ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 74/2023
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη Εφέτη, Ηλία Σταυρόπουλο Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της εκκαλούσας : Εταιρείας …………., ως μη δικαιούχου διαδίκου και διαχειρίστριας απαιτήσεων της εταιρείας ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Μαρία Γιαννακογιώργου με έγγραφη δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).
Του εφεσιβλήτου : ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ευαγγελία Κωτσίδου με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. ……../2020 ανακοπή κατά της υπ’ αρ. ……../2019 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω δικαστήριο με την με αρ. 2652/2021 απόφαση έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 3.2.2022 (αρ κατ. στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………./2022) έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί (με την με αρ. εκθ. κατ. στο Εφετείο ………../2022) τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.
Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση εναντίον της υπ’ αρ. 2652/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2 e-παράβολο …………/2022). Είναι λοιπόν τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Με την υπό κρίση έφεσή της η εκκαλούσα ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που, με πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, έκανε δεκτή την ανακοπή του εφεσιβλήτου κατά της υπ’ αρ. …./2019 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας επί τη βάσει συμβάσεως δανείου με αλληλόχρεο λογαριασμό, προκειμένου αυτή (η ανακοπή) να απορριφθεί και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής.
Με την ανακοπή του ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί : α) γιατί εκδόθηκε χωρίς να έχει γίνει καταγγελία της δανειακής σύμβασης, β) γιατί η επιδικασθείσα απαίτηση είναι μη βέβαιη και ανεκκαθάριστη, επειδή σ’ αυτήν ενσωματώνονται τόκοι υπερημερίας και συμβατικοί τόκοι που ήδη έχουν υποπέσει σε παραγραφή, γ) γιατί εκδόθηκε για απαίτηση που απορρέει από σύμβαση δανείου που συνάφθηκε για αιτία εν γνώσει της πιστώτριας παράνομη και άκυρη, ήτοι για την απαγορευμένη από τον νόμο αγορά από τον ανακόπτοντα ενός ακινήτου, τμήμα του οποίου φέρει δασικό χαρακτήρα (Ν. 998/1979) και επί του οποίου κείται αυθαίρετη κατοικία (Ν. 1337/1983), άλλως γιατί καταρτίστηκε η σύμβαση δανείου από ουσιώδη πλάνη του ανακόπτοντος, επειδή αγνοούσε τα ως άνω πραγματικά ελαττώματα του προς αγορά ακινήτου, άλλως γιατί η πιστώτρια απέκρυψε δολίως τα ανωτέρω, τα οποία καλώς γνώριζε, από τον ανακόπτοντα, προκειμένου να τον βλάψει επ’ ωφελεία της, άλλως επειδή η σύμβαση δανείου είναι άκυρη ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, επειδή ο ανακόπτων δεν ωφελήθηκε σε τίποτα από την αγορά του ακινήτου για την οποία δανειοδοτήθηκε, δ) γιατί η άσκηση του δικαιώματος της εκκαλούσας καθ’ ης για είσπραξη της απαίτησής της από το δάνειο είναι καταχρηστική, επειδή η πιστώτρια παρέλειψε, δολίως άλλως από αμέλεια, να ενημερώσει τον εφεσίβλητο ανακόπτοντα για τα ως άνω ουσιώδη ελαττώματα του ακινήτου, ε) γιατί χωρίς να υπάρχει σχετικός όρος στη σύμβαση δανείου, η πιστώτρια προέβη στην προσαύξηση του επιτοκίου της χορηγηθείσης πιστώσεως με το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 και τον γενόμενο με βάση και αυτή υπολογισμό των τόκων και στον ανατοκισμό αυτών, στ) γιατί περιλήφθηκαν στην δανειακή σύμβαση άκυροι κατ’ άρθρο 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994, προδιατυπωμένοι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), που επέφεραν σημαντική και ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του ανακόπτοντος, οι οποίοι (όροι) καθιστούν τη σύμβαση ολικά άκυρη, ζ) γιατί περιλήφθηκε στη σύμβαση σχετικός όρος που επέτρεπε στην πιστώτρια να μεταβάλλει το επιτόκιο χωρίς ειδικά καθορισμένα και εύλογα κριτήρια, εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή, ο οποίος είναι άκυρος, αφού με τον τρόπο αυτό παραβιάζεται η θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια, η οποία διέπει το δίκαιο των Γ.Ο.Σ., και ότι, συνακόλουθα, είναι άκυρη και η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, καθόσον, όπως ισχυρίστηκαν, εξ αιτίας της ακυρότητας του ως άνω όρου, η απαίτηση της καθ’ ης περιλαμβάνει και παράνομους τόκους, αυτούς δηλαδή που ερείδονται στον άκυρο αυτό όρο, με αποτέλεσμα να μην είναι εκκαθαρισμένη, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή κατ’ ουσίαν την ανακοπή (α’ λόγο) και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεχόμενο ότι, κατά το χρόνο έκδοσης αυτής, δεν αποδείχθηκε εγγράφως η καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης (διαδικαστικό απαράδεκτο για την έκδοση της διαταγής πληρωμής).
Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν παραδεκτά και επικαλούνται με τις προτάσεις τους και τις υπ’ αρ. …, …/8.4.2021 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβ/φου Αθηνών, ……….., που προσκομίζει με επίκληση ο εφεσίβλητος και οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την υπ’ αρ. …./5.4.2021 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμ. ……..) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ’ αρ. ………./19.7.2007 σύμβασης στεγαστικού δανείου και των από 19.7.2007 a & b, 14.7.2011 b & c, 29.2.2012 d & e, συνολικά έξι προσθέτων πράξεων αυτής, η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..», απώτατη δικαιοπάροχος της «………..», την απαίτηση της οποίας διαχειρίζεται η καθ’ ης, χορήγησε στον ανακόπτοντα έντοκο δάνειο 350.000 ευρώ, για την αγορά εξοχικής κατοικίας στην περιοχή «………» της νήσου Πάρου. Για την εξυπηρέτηση του δανείου συμφώνησαν στην τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού. Επειδή όμως ο ανακόπτων δεν ήταν συνεπής στην αποπληρωμή του δανείου, η πιστώτρια τράπεζα του επέδωσε την 8.11.2012 το από 1.11.2012 εξώδικο έγγραφο με το οποίο δήλωσε ότι από την 12.11.2012 καταγγέλλει την επίδικη σύμβαση δανείου, κλείνει τον τηρούμενο προς εξυπηρέτηση αυτής αλληλόχρεο λογαριασμό και κάλεσε τον ανακόπτοντα στην ολοσχερή εξόφληση της οφειλής, που ανερχόταν στο ποσό των 329.913,12 ευρώ. Ο ανακόπτων δεν εξόφλησε την οφειλή, πλην όμως κατόπιν άτυπης προφορικής συμφωνίας της πιστώτριας και του εφεσιβλήτου τα αποτελέσματα της καταγγελίας δεν ίσχυσαν. Το ποσό του δανείου δεν απαιτήθηκε, ο λογαριασμός δεν έκλεισε και ο εφεσίβλητος προέβη σε μερικές τμηματικές καταβολές, την 12.11.2012, την 21.11.2012 και την 31.12.2012, συνολικού ύψους 2.284,16 ευρώ, που καταχωρήθηκαν στον τηρούμενο αλληλόχρεο λογαριασμό. Έκτοτε, όμως, ο εφεσίβλητος δεν προέβη σε ουδεμία καταβολή και έτσι η πιστώτρια επέδωσε στον ανακόπτοντα την 31.1.2013 την από 29.1.2013 όμοια με την προηγούμενη εξώδικη δήλωσή της. Με αυτή κατήγγειλε το δάνειο και έκλεισε τον τηρούμενο λογαριασμό, ζητώντας την ολική εξόφληση του ποσού, που, κατά το χρόνο εκείνο είχε ανέλθει στο χρηματικό ποσό των 329.175,15 ευρώ. Το ότι η τελευταία ως άνω εξώδικη δήλωση επείχε θέσει καταγγελίας, σύμφωνα με τη αληθινή βούληση της πιστώτριας, συνάγεται από το όλο πνεύμα του κειμένου αυτής («κλείνουμε… τη χρήση της σύμβασης δανείου…και το λογαριασμό που τηρήθηκε…λόγω της εκ μέρους σας παράβασης των όρων της σύμβασης…παρακαλούμε…να εξοφλήσετε αμέσως την οφειλή σας…»), χωρίς προσήλωση στις λέξεις (ΑΚ 173). Επέφερε δε αυτή τα έννομα αποτελέσματά της, ήτοι την υποχρέωση του εφεσιβλήτου να εξοφλήσει το δάνειο, αφού η σύμβαση δανείου εξακολουθούσε να μην έχει καταγγελθεί, αφού τα αποτελέσματα της πρώτης καταγγελίας (της από 1.11.2012), με κοινή άτυπη συμφωνία της πιστώτριας και του εφεσιβλήτου, είχαν αρθεί (ΑΠ 1076/2010, ΑΠ 1487/2006, ΑΠ 1473/2003 δημ ΝΟΜΟΣ). Ο εφεσίβλητος δεν εξόφλησε το δάνειο και η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», στην οποία εν τω μεταξύ είχε μεταβιβαστεί νομίμως το επίδικο δάνειο, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ’ αρ. 122/2019 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος του εφεσιβλήτου, με την οποία ο τελευταίος υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των 406.548,52 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων προς εξόφληση της ληξιπρόθεσμης απαίτησής της εκ της ως άνω σύμβασης δανείου. Προς απόδειξη της καταγγελίας η αιτούσα την έκδοση Διαταγής Πληρωμής προσκόμισε την με αρ. …/31.3.2013 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμ. ……………, από την οποία συνάγεται επίδοση προς τον εφεσίβλητο της από 29.1.2013 εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης. Επομένως, κατά το χρόνο που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αποδείχθηκε εγγράφως η καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε το αντίθετο, υπολαμβάνοντας ότι η σύμβαση είχε ήδη λυθεί με την πρώτη εξώδικη καταγγελία (την από 1.11.2012), την οποία δεν επικαλούταν και δε προσκόμισε η τράπεζα για την έκδοση διαταγής πληρωμής, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, γι’ αυτό και θα πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση και να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ανακοπής, ως προς τη νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα. Περαιτέρω, ενόψει των ανωτέρω διαλαμβανομένων, ο υπό στοιχ. α’ λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Σε σχέση με τον υπό στοιχ. β’ λόγο ανακοπής αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, γιατί ο ανακόπτων εφεσίβλητος δεν εξειδικεύει συγκεκριμένα κονδύλια τόκων που έχουν υποπέσει σε παραγραφή και ποια όχι. Σε σχέση με τους υπό στοιχ. γ’ και δ’ λόγους ανακοπής, αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμοι. Και αυτό γιατί η αιτία για την οποία καταρτίζεται η σύμβαση δανείου είναι η χρήση του δανείσματος από τον πιστούχο. Ο σκοπός για τον οποίο ο τελευταίος λαμβάνει το δάνειο δεν ενδιαφέρει και δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης δανείου. Έτσι ο ανακόπτων δεν βρισκόταν σε πλάνη κατά την κατάρτιση της ένδικης δανειακής σύμβασης. Χρηματικό ποσό ως δάνειο ήθελε, αυτό συμφώνησε με την αντισυμβαλλόμενη πιστώτρια τράπεζα και αυτό έλαβε. Ο σκοπός για τον οποίο το πήρε δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, γιατί αφορά τα παραγωγικά αίτια της βούλησης και η οποιαδήποτε πλάνη του που αναφέρεται σ’ αυτά δεν είναι ουσιώδης (ΑΚ 140, 141 και 143). Η δε τράπεζα δεν προέκυψε ότι γνώριζε τυχόν ελαττώματα του ακινήτου που σκόπευε να αγοράσει με το ποσό του δανείου ο ανακόπτων. Ούτε άλλωστε είχε και σχετική υποχρέωση, για την εγκυρότητα της κατάρτισης της δανειακής σύμβασης, να ερευνήσει και να πληροφορήσει τον αντισυμβαλλόμενό της ανακόπτοντα σχετικά με την έλλειψη ελαττωμάτων του προς αγορά ακινήτου, ούτε και διαβεβαίωσε ποτέ τον ανακόπτοντα ότι το εν λόγω ακίνητο δεν ήταν δασικό και το κτίσμα του δεν ήταν αυθαίρετο. Επιπλέον δε, το όφελος του ανακόπτοντα από την ένδικη σύμβαση δανείου είναι το ποσό του δανείου που έλαβε και όχι η αξία του ακινήτου που αγόρασε με το δάνεισμα, για δε την τράπεζα το όφελος συνίσταται στο ποσό του τόκου που συμφώνησαν ότι δικαιούται να λάβει η πιστώτρια και αυτό, ως αντιπαροχή, δεν είναι σε φανερή δυσαναλογία με το ποσό του δανείου, ούτε εξάλλου ο ανακόπτων επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει κάτι τέτοιο. Επομένως η δανειακή σύμβαση δεν ήταν αντίθετη στα χρηστά ήθη ως καταπλεονεκτική. Σε σχέση με το υπό στοιχ. ε’ λόγο ανακοπής, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, αφού, η χρέωση και μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 είναι νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 669/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 δημ ΝΟΜΟΣ). Σε σχέση με τον υπό στοιχ. στ’ λόγο ανακοπής αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, γιατί ο ανακόπτων δεν αναφέρει αν η πιστώτρια τράπεζα έκανε χρήση των καταχρηστικών όρων, που επικαλείται και, αν ναι, με ποιο τρόπο επιβάρυνε την οφειλή του. Ούτε εξειδικεύει το χρηματικό ποσό που επιτάσσεται να καταβάλει με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, το οποίο είναι άκυρο εξαιτίας της χρήσης των καταχρηστικών όρων συναλλαγής εκ μέρους της τράπεζας. Ειδικότερα δεν εξειδικεύει το χρηματικό ποσό που παρανόμως ωφελήθηκε η πιστώτρια, σε κάθε περίπτωση ολικής ή μερικής καθυστέρησης πληρωμής από τον πιστούχο και με ποιο ποσοστό αθέμιτου και παράνομου τόκου χρεώθηκε η οφειλή του που δεν θα έπρεπε. Ούτε αναφέρει ως προς ποιο ποσό θα ήθελε να αμφισβητήσει την οφειλή στην υπ’ αρ. …. ./b/4.7.2011 πρόσθετη πράξη για τη ρύθμιση των οφειλών, που συμφώνησαν με την τράπεζα, και εκείνος παραιτήθηκε από το δικαίωμα αμφισβήτησης αναγκαστικά βάσει του επικαλούμενου καταχρηστικού όρου, ο οποίος βέβαια δεν τον δεσμεύει ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού μπορούσε με την ανακοπή του να αμφισβητήσει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό εξειδικεύοντάς το. Σε σχέση με τον υπό στοιχ. ζ’ λόγο ανακοπής αυτός είναι αόριστος και απορριπτέος, αφενός μεν διότι δεν αναφέρεται, αν η καθ’ ης έκανε χρήση του πιο πάνω όρου και μετέβαλε κατά τη διάρκεια της σύμβασης το αρχικώς καθορισθέν επιτόκιο, δηλαδή δεν αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά αύξησης του βασικού επιτοκίου μονομερώς από την πιστώτρια Τράπεζα, αφετέρου δε διότι η έκθεση των περιστατικών, προς θεμελίωση του ανωτέρω λόγου, δεν γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα. Ειδικότερα, ο ανακόπτων, επικαλείται ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, αρκούμενος σε γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης της καθ’ ης χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένο κονδύλιο ή κονδύλια, με τα οποία επιβαρύνθηκε για την πιο πάνω αιτία η οφειλή του με παράνομους τόκους. Έτσι δεν συνδέεται η ακυρότητα του ανωτέρω όρου, κατά ορισμένο και σαφή τρόπο, με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, ώστε, σε περίπτωση που κριθεί βάσιμος ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής, να μειωθεί το συνολικό ποσό της απαίτησης που επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής μόνον κατά το ποσό κατάλυσης της οφειλής και να μπορέσει το δικαστήριο της ανακοπής να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, κατά το επί πλέον αυτό ποσό που ο ανακόπτων διατάχθηκε να πληρώσει στην πιστώτρια τράπεζα, αφού στην περίπτωση αυτή η διαταγή πληρωμής δεν είναι άκυρη στο σύνολό της (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 105/2019 δημ ΝΟΜΟΣ).
Μετά τα ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς εξέταση πρέπει η ανακοπή να απορριφθεί και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής. Το παράβολο της έφεσης πρέπει να επιστραφεί στον καταθέσαντα και η δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας καθ’ ης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εφεσίβλητου ανακόπτοντος (ΚΠολΔ 183, 176).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 2652/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της ανακοπής.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Επικυρώνει την υπ’ αρ. ……/2019 Διαταγή Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.
Καταδικάζει τον εφεσίβλητο ανακόπτοντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας καθ’ ης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε είκοσι μία χιλιάδες (21.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 20-1-2023 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 31-1-2023 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ