Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 38/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    38/2023

  Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την …………., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της Εκκαλούσας: Της ανώνυμης εταιρείας, …………… στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της   εταιρείας ……………. και ενεργούσας, με την ιδιότητα της εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της δικαιούχου τψων απαιτήσεων εταιρείας, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ……….. η οποία  παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου της  Αλεξίας-Μιχαέλα Μακρή (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ……….), (βλ. το υπ’ αριθμόν ………/24-10-2022 γραμμάτιο προκατα βολής εισφορών του Δ.Σ.Α. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

Των Εφεσίβλητων: (1) …………και  (2) ………… οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Μπαταβάνη (Α.Μ.Δ.Σ.Π. …….), (βλ. το υπ’ αριθμόν ………/19-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Α. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν σε βάρος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία <<………….>> και το διακριτικό τίτλο <<……….>>  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25/05/2018 ανακοπή τους κατά της υπ’ αριθμόν ………./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……./2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικο γράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………/2018.

Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 177/18.01.2019 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (Διαδικασία άρθρων 614 περ. 8 Κ.Πολ.Δ.), ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή, με την οποία αυτή έγινε δεκτή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα Εταιρεία ειδικού σκοπού, με την ιδιότητά της, ως διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς), με την από 06-12-2021 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδό σαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) …/14-12-2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …./14-12-2021 και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ. Α. Κ.) …./14-12-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …./14-12-2021, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα διαλαμβάνονται στην έφεση και  στις έγγραφες προτάσεις, τις οποίες κατέθεσαν, κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Ι) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», «Τα δικαιώματα, που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/ 2015: «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης».

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «……….» κατέστη καθολική διάδοχος της Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2 και ySτου Κ.Ν. 2190/1920 περί Ανωνύμων Εταιρειών, τις διατάξεις του άρθρου ι6 του Ν. 2515/1997 και της με αριθμό …../25-06.2013 Πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών  …………. (ΦΕΚ 3931/01.07.2.013). Ακολούθως, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία,με την επωνυμία <<……….» και το διακριτικό τίτλο «……..» μεταβίβασε ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις καταναλωτικής πίστεως στην εταιρεία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη Σουηδία (………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, με βάση την από 21 Δεκεμβρίου 2018 Σύμβαση Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτοκόλλου …./21-12-2018 (τόμος ………/αύξ. αρ. ….), σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 (άρθρο 3 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000).

Κατόπιν της συγκεκριμένης μεταβίβασης, δικαιούχος της επίδικης απαίτησης κατέστη η εταιρεία, με την επωνυμία «…….». Ταυτόγχρονα, η Εταιρεία με την επωνυμία «……..» ανέθεσε στην ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «……………..» (η «………»), που εδρεύει στη …….. Αττικής, επί της ………, με και αρ. Γ.Ε.ΜΗ ………., αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. 207/1/29-11-2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), τη διαχείριση της επίδικης απαίτησης, με την από 21-12-2018 ιδιωτική σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμόν ……./18-06-2019 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. Επιπλέον, προέκυψε ότι η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «………….», νόμιμα εκπροσωπούμενη, με έδρα στη Νέα Σμύρνη Αττικής επί της …………, με Α.Φ.Μ. ……. και αρ. Γ.Ε.ΜΗ ……….., αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθμόν 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), με την ιδιότητά της, ως Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και της Πράξης ……../19.5.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμόν ……../8.1.2019 Πράξη, με την ιδιότητά της, ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας.

Ένεκα τούτων, η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «……….» νομιμοποιείται στην άσκηση της υπό κρίση εφέσεως και στη διεξαγωγή της προκείμενης έκκλητης δίκης στο όνομά της.

(ΙΙ) Περαιτερω, σύμφωνα με το άρθρο 528 ΚΠολΔ, αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, εάν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην αποφάσεως, η οποία λειτουργεί, ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να ακουστεί εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως, επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 526/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1075/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η  κρινόμενη από 06/12/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./14-12-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ……/14-12-2021 έφεση της εκκαλούσας Εταιρείας κατά της υπ’ αριθμόν 177/18-08.2007 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (Διαδικασία Άρθρων 614 παρ. 8 Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής,κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν επιδόθηκε σε οποιονδήποτε διάδικο, έτσι ώστε να αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 14η Δεκεμβρίου του έτους 2019, (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ. Πολ.Δ.).

Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της   καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού …………../2021 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και να εκδικαστεί η ένδικη ανακοπή με την έρευνα της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων, που πορβάλλονται με αυτήν κατά της υπ’ αριθμόν ……./04.04.2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

(III) Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το N. 4335/ 2015, προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφ’ ενός η ύπαρξη χρηματικής απαιτήσεως του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση, αφ’ ετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015), να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε παρά την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋποθέσεως, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015). Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 1850/2017).

Επίσης, κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 Κ. Πολ.Δ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: (α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ. 1, (β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και (γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή. Περαιτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου (άρθρα 117και 118 ΚΠολΔ), σαφή έκθεση των γεγονότων (άρθρο 216 ΚΠολΔ), που στηρίζουν τους λόγους της, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, ενστάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένες, διότι στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1026/2013, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 662/2010, ΑΠ 1180/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, προκειμένου να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής, πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης(ΑΠ 916/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 489/1997 ΕλλΔνη 1998.103, Εφ.Πειρ. 37/2016, Εφ.Πειρ. 405/2015, ΕφΠειρ 627/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το Δικαστήριο δεν δικαιούται να ασχοληθεί αυτεπαγγέλτως με πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή με πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012 ΝΟΜΟΣ).Τέλος, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βάσιμα μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα, δηλαδή η μερική ακύρωση της διαταγής, δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος, νομικός ή άλλος, για την ολική ακύρωσή της (ΑΠ 753/1995 ΝοΒ 1997, 775, Εφ.Δυτ.Μακ. 25/2019, Εφ.Θεσ. 1224/ 2017, Εφ.Πειρ. 37/2016, Εφ.Αθ. (Μον). 327/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, ΑΠ 1210/1995 ΕλλΔνη 1997.1782, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676, (Ολ.ΑΠ 10/1997, ΑΠ 321/2017, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 294/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί αυτοδύναμο εκτελεστό τίτλο, αλλά όχι δικαστική απόφαση, ώστε να παρίσταται ανάγκη πλήρους αιτιολογίας αυτής, αρκεί πλην άλλων στοιχείων, να περιέχει την αιτία της πληρωμής, ήτοι, να προσδιο ρίζεται έστω και συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία απορρέει η απαίτηση, χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1825/2012, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 1389/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες με τον πρώτο (1ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής τους, επικαλούνται  ακυρότητα των ακόλουθων όρων της επίδικης δανειακής σύμβασης: (Α) του υπ’ αριθμόν 12.6 όρου της υπό κριση σύμβασης, με τον οποίο προβλέπεται <<προμήθεια>> ή <<έξοδα φακέλου ή σύμβασης για την εξέταση αιτήματος>>, (Β) του υπ’ αριθμόν 15 όρου, με τον οποίο προβλέπεται ότι σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από την πλευρά του καταναλωτή οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής ή των τόκων ή των εξόδων, το Πιστωτικό Ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου και να ζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού μαζί με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας (<<Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα κατά την κριση της να ανακαλεί την πίστωση οποτεδήποτε ακόμη και προν γινει χρήση μερική ή ολική της σύμβασης και να κλείνει οριστικά τον λογαριασμό της πίστωσης και να απαιτεί άμεσα την καταβολή του υπέρ αυτής οριστικού καταλοίπου, το οποίο καθίσταται άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και επιβαρύνεται χωρίς όχληση του πιστούχου και αυτοδίκαια με τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους με επιτόκιο υπερημερίας και τους επ’ αυτού τόκους ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο, που εμπίτπυν στις απαγορεύσεις της από 25 ιουνίου 2008 Ζ-1798 Υ.Α., όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμόν Ζ1-21/17-01-2011 Απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης για την απαγόρευση αναγραφής Γενικών όρων Συναλλαγών, που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και (Γ) του υπ’ αριθμόν 21.3 όρου, με τον οποίο προβλέπεται ότι ακυρότητα ή ακυρωσία ενόςόρους της παρούσας δεν θα επιδρά στο κύρος των λοιπών όρων της συμβάσεως,

Περαιτέρω, με το δεύτερο (2ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής τους, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτοντες επικαλούνται ουσιαστικά απαράδεκτο της ανακοπτό μενης διαταγής πληρωμής λόγω του μη εκκαθαρισμένου της απαίτησης, παράνομη επιβάρυνση ποσών τόκων και άρνηση του ποσού οφειλής. Πλέον συγκεκριμένα, οι ανακόπτοντες διατείνονται  ότι η Τράπεζα καθόρισε μονομερώς και ελεύθερα το επιτόκιο της παρασχεθείσας πίστωσης κατά τρόπο αόριστο, αφού δεν επιχειρείται οποιαδήποτε αναφορά και άρα συμφωνία σε συγκεκριμένο ποσοστό επιτοκίου με τους όρους 12.2 και 12.3 της καταρτισθείσας σύμβασης, αναφορικά με έτος τριακοσίων εξήντα (360) ημερών, δεδομένου ότι ο όρος αυτός προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, αφού ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται  σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 Α.Κ., κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτόν, επιβαρυνόμενοι, συμπεριλαμβανόμενης και της εισφοράς του Ν. 128/75 κατά ποσοστό 0,6%. Εξάλλου, με τον τρίτο (3ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες επικαλούνται παράνομη μετακύλιση, κεφαλαιοποίηση τοκογονία και ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/195 και ως εκ τούτου ακυρότητα του υπό στοιχεία 12.3γ όρου. Περαιτέρω, με τον τέταρτο (4ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες επικαλούνται ακυρότητα της ρήτρας εκπτώσεως – καταγγελίας (όρου της από 13.08.2010 επιστολής της καθ’ ης η Τράπεζα περί υπαγωγής του πρώτου (1ου) ανακόπτοντος στις διατάξεις του Ν. 3816/2010. Ακολούθως, με τον πέμπτο (5ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής, η δεύτερη (2η) ανακόπτουσα επικαλείται ακυρότητα του υπό στοιχέια 14 όρου της επίδισης σύμβασης πίστωσης σχετικά με παραίτηση της, ως εγγυήτρια από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις, που της αναγνωρίζουν οι διατάξεις των άρθρων 862-868 του Αστικού Κώδικα. Στη συνέχεια, με τον έκτο (6ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες επικαλούνται ακυρότητα των υπό στοιχεία 12.3 και 12.4 όρων λόγω της καταχρηστικότητας αυτού, δεδομένου ότι η καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα χρησιμοποιεί κριτήρια, που θα της επιτρέπουν να μεταβάλλει το περιθώριο, το οποίο η ίδια ορίζει σε 2% για το πρώτο (1ο) εξάμηνο από τη χορήγηση του δανείου και σε 3% για το υπόλοιπο, καθότι εμπίπτουν στους per se καταχρηστικούς όρους της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ε και ια (δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο και αοριστία τιμήματος, αντίστοιχα, παραβιάζοντας επιπλέον και την αρχή της διαφάνειας). Τέλος, με τον έβδομο (7ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες επικαλούνται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος με την επίσπευση έκδοσης σε βάρος τους της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

Στη συγκεκριμένη περίπωση, από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιοδήποτε διάδικο μέρος, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, και κατέστησαν κοινό αποδεικτικό μέσο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 346 Κ.Πολ.Δ, από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά Με την υπ’ αριθμόν 132/27.08.2007 σύμβαση χορήγησης ανοιχτού επιχειρηματικού δανείου «EASY ΑΝΟΙΧΤΟ», που υπογράφηκε νόμιμα στον Πειραιά μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «……………», την οποία διαδέχθηκε καθολικά η «…………….», σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 του κ.ν. 2190/1920 λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση (ΦΕΚ 3931/01-07-2013 τ. ΑΕ – ΕΠΕ και ΓΕΜΗ) και του ………… (πρώτου (1ου) εφεσίβλητου), υπέρ του οποίου και αναφορικά με την προσήκουσα εκπλήρωση των όρων αυτής εγγυήθηκε η ……………….. (δεύτερη (2η) εφεσίβλητη), χορηγήθηκε σε αυτόν πίστωση ύψους ευρώ εβδομήντα χιλιάδων (70.000,οο€), με σκοπό την κάλυψη αναγκών της επιχείρησής του σε κεφάλαιο κίνησης. Ακολούθως, την 13-08-2010, υπογράφηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………..» και του ………………. (πρώτου (1ου) εφεσίβλητου), επιστολή, με την οποία ανακοινώθηκε στους εφεσίβλητους ότι κατόπιν της από 14-04-2010 αιτήσεώς τους για υπαγωγή της οφειλής τους από την ανωτέρω υπ’ αριθμόν ……/27.08.2007 σύμβαση ανοιχτού επιχειρηματικού δανείου στις διατάξεις του Ν. 3816/2010, η οφειλή τους ρυθμίζεται ως εξής, ήτοι ρυθμιζόμενο ποσό είναι το χρηματικό ποσό των εβδομήντα επτά χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα τριών Ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (€77·383,78) Ευρώ (Ε), το οποίο ορίστηκε να αποπληρωθεί σε επτά (7) έτη, με χρόνο έναρξης, την 30-09-2010. Ο υπολογισμός των τόκων ορίστηκε να γίνει με το συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής ήτοι ΒΕΧ πλέον περιθωρίου 3% πλέον εισφοράς του Ν. 128/75· Το δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο. Κατά την υπογραφή της σύμβασης το συμβατικό επιτόκιο καθορίστηκε ότι απαρτίζεται: (α) με το Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων, το οποίο είναι το επιτόκιο, που κάθε φορά ανακοινώνει δημόσια η Τράπεζα, ως Βασικό επιτόκιο σε ΕΥΡΩ χορηγήσεων με δημοσίευση σε δύο Αθηναϊκές εφημερίδες και ισχύει κάθε φορά από την ημερομηνία, που αναφέρεται στην τελευταία δημοσίευση… Κατά την υπογραφή της σύμβασης το ΒΕΧ ανερχόταν σε 7,97%, (β) το Περιθώριο καθορίζεται από την Τράπεζα σε 2,οο% ετησίως για το πρώτο εξάμηνο από τη χορήγηση του δανείου και σε 3>°°% ετησίως για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, που διαρκεί η πίστωση και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου αυτής, (γ) το «υποχρεωτικό κόστος», ήτοι το κόστος για την τράπεζα από την υποχρεωτική εισφορά του νόμου 128/75 ο,6ο%. (όρος 12.3 της σύμβασης). Με τη Σύμβαση συνομολογήθηκαν μεταξύ άλλων και οι παρακάτω όροι: Η …….. (δεύτερη (2η0 εφεσίβλητη), με την ιδιότητά της, ως εγγυήτρια της πίστωσης, εγγυήθηκε προς την Τράπεζα την τήρηση όλων των υποχρεώσεων και την πλήρη εξόφληση του καταλοίπου κατά κεφάλαιο, τόκους προμήθειας αδράνειας, δαπάνες, επιβαρύνσεις, έξοδα και ανατοκισμό … ενεχόμενη σε ολόκληρον ως αυτοφειλέτιδα και παραιτούμενη ανεπιφυλάκτως του ευεργετήματος της δίζησης, όπως και των δικαιωμάτων, που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 862, 863, 866, 867 και 868 του Αστικού Κώδικα (όρος 14 της σύμβασης). Ο πιστούχος αναλαμβάνει το ποσό της πίστωσης εφ3 άπαξ ή τμηματικά (όρος ι της Σύμβασης). Ο πιστούχος αναλαμβάνει το ποσό της πίστωσης εφ άπαξ ή τμηματικά (όρος ι της Σύμβασης). Για την εξυπηρέτηση του πιστούχου/ κατόχου χορηγείται η κάρτα EASY BUSINESS, η οποία του επιτρέπει την ανάληψη από τις αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές μετρητών στα πλαίσια της πίστωσης αυτής. Οι αναλήψεις μετρητών, που θα γίνονται από τον πιστούχο / κάτοχο, υπόκεινται στο ανώτατο όριο («όριο Πίστωσης») (όροι 3 και 4 tης σύμβασης). Για το δάνειο αυτό, η Τράπεζα θα στέλνει κάθε μήνα με απλό ταχυδρομείο στον κάτοχο/πιστούχο εκκαθα ριστικό σημείωμα, στο εξής Μηνιαίο Αντίγραφο Λογαριασμού, που εξάγεται από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, στο οποίο θα εμφανίζεται η κίνηση του λογαριασμού EASY BUSINESS. Οι συναλλαγές, που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν εγγραφεί σε ένα μηνιαίο αντίγραφο λογαριασμού, θα καταχωρούνται σε επόμενο (όρος 10 της σύμβασης). Ο πιστούχος/κάτοχος, ο κάθε συνοφειλέτης και ο εγγυητής αναγνωρίζουν και συμφωνείται ότι τα Μηνιαία Αντίγραφα Λογαριασμών καθώς και τα αποσπάσματα από τα βιβλία της Τράπεζας… ότι θα αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαιτήσεως της Τράπεζας κατά του Πιστούχου, επιτρεπόμενης της ανταποδείξεως μόνο με έγγραφο (όρος 13-2 της σύμβασης). Σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης από τον πιστούχο, των οφειλόμενων ποσών και εφόσον η οφειλή αυτή είναι μεγαλύτερη των 120 ημερών θα καθίσταται αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το ανεξόφλητο χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο θα βαρύνεται πλέον με τον τόκο υπερημερίας, ο δε ανατοκισμός των σε καθυστέρηση τόκων θα γίνεται ανά εξάμηνο (άρθρο 12 Ν. 2601/98) (όρος 12.4). Ο τόκος υπερημερίας, κατά την υπογραφή της σύμβασης, συμφωνήθηκε ότι θα υπολογιζόταν με επιτόκιο ίσο προς το συμβατικό επιτόκιο προσαυξη μένο κατά 2,5% (εκατοστιαίες μονάδες) και συμφωνείται ότι θα επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από τον Πιστούχο του ελάχιστου ποσού καταβολής, το οποίο ορίζεται στο Μηνιαίο αντίγραφο Λογαριασμού, οπότε θα περιέρχεται αυτοδικαίως σε κατάσταση υπερημερίας. Σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε από τους όρους της Σύμβασης αυτής, που συμφωνείται ρητά ότι είναι όλοι ουσιώδεις, η Τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει την σύμβαση αυτή, να ακυρώνει, διακόπτει ή αναστέλλει τη χρήση του λογαριασμού… και να κηρύξει αμέσως ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να αξιώσει την άμεση εξόφλησή του (όρος 15 της σύμβασης).  Αρμόδια κατά τόπο για την επίλυση κάθε διαφοράς, που απορρέει από τη Σύμβαση, ορίζονται τα Δικαστήρια της περιφέρειας του καταστήματος της Τράπεζας, που ορίστηκε στην αρχή της σύμβασης, στη συντρέχουσα δωσιδικία των οποίων υπάγονται τα μέρη (όρος 21 της σύμβασης). Για την εξυπηρέτηση του δανείου ανοίχθηκε και τηρήθηκε ο υπ’ αριθμόν ………. λογαριασμός, ο οποίος μεταγενέστερα αντικαταστάθηκε από τον υπ’ αριθμόν ….. …. λογαριασμό, καθώς και από τους υπ’ αριθμ. ……… και …………. λογαριασμούς που αφορούν σε μη λογιστικοποιημένους τόκους. Σύμφωνα με την επίδικη σύμβαση, ο πρώτος (1ος) ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος έπρεπε να αποπληρώσει το δάνειο τμηματικά σε έντοκες μηνιαίες δόσεις. Ωστόσο, αυτός δεν τήρησε τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση του δανείου και δεν κατέβαλε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των εκατόν είκοσι (120) ημερών (ήτοι, περί τους τέσσερις (4) μήνες ληξιπρόθεσμες και απαιτητές δόσεις αυτού. Κατόπιν τούτων, ο υπ’ αριθμ. ……… λογαριασμός, που τηρήθηκε στα πλαίσια της πιο πάνω σύμβασης, εξαχθείς από τα επίσημα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, τα αποσπάσματα του οποίου αποτελούν με βάση ρητό όρο της σύμβασης πλήρη απόδειξη της επίδικης απαίτησης της Τράπεζας κατά του Πιστούχου, επιτρεπόμενης της ανταποδείξεως μόνο με έγγραφο (όρος 13-2 της σύμβασης).Σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης από τον πιστούχο, των οφειλόμενων ποσών και εφόσον η οφειλή αυτή είναι μεγαλύτερη των 120 ημερών θα καθίσταται αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το ανεξόφλητο χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο θα βαρύνεται πλέον με τον τόκο υπερημερίας, ο δε ανατοκισμός των σε καθυστέρηση τόκων θα γίνεται ανά εξάμηνο (άρθρο 12 Ν. 2601/98) (όρος 12.4). Ο τόκος υπερημερίας, κατά την υπογραφή της σύμβασης, συμφωνήθηκε ότι θα υπολογι ζόταν με επιτόκιο ίσο προς το συμβατικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 2,5% (εκατοστιαίες μονάδες) και συμφωνείται ότι θα επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από τον Πιστούχο του ελάχιστου ποσού καταβολής, το οποίο ορίζεται στο Μηνιαίο αντίγραφο Λογαριασμού, οπότε θα περιέρχεται αυτοδικαίως σε κατάσταση υπερημερίας.Σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε από τους όρους της Σύμβασης αυτής, που συμφωνείται ρητά ότι είναι όλοι ουσιώδεις, η Τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει την σύμβαση αυτή, να ακυρώνει, διακόπτει ή αναστέλλει τη χρήση του λογα ριασμού… και να κηρύξει αμέσως ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να αξιώσει την άμεση εξόφλησή του (όρος 15 της σύμβασης).

Σχετικά με την αιτίαση των ανκοπτόντων για καταχρηστικότητα του όρου 12.6 της επίδικης σύμβασης πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Οι συμβάσεις κατάθεσης, που συνάπτουν οι καταναλωτές με τις τράπεζες φέρουν το νομικό χαρακτήρα της ανώμαλης παρακαταθήκης (ΑΚ 830), εφαρμοζόμενων έτσι σε αυτές των περί δανείου διατάξεων (ΑΚ 806). Κατ’ αυτήν την έννοια δεν τίθεται θέμα πληρωμής στο θεματοφύλακα ούτε αμοιβής (ΑΚ 822), ούτε δαπανών φυλάξεως και αποζημίωσης (ΑΚ 826). Έτσι, ο όρος για καταβολή από την πλευρά του καταναλωτή αμοιβής και εξόδων αποτελεί πράγματι απόκλιση από τις ενδοτικού διατάξεις των άρθρων 830 και 806 ΑΚ και καταρχήν κάτι τέτοιο είναι επιτρεπτό. Η συμφωνία όμως αυτή υπάγεται στον έλεγχο για καταχρηστικότητα (ΑΠ 1219/2001, ΔΕΕ 11/2001, 1128). Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη διατύπωση αυτού (12.6) <<Οι λειτουργικές δαπάνες και έξοδα της Τράπεζας (α) για την εξέταση του αιτήματος πιστοδότησης του πιστούχου/Κατόχου προέγκριση και κατάρτιση της Σύμβασης ποσό 250,00 Ευρώ (Ε) καταβλητέο εφάπαξ με την υπογραφή της παρούσας, (β) για την εκ νέου αξιολόγηση της πιστοληπτικής θέσης του Πιστούχου/Κατόχου, όταν ζητεί χρηματοδότηση νέων επενδυτικών δραστηριοτήτων ή σημαντική αύξηση εγκεκριμένων ορίων χρηματοδότησης στο πλαίσιο της πίστωσης (γ) για εργασίες παρακολούθησης ειδικών εξασφα λίσεων (π.χ. ενεχυρίαση επιταγών) στο πλαίσιο της πίστωσης και (δ) ειδικές διατάξεις για την εξασφάλιση και αναγκαστική ή μη είσπραξη των απαιτήσεων της Τράπεζας από την πίστωση ενδεικτικά δικαστικά έξοδα, εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης και τροπής αυτής σε υποθήκη, ασφάλιστρα περιουσίας του Πιστούχου/Κατόχου ή υπεγγύων πραγμάτων, έξοδα αναγκαστικής εκτέλεσης) βαρύνουν τον Πιστούχο (εντόκως από την αντίστοιχη καταβολή της Τράπεζας μέχρι την εξόφληση) και είναι αμέσως απαιτητό κατά τις αντίστοχιες ημερομηνίες. Επιπλέον, τον πιστούχο/Κάτοχο βαρύνει το τιμολόγιο των βασικών εργασιών της Τράπεζας, που εκάστοτε αναρτάται –γνωστο ποιείται. Με γραπτό αίτημα του Πιστούχου /Κατόχου η Τράπεζα θα παραδίδει σε αυτόν ανάλυση των δαπανών και εξόδων κατά την αιτιολογία και το εύλογο ύψος τους.  Ο εν λόγω όρος της ένδικης σύμβασης πίστωσης με εξαίρεση την πρόβλεψη για επιβάρυνση του Πιστούχου με το τιμολόγιο των βασικών εργασιών, που εκάστοτε αναρτάται γνωστοποιείται δεν κρίνεται καταχρηστικός, καθώς οι δαπάνες, που αφορούν είτε την εκ νέου χρηματοδότηση του πιστούχου είτε τη σημαντική αύξηση του πιστωτικού ορίου είτε την εξέταση της πιστοληπτικής θέσης του είτε την περίπτωση της εγγραφής εμπράγματης ασφάλειας υπέρ της Τράπεζας είτε και την περίπτωση των δικαστικών εξόδων, εξόδων αναγκαστικής εκτέλεσης κ.λ.π. δεν αφορούν τη λειτουργία αυτή καθ΄αυτή της επίδικης σύμβασης αλλά διακεκριμένες ενέργειες της Τράπεζας εκτός πλαισίου- ορίων της επίδικης δανειακής σύμβασης (αύξηση πιστω τικού ορίου, παροχή νέας πίστωσης) ή περιπτώσεις ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης, με συνέπεια να μην αποτιμώνται και συνυπο λογίζονται στο λειτουργικό κόστος της επίδικης σύμβασης πίστωσης, που έχει προβλεφθεί εκ των προτέρων ανάμεσα στα μέρη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της εξέτασης του αιτήματος πιστοδότησης του πιστούχου/Κατόχου, προέγκρισης και κατάρτισης της σύμβασης, τα οποία αποτιμώνται στο χρηματικό ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) Ευρώ (Ε) και είναι καταβλητέα εφάπαξ με την υπογραφή της επίδικης δανειακής σύμβασης. Συνεπώς, δεν συνέχονται με τη λειτουργία της σύμβασης πίστωσης αλλά με την παροχή νέας ουσιαστικά πίστωσης στον Πιστούχο. Αναφορικά με τον όρο για επιβάρυνση του Πιστούχου με τα έξοδα του τιμολογίου για τις βασικες εργασίες της Τράπεζας, που εκάστοτε αναρτάται/γνωστοποιείται, τυγχάνει καταχρηστικός κατά το μέτρο, που διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία, με το να επιχειρείται η μετακύλιση στον καταναλωτή εξόδων και λειτουργικού κόστους, τα οποία έχουν ήδη συνυπολογιστεί κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης μεταξύ τους, αντισταθμίζοντας η Τράπεζα τα προαναφερόμενα λειτουργικά κόστη με το προσφερόμενο στον καταναλωτή επιτόκιο καταθέσεων.  Όμως, ο λόγος αυτός της ένδικης ανακοπής, κρίνεται, ως αόριστος, σύμφωνα με όσα εκτεθηκαν, κατά το μέρος, που δεν διαλαμβάνεται σε αυτήν οποιαδήποτε αναφορά σε αριθμητικό μέγεθος, υπό τον τύπο δαπάνης, έτσι ώστε να παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να προβαίνει σε μαθηματικό υπολογισμό και συνακόλουθα σε σύγκριση της επιβάρυνσης της δαπάνης από τα τιμολόγια αυτά με το ύψος των λοιπών επιβαρύνσεων του Πιστούχου από τη λειτουργία της επίδικης σύμβασης πίστωσης και της τελικής οφειλής του τελευταίου, προκειμένου να στοιχειοθετείται η έννοια της σημαντικής και ουσιώδους διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Κατόπιν τούτου, ο σχετικός λόγος της ένδικης ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος.

Αναφορικά με τον υπό στοιχεία (5) όρο της επίδικης σύμβασης, κατά τον οποίο <<Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση και να ακυρώνει, διακόπτει ή αναστέλλει τη χρήση του λογαριασμού, να περιορίζει το <<Όριο Πίστωσης>>, να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό και να αξιώσει την άμεση εξόφλησή του, σε περίπτωση, που ο πιστούχος/ Κάτοχος παραβεί οποιονδήποτε όρο της παρούσης όλων θεωρου μένων και οριζομένων με την παρούσα ως ουσιωδών, καθώς και στις περιπτώσεις ιδία: (α) που επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από τρίτον καθ’ οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του Πιστούχου/ Κατόχου, (Β)οι πληροφορίες και τα στοιχεία του Πιστούχου/ Κατόχου ή του εγγυητή, που δηλώθηκαν από αυτούς και αναγράφονται στην <<ΑΙΤΗΣΗ EASY BUSINESS>> αποδειχθούν αναληθή ή ανακριβή, (γ) επήλθαν σμαντικές μεταβολές στην προσωπική κατάσταση του Πιστούχου/ Κατόχου ή στην οικονομική του κατάσταση (σημαντική μείωση ετήσιου τζίρου του Πιστούχου/ Κατόχου έναντι του προηγούμενου έτους) ή δημιουργηθούν αμφιβολίες για την ομαλή αποπληρωμή της πίστωσης (εμφάνιση στοιχείων κ.λ.π.)

Επί του συγκεκριμένου λόγου της ένδικης ανακοπής, πρέπει να επισημανθούν ταα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί, για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του. συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1504/ 2014  ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 106/2013 ΧρΙΔ 2013. 584, ΑΠ 1352/2011 ΕΕμπΔ 2012.417, ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στον χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1873/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1352/2011 ό.π., ΑΠ 385/2010 ΕφΑΔ 2010.1136. ΜονΕφΛΘ 130/2018. Εφ.  Πειρ 523/2015 ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, All 385/2010 ό.π., All 381/2009 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σε αυτήν την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του. χωρίς ουσιαστικά κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή, η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτήν και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειες της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1185/2019 δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 1352/2011 ό.π., ΕφΛαρ 17/2017 ΔΕΕ 2019.421, ΕφΑΘ 676/ 2016 ΔΕΕ 2016.684, ΕφΑΘ 5/2012 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, που έχει τίτλο «προστασία καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται, σύμφωνα με το δίκαιο, που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση του (ΟλΑΠ 15/2007), οι όροι, που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως, από την οποία αυτή εξαρτάται. Εξάλλου, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών (ΑΠ 1463/2017). Μεταξύ αυτών των όρων είναι και οι υπό στοιχεία: (γ) που προβλέπουν προθεσμία καταγγελίας της σύμβασης υπερβολικά σύντομη για τον καταναλωτή ή υπερβολικά μακρά για τον προμηθευτή….(ε) που επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροπο ποιήσεως ή λύσεως της συμβάσεως χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση και (στ) που επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται ότι η δικαιολογητική βάση της τελευταίας (εδ. στ) είναι ταυτόσημη με εκείνη του εδ. γ’ και ειδικότερα του σκέλους της, που αναφέρεται στην προθεσμία καταγγελίας του προμηθευτή. Το μόνο, που επιπροσθέτως ρυθμίζεται στην τελευταία αυτή διάταξη και δεν καλύπτεται από εκείνη του, προηγουμένου, εδ. γ’ είναι η πλήρης απουσία πρόβλεψης σε κατά ναλωτική σύμβαση αόριστης διάρκειας του δικαιώματος τακτικής καταγγελίας του προμηθευτή, δηλαδή καταγγελίας χωρίς την ανάγκη επίκλησης σπουδαίου λόγου. Περαιτέρω, από τη γενική αρχή της ΑΚ 288, κατά την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη» συνάγεται, εξ αντιδιαστολής, ότι η ρηθείσα ακυρότητα δεν θίγει το δικαίωμα του προμηθευτή να καταγγείλει για σπουδαίο λόγο τη σύμβαση αόριστης διάρκειας, χωρίς την τήρηση (ή με τήρηση ιδιαίτερα σύντομης) προθεσμίας. Επομένως, Γ.Ο.Σ. σε καταναλωτική σύμβαση, στις οποίες συγκαταλέγεται η ένδικη, ο οποίος προβλέπει τη δυνατότητα της (πιστούχου) τράπεζας να κλείνει τον αλληλόχρεο λογαριασμό χωρίς την τήρηση προθεσμίας, με την προϋπόθεση όμως της συνδρομής σπουδαίου λόγου, προς τούτο, δεν εμπίπτει στην έννοια των όρων, που θεωρούνται, από την προαναφερθείσα διάταξη, καταχρηστικοί κατ’ αμάχητο τεκμήριο. Σημειουμένου ότι το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από την παρ. 1 του Παραρτήματος της Οδηγίας 93/13, στο οποίο αναφέρονται ενδεικτικά ρήτρες, οι οποίες είναι δυνατό να χαρακτηρισθούν καταχρηστικές, μεταξύ των οποίων και εκείνες του εδ,. ζ’, που επιτρέπουν στον επαγγελματία να καταγγέλλει απροειδοποίητα, χωρίς να συντρέχει σοβαρός λόγος, σύμβαση αορίστου διαρκείας.

Στην προκείμενη περίπτωση, από τον υπό εξέταση όρο της επίδικης σύμβασης (όρος 15) δεν προκύπτει ότι η ενάσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος καταγγελίας της επίδικης σύμβασης από την καθ’ ης η ένδικη ανακοπή Τράπεζα εναπόκειται στην ανέλεγκτη και απόλυτη  κρίση της, αφού οι ενδεικτικά αναφερόμενες περιπτώσεις συνέχονται αναγκαία με την πιστοληπτική και εν γένει οικονομική θέση τόσο του Πιστούχου όσο και της Εγγυήτριας, κατά τη διάρκεια της επίδικης δανειακής σύμβασης. Έτσι, η παράβαση οποιουδήποτε όρου της επίδικης σύμβασης, οι οποίοι στο σύνολό τους θεωρήθηκαν από τα συμβαλλόμενα ως ουσιώδεις, αποτελεί δικαιολογητικό λόγο της ενάσκησης του διαπλαστικού δικαιώματος καταγγελίας. Πέραν της παράβασης συμβατικών όρων, η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από την πλευρά τρίτου προσώπου σε βάρος περιουσιακού στοιχείου του Πιστούχου, η παροχή ανακριβών ή αναληθών στοιχείων από την πλευρά του προς την καθ’ ης η ένδικη ανακοπή Τράπεζα, η επιδείνωση των οικονομικών/περιουσιακών στοιχείων του Πιστούχου (μείωση ετήσιου τζίρου έναντι του προηγούμενου έτους και δη σημαντική) σαφώς και αποτελούν σημαντικό λόγο ενάσκησης του δικαιώματος καταγγελίας της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 288 του Αστικού Κώδικα. Συνεπώς και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν κρίνεται ως καταχρηστικός ο συγκεκριμένος όρος της επίδικης σύμβασης πίστωσης, που παρέχει το δικαίωμα καταγγελίας στην Τράπεζα. Άλλωστε, η συνδρομή ενός τέτοιου λόγου καθιστά δικαιολογημένη την ενέργεια της καθ’ ης η ένδικη ανακοπή Τράπεζας,προκειμένου να διασφαλίσει τα περιουσιακά δικαιώματά της.  Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω, ο πρώτος (1ος) κατά σειρά λόγος της ένδικης ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 6 και 8 του ν. 2251/1994 και 181, 200 και 371 του ΑΚ: “6. Γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών,που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται 7… 8. Ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί” (άρθρο 2 παρ. 6 και 8 του ν. 2251/1994), “η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος” (άρθρο 181 του ΑΚ), “οι συμβάσεις ερμηνεύονται, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη” (άρθρο 200 του ΑΚ) και “αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνεται με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, πρέπει να γίνεται από το δικαστήριο” (άρθρο 371 του ΑΚ). Από τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις προκύπτει ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, με την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνον ο συγκεκριμένος καταχρηστικός σύμφωνα με το νόμο όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτήν ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ.

Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των όρων της επίδικης δανειακής σύμβασης προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αποσκοπούσαν σε αυτήν, ως μία οργανική ενότητα, ήτοι, ως ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο κανόνων/όρων, καθότι η παροχή πίστωσης από την πλευρά της καθ’ ης η ένδικη ανακοπή Τράπεζας συνέχεται αναγκαία με τους όρους, που διαλαμβάνονται σε αυτήν (ύψος επιτοκίου, ως αμοιβή/αντάλλαγμα ουσιαστικά της καθ’ ης η ένδικη ανακοπή Τράπεζας για την παροχή της πίστωσης, ασφαλιστικές δικλείδες για την είσπραξη της πίστωσης, τρόπος και προθεσμίες καταβολής αυτούς, διατήρηση της πιστοληπτικής και εν γένει οικονομικής κατάστασης του πιστούχου/κατόχου καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης), έτσι ώστε η μη πρόβλεψη και ενσωμάτωση στην επίδικη δανειακή σύμβαση των όρων αυτών να καθιστά την παροχή αυτή καθαυτή (=πίστωση) ατελή για την καθ’ ης η ένδικη Τράπεζα αλλά και ένα ατελές πλαίσιο για τον Πιστούχο/ Κάτοχο και την Εγγυήτρια, οι οποίοι δικαιούνται να τελούν σε γνώση των όρων και των προυποθέσεων εκπλήρωσης της βαρύνουσας αυτούς παροχής προς την Τράπεζα.

Επιπρόσθετα, προέκυψε ότι κατόπιν της από 14-04-2010 αιτήσεώς των ανακοπτόντων και ήδη εφεσίβλητων σχετικά με την  υπαγωγή της οφειλής τους από την ανωτέρω υπ’ αριθμόν ……/ 27.08.2007 σύμβαση ανοιχτού επιχειρηματικού δανείου στις διατάξεις του Ν. 3816/2010, η οφειλή τους ρυθμίστηκε, ως εξής: ρυθμιζόμενο ποσό είναι το χρηματικό ποσό των εβδομήντα επτά χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα τριών Ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (€77· 383,78) Ευρώ (Ε), το οποίο ορίστηκε να αποπληρωθεί σε επτά (7) έτη, με χρόνο έναρξης, την 30-09-2010. Ο υπολογισμός των τόκων ορίστηκε να γίνει με το συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής ήτοι ΒΕΧ πλέον περιθωρίου 3% πλέον εισφοράς του Ν. 128/75· Το δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο. Κατά την υπογραφή της σύμβασης το συμβατικό επιτόκιο καθορίστηκε ότι απαρτίζεται: (α) με το Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων, το οποίο είναι το επιτόκιο, που κάθε φορά ανακοινώνει δημόσια η Τράπεζα, ως Βασικό επιτόκιο σε ΕΥΡΩ χορηγήσεων με δημοσίευση σε δύο Αθηναϊκές εφημερίδες και ισχύει κάθε φορά από την ημερομηνία, που αναφέρεται στην τελευταία δημοσίευση… Κατά την υπογραφή της σύμβασης το ΒΕΧ ανερχόταν σε 7,97%, (β) το Περιθώριο καθορίζεται από την Τράπεζα σε 2,οο% ετησίως για το πρώτο εξάμηνο από τη χορήγηση του δανείου και σε 3,00 % ετησίως για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, που διαρκεί η πίστωση και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου αυτής, (γ) το «υποχρεωτικό κόστος», ήτοι το κόστος για την Τράπεζα από την υποχρεωτική εισφορά του νόμου 128/75 ο,6ο%. (όρος 12.3 της σύμβασης). Η Τράπεζα μπορεί να μεταβάλλει το περιθώριο, εφόσον μεταβληθούν οι παράγοντες, που το προσδιορίζουν και είναι: η χρηματοοικονομική κατάσταση του Πιστούχου/Κατόχου, η συναλλακτική του συμπεριφορά, οι προσφερόμενες καλύψεις και η απόδοση από παράλληλες εργασίες, που διεξάγονται μέσω της Τράπεζας (μετά από αίτημα του πιστούχου/κατόχου), η Τράπεζα θα παρέχει προς αυτόν εύλογη επεξήγηση και ανάλυση όλων των παραγόντων. Από το συγκεκριμένο όρο προκύπτει με σαφήνεια ότι το επιτόκιο αποτέλεσε αντικείμενο δικαιοπρακτικής ρύθμισης ανάμεσα στα τότε συμβαλλόμενα μέρη, χωρίς ο καθορισμός αυτού να αφεθεί στην απόλυτη και ανέλεγκτη κρίση της καθ’ ης η ένδικη ανακοπή Τράπεζας, όπως αβάσιμα διατείνονται οι ανακόπτοντες, σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στους ανακόπτοντες να προβαίνουν σε μαθηματικούς υπολογισμούς αναφορικά με τον κάθε φορά οφειλόμενο τόκο, έτσι ώστε να ελέγχουν το ύψος της εκάστοτε οφειλής τους. Οι ανακόπτοντες διατείνονται ότι το χρηματικό ποσό των 17. 984,91 Ευρώ (Ε), που συνιστά το υπερβάλλον ποσό, ενσωματώνει αντισυμβατικούς και παράνομους τόκους και έξοδα. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος λόγος της ένδικης ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος, ως απαράδεκτος, καθώς δεν επιχειρείται οποιαδήποτε αναφορά και ανάλυση σε αντισυμβατικούς – παράνομους τόκους και σε έξοδα, πέραν της αφαίρεσης (121.017,87-103.032,96) Ευρώ (Ε). Επιπλέον, ο λόγος της ένδικης ανακοπής αναφορικά με τη βάση υπολογισμού το έτος 360 ημερών τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας αυτού, εφόσον δεν προσδιορίζεται κατά ποιο ποσό συνολικά επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξ αιτίας του υπολογισμού αυτού (προσδιορίζει γενικώς την επιβάρυνση σε ποσοστό 1,3889%), δεδομένου και ότι ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της… Σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 2842/2000 περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ, οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών [Athibor], που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 1103/1997 αντικαθίστανται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, λαμβάνεται υπόψη, ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος  360 ημερών, προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360. Το ίδιο εφαρμόζεται ως προς τις υποχρεωτικές καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, κατόπιν της πράξης 30/14-2000 [ΦΕΚ Α’ 43/00] του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, κατά την οποία, το συνολικό ποσό της υποχρεωτικής κατάθεσης κάθε πιστωτικού ιδρύματος θα τηρείται εντόκως… Οι τόκοι λογίζονται με βάση το έτος 360 ημερών. Και ναι μεν με την ΚΥΑ ΦΙ-983/7.21-3-1991, άρθρο 14 εδ. δ’ [ΦΕΚ Β’ 172/91], όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 α’ της ΚΥΑ ΖΙ17818/  13. 2.9/32001 [ΦΕΚ Β’ 255/2001], οι οποίες εκδόθηκαν προς εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με την κοινοτική οδηγία 87/103/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 90/88/ΕΟΚ και τη σύσταση 97/489 της Επιτροπής της ΕΕ, καθιερώνεται διάρκεια έτους 365 ημερών, 52 εβδομάδων και ίσων με αυτές 12 μηνών στην καταναλωτική πίστη, πλην όμως η ρύθμιση αυτή αφορά στις συναλλαγές, που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας … Ο προσβαλλόμενος αυτός όρος κατ’ αρχήν δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, καθώς δεν είναι αντίθετος σε κάποια απαγορευτική ρήτρα, που περιλαμβάνεται στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκεκριμένων ΓΟΣ που θεωρούνται “PER SE” καταχρηστικοί, με βάση τα κριτήρια των εδαφίων α’ και β της παρ. ό του άρθρου 2 του ν.2251/1994 (περί καταναλωτών), ούτε περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, ενώ εν προκειμένω τηρήθηκε η αρχή της διαφάνειας. Επομένως, η απαίτηση της καθ’ ης, κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και βέβαιη ήταν στο σύνολό της και εκκαθαρισμένη, καθώς αποτελούσε το οριστικό κατάλοιπο κλεισθείσας σύμβασης πίστωσης (Α.Π. 531/2022 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).  Έτσι, σε κάθε περίπτωση λόγω της φύσης της δανειακής σύμβασης, ως επιχειρηματικό δάνειο, ανεξάρτητα από την παρασχεθείσα στον Πιστούχο κάρτα, δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο των παραπάνω διατάξεων. Επιπλέον, με το λόγο σχετικά με καταχρηστικότητα του όρου για τη μεταβολή του επιτοκίου πρέπει να επισημανθεί ότι  διαγράφονται επαρκώς τα κριτήρια, με βάση τα οποία επέρχεται μεταβολή του επιτοκίου, γεγονός, που δεν καθιστά καταχρηστική μία τέτοια ενέργεια της Τράπεζας, όπως αβάσιμα διατείνονται οι ανακόπτοντες, καθώς αυτά συνιστούν ειδικό και σπουδαίο λόγο για τροποποποίηση/μεταβολή του επιτοκίου. Συγχρόνως δε πληρούνται και οι αξιώσεις για την αρχή της διαφάνειας. Συγκεκριμένα, οι ανακόπτοντες διατείνονται για αοριστία των κριτηρίων αυτών, πλην όμως ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθώς η αναφορά αυτή κρίνεται επαρκής για τη διασάφηση τους, εφόσον εξειδικεύονται με αναφορά στη χρηματοοικονομική κατάσταση του Πιστούχου/Κατόχου, στη συναλλακτική του συμπεριφορά, στις προσφερόμενες από αυτόν καλύψεις και στην απόδοση από παράλληλες εργασίες, που διεξάγονται μέσω της Τράπεζας (μετά από αίτημα του πιστούχου/κατόχου). Επιπλέον, ορίζεται ότι η Τράπεζα θα παρέχει προς αυτόν εύλογη επεξήγηση και ανάλυση όλων των παραγόντων. Έτσι, η χρηματοοικονομική κατάσταση του Πιστούχου υποδηλώνει προφανώς την οικονομική θέση του, ήτοι, τις οικονομικές επιδόσεις του αλλά και τις αποδόσεις της επιχειρήσεως του με επίτευξη κερδών (κερδοφορία) ή την επέλευση ζημίας (ζημιογόνες χρήσεις), αντίστοιχα. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή, η μεταβολή του επιτοκίου συνέχεται άμεσα με την οικονομική δραστηριότητά του Πιστούχου και καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από αυτήν. Επιπλέον, η συναλλακτική συμπεριφορά του Πιστούχου υποδηλώνει τη συνέπειά του στην εκπλήρωση των όρων της επίδικης δανειακής σύμβασης, ήτοι, την προσήκουση ή μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του. Επίσης, η μεταβολή του επιτοκίου συναρτάται και με πράξεις/ ενέργειες, στις οποίες προβαίνει η Τράπεζα, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Πιστούχου, ενώ οι προσφερόμενες καλύψεις από την πλευρά του τελευταίου, όπως συναίνεση του σε εγγραφή εμπράγματης ασφάλειας σε ακίνητο της κυριότητάς του προς εξασφάλιση της Τράπεζας. Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω, τα περιγραφόμενα κριτήρια θεωρούνται σαφή και κατά περιεχόμενο ορισμένα σε τέτοιο βαθμό, που να γίνονται ευχερώς αντιληπτά από τον Πιστούχο, χωρίς να προκαλείται οποιαδήποτε διαταραχή στην ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, δεδομένου ότι η μεταβολή του επιτοκίου κατά ένα μεγάλο μέρος εξαρτάται από τη δική του οικονομική συμπεριφορά, ως φορέα επιχείρησης. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος της ένδικης ανακοπής (6ος κατά σειρά) τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος

Περαιτέρω,  κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από του έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τράπεζας της Ελλάδος υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως, επί του ετησίου ύψους ενός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγού μενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων, ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των, δυνάμει της από. 19-3-1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Στη συγκεκριμένη περίπτωση από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, κατά την έννοια του άρθρου 174 ΑΚ, κανόνα δικαίου. Με την ανωτέρω διατύπωση ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει, πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας άλλωστε της εισφοράς του Ν. 178/1975, ως είδους δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση, την οποία επέφερε ο Ν. 2065/1992, ως γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή (η σημασία) προκύπτει από τη χρήση της συγκεκριμένης λέξης σε νόμους, που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισής της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της Εθνικής Οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο, που πρέπει να επιβαρυνθεί, τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Σε καθεστώς ελευθέρου προσδιορισμού των επιτοκίων, άλλωστε, η θέσπιση αυτού του είδους της απαγόρευσης μετακύλισής δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος, καθώς κατά το μέτρο, που οι Τράπεζες έχουν  τη δυνατότητα να καθορίζουν τα επιτόκια των δανείων, ελεύθερα θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/ 1975 με αναφορά στο ύψος του επιτοκίου στη δανειακή σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, εαν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η εν λόγω διάταξη, θα εξαρτάτο από τα αν θα αναφερόταν στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου, ήτοι συμπεριλαμβανομένης της εν λόγω εισφοράς, ή όχι. Ακόμα, άλλωστε, και αν η μετακόλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 293 του ΑΚ, είχε ως συνέπεια την αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου, πέραν του προβλεπόμενου ανώτατου ορίου, κατά το ποσοστό της εισφοράς, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη, που θα όριζε το ανώτατο όριο επιτοκίου. Έτσι, από το Ν. 128/1975 ούτε προβλέπεται ρητά, ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η μεταβατική μετακύλιση της εισφοράς, που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου, προσώπου στο πλαίσιο της έννομης σχέσης, που καθιδρύεται με τη σχετική διάταξη, και αφορά αποκλειστικά την κάθετη σχέση μεταξύ Κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/75, για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στο δανειοδοτούμενο, τυγχάνει νόμιμος, καθώς δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων στα τραπεζικά δάνεια (ΑΠ 430/2005, ΑΕΕ 2005,460, ΕφΘεσ 1034/2013 Αρμ 2014 ,623, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑθ. 5707/2008, ΕφΑΘ 1558/2007, Εφ. Λαρ 114/ 2007, Εφ. Πατρ 195/2007, ΕφΑΘ 1159/2012, ΕφΑΘ 3670/ 2012). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του Ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των Τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συντέλεσαν: αα. το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν ον παραπάνω νόμο, ανέφεραν γενικά ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια, πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς τυγχάνει ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας κατά τον τρόπο αυτό το συγκριτικό μειονέκτημα, που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, ββ. το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο, που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών (όπως με το άρθρο 8 του Ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις με αποδέκτες φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δίκαιου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3.100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4 β’ του Ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις Iερές Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης). Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν θα θεσπίζονταν τέτοιες εξαιρέσεις και γγ. η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του Ν. 128/ 1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η συγκεκριμένη εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα, που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίου καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/ 1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 στο άρθρο Β2 αυτής επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή «ειδικών εισφορών» και η εισφορά του Ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδιαίτερα όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (Εφ.Θεσ 492/2010 Επισκ. Εμπ Α 2010.1143, ΕφΑΘ 1558/2007 Ελλ.Δνη 2007.902, ΕφΛαρ 114/2007 Δικογραφία 2007. 41, ΕφΠατρ 195/2007). Εφόσον όμως στο σχετικό γενικό όρο συναλλαγών επιχειρείται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του νόμου 128/1975, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας. Σε κάθε περίπτωση, όταν προβάλλεται ισχυρισμός υπό τον τύπο λόγου ανακοπής για παράνομη μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 πρέπει να εκτίθεται στην ανακοπή και το ύψος της εισφοράς, που μετακυλήθηκε, καθώς και το ποσό των τόκων, που χρεώθηκαν, ώστε να είναι δυνατή] η αφαίρεσή τούς από το συνολικό ποσό της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, σελ. 242). Άλλωστε, η παραπάνω επιβληθείσα με συμβατικό όρο εισφορά αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και σε κάθε περίπτωση νόμιμα ανατοκίζεται (ΑΠ 430/2005, ΕφΑΘ 1159/2012, ΕφΑΘ 3670/2012, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑΘ 4424/2009, ΕφΑΘ 1558/ 2007, ΕφΛαρ 114/2007, ~ Σ. Ψνχομάνη «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17). Εξάλλου, ο ανακόπτων, που αμφισβητεί, κονδύλια τόκων από ανατοκισμό σε τηρηθέντα λογαριασμό, πρέπει να εκθέσει με σαφή και ορισμένο τρόπο το ύψος των ποσών αυτών, καθώς και τον τρόπο υπολογισμού τους. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο (3ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι εκθέτουν ότι τυγχάνει άκυρος ο όρος της σύμβασης, κατά το μέρος εκείνο, με το οποίο προβλέπεται ότι στο επιτόκιο αναφοράς προστίθεται η εισφορά του Ν. 128/75,. Επιπλέον, οι ανακόπτοντες διατείνονται ότι τυγχάνει άκυρος ο εκτοκισμός και ανατοκισμός των εμπεριεχόμενων στο λογαριασμό της επίμαχης σύμβασης των κονδυλίων της εισφοράς του Ν. 128/1975, ότι με τον υπολογισμό τόκων επί του ποσού της εισφοράς του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975 και των λοιπών επιβαρύνσεων η οφειλή τους διογκώθηκε υπέρμετρα με υπολογισμούς, που δεν είναι δυνατό να προκύψουν από την ανάγνωση προσκομισθέντων για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής λογαριασμών κατά ποσό, που δεν δύναται να προσδιορισθεί λόγω της ανεπάρκειας αυτών των λογαριασμών, ότι η πρακτική αυτή της Τράπεζας είναι αντίθετη στον νόμο και συνεπώς οι προαναφερθέντες συμβατικοί όροι είναι παράνομοι κατά τις διατάξεις των άρθρων 174 και 178 ΑΚ, ότι λόγω της παράνομης αυτής πρακτικής της καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζας, η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, με βάση την οποία κατ’ εκτίμη του δικογράφου της ένδικης ανακοπής τυγχάνει ανεκκαθάριστη κατ’ άρθρο 624 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός της ένδικης ανακοπής, που αναφέρεται στο σκέλος της μετακύλισης της εισφοράς του Ν. 128/1975, πέραν του ότι δεν πλήττονται συγκεκριμένα κονδύλια στον τηρηθέντα λογαριασμό, τυγχάνει απορριπτέος και ως μη νόμιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Επιπλέον, ως προς το σκέλος, που βάλλει ως προς τον ανατοκισμό της συγκεκριμένης εισφοράς ο σχετικός λόγος, τυγχάνει απαράδεκτος ως αόριστος, καθώς οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι αρκούνται στην αμφισβήτηση της ορθότητας του υπολογισμού του ποσού της οφειλής από πλευρά της καθ’ ης η ένδικη ανακοπή Τράπεζας χωρίς να προσδιορίζουν το ποσό, με το οποίο επιβαρύνθηκαν λόγω του παράνομου υπολογισμού τόκων επί της εισφοράς του άρθρου 1 παρ.3 του Ν. 128/1975, δηλαδή, δεν βάλλουν κατά συγκεκριμένου κονδυλίου, προκειμένου να είναι ορισμένος ο λόγος της ένδικης ανακοπής, δεδομένου ότι αυτός περιέχει μόνο γενική και ασαφή αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού, που λειτούργησε προς εξυπηρέτηση της μεταξύ της καθ’ ης και του πιστούχου σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, χωρίς να εκτίθεται ποιο είναι το υπερβάλλον ποσό, κατά το οποίο τυγχάνει άκυρη η ένδικη σύμβαση. Δηλαδή, δεν προσδιορίζεται παντάπασιν το χρηματικό εκείνο ποσό, κατά το οποίο επιβαρύνθηκε η απαίτηση εξαιτίας της χρέωσης, ούτε προσδιορίζεται το (νόμιμο) ύψος της οφειλής του, όπως θα είχε προκύψει, εάν δεν είχαν συμπεριληφθεί τα παράνομα κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς κονδύλια, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νομίμου ύψους του αξιωμένου από την εφεσίβλητη Τράπεζα ποσού. Όμως, σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη εισφορά κατά δικαιοπρακτική ρύθμιση ανάμεσα στα τότε συμβαλλόμενα μέρη αποτέλεσε μέρος του επιτοκίου, επιτρεπόμενης συνακολουθα και του ανατοκισμού της εν λόγω εισφοράς.

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 851 ΑΚ “Ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση, που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή, και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη, του άρθρου 855 “Ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση δίζησης) και 857 αριθ. 1 “Ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση της δίζησης: 1. Αν παραιτήθηκε απ’ αυτήν, και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης”. Η ύπαρξη όρου περιεχομένου σε σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό μεταξύ Τράπεζας και εγγυητή, κατά τον οποίο ο συμβαλλόμενος εγγυητής δηλώνει ότι παραιτείται από το ευεργέτημα (ένσταση της διζήσεως), ευθυνόμενος αλληλεγγύως και για ολόκληρο το ποσό ως αυτοφειλέτης, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 857 ΑΚ, και κατά συνέπεια, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου.

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον υπό εξέταση λόγο της ένδικης ανακοπής της, η δεύτερη (2η) ανακόπτουσα ………. διατείνεται ότι ο υπό στοιχεία 14 όρος της επίδικης δανειακής σύμβασης, με τον οποίο επήλθε παραίτηση της από το δικαίωμα της διζήσεως, τυγχάνει καταχρηστικός, διότι προσκρούει στις διατάξεις των παρ. 6 και 7 περ. ιγ’ του άρθρου 2 ν. 2251/1994. Η ανακόπτουσα διατείνεται ότι ο προδιατυπωμένος όρος της πρόσθετης πράξης, σύμφωνα με τον οποίο η εγγυήτρια παραιτείται από το δικαίωμα της διζήσεως, καθώς και από κάθε δικαίωμα, ευεργέτημα ή ένσταση, που πηγάζουν από τα άρθρα 853, 855, 858, 862 έως 868 του Αστικού Κώδικα, ευθυνόμενη, ως αυτοφειλέτης και σε ολόκληρο με τον πρωτοφειλέτη, τυγχάνουν άκυροι. Ο λόγος αυτός δεν είναι νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η συμβατική παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση διζήσεως και τα λοιπά δικαιώματα, που επιφυλάσσουν τα άρθρο 853 επ. ΑΚ υπέρ αυτού, είναι έγκυρη, ως σύμφωνη με τα χρηστά ήθη δικαιοπραξία, χωρίς να συνιστά δίχως άλλως υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης του παραιτούμενου συμβαλλόμενου. Προκειμένου δε να προσλάβει μία τέτοια παραίτηση στοιχεία καταχρηστικότητας σε σχέση με την εκμετάλλευση από τον αντισυμβαλλόμενο του της ασθενέστερης θέσης του παραιτούμενου εγγυητή, είναι αναγκαία η επίκληση από τον τελευταίο περαιτέρω πραγματικών περιστατικών, ικανών και πρόσφορων να προσδώσουν στη δήλωση βούλησης για παραίτηση τέτοια μορφή, περιστατικά, τα οποία και η δεύτερη (2η) ανακόπτουσα στο κρινόμενο δικόγραφο δεν επικαλείται αναφορικά με την παραίτηση της από την ένσταση διζήσεως και τα λοιπά δικαιώματα της κατ’ άρθρο 853 επ. ΑΚ ως εγγυητών στην επίδικη δανειακή σύμβαση. Σε κάθε περίπτωση ο συγκεκριμένος λόγος της ένδικης ανακοπής με το προαναφερθέν περιεχόμενό του (όρος για παραίτηση της εγγυήτριας από την  ένσταση διζήσεως) εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους της επίδικης συμβάσεως, δεδομένου ότι ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο τη διάταξη του άρθρου 857 ΑΚ, χωρίς να εισάγει απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις, ώστε να μην αποτελεί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, σύμφωνα και με τη ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (βλ. 13η σκέψη του Προοιμίου και το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας), κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες, που απηχούν τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας χωρίς να τροποποιούν το περιεχόμενο τους ή το πεδίο εφαρμογής τους (Α.Π. 1087/2019 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληρο φοριών του Δ.Σ.Α. <<ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ>>). Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος λόγος της ένδικης ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος.

Αναφορικά με την αιτίαση ότι ο Δικαστής, που εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, με βάση τις οποίες επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη αναγκαστική κατάσχεση, δεν προέβη σε αυτεπάγγελτη έρευνα της καταχρηστικότητας των Γενικών Όρων Συναλλαγής (Γ.Ο.Σ.), που περιλαμβάνονται στις επίδικες δανειακές συμβάσεις. Ωστόσο, ο σχετικός λόγος τυγχάνει απορριπτέος, ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι η αυτεπάγγελτη (=ipso jure) έρευνα σχετικά με ύπαρξη καταχρηστικών όρων στη σύμβαση πίστωσης, από την οποία απορρέει η επιδικασθείσα απαίτηση, δεν αποτελεί θετική ή αρνητική προϋπόθεση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, την οποία οφείλει να ελέγξει ο εκδόσας τη διαταγή πληρωμής Δικαστής. Ειδικότερα, ακόμη και στην περίπτωση ύπαρξης καταχρηστικών όρων στη σύμβαση πίστωσης, από την οτιοία απορρέει η επιδικασθείσα απαίτηση δεν  αναιρεί το εκκαθαρισμένο και βέβαιο της απαίτησης και ως εκ τούτου δε συνιστά διακωλλυτικό της έκδοσης διαταγής πληρωμής, αλλά η ύπαρξη τέτοιων καταχρηστικών ΓΟΣ, εφόσον αυτή ενεργοποιήθηκαν και επηρέασαν την εξέλιξη της σύμβασης μπορεί να θεμελιώσει σχετικό αυτοτελή λόγο ανακοπής, με τον οποίο πλήττεται η διαταγή πληρωμής. Επιπρόσθετα, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Ο Ν. 2251/1994 περί “προστασίας των καταναλωτών” αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 “σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές”, στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι: “ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση της καλής πίστεως, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας, “τα Κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα, που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή” (ΑΠ 828/ 2018). Για να υπάρξει κατά το Ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγής (Γ.Ο.Σ.), πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “τη σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δε νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Επομένως, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/ 1994( ΟλΑΠ4/2019). Στην προκείμενη περίπτωση δεν εκτίθεται παντάπασιν ο τρόπος, με τον οποίο επενέργησαν οι επικαλούμενοι, ως καταχρηστικοί όροι στην επιδικασθείσα με τις διαταγές πληρωμής απαίτηση, διαταράσσοντας τη σχέση παροχής- αντιπαροχής.  Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης η ένδικη ανακοπή Τράπεζα, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, άσκησε το δικαίωμά της να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής, μολονότι τελούσε σε γνώση του ότι πρόκειται για ανεκκαθάριστη, κατά τους ισχυρισμούς του, απαίτηση και συνεπώς η διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα στο σύνολό της. Σχετικά με το συγκεκριμένο λόγο της ένδικης ανακοπής, που ανάγεται και σε λόγο έφεσης πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα, το οποίο μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, προκειμένου να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η δημιουργηθείσα από αυτόν κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί, για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπε ριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως, που έχει διαμορφωθεί κάτω από τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων πρέπει να υπάρχει για μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του γιά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε, που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. (Ολ. ΑΠ 7/2002, 8/2001, Ολ. ΑΠ 8/2001, Ολ. ΑΠ 472/1983, ΑΠ 151/2016, ΑΠ 223/2007, ΑΠ 316/ 2005, ΑΠ 205/2001). Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος.  Συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας τα εκτιθέμενα από αυτούς πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν μπορούν να θεμελιώσουν κακόπιστη και παρελκυστική συμπεριφορά της καθ’ ης η ένδικη ανακοπή Τράπεζας, αντικείμενη στους κανόνες της ευθύτητας και εντιμότητας στις συναλλαγές, ούτε και η υποβολή αίτησης για έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής, ως διαδικαστική πράξη, συνιστά συμπεριφορά τέτοια, που να έρχεται σε αντίθεση με την κατάσταση, την οποία έχει δημιουργήσει η καθ’ ης η ένδικη ανακοπή Τράπεζα με προηγούμενες πράξεις της, και ειδικότερα δεν αναφέρεται ούτε προσδιορίζεται επακριβώς η οικονομική κατάσταση των ανακοπτόντων, η επικαλούμενη ακίνητη περιουσία τους κατ’ είδος, και ως εκ τούτου, πάντα κατά τους ισχυρισμούς των τελευταίων, δεν θα έπρεπε αυτή να επιδιώξει δικαστικά τη σε βάρος του καταβολή της απαίτησης. Επιπλέον, δεν προσδιορίζεται το ακριβές ύψος της επικαλούμενης ζημίας εξαιτίας της προαναφερθείσας συμπεριφοράς της καθ’ ης η ένδικη ανακοπή Τράπεζας και τούτο διότι, το εάν στην συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της τελευταίας επέφερε τυχόν βλάβη στους εφεσίβλητους, αυτή (δηλαδή, η προκληθείσα βλάβη) θα έπρεπε να προσδιορίζεται κατά τρόπο απολύτως σαφή και ορισμένο, σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν, με την αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που να την θεμελιώνουν, σε σύγκριση και με τη βλάβη, την οποία θα υποστεί η Τράπεζα από τη μη ενάσκηση του δικαιώματός της, διότι διαφορετικά δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί κατάχρηση δικαιώματος από την πλευρά της τελευταίας, καθώς μόνον εάν η συγκεκριμένη συμπεριφορά της τελευταίας μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως π.χ. όταν αυτή, ως δανείστρια δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος (Α.Π. 869/2021 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α. <<ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ>>). Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ), πράγμα, άλλωστε, που ουδόλως οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες επικαλούνται (Εφ. Λαρ. 20/2019 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ..Α <<ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ>>). Επομένως, ο ανωτέρω σχετικός λόγος της ένδικης ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος, συνεκτιμώμενου και του ότι δεν κρίθηκαν ως καταχρηστικοί οι όροι της επίδικης δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με όσα ήδη προεκτέθηκαν. Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, η ένδικη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας Εταιρείας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσίβλητων- ανακοπτόντων  λόγω της ήττας τους στην προκείμενη δίκη (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 επ. Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της, ως ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, το παράβολο έφεσης, που κατέθεσε η εκκαλούσα Εταιρεία, κατά την κατάθεση της ένδικης έφεσης, πρέπει να αποδοθεί σε αυτήν, αφού κρίθηκε ότι αυτή πρέπει να γίνει ουσιαστικά δεκτή (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμόν 177/18.01.2019 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (Διαδικασία άρθρων 614 περ. 8 Κ. Πολ. Δ.).

-ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την ένδικη υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την υπόθεση κατ’ ουσίαν.

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εφεσίβλητων τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας Εταιρειας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) Ευρώ (Ε).

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα Εταιρεία του παραβόλου ποσού εκατό ευρώ (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από αυτήν κατά την άσκηση της έφεσης με το υπ’ αριθμ. κωδικού παραβόλου ………………/2021 με το σχετικό παραστατικό πληρωμής.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά, την 20 Ιανουαρίου 2023.

  Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ