Αριθμός 106 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 παρ. 1-2 και 524 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ` έφεση δίκη, εφαρμόζονται, ως προς την έφεση, οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι` αυτή. Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. 1 και 2, 271 του ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 του ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ` ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (βλ. ΟλΑΠ 16/1990 ΕλλΔνη 41.804, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 467/2016, Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 62/2017, Νόμος, ΤριμΕφΛαρ 11/2016, ΤριμΕφΛαρ 27/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της υποθέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Επί της από 11.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……….. αγωγής της εφεσίβλητης-ενάγουσας που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στρεφομένης κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, εκδόθηκε, ερήμην της τελευταίας, η με αριθμό 5227/2017 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχτηκε την αγωγή, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ αυτή. Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγόμενη άσκησε την από 19.1.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. έφεσή της, της οποίας ορίσθηκε δικάσιμος, με επιμέλεια της εφεσίβλητης, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (17.1.2019), κατά την οποία η εκκαλούσα κλητεύθηκε από την ως άνω επισπεύσασα τη συζήτηση της εφέσεως, αντίδικό της, με εμπρόθεσμη επίδοση σε αυτήν αντιγράφου της εφέσεως, περιέχοντος κλήση για να παραστεί στην ως άνω ορισθείσα δικάσιμο (βλ.σχ.υπ.αριθμ. ….. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………..). Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα δεν εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο, σε αντίθεση με την προσηκόντως παρασταθείσα εφεσίβλητη. Επομένως, εφόσον η εκκαλούσα ερημοδικεί, πρέπει η ένδικη έφεσή της, κατά την παραγρ.3 του άρθρου 524 ΚΠολΔ , σύμφωνα και με τα εκτεθέντα εκτενώς στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να απορριφθεί, χωρίς περαιτέρω έρευνα αυτής. Περαιτέρω, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως διάδικος που ηττήθηκε, κατ` αποδοχή σχετικού αιτήματος της τελευταίας (αρθρ. 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να καθορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (αρθρ. 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεώς της, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εκκαλούσας.
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ανακοπής ερημοδικίας ποσού διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας κατά την άσκηση της εφέσεώς της με το e-παράβολο με κωδικό …/.. .
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις 19-2-2019, απόντων των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εφεσίβλητης.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ