Aριθμός 98/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ………….., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Μάρκο Δάρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κωνσταντίνο Ντέγκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 845/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 4.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου …/2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 17η.3.2022 και, μετά από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 6.6.2021 και με αριθμό ……../2021 έκθεσης κατάθεσης έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 845/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 18.12.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2019 αγωγής της ήδη έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 2, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης ενώ ουδείς των διαδίκων μερών επικαλείται κοινοποίηση αυτής. Να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό …………… ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή της η ήδη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στα νησιά Μάρσαλ εξέθετε ότι στο πλαίσιο διενεργηθέντος την 4.4.2018 δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού, κατέστη πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Τόγκο φορτηγού πλοίου «AC» (ΑΧ), το οποίο, κατά το χρόνο της κατακύρωσης, ήταν έμφορτο με 2.500 μετρικούς τόνους ασφαλισμένου περλίτη, κυριότητας της ήδη εκκαλούσας μονοπρόσωπης αε με έδρα την Κηφισιά, και βρισκόταν σε ναυπηγείο στο Πέραμα. Ότι, προκειμένου να προβεί σε επισκευές επί του πλοίου, έπρεπε προηγουμένως να εκφορτωθεί το υπάρχον φορτίο, για το οποίο η εκκαλούσα αδιαφόρησε, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της προς αυτήν και ότι αυτή διευκόλυνε τη δειγματοληψία για τον έλεγχο της ποιότητας του. ‘Οτι, τελικά, το φορτίο εκφορτώθηκε στον λιμένα της Eλευσίνας, όπου είχε ρυμουλκηθεί το πλοίο, κατόπιν εντολής του ΟΛΠ λόγω επικινδυνότητας, και πωλήθηκε από την εκκαλούσα τον Ιανουάριο 2019 και ότι συνεπώς οι αναφερόμενες στην αγωγή ενέργειες της εφεσίβλητης κατέτειναν στη διασφάλιση των συμφερόντων της, σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή της, ώστε η ίδια να εισπράξει το τίμημα της πωλήσεως του φορτίου της αλλά και την ασφαλιστική αποζημίωση. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, αιτήθηκε κυρίως με βάση τις διατάξεις περί γνήσιας διοίκησης αλλότριων, επικουρικά δε, για την περίπτωση της μη γνήσιας θεμιτής άλλως αθέμιτης διοίκησης αλλότριων, τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η ήδη εκκαλούσαμε απόφαση προσωρινά εκτελεστή να της καταβάλει, ως αποζημίωση για τις δαπάνες στις οποίες προέβη, δηλαδή τα πρακτοριακά έξοδα, τη ρυμούλκηση του πλοίου, τη χρήση πλωτού γερανού, τα έξοδα νηολογίου, τις αμοιβές και τα τέλη πρυμνοδέτησης, το συνολικό ποσό των 46.512,44 ευρώ, εντόκως. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 100. α, 4 παρ. 1 και 63 παρ. 1,66 παρ. 1, 80 και 81 του Κανονισμού των Βρυξελλών 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και επομένως υλική εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και τοπική αρμοδιότητα για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1 α, 2 εδ. α και 3 του ν. 2172/1993. Έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο με βάση τις διατάξεις των άρθρων 2, 11 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές. Απέρριψε ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής αναφερόμενο στη lex fori, και την έκρινε νόμιμη ως προς κύρια και επικουρική βάση με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 297,298,730,733,736,737,904,713,721,722,723 ΑΚ. Στη συνέχεια τη δέχθηκε κατ’ουσίαν ως προς το μεγαλύτερο μέρος της υποχρεώνοντας την ήδη εκκαλούσα να της καταβάλει το ποσό των 44.812,44 ευρώ εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα εναγομένη με την κρινόμενη έφεση της και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που άπτονται σε εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται, όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 1106/2018, ΑΠ 224/2016, ΑΠ 1420/2015). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της παραπονείται ότι η εφεσίβλητη δεν έχει επαναφέρει νομίμως τους πρωτοβάθμιους ισχυρισμούς της και ότι συνεπώς αυτοί δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη. Το παράπονο αυτό παραδεκτώς προβλήθηκε με την προσθήκη αλλά είναι αβάσιμο και απορριπτέο διότι από την επισκόπηση των προτάσεων που κατατέθηκαν από την εφεσίβλητη αποδεικνύεται ότι αυτή παραδεκτώς κατά την προαναφερόμενη νομική σκέψη συμπεριέλαβε στο δικόγραφο των προτάσεων της του προταθέντες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρισμούς της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 97 παρ. 3 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι α) στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, β) η πληρεξουσιότητα δίνεται, μεταξύ άλλων, είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει, γ) η πληρεξουσιότητα για όλες τις δίκες παύει να ισχύει μετά πέντε χρόνια από τη χορήγησή της και δ) εκείνος που παρίσταται με δικηγόρο, του οποίου η πληρεξουσιότητα έπαυσε να ισχύει, θεωρείται σαν να μην είχε εμφανιστεί στη συζήτηση της υπόθεσης. Το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της (ΑΠ 89/14, ΑΠ 60/14, ΑΠ 23/14, ΑΠ 18/14, ΑΠ 1794/12, ΑΠ 1436/12 Νόμος). Κατά το άρθρο 105 ΚΠολΔ, αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το Δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης και να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά. Τούτο διότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96,104 ΚΠολΔ και 159 § 1, 211, 217 § 2, 238 ΑΚ, προκύπτει ότι ο διάδικος, για λογαριασμό του οποίου παρέστη δικηγόρος που δεν είχε δικαστική πληρεξουσιότητα, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις του δικηγόρου αυτού που προηγήθηκαν. Η έγκριση αυτή μπορεί να γίνει και σιωπηρά σε μεταγενέστερο στάδιο της δίκης, δηλαδή και στην κατ` έφεση δίκη, με το διορισμό του ίδιου ή άλλου δικηγόρου, καθόσον η έγκριση αφορά τις πράξεις και όχι το πρόσωπο, οπότε θεραπεύονται και οι άκυρες διαδικαστικές πράξεις της πρωτοβάθμιας δίκης (ΑΠ 932/14, ΑΠ 835/2010 δημ. νόμος ΑΠ 602/2004 ΕλλΔνη 2006.177, ΑΠ 203/2003 ΕλλΔνη 2004. 475, ΑΠ 1085/2000 ΕλλΔνη 42. 434, ΕφΑιγ 161/2011 δημ. νόμος). Εξάλλου, από το άρθρο 11 του ΑΚ, που ορίζει ότι η δικαιοπραξία είναι έγκυρη ως προς τον τύπο, αν είναι σύμφωνη είτε με το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενό της είτε με το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται, προκύπτει ότι για το κύρος της πληρεξουσιότητας, που δόθηκε στην αλλοδαπή, αρκεί ο τύπος που προβλέπεται είτε από την lex fori είτε από τη lex loci actus (ΑΠ 1144/2007 ΧρΙΔ 2008.137). Με τις ανωτέρω διατάξεις του ΚΠολΔικ, που αποτελούν δημόσιο δίκαιο, ρυθμίζεται ειδικότερα σε σχέση με το άρθρο 11 ΑΚ ο τύπος της μονομερούς δικαιοπραξίας της πληρεξουσιότητας, όταν αυτή δίνεται για την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και παράσταση στο ακροατήριο ενώπιον των ημεδαπών δικαστηρίων. Η δόση τέτοιας πληρεξουσιότητας συνιστά αυτή καθ` εαυτή, πέραν του ουσιαστικού δικαίου, διαδικαστική πράξη του δικονομικού δικαίου υποβαλλόμενη στον οριζόμενο από την εσωτερική έννομη τάξη πανηγυρικό (συστατικό) τύπο, χωρίς διάκριση αν δίνεται με δικαιοπραξία στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή. Επιλέγεται έτσι από το νόμο αποκλειστικά ως κατάλληλο για τη ρύθμιση αυτή το δίκαιο του τόπου, όπου οι διαδικαστικές πράξεις επιχειρούνται, κατ΄ ειδική ρύθμιση σε σχέση με το άρθρο 11 ΑΚ, το οποίο ως προς τον τύπο της δικαιοπραξίας δέχεται το παραπάνω δίκαιο διαζευκτικά εφαρμοζόμενο με τα αναφερόμενα εκεί άλλα δίκαια (ΑΠ 909/2004 ΕλΔ 2005.1684 ΑΠ 292/2002 Δίκη 2002.1295, Σπ.Βρέλλη «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο», έκδοση Γ΄ (2008) σελ.163-164), ΕφΠειρ 155/2013 δημ. νομος. Δηλαδή ο αναφερόμενος στις διατάξεις του άρθρου 96 παρ. 1, 2 και 97 παρ. 3 του ΚΠολΔ τύπος απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου, για την παροχή πληρεξουσιότητας που δίδεται στην ημεδαπή, ενώ όταν η δικαστική πληρεξουσιότητα, για δίκη ενώπιον ημεδαπού Δικαστηρίου, δίδεται στην αλλοδαπή, για το κύρος της αρκεί η τήρηση του τύπου που προβλέπεται είτε από το ημεδαπό είτε από το αλλοδαπό δίκαιο (πρβλ. ΑΠ 1144/07, ΑΠ 909/04, ΑΠ 292/02 Νόμος). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα Νομικά Πρόσωπα παρίστανται στο Δικαστήριο με τα φυσικά πρόσωπα, που τα εκπροσωπούν σύμφωνα με το Νόμο ή το καταστατικό ή τη συστατική ή την ιδρυτική πράξη τους. Η αντιπροσωπευτική εξουσία του Φυσικού Προσώπου, που εκπροσωπεί το Νομικό Πρόσωπο, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, η οποία ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΠολΔ. Η ικανότητα παράστασης στο Δικαστήριο των Ανωνύμων Εταιριών ή νομικών προσώπων άλλης μορφής (Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης, προσωπικών εταιριών κλπ), που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, ρυθμίζεται από το Νόμο που ισχύει σ` αυτά, σύμφωνα με την Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου διάταξη του άρθρου 10 του ΑΚ, δηλαδή από το δίκαιο της έδρας του (ΕφΠειρ 481/2015, ΕφΠειρ 471/2014, ΕφΑιγ 161/2011 Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθ. 1 εδ. α`, γ` και δ` της από 05-10-1961 Συμβάσεως της Χάγης, για την κατάργηση της υποχρεωτικής Επικύρωσης αλλοδαπών εγγράφων, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1497/1984, ως δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί στο έδαφος ενός συμβαλλόμενου Κράτους, θεωρούνται και τα συμβολαιογραφικά έγγραφα, καθώς και οι επίσημες βεβαιώσεις, όπως βεβαιώσεις καταχωρήσεως, θεωρήσεις για βέβαια χρονολογία και επικυρώσεις υπογραφής που τίθεται σε ιδιωτικό έγγραφο. Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 της ίδιας Συμβάσεως, η μόνη διατύπωση που είναι δυνατόν να απαιτηθεί για να βεβαιωθεί η γνησιότητα της υπογραφής, η ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο και, ενδεχομένως, η ταυτότητα της σφραγίδας ή του επιθήματος που φέρει το έγγραφο, είναι η επίθεση (επί του εγγράφου) της επισημείωσης που προβλέπεται από το άρθρο 4 αυτής (EPISTILLE) και χορηγείται από την αρμόδια αρχή του Κράτους από το οποίο προέρχεται το έγγραφο ή σε πρόσθεμα. Εκ τούτων συνάγεται, ότι, επί ιδιωτικών εγγράφων, χορηγείται κατ` εξαίρεση η σφραγίδα της Χάγης μόνον όταν αυτά φέρουν βεβαιώσεις, καταχωρήσεις, θεωρήσεις για βέβαια χρονολογία και επικυρώσεις υπογραφής, που έχουν τεθεί από δημόσια αρχή, διότι, με αυτόν τον τρόπο, το ιδιωτικό έγγραφο, ως προς το σκέλος (και μόνο) της βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής από αρμόδιο υπάλληλο φέρει την επίσημη σφραγίδα του Κράτους (βλ. ΑΠ 926/2014 (Ποιν), δημ. ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ισχύουν, όταν πρόκειται περί δημοσίων εγγράφων Πολιτείας, η οποία έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση της Χάγης. Όταν, όμως, πρόκειται περί Πολιτείας, η οποία δεν έχει προσχωρήσει σε αυτή ή περί Πολιτείας που έχει μεν προσχωρήσει σε αυτή, αλλά η Ελλάδα έχει εγείρει (κατ` άρθ. 12 της Σύμβασης) αντιρρήσεις για την προσχώρησή της, για να γίνουν αποδεκτά τα προαναφερόμενα δημόσια έγγραφα, πρέπει να φέρουν επικύρωση των Ελληνικών Προξενικών Αρχών στη χώρα προέλευσης των εγγράφων, ως προς το γνήσιο της υπογραφής του αλλοδαπού οργάνου, και μάλιστα αφού έχει προηγηθεί η επικύρωσή τους από το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας προέλευσης των εγγράφων. Τέτοιες αντιρρήσεις έχει εγείρει η Ελλάδα για το Περού, το Κιργιστάν τη Μογγολία και το Ουζμπεκιστάν (βλ. την από 8.3.2018 ενημέρωση του ΥΠ. Εξωτερικών).
Με τον πρώτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα επαναφέρει σχετικό ισχυρισμό περί αμφισβήτησης του αλλοδαπού εγγράφου που η εφεσίβλητη προσκόμισε προς απόδειξη της νόμιμης σύστασης της και επίσης την παροχή πληρεξουσιότητας στο δικηγόρο που την εκπροσωπεί. Σύμφωνα με τον προσκομιζόμενο σε μετάφραση από τα αγγλικά νόμο εταιριών της δημοκρατίας των νήσων Μάρσαλ στο τμήμα 1 παρ. 3 και 4 ο νόμος περί εταιριών εφαρμόζεται σε κάθε μη κάτοικο εγχώρια εταιρία και ιδρύονται δύο έφοροι εταιρών εκ των οποίων ο ένα είναι υπεύθυνος για μη κατοίκους εγχώριες εταιρίες. Για τις τελευταίες υπεύθυνος θα είναι η the trust company που θα διορίσει εφόρους εκτός της δημοκρατίας με τρόπο που θεωρεί κατάλληλο (σχετ. Θ). Στο από 1.2.2008 πιστοποιητικό νόμιμης σύστασης και λειτουργίας (certificate of good standing), που φέρει την υπογραφή της ………… . βοηθού εφόρου εταιριών στη δημοκρατία των νήσων Μάρσαλ η γνησιότητα της υπογραφής της οποίας θεωρήθηκε στο αλλοδαπό κείμενο με επιτεθειμένη σ’ αυτό τη σφραγίδα (apostille) της κυρωθείσας στην Ελλάδα με το Ν. 1497/1984 Σύμβασης της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961 κατ’ άρθρο 2 αυτής από την …………… ειδική αντιπρόσωπο του γραφείου υποθέσεων της δημοκρατίας των νήσων Μάρσαλ που προσκομίζεται σε μετάφραση στα ελληνικά από τα αγγλικά από το δικηγόρο …… που κατ’άρθρο 36 παρ. 2 του ΚωδΔικ βεβαιώνει ότι έχει επαρκή γνώση της αγγλικής ορίζονται επί λέξει τα εξής: «πιστοποιώ ότι μετά από επιμελή έρευνα των αρχείων του εφόρου εταιρειών για εταιρίες μη κατοίκους, όσον αφορά όλα τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί σύμφωνα με την παράγραφο 5 του νόμου περί ανωνύμων εταριών, όσον αφορά (την ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη) που ιδρύθηκε 1.2.2008 με καταχωρημένο αντιπρόσωπο τους ……………, και μετά από έλεγχο δε βρέθηκε κανένα κατατεθέν ή καταγεγραμμένο έγγραφο που να έρχεται σε αντίθεση περί του ότι η εταιρία είναι και παραμένει μια υφισταμένη εταιρία και ότι αυτή έχει καταβάλει όλους τους οφειλόμενους και πληρωτέους φόρους και τέλη και, ως εκ τούτου, παραμένει μια εταιρία που υφίσταται και λειτουργεί νομίμως την ημερομηνία εκδόσεως του παρόντος, ενώ τέθηκε η υπογραφή και σφραγίδα του εφόρου εταιριών (σχ. Ζ1). Με το πιστοποιητικό Ζ2 βεβαιώνεται από την προαναφερόμενη βοηθό εφόρου ότι η εφεσίβλητη ενάγουσα έχει αριθμό μητρώου 28200, νόμιμη λειτουργία, συγκεκριμένη έδρα, αντιπρόσωπο την trust company complex με την ίδια διεύθυνση, 500 ονομαστικές και ανώνυμες μετοχές άνευ ονομαστικής αξίας. Ο παρών Διευθυντής είναι ο …….. Έχει τεθεί θεώρηση από την προαναφερόμενη ειδική αντιπρόσωπο κατά τη σύμβαση της Χάγης και η μετάφραση έγινε κατά τα ανωτέρω από τον πληρεξούσιο δικηγόρο. Να σημειωθεί ότι τα νησιά Μάρσαλ έχουν επικυρώσει τη σύμβαση της Χάγης και ότι η Ελλαδα δεν διατύπωσε επιφύλαξη ως προς τη δημοκρατία αυτή. Επομένως, η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία είχε ικανότητα δικαίου σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο κατά το άρθρο 10 ΑΚ δίκαιο της καταστατικής έδρας της (νόμος εταιριών νήσων Μάρσαλ) εκδηλούμενη δια των εκάστοτε αρμοδίων οργάνων της. Περαιτέρω, με την από 14.3.2022 ο προαναφερόμενος διευθυντής κάτοικος Εκάλης με την ιδιότητα του εκπροσώπου τη ενάγουσας με έδρα τα νησιά Μάρσαλ σύμφωνα με το παραπάνω πιστοποιητικό, διόρισε ως πληρεξούσιο δικηγόρο της, μεταξύ άλλων, τον παρασταθέντα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο αυτό προς νομική υποστήριξη της παρούσας υπόθεσης, και έχει βεβαιώθεί το γνήσιο της υπογραφής του (σχετ. ζα) . Συνεπώς ο πρώτος λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος με αντικατάσταση της αιτιολογίας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς τη συνδιαστική εφαρμογή της σύμβασης της Χάγης με το άρθρο 456 του ΚΠολΔ.
Η διοίκηση αλλοτρίων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730-740 ΑΚ, ως ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται απευθείας από τον νόμο, μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υπόθεσης, και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής διαχειρίζεται ξένη υπόθεση, χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση, ήτοι χωρίς εντολή του κυρίου αυτής (άρθρ. 713 επ. ΑΚ) ή οποιαδήποτε άλλη έννομη σχέση μεταξύ διοικητή και κυρίου (ΑΠ 355/2015, ΑΠ 784/2005, δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1909/2015, Ενέργεια και Δίκαιο 2018, 104-101). Οι ανωτέρω διατάξεις διακρίνουν μεταξύ γνήσιας και μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων, η δε γνήσια διοίκηση αλλοτρίων διακρίνεται σε θεμιτή και αθέμιτη (ΕφΑθ 1909/2015, ο.π). Ειδικότερα, γνήσια διοίκηση αλλοτρίων είναι η αυτόβουλη ανάπτυξη δραστηριότητας σε ξένη υπόθεση, με γνώση και για το συμφέρον άλλου. Προϋποθέσεις αυτής είναι η ανάμιξη σε ξένη υπόθεση, η πρόθεση του διοικητή να εξυπηρετήσει ξένα συμφέροντα, η έλλειψη εντολής από τον κύριο της υπόθεσης, καθώς και η έλλειψη αντίθετης γνώμης (βλ. Τασίκα, σε Γ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τομ. Ι, έκδ. 2010, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 730-740, αριθ. 1-5, σελ. 1379-1380). Μη γνήσια ή νόθος διοίκηση αλλοτρίων είναι η διαχείριση ξένης υπόθεσης από κάποιον σαν δική του, ενώ γνωρίζει ότι είναι ξένη υπόθεση. Περαιτέρω, θεμιτή γνήσια διοίκηση υπάρχει, όταν ο διοικητής διεξάγει την υπόθεση σαν ξένη, έχει δε αναλάβει τη διαχείριση προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη βούληση του κυρίου. Αντίθετα, αθέμιτη είναι η γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, όταν ο διοικητής διεξάγει την υπόθεση σαν ξένη, η ανάληψη, όμως, της διαχείρισης από αυτόν, παρά την αντίθετη υποκειμενική του παράσταση, δεν ανταποκρίνεται αντικειμενικά στο συμφέρον ή την πραγματική ή την εικαζόμενη βούληση του κυρίου. Η έννοια της γνήσιας θεμιτής διοίκησης αλλοτρίων δίνεται στο άρθρο 730 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος διοικεί, χωρίς εντολή, ξένη υπόθεση, έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, ενώ αντίθετη θέληση του κυρίου για τη διοίκηση της υπόθεσής του δεν λαμβάνεται υπόψη, εφόσον αντιβαίνει στον νόμο ή στα χρηστά ήθη. Συγκεκριμένα, διοίκηση ξένης υπόθεσης είναι κάθε ενέργεια, είτε νομικής, είτε υλικής φύσης, όπως η καταβολή αλλότριου χρέους (ΑΠ 1413/2008, ΕφΘεσ 842/2007, ΤΝΠ Νόμος), που αντικειμενικά, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, ανήκει στον κύκλο συμφερόντων τρίτου προσώπου (ΕφΑθ 1909/2015 ΤΝΠ Νόμος). Τα πρόσωπα της έννομης σχέσης της διοίκησης αλλοτρίων, ο διοικητής και ο κύριος της υπόθεσης, μπορεί να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η επέμβαση του διοικητή σε ξένη υπόθεση πρέπει να συμπορεύεται προς το συμφέρον του κυρίου, δηλαδή, να είναι επωφελής και χρήσιμη γι αυτόν. Η δε υλική ή ηθική ωφέλεια πρέπει να επάγεται στον κύριο, κατά την αντικειμενική κρίση του μέσου συνετού ανθρώπου στη συγκεκριμένη περίπτωση, και όχι κατά την υποκειμενική αντίληψη του κυρίου της υπόθεσης ή του διοικητή (ΕφΑθ 8359/2002, ΕλλΔ/νη 46, 268). Για την ύπαρξη του συμφέροντος του κυρίου της υπόθεσης κρίσιμος είναι ο χρόνος ανάληψης της διοίκησης. Επιπλέον, η διοίκηση ξένης υπόθεσης πρέπει να γίνεται κατά την πραγματική θέληση του κυρίου. Πραγματική θέληση υπάρχει, όταν ο κύριος είχε εκφρασθεί για την ανάγκη της ενέργειας της πράξης, αδιαφόρως αν γνώριζε αυτήν ή όχι ο διαχειριστής, ήτοι η ψυχολογική του βούληση, η πραγματικά υφιστάμενη, η οποία πρέπει να έχει εξωτερικευθεί, ρητά ή σιωπηρά (ΕφΑθ 406/2002, δημ. ΤΝΠΔΣΑ). Ο διοικητής οφείλει να προσπαθήσει να βεβαιωθεί για την ύπαρξη πραγματικής θέλησης του κυρίου, γιατί αλλιώς ενεργεί επιζήμια (άρθρ. 731 ΑΚ). Όταν δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της πραγματικής θέλησης του κυρίου, πρέπει να αναζητείται από τον διοικητή η εικαζόμενη θέλησή του, εφόσον αυτός (ο κύριος της υπόθεσης) είχε γνώση της διοίκησης και των συνθηκών. Για την εξεύρεση της εικαζόμενης θέλησης του κυρίου λαμβάνονται υπόψη, όχι οι υποκειμενικές κρίσεις του διοικητή, αλλά οι εν γένει κοινωνικές, οικονομικές και συναλλακτικές συνθήκες, σχέσεις και κρίσεις του κυρίου. Σε περίπτωση, που είναι αδύνατη η εξακρίβωση της πραγματικής ή της εικαζόμενης βούλησης του κυρίου, λαμβάνεται υπόψη μόνο το συμφέρον του, που αποτελεί επικουρικό κριτήριο σε σχέση με τη θέλησή του (βλ. Τασίκα, σε Γ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τομ. Ι, έκδ. 2010, άρθρ. 730, αριθ. 1-34). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 736 ΑΚ, εφόσον ο διοικητής αλλοτρίων ανέλαβε τη διοίκηση ξένης υπόθεσης προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου, έχει δικαίωμα να ζητήσει από αυτόν τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών του, κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Σκοπός της παραπάνω διάταξης είναι να καταστεί αζήμια για τον διοικητή η διοίκηση αλλοτρίων. Αποδοτέες είναι οι για τη διοίκηση γενόμενες αναγκαίες ή επωφελείς δαπάνες προς διεξαγωγή και περάτωση της υπόθεσης, κατά την αντίληψη του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου, ενόψει των συναλλακτικών συνηθειών, των συντρεχουσών περιστάσεων και των διαθέσεων και επιδιώξεων του κυρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 737 ΑΚ, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του προηγούμενου άρθρου, ήτοι σε περίπτωση γνήσιας αθέμιτης διοίκησης αλλοτρίων, ο διοικητής δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την ανόρθωση των ζημιών, μπορεί, όμως, να ζητήσει την απόδοση των δαπανών, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 επ. ΑΚ). Αντίθετα, όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ξένη, πρόκειται για μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, οπότε κατά το άρθρο 739 ΑΚ, με την επιφύλαξη τυχόν ευθύνης του διοικητή από αδικοπραξία, ο διοικητής έχει και τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλοτρίων και, επιπλέον, μπορεί να απαιτήσει τις δαπάνες μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 433/1979, ΝοΒ 27, 1460). Ενόψει των ανωτέρω, στοιχεία της αγωγής (άρθρ. 216 ΚΠολΔ), σε περίπτωση γνήσιας θεμιτής διοίκησης αλλοτρίων (άρθρ. 736 ΑΚ), είναι: α) η διοικηθείσα ξένη υπόθεση, β) η ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντα, ως διοικητή της υπόθεσης, γ) η παθητική νομιμοποίηση του εναγόμενου, ως κυρίου της υπόθεσης, δ) ότι η διοίκηση έγινε αυτοβούλως και χωρίς να έχει σχετική υποχρέωση, ε) ότι ο διοικητής ενήργησε προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, στ) αναλυτικά οι δαπάνες, στις οποίες προέβη ο διοικητής, ζ) αναλυτικά οι ζημίες, που υπέστη από την ανάμιξή του στην ξένη υπόθεση, και η αιτιώδης συνάφεια της διοίκησης προς τη ζημία του και η) αίτημα να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ορισμένο ποσό, νομιμοτόκως από την υπερημερία του εναγόμενου. Αντίθετα, δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής του άρθρου 736 ΑΚ η μνεία της αναγκαιότητας των δαπανών, που ενήργησε ο διοικητής αλλοτρίων, αλλά μόνο η αναφορά ότι αυτές έγιναν προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου της υπόθεσης (ΕφΑθ 1909/2015, ο.π, ΕφΑθ 1915/2006, ΕΔΠ 2011, 324, βλ. και Ι. Κατρά, Αγωγές, Αιτήσεις και Ενστάσεις Ενοχικού Δικαίου Αστικού Κώδικα, έκδ. 2018, § 45, σελ. 917, αριθ. 1-2). Τέλος, όταν ζητούνται δαπάνες, κατά το άρθρο 737 ΑΚ, με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρ. 904 επ. ΑΚ), σε περίπτωση γνήσιας αθέμιτης διοίκησης αλλοτρίων, στην αγωγή, πλέον των προαναφερόμενων στοιχείων, πρέπει να αναφέρονται: α) ο πλουτισμός του εναγόμενου-κυρίου της υπόθεσης, β) η επέλευση πλουτισμού σε βάρος του ενάγοντος (άρα και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στον πλουτισμό του πρώτου και την επιβάρυνση του δεύτερου) και γ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΑΠ 326/2006, ΕλλΔ/νη 47, 787, βλ. και Ι. Κατρά, Αγωγές, Αιτήσεις και Ενστάσεις Ενοχικού Δικαίου Αστικού Κώδικα, έκδ. 2018, § 45, σελ. 918, αριθ. 3). Να σημειωθεί ότι ο νέος κτήτορας πλοίου, ως διοικητής αλλότριων, υποχρεούται, να αποδώσει στον κύριο τα πράγματα του φορτίου (αρ. 734 ΑΚ), αλλά δικαιούται συγχρόνως να ζητήσει και τις δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη από τη διοίκηση (αρ. 736 ΑΚ). Τέτοιες είναι και αυτές της εκφορτώσεως και μετακινήσεως του φορτίου προς παράδοση του, ενώ οι διατάξεις για την εντολή εφαρμόζονται αναλόγως σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη. Έτσι, στα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 713 του ΑΚ, δύναται τρίτος κατ’ εντολή του οφειλέτη να εκπληρώσει για λογαριασμό του παροχή προς το δανειστή του τελευταίου, με σκοπό αποσβέσεως της οφειλής. Κατά το άρθρο 722 του ΑΚ, ο εντολέας οφείλει να αποδώσει στον εντολοδόχο οτιδήποτε αυτός δαπάνησε για την κανονική εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 631/2020 δημ. νόμος). Ως δαπάνη θεωρείται κάθε περιουσιακή παροχή, στην οποία προέβη οικειοθελώς ο εντολοδόχος εξ ιδίων για την κανονική εκτέλεση της εντολής. Κανονική δε εκτέλεση της εντολής υφίσταται εφόσον ο εντολοδόχος εκτελεί την υποχρέωσή του σύμφωνα με τη σύμβαση, συμμορφούμενος προς ρητές ή επιτακτικές οδηγίες του εντολέα ή, εάν αυτές είναι ενδεικτικές, εφόσον έπραξε κάθε τι που επέβαλλε η φύση της υποθέσεως που τού ανατέθηκε. Εάν, συνεπώς, ενάγεται ο εντολέας από τον εντολοδόχο για την απόληψη των δαπανών αυτών, κατ’ άρθρο 722 του ΑΚ, ο τελευταίος οφείλει μόνο να επικαλεσθεί και αποδείξει, ως στοιχεία κρίσιμα του καταγόμενου σε δίκη δικαιώματος τη σύμβαση της εντολής και την ενέργεια των αναζητουμένων για την κανονική εκτέλεση αυτής. Οι δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε ο εντολοδόχος προς κανονική εκτέλεση της εντολής, αποδίδονται, κατ’ άρθρο 301 παρ. 1 του ΑΚ, έντοκα, και μάλιστα από του χρόνου καταβολής του ποσού τούτων, ανεξάρτητα από τυχόν υπερημερία του οφειλέτη εντολέα ή από τυχόν επίδοση της αγωγής (Εφ Πειρ 79/2022 ΤΝΠ Νόμος).
Με τους δεύτερο και τρίτο λόγο εφέσεως επαναφέρεται και ο προταθείς ισχυρισμός περί αοριστίας της αγωγής ενώ συναφής είναι το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου εφέσεως περί αοριστίας των αγωγικών κονδυλίων. Οι λόγοι κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι υπό τα αναφερόμενα στη αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη της παρούσας διότι η αγωγή είχε τα απαιτούμενα από τα νόμο στοιχεία ως προς την κύρια και τις επικουρικές της βάσεις, ορισμένα δε κρίνονται και τα αιτούμενα κονδύλια, τα οποία αναλυτικά προσδιορίζονται κατ’ είδος και αιτία και παρατίθενται εκτενώς χωρίς ν’ απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους περαιτέρω στοιχεία, π.χ. ειδική αναφορά του τρόπου καθορισμού τους, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα.
Το άρθρο 421 του ΚΠολΔ, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87, αντικαταστάθηκε από την 1η.1.2022, δυνάμει των άρθρων 21 και 120 Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190 κατά δε την παρ.1β άρθρου 116 του ν. 4842/2021, διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 Ν.4871/2021,ΦΕΚ Α 246/10.12.2021, και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις. Σύμφωνα με αυτό:” Οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή δικηγόρου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των άρθρων 422 έως 424. Η ένορκη βεβαίωση, που λαμβάνεται ενώπιον δικηγόρου, δεν μπορεί να ληφθεί ενώπιον των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων. Αμέσως μετά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, ο δικηγόρος ενώπιον του οποίου αυτή δόθηκε την αποστέλλει ηλεκτρονικά στον δικηγορικό σύλλογο στον οποίο ανήκει και λαμβάνει ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Με την ηλεκτρονική απόδειξη η ένορκη βεβαίωση αποκτά βέβαιη χρονολογία και μοναδικό αριθμό. Ο δικηγόρος χορηγεί αντίγραφα της ένορκης βεβαίωσης μαζί με την ως άνω ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Όμοια αντίγραφα χορηγεί και ο οικείος δικηγορικός σύλλογος μέσω της διαδικτυακής πύλης portal.olomeleia.gr. Τα αρχεία των ένορκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται ενώπιον δικηγόρου τηρούνται στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, σύμφωνα με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων.»* Η τρίτη παράγραφος του τροποποιήθηκε από την 1η.1.2022, ως προς τον αριθμό των ένορκων βεβαιώσεων, δυνάμει των άρθρων 22 και 120 Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190. Περαιτέρω το άρθρο 422 το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87, διαμορφώθηκε ήδη ως εξής: «Άρθρο 422 Επίδοση κλήσης 1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπον, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ένορκων βεβαιώσεων πάνω από τριών (3) για κάθε διάδικο και δυο (2) για την αντίκρουση, για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας.». Τα παραπάνω σύμφωνα με την παρ.1β άρθρου 116 του ν. 4842/2021, όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 Ν.4871/2021,ΦΕΚ Α 246/10.12.2021 εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις. Η ένορκη βεβαίωση αποτελεί διαφορετικό αποδεικτικό μέσο από τους μάρτυρες ή από τα έγγραφα, ενώ ήδη, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 339 του ΚΠολΔ με το άρθρο 36 του ν. 3994/2011, η ένορκη βεβαίωση αποτελεί πλέον αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Γι’ αυτό, όταν προσκομίζεται τέτοιο αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει, ειδικά, να αναφέρεται στην απόφασή του ότι αυτό έχει ληφθεί υπόψη (ΑΠ 1186/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1263/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 977/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 26/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1175/2019 Δημ. Νόμος). Η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 424 ΚΠολΔ, καταλαμβάνει, κατά τη διάταξη της παραγράφου 4 του ενάτου άρθρου Ν. 4335/2015, κατ` εφαρμογή της καθιερουμένης από τις διατάξεις των άρθρων 12, 21 εδ. β` και 24 παρ. 1 εδ α` ΕισΝΚΠολΔ γενικής δικονομικής αρχής ότι οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο το ισχύον κατά το χρόνο διενεργείας αυτών, τις επιδιδόμενες από της 1ης Ιανουάριου 2016 και εξής κλήσεις (έστω και εάν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας). Επομένως, μετά την ισχύ των άρθρων 422 § 1 και 424 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015 (από 1.1.2016), το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, μόνο αν ο διάδικος, που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, επιδώσει δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα την τήρηση των αναγκαίων αυτών προϋποθέσεων έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει όχι μόνο κατ` ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή τους έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 977/2020 ό.π., ΑΠ 667/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 5/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1208/2019, ΑΠ 1175/2019 ό.π., ΑΠ 673/2018) Επίσης, η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις, κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, συνακόλουθα, αν προσκομίζεται, πρώτη φορά, στο Εφετείο, η επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΑΠ 26/2020 ό.π., ΑΠ 204/2017, 1461/2013, ΑΠ 481/ 2013) και να είναι ειδική, έτσι ώστε να προκύπτει από αυτήν ο αριθμός, ο μάρτυρας, που εξετάστηκε, και εκείνος, που τον εξέτασε, και, επιπλέον, να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ακυρότητα από τη μη κλήτευσή του θεραπεύεται (ΑΠ 26/2020 ό.π., ΑΠ 17/2015, ΜΕφΠειρ 127/2022 δημ. νόμος).
Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθώς λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο ένορκη βεβαίωση που δόθηκε κατά παράβαση του νόμου δηλαδή τη με αριθμό …………/14.7.2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., κατόπιν κλήτευσης σύμφωνα με τη με αριθμό ……… /30.6.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……….., επειδή η αντίδικος της την κάλεσε να παραστεί στην εξέταση του ενόρκως βεβαιώσαντα όχι σε μία άλλα σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες, δηλαδή στις 14.7.2020 ημέρα Τρίτη και ώρα 11.00 ή στις 15.7.2020 ημέρα Τετάρτη και ώρα 11.00. Ο λόγος αυτός εφέσεως κρίνεται απορριπτέος πρωτίστως ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος διότι στην αμέσως προαναφερόμενη νομική σκέψη αναφέρονται οι προϋποθέσεις λήψης ένορκης βεβαίωσης στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η κλήση σε μια μόνο συγκεκριμένη μέρα και ώρα ούτε αυτό προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015 ή και των νόμων που ακολούθησαν. Ούτε γίνεται επίκληση κατάχρησης των συγκεκριμένων νομικών διατάξεων επειδή η εκκαλούσα κλήθηκε σε δύο συγκεκριμένες ημερομηνίες. Αυτό ενδεχομένως θα συνέβαινε μόνο στην περίπτωση περισσοτέρων ενόρκων βεβαιώσεων την ίδια ημέρα και ώρα και στην περίπτωση που πραγματικά αποστερούσε στον κληθέντα διάδικο το δικαίωμα του να παραστεί κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Ακολούθως θα πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος εφέσεως.
Από την επανεκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στον πρώτο βαθμό συμπεριλαμβανομένης της προαναφερόμενης ένορκης βεβαίωσης, το οποίο αποδεικτικό υλικό εκτιμάται με βάση τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και τους κανόνες της λογικής αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στα νησιά Μάρσαλ πλειοδότησε, για ποσό 400.020,00 δολαρίων ΗΠΑ, στον αναγκαστικό πλειστηριασμό του φορτηγού πλοίου «ΆC» με σημαία (κατά το χρόνο εκείνο) Μπελίζ και ήδη Τόγκο, και ΙΜΟ …., κ.ο.χ, 2.086, στις …… και απέκτησε αυτό κατά κυριότητα με βάση την με αριθμό …………./2742018 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης πλοίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., ενώ ολοκληρώθηκε ήδη η αλλαγή πλοιοκτήτη. Εντός του πλοίου αυτού βρισκόταν φορτίο δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) τόνων περλίτη, κυριότητας τρίτου δηλαδή της εκκαλούσας, η οποία έχει ως καταστατικό της σκοπό, μεταξύ άλλων, την έρευνα, αναζήτηση και εκμετάλλευση αργυρομεταλλευμάτων, βαρυτίνης και κάθε συνυπάρχοντος ορυκτού, μεταλλευτικού και βιομηχανικού προϊόντος. Το φορτίο αυτό φορτώθηκε χύδην στο ως άνω πλοίο, που ναύλωσε η εκκαλούσα από την τότε πλοιοκτήτριά του, εταιρεία “…….” (. …..), δυνάμει του από 4.1.2016 ναυλοσυμφώνου κατά ταξίδι, στη Μήλο την 15.1.2016, ενώ σύμφωνα με την εκδοθείσα φορτωτική παραλήπτρια του φορτίου ήταν η εδρεύουσα στο …. Ιταλίας εταιρεία “……….” και το πλοίο απέπλευσε με προορισμό τη Σαβόνα Ιταλίας. Η παραλήπτρια εταιρεία είχε αγοράσει το φορτίο [2.500 μ.τ, CHT 2.5-0.8 χύδην ακατέργαστος περλίτης] έναντι συνολικού τιμήματος 229.500 ευρώ το οποίο όμως δεν καταβλήθηκε διότι η πώληση ματαιώθηκε, καθόσον, λόγω μηχανικής βλάβης, το πλοίο κατέπλευσε ρυμουλκούμενο στον Πειραιά και συγκεκριμένα στον θαλάσσιο χώρο έμπροσθεν Ναυπηγείου ……… στο Πέραμα. Εκεί, την 26.1.2016 κατασχέθηκε αναγκαστικά δυνάμει της με αριθμό ………/21.2.2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά …….., σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 5770/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε μετά από αγωγή ναυτικών κατά της προηγούμενης πλοιοκτήτρια για τα δεδουλευμένα τους. Ήδη από το έτος 2017 ο ΟΛΠ καλούσε την πλοιοκτήτρια να απομακρύνει το φορτηγό πλοίο από την περιοχή λόγω και του κινδύνου βυθίσεως που είχε ανακύψει μετά το 2018 λόγω της πολύμηνης παραμονής του. Στις 18.4.2018 η νέα πλοιοκτήτρια ενημερώθηκε από την αγγλική εταιρία που είχε ασφαλίσει το φορτίο ότι επιθυμούσαν δειγματοληψία για τον έλεγχο της ποιότητας του αλλά και εκφόρτωση αυτού. Η ήδη εφεσίβλητη ενημέρωσε με το από 24.4.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι το πλοίο επρόκειτο να μετακινηθεί, με την ολοκλήρωση της αλλαγής πλοιοκτησίας, και ότι ήταν πρόθυμη να συζητήσει για την εκφόρτωση του φορτίου πριν τη μετακίνηση, η οποία, σε κάθε περίπτωση, έχρηζε προσοχής λόγω της μη ύπαρξης σε ισχύ πιστοποιητικών αξιοπλοΐας. Πράγματι, το πλοίο, λόγω του επικείμενου κινδύνου βύθισής του όπως υπήρχε ενημέρωση από τον ΟΛΠ, μετακινήθηκε την 8η Μαΐου 2018, ρυμουλκούμενο, καθόσον, λόγω βλάβης που είχε υποστεί στον μειωτήρα στροφών της κύριας μηχανής του, δεν ήταν δυνατή η αυτοδύναμη πλεύση του, και πλαγιοδετήθηκε επί του πλοίου «CΚ», στον λιμένα της Ελευσίνας, περιοχή …., επ’ αυτού δε τοποθετήθηκε πλήρωμα για να παρακολουθεί την κατάστασή του. Την 1.6.2018 πραγματοποιήθηκε και δειγματοληψία στο φορτίο παρουσία εκπροσώπων της εταιρείας Επιθεωρητών … ….., του Τελωνείου, αλλά και της εκκαλούσας ως κυρίας του φορτίου, όπως δεν αμφισβητείται, καθόσον είχε στην κατοχή της την πρωτότυπη φορτωτική, και της πλοιοκτήτριας. Ωστόσο, αν και ήδη από τις 21.5.2018 και κατ’ επανάληψη στη συνέχεια ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης είχε ενημερώσει, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για την επιβάρυνση, από άποψη κόστους και καθυστερήσεων, της πλοιοκτήτριας εταιρείας συνεπεία της μη εκφόρτωσης, η κυρία του φορτίου εκκαλούσα απέφευγε να λάβει σαφή θέση και να προβεί στην εκφόρτωση, καθόσον βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τους ασφαλιστές του φορτίου, με σκοπό να λάβει την ασφαλιστική αποζημίωση, διότι θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να αξιοποιήσει εμπορικά το φορτίο, διότι υπήρχε κίνδυνος βύθισης του πλοίου. Όμως προκειμένου να προβεί η πλοιοκτήτρια στις απαιτούμενες επιθεωρήσεις και επισκευές επί του πλοίου και την έκδοση των αναγκαίων πιστοποιητικών αξιοπλοϊας έπρεπε να προηγηθεί η εκφόρτωση του φορτίου. Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την από 22 Ιουνίου 2018 επιθεώρηση γενικής κατάστασης του πλοίου, που διενήργησε ο ναυπηγός μηχανολόγος μηχανικός . …… η επιθεώρηση της κατάστασης του κύτους, των διπύθμενων και πλευρικών δεξαμενών του σκάφους ήταν ανέφικτη λόγω του φορτίου, αφού δεν υπήρχε πρόσβαση στο χώρο και σε πιθανή διαρροή θαλασσινού νερού δεν θα μπορούσε να εντοπιστεί η περιοχής αυτής και για το λόγο αυτό ήταν απαραίτητη η άμεση εκφόρτωση και ο μετέπειτα δεξαμενισμός του πλοίου, για την ασφάλεια αυτού και του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Επειδή κατά τα προαναφερόμενα η εφεσίβλητη δε λάμβανε σαφή απάντηση από την εκκαλούσα ως προς τις οικονομικές επιβαρύνσεις στις οποίες αυτή υποβαλλόταν και θα αναφερθούν παρακάτω άσκησε την από 18.7.2018 με αριθμό κατάθεσης ………../2018 αίτησή της κατά της εκκαλούσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με αίτημα τη χορήγηση άδειας εκφόρτωσης του φoρτίoυ και πώλησης αυτού, η οποία απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη, με τη με αριθμό 12/2019 (τελεσίδικη) απόφαση του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, πρωτίστως διότι “η αιτούσα, ως διοικητής αλλότριων, δεν χρειαζόταν άδεια του Δικαστηρίου, παρά μόνο όφειλε να ειδοποιήσει την κυρία του φορτίου, τάσσοντας εύλογη προθεσμία σ’ αυτήν λόγω της υπερημερίας της, για την πρόθεσή της να εκπλειστηριάσει το φορτίο με εκούσιο δημόσιο πλειστηριασμό (1021 ΚΠολΔ), τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις, και στη συνέχεια να Καταθέσει δημόσια το τίμημα – εκπλειστηρίασμα στο ΤΠκΔ”, ενώ απορρίφθηκε και το αίτημά της για κάλυψη των δαπανών της με παρακράτηση από το τίμημα της πώλησης. Τελικά το φορτίο πωλήθηκε από την εκκαλούσα στην «…………», έναντι συνολικού τιμήματος 17465,21 ευρώ σύμφωνα με το υπό στοιχεία …………/14.1.2019 τιμολόγιο πώλησης, εκφορτώθηκε δε αυτό κατά το χρονικό διάστημα από 7 έως 10 Ιανουαρίου 2019, αφού προηγουμένως το πλοίο μεθορμίστηκε στον Κεντρικό Λιμένα Ελευσίνας, ενώ η εκκαλούσα κατέβαλε στην εφεσίβλητη τα έξοδα ύψους 10.000 ευρώ για τη μεθόρμιση του πλοίου και την εκφόρτωση (μετακίνηση του πλοίου στο λιμάνι ρυμουλκούμενου από δύο ρυμουλκά, έξοδα πλοηγού, τελωνειακές διατυπώσεις, έγγραφα, προετοιμασία και λειτουργία των καλυμμάτων των κυτών, πρόσδεση πλοίου, διατυπώσεις σημαίας και έξοδα πιστοποιητικών κλάσης). Όμως με βάση τα προαναφερόμενα η εφεσίβλητη προέβη και πριν την πώληση του φορτίου στις απαιτούμενες ενέργειες για τη διατήρηση του φορτίου παρόλο που εξαιτίας αυτού καθυστερούσε να προβεί στις απαραίτητες επισκευές και να λάβει τα πιστοποιητικά του πλοίου. Η μεταγενέστερη πώληση έστω και στο 1/10 της εμπορικής τιμής καταδεικνύει ότι η εφεσίβλητη ενήργησε σύμφωνα με την εικαζόμενη βούληση της εκκαλούσας που διασαφηνίσθηκε μεταγενέστερα, με την από 20.7.2018 εξώδικη απάντησή της προς την εφεσίβλητη, δηλαδή τη διατήρηση, προστασία και οικονομική αξιοποίηση του φορτίου, μέσω της είσπραξης ασφαλιστικής αποζημίωσης ή / και μέσω της πώλησής του. Επομένως οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε και θα αναφερθούν παρακάτω, τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με τη διοίκηση αλλότριων, διότι, εάν το πλοίο ήταν κενό φορτίου, η ενάγουσα θα προέβαινε σε άμεση επισκευή του στα ναυπηγεία …… στο Πέραμα Πειραιά, όπου βρισκόταν ήδη κατά τον χρόνο του πλειστηριασμού, και στη συνέχεια θα προέβαινε στην έκδοση των πιστοποιητικών αξιοπλοΐας, και την εμπορική του εκμετάλλευση. Αντιθέτως η μεταφορά του σε σημείο που δεν διενεργούνται επισκευές πλοίων και η φύλαξή του με πλήρωμα που τοποθέτησε, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα μέχρι την εν τέλει διευθέτηση του ζητήματος και πώληση του φορτίου, οφειλόταν στην ύπαρξη του φορτίου και αποσκοπούσε στη διαφύλαξή του: Επομένως οι δαπάνες που αποδείχθηκαν ότι προέβη τη εφεσίβλητη για τη μεταφορά του πλοίου προκειμένου να διαφυλαχθεί το φορτίο και συνδέονται αιτιωδώς με τη διαφύλαξη αυτή είναι οι ακόλουθες: α) Για πρακτορειακά έξοδα στον Πειραιά, Πέραμα – Ναυπηγείο ….. για την περίοδο από 3.5.2018 έως 8.5.2018, ευρώ 287,19, β) για πρακτορειακά έξοδα στην Ελευσίνα, περιοχή …., από 8.5.2018 έως 31.5.2018, ευρώ 830,00, του πρακτορείου ………….”, γ. για ρυμούλκηση του πλοίου άνευ μηχανής και πληρώματος, από το Πέραμα στην Ελευσίνα, την 8.5.2018, και, συγκεκριμένα, χρήση των ρυμουλκών της «κοινοπραξίας ρυμουλκών ……» έναντι αμοιβής 6.000 ευρώ, σύμφωνα και με τον πίνακα χρεώσεων της εταιρίας αυτής. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι συνδέεται αιτιωδώς με τη μετακίνηση για τη διαφύλαξη του φορτίου αμοιβής 4.000 ευρώ για την αναμονή στην περιοχή της Ελευσίνας και συνεπώς το υπόλοιπο είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι έπρεπε να επιδικαστεί το συνολικό ποσό των 10.000 για την παραπάνω αιτία εκτίμησε εσφαλμένα τις αποδείξεις. Δ) για τη χρήση πλωτού γερανού της εταιρίας «……………» για την τοποθέτηση δύο αγκυρών, στη θέση …….., Ελευσίνα (την 8.5.2018), ευρώ 5.000, ε) για έξοδα νηολογίου και αμοιβή αντιπροσώπων (“…………….”) για έκδοση πιστοποιητικών ασφαλείας σε ισχύ που επέτρεψαν τη ρυμούλκηση του πλοίου έμφορτου, άνευ μηχανής και πληρώματος, την 8.5.2018, ήτοι πιστοποιητικών ασφάλισης αστικής ευθύνης για ρύπανση, οργανικής σύνθεσης, βεβαιώσεων αξιοπλοίας, καταλληλότητας για ρυμούλκηση, επιθεώρησης κ.λπ., συνολικό ποσό ύψους ευρώ 1.770, στ) για έξοδα νηολογίου και αμοιβή αντιπροσώπων ως ανωτέρω, για την έκδοση πιστοποιητικού χωρητικότητας, απαραίτητου για τη ρυμούλκηση του πλοίου, την 8.5.2018, συνολικού ποσού ευρώ 3.196, ζ) για αμοιβή προσωπικού για την πρόσδεση, την 8.5.2018, συνολικά ευρώ 500 (200 ευρώ στον ……. και από 75 ευρώ σε καθένα από τους ……), η) για μισθούς ναύτη που προσλήφθηκε ως φύλακας από 8.5.2018 έως 10.1.2019 το ποσό των 11.700 ευρώ. Να σημειωθεί ότι η σύμβαση εργασίας του προαναφερόμενου αποτελεί χερσαία εργασία και συνεπώς η μηνιαία αμοιβή των 1.500 ευρώ που του καταβαλλόταν συμπεριλάμβανε τα μηνιαία έξοδα του για τροφή κλπ, αφού το πλοίο ήταν δεμένο στην περιοχή της Ελευσίνας, και δεν μπορεί παρά τη σύμβαση να εξομοιωθεί με ναυτική εργασία. Επομένως το ποσό των 2.400 ευρώ είναι απορριπτέο διότι δε συνδέεται αιτιωδώς με τις ανάγκες διατήρησης του φορτίου. Τέλος για τέλη λιμενισμού που καταβλήθηκαν στον ΟΛΠ για πρυμνοδέτηση πλωτών το διάστημα από 5.4. έως 8.5.2018 οφείλονται 982,50 ευρώ και στον ΟΛΕ για το διάστημα από 8.5.2018 έως 31.12.2018 8.146,75 ευρώ. Συνολικά η εκκαλούσα πρέπει να καταβάλει για τα έξοδα της διοικήτριας της υπόθεσης της εφεσίβλητης το ποσό των 38.412,44 ευρώ, το οποίο αφορά πραγματοποιηθείσες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για τη διαφύλαξη του φορτίου της εκκαλούσας το οποίο αυτή στη συνέχεια μπόρεσε να πωλήσει, όπως είχε δηλώσει ότι επιθυμούσε. Κατόπιν των ανωτέρω κατά εν μέρει παραδοχή του δευτέρου σκέλους του έκτου λόγου εφέσεως με τον οποίο υποβλήθηκε το παράπονο ότι τα σχετικά κονδύλια δεν συνδέονταν αιτιωδώς με τη διαχείριση του φορτίου, θα πρέπει να εξαφανιστεί ως προς αυτό το κεφάλαιο η εκκαλουμένη απόφαση, καθώς και ως προς τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης για το ενιαίο του τίτλου, να κρατήσει και να δικάσει κατά το μέρος αυτό (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2019 αγωγή και να γίνει αυτή κατά ένα μέρος δεκτή και αφού έχουν τηρηθεί τόσο η διαδικασία διαμεσολάβησης του ν. 4640/2019 και η καταβολή του δικαστικού ενσήμου να γίνει αυτή κατά ένα μέρος δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 38.412,44 ευρώ εντόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής κατά το αγωγικό αίτημα (άρθρο 346 του ΑΚ) και μέχρι την εξόφληση. Επειδή το ένδικο μέσο γίνεται δεκτό κατά ένα μέρος θα διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου με αριθμό ………… ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνουν μετά από σχετικό αίτημα κατά ένα μέρος την εκκαλούσα εναγομένη λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρο 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 6.6.2021 και με αριθμό ………/2021 έκθεσης κατάθεσης έφεση κατά της με αριθμό 845/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 18.12.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 αγωγής
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ` ουσίαν την ως άνω έφεση
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου με αριθμό ………… ποσού 100 ευρώ, που έχει προκαταβληθεί, από την εκκαλούσα καταθέσασα
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 845/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 18.12.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 αγωγής
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 18.12.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών του ευρώ (38.412,44) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένης της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εν μέρει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας εναγομένης και τα ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Φεβρουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ