιχούντα για το χρονικό διάστηµα από την 23-11-2016 έως και 24-2-2017 σχετικά τέλη ελλιµενισµού συνολικού ποσού συµπεριλαµβανοµένου Φ.Π.Α. 24%, 5.172,29 ευρώ, όπως τα επιµέρους ποσά προσδιορίζονταν αναλυτικά στην αγωγή κατά τα επιµέρους χρονικά διαστήµατα και τις σχετικές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που αυτή εξέδωσε. Με βάση τα ανωτέρω αιτήθηκε να υποχρεωθούν οι ήδη εφεσίβλητοι, η µεν πρώτη ως πλοιοκτήτρια, ο δε δεύτερος ως νόµιµος εκπρόσωπος της πρώτης, µε προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών το συνολικό ποσό των 5.172,29 ευρώ, εντόκως από τότε που κάθε επιµέρους κονδύλιο ήταν καταβλητέο, άλλως από την επίδοση της αγωγής µέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε αρχικά τη με αριθμό 2926/2018 παραπεμπτική απόφαση του από το τμήμα ναυτικών διαφορών της τακτικής διαδικασίας στο τμήμα περιουσιακών διαφορών του ίδιου τμήματος κρίνοντας ότι μετά το ν. 4335/2015 δεν νοείται στην τακτική διαδικασία που χαρακτηρίζεται από το έγγραφο αυτή να εφαρμοστεί η ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών καθώς η περιγραφόμενη στην αγωγή κατά την απόφαση συνιστούσε μίσθωση. Επειδή δεν ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης αυτής, αυτή παράγει δεδικασμένο ως προς το θέμα της υλικής αρμοδιότητας και δέσμευε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Τονίζεται φυσικά ότι αυτή δεν συμπροσβάλεται με την κρινόμενη έφεση και δε θεωρείται προγενεστέρα μη οριστική της εκκαλουμένης. Με την εκκαλουμένη απόφαση επανακρίθηκε το θέμα της τοπικής και υλικής αρμοδιότητας δηλαδή αναφέρθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 25 παρ.2, 33, 37 ΚΠολΔ σε συνδυασµό µε το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και περαιτέρω κρίθηκε ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, και στη συνέχεια η αγωγή απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη διότι δεν περιγραφόταν σε αυτή σύμβαση ελλιμενισμού ώστε να εφαρμοστεί η διαδικασία περί μισθωτικών διαφορών και ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να εφαρμοστεί η τακτική διαδικασία λόγω ελλείψεως υλικής αρμοδιότητας αφού με βάση το αίτημα αρμόδιο θα ήταν το Ειρηνοδικείο. Ακολούθως η αγωγή απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη ως προς αμφότερους τους εφεσίβλητους. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή νόμω τε και ουσία η αγωγή της.

Η σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους αποτελεί μισθωτική διαφορά, εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, εφαρμόζονται αναλόγως επ’ αυτής οι διατάξεις περί μισθώσεως πράγματος (άρθρα 574 επ.ΑΚ) και για να είναι πλήρως ορισμένη, πρέπει στο αγωγικό δικόγραφο να αναγράφεται ο τόπος και ο χρόνος συνάψεως της σύμβασης, οι συμβαλλόμενοι, το μίσθιο, ο χρόνος διάρκειας της μίσθωσης καθώς και το μηνιαίο μίσθωμα, η γενόμενη εκ μέρους των εναγομένων χρήση του χώρου ελλιμενισμού καθώς και η υπερημερία τους για την καταβολή των μισθωμάτων. Ως μίσθωμα θεωρείται κάθε παροχή από τον ελλιμενισμό του σκάφους, ήτοι τόσο τα τέλη παραμονής όσο και οι δαπάνες πληρωμής ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος, όταν οι εναγόμενοι μισθωτές με ρητό όρο της σύμβασης αναλαμβάνουν την υποχρέωση καταβολής των τιμολογίων ελλιμενισμού και των λοιπών υπηρεσιών (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κλπ) (ΜονΕφΠειρ 847/2014 δημ. νόμος). Περαιτέρω η διοίκηση αλλοτρίων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730-740 ΑΚ, ως ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται απευθείας από τον νόμο, μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υπόθεσης, και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής διαχειρίζεται ξένη υπόθεση, χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση, ήτοι χωρίς εντολή του κυρίου αυτής (άρθρ. 713 επ. ΑΚ) ή οποιαδήποτε άλλη έννομη σχέση μεταξύ διοικητή και κυρίου (ΑΠ 355/2015, ΑΠ 784/2005, δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1909/2015, Ενέργεια και Δίκαιο 2018, 104-101). Οι ανωτέρω διατάξεις διακρίνουν μεταξύ γνήσιας και μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων, η δε γνήσια διοίκηση αλλοτρίων διακρίνεται σε θεμιτή και αθέμιτη (ΕφΑθ 1909/2015, ο.π). Ειδικότερα, γνήσια διοίκηση αλλοτρίων είναι η αυτόβουλη ανάπτυξη δραστηριότητας σε ξένη υπόθεση, με γνώση και για το συμφέρον άλλου. Προϋποθέσεις αυτής είναι η ανάμιξη σε ξένη υπόθεση, η πρόθεση του διοικητή να εξυπηρετήσει ξένα συμφέροντα, η έλλειψη εντολής από τον κύριο της υπόθεσης, καθώς και η έλλειψη αντίθετης γνώμης (βλ. Τασίκα, σε Γ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τομ. Ι, έκδ. 2010, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 730-740, αριθ. 1-5, σελ. 1379-1380). Μη γνήσια ή νόθος διοίκηση αλλοτρίων είναι η διαχείριση ξένης υπόθεσης από κάποιον σαν δική του, ενώ γνωρίζει ότι είναι ξένη υπόθεση. Περαιτέρω, θεμιτή γνήσια διοίκηση υπάρχει, όταν ο διοικητής διεξάγει την υπόθεση σαν ξένη, έχει δε αναλάβει τη διαχείριση προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη βούληση του κυρίου. Αντίθετα, αθέμιτη είναι η γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, όταν ο διοικητής διεξάγει την υπόθεση σαν ξένη, η ανάληψη, όμως, της διαχείρισης από αυτόν, παρά την αντίθετη υποκειμενική του παράσταση, δεν ανταποκρίνεται αντικειμενικά στο συμφέρον ή την πραγματική ή την εικαζόμενη βούληση του κυρίου. Η έννοια της γνήσιας θεμιτής διοίκησης αλλοτρίων δίνεται στο άρθρο 730 ΑΚ, που ορίζει  ότι όποιος διοικεί, χωρίς εντολή, ξένη υπόθεση, έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, ενώ αντίθετη θέληση του κυρίου για τη διοίκηση της υπόθεσής του δεν λαμβάνεται υπόψη, εφόσον αντιβαίνει στον νόμο ή στα χρηστά ήθη. Συγκεκριμένα, διοίκηση ξένης υπόθεσης είναι κάθε ενέργεια, είτε νομικής, είτε υλικής φύσης, όπως η καταβολή αλλότριου χρέους (ΑΠ 1413/2008, ΕφΘεσ 842/2007, ΤΝΠ Νόμος), που αντικειμενικά, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, ανήκει στον κύκλο συμφερόντων τρίτου προσώπου (ΕφΑθ 1909/2015 ΤΝΠ Νόμος). Τα πρόσωπα της έννομης σχέσης της διοίκησης αλλοτρίων, ο διοικητής και ο κύριος της υπόθεσης, μπορεί να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η επέμβαση του διοικητή σε ξένη υπόθεση πρέπει να συμπορεύεται προς το συμφέρον του κυρίου, δηλαδή, να είναι επωφελής και χρήσιμη γι αυτόν. Η δε υλική ή ηθική ωφέλεια πρέπει να επάγεται στον κύριο, κατά την αντικειμενική κρίση του μέσου συνετού ανθρώπου στη συγκεκριμένη περίπτωση, και όχι κατά την υποκειμενική αντίληψη του κυρίου της υπόθεσης ή του διοικητή (ΕφΑθ 8359/2002, ΕλλΔ/νη 46, 268). Για την ύπαρξη του συμφέροντος του κυρίου της υπόθεσης κρίσιμος είναι ο χρόνος ανάληψης της διοίκησης. Επιπλέον, η διοίκηση ξένης υπόθεσης πρέπει να γίνεται κατά την πραγματική θέληση του κυρίου. Πραγματική θέληση υπάρχει, όταν ο κύριος είχε εκφρασθεί για την ανάγκη της ενέργειας της πράξης, αδιαφόρως αν γνώριζε αυτήν ή όχι ο διαχειριστής, ήτοι η ψυχολογική του βούληση, η πραγματικά υφιστάμενη, η οποία πρέπει να έχει εξωτερικευθεί, ρητά ή σιωπηρά (ΕφΑθ 406/2002, δημ. ΤΝΠΔΣΑ). Ο διοικητής οφείλει να προσπαθήσει να βεβαιωθεί για την ύπαρξη πραγματικής θέλησης του κυρίου, γιατί αλλιώς ενεργεί επιζήμια (άρθρ. 731 ΑΚ). Όταν δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της πραγματικής θέλησης του κυρίου, πρέπει να αναζητείται από τον διοικητή η εικαζόμενη θέλησή του, εφόσον αυτός (ο κύριος της υπόθεσης) είχε γνώση της διοίκησης και των συνθηκών. Για την εξεύρεση της εικαζόμενης θέλησης του κυρίου λαμβάνονται υπόψη, όχι οι υποκειμενικές κρίσεις του διοικητή, αλλά οι εν γένει κοινωνικές, οικονομικές και συναλλακτικές συνθήκες, σχέσεις και κρίσεις του κυρίου. Σε περίπτωση, που είναι αδύνατη η εξακρίβωση της πραγματικής ή της εικαζόμενης βούλησης του κυρίου, λαμβάνεται υπόψη μόνο το συμφέρον του, που αποτελεί επικουρικό κριτήριο σε σχέση με τη θέλησή του (βλ. Τασίκα, σε Γ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τομ. Ι, έκδ. 2010, άρθρ. 730, αριθ. 1-34). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 736 ΑΚ, εφόσον ο διοικητής αλλοτρίων ανέλαβε τη διοίκηση ξένης υπόθεσης προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου, έχει δικαίωμα να ζητήσει από αυτόν τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών του, κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Σκοπός της παραπάνω διάταξης είναι να καταστεί αζήμια για τον διοικητή η διοίκηση αλλοτρίων. Αποδοτέες είναι οι για τη διοίκηση γενόμενες αναγκαίες ή επωφελείς δαπάνες προς διεξαγωγή και περάτωση της υπόθεσης, κατά την αντίληψη του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου, ενόψει των συναλλακτικών συνηθειών, των συντρεχουσών περιστάσεων και των διαθέσεων και επιδιώξεων του κυρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 737 ΑΚ, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του προηγούμενου άρθρου, ήτοι σε περίπτωση γνήσιας αθέμιτης διοίκησης αλλοτρίων, ο διοικητής δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την ανόρθωση των ζημιών, μπορεί, όμως, να ζητήσει την απόδοση των δαπανών, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 επ. ΑΚ). Αντίθετα, όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ξένη, πρόκειται για μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, οπότε κατά το άρθρο 739 ΑΚ, με την επιφύλαξη τυχόν ευθύνης του διοικητή από αδικοπραξία, ο διοικητής έχει και τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλοτρίων και, επιπλέον, μπορεί να απαιτήσει τις δαπάνες μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 433/1979, ΝοΒ 27, 1460). Ενόψει των ανωτέρω, στοιχεία της αγωγής (άρθρ. 216 ΚΠολΔ), σε περίπτωση γνήσιας θεμιτής διοίκησης αλλοτρίων (άρθρ. 736 ΑΚ), είναι: α) η διοικηθείσα ξένη υπόθεση, β) η ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντα, ως διοικητή της υπόθεσης, γ) η παθητική νομιμοποίηση του εναγόμενου, ως κυρίου της υπόθεσης, δ) ότι η διοίκηση έγινε αυτοβούλως και χωρίς να έχει σχετική υποχρέωση, ε) ότι ο διοικητής ενήργησε προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, στ) αναλυτικά οι δαπάνες, στις οποίες προέβη ο διοικητής, ζ) αναλυτικά οι ζημίες, που υπέστη από την ανάμιξή του στην ξένη υπόθεση, και η αιτιώδης συνάφεια της διοίκησης προς τη ζημία του και η) αίτημα να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ορισμένο ποσό, νομιμοτόκως από την υπερημερία του εναγόμενου. Αντίθετα, δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής του άρθρου 736 ΑΚ η μνεία της αναγκαιότητας των δαπανών, που ενήργησε ο διοικητής αλλοτρίων, αλλά μόνο η αναφορά ότι αυτές έγιναν προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου της υπόθεσης (ΑΠ 562/2021 δημ. νόμος, ΕφΑθ 1909/2015, ο.π, ΕφΑθ 1915/2006, ΕΔΠ 2011, 324, βλ. και Ι. Κατρά, Αγωγές, Αιτήσεις και Ενστάσεις Ενοχικού Δικαίου Αστικού Κώδικα, έκδ. 2018, § 45, σελ. 917, αριθ. 1-2). Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 332, 324 και 331 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο καλύπτει ως ενιαίο σύνολο ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Ειδικότερα καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε στην έννομη σχέση που αναγνωρίστηκε, β) τη νομική αιτία, ήτοι το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη νόμου που εφάρμοσε και γ) την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ακόμη ότι το δεδικασμένο προκύπτει από την ίδια την απόφαση και όχι από το περιεχόμενο της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της, ή το υπερέβη, ή απομακρύνθηκε από αυτό, διότι δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένες αποφάσεις (ΑΠ 1069/2006, ΑΠ 369/2004, ΑΠ 298/2004 δημ. νόμος).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη τελεσίδικη παραπεμπτική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου θεμελιώθηκε σύμφωνα με το άρθρο 47 του ΚΠολΔ η υλική αρμοδιότητα και από το διατακτικό της απόφασης αυτής υφίσταται δεδικασμένο αφού δεν προσβλήθηκε αυτή με ένδικο μέσο. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  εσφαλμένως εξέτασε εξ αρχής την υλική και τοπική του αρμοδιότητα. Να σημειωθεί με την παραπεμπτική απόφαση δεν κρίθηκε και δεν ήταν αναγκαίο για λόγους οικονομίας της δίκης η νομική βασιμότητα της αγωγής με βάση τη σύμβαση ελλιμενισμού, η οποία πράγματι δεν περιγραφόταν στο δικόγραφο. Όμως η αγωγή περιείχε τα πραγματικά περιστατικά για την υπαγωγή της στα άρθρα περί θεμιτής γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει νόμιμη την αγωγή με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 297,298,730,733,736,737,713,721,722,723, 346 ΑΚ και να εφαρμόσει την τακτική διαδικασία ως προσήκουσα για την εκδίκαση της αγωγής, διαδικασία εξάλλου κατά την οποία αυτή αρχικά είχε εισαχθεί. Η πλημμέλεια αυτή εκτιμάται ότι εμπεριέχεται στον μοναδικό λόγο της κρινόμενης εφέσεως που θα πρέπει να γίνει δεκτός κατά την ουσιαστική βασιμότητα του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να εκδικάσει την υπόθεση (άρθρο 435 του ΚΠολ) κατά την τακτική διαδικασία.

Από την εκτίμηση της μαρτυρικής κατάθεσης της υπεύθυνης οικονομικών υπηρεσιών της Μαρίνας ….. ……… στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της με αριθμό ……/2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς του κατοίκου Πειραιώς …….. ………. συνταξιούχου του πολεμικού ναυτικού, σύμφωνα με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ σύμφωνα με τη με αριθμό 587/13.10.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Γεωργίου Γεωργακάκου και των νομίμως προσκομιζόμενων εγγράφων, τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάµει της από 23-12-2002 συµβάσεως µισθώσεως και παραχώρησης δικαιωµάτων εκµετάλλευσης του Τουριστικού Λιµένα …., η εκκαλούσα µίσθωσε από την εταιρεία µε την επωνυµία «………..» (ήδη µετονοµασθείσα ως «………») τον τουριστικό λιµένα …. και ανέλαβε τη διαχείριση και εκµετάλλευσή του από την 1-1-2003 και για σαράντα έτη. Σύµφωνα µε τα άρθρα 28.1 και 28.2 της ως άνω συµβάσεως η εκµισθώτρια εταιρεία εκχώρησε στην ίδια τις απαιτήσεις της για την καταβολή από 1-1-2003 των τελών ελλιµενισµού όλων των σκαφών. Μεταξύ των σκαφών που ελλιµενίζονταν στον τουριστικό λιµένα Ζέας, συµπεριλαµβανόταν και το υπό ελληνική σηµαία επαγγελµατικό σκάφος αναψυχής «Μ», που ήταν νηολογημένο στο λιµάνι της Ελευσίνας µε αριθµό νηολογίου …., µήκους 21,44 µ., πλάτους 5,50 µ., βυθίσµατος 2,85 µ., ολικής χωρητικότητας 93,24 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 58,02 κόρων που µέχρι την 23-11-2016 που εκπλειστηριάστηκε, ανήκε στην πλήρη κυριότητα, νοµή και κατοχή της µονοπρόσωπης ναυτιλιακής εταιρείας περιορισµένης ευθύνης µε την επωνυµία «…………..», και ότι επειδή η ως άνω πλοιοκτήτρια εταιρεία αρνήθηκε να της καταβάλει τα οφειλόµενα τέλη ελλιµενισµού, η εκκαλούσα πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 86/2010 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, δυνάµει της οποίας επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί του σκάφους, απαγορεύθηκε ο απόπλους του σκάφους από τον τουριστικό λιµένα της ……. και στις 23-11-2016 το σκάφος εκπλειστηριάστηκε ενώπιον του συµβολαιογράφου Πειραιά ………… και κατακυρώθηκε στην πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία. Να σημειωθεί ότι στο γραφείο υποδοχής της Μαρίνας υπάρχει ο τιμοκατάλογος με τις σχετικές χρεώσεις. Το σκάφος είχε ανάγκη κατανάλωσης νερού και ρεύματος. Κατά το χρονικό διάστηµα που µεσολάβησε από την ανάδειξη της πρώτης εφεσίβλητης ως υπερθεµατίστριας και την κατακύρωση σε αυτή του εκπλειστηριασθέντος σκάφους και ως τις 24-2-2017 που η τελευταία αποµάκρυνε το σκάφος από τον τουριστικό λιµένα …….., η εκκαλούσα παρείχε νερό και ρεύμα και υπηρεσίες ελλιµενισµού στο σκάφος από τις οποίες προκύπτουν και δαπάνες κοινοχρήστων, για λογαριασµό κι επωφελεία της πρώτης εφεσίβλητης προκειµένου αυτό να µην υποστεί βλάβη και να διατηρηθεί στην κατάσταση που βρισκόταν προς εκπλήρωση του προορισµού του, ήτοι από τις 23-11-2016 έως τις 24-2-2017. Τα μηνιαία τέλη ελλιμενισμού του προαναφερόμενου σκάφους, σύμφωνα με το τιμολόγιο του τουριστικού λιμένα ………… και τις διαστάσεις αυτού (του σκάφους), καθορίσθηκαν, δυνάμει του με αριθμό 104/17.11.2015 πρακτικού – απόφασης του Δ.Σ. της εκκαλούσας α. στο ποσό των 1.264,00 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 24%, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 31.12.2016 και β. στο ίδιο ως άνω ποσό των 1.264,00 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24%, για το χρονικό διάστημα 1.1.2017 έως 31.12.2017. Τα προαναφερόμενα τέλη ελλιμενισμού στον τουριστικό λιμένα …….. για τα έτη 2011 – 2014 έχουν εγκριθεί με την υπ’ αριθμ. 2714/2011 απόφαση του Υφυπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β’ 421/16.3.2011, προϋπόθεση (έγκριση των τιμολογίων ελλιμενισμού από τον υπουργό) που, δυνάμει της υποπερ. 6α της υποπαρ. ΣΤ15 της παρ. ΣΤ του πρώτου άρθρου του ν. 4254/ 2014, από την 7η Απριλίου 2014, καταργήθηκε. Τα τέλη αυτά  θεωρούνται δαπάνες της διοικήτριας εκκαλούσας και είναι αποδοτέες σύμφωνα με τις διατάξεις της εντολής που εφαρμόζονται στη γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων, καθώς θεμιτή γνήσια διοίκηση υπάρχει εν προκειμένω αφού η εκκαλούσα διεξήγε την υπόθεση σαν ξένη, και ανέλαβε τη διαχείριση προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη βούληση της πρώτης εφεσιβλήτου πλειοδότριας που απέκτησε την κυριότητα του σκάφους δια πλειστηριασμού, και συνεπώς δεν έχει επιρροή το γεγονός ότι δεν καταρτίστηκε σύμβαση ελλιμενισμού μεταξύ των διαδίκων μερών, όπως αναφέρει ο ενόρκως βεβαιώσας μάρτυρας ανταπόδειξης, διότι τα τέλη αυτή είναι οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η διοικήτρια ξένης υπόθεσης εκκαλούσα προκειμένου να διατηρήσει το σκάφος στην προσήκουσα κατάσταση για την υπερθεματίστρια πρώτη εφεσίβλητη και είναι αποδοτέες κατά τις διατάξεις της γνήσιας θεμιτής διοικησης αλλοτρίων (άρθρο 736 του ΑΚ), χωρίς να χρειάζεται εντολή για την πραγματοποίηση αυτών  Να σημειωθεί πάντως εκ περισσού ότι σύμφωνα με τη μάρτυρα απόδειξης πριν τον πλειστηριασμό η εκκαλούσα  είχε ενημερώσει εκπρόσωπο του δευτέρου εφεσιβλήτου εκπροσώπου της πρώτης για τις χρεώσεις και ότι διαφορετικά θα έπρεπε το σκάφος να απομακρυνθεί άμεσα από τη μαρίνα. Όμως αν και η πρώτη εφεσίβλητη είχε πλέον εξασφαλίσει την διατήρηση της καλής κατάστασης του άνω σκάφους και του αξιόπλοου αυτού, που είχαν επιτευχθεί μέσω της μέριμνας και επιμέλειας της διοικήτριας δεν της κατέβαλε τις δαπάνες αυτές  και της οφείλει για το χρονικό διάστημα από 23.11.2016 έως 24.2.2017, δαπάνες τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.172,29 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24%, και τούτο παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις. Οι δαπάνες αυτές αναλύονται ως εξής: α. για το χρονικό διάστημα από 23.11.2016 έως 31.1.2017 το ποσό των [(1.264,00 ευρώ : 30 ημέρες= 42,13 ευρώ Χ 9 ημέρες (από 23.11.2016-30.11.2016)= 379,17 + 91,01 (ΦΠΑ 24%)= 470,18+ (1.264,00 Χ 2 μήνες (από 1.12.2016 έως 31.1.2017)= 2.528,00 + 606,72 (ΦΠΑ 24%)=) 3.134,72=] 3.604,90 ευρώ, β. για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 28.2.2017 το ποσό των [(1.264,00 ευρώ Χ 1 μήνα= 1.264,00 + 303,36 (ΦΠΑ 24%)=] 1.567,36 ευρώ, και η συνολική οφειλή ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (3.604,90 + 1.567,36 =) 5.172,26 ευρώ στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Να σημειωθεί ότι η αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο διότι δεν είναι εφαρμοστέα η αναφερόμενη στην αγωγή διάταξη του ειδικού κανονισμού λειτουργίας του τουριστικού λιμένα ………, που εγκρίθηκε με τη με αριθμό 14350/2008 απόφαση του κ. Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης [(ΦΕΚ 1476/Β/28.7.2008) λόγω ελλείψεως σύμβασης ελλιμενισμού. Ακολούθως η πρώτη εφεσίβλητη οφείλει μετά την κοινοποίηση της από 28.2.2017 εξώδικης δήλωσης να καταβάλει στην εκκαλούσα το ποσό των 5.172,29 ευρώ εντόκως όμως αφότου επιδόθηκε η αγωγή κατά το νόμιμο αγωγικό αίτημα (άρθρο 346 του ΑΚ) . Ακολούθως των ανωτέρω και αφού διαταχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία κατά την οποία εξάλλου είχε εισαχθεί η υπόθεση, και το Μονομελές Πρωτοδικειο μπορούσε κατ’άρθρο 47 του ΚΠολΔ να τη δικάσει, η δε υλική αναρμοδιότητα δεν θα ελεγχόταν από αυτό το δικαστήριο διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν ανώτερο του Ειρηνοδικείου, θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η με αριθμό ………../2017 αγωγή στην ουσία της και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη εφεσίβλητη να καταβάλει στην ενάγουσα εκκαλούσα το συνολικό ποσό των 5.172,26 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή (άρθρο 346 του ΚΠολΔ) ενώ η αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο εναγόμενο, χωρίς να χειροτερεύει η θέση της εκκαλούσας αφού η πρωτοβάθμια απόφαση έχει εξαφανιστεί (βλ. άρθρο 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Ακολούθως όταν εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται ολικώς και το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998 ΕλΔικ 39, 825, ΕφΠειρ 808/2009 ΕΝΔ 39, 258). Επειδή η έφεση έγινε δεκτή κατ’ουσίαν θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου εφέσεως με αριθμό …………/2020 ύψους 100 ευρώ στην καταθέσασα εκκαλούσα σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων 13.7.2020 με αριθμό κατάθεσης ………/2020 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1254/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 23.5.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 αγωγής

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………/2020 ποσού 100 ευρώ στην καταθέσασα εκκαλούσα

Εξαφανίζει τη με αριθμό 1254/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί και Αναδικάζει την υπόθεση επί της με αριθμό ………../2017 αγωγής

Διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία

Απορρίπτει τη με αριθμό ………./2017  αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο

Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό ………../2017 αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη

Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων εκατόν εβδομήντα δύο ευρώ και είκοσι έξι λεπτών του ευρώ (5.172,26) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    19 Ιανουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ