Αριθμός 41/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιές του δικηγόρους Παρασκευή Πασχάλη και Ελένη Χριστοδουλίδη (η πρώτη εκ των οποίων μόνο για το αίτημα της αναβολής).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Χριστόπουλο.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 475/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 19.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου, ……./2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 19η.3.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 79/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 3ης.9.2020, μετά δε από αναβολή στη δικάσιμο της 18ης.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23.3.2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 96/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφου έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επανεισάγεται οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την με αριθμό 96/2021 πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η από 19.4.2019 (αρ. εκ. κατ. ………../2019) έφεση κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής της, κατά την δικάσιμο της 12.3.2021, οπότε είχε προσδιοριστεί κατόπιν αναβολής από την ορισθείσα δικάσιμο της 3.9.2000, οπότε είχε προσδιοριστεί με την με αριθμό 74/2000 πράξη της Προέδρου Εφετών, ύστερα από μη διεξαγωγή της συζήτηση της κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 19.3.2020 , όποτε δεν συζητήθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων.
Το άρθρο 528 του ΚΠολΔ ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία,, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (ΑΠ 1075/2013, ΕφΛαμ. 54/2013 – “Νόμος”).
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄ αρ. 475/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος και με την οποία έγινε δεκτή η από 1.3.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2018 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου κατά του εναγομένου και νυν εκκαλούντος, λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 42.160,00 ευρώ έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518, 520 παρ. 1, 522, 524 παρ. 1, 2, 525 παρ. 1, 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα . Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι κατά την κατάθεση της έφεσης έχει καταβληθεί το προβλεπόμενo από τη διάταξη του άρθρου 492 Α εδ. γ του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου (με κωδικό ……….) ηλεκτρονικό παράβολο, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης. Εφόσον, λοιπόν, η έφεση ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην πρέπει, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία ο εναγομένος – εκκαλών παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον της αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένου του εκκαλούντος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ως προς το νόμιμο και βάσιμο αυτής (άρθρο 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ.2, 961, 962, 1113 ΑΚ προκύπτει, ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος, από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν από αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματος τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα), που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο από την αιτία αυτή αποκόμισε, ενώ οι κοινωνοί, όταν ενάγονται για την απόδοση της ανάλογης μερίδας επί των καρπών του κοινού πράγματος, τελούν σε απλή ομοδικία (Εφ.Θεσ. 1666/1998, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια(ΑΠ 852/2019, ΑΠ 802/2017, ΑΠ 187/2015, ΑΠ 564/2012, δημ. Νόμος), που προσδιορίζεται με βάση τη μισθωτική αξία του πράγματος, χωρίς να μεταβάλλεται σε αξίωση απόδοσης μισθωμάτων (ΑΠ 2348/2009 ΤΝΠ Νόμος). Κατά τα λοιπά, ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του, το κοινό πράγμα, είναι, κατ’ αρχήν, αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή, προκειμένου για ακίνητο, διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον, με τον τρόπο αυτό αποκλείει, στην πράξη, τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί, κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 852/2019, ΑΠ 276/2016, ΑΠ 767/2014 ΤΝΠ Νόμος). (ΑΠ 852/2019, ΑΠ 802/2017, ΑΠ 187/2015, ΑΠ 564/2012, δημ. Νόμος), που προσδιορίζεται με βάση τη μισθωτική αξία του πράγματος, χωρίς να μεταβάλλεται σε αξίωση απόδοσης μισθωμάτων (ΑΠ 2348/2009 ΤΝΠ Νόμος). Κατά τα λοιπά, ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του, το κοινό πράγμα, είναι, κατ’ αρχήν, αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή, προκειμένου για ακίνητο, διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον, με τον τρόπο αυτό αποκλείει, στην πράξη, τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί, κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 852/2019, ΑΠ 276/2016, ΑΠ 767/2014 ΤΝΠ Νόμος). (ΑΠ 852/2019, ΑΠ 802/2017, ΑΠ 187/2015, ΑΠ 564/2012, δημ. Νόμος), που προσδιορίζεται με βάση τη μισθωτική αξία του πράγματος, χωρίς να μεταβάλλεται σε αξίωση απόδοσης μισθωμάτων (ΑΠ 2348/2009 ΤΝΠ Νόμος). Κατά τα λοιπά, ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του, το κοινό πράγμα, είναι, κατ’ αρχήν, αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή, προκειμένου για ακίνητο, διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον, με τον τρόπο αυτό αποκλείει, στην πράξη, τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί, κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 852/2019, ΑΠ 276/2016, ΑΠ 767/2014 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, στη σχετική αγωγή αποζημίωσης, καθώς και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που θα εκδοθεί, αρκεί να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η σ’ αυτό μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε, κατά τον επίδικο χρόνο, αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και, επίσης, το, κατά τον επίδικο χρόνο όφελος, του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου. Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν των κοινωνών, δεν αποκλείεται, όμως, να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρο 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του κατά τα αρθρ. 914 ή και 1099 ΑΚ, αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς (AΠ 235/2016, ΑΠ 7/2015, ΑΠ 767/2014, Εφ.Πειρ. 232/2016, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 789 ΑΚ με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών, που λαμβάνεται κατά το μέγεθος των μερίδων τους, μπορεί να καθορισθεί ο προσήκων τρόπος τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης για το κοινό αντικείμενο. Στις πράξεις τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης περιλαμβάνεται και η σύμβαση μίσθωσης καθώς και κάθε άλλη πράξη, η οποία τείνει στη διατήρηση ή άρση των συνεπειών της, όπως η παράταση ή η τροποποίηση της σύμβασης μίσθωσης ή η καταγγελία αυτής.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε, στην από 1.3.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2018 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγομένου – ήδη εκκαλούντων, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι εξ΄ αδιαιρέτου συγκύριοι (σε ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών), του λεπτομερώς περιγραφόμενου, κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου (οικοπέδου μετά της εντός αυτού δυο ισογείων καταστημάτων), που βρίσκεται στον Δήμο Σπετσών στην ενορία του ………… Ότι το ως άνω ποσοστό συγκυριότητάς της στο ακίνητο αυτό απέκτησε δυνάμει του με αριθμό …../27.11.1985 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Πειραιά …. , νομίμως μεταγραμμένου. Ότι ο εναγόμενος έχει καταστεί επικαρπωτής του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει του με αριθμό …../2011 συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου, δυνάμει του οποίου ο συγκύριος, πατέρας του και αδελφός του ενάγοντος, κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου του μεταβίβασε την επικαρπία επί του ακινήτου αυτού. Ότι ο εναγόμενος, παράνομα και αυθαίρετα, από την 1η Μαΐου του 2015, κάνοντας ο ίδιος αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου, αποστερεί τον ενάγοντα από τη χρήση και εκμετάλλευσή του, κατά το ποσοστό συγκυριότητάς του και δεν αποδίδει τους καρπούς από την προσήκουσα εκμετάλλευση αυτού κατά το μέρος που του αναλογεί από τη σχέση κοινωνίας οι οποίοι καρποί αντιστοιχούν στην μισθωτική αξία εκάστου εκ των προαναφερομένων καταστημάτων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ζήτησε δε, κατόπιν νόμιμου περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, κατ΄ άρθρο 223 ΚΠΟΛΔ να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει ποσό των 42.160,00 ευρώ με βάση τις διατάξεις περί κοινωνίας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή , παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ), προκειμένου να συζητηθεί κατά την αρμόζουσα στη φύση της τακτική διαδικασία. Είναι επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της, τα οποία απαιτούνται για την κατά νόμο θεμελίωση του αιτήματός της και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου. Ειδικότερα αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η σ’ αυτό μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε, κατά τον επίδικο χρόνο, αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και, επίσης, το, κατά τον επίδικο χρόνο όφελος, του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και η ανάλογη μερίδα της ενάγουσας επί του οφέλους αυτού, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας , καθόσον τα επικαλούμενα από τον εκκαλούντα στοιχεία περί του ποσού το οποίο απαιτήθηκε για την ανακαίνιση των δυο καταστημάτων και του χρόνου εξόφλησης του ποσού στο οποίο ανήλθε η υποχρέωση του ενάγοντος ως συγκυρίου του επίδικου ακινήτου ήτοι του μέχρι πότε ο ενάγων παραχώρησε την είσπραξη των μισθωμάτων στον δικαιπάροχο πατέρα του εναγομένου και του μέχρι πότε στον ίδιο , ώστε να γίνει ακριβής υπολογισμός αυτών, δεν αποτελούν κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής, που απαιτείται να εκτίθεται για το ορισμένο του δικογράφου της, με συνέπεια η έλλειψη επίκλησης αυτών να καθιστά την αγωγή αόριστη, και, συνεπώς, απαράδεκτη, αλλά μπορούν να προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και να περιληφθούν στην απόφαση για την πληρότητα της αιτιολογίας της δικανικής κρίσης επί της ουσίας της υπόθεσης. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε την αγωγή πλήρως ορισμένη ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, με αποτέλεσμα όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τον εκκαλούντα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους απορριπτέα να τυγχάνουν ως αβάσιμα. Η κρινόμενη αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 786, 787, 792 παρ. 2, 962 και 1113 Α.Κ και 176 ΚΠΟΛΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει, “Συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της”. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 1, 4, 5 εδ. α και β και 6 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 28 Ν. 3994/2011 και το άρθρο 9 του Ν. 4055/2012 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ άρθρο 77 του ίδιου νόμου “1. Ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική…4.Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της πραγματογνωμοσύνης… 5. Οι υποθέσεις εκφωνούνται με τη σειρά τους από το πινάκιο και συζητούνται αμέσως αυτές για τις οποίες δεν θα διεξαχθεί εμμάρτυρη απόδειξη. Αν πρόκειται να εξετασθούν μάρτυρες η συζήτηση μπορεί να διακόπτεται για την αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας σύνθεσης, κατά την οποία ολοκληρώνεται η συζήτηση… 6. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο”. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, όπως και αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση: “1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Εξέταση νέων μαρτύρων επιτρέπεται μόνο για την απόδειξη των ισχυρισμών του εδ. β της παρ. 2 του άρθρου 269… 3…Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση δικαστών επί πολυμελών δικαστηρίων, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο”. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 281 και 270 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη, κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, αντλούνται τα ακόλουθα συμπεράσματα: Η έκδοση προδικαστικής περί αποδείξεων αποφάσεως αποκλείεται, αφού από αυτές προβλέπεται, ότι η διεξαγωγή των αποδείξεων γίνεται ενώπιον του ακροατηρίου σε μία και μοναδική συζήτηση της υποθέσεως. Μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, η δίκη περατώνεται με την εφάπαξ έκδοση αποφάσεως για όλα τα ζητήματα (νομικά και πραγματικά) της επίδικης διαφοράς. Και ναι μεν κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ ορίζεται, ότι το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, πλην, όμως, ενόψει του αποκλεισμού, με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, της δυνατότητας για έκδοση προδικαστικής περί αποδείξεων αποφάσεως, αλλά και από τη γενική διατύπωσή της, συνάγεται ότι περιλαμβάνονται όλες οι περιπτώσεις (βλ. σχετ. ΟλΑΠ (Διοικ) 11/2014), όπως και όταν εμφανίζονται κενά ή ασάφειες από τις αποδείξεις σε συγκεκριμένο ζήτημα και το δικαστήριο αδυνατεί να καταλήξει σε ανενδοίαστο περί αυτού πόρισμα, ανεξάρτητα αν η άρση των αμφιβολιών του θα επέλθει με την προσαγωγή ήδη επικληθέντων ή και νέων αποδεικτικών μέσων. Άρειος Πάγος 428/2020
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 Α.Κ.: “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.” Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (πρβλ. Ολ Α.Π. 16/2006, 17/1995, 62/1990, Α.Π. 1871/2014, 1504/2013, 1623/2012, 91/2011, 1130/2011, 1521/2009, 279/2008, 298/2008). Περαιτέρω, εάν η ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά τα οποία, συνολικώς εκτιμώμενα προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ασκούμενο δικαίωμα, τα περιστατικά αυτά, προς το κατά τα άρθρα 262, 269 και 527 ΚΠολΔ αντίστοιχο δικαίωμα του εναγομένου, αποτελούν, κάθε ένα εξ αυτών, κεχωρισμένα «πράγματα», υπό την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ. Συνεπώς, το Δικαστήριο της ουσίας πρέπει να λάβει υπ΄ όψιν του και να συνεκτιμήσει όλα τα περιστατικά τα οποία έχει προβάλλει ο εναγόμενος προς θεμελίωση της προαναφερθείσας ένστασης, τα οποία ομού συντρέχοντα, δύνανται να προσδώσουν καταχρηστικό χαρακτήρα στην άσκηση του δικαιώματος. Αυτό δεν συμβαίνει, όταν το Δικαστήριο έλαβε υπ΄όψιν του όλα τα προβληθέντα προς θεμελίωση της ένστασης πραγματικά περιστατικά, αλλ΄απέρριψε μερικά από αυτά για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο, (ΑΠ 1080/2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΠειρ 350/2019, Εφ.Πειρ.350/2019 20/2015, ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 457 παρ. 1 του ΚΠολΔ, τη γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον αμφισβητείται, πρέπει να την αποδείξει εκείνος, που το επικαλείται και το προσάγει, εκτός αν είναι τόσο φανερά αλλαγμένο, ώστε το δικαστήριο να μπορεί να διαπιστώσει αμέσως και ασφαλώς ότι δεν είναι γνήσιο, κατά δε τη διάταξη της παραγρ. 2 του αυτού άρθρου εκείνος, κατά του οποίου προσάγεται το ιδιωτικό έγγραφο, οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο και κατά τη διάταξη της παραγρ. 3 του ίδιου άρθρου, αν αναγνωριστεί ή αποδειχθεί η γνησιότητα της υπογραφής, θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου, με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού (ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 239/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1088/2014 Δημ. Νόμος). Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 455, 458, 460, 461 και 463 του ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα: Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων, δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή από διάδικο ιδιωτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση, (ως δικαστικό τεκμήριο), απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, ενέχει και ισχυρισμό της γνησιότητάς του, την οποία οφείλει ο ίδιος να αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 338 ΚΠολΔ, όταν αμφισβητηθεί από τον αντίδικό του, καθόσον η αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτού αποτελεί άρνηση (ΑΠ 535/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 584/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 239/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 239/2017 ό.π., ΑΠ 20/2017, ΑΠ 1088/2014 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2655/2019 Δημ. Νόμος). Έτσι, εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορο αν φέρει την υπογραφή εκείνου, κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή του εγγράφου και η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου, που καλύπτεται από την υπογραφή, το οποίο τεκμήριο ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 1088/2014 ό.π.). Τούτο δε διότι η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού αναφέρεται στο περιεχόμενο του εγγράφου, ενώ η αμφισβήτηση της γνησιότητας ενός ιδιωτικού εγγράφου μόνο στην υπογραφή του (ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 1088/2014 ό.π.). Και αν μεν αποδειχθεί, κατά τη διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσκομίζεται το έγγραφο, η πλαστότητα του περιεχομένου του, τούτο, κατά το πλαστό μέρος του, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, ενώ, αν προκύψει ότι είναι γνήσιο, τότε λαμβάνεται υπόψη. Αν, όμως, το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή, χωρίς να εξετάσει την πλαστότητα του περιεχομένου του, λάβει ή δεν λάβει υπόψη του το έγγραφο, υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11α ΚΠολΔ, αφού εκτιμά ή δεν εκτιμά έγγραφο, πριν διαπιστώσει, όπως οφείλει, αν εμπίπτει στα επιτρεπόμενα ή μη επιτρεπόμενα από το νόμο αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 584/2019 ό.π., ΑΠ 239/2017 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2655/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 106/2018 Δημ. Νόμος). Η αμφισβήτηση της γνησιότητας ιδιωτικού εγγράφου, καθώς και η προσβολή του ως πλαστού, χωρίς να αποδίδεται η πλαστότητα σε ορισμένο πρόσωπο, πρέπει να γίνει κατά την ίδια συνεδρίαση, κατά την οποία το έγγραφο προσκομίζεται, με προσθήκη στις προτάσεις, επιβάλλεται δε να είναι ρητή, σαφής και ειδική, τυχόν δε αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη συζήτηση, όπως π.χ. το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, είναι απαράδεκτη, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 239/2017 ό.π., ΕΦ. ΠΕΙΡ. 414/2021, Νομολογία Εφετείου Πειραιά, ΤριμΕφΑθ 215/2019 Δημ. Νόμος).
Από την εκτίμηση της με αριθμό …./25.8.2018 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος ……….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………. η οποία λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου, όπως προκύπτει από την με αριθμό ……/19.6.2018 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………. και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι εξ΄ αδιαιρέτου συγκύριοι σε ποσοστό 50 % εξ΄ αδιαιρέτου ο ενάγων – εφεσίβλητος και 50 % ο εναγόμενος – εκκαλών ως επικαρπωτής, ενός ακινήτου κείμενου εντός της περιφέρειας και του σχεδίου του Δήμου Σπετσών στην ενορία ……… αποτελούμενο εκ του οικοπέδου και της επ΄ αυτού ισόγειας οικοδομής συγκείμενης εξ΄ ισογείου καταστήματος επιφανείας 132 τ.μ, εµφαινοµένου υπό τα κεφαλαία γράμματα Α,Β,Γ,Δ,Ζ,Α στο 1985 τοπογραφικό διάγραµµα της τεχνολόγου – μηχανικού ………… Ότι ο ενάγων απέκτησε το ως άνω ποσοστό συγκυριότητάς του στο ακίνητο αυτό, δυνάμει του με αριθμό …../27.11.1985 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., νομίμως μεταγραμμένου. Ότι ο εναγόμενος έχει καταστεί επικαρπωτής του ανωτέρω ακινήτου, κατά ποσοστό 50% δυνάμει του με αριθμό ………/2011 συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου, δυνάμει του οποίου ο συγκύριος, πατέρας του εναγομένου και αδελφός του ενάγοντος, του μεταβίβασε την επικαρπία επί του ακινήτου αυτού. Αποδείχθηκε ότι στο ανωτέρω οικόπεδο η προαναφερόμενη ισόγειος οικοδομή έχει διαμορφωθεί σε δυο ισόγεια καταστήματα ένα επιφανείας 60 τ.μ και ένα 90 τ.μ. Εκ των καταστημάτων αυτών το έχον επιφάνεια 60 τ.μ είναι μισθωμένο από το έτος 1999 έως και το χρόνο άσκησης της αγωγής στον .. …. και χρησιμοποιείται ως κατάστημα μισθώσεως ποδηλάτων και δίκυκλων μηχανών, το μίσθωμα του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 700,00 ευρώ το μήνα. Το έτερο κατάστημα επιφανείας 90 τ.μ ήταν μισθωμένο μέχρι και το μήνα Μάιο του έτους 2015 στην ………. αντί μηναίου μισθώματος 1.200,00 ευρώ και χρησιμοποιείτο ως σνακ – μπαρ καφέ και δεν αποδείχθηκε ότι έκτοτε έχει εκμισθωθεί εκ νέου. Ο ενάγων είχε αρχικά παραχωρήσει στον αδελφό του, δικαιοπάροχο του εναγομένου και στη συνέχεια στον εναγομένο ο οποίος κατέστη επικαρπωτής το έτος 2011 την είσπραξη των μισθωμάτων από τα επίδικα ακίνητα μέχρι και το μήνα Απρίλιο του έτους 2015, προκειμένου να εξοφλήσει τα οφειλόμενα στον πατέρα του εναγομένου και νυν ψιλό κύριο του ακινήτου για τις εργασίες διαμόρφωσης και ανακαίνισης των δυο καταστημάτων. Όπως προκύπτει από την 15.4.2015 βεβαίωση – επιστολή του πατέρα του εναγομένου προς τον ενάγοντα ο πρώτος είχε εισπράξει μέχρι τότε το ποσό των 80.000,00 ευρώ, όπως δε προκύπτει από την από 24.4.2015 βεβαίωση – επιστολή ο ενάγων εξακολουθούσε να οφείλει το ποσό των 11.000,00 ευρώ, κατά την ανωτέρω ημερομηνία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα μέρη συμφώνησαν να καταβληθεί το ποσό των 11.000,00 ευρώ με μετρητά χρήματα και όχι πλέον με συμψηφισμό του μεριδίου του ενάγοντος επί των μηναίων μισθωμάτων. Για το σκοπό αυτό ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος έχει καταβάλει το μήνα Ιούλιο του έτους 2015 το ποσό των 1.000 ευρώ, τον μήνα Αύγουστο του έτους 2015 το ποσό των 1.000 ευρώ, το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2015 το ποσό των 1000 ευρώ, την 25.4.2016 το ποσό των 1.000 ευρώ, την 27.5.2016 το ποσό των 1.000 ευρώ, την 30.6.2016 το ποσό των 1.000 ευρώ, την 29.7.2016 το ποσό των 1.000 ευρώ, την 31.8.2016 το ποσό των 1.000 ευρώ, την 28.4.2017 το ποσό των 1.500 ευρώ και την 26.5.2017 το ποσό των 1.500 ευρώ. Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών υπέβαλε με τις προτάσεις του ένσταση αμφισβήτησης της γνησιότητας της υπογραφής του ……….., πατέρα του, επί της από 15.4.2015 βεβαίωσης – επιστολής ισχυριζόμενος ότι η υπογραφή του πατέρα του στο ως άνω έγγραφο δεν είναι γνήσια. Πλην όμως η μάρτυρας του ενάγοντος η οποία τυγχάνει κόρη του και εξαδέλφη του εναγομένου, κατέθεσε με σαφήνεια και πληρότητα, ότι ο πατέρας του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος είχε συντάξει την 15.4.2015 επιστολή. Επιπλέον από την επισκόπηση των εγγράφων που προσκομίστηκαν και δη της από 15.4.2015 βεβαίωσης – επιστολής και της από 24.4.2015 βεβαίωσης – επιστολής, προκύπτει ότι η υπογραφή που έχει τεθεί επί της από 15.4.2015 βεβαίωσης – επιστολής ομοιάζει με την υπογραφή του ……….. επί της 24.4.2015 βεβαίωσης – επιστολής. Από προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση περί ότι η τεθείσα στην από 15.4.2015 βεβαίωση – επιστολή του ……………. υπογραφή είναι γνήσια, χωρίς να απαιτείται για τη διακρίβωση του γεγονότος αυτού, η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος από το μήνα Μάιο του έτους 2015 παράνομα και αυθαίρετα, κάνοντας ο ίδιος αποκλειστική χρήση των επίκοινων καταστημάτων, αποστερεί τον ενάγοντα από τη χρήση και εκμετάλλευσή τους, κατά το ποσοστό συγκυριότητάς του και δεν αποδίδει τους καρπούς από την προσήκουσα εκμετάλλευση αυτών κατά το μέρος που του αναλογεί από τη σχέση κοινωνίας οι οποίοι καρποί αντιστοιχούν στην μισθωτική αξία εκάστου εκ των προαναφερομένων καταστημάτων. Ειδικότερα, όσον αφορά το μισθωμένο κατάστημα το όφελος εναγομένου από την αποκλειστική χρήση των εν λόγω καταστημάτων συνίσταται στο μίσθωμα που εισπράττει και δεν αποδίδει στον ενάγοντα, κατά το λόγο της μερίδας του που ανέρχεται για το επίδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 700,00 ευρώ μηνιαίως, δεδομένου ότι κατά το έτος 2016 το μίσθωμα ανέρχονταν στο ποσό των 700,00 ευρώ, όπως προκύπτει από την αναλυτική κατάσταση για μισθώματα ακίνητης περιουσίας του φορολογικού έτους 2016 που υπέβαλε στην αρμόδια ΔΥΟ ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος. Οπότε ο εναγόμενος, εφόσον κατέχει και κάνει αποκλειστική χρήση αυτού, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το 50% που αντιστοιχεί στο ποσοστό συνιδιοκτησίας του στο εν λόγω ακίνητο, ήτοι το ποσό των 350,00 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα 34 μηνών από το μήνα Μάιο του 2015, έως το μήνα Φεβρουάριο του 2018. Επομένως, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για την ως άνω αιτία, συνολικά , το ποσό των 350,00 ευρώ χ 34 μήνες = 11.900,00 ευρώ με βάση τις περί κοινωνίας διατάξεις (άρθρα 786 επ.ΑΚ). Όσον αφορά στο κατάστημα που δεν είναι μισθωμένο το οποίο ο εναγόμενος ιδιοχρησιμοποιεί διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, αποκλείοντας, με τον τρόπο αυτό, στην πράξη, τη χρήση του ενάγοντος συγκοινωνού, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έχει κλειδιά του καταστήματος το όφελος συνίσταται στην μισθωτική αξία της μερίδας του ενάγοντος. Λαμβάνοντας δε υπόψη την περιοχή που βρίσκεται το κατάστημα, εντός της περιφέρειας και του σχεδίου του Δήμου Σπετσών στην ενορία του ………., του εμβαδού του 90 τ.μ που το καθιστά πρόσφορο για εμπορική χρήση και της καλής κατάστασης στην οποία βρίσκεται διότι έχουν γίνει εργασίες διαμόρφωσης και ανακαίνισης, καθώς επίσης και τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό και με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που επιβάλουν να μην υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της αποζημίωσης χρήσεως που θα καταβάλει ο κοινωνός που χρησιμοποιεί αποκλειστικά το κοινό ακίνητο και της τρέχουσας μισθωτικής του αξία, το Δικαστήριο κρίνει ότι η μισθωτική αξία αυτού, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους 2015 έως και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2018 ανέρχεται στο ποσό των 1.200 ευρώ μηνιαίως. Οπότε ο εναγόμενος, εφόσον κάνει αποκλειστική χρήση αυτού, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το 50% (που αντιστοιχεί στο ποσοστό συνιδιοκτησίας του στο εν λόγω ακίνητο) ήτοι το ποσό των 600,00 ευρώ μηνιαίως, το οποίο αποτελεί το όφελος που είχε αυτός από τη χρήση της μερίδας της ενάγουσας, για διάστημα 34 μηνών (από τον Μάιο του 2015, έως το μήνα Φεβρουάριο του 2018) και συνολικά το ποσό των 20.400,00 ευρώ (600 ευρώ χ 34 μήνες = 20.400,00 ευρώ) με βάση τις περί κοινωνίας διατάξεις (άρθρα 786 επ.ΑΚ). Επομένως, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για την ως άνω αιτία, συνολικά το ποσό των 32.300,00 ευρώ (11.900,00 + 20.400,00 ευρώ). Η ένσταση που υπέβαλε ο εκκαλών κατά το άρθρο 281 ΑΚ, ισχυριζόμενος ότι ο εφεσίβλητος άσκησε καταχρηστικά την κρινόμενη αγωγή γιατί αιτείται το ήμισυ της μισθωτικής αξίας του ενός καταστήματος, ποσού 25.500 ευρώ παρόλο που γνωρίζει ότι ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών δεν το έχει εκμισθώσει μετά την αποχώρηση της τελευταίας μισθώτριας, αποκρύπτοντας τις προσπάθειες που από κοινού κατέβαλαν να το πωλήσουν το κατάστημα σε υποψήφιο αγοραστή οι οποίες απέτυχαν ένεκα υπαιτιότητας του εναγομένου καθώς και ότι ο εναγόμενος – εφεσίβλητος δεν εμποδίζεται στη σύγχρηση του ακινήτου διότι ο ενάγων έχει τα κλειδιά του καταστήματος, τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα. Τούτο διότι τα παραπάνω αναφερόμενα προς θεμελίωση της ένστασης, περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων του εφεσιβλήτου, αφενός δεν στοιχειοθετείται μακροχρόνια αδράνεια του ενάγοντος – εφεσιβλήτου ως δικαιούχου, ούτε επικαλείται ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά τόσο του ενάγοντος, ικανές να διαμορφώσουν μία κατάσταση πραγμάτων υπέρ του και να δημιουργήσουν σε αυτόν την πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν θα ασκήσει το ένδικο δικαίωμά του. Επιπλέον, η επιδίωξη εκ μέρους του ενάγοντος καταβολής σε αυτόν, με την ένδικη αγωγή, αποζημίωσης χρήσης για το επίκοινο ακίνητο δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, δοθέντος ότι το όφελος δε του συγκοινωνού από την αποκλειστική χρήση της μερίδας της έτερου συγκοινωνού, συνίσταται στην, κατά το χρόνο της χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας αυτής, η οποία αποτελεί αποδοτέα ωφέλεια και συνεπώς ο ενάγων ενεργεί προς ικανοποίηση θεμιτού του συμφέροντος, με βάση τα μέσα προστασίας που της παρέχει ο νόμος, λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο εναγόμενος δεν επικαλείται πρόσθετες περιστάσεις, όπως απαιτείται, ώστε να προκύπτει ότι η ενάγων δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του ένδικου δικαιώματος της, ούτε είναι δυνατόν να διαγνωσθεί από το παρόν Δικαστήριο με βάση τα αναφερόμενα ότι συντρέχει προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος του ενάγοντος. Τα δε λοιπά επικαλούμενα περιστατικά περί μη παρεμπόδισης της χρήσης του καταστήματος από τον εναγόμενο άπτονται της ουσίας της υπόθεσης και δεν αποδείχθηκαν από κάποιο αποδεικτικό μέσο. Συνεπώς, πρέπει, η επίδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ως άνω ποσό των 32.300,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Το αίτημα του εκκαλούντος, κατ΄ επιτρεπτή εκτίμηση του περιεχομένου αυτού, περί διάταξης επανάληψης της συζήτησης κατ΄ αρθρο 254 ΚΠΟΛΔ για να προσέλθει και να εξεταστεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού η μάρτυρας του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος η οποία ήταν απούσα κατά την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας τυγχάνει απορριπτέο, διότι δεν κρίνεται ότι υπάρχουν κενά και αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 180 παρ.1, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος του εκκαλούντος, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του αναφερομένου στο διατακτικό, παραβόλου στον εκκαλούντα (κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 εδ ε΄ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση, κατ΄ αντιμωλία, των διαδίκων.
Δέχεται την από 19.4.2019 (αρ. εκ. κατ. …………../2019) έφεση κατά το τυπικό και κατά το ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 475/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγομένου.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την 1.3.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/2018 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα δυο χιλιάδων τριακοσίων εξακοσίων ευρώ (32.300,000 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου–εφεσίβλητου, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος του εναγομένου – εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των χιλίων (1.000,00 ) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση στον καταθέσαντα–εκκαλούντα του παραβόλου που κατέθεσε, ποσού 100 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Ιανουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ