Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 22/2023

Αριθμός   22/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

 Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη   και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την  …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:    1) ……….,  2) ………. και 3) …………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Δημήτριο Ηλιόπουλο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………    και 2)  ……………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ανδρέα Κατσαούνο.

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ.  Καλλιθέας, που εδρεύει στην Καλλιθέα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Μυρσίνη Δεληγιαννίδου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. 2) ……….. και 3) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Δημήτριο Ηλιόπουλο.

Οι υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β εφεσίβλητοι  άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1.8.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  615/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) οι ενάγοντες και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β εφεσίβλητοι  με την από 17.1.2022  (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου  ………/2022, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  ………./2022) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης και β)  το τρίτο εκ των εναγομένων και ήδη υπό στοιχ Β εκκαλούν με την από 23.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  ………../2021)  έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 3η.2. 2022, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν: α) η από  23-4-2021 (αριθμ. έκθ. κατ. ………./2021 και ………/ 2021) έφεση και β) η από  24-1-2022 (αριθμ. έκθ. κατ.  ……../2022 και ………./2022) έφεση. Οι ως άνω εφέσεις κατά της με αριθμό 615/17-3-2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του δεύτερου και της τρίτης των εναγομένων, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 23- 4-2021 και 24-1-2022 αντίστοιχα, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε ότι έγινε επίδοση αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης (δεν προσκομίζεται τυχόν επιδοθέν αντίγραφο αυτής ή σχετική έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή), ενώ για την δεύτερη εξ αυτών κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό ………….. e- παράβολο) (επισημαίνεται ότι η υπο στοιχ. α΄ έφεση του Ελληνικού Δημοσίου ασκείται κατά νόμο ατελώς). Πρέπει, συνεπώς να συνεκδικασθούν λόγω συνάφειας (άρθρο 246 και 31 ΚΠολΔ) και να γίνουν τυπικά δεκτές και  να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς   το βάσιμο των λόγων τους.

ΙΙ. Με την από 1-8-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης   …………./ 2019  αγωγή τους οι ενάγοντες ζητούν να ακυρωθεί η εκ μέρους τους πλασματική αποδοχή κληρονομίας του αποβιώσαντος στις 27-12-2013 στο Κορυδαλλό Αττικής, χωρίς να αφήσει διαθήκη, θείου του πατέρα τους, …………….., η οποία συνάγεται λόγω της άπρακτης παρέλευσης της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησης, μετά την επελθούσα έκπτωση, λόγω αποποίησης, των κληρονόμων της προηγούμενης τάξης, διότι αυτοί (ενάγοντες) τελούσαν  σε πλάνη αναφορικά με την επαγωγή σε αυτούς της κληρονομίας, στρέφονται δε: α) κατά του πρώτου εναγομένου, Ελληνικού Δημοσίου, ως δανειστή της κληρονομίας, καθόσον μετά την πάροδο της ως  άνω προθεσμίας αποποίησης, τους κοινοποιήθηκε από τη ΔΟΥ  Καλλιθέας, με την ιδιότητα τους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του ως άνω κληρονομουμένου,  ατομική ειδοποίηση για καταβολή ληξιπροθέσμων χρεών του τελευταίου, και β) κατά του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων, ως επομένων τη τάξει εξ αδιάθετου κληρονόμων. Επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που την απέρριψε ως αόριστη ως προς τους απολειπόμενους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων,  διότι δεν προέκυπτε από τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο η ιδιότητα τους ως επομένων τη τάξει εξ αδιάθετου κληρονόμων, και την έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν  ως προς το πρώτο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο.  Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες  και το πρώτο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, άσκησαν τις ως άνω  εφέσεις τους, προβάλλοντας λόγους, που ανάγονται  στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τη κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε, κατά μεν την έφεση των εναγόντων η αγωγή τους να γίνει  δεκτή ως προς όλους τους εναγόμενους, και   κατά την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, να απορριφθεί ως προς αυτό.

ΙΙΙ.  Κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α και 1850 εδ. β ΑΚ ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Επίσης, κατά το άρθρο 1857 εδ. β περ. α’ , γ’ και δ’ του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες, η δε πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης, ενώ οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνεπάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση, κατά δε το άρθρο 1901 εδ. α ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωση του δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν με τον τρόπο αυτό η συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του, από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δε θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας. Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (Ολ ΑΠ 3/1989, ΑΠ  827/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Γνώση της επαγωγής, ως γεγονός της έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης ή κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά. Εξάλλου, όταν πρόκειται για εξ αδιαθέτου διαδοχή, οπότε η συγγενική σχέση μεταξύ κληρονόμου και κληρονομουμένου είναι από την αρχή δεδομένη και γνωστός στον κληρονόμο ο χρόνος του θανάτου του κληρονομούμενου, η τετράμηνη προς αποποίηση προθεσμία αρχίζει κατά κανόνα (εκτός συνδρομής μεταγενέστερων της επαγωγής γεγονότων, όπως έκπτωση του προηγουμένου, αποποίηση κλπ.) από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου συγγενούς του. Όταν ο κληρονόμος αποποιηθεί νομίμως και εμπροθέσμως την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά, θεωρείται η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή ότι δεν έγινε και η κληρονομιά επάγεται σ’ εκείνον, ο οποίος θα καλούνταν αν ο αποποιηθείς δε ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομιάς στη μερίδα εκείνου που αποποιήθηκε δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης, διότι στην περίπτωση αυτή η επαγωγή της κληρονομιάς συνδέεται με γεγονότα μεταγενέστερα του θανάτου του κληρονομουμένου (αποποίηση). Και ναι μεν και πάλι κατά πλάσμα του νόμου ο χρόνος επαγωγής ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου σαν να μην υπήρχε εκείνος που αποποιήθηκε, όμως, όπου ο νόμος απαιτεί για κάποια νομική ενέργεια γνώση της επαγωγής εννοεί και τα μεταγενέστερα αυτά γεγονότα προ της γνώσεως των οποίων η προς αποποίηση προθεσμία δεν αρχίζει (ΑΠ 1534/2011, ΑΠ 426/2002, ΕφΘεσ 1920/2013 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς λόγω της προαναφερθείσας πλάνης η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της (ΑΠ 572/2016 ό.π.). Η ακύρωση επέρχεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία αναπτύσσει συνέπειες erga omnes ((για τις erga omnes συνέπειες, που αναπτύσσει η απόφαση που ακυρώνει δικαιοπραξία  κατ‘ άρθρα 154 και 155 ΑΚ, που εφαρμόζονται εν προκειμένω (άρθρο 1857 παρ.2 ΑΚ), βλ. και ΑΠ 745/ 2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1857 § 2 ΑΚ η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής παραγράφεται μετά ένα εξάμηνο. Με βάση τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου, κατ’ απόκλιση από τις γενικές διατάξεις, κατά τις οποίες το δικαίωμα ακυρώσεως ακυρώσιμης δικαιοπραξίας αποσβέννυται μετά την πάροδο διετίας από της δικαιοπραξίας ή από της παρελεύσεως της πλάνης, απάτης ή απειλής, και σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο εικοσαετίας από της δικαιοπραξίας (ΑΚ 157), το δικαίωμα ακυρώσεως της αποδοχής της κληρονομιάς, καίτοι κατά τη φύση του διαπλαστικό, υποβάλλεται σε εξάμηνη παραγραφή. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την επομένη ημέρα της αποδοχής, επί δε πλασματικής αποδοχής από της παρελεύσεως της προθεσμίας αποποιήσεως. Αν όμως η πλάνη, η απάτη ή απειλή εξακολουθήσουν και μετά την αποδοχή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 157 εδ. β’ και γ`, το εξάμηνο αρχίζει από τότε που παρήλθε η κατάσταση αυτή και σε κάθε περίπτωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από την αποδοχή (βλ. ΑΠ 858/90 ΕλλΔνη 1991. 983, ΕφΘεσ 2226/2013, ΕλλΔ/νη 2014.90, ΕφΛαρ 549/2011, ΤΝΠ Νόμος και σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, ΑΚ 1857, αριθ. 3, σελ. 559, Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔ, εκδ. 2010, §38, αριθ. 36, σελ. 652). Τέλος, η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς και η αντίστοιχη ένσταση στρέφεται, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 155 ΑΚ και κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού που ακυρωσίμως – δηλαδή συνεπεία πλάνης – αποδέχθηκε και που στη συνέχεια θα αποποιηθεί, δηλαδή κατ’ εκείνου, στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομιά μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος στην περί ακυρώσεως δίκη, καθώς επίσης και κατά του δανειστή της κληρονομιάς (ΑΠ 572/2016, ΑΠ 1087/11, ΑΠ 1211/10, ΑΠ 338/04, ΑΠ 426/2002 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, μεταξύ των εναγομένων στην αγωγή ακύρωσης πλασματικής αποδοχής λόγω πλάνης, εξαιτίας της φύσης της διαφοράς, δημιουργείται σχέση απλής παθητικής ομοδικίας σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 827/2017 ΤΝΠ Νόμος). Η ύπαρξη των προϋποθέσεων της απλής ομοδικίας παρέχει δικαίωμα και όχι υποχρέωση προς εισαγωγή κοινής δίκης, από το δικαίωμα δε αυτό μπορεί να παραιτηθεί ο ενάγων [βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ (εκδ. 2000) στο άρθρο 74, παρ. 4 και οι εκεί παραπομπές] (Εφ Αθ 5384/ 2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-07-2015) και, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ίδιου νόμου, ισχύει από 01-01-2016, «[σ]την περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Διευκρινίζεται ότι στον εναγόμενο επιδίδεται μόνο αντίγραφο της αγωγής, χωρίς κλήση προς συζήτηση, δοθέντος ότι ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο λαμβάνουν χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι στην τακτική διαδικασία, όπως αυτή αναμορφώθηκε πλήρως υπό την ισχύ του Ν. 4335/2015, η μη επίδοση στον εναγόμενο (κυρωμένου αντιγράφου) της αγωγής εντός της προθεσμίας των τριάντα (ή εξήντα) ημερών από την κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ή, αν η αγωγή δεν επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στην προθεσμία, έχει ως συνέπεια αυτή να θεωρείται  μη  ασκηθείσα, δηλαδή  ανυπόστατη. Η προθεσμία επίδοσης της αγωγής, η οποία μέχρι το Ν. 4335/2015 συνιστούσε προπαρασκευαστική προθεσμία (βλ. 228 και 229 ΚΠολΔ), καθίσταται πλέον προθεσμία ενεργείας, η μη  επίδοση της αγωγής ή τα ελαττώματα αυτής (επίδοσης) εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικάζον δικαστήριο και δεν δύνανται να θεραπευτούν μεταγενέστερα με την αναντίλεκτη συμμετοχή του εναγόμενου στη διαδικασία (με την προκατάθεση προτάσεων), καθώς πρόκειται για ελαττώματα που πλήττουν την υπόσταση της αγωγής, η οποία θεωρείται αναδρομικά ανύπαρκτη, και δεν αφορούν μόνο το παραδεκτό της συζήτησης αυτής, όπως γινόταν δεκτό υπό το προϊσχύσαν δικαιικό καθεστώς και εξακολουθεί να ισχύει στις ειδικές διαδικασίες. Ούτε, άλλωστε, μπορεί  να υποστηριχθεί ότι η επαγωγή της συνέπειας αυτής (ανυπόστατο της αγωγής) εξαρτάται από τη δυνατότητα του εναγόμενου να ανταποκριθεί στο δικονομικό βάρος επίκλησης και απόδειξης δικονομικής αυτού βλάβης από τη μη επίδοση, την παράτυπη ή εκπρόθεσμη επίδοση της αγωγής (πρβλ. άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ)  (Κ. Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το Ν. 4335/2015 (2017), § 1 αριθ. 3, σελ. 24-25, X. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015 (2016), σελ. 14, Κ. Μακρίδου – X. Απαλαγάκη – Γ. Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Θεωρία – Νομολογία – Υποδείγματα (Β΄ έκδοση – 2018), σελ. 7-8, Δ. Κράνης, Οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ (Ν. 4335/2015), Εισήγηση σε ημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης (9 Ιουλίου 2016), προσπελάσιμη στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης, I. Κουκουράκη, Οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική δικονομία ο Ν. 4335/2015, ΕλλΔ/νη 2017.1015, Κ. Καλαβρός, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (4η έκδοση – 2016), § 33 αριθ. 10, Ε. Μπαλογιάννη/Π. Ρεντούλης σε Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο (επιμέλεια X. Απαλαγάκη – 5η έκδοση – 2017), άρθρο 215 αριθ. 8]. (ΕφΠειρ 679/2019 ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς).  Περαιτέρω, με το ν. 4389/2016 που άρχισε να ισχύει από 1.1.2017 (άρθρ. 43), ορίσθηκε στο άρθρο 1 ότι: «1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα µε την επωνυμία  Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η “Αρχή”), µε σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και είσπραξη των φορολογικών [..] δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της. 2. […] 4. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής καταργείται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών […]», στο άρθρο 36 παρ. 1 ορίζεται ότι «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις, που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο, πλην άλλων, τις έννομες σχέσεις που αφορούν την Α.Α.Δ.Ε., για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο, πρέπει αυτή να γίνει με ποινή ακυρότητας τόσο στο Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. όσο και στο αρμόδιο όργανο (ΕφΠειρ 689/2020 ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς) .

IV. Στην προκειμένη περίπτωση, με την ως άνω αγωγή το πρώτο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, ενάγεται με την ιδιότητα του δανειστή της επίδικης κληρονομίας, για χρέος βεβαιωμένο δια των αποκεντρωμένων υπηρεσιών του (εν προκειμένω Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας), και εκπροσωπείται από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.). Κατά συνέπεια, και δεδομένου ότι η αγωγή κατατέθηκε στις 1-8-2019, δηλαδή  μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4389/2016 (1.1.2017), έπρεπε να επιδοθεί στο Διοικητή της ως άνω αρχής, προκειμένου να ολοκληρωθεί το νομότυπο της άσκησής της. Αυτή, όμως, επιδόθηκε  στον  Υπουργό των Οικονομικών (βλ. την με αρ. Στ …/ 2-8-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή  στο Εφετείο Αθηνών, ……….)  και όχι στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και, συνεπώς,  θεωρείται ως μη ασκηθείσα, σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, ανεξαρτήτου βλάβης του Δημοσίου και της αναντίλεκτης συμμετοχής αυτού στη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, ο  σχετικός, πρώτος λόγος  της υπο στοιχ. α’ έφεσης (του Ελληνικού Δημοσίου) πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, όπως και η εν λόγω έφεση, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος, που δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή ως προς το πρώτο εναγόμενο, ακολούθως δε, το Δικαστήριο τούτο να κρατήσει και να δικάσει εκ νέου την αγωγή και να την απορρίψει ως ανυπόστατη, ως προς αυτό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος-πρώτου εναγομένου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν  σε βάρος των ηττηθέντων εφεσιβλήτων-εναγόντων, λόγω της ήττας τους, (176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), αλλά μειωμένα (άρθρο 22 αρθρ. 1 ν. 3693/1957) σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.

V. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 298, 299 και 524 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι και η αποδοχή της εφέσεως και οποιασδήποτε άλλης διαδικαστικής πράξεως,  γίνεται είτε κατά τον τύπο του άρθρου 297, είτε σιωπηρώς με πράξεις από τις οποίες αυτή συνάγεται σαφώς, χωρίς να απαιτείται η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, και ότι με την αποδοχή , η οποία έχει ως αποτέλεσμα την έκδοση σύμφωνης κατά περιεχόμενο αποφάσεως, αναγνωρίζεται το δικαίωμα που έχει ασκηθεί με την έφεση, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Ειδικότερα, με την έφεση, ο διάδικος που ηττήθηκε προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και  ζητεί  απ`  αυτό  να την εξαφανίσει, γιατί είναι εσφαλμένη και να εξετάσει εκ νέου τη διαφορά, επιδιώκοντας έτσι να εκδοθεί ευνοϊκή  γι`  αυτόν  απόφαση.  Άρα  με το  ένδικο αυτό μέσο της εφέσεως ασκείται δικαίωμα ελέγχου της προσβαλλομένης αποφάσεως, για  το  λόγο ότι  αυτή έχει σφάλματα, το δικαίωμα δε αυτό κατατείνει στην εξαφάνιση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, στη συνέχεια, στην εκ  νέου  εξέταση της  διαφοράς,  δηλ.  της αγωγής.  Επομένως με τη δήλωση αποδοχής από μέρους του  αντιδίκου  του  ασκήσαντος  το ένδικο  μέσο  της  εφέσεως αναγνωρίζεται  ολικά  ή  εν  μέρει το δικαίωμα που έχει ασκηθεί με την έφεση, δηλ. αναγνωρίζεται το δικαίωμα ελέγχου της εκκαλούμενης αποφάσεως για το λόγο ότι αυτή έχει σφάλματα, το οποίο κατατείνει στην εξαφάνιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και στην εκ νέου εξέταση της διαφοράς. Η απόφαση δε που θα εκδοθεί, μετά ταύτα, πρέπει να αναγνωρίζει ότι ισχύει πραγματικά το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού, στο οποίο αναφέρεται το αίτημα της εφέσεως. Σε κάθε, όμως, περίπτωση πρέπει να ερευνάται το παραδεκτό της έφεσης αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, καθόσον η αποδοχή δεν εκτείνεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποδοχής  (ΕφΑθ 2393/ 2007, ΕφΠειρ 1203/ 1999 ΤΝΠ Νομος).

VI. Oπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων στην υπο στοιχείο β΄ έφεση (ήτοι του δεύτερου και της τρίτης των εναγομένων), …………, αποδέχθηκε την έφεση, με σχετική δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις του, καθώς και την αγωγή, υπο την έννοια ότι αυτοί (ως άνω εφεσίβλητοι) είναι όντως οι αμέσως επόμενοι (μετά τους ενάγοντες) κληρονόμοι του κληρονομουμένου …………. . Η παραπάνω δήλωση αποδοχής της κρινόμενης υπό στοιχείο β’ εφέσεως παραδεκτά έγινε δια του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου των εφεσιβλήτων, έχοντας προς τούτο ειδική πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 98 εδαφ.β΄ του ΚΠολΔ, όπως αποδεικνύεται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο με αριθμό ………./ 20-9-2022 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………… Κατόπιν τούτου, πρέπει να εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με την αποδοχή αυτή, ήτοι, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του λόγου της έφεσης, περί εσφαλμένης απόρριψης ως αόριστης της αγωγής ως προς τους εφεσιβλήτους- εναγομένους, επειδή δεν αναφέρεται ο τρόπος που καλούνται στην κληρονομική διαδοχή του ως άνω κληρονομουμένου,  να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η υπο στοιχ. β’ έφεση, και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος, που με αυτήν απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τον δεύτερο και την τρίτη των εναγομένων, στη συνέχεια δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και δικασθεί εκ νέου η αγωγή κατά το αντίστοιχο μέρος της, να κριθεί αυτή ορισμένη  και νόμιμη ως προς τους ως άνω εναγομένους (άρθρο 1857 παρ 2 ΑΚ) και ακολούθως να εξετασθεί  στην ουσία της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 535 παρ.1 του ΚΠολΔ.

VII. Από την εκτίμηση της υπ’ αριθ. …../2019 ένορκης βεβαίωσης της …….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγόντων, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις με αριθμούς …. και …./28.11.2019 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………….., και την με αριθμό ………./28.11.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………..), και των εγγράφων, που νομίμως προσκομίζονται με επίκληση, καθώς και τη συνομολόγηση εκ μέρους των εφεσιβλήτων, της ιδιότητας τους, ως επομένων τη τάξει κληρονόμων του κληρονομουμένου ………., αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 27.12.2013 απεβίωσε στον Κορυδαλλό Αττικής, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο θείος του πατέρα των εναγόντων, …………, κάτοικος εν ζωή Κορυδαλλού Αττικής. Πλησιέστεροι συγγενείς του ως άνω αποβιώσαντος και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1813 ΑΚ, ήταν τα τέκνα του, από το γάμο του με την προαποβιώσασα σύζυγο του, ……….,  ήτοι οι θυγατέρες του …. και  ……….., που  αποποιήθηκαν  νομοτύπως και εμπροθέσμως την κληρονομιά του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1847 και 1848 ΑΚ, με σχετική δήλωση τους ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Νίκαιας,  συνταχθεισών προς τούτο των υπ’  αριθ. …./11.3.2014 και …./18.3.2014 δηλώσεων αποποίησης κληρονομιάς, αντίστοιχα. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1856 ΑΚ σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 1813 παρ.2 ΑΚ, η κληρονομία επήχθη στα εγγόνια του κληρονομουμένου από τη θυγατέρα του, …………. και στα εγγόνια του από τη θυγατέρα του . ……….., οι οποίοι, ομοίως, προέβησαν σε νομότυπη και εμπρόθεσμη αποποίηση, με δήλωση τους ενώπιον του ανωτέρω γραμματέα του Ειρηνοδικείου Νίκαιας (βλ. την …./18.3.2014 κοινή δήλωση των δύο πρώτων και τις …./9.4.2014 και …./11.3.2014 δηλώσεις, αντίστοιχα, των λοιπών δύο εγγονών). Συνέπεια των αποποιήσεων αυτών ήταν η επαγωγή της κληρονομιάς στις αδελφές του αποβιώσαντος, δεδομένου ότι οι γονείς του είχαν προαποβιώσει (άρθρο 1814 ΑΚ), ήτοι στις :1) ……….. (γιαγιά των εναγόντων), 2) …………. και 3) ……… Ωστόσο τόσο  οι τελευταίες όσο και τα τέκνα τους, ανήψια του κληρονομουμένου, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας των εναγόντων, ………, γνωρίζοντας τα χρέη της κληρονομίας, προέβησαν σε νομότυπη και εμπρόθεσμη αποποίηση της ενώπιον του ίδιου ως άνω Γραμματέα (βλ. τη σχετική ……./5.6.2014 κοινή δήλωση των δύο πρώτων αδελφών και την …./22.12.2014 κοινή δήλωση της τρίτης εξ αυτών και των τέκνων της, ……………, την κοινή δήλωση του πατέρα των εναγόντων- υιού της ………, με αριθμό ……./5.6.2014, και τέλος την με αριθμό ………../20.10.2014 δήλωση του ………., υιού της …………. και θείου των εναγόντων). Μετά και την ως άνω αποποίηση στις 5.6.2014 εκ μέρους του πατέρα των εναγόντων (………..),  εκλήθησαν ως κληρονόμοι  στη θέση αυτού και κατά ποσοστό 1/3 έκαστος οι ενάγοντες. Εξ αυτών δε,  ο μεν πρώτος ήταν τότε ηλικίας 21 ετών (γεννηθείς στις 9.2.1993), και οι  δεύτερος και τρίτος, οι οποίοι είναι δίδυμοι, 19 ετών (γεννηθέντες την 8.8.1995), όλοι δε φοιτούσαν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αυτοί, όπως αποδείχθηκε, δεν προέβησαν στην αποποίηση της κληρονομίας, εντός τετραμήνου από την αποποίηση του πατέρα τους (οπότε και αυτή επήχθη στους ίδιους κατά τα παραπάνω), με συνέπεια να θεωρούνται πλασματικά ότι την αποδέχθηκαν. Ωστόσο, η μη εκ μέρους τους αποποίηση οφείλεται σε  πλάνη τους, καθόσον αγνοούσαν τόσο τα πραγματικά περιστατικά του λόγου της επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς, και συγκεκριμένα το  θάνατο του κληρονομουμένου, με τον οποίο τους συνέδεε μακρινή και μόνον συγγένεια (θείος του  πατέρα τους),  καθώς και τις διαδοχικές αποποιήσεις, που είχαν προηγηθεί,  όσο και τις νομικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα σχετικά με την επαγωγή και κτήση της κληρονομιάς και τις συνέπειες της παραμέλησης της προθεσμίας αποποίησης, για τα οποία ουδεμία ενημέρωση είχαν από τον πατέρα τους, που  από εσφαλμένη νομική πληροφόρηση που έλαβε σχετικώς,  θεωρούσε ότι  τα τέκνα του δεν είχαν κάποια ανάμειξη στην επίδικη κληρονομία κι ως εκ τούτου δεν υπείχαν υποχρέωση για αποποίηση της, προκειμένου να μην  θεωρηθεί ότι την αποδέχονται.  Η άγνοιά τους δε αυτή, που εξομοιώνεται προς τη μη γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και αποκλείει την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης,  συνεχίστηκε μέχρι  τις 17.7.2019, οπότε τους  κοινοποιήθηκε από την Δ.Ο.Υ.  Καλλιθέας ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων χρεών, με την οποία καλούνταν ως κληρονόμοι του ………., να εξοφλήσουν το συνολικό ποσό των 357.020,86  ευρώ (βλ. σχετικά τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση της μητέρας τους, ………….. …).  Σύμφωνα με τα ανωτέρω,  η πλάνη των εναγόντων, η οποία δεν σχετίζεται με το παθητικό της κληρονομιάς, είναι πράγματι ουσιώδης, καθόσον οι ενάγοντες, εάν εγνώριζαν όλα τα  ανωτέρω, ουδένα λόγο είχαν να μην την αποποιηθούν, όπως άλλωστε έπραξαν και οι πριν από αυτούς κληθέντες κληρονόμοι, και δη ο πατέρας τους, και ως εκ τούτου δικαιολογεί την ακύρωση της πλασματικής κατά το νόμο αποδοχής της ανωτέρω κληρονομιάς. Κατ’ ακολουθίαν, η  αγωγή, που παραδεκτώς στρέφεται κατά του δεύτερου και της τρίτης των εναγομένων, ως επομένων τη τάξει κληρονόμων (άρθρο 1816 ΑΚ), καθόσον τυγχάνουν πρώτα εξαδέρφια του κληρονομουμένου (τέκνα του προαποβιώσαντος θείου του, ……….), όπως συνομολόγησαν  και με τις προτάσεις τους,  (ενώ δεν κατέστη δυνατό να εκδοθεί  πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του κληρονομουμένου, λόγω μη τήρησης σχετικού αρχείου (βλ. την με αρ. πρωτ. …../24-8-2022 βεβαίωση του τμήματος δημοτικής κατάστασης του Δήμου Αν. Μάνης), πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς αυτούς και να ακυρωθεί λόγω ουσιώδους πλάνης, η εκ μέρους των εναγόντων πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς του αποβιώσαντος στις 27.12.2013, θείου του πατέρα τους, …………..  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα  αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των ως άνω διαδίκων, όπως αιτούνται και οι εκκαλούντες-ενάγοντες με τις προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, και να διαταχθεί η απόδοση στους τελευταίους του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ  

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους:  α) την από  23-4-2021 (αριθμ. έκθ. κατ. ……../2021 και ……./ 2021) έφεση και β) την από  24-1-2022 (αριθμ. έκθ. κατ.  ……./2022 και ………/2022) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτές τυπικά και  ουσιαστικά.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στους εκκαλούντες  της υπο στοιχείο β’ έφεσης  του   με αριθμό ………..  παραβόλου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 615/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  7224/3604/2019 αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς το πρώτο εναγόμενο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγομένου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εναγόντων,  και ορίζει αυτά στο ποσό των (400) τετρακοσίων ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς τον δεύτερο και τη τρίτη των εναγομένων.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την εκ μέρους των εναγόντων πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος στις 27-12-2013, χωρίς να αφήσει διαθήκη, κατοίκου εν ζωή Κορυδαλλού Αττικής, …………

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ των εναγόντων και του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  8 Δεκεμβρίου 2022  και δημοσιεύθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2023 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου και τους πληρεξούσιους   δικηγόρους των λοιπών διαδίκων.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ