Αριθμός 42/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α.ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας ……………….. ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας ………..της τελευταίας ………… ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία ………….. και της τελευταίας εταιρείας με την επωνυμία …………… ως ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …………… όπως προκύπτει η μεταβίβαση των απαιτήσεων στην εταιρεία …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Κωνσταντίνο Σιδηροφάγη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Α.ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. 2) ………. 3) …….. και 4) ………….., οι οποίοι άπαντες (1-4) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Γεώργιο Κωσταρέλλο.
Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία …………, κατόπιν μεταβολής της επωνυμίας της από ………….., που έχει έδρα τον …….., 2) ……….., τόσον ως ομόρρυθμος εταίρος της ως άνω ετερορρύθμου εταιρείας …………. καθώς και με την ιδιότητα της ως νομίμου κληρονόμου του αποβιώσαντος εγγυητή ……………, 3) ………….., υπό την ιδιότητά του ως νομίμου κληρονόμου του αποβιώσαντος εγγυητή …………, 4) …….. υπό την ιδιότητά του ως νομίμου κληρονόμου του αποβιώσαντος εγγυητή ……….. και 5) …………., υπό την ιδιότητά του ως κατά νόμον επ’ ωφελεία απογραφής κληρονόμου του αποβιώσαντος εγγυητή ……….., νομίμως εκπροσωπούμενου από τους α) ……….. και β) …………, οι οποίοι ασκούν τη γονική μέριμνα και έχουν την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου του αυτού ανηλίκου φυσικού τέκνου τους, οι οποίοι άπαντες (1-5) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Γεώργιο Κωσταρέλλο.
Β.ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: Ανώνυμης τραπεζιτικής εταιρείας με την επωνυμία ………….., ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζιτικής εταιρείας με την επωνυμία …………… η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Γ. ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμη Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων ……………… και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία …….. της τελευταίας …….. ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας …………. και της τελευταίας ……. ως ειδικής διαδόχου της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …………….η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Κωνσταντίνο Σιδηροφάγη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Γ. ΥΠΕΡ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Γ. ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………» κατόπιν μεταβολής της επωνυμίας της από «………», που έχει έδρα τον ……., 2) ………3) ……….., 4) ………, 5) ………. υπό την ιδιότητά του ως κατά νόμον επ’ ωφελεία απογραφής κληρονόμου του αποβιώσαντος εγγυητή ………., νομίμως εκπροσωπούμενου από τους α) . ……………… …. και β) ……….., ασκούντων τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους, οι οποίοι άπαντες (1-5) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Γεώργιο Κωσταρέλλο.
Η εταιρεία με την επωνυμία «………..» και οι ………. κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4421/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η υπό στοιχ Α ήδη εκκαλούσα με την από 6.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……../2019) έφεσή της και β) οι υπό στοιχ Β εκκαλούντες με την από 6.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……/2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2019) έφεσή τους. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 6η.2.2020, μετά δε από αναβολή η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 77/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, οι προκείμενες υποθέσεις επανασείχθησαν προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 18ης.3.2021, οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε εκ νέου κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23.3.2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 96/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, οι προκείμενες υποθέσεις επανεισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η υπό στοιχ Γ αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε την από 7.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 21η.5.2020 και δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 119/2020 Πράξης της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης τους Εφετείου Πειραιώς, Αγγελικής Κόφφα, Προέδρου Εφετών, η δικάσιμος της 18ης.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23.3.2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 96/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της υπό στοιχ Α εκκαλούσας-Γ αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων-Β εκκαλούντων-Γ καθ΄ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, αφού έλαβε το λογο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται για συζήτηση με την με αριθμό 97/2021 πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, η από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……./2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……./2019) έφεση, η από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……/2019 και αρ. εκ. κατ. εφετ. ……./2019) έφεση και η από 07.02.2020 ( αρ. εκθ. Κατ. ……./2020) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 6.2.2020, οπότε αναβλήθηκε η εκδίκαση για τη δικάσιμο της 21.5.2020, όποτε δεν συζητήθηκαν, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και επαναπροσδιορίστηκε η συζήτηση τους αυτεπάγγελτα για τη δικάσιμο της 18.3.2021, με την πράξη 77/2020 του Προέδρου Εφετών, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, οπότε δεν συζητήθηκαν λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και επαναπροσδιορίστηκε η συζήτηση τους αυτεπάγγελτα για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι : α) από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……../2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……../2019 ) έφεση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία << ……….>> κατά των ………… , β) από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……./2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……./2019) έφεση της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία Α <<………>>, ………. κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………>> και η γ) από 07.02.2020 (αρ. εκθ. Κατ. ……./2020) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<………….>> υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και της σχέσης τους ως κυρίου και παρεπόμενου, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων (άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ).
Από την υπ’ αριθμ. ……/7.3.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 6.2.2020 επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 21.5.2020, όποτε δεν συζητήθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και επαναπροσδιορίστηκε η συζήτηση τους αυτεπάγγελτα για τη δικάσιμο της 18.3.2021, με την με αριθμό πράξη 77/2020 του Προέδρου Εφετών, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, οπότε δεν συζητήθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και επαναπροσδιορίστηκε η συζήτηση τους αυτεπάγγελτα για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η εφεσίβλητη, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του σχετικού πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 αρ. 4 ΚΠολΔ).
Η υπό κρίση από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………../2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……../2019) έφεση κατά της με αριθμ. 4421/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, επί της από 13.11.2017 (με γεν. αριθμ. κατάθ. ………./2017) ανακοπής εναντίον της εφεσίβλητης, με αντικείμενο την ακύρωση της υπ’ αριθμ. …../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 6.2.2019, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης διετούς προθεσμίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης που έλαβε χώρα την 28.9.2018, δεδομένου ότι δεν προέκυψε , ούτε άλλωστε επικαλούνται ο διάδικοι επίδοση αυτής, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ), ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Επίσης παραδεκτά φέρεται για να συζητηθεί κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 533 παρ. 1 και 591 παρ.7 του ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως κατατέθηκε στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ (με αριθμό ………/2018) για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, προκειμένου να κριθεί, εάν η ένδικη έφεση είναι παραδεκτή, όπως απαιτεί το άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει προηγουμένως να εξετασθεί η ύπαρξη άμεσου εννόμου συμφέροντος της δεύτερης, τρίτου, τέταρτης και πέμπτου των εκκαλούντων (άρθρο 68 του ΚΠολΔ) να προσβάλουν την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως διαδικαστική προϋπόθεση ερευνώμενη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατ΄ άρθρο 73 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι τελευταίοι παραπονούνται κατά της υπ΄ αρ. 4421/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αν και με την εκκαλουμένη απόφαση η από 3.11.2017 (με γεν. αριθμ. κατάθ. ………/2017) ανακοπή έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν, ως προς δεύτερη των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων με την ιδιότητα της ως ομόρρυθμου εταίρου της πρώτης ανακόπτουσας ετερόρρυθμής εταιρείας και ως νόμιμου κληρονόμου του αποβιώσαντος εγγυητή ……. ………………, ως προς τον τρίτο των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων με την ιδιότητα του ως νόμιμου κληρονόμου του αποβιώσαντος εγγυητή ……. ……………… , ως προς την τέταρτη των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων με την ιδιότητα της ως νόμιμου κληρονόμου του αποβιώσαντος εγγυητή …. ……………… και ως προς την πέμπτη των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων με την ιδιότητα της ως νόμιμου κληρονόμου του αποβιώσαντος εγγυητή …….. και ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμ. …./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η από 18.10.2017 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι ανωτέρω ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………/2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……./2019) έφεση και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί και ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αριθμ. …../2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η από 18.10.2017 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ……/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κάθε μεταγενέστερη πράξη εκτέλεσης, κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτή (έφεση) αναφερόμενα.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ, «1. Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοι τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. 2. Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον». Από τις διατάξεις τούτες, σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 534,321,322,324 και 331 του αυτού Κώδικα, σαφώς προκύπτει ότι, κατά παρέκκλιση της αρχής κατά την οποία το δικαίωμα προς άσκηση εφέσεως έχει ο εν όλω ή εν μέρει ηττηθείς κατά την πρωτοβάθμια δίκη διάδικος, όμοιο δικαίωμα έχει και ο κατά την αυτήν δίκη νικήσας διάδικος, εάν εκ της αιτιολογίας της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δημιουργείται με βλάβη αυτού δεδικασμένο που αφορά σε έννομη σχέση, τουτέστιν σε έννομη συνέπεια αντλούμενη εκ της υπαγωγής διαπιστωμένων πραγματικών περιστατικών στους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου, εφόσον α) η δυσμενής στο αιτιολογικό διάγνωση ήταν αναγκαία προς στήριξη του ευνοϊκού για τον ανωτέρω διάδικο διατακτικού, β) το αποφανθέν Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να κρίνει ως προς τη σχέση αυτή και γ) το δυσμενές δεδικασμένο δύναται να αντιταχθεί (δεσμευτικώς) σε άλλη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ως προϋπόθεση του ζητήματος που θα κριθεί σε αυτή, τουτέστιν ως προδικαστικό ζήτημα, υπό τις προϋποθέσεις ορίζει το άρθρο 331 του ΚΠολΔ (Κ. Κεραμέως, Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967, παρ. 7 σελ. 153, του ιδίου, Αστικόν Δικονομικόν Δίκαιον, έκδ. 1986, σελ. 303 και 308 επ., ΕφΑθ 4950/1982, ΝοΒ 30, σελ.1095, πρβλ. επί αιτήσεως αναιρέσεως παρά νικήσαντος διαδίκου υπό ομοίες συνθήκες τις ΑΠ 474/1973 ΝοΒ 21, σελ. 1340, ΑΠ 725/1954 ΝοΒ 3, σελ. 23). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις και δη από τη διάταξη του άρθρου 322 παρ.1 εδ.α’ του ΚΠολΔ που ορίζει ότι το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, λαμβανομένης υπόψη και της ίδιας της φύσης του δεδικασμένου ως εξασφαλιστικού θεσμού των έννομων συνεπειών καθ’ εαυτές και ουχί ως αυθεντικού ερμηνευτή της έννομης τάξεως, ούτε ως αποδεικτικού μέσου, έπεται ότι το δεδικασμένο δεν εκτείνεται ούτε στη δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία του νόμου, ούτε στην αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, των στοιχειοθετούντων την ελάσσονα του δικανικού συλλογισμού πρόταση, ούτε στις διαπιστωθείσες νομικές προς θεμελίωση του δικανικού συλλογισμού καταστάσεις, όπως ο σπουδαίος λόγος ή η υπαιτιότητα, ή το εύλογο ή μη της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των συζύγων (βλ. και Δ.Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, παρ. 22, σελ. 262 και ΑΠ 303/1979 ΝοΒ 27, σελ. 1294). Τέλος οι διαλαμβανόμενες στην απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δυσμενείς για τον νικήσαντα, κατ`αποτέλεσμα, διάδικο αιτιολογίες, είτε είναι ασύμφορες, είτε δεν είναι ορθές νομικώς, είτε αντίκεινται στην αντικειμενική αλήθεια, δεν είναι ικανές να θεμελιώσουν έννομο συμφέρον του νικήσαντος διαδίκου προς άσκηση εφέσεως (βλ. Ν. Νίκα, Το έννομο συμφέρον κλπ., έκδ. 1981, σελ. 84) [βλ. για όλα τα ανωτέρω ΕφΘεσσαλ 1164/1988, Αρμ 1988, σελ. 703]. Εν κατακλείδι από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτή του άρθρου 532 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να έχει δικαίωμα έφεσης ο διάδικος που νίκησε, πρέπει να δικαιολογεί έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να επικαλείται στο δικόγραφο της έφεσης, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται από το διατακτικό και μόνο της εκκαλούμενης απόφασης και υπάρχει όταν από διάταξη του διατακτικού προκαλείται στον εκκαλούντα βλάβη, η οποία καταρχήν δεν συντρέχει, όταν η κατ’ αυτού αγωγή του αντιδίκου του απορρίφθηκε κατ’ ουσία, από δε τις εσφαλμένες αιτιολογίες της απόφασης γεννάται έννομο συμφέρον προς άσκηση εφέσεως, μόνο αν οι αιτιολογίες απολήγουν σε βλάβη του διαδίκου με αντίστοιχη σ’ αυτές διάταξη και μόνον αν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, το οποίο δεν δημιουργείται όταν οι αιτιολογίες εμπεριέχουν κρίση παραγωγικών του δικαιώματος προϋποθέσεων χωρίς εντέλει να γίνει δεκτό ότι συνέτρεξαν όλες οι προϋποθέσεις για τη γένεση δικαιώματος σε βάρος του νικήσαντος διαδίκου, η δε έλλειψη κάποιας από τις ανωτέρω νόμιμες διατυπώσεις έχει ως έννομη συνέπεια την κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα της έφεσης απόρριψης αυτής ως απαράδεκτης (ΕφΛαρ 600/2003, Δικογραφία 2004, σελ. 110).
Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, οι ανωτέρω εκκαλούντες δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση. Το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την σωρρευθείσα στο ως άνω δικόγραφο αίτηση αναστολής της εκτέλεσης ως ουσιαστικά αβάσιμη και περαιτέρω απέρριψε την ανακοπή ως προς την πρώτη ανακόπτουσα ως προς την εκτελεστική διαδικασία και περαιτέρω απέρριψε την ανακοπή ως προς την πρώτη ανακόπτουσα ως προς τους πρώτο, δεύτερο, τρίτιο , τέταρτο έβδομο και όγδοο λόγους της και ανέστειλε την εκδίκαση της κρινόμενης ανακοπής ως προς την πρώτη ανακόπτουσα ως προς τους πέμπτο και έκτο λόγους της εωσότου περατωθεί η δίκη που άνοιξε με την από 3.10.2017 με αριθμό έκθεση κατάθεσης ………../04.10.2017, δεν έχει καμία δυσμενή επίδραση στις έννομες σχέσεις των ανωτέρω εκκαλούντων, ώστε να δικαιολογείται έννομο συμφέρον για άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως, αφού από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης δεν δημιουργείται δεδικασμένο, ενώ η μοναδική έννομη συνέπεια, η απορρέουσα από την προσβαλλομένη, είναι η και από τους ίδιους τους εκκαλούντες επιδιωκόμενη ακύρωση ως προς δεύτερη, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων της προσβαλλόμενης με αριθμ. …../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της από 18.10.2017 επιταγής προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατόπιν τούτων, εφόσον οι ανωτέρω εκκαλούντες δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρα 68, 73, 516 και 532 του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας δεν επιβάλλονται σε βάρος των ανωτέρω εκκαλούντων, ελλείψει σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης, (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) και περαιτέρω πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που προκαταβλήθηκε για την έφεση αυτή κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς, για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 266/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 31/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 142/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 239/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαμ 140/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.), η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο Εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο (βλ. σχετ. ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π.). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως, που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου, που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη, κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο, που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς, όμως, να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά την απουσία του, από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΕφΘεσ 78/2017, Αρμ. 2017/1156, ΕφΠειρ 111/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1250/2009, ΕλΔ 2012/790), λόγω της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας και, συνεπώς, για τους ομοδίκους, που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 192/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1332/2011, ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 Δημ. Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός, που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑθ 252/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης” (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 εδ. β` ΚΠολΔ (που εφαρμόζεται και στη διαδικασία στη δευτεροβάθμια δίκη κατ` άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου κώδικα), σε περίπτωση ασκήσεως πρόσθετης παρέμβασης, αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση λάβει κανονικά μέρος στη δίκη, τότε, αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το Δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του, μεταξύ εκείνου, που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση (ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση μετά την άσκηση της ένδικης έφεσης και πριν από τη συζήτηση αυτής, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η Εταιρία με την επωνυμία <<………>>, που εδρεύει στην Αθήνα με αριθμό ΓΕΜΗ ………. και έχει νομίμως αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. 241/10/31.7.2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου και συγκεκριμένα ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015, ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και της Πράξης …/19-05-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχει τροποποιηθεί με την Πράξη …../8-1-2019 της ιδίας Επιτροπής, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο ……. Ιρλανδίας εταιρείας, με την επωνυμία «………..», με καταχωρημένη έδρα της στη διεύθυνση ………, ως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 16.11.2018 σύμβασης διαχείρισης και του με αριθμό ………/20.11.2018 ειδικού πληρεξουσίου, της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία <<………>> με έδρα το …… οδός ………, νομίμως καταχωρημένης με αριθμό …. δυνάμει της από 16.10.2018 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων που υπεγράφη μεταξύ τους, όπως αυτή καταχωρήθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου …../29.10.2018, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 νόμου 4354/2015 σε συνδυασμό με άρθρο 3 ν. 2844/200, της εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρεία με την επωνυμία <<………….>>, η οποία εδρεύει στην Αθήνα ……… ), με αριθμό ΓΕΜΗ ……., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, όπως καταχωρήθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/23.3,2018 (τόμος … /αύξ. Αρ ………..), σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 νόμου 4354/2015 σε συνδυασμό με άρθρο 3 ν. 2844/200, από το οποίο προκύπτει η μεταβίβαση των απαιτήσεων εκ της υπ΄ αριθμό ……/87 σύμβασης με ανοικτό αλληλοχτρεο λογαριασμό στην εταιρεία με τη επωνυμία <<………..>> κατέθεσε, στις 12-03-2021, το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 07.02.2020 με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………/2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …….. /2020, εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία με την επωνυμία <<………. >>, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και κατά των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, η οποία επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία (βλ. τη με αριθμό ………/13.3.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά ………..), επικαλούμενη, ως έννομο συμφέρον της, το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ), ως ειδικής διαδόχου της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, εφεσίβλητης, καθώς στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και η ένδικη απαίτηση της τελευταίας (εφεσίβλητης), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό ……/2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα, μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία και πρέπει να συνεκδικασθεί με την κρινόμενη έφεση, γιατί διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της ανακοπής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη, που ανοίχθηκε με το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1426/2013 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 412/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π, ΜονΕφΠατρ 142/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4499/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4355/2002, ΕλλΔ/νη 2004/206). Ωστόσο, κατά την ακολουθήσασα συζήτηση της κρινόμενης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης της προσθέτως παρεμβαίνουσας, υπέρ της εφεσιβλήτου – καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και κατά των εκκαλούντων–ανακοπτόντων, παρέστησαν μόνον η παρεμβαίνουσα και οι καθ’ ων η παρέμβαση, ενώ δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η υπερ ης η παρέμβαση – εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά της στο πινάκιο, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η οποία προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως, με την υπ’ αριθμ. 97/2021 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, καθόσον κατά μετ΄ αναβολή ορισθείσα δικάσιμο της της 21.5.2020, όποτε δεν συζητήθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και επαναπροσδιορίστηκε η συζήτηση τους αυτεπάγγελτα για τη δικάσιμο της 18.3.2021, με την πράξη 77/2020 του Προέδρου Εφετών, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, οπότε δεν συζητήθηκαν λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και επαναπροσδιορίστηκε η συζήτηση τους αυτεπάγγελτα για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατόπιν τούτων, εφόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, έγινε με πρωτοβουλία του Γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (πρβλ. ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 412/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 336/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 322/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ), παρά την απουσία της εφεσίβλητης – υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση, λόγω της σχέσεως επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, που δημιουργείται μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, η συζήτηση της έφεσης θα χωρήσει ως να ήταν και αυτή παρούσα, αφού αυτή θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα (άρθρο 274 παρ. 2 περ. β΄, 524 παρ. 1, 83 και 76 παρ. 1 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 614/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 412/2021 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π.).
Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι – καθ’ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, με την υπό κρίση από 13.11.2017 (γεν. Αριθμ. Κατάθ. …………/2017) ανακοπή που άσκησαν εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό ……./2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 112.852 ευρώ και η από 18.10.2017 επιταγή προς πληρωμής που είχε τεθεί κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ………/2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επί της ως άνω ανακοπής, μετά από συζήτηση, που έγινε στις 02.02.2018 αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμ. 4421/2018 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε την ανακοπή, κατά την εφαρμοζόμενη, αυτεπαγγέλτως, ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους [άρθρα 591 παρ. 1 στοιχ. α΄, 2, 632 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 και 19 παρ. 4 του ν. 4055/2012 και πριν την εκ νέου τροποποίησή του με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 9 παρ. 2 του ν. 4335/2015, λόγω της άσκησής της μετά την 2-4-2012 -άρθρο 113 Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος ΦΕΚ Α 51/12.3.2012 από 2 Απριλίου 2012- (βλ. σχετ. Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 4η έκδ. 2019, σελ. 313 επ.) και πριν την 01-01-2016, 643, 635 επ. ΚΠολΔ] έκρινε την ανακοπή τυπικά δεκτή, διότι δέχθηκε ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) απέρριψε την σωρρευθείσα στο ως άνω δικόγραφο αίτηση αναστολής της εκτέλεσης ως ουσιαστικά αβάσιμη και καταδίκασε τους αιτούντες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης, δέχθηκε την ως άνω ανακοπή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν ως προς δεύτερη, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο ανακόπτοντες και ακύρωσε την προσβαλλόμενη με αριθμ. ……./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την από 18.10.2017 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, απέρριψε την ανακοπή ως προς την πρώτη ανακόπτουσα ως προς την εκτελεστική διαδικασία , απέρριψε την ανακοπή ως προς την πρώτη ανακόπτουσα ως προς τους πρώτο, δεύτερο, τρίτιο , τέταρτο έβδομο και όγδοο λόγους της , ανέστειλε την εκδίκαση της κρινόμενης ανακοπής, ως προς την πρώτη ανακόπτουσα ως προς τους πέμπτο και έκτο λόγους της, εωσότου περατωθεί η δίκη που άνοιξε με την από 3.10.2017 με αριθμό έκθεση κατάθεσης ……./04.10.2017, συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως η εκκαλούσα της 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………/2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……../2019) κατά το μέρος που είναι ηττηθείσα διάδικος, παραπονείται με την ως άνω έφεσή της για τους αναφερόμενους ειδικότερα σε αυτήν λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της δεκτή η υπό κρίση ανακοπή, να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η από 18.10.2017 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ………/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, προκύπτει ότι, μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφ` ετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η απαίτηση να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, δηλαδή να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής, παρά την έλλειψη της πιο πάνω προϋπόθεσης, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ, αφού λόγους ανακοπής μπορεί να αποτελέσουν όλες οι ενστάσεις, που καταλύουν τόσο τον τίτλο, όσο και το δικαίωμα του δανειστή, που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, και ειδικότερα οι ενστάσεις, που αναφέρονται στην έλλειψη προϋποθέσεων, που τίθενται από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και όσες αναφέρονται στη μη ισχύ του δικαιώματος, που επικαλείται ο δανειστής και βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, εάν δε οι ενστάσεις δεν είναι ορισμένες, η ανακοπή απορρίπτεται λόγω ακυρότητας του δικογράφου της (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος). Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015), να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋποθέσεως, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015). Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 (γ), (δ) ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων, που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρ. 631 και 904 παρ. 1ε ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σε αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο, που αυτή απλώς να εξατομικεύεται, και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών, που την συγκροτούν. Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, όταν από τον τίτλο προκύπτει αυτή κατά ποσόν και ποιόν. Εκκαθαρισμένη, επίσης, είναι η χρηματική απαίτηση και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019). Ενόψει αυτών, το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, συμβατικών και υπερημερίας, δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορεί να εξαχθεί και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα. Από την παράλειψη ενός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 630 ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος ακυρότητας της διαταγής πληρωμής, πλην όμως, αυτή δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αφού ο νόμος δεν ορίζει τούτο, αλλά θεμελιώνεται λόγος ανακοπής με βάση τον οποίο θα κριθεί η προβαλλόμενη ακυρότητα της διαταγής (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1202/2018 ΕΦ. ΠΕΙΡ. 374/2021, νομολογία Εφετείου Πειραιά.
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96 § 2, 104, 143 § 1, 544 § 4 ΚΠολΔ και 211, 219 και 238 ΑΚ προκύπτει ότι ο διάδικος, για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε ως δικηγόρος πρόσωπο στερούμενο της τυπικής δικαστικής πληρεξουσιότητας, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις τούτου, η έγκριση δε αυτή μπορεί να γίνει και σιωπηρώς (ΑΠ 835/2010, Δνη 2011/791 = ΝοΒ 2011/712). Τέτοια έγκριση συνάγεται ιδίως από τη νομότυπη παράσταση του διαδίκου σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και από την εκ μέρους του εξ αυτής συναγόμενη παραδοχή των μέχρι τότε διαδικαστικών πράξεων ως ισχυρών (ΕφΑθ. 836/1996, Δνη 37/1667). Έτσι, σε περίπτωση αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής, ναι μεν η χωρίς πληρεξουσιότητα υποβολή της έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολΔ, την ακυρότητα της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε, που προβάλλεται με λόγο ανακοπής κατ’ αυτής (ΕφΑθ. 6400/1996, ΕΕμπΔ 1998/969, Στ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 2016, σελ. 50, Χ. Παπαδάκης, Διαταγή πληρωμής. Θεωρία και Πράξη, 2012, 17, αρ. 5, σελ. 95), όμως ο διάδικος μπορεί να εγκρίνει σύμφωνα με τα παραπάνω την πράξη της υποβολής της αίτησης που προηγήθηκε, με τη νομότυπη πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο που παρίσταται για λογαριασμό του στη δίκη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής (Εφ. Λαρ. 164/2001, Δικογραφία 2002/95, ΕφΑθ. 8786.1979, ΝοΒ 1980/1176, Ν. Τριάντος, Διαταγή πληρωμής, πιστωτικοί τίτλοι και διαταγή απόδοσης μισθίου, 2016, αρ. 125, σελ. 48) ή στη δίκη που ανοίγεται στα πλαίσια της διαδικασίας για την αναγκαστική εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, εφόσον βέβαια αυτή δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (ΑΠ 337/2006, Δνη 2006/779 = ΧρΙΔ 2007/237, ΑΠ 382/2002, Δνη 2003/438, βλ. και Π. Αρβανιτάκη, Η Διαταγή Πληρωμής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2012, σελ. 454 – 455). Μάλιστα, η έγκριση αυτή μπορεί να γίνει και μετά την πρόταση της ακυρότητας για έλλειψη πληρεξουσιότητας, εφόσον για την ακυρότητα αυτή δεν έχει εκδοθεί κατά το χρόνο της έγκρισης τελεσίδικη απόφαση (Ε. Τσαρούχη, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [7], αρ. 92, σελ. 251) και, επομένως, και στην κατ’ έφεση δίκη, με το διορισμό ως δικηγόρου είτε εκείνου που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είτε και άλλου, καθόσον η έγκριση αφορά τις πράξεις που ενεργήθηκαν και όχι το πρόσωπο που τις ενήργησε (ΑΠ 602/2004, Δνη 2006/177 = ΧρΙΔ 2004/901, Εφ. Πειρ. 425/2021, νομολογία Εφετείου Πειραιά, ΕφΑιγ. 161/2011, Δνη 2012/215, Δ. Γιακουμής/Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.] Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 104, αρ. 8, σελ. 356).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94, 96, 104 και 105 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, εκτός από τα ειρηνοδικεία, τα μονομελή πρωτοδικεία κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και προς αποτροπή επικειμένου κινδύνου, να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, του οποίου ο διορισμός γίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο διορισμός και με ιδιωτικό έγγραφο κατά το άρθρο 96 παρ. 3 του ΚΠοΔ, όπως ενώπιον των ειρηνοδικείων και ενώπιον των άλλων δικαστηρίων κατά τις ειδικές διαδικασίες των εργατικών διαφορών και της εκούσιας δικαιοδοσίας. Σε περίπτωση μη τηρήσεως του ως άνω τύπου της δικαστικής πληρεξουσιότητας θεωρείται ότι αυτή δεν υπάρχει, ούτε είναι δυνατό να γίνει λόγος για απόδειξή της με άλλο αποδεικτικό μέσο ή από τη μη ειδική αμφισβήτησή της από τον αντίδικο. Επίσης, όταν δεν υπάρχει η εν λόγω απαιτούμενη πληρεξουσιότητα, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Εξάλλου, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη της πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβαση της και αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης αυτής και να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινώς. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν, κατά τα ως άνω, εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της εν λόγω ελλείψεως. Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη αυτή ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε σχετικώς, ενώ σε περίπτωση μη συμπληρώσεως της ελλείψεως, μέσα στην ορισθείσα προθεσμία, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης (βλ. ΑΠ 1473/2009 ΕφΑΔ 2009 1365, ΑΠ 54/2008 ΕφΑΔ 2008 570, ΑΠ 1509/2004 ΕΕΝ 2005 526, ΕφΠατρ 480/2010 ΑχαΝομ 2010 363). Σημειωτέον ότι ο διάδικος για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε ως πληρεξούσιος δικηγόρος πρόσωπο που δεν είχε σχετική πληρεξουσιότητα δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις του εν λόγω δικηγόρου (βλ. ΑΠ 835/2010 ΕφΑΔ 2010 1223). Ακόμη, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΠολΔ που αποτελούν δημόσιο δίκαιο, ρυθμίζεται ειδικότερα σε σχέση με το άρθρο 11 του ΑΚ ο τύπος της μονομερούς δικαιοπραξίας της πληρεξουσιότητας, όταν αυτή παρέχεται για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και την παράσταση στο ακροατήριο ενώπιον των ημεδαπών δικαστηρίων. Μάλιστα, η παροχή τέτοιας πληρεξουσιότητας συνιστά, πέραν του ουσιαστικού δικαίου, διαδικαστική πράξη του δικονομικού δικαίου υποβαλλόμενη στον οριζόμενο από την εσωτερική έννομη τάξη (συστατικό) τύπο, χωρίς διάκριση αν παρέχεται με δικαιοπραξία στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή. Επιλέγεται έτσι από το νόμο αποκλειστικώς ως κατάλληλο για τη ρύθμιση αυτή το δίκαιο του τόπου όπου οι διαδικαστικές πράξεις επιχειρούνται, κατ’ ειδική ρύθμιση σε σχέση με το άρθρο 11 του ΑΚ, το οποίο ως προς τον τύπο της δικαιοπραξίας δέχεται το ως άνω δίκαιο διαζευκτικώς εφαρμοζόμενο με τα αναφερόμενα εκεί άλλα δίκαια (βλ. ΑΠ 909/2004 ΕλλΔνη 2005 1684, ΑΠ 292/2002 Δ 2002 1295). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο δικαστήριο με τα φυσικά πρόσωπα, που τα εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό ή τη συστατική ή την ιδρυτική πράξη τους. Η αντιπροσωπευτική εξουσία του φυσικού προσώπου, που εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, η οποία ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΠολΔ. Έτσι, η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται στο δικαστήριο από το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικώς, εκτός αν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 2190/1920, το οποίο ρυθμίζει την ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο αποκλειστικώς των ανώνυμων εταιριών που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα.
Με το δεύτερο λόγο της από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………./2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ………./2019) η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η καθ΄ης παραστάθηκε δια της συνηγόρου ……., όπως προκύπτει από τα ταυταριθμά με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αυτού, χωρίς να προσκομίσει ειδικό πληρεξούσιο με το οποίο η καθ΄ης της παρείχε την ειδική πληρεξουσιότητα για την εκπροσώπηση της για τη συζήτηση της ανακοπής, έτσι, κατά τους ισχυρισμούς της, τυγχάνουν άκυρες όλες οι διενεργηθείσες από αυτήν διαδικαστικές πράξεις που αφορούν την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συζήτηση της ανωτέρω ανακοπής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γεγονός για το οποίο αν και οι ανακόπτοντες υπέβαλαν σχετική ένσταση έλλειψης πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο προέβη στην εκδίκαση της υπόθεσης αντιμωλία των διαδίκων, αντί να δικάσει την υπόθεση ερήμην της καθ΄ης. Με το περιεχόμενο αυτό ο ανωτέρω λόγος αλυσιτελώς προβάλλεται διότι όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση η καθ΄ης προσκόμισε, κατ΄ άρθρο 227 ΚπολΔ, το με αριθμό …………/17.04.32018 ειδικό πληρεξούσιο, με το οποίο αυτή παρείχε στην πληρεξούσια δικηγόρο της ……….. την ειδική πληρεξουσιότητα για την εκπροσώπησή της κατά τη συζήτηση της ανακοπής, μετά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με το οποίο παρείχε την πληρεξουσιότητα στην προαναφερθείσα δικηγόρο για να εκπροσωπήσει ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ενέκρινε μεταγενεστέρως τις πράξεις της εν λόγω δικηγόρου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – ανακόπτουσας που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Με τον τρίτο λόγο της από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……../2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ………/2019) έφεσης η πρώτη ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση διότι απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής με τον οποίο η πληρεξουσία δικηγόρος της καθ΄ης η ανακοπή ………… η οποία αιτήθηκε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής δεν διέθετε την απαιτούμενη προς τούτο πληρεξουσιότητα, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα είχε κάνει δεκτό ως νόμιμο και βάσιμο κατ΄ ουσιαν . Με αυτό το περιεχόμενο ο σχετικός λόγος έφεσης είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 96 και 118 ΚΠΟΛΔ και πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμά με την εκκαλουμένη απόφαση απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αυτού η καθ΄ης παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της ανακοπής δια της συνηγόρου …………, δυνάμει του με αριθμό ……/17.04.32018 ειδικού πληρεξουσίου της καθ’ ης και ήδη εφεσίβλητης- εκκαλούσας, με το οποίο αυτή παρείχε στην πληρεξούσια δικηγόρο της ……., την ειδική πληρεξουσιότητα για την εκπροσώπησή της κατά τη συζήτηση της ανακοπής, μετά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ενώ ρητά εγκρίνεται εκ μέρους της και οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη είχε προηγηθεί (όπως η υποβολή της αιτήσεως από τη δικηγόρο Αθηνών που προκάλεσε την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής). Με τη ρητή αυτή έγκριση ιάθηκε εκ των υστέρων κάθε ακυρότητα που είχε τυχόν εμφιλοχωρήσει κατά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, ακόμα και αν αφορούσε στο πρόσωπο δικηγόρου άλλης από αυτήν στην οποία παρασχέθηκε η ειδική πληρεξουσιότητα. Το ίδιο μάλιστα (θεραπευτικό της ακυρότητας) αποτέλεσμα θα επέφερε και μόνη η παράσταση της δικηγόρου …………. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμα και αν δεν της είχε παρασχεθεί ρητή πληρεξουσιότητα, διότι η παράσταση της καθ’ ης με πληρεξούσιο δικηγόρο, προς υπεράσπιση του αμφισβητούμενου κύρους της εκτελέσεως που επέσπευσε δυνάμει διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε κατ’ αποδοχή αιτήσεως υποβληθείσας άνευ πληρεξουσιότητας, αρκεί για την έγκριση των προγενέστερων διαδικαστικών ενεργειών που έλαβαν χώρα, έστω και αν η έγκριση δίδεται σε χρόνο μεταγενέστερο της πρότασης της ακυρότητας. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο ανωτέρω λόγος της ως άνω έφεσης ως αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – ανακόπτουσας που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά την έννοια του άρθρου 222 του Π.Κ, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, με προστατευόμενο αντικείμενο το έγγραφο, ως μέσο αποδεικτικό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ` του Π.Κ, της δυνατότητας αποδεικτικής χρήσης του εγγράφου, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο, να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό της βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι απλώς διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε ηθική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Απαιτείται δε υπερχειλής, άμεσος δόλος, που ενέχει τη γνώση του δράστη ότι δεν είναι κύριος ή αποκλειστικά κύριος του εγγράφου και τη θέληση απόκτησης κ.λπ. τούτου. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, απόκρυψη λογίζεται κάθε πράξη ή παράλειψη από την οποία ο δικαιούχος στερείται διαρκώς ή πρόσκαιρα νοείται η εξαφάνισή του, ώστε το έγγραφο να μην δύναται να παράσχει ούτε άμεση, ούτε έμμεση απόδειξη. Ενεργητικό υποκείμενο είναι κάθε τρίτο πρόσωπο, που δεν είναι κύριος του εγγράφου, ιδιώτης ή και υπάλληλος. (Ά.Π. 293/2015 , Νόμος) .
Όπως από το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, θεωρείται τετελεσμένη η απάτη επί δικαστηρίου, όταν -δια της εν γνώσει υποβολής ψευδών ισχυρισμών, επικλήσεως και προσκομίσεως πλαστών ή ανακριβών αποδεικτικών στοιχείων- εκδίδεται από το πολιτικό δικαστήριο οριστική απόφαση και γίνονται δεκτά τα προβαλλόμενα και συνιστώντα το περιεχόμενο του ισχυρισμού του δράστη της απάτης σε βάρος του αντιδίκου του, εφόσον πείσθηκε το δικαστήριο για την αλήθεια αυτή των ισχυρισμών με ψευδή αποδεικτικά στοιχεία και με την εκδοθείσα οριστική απόφαση επήλθε βλάβη στον διάδικο, που είναι αντίδικος του δράστη. Η πράξη της απάτης στο δικαστήριο είναι δυνατό να τελεσθεί και με την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση πλαστά ή ψευδή κατά περιεχόμενο αξιόγραφα ή άλλα ιδιωτικά έγγραφα, που περιέχουν δικαιοπρακτική δήλωση ή μαρτυρία αυτών, που το υπογράφουν, για ενσωματούμενη σε τέτοια έγγραφα χρηματική απαίτηση, όπως είναι η πράξη εγγύησης για την καταβολή οφειλής δανείου τρίτου προς Τράπεζα, από την οποία ο εγγυητής είχε ελευθερωθεί λόγω καταβολής, αλλά ο δικαστής, που επιλήφθηκε της αιτήσεως, παραπλανήθηκε από τα προσκομισθέντα από την αιτούσα Τράπεζα έγγραφα και εξέδωσε, βλαπτική για τα συμφέροντα του καθού η αίτηση, διαταγή πληρωμής, εξ αιτίας της οποίας επέρχεται βλάβη στην περιουσία του ή και απειλή κατά της περιουσίας, όταν αυτή δημιουργεί χειροτέρευση της παρούσας περιουσιακής καταστάσεως του αντιδίκου του δράστη, δεδομένου ότι αποτελεί κατά τα άρθρα 631 και 904 ΚΠΟΛΔ τίτλο εκτελεστό (ΑΠ 626/2010, ΑΠ 1626/2008). Περαιτέρω, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 297, 298 και 914 Α.Κ αποτελεί και η απάτη ενώπιον του δικαστηρίου δια της επικλήσεως και χρήσεως, εν γνώσει, νοθευμένων ή ανακριβών κατά περιεχόμενο αποδεικτικών εγγράφων, εξ αιτίας της οποίας το δικαστήριο παραπλανήθηκε και εξέδωσε απόφαση υπέρ του δράστη της απάτης και σε βάρος της περιουσίας τρίτου προσώπου, το οποίο και ζημιώνεται (ΑΠ 991/2010). Πέραν τούτων, σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΠολΔ οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις. Η διάταξη αυτή που αποσκοπεί στον περιορισμό της καταχρήσεως των δικονομικών δυνατοτήτων επιβάλλει στο διάδικο την τήρηση, κατά τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως. Επίσης, καθιερώνει ως γνήσια υποχρέωση (και όχι απλώς ως δικονομικό βάρος) την τήρηση του καθήκοντος αληθείας. Τούτο απαγορεύει στα ανωτέρω πρόσωπα να προβάλλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων γνωρίζουν, και αφετέρου να αμφισβητούν πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου, καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς. Δηλαδή, η παράβαση του καθήκοντος αυτού προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος. Περαιτέρω, η παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν πληροί και τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της απάτης, συνεπάγεται και υποχρέωση προς αποζημίωση του αντιδίκου (άρθρα 914, 919 Α.Κ) αν δεν αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση που τελικά εκδόθηκε, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν η αγωγή που ασκήθηκε κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στην περίπτωση αυτή, όποιος βλάφτηκε από την παράβαση του καθήκοντος αληθείας του αντιδίκου του, μπορεί να αξιώσει από τον παραβάτη αποζημίωση για περιουσιακή ζημία που έπαθε (επί πλέον εκείνης που καλύφθηκε από τη δικαστική δαπάνη), εφόσον η ζημιά του τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράβαση, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του και γενικά για ηθική βλάβη, αφού μία τέτοια αγωγή (για αποζημίωση ή ηθική βλάβη) δεν αντιμάχεται το ουσιαστικό δεδικασμένο, αλλά συμπορεύεται μ’ αυτό. (Α.Π 364/2019) .
Με τον τέταρτο λόγο της από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……/2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ………./2019) έφεσης η πρώτη ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση διότι απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής με τον οποίο ζητούσε την ακύρωση της με αριθμό ………/2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προϊόν απάτης και υπεξαγωγής εγγράφων , ενώ αν είχε ορθά ερμηνεύσει και εφαρμόσει το νόμο θα είχε ακυρώσει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι η καθ΄ης απέκρυψε από τον εκδόσαντα την διαταγή πληρωμής Δικαστή το γεγονός ότι οι ανακόπτοντες είχαν αποστείλει στην καθ΄ ης την από 13.6.2017 εξώδικη απάντηση–δήλωση–πρόσκληση την οποία της επέδωσαν νομίμως την 14.6.2017 με συνημμένα την από 25.5.2017 εξουσιοδότηση προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, το σχετικό πιστοποιητικό του ΓΕΜΗ για την πρώτη ανακόπτουσα, περί τροποποίησης του καταστατικού ομόρρυθμής εταιρείας και μετατροπής της εταιρείας σε ετερόρρυθμη με την οποία αρνήθηκαν και απέκρουσαν την από 9.5.2017 εξώδική καταγγελία με την οποία η καθ΄ ης κατήγγειλε το δάνειο και προέβη στο κλείσιμο του λογαριασμού την 15.2.2017 με συνολική οφειλή ποσού 113.445,3 ευρώ, διότι κάθε απαίτηση από την σύμβαση δανείου παραγράφηκε την 31.12.2016 και συνεπώς παραγράφηκε κάθε απαίτηση από τον κατ΄ αυτήν χαρακτηριζόμενο αλληλόχρεο λογαριασμό και συνεπώς το κλείσιμο του λογαριασμού ουδεμία επιρροή θα μπορούσε να έχει αφού αφορά ήδη παραγραφείσα πριν το κλείσιμο του απαίτηση. Επικουρικά ισχυρίστηκαν ότι η ανωτέρω καταγγελία είναι άκυρη ως ανομιμοποίητη διότι δεν συνοδεύονταν από ειδική εξουσιοδότηση της καθ΄ ης προς την υπογράφουσα αυτήν δικηγόρο, αν και ήταν υποχρεωμένη να την επισυνάψει σε αυτήν κατ΄ άρθρο 226 Α.Κ και τέλος δήλωσαν ότι σε κάθε περίπτωση ο λεγόμενος κώδικας δεοντολογίας του Ν. 42256/2013 και ο ορισμός ως μη συνεργάσιμου δανειολήπτη είναι ψευδής και συκοφαντικός, καθόσον ο εν λόγω κώδικας δεν ψηφίστηκε με αυξημένη πλειοψηφία, αντιβαίνει στο άρθρο 4 του Συντάγματος και στη διάταξη του άρθρου 372 Α.Κ, σύμφωνα με την οποία <<σύμβαση στην οποία ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στην απόλυτη κρίση ενός από τους συμβαλλόμενους είναι άκυρη>>. Περαιτέρω οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η καθ΄ ης εξαπάτησε τον Δικαστή προκειμένου να εκδώσει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής διότι προσκόμισε με την αίτηση της την με αριθμό λογαριασμού …………. κάρτα κίνησης αλληλόχρεου λογαριασμού ισχυριζόμενη ότι κλείστηκε με κατάλοιπο 83.792 ευρώ στο οποίο συμπεριέλαβε ποσό 45.639,88 ευρώ το οποίο αφορούσε μη λογιστικοποιημένους τόκους οι οποίοι κατά νόμο δεν συμπεριλαμβάνονται στο αιτούμενο προς έκδοση διαταγής πληρωμής ποσό αν και το ποσό του κλεισίματος του λογαριασμού αυτού ήταν 38.152,232 ευρώ, προσκόμισε την με αριθμό ……….. κάρτα κίνησης αλληλόχρεου λογαριασμού με κατάλοιπό 9.487.19 ευρώ στο οποίο έχει συμπεριλάβει μη λογιστικοποιημένους τόκους και έχουν χρεωθεί παρανόμως, προσκόμισε την με αριθμό λογαριασμού ………… κάρτα κίνησης αλληλόχρεου λογαριασμού με κατάλοιπό 13.705,93 ευρώ το οποίο αφορά μη λογιστικοποιήμενους τόκους και έχουν χρεωθεί παρανόμως, την με αριθμό …….. καρτέλα κίνησης αλληλόχρεου λογαριασμού με κατάλοιπό 27.266,10 ευρώ το οποίο αφορούσε μη λογιστικοποιημένους τόκους το οποίο έχει χρεωθεί παρανόμως. Περαιτέρω οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι προϊόν υπεξαγωγής εγγράφων διότι αν και με την προαναφερόμενη εξώδικη δήλωση προσκάλεσαν την καθ΄ ης εντός δέκα εργάσιμων ημερών κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 3869/2010 να χορηγήσει στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους επίσημο αντίγραφο της με αριθμό ……./17.06.2013 σύμβασης ανοικτού επιχειρηματικού δανείου, πλήρη σειρά αναλυτικών καρτέλων όλων των λογαριασμών που λειτούργησαν για την εξυπηρέτηση της πίστωσης με αναγραφή χρεωπιστώσεων και τόκων δεδουλευμένων και χρεωλυσιών, αναλυτική καρτέλα λογαριασμού εξυπηρέτησης της πίστωσης σε ευρώ από την αρχή της σύμβασης, κατάσταση των επιτοκίων που εκτοκίστηκε ο δανειακός λογαριασμός, αναλυτική κατάσταση εξόδων της συγκεκριμένης σύμβασης. Η καθ΄ης αρνήθηκε σιωπηρά να τα χορηγήσει προς βλάβη των δικαιωμάτων τους, ώστε να μην μπορούν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους στο δικαστήριο. Με το περιεχόμενο αυτό ο ανωτέρω λόγος ανακοπής τυγχάνει προεχόντως απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν την πληρούν την αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων της ως προϊόν απάτης και υπεξαγωγής εγγράφων. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα και νυν εκκαλούσα δεν ισχυρίζεται ότι η καθ΄ης υπέβαλε αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση πλαστά ή ψευδή κατά περιεχόμενο αξιόγραφα ή άλλα ιδιωτικά έγγραφα, που περιέχουν δικαιοπρακτική δήλωση ή μαρτυρία αυτών, που το υπογράφουν, για ενσωματούμενη σε τέτοια έγγραφα χρηματική απαίτηση, ούτε ότι επικαλέστηκε και χρησιμοποίησε εν γνώσει της, νοθευμένα ή ανακριβή κατά περιεχόμενο αποδεικτικών εγγράφων, εξ αιτίας της οποίας το δικαστήριο παραπλανήθηκε και εξέδωσε απόφαση υπέρ του δράστη της απάτης και σε βάρος της περιουσίας τρίτου προσώπου, το οποίο και ζημιώνεται (ΑΠ 991/2010). Επίσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος ως προς το επικαλούμενο αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφων διότι η επικαλούμενη άρνηση χορήγησης εκ μέρους της Τράπεζας των αιτούμενων από τους ανακόπτοντες εγγράφων δεν καθιστά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής προϊόν του ποινικού αδικήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, εξάλλου η ανακόπτουσα δεν επικαλείται ότι η καθ΄ης απέκρυψε ή κατέστρεψε τα απαιτούμενα έγγραφα που υποχρεούτο να προσκομίσει για έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – ανακόπτουσας που διαλαμβάνονται στον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφ` ετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η απαίτηση να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, δηλαδή να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής, παρά την έλλειψη της πιο πάνω προϋπόθεσης, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ, αφού λόγους ανακοπής μπορεί να αποτελέσουν όλες οι ενστάσεις, που καταλύουν τόσο τον τίτλο, όσο και το δικαίωμα του δανειστή, που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, και ειδικότερα οι ενστάσεις, που αναφέρονται στην έλλειψη προϋποθέσεων, που τίθενται από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και όσες αναφέρονται στη μη ισχύ του δικαιώματος, που επικαλείται ο δανειστής και βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, εάν δε οι ενστάσεις δεν είναι ορισμένες, η ανακοπή απορρίπτεται λόγω ακυρότητας του δικογράφου της (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος). Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋποθέσεως, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 (γ), (δ) ΚΠολΔ, ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων, που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρ. 631 και 904 παρ. 1ε ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σε αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο, που αυτή απλώς να εξατομικεύεται, και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών, που την συγκροτούν. Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, όταν από τον τίτλο προκύπτει αυτή κατά ποσόν και ποιόν. Εκκαθαρισμένη, επίσης, είναι η χρηματική απαίτηση και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019). Ενόψει αυτών, το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, συμβατικών και υπερημερίας, δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορεί να εξαχθεί και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα. Από την παράλειψη ενός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 630 ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος ακυρότητας της διαταγής πληρωμής, πλην,όμως, αυτή δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αφού ο νόμος δεν ορίζει τούτο, αλλά θεμελιώνεται λόγος ανακοπής με βάση τον οποίο θα κριθεί η προβαλλόμενη ακυρότητα της διαταγής (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1202/2018 Εφ . Πειρ. 374/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .
Με τον πέμπτο λόγο της από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……./2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ………../2019) έφεσης η πρώτη ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση διότι απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής με τον οποίο ζητούσε την ακύρωση της με αριθμό …../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διότι δεν αναφέρεται η αιτία της πληρωμής κατ΄ αρθρο 630 γ του ΚΠΟΛΔ αντίθετα σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι υπάρχει οφειλή από πίστωση σε άλλο σημείο οφειλή από δάνειο σε άλλο από δάνειο πίστωσης και αλλού από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος διότι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκτίθενται όλα τα προβλεπόμενη στη διάταξη του 630 ΚποΛΔ στοιχεία και επιπλέον η αιτία πληρωμής είναι η σύμβαση δανείου, η μη τήρηση των υποχρεώσεων της καθ΄ ης και η καταγγελία της σύμβασης. Συνεπώς δεν καταλείπεται αμφιβολία για την αίτια της σύμβασης χωρίς να απαιτείται κάτι περαιτέρω λόγω του συνοπτικού χαρακτήρα της διαταγής πληρωμής, καθόσον αρκεί ο συνοπτικός σε αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο, που αυτή απλώς να εξατομικεύεται, και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών, που την συγκροτούν. Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, όταν από τον τίτλο προκύπτει αυτή κατά ποσόν και ποιόν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – ανακόπτουσας που διαλαμβάνονται στον πέμπτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Με τον έκτο λόγο της από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………./2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……./2019) έφεσης η πρώτη ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση διότι απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής με τον οποίο ζητούσε την ακύρωση της με αριθμό ……./2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διότι αναγράφεται επ΄ αυτής ότι υπεγράφη από το διαχειριστή της εταιρείας κατά από την εταιρική επωνυμία, όπως θα έπρεπε ώστε να δεσμεύεται κατά νόμο η εταιρεία που εμφανίζεται ως οφειλέτρια παρόλα αυτά υπεγράφη μόνο από τον . ……………… ατομικά ως οφειλέτη, μηδέποτε γενομένης ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης της εταιρείας με την επωνυμία <<………>> εκ της συμβάσεως αυτής . Ότι περαιτέρω είναι άκυρη και ακατάληπτη και ως προς του εγγυητή αφού άλλη είναι η λειτουργία του δανείου και άλλη της πίστωσης ιδία δε επειδή πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης. Με το περιεχόμενο αυτό ο σχετικός λόγος είναι αβάσιμος διότι αποδείχθηκε ότι την από 17.6.2003 σύμβαση έχουν υπογράψει ο ……… ως εγγυητής και ως πιστούχος η εταιρεία με την επωνυμία <<………>>, νομίμως εκπροσωπούμενη από την . ……………… και εφόσον γεννάται ευθύνη της πρωτοφειλέτριας από τη σύμβαση γεννάται και από ευθύνη του εγγυητή από την παρεπόμενη σύμβαση εγγύησης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – ανακόπτουσας που διαλαμβάνονται στον έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Με τον έβδομο λόγο της από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……./2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……./2019) έφεσης η πρώτη ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση διότι απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής με τον οποίο ζητούσε την ακύρωση της με αριθμό …../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς τη διάταξη της δικαστικής δαπάνης ποσού 2/.350 ευρώ. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος διότι η επιδίκαση μεγαλύτερου του νόμιμου ποσού ως δικαστική δαπάνη δεν συνιστά νόμιμο λόγο ανακοπής αλλά είναι και αόριστος διότι δεν προσδιορίζει ποιο ποσό επιδικάστηκε εσφαλμένα και ποιο έπρεπε να είναι επιδικαστέο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας–ανακόπτουσας που διαλαμβάνονται στον έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Με τον όγδοο λόγο της από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……../2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……../2019) έφεσης η πρώτη ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση διότι απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής με τον οποίο ζητούσε την ακύρωση της με αριθμό …./2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διότι απέρριψε τον ισχυρισμό της ανακόπτουσας περί του ότι η επιταγή προς πληρωμή με την οποία επιτάσσονται να καταβάλλουν το ποσό των 112.852,00 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων. Με αυτό το περιεχόμενο ο σχετικός λόγος όσον αφορά την ανακεφαλαίωση των τόκων και τον ανατοκισμό τους, πέραν των ότι δεν αναφέρονται αναλυτικά τα πληττόμενα κονδύλια, αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος ενόψει του με αριθμό 15.1 όρου της σύμβασης, που προέβλεπε ανατοκισμό τόκων ανά εξάμηνο σε περίπτωση υπερημερίας) αλλά και ενόψει της διάταξης του άρθρου 12 του Ν 2601/1998, κατά την οποία «1. Από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ`ελάχιστο όριο είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού και το προσωρινό ή οριστικό κατάλοιπο αυτού. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου Α.Κ». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε το ίδιο με την εκκαλουμένη, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων, γι’ αυτό και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο όγδοος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μετά την απόρριψη των όλων των λόγων της 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……/2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ………../2019) έφεσης ως αβάσιμων, πρέπει να απορριφθεί και η έφεση της πρώτης εκκαλούσας ως αβάσιμη στο σύνολό της, και η κρινόμενη αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση συνεπακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη υπέρ της εφεσίβλητης.
Η υπό κρίση από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………/2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ………./2019) έφεση της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις – μη δικαιούχου διαδίκου και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου αντιπροσώπου της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, με την επωνυμία <<…….>> (<……..>) η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……..>> κατά της δεύτερης, τρίτου, τέταρτης και πέμπτου των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων κατά της με αριθμ. 4421/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, επί της από 13.11.2017 (με γεν. αριθμ. κατάθ. …………/2017) ανακοπής εναντίον της εφεσίβλητης, με αντικείμενο την ακύρωση της υπ’ αριθμ. …../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 6.2.2019, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης που έλαβε χώρα την 28.9.2018, δεδομένου ότι δεν προέκυψε ούτε άλλωστε επικαλούνται ο διάδικοι επίδοση αυτής, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ), ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Επίσης παραδεκτά φέρεται για να συζητηθεί κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 533 παρ. 1 και 591 παρ.7 του ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ ( με αριθμό ……………../2019 για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με τον μοναδικό λόγο της από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……/2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……./2019) έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση διότι δέχθηκε ότι με την από 18.9.2017 εξώδικη καταγγελία της η καθ΄ης η ανακοπή και ήδη υπερ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση την οποία αυτή απηύθυνε προς τη δεύτερη, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων – εκκαλούντων έταξε προθεσμία πέντε εργάσιμων ημερών από της επιδόσεως της για να εξοφλήσουν την οφειλή τους, η οποία επιδόθηκε σε όλους την 20. 9.2017, πλην όμως η αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής κατατέθηκε την 26.9.2017 ήτοι πριν την συμπλήρωση της προθεσμίας των πέντε εργάσιμων ημερών και συνεπώς η απαίτηση της καθ΄ης δεν ήταν ληξιπρόθεσμη ως προς τους ανωτέρω ανακόπτοντες, διότι δεν συνέτρεξαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση της προσβαλλομένης της επίδικης διαταγής πληρωμής και συνακόλουθα η προσβαλλόμενη από 18.10.2017 επιταγή προς εκτέλεση στηρίζεται σε ελαττωματικό τίτλο, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα είχε απορρίψει το σχετικό λόγο ανακοπής. Με αυτό το περιεχόμενο ο σχετικός λόγος έφεσης είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623, 624 επ. ΚΠΟΛΔ και πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του.
Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣ Αθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.), από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 12.6.2003 μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή και της πρώτης των ανακοπτόντων καταρτίστηκε η υπ’ αριθμ. …/17.06.2023 σύμβαση ανοιχτού επιχειρηματικού δανείου, δυνάμει της οποίας η πρώτη χορήγησε στην πρώτη ανακόπτουσα έντοκο δάνειο ύψους 60.000,00 ευρώ), σύμφωνα με τους ειδικότερους διαλαμβανόμενους στην ως άνω σύμβαση όρους. Την εκπλήρωση της σύμβασης αυτής και την εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση κάθε χρεωστικού της υπολοίπου εγγυήθηκε ο μεταποβιώσασας δικαιπάροχος των δεύτερης, τρίτου, τέταρτης και πέμπτους των ανακοπτόντων, …………., ευθυνόμενος εις ολόκληρον με την δανειολήπτρια ως πρωτοφειλέτρια και παραιτούμενος ρητώς από την προβλεπόμενη στο άρθρο 855 ΑΚ ένσταση διζήσεως. Ειδικότερα, με τον όρο της σύμβασης αυτής συμφωνήθηκε ότι το ένδικο δάνειο θα εξοφληθεί εντόκως σε μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, ενώ με τον όρο 15 αυτής συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που η πιστούχος παραβεί οποιοδήποτε όρο της σύμβασης η Τράπεζα έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση, να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό και να επιδιώξει την άμεση εξόφληση του, το οποίο βαρύνεται με τόκο υπερημερίσς και το εκάστοτε υπόλοιπο ανατοκίζεται ανά εξάμηνο. Από τον τελευταίο ως άνω συμβατικό όρο συνάγεται σαφώς και χωρίς ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, ότι σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής των μηνιαίων δόσεων, η καθ ’ ης διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση, δηλαδή να ανακοινώσει στον οφειλέτη τη βούλησή της για τη λύση αυτής, ώστε να καταστήσει έτσι απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο του δανείου. Η πρώτη ανακόπτουσα εισέπραξε το ποσό του ένδικου δανείου, όπως τούτο δεν αμφισβητείται ειδικώς από τον τελευταία, πλην, όμως, δεν ήταν συνεπής με τους όρους εξόφλησής του και εν τέλει δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες δόσεις . Ενόψει τούτου η καθ’ ης, ως είχε δικαίωμα εκ του άρθρου 15 της ένδικης σύμβασης, κατήγγειλε αυτή, με την από 9.5,2017 εξώδικη δήλωσή– καταγγελία, στην οποία αναφέρει ότι καλεί την πρωτοφειλέτιδα και τον εγγυητή εντός προθεσμίας πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της ανωτέρω δήλωσης να καταβάλλει έκαστος σε ολόκληρο το ποσό των 133.445,31 ευρώ πλέον εξόδων επίδοσης, πλέον τόκων υπερημερίας και τόκων εξ ανατοκισμού καθώς και ότι σε περίπτωση παρέλευσης της προθεσμίας των πέντε εργασίμων ημερών τους γνώριζε ότι η Τράπεζα θα προχωρήσει σε κάθε νόμιμη ενέργεια για την αναγκαστική είσπραξη των οφειλομένων, περιλαμβανομένης της αναγκαστικής εκτέλεσης για τη ρευστοποίηση της περιουσίας τους στο πλαίσιο και με τους όρους που αυτό επιτρέπεται. Η ανωτέρω εξώδικη δήλωση–καταγγελία κοινοποιήθηκε στην οφειλέτρια πρώτη ανακόπτουσα την 15.5.2017, όπως προκύπτει από την με αριθμό ………./15.5.2017 έκθεση επίδοσης του Εφετείου Αθηνών, ……….και στους συγκληρονόμους του εγγυητή ήτοι την δεύτερη, τον τρίτο, την τέταρτη και τον πέμπτο των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων την 20.9.2017 όπως προκύπτει από τις με αριθμό …………../20.09.2017 εκθέσεις επίδοσης του ως άνω Δικαστικού Επιμελητή. Η καθ΄ ης με την από 26.9.2017 ή αίτησή της ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ……/2017 διαταγής πληρωμής, με την οποία οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως δανειολήπτης και οι δεύτερη, τρίτος, τέταρτη και πέμπτος ως συγκληρονόμοι του ανωτέρω εγγυητή, το ως άνω ποσό των 112.852,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 16.5.2017 με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση πλέον εξόδων. Πλην όμως, όπως ήδη προεκτέθηκε, η καθ΄ης είχε δηλώσει με την ανωτέρω καταγγελία ότι θα επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησης της μετά την παρέλευση των πέντε εργασίμων ημερών που η ίδια έταξε ως προθεσμία συνεπώς αν και η ως άνω απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή κατέστη το πρώτον ληξιπρόθεσμη στο σύνολό της, με την καταγγελία της ένδικης σύμβασης, η οποία ως μονομερής απευθυντέα δικαιοπραξία ανέπτυξε τη νομική της ενέργεια, με την περιέλευση της στους δεύτερη, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των ανακοπτόντων (άρθρο 167 ΑΚ), εξαρτάτο από την προθεσμία της παρέλευσης των πέντε εργάσιμων ημερών την οποία είχε τάξει η καθ΄ης, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω καταγγελία πριν από την παρέλευση της οποίας δεν μπορούσε να προβεί στην αναγκαστική είσπραξή της. Ενόψει τούτου, την 26.9.2017 δεν μπορούσε να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής διότι η ταχθείσα προθεσμία παρήλθε την 30.9.2917, οπότε οι ανωτέρω ανακόπτοντες κατέστησαν το πρώτον υπερήμεροι ως προς την καταβολή της, ήτοι μόλις από την επομένη ημέρα, ήτοι από την παρέλευση του πενθημέρου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία την οποία το παρόν Δικαστήριο αντικαθιστά κατ΄ άρθρο 524 ΚΠΟΛΔ δηλαδή, ότι δεν είναι νόμιμη η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής διότι εξαρτάται από προθεσμία συνεπώς και η στηριζόμενη σε αυτή επιταγή προς πληρωμή και για το λόγο αυτό δέχθηκε την ανακοπή ως προς ως προς τους δεύτερη, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την επιταγή προς πληρωμή, ως προς τους ανωτέρω δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος της ως άνω έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. …………/2019 και αρ. εκ. κατ. εφετ. ……../2019) έφεση ως απαράδεκτη, ως προς τη δεύτερη τον τρίτο, την τέταρτη και ως προς την πέμπτη των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων και να απορριφθεί η ως άνω έφεση της πρώτης εκκαλούσας στο σύνολό της κατά της με αριθμ. 4421/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η από 07.02.2020 (αρ. εκθ. κατ. …………./2020) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<………>> υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου (100 ευρώ) που οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατά την άσκηση της έφεσής τους και να καταδικαστεί η πρώτη εκκαλούσα, λόγω της ήττας της στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182, 183, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος πρέπει, λόγω της ερημοδικίας της εφεσίβλητης, να οριστεί το νόμιμο παράβολο που θα προκαταβάλει, σε περίπτωση που ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, καθώς, παρά την εκπροσώπησή της από την παριστάμενη αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, δικαιούται στην άσκηση του εν λόγω ένδικου μέσου, σύμφωνα με τα άρθρα 469 παρ. 1 εδ. γ’, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΔωδ 14/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), Τις προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, όπως είναι και η ύπαρξη έννομου συμφέροντος για την τυχόν άσκησή της, θα κρίνει το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας (Ολ.ΑΠ 15/2001, ΑΠ 1596/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί η από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………./2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……../2019 έφεση κατά της με αριθμ. 4421/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους. Περαιτέρω, αφού απορρίπτεται η έφεση, πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 Αγ ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου (100 ευρώ) που η εκκαλούσα κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσής της. Επίσης, πρέπει η εκκαλούσα λόγω της ήττας της στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182, 183, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατόπιν σχετικού προς τούτο αιτήματος των εφεσιβλήτων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……./2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……./2019) έφεση της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία Α <<……..>>, …………. κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> και την από 07.02.2020 (αρ. εκθ. Κατ. ……./2020) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<………..>> υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………>> και την από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ………/2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……../2019) έφεση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> κατά των ……………….
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη της από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. …../2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……./2019) έφεσης στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 07.02.2020 (αρ. εκθ. κατ. ……/2020) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<……….>> υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> κατά των εκκαλούντων της από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. …../2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ……./2019) έφεσης .
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ……/2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ………./2019) έφεση, ως προς τη δεύτερη των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων, ως προς τον τρίτο των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων, ως προς την τέταρτη των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων και ως προς την πέμπτη των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της με αριθμ. 4421/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……../2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ………./2019) έφεση της εκκαλούσας ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>> κατά της με αριθμ. 4421/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, ΚΑΙ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία <<……………..>>, στα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, το οποίο κατέθεσαν οι ανωτέρω εκκαλούντες κατά την άσκηση της έφεσής τους.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 06.02.2019 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……../2019 και αρ. εκ. κατ. Εφετ. ………/2019 έφεση κατά της με αριθμ. 4421/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους.
Και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, το οποίο κατέθεσε η ανωτέρω εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσής της.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Ιανουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ