ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 75/2023
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη, Εφέτη, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α. Του εκκαλούντος : …….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ελένη Φρουδάκη με έγγραφη δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).
Της εφεσίβλητης : ………. η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου, Παναγιώτη Παπασπυρίδη.
Β. Της εκκαλούσας : ………… ως ειδικής και καθολικής διαδόχου της αποβιωσάσης ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Σπανό με έγγραφη δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).
Της εφεσίβλητης : ………. η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου, Παναγιώτη Παπασπυρίδη.
Η εφεσίβλητη άσκησε την με αρ. κατ. …./2008 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που ζήτησε να γίνει δεκτή.
Το Δικαστήριο με τη με αριθμό 1991/2020 οριστική του απόφαση δέχθηκε την αγωγή.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν οι εκκαλούντες με τις με αρ. κατ. ……../2021 και ……/2022 εφέσεις τους, οι οποίες ορίστηκαν να συζητηθούν (αρ. κατ. στο Εφετείο Πειραιώς ……../2021 και ………../2022, αντίστοιχα) τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ’ αρ. 1991/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, πρέπει να συνεκδικαστούν, αφού προσβάλουν την ίδια απόφαση, αφορούν τους ίδιους διαδίκους και έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης. Ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 2), με την κατάθεση των σχετικών παραβόλων (…………/2021 και ……/2022). Είναι, επομένως, τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους.
Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, έχουσα ληξιπρόθεσμη χρηματική απαίτηση εναντίον του πρώτου εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, ύψους 338.102 ευρώ, από αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, άλλως, επικουρικώς, από άτοκο δάνειο, ζήτησε τη διάρρηξη της αναφερόμενης στην αγωγή εξ επαχθούς αιτίας απαλλοτρίωσης του μοναδικού του ακινήτου προς την αρχική διάδικο εναγόμενη …………., μετά το θάνατο της οποίας (28.1.2015) στη δικονομική της θέση, ήδη από τον πρώτο βαθμό, υπεισήλθε η εκκαλούσα, που συνεχίζει τη δίκη, επειδή αυτή (η απαλλοτρίωση) έγινε προς βλάβη της, προκειμένου να ματαιώσει την ικανοποίηση της αξίωσής της, αφού η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί προς τούτο. Ο εναγόμενος εκκαλών αρνήθηκε την αγωγή και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι αυτή είναι αόριστη και σε κάθε περίπτωση έχει παραγραφεί εν επιδικία. Η εναγόμενη εκκαλούσα επίσης αρνήθηκε την αγωγή και ισχυρίστηκε ότι η συζήτηση έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω μη τήρησης της διαδικασίας της διάταξης του άρθρου 214Α του ΚΠολΔ, που ίσχυε τότε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή και με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις των εναγομένων εκκαλούντων, έκανε δεκτή αυτήν και απήγγειλε τη διάρρηξη της επίδικης απαλλοτρίωσης υπέρ της ενάγουσας εφεσίβλητης, καταδικάζοντας τους εναγόμενους στα δικαστικά έξοδα. Οι εκκαλούντες με τις υπό κρίση εφέσεις τους παραπονούνται κατά της απόφασης αυτής, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την απόρριψη της αγωγής και την καταδίκη της ενάγουσας εφεσίβλητης στη δικαστικής τους δαπάνη. Ειδικότερα, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η αγωγή ήταν αόριστη και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, γιατί η ενάγουσα εφεσίβλητη δεν ανέφερε τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο κατάρτισης της σύμβασης χρηματοδότησης, στην οποία, όπως ισχυρίζεται η ίδια, με απατηλά μέσα την παραπλάνησε να προβεί ο εκκαλών ζημιώνοντάς την προς όφελός του παράνομα. Επιπλέον δε, πρόβαλε την ένσταση της εν επιδικία παραγραφής του δικαιώματος της ενάγουσας για διάρρηξη της επίδικης απαλλοτρίωσης επειδή, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στην έφεσή του, η αρχική δικάσιμος της αγωγής ορίστηκε την 21.10.2009, οπότε και αναβλήθηκε για τις 23.2.2011, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τις 22.2.2012, οπότε και πάλι αναβλήθηκε για τις 12.3.2014, οπότε και ματαιώθηκε. Από την παρέλευση εξαμήνου από την τελευταία διαδικαστική πράξη, που, κατά τον εκκαλούντα, είναι η αναβολή της 22.2.2012, αφού, κατ’ αυτόν, η ματαίωση της συζήτησης δεν θεωρείται διαδικαστική πράξη, μέχρι την από 25.2.2019 κλήση για νέα συζήτηση που του επιδόθηκε στις 7.3.2019, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας και επομένως η αξίωση της ενάγουσας για διάρρηξη της απαλλοτρίωσης παραγράφηκε εν επιδικία. Επιπλέον, η εκκαλούσα εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη, γατί η ενάγουσα δεν τήρησε τη τότε ισχύουσα διαδικασία του άρθρου 214Α ΚΠολΔ, αφού δεν της επέδωσε μαζί με την κλήση για συζήτηση της υπόθεσης και πρόσκληση για απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, αλλά, αντ’ αυτού, της επέδωσε ξεχωριστή εξώδικη πρόσκληση προς τούτο.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, αυτός πρέπει να απορριφθεί, γιατί η ενάγουσα εφεσίβλητη περιέγραψε επαρκώς τον τρόπο με τον οποίο ο εναγόμενος εκκαλών την έπεισε να χρηματοδοτήσει την επιχείρηση που αυτός διέθετε στη Κεντρική Λαχαναγορά στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, αναφέροντας τις επιμέρους χρηματικές καταβολές που έκανε, κατά ημερομηνία με μετρητά και τραπεζικές καταθέσεις, παρουσιάζοντάς της εν γνώσει του ψευδώς ότι επρόκειτο για μια οικονομικά εύρωστη, δυναμικά εξελισσόμενη επιχείρηση, με επενδυτικό ενδιαφέρον, αποκομίζοντας έτσι ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία της ενάγουσας, την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως αποζημίωση εξ αδικοπραξίας να απαιτήσει εναντίον του. Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί εν επιδικία παραγραφής της αξίωσης για διάρρηξη της απαλλοτρίωσης, αυτός πρέπει επίσης να απορριφθεί, ως μη νόμιμος, αφού η τελευταία διαδικαστική πράξη, από την οποία μετά παρέλευσης εξαμήνου εκκινεί ο χρόνος παραγραφής είναι η ματαίωση της συζήτησης της αγωγής στις 12.3.2014 (ΚΠολΔ 260, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 102 παρ. 4 Ν.4139/2013,ΦΕΚ Α 74/20.3.2013) και από τότε (12.9.2014, ήτοι μετά παρέλευση εξαμήνου) έως 7.3.2019 που επιδόθηκε η κλήση για συζήτηση, όπως συνομολογεί ο εκκαλών, δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Σε σχέση με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας περί μη τήρησης στο πρώτο βαθμό της διαδικασίας του άρθρου 214Α ΚΠολΔ, που ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, και αυτός πρέπει να απορριφθεί, αφού η ξεχωριστή εξώδικη πρόσκληση για απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, αντί για επίδοση αυτής μαζί με την κλήση για συζήτηση της υπόθεσης, δεν απαγορεύεται από τη σχετική διάταξη του άρθρου 214Α ΚΠολΔ, αφού και έτσι επιτυγχάνεται ο σκοπός της διάταξης και ουδόλως προκαλείται οποιαδήποτε δικονομική βλάβη στην εναγόμενη εκκαλούσα, την οποία άλλωστε η ίδια δεν προσδιορίζει.
Από τα έγγραφα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι με τις προτάσεις τους, καθώς επίσης και την υπ’ αρ. ……/20.3.2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, πριν τη λήψη της οποίας κλητεύθηκε, για να παραστεί νομότυπα και εμπρόθεσμα η εφεσίβλητη (βλ. την υπ’ αρ. …………./15.3.2019 έκθ. επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ……..), είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, που νομίμως προσκομίζουν επικαλούμενοι με τις προτάσεις τους οι εφεσίβλητοι, αποδείχτηκαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά : Με το υπ’ αρ. ………/15.10.2001 καταστατικό συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών ………. συστάθηκε η εταιρεία «…………..» έχουσα ως επιχειρηματικό αντικείμενο την εμπορία οπωροκηπευτικών, φρούτων και συναφών αγροτικών προϊόντων. Στην ως άνω εταιρεία συμμετείχε ο εκκαλών με μία μερίδα συμμετοχής αποτελούμενη από 540 εταιρικά μερίδια επί συνόλου 1.000 και ο …………… με μία μερίδα συμμετοχής αποτελούμενη από τα υπόλοιπα 360 εταιρικά μερίδια. Η εταιρεία διατηρούσε δύο καταστήματα χονδρικής πωλήσεως εντός της Κεντρικής Λαχαναγοράς στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής. Η εφεσίβλητη εργάστηκε στην ως άνω εταιρεία ως υπάλληλος γραφείου, από τον Νοέμβριο του 2005 έως τον Αύγουστο του 2006. Ο εκκαλών, γνωρίζοντας ότι η ίδια επιθυμούσε να ασχοληθεί επιχειρηματικά στον ίδιο τομέα εμπορίας της παραπάνω εταιρεία, αφού της παρουσίασε την εταιρεία του, ως μια οικονομικά εύρωστη και δυναμικά εξελισσόμενη εταιρεία με μεγάλο κύκλο εργασιών, της πρότεινε όπως τον χρηματοδοτήσει ατομικά με άτοκα δάνεια και εκείνος σε αντάλλαγμα θα της μεταβίβαζε μέχρι τον Αύγουστο του 2007 τα εταιρικά του μερίδια. Οι ως άνω όμως παραστάσεις του εκκαλούντος ήταν ψευδείς, αφού η εταιρεία του στην πραγματικότητα ήταν χρεωμένη, όφειλε σε προμηθευτές της και στη Δ.Ο.Υ. και αδυνατούσε να καλύψει τις υποχρεώσεις της έναντι των τρίτων και αυτό ήταν σε πλήρη γνώση του εκκαλούντος. Η εφεσίβλητη πείσθηκε στις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις του και εντός του χρονικού διαστήματος από 1.8.2006 έως 3.8.2007, κατέβαλε στον ίδιο ατομικά τα εξής ποσά : α) την 8.8.2006, το ποσό των εκατό τριάντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (130.000) β) την 9.8.2006 το ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων δύο ΕΥΡΩ ( 6.902), γ) την 9.8.2006 το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ΕΥΡΩ (25.000), δ) την 29.9.2006 το ποσό των είκοσι χιλιάδων ΕΥΡΩ (20.000), ε) την 6.10.2006 το ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων ΕΥΡΩ (29.000), στ) την 10.10.2006 το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων ΕΥΡΩ (2.200), ζ) την 10.10.2006 το ποσό των ένδεκα χιλιάδων ΕΥΡΩ (11.000) η) την 16.10.2006 το ποσόν των τριών χιλιάδων ΕΥΡΩ (3.000), θ) την 17.10.2006 το ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (6.500), ι) την 30.10.2006 το ποσό των οκτώ χιλιάδων ΕΥΡΩ (8.000) ια) την 30.10.2006 το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ΕΥΡΩ (4.700) ιβ) την 2.11.2006 το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ΕΥΡΩ (4.700), ιγ) την 3.11.2006 το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (2.500), ιδ) την 9.11.2006 το ποσό των επτά χιλιάδων ΕΥΡΩ (7.000), ιε) την 16.11.2006 το ποσό των χιλίων ΕΥΡΩ (1.000) ιστ) την 11.12.2006 το ποσό των πέντε χιλιάδων ΕΥΡΩ (5.000), ιζ) την 19.12.2006 το ποσό των πέντε χιλιάδων ΕΥΡΩ (5.000), ιη) την 31.1.2007 το ποσόν των έξι χιλιάδων ΕΥΡΩ (6.000) ιθ) την 12.2.2007 το ποσόν των δεκαεννέα χιλιάδων ΕΥΡΩ (19.000), κ) την 20.2.2007 το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων ΕΥΡΩ (3.400), κα) την 26.2.2007 το ποσόν των έξι χιλιάδων εννιακοσίων ΕΥΡΩ (6.900), κβ) την 7.5.2007 το ποσόν των έξι χιλιάδων τριακοσίων ΕΥΡΩ (6.300), κγ) την 13.6.2007 το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ΕΥΡΩ (15.000) και κδ) την 3.8.2007 το ποσόν των δέκα χιλιάδων ΕΥΡΩ (10.000), ήτοι συνολικώς το ποσόν των τριακοσίων τριάντα οκτώ χιλιάδων εκατό δύο ΕΥΡΩ (338.102). Όμως, εν συνεχεία και συγκεκριμένα την 14.9.2007 ο εκκαλών έκλεισε αιφνιδίως τα ως άνω καταστήματα της εταιρίας του, την 24.9.2007 έλυσε αυτήν με τον ως άνω συνεταίρο του, την έθεσε σε εκκαθάριση και εξαφανίστηκε, χωρίς να μεταβιβάσει στην εγκαλούσα τα εταιρικά του μερίδια και χωρίς να της επιστρέψει τα προαναφερόμενα ποσά, τα οποία αυτή του δάνεισε ατομικά. Έτσι ο εκκαλών ωφελήθηκε ο ίδιος με το ως άνω χρηματικό ποσό παράνομα, χωρίς δικαίωμα, βλάπτοντας την περιουσία της εφεσίβλητης, παρουσιάζοντας της ως αληθή ψευδή πραγματικά περιστατικά. Για την ως άνω συμπεριφορά του ο εκκαλών, με την υπ’ αρ. 322,330/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, που έχει καταστεί αμετάκλητη πλέον (ΑΠ 1575/2017), κρίθηκε ένοχος κακουργηματικής απάτης σε βάρος της εφεσίβλητης. Επομένως η τελευταία από τις 3.8.2007 έχει εναντίον του ληξιπρόθεσμη αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία (ΑΚ 914 και ΠΚ 386), ανερχόμενη κατά κεφάλαιο στο συνολικό ποσό των 338.102 ευρώ. Προς εξασφάλιση της απαίτησής της η εφεσίβλητη κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3.9.2007 αίτηση για την επιβολή σε βάρος του του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, η οποία του επιδόθηκε στις 17.9.2007. Ο εκκαλών, λαμβάνοντας γνώση αυτής και φοβούμενος επικείμενη δέσμευση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου που είχε, ήτοι μια διώροφης οικοδομής, αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, επιφανείας 100,39 τ.μ., 150,25 τ.μ. και 44,15 τ.μ., αντίστοιχα, μετά του οικοπέδου της, επιφανείας 813,99 τ.μ., κειμένου στη θέση «………..» του ΔΔ …. του Δήμου Αίγινας, εντός των ορίων του οικισμού …., προέβη εσπευσμένα στις 11.10.2007 στην μεταβίβασή της προς την, εν ζωή τότε, …………….., πρώην σύζυγό του, με το υπ’ αρ. ………../11.10.2007 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών, ………….., αντί τιμήματος 245.000 ευρώ, το οποίο, την επομένη (12.10.2007), μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Αίγινας (Τ. ………. α.α. ……….). Η προσωρινή εκτίμηση της αξίας του μεταβιβασθέντος δικαιώματος επί του ακινήτου αυτού από την οικεία Δ.Ο.Υ. ανερχόταν στο ποσό των 245.000 ευρώ, κατά τον χρόνο υπογραφής του συμβολαίου, ενώ η εμπορική του ανερχόταν στο ποσό των 300.000 ευρώ. Μετά την παραπάνω απαλλοτρίωση, ο εκκαλών κατέστη αναξιόχρεος, εφόσον δεν διαθέτει άλλη εμφανή κινητή ή ακίνητη περιουσία. Εν γνώσει του δε, αποστερήθηκε της μοναδικής εμφανούς του περιουσίας και μάλιστα σε χρόνο που, αναμφίβολα, ήταν ήδη γεννημένη και ληξιπρόθεσμη η αξίωση της εφεσίβλητης εναντίον του, αφού γνώριζε την ως άνω οφειλή του προς αυτήν από την ως άνω άδικη σε βάρος της πράξη του. Επομένως προέβη στην ως άνω απαλλοτρίωση με φανερή πρόθεση ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησης της εφεσίβλητης. Με βάση τα ανωτέρω η τελευταία είχε εναντίον του εκκαλούντος γεννημένη απαίτηση κατά το χρόνο των απαλλοτριώσεων και ληξιπρόθεσμη, κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής (10.4.2019). Δεν ενδιαφέρει το γεγονός ότι αυτή δεν έχει ακόμη εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο. Η δε εναγόμενη (…….), πρώην σύζυγός του με την οποία είχε αποκτήσει ένα, ενήλικο πλέον, τέκνο (τον ………., σύζυγο της εκκαλούσας), προς την οποία έγινε η απαλλοτρίωση, είχε πραγματική γνώση της προθέσεως βλάβης των συμφερόντων της εφεσίβλητης. Ειδικότερα αυτή πληροφορήθηκε από τον ίδιο τον εκκαλούντα, με τον οποίο είχε καλές σχέσεις, ότι αυτός είχε χρηματοδοτηθεί από την εφεσίβλητη με το ως άνω χρηματικό ποσό προκειμένου να τακτοποιήσει τις οικονομικές εκκρεμότητες που είχε από την εμπορία του έναντι τρίτων, ότι όφειλε να της επιστρέψει το ποσό αυτό και ότι σε βάρος του επίκειται εκ μέρους της συντηρητική κατάσχεση του μοναδικού περιουσιακού του στοιχείου. Προς τούτο δε και η επίσπευσή του να πωλήσει τούτο και μάλιστα σε τιμή κατώτερη της εμπορικής του αξίας. Το ότι είχαν μεταξύ τους καλές σχέσεις (η αρχική εναγόμενη και ο εκκαλών) ενισχύεται και από το γεγονός ότι μετά την κατάρτιση του ως άνω μεταβιβαστικού συμβολαίου, συμφώνησαν ατύπως όπως ο ίδιος εξακολουθήσει να κατοικεί στο πωληθέν ακίνητο, άνευ ανταλλάγματος. Ενόψει όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε η συνδρομή όλων των κατά νόμο απαιτούμενων προϋποθέσεων για τη ολική διάρρηξη της επίδικης απαλλοτριώσεως υπέρ της εφεσίβλητης ενάγουσας, η απαίτηση της οποίας υπερβαίνει την αξία του απαλλοτριωθέντος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο τα ίδια, κάνοντας δεκτή την αγωγή, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων, απαγγέλοντας τη διάρρηξη της ως άνω επίδικης απαλλοτρίωσης και καταδικάζοντας τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και στην εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό και πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις να απορριφθούν κατ’ ουσίαν. Τέλος πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, και να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων των εφέσεων στο δημόσιο ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων των εφέσεων στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ για τον καθέναν.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Πειραιά στις 20-1-2023 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 31-1-2023 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ