ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
2o τμήμα
Αριθμός απόφασης : 57/ 2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της δικηγόρο, Στέφανο Μυλωνά (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ–ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του δικηγόρο, Κωνσταντίνο Λαμπράκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη άσκησε στο Δικαστήριο αυτό την από 20-12-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../2015 αγωγή της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκαν οι με αρ. 4203/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η με αρ. 5330/2018 οριστική απόφαση που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε την α) από 23-2-2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς. ……/2019 έφεση και ο εναγόμενος την β) από 22-2-2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ……/2019 έφεση, που προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο της 6.2.2000, οπότε και ματαιώθηκαν. Οι άνω εφέσεις επαναφέρονται προς συζήτηση με τις συζήτηση με τις α) από 18-11-2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς, ………../2021 και β) από 20-11-2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς …………/2021 κλήσεις, με τις οποίες επαναφέρονται για συζήτηση οι αντίστοιχα, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.
Κατά τη συζήτηση των άνω υποθέσεων, αφού συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως παραπάνω και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους, που είχαν προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν οι εξής εφέσεις : α) από 23-2-2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς. …………/2019 και β) από 22-2-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ………../2019. Οι ανωτέρω εφέσεις επαναφέρονται προς συζήτηση με τις από α) από 18-11-2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2021 και β) από 20-11-2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2021 κλήσεις, αντίστοιχα. Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί για κάθε μία από αυτές το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ…… . για την (α) και ………….. e παράβολο ποσού 100 € για την (β) έφεση. Οι άνω εφέσεις πρέπει να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική βασιμότατα των λόγων τους συνεκδικαζόμενες, δεδομένου ότι αφορούν την ίδια απόφαση (με αρ. 5330/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) κι επιπλέον διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρ.31 και 246 ΚΠολΔ.).
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της (α) έφεσης …………….., ισχυρίστηκε στην από 20-12-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……………/2015 αγωγή της ότι με τον εναγόμενο (πρώην σύζυγο της) τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 27-10-1191 στη Δραπετσώνα, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, την …… και τη ……, που γεννήθηκαν στις 17-7-1999 και στις 27-2-2011, αντίστοιχα. Ότι η έγγαμη συμβίωση τους δεν υπήρξε ομαλή και γι’ αυτό ο γάμος τους λύθηκε δυνάμει της με αριθμό 2691/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και έκτοτε έχει ξεκινήσει μια πολυετής δικαστική διαμάχη με τον εναγόμενο με αντικείμενο την επιμέλεια των τέκνων τους και την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα μηνιαία διατροφή τόσο για την ίδια όσο και για τα ανήλικα τέκνα τους ως ασκούσα την επιμέλεια αυτών. ¨Ότι ο εναγόμενος προσέβαλε την προσωπικότητα της, καθώς τέλεσε τις αναφερόμενες στην αγωγή αξιόποινες πράξεις της αρπαγής ανηλίκων τέκνων ηλικίας κάτω των δεκατεσσάρων (14) ετών από ανιόντα, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, κατά τα ειδικώς εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι, από τις ανωτέρω πράξεις και τους σε βάρος της αναληθείς και δυσφημιστικούς ισχυρισμούς του εναγόμενου έχει προσβληθεί η προσωπικότητα της, κι έχει υποστεί ηθική βλάβη. Ενόψει των ανωτέρω και μετά νομότυπη μερική παραίτηση από το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής της, ζητούσε να υποχρεωθεί να της καταβάλει ο εναγόμενος το ποσό των 30.000 € και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει το επιπλέον ποσό των 45.000 € ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, για κάθε μία από τις αναφερόμενες στο δικόγραφο παράνομες συμπεριφορές, με προσωπική κράτηση του εναγόμενου, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκαν οι με αρ. 4203/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού απέρριψε τα αιτήματα προσωρινής εκτελεστότητας και προσωπικής κράτησης ανέστειλε τη δίκη κατ΄αρθρο 250 ΚΠολΔ και η με αρ. 5330/2018 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου που έκανε την αγωγή εν μέρει δεκτή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.000 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, απορρίπτοντας το παρεπόμενο αίτημα προσωπικής κράτησης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι διάδικοι με τις αντίθετες εφέσεις τους για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας γεννάται αξίωση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης. Προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως η εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ., που εφαρμόζονται και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ. όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυριστεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η προερχόμενη ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Στην έννοια του τρίτου, κατά την ερμηνεία του γράμματος των άνω νομικών διατάξεων, εντάσσεται κάθε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λπ, που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, ο ρόλος των οποίων, ως θεσμικών οργάνων της δικαιοσύνης που υποχρεούνται να λαμβάνουν και εξετάζουν δικόγραφα με τυχόν συκοφαντικούς ισχυρισμούς δεν αναιρεί την ιδιότητα τους ως τρίτων (Ολ ΑΠ 3/2021, ΑΠ 1926/2019, ΑΠ 841/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 789/2019, ΑΠ 688/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, αντιθ. ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 1272/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 640/2019, ΑΠ 690/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως γεγονός, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Επίσης, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Αντιθέτως, δεν συνιστά γεγονός η έκφραση γνώμης ή συγκεκριμένης αξιολογικής κρίσης ή άλλοι χαρακτηρισμοί, εκτός αν αυτά σχετίζονται και συνδέονται άμεσα με γεγονός που συνιστά το κρίσιμο του αδικήματος στοιχείο, έτσι, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική βαρύτητά του, πράγμα που δεν συμβαίνει, όταν εκφράζονται ή εκδηλώνονται ανεξάρτητα και άσχετα με τον τρόπο αυτό (ΑΠ 841/2019, ΑΠ 1264/2016, ΑΠ 611/2015 ΠοινΔνη 2016 583. ΑΠ 871/2007, ΑΠ 1505/2005, ΑΠ 1462/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 367 § 1 περ. α – δ του ΠΚ το άδικο των προβλεπόμενων στο άρθρο 362 του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ` και δ`). Η τελευταία αυτή διάταξη (367 ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικώς και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. του ΑΚ. Επομένως, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή της περίπτωσης του άρθρου 367 § 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Ωστόσο, κατά την § 2 του άρθρου 367 ΠΚ, η προαναφερόμενη άρση του άδικου χαρακτήρα της προσβολής με δυσφήμηση ανατρέπεται, αν από τον τρόπο που έλαβαν χώρα οι δυσφημιστικές δηλώσεις προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός έκφρασης καταφρόνησης από τον προσβολέα προς εκείνον που προσβάλλεται, περιστατικά που προτείνονται κατ΄ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγόμενου από τη διάταξη του άρθρου 367 § 1 του ΠΚ. Ειδικός σκοπός εξύβρισης, υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης τής προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος, καίτοι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτόν για να προσβάλει την τιμή του άλλου. Απλές κρίσεις και γνώμες ή χαρακτηρισμοί που ενέχουν αμφισβήτηση κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρόνησης ή ονειδισμού αυτού είναι δυνατόν να θεμελιώσουν το αδίκημα της εξύβρισης όχι όμως εκείνο της (απλής ή συκοφαντικής) δυσφήμησης (ΑΠ 15/2018, ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1078/2015, ΑΠ 849/2015, ΑΠ 109/2012, ΑΠ 32/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης (βλ. τα με αρ. 4203/2017 πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) τα έγγραφα που νομίμως και με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και μεταξύ αυτών των κατωτέρω αναφερόμενων αποφάσεων ποινικών Δικαστηρίων με την επισήμανση ότι το δεδικασμένο της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου δεν δεσμεύει το πολιτικό δικαστήριο και η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ναι μεν δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή του αθωωθέντος από την αστική ευθύνη, ακόμη και αν ταυτίζονται τα πραγματικά περιστατικά της αστικής δίκης με αυτά της προηγηθείσας ποινικής τοιαύτης, το πολιτικό δικαστήριο, όμως, έχει υποχρέωση, να συνεκτιμήσει την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση, λόγω της σοβαρότητας του αποδεικτικού αυτού στοιχείου και να την αξιολογήσει, ως ισχυρό τεκμήριο, χωρίς να διαλαμβάνει κρίσεις που να σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε ερμηνεία ως προς τους λόγους απαλλαγής του κατηγορουμένου, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβητήσεως της ορθότητας της απαλλακτικής απόφασης (ΟλΑΠ 4/2020, ΑΠ 964/2020, ΑΠ 68/2020, ΑΠ 365/2019, ΑΠ 125/2018, ΑΠ 808/2017, ΑΠ 806/2017), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 27-10-1991 στον Ιερό Ναό ………. στη Δραπετσώνα Αττικής, ενώ απέκτησαν και δύο ανήλικα τέκνα, την Παναγιώτα, που γεννήθηκε στις 17-7-1999 και τη ….. που γεννήθηκε στις 27-2-2001. Η έγγαμη συμβίωση τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και ο γάμος τους λύθηκε δυνάμει της με αριθμό 2691/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), με την οποία έγινε δεκτό ότι η λύση του γάμου τους οφειλόταν σε κλονιστικά γεγονότα αναγόμενα αποκλειστικά στο πρόσωπου του εναγόμενου. Από την στιγμή που οι διάδικοι αποφάσισαν τη λύση του γάμου τους ενεπλάκησαν σε μακροχρόνια δικαστική διαμάχη με αντικείμενο την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους και την υποχρέωση του εναγόμενου για καταβολή μηνιαίας διατροφής τόσο για την ενάγουσα όσο και για τα δύο ανήλικα τέκνα τους. Επί της από 27-4-2009 αίτησης της ενάγουσας και της προφορικώς ασκηθείσας ανταίτησης του εναγομένου, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4534/2009 απόφαση ασφαλιστικών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία, αφού δέχθηκε εν μέρει την αίτηση της, ανέθεσε προσωρινά στην ενάγουσα την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων επιδίκασε προσωρινή διατροφή ποσού 500 € για την ίδια, ποσού 500 € για λογαριασμό της Παναγιώτας και ποσού 300 € για λογαριασμό της …….. και ρύθμισε προσωρινώς το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγόμενου με τα ανήλικα τέκνα του. Με βάση την ως άνω απόφαση η ενάγουσα παρέμεινε στη συζυγική οικία επί της οδού ………. στη Δραπετσώνα μαζί με τα ανήλικα τέκνα της, ασκώντας την επιμέλεια του προσώπου τους. Στη συνέχεια επί των από 3-8-2009 και 10-12-2009 αντίθετων αγωγών των διαδίκων εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3465/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασίας διατροφών), με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές οι αγωγές αυτές και α) ανατέθηκε στην ενάγουσα η οριστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων Παναγιώτας και Σοφίας, β) υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να προκαταβάλλει στην ενάγουσα μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, λόγω διατροφής, τα ποσά των 500 €, 500 € και 300 €, για λογαριασμό της ιδίας της ενάγουσας και καθενός από τα ανήλικα τέκνα τους αντίστοιχα, γ) ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του ενάγοντος με τα ανήλικα τέκνα του. Όμως η τελευταία απόφαση εξαφανίστηκε δυνάμει της με αρ. 737/2013 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ανατέθηκε η επιμέλεια των τέκνων των διαδίκων στον εναγόμενο. Πριν όμως την έκδοση της άνω απόφασης κι ενόσω την επιμέλεια των ανηλίκων είχε η ενάγουσα, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3465/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το χρονικό διάστημα από 1n Αυγούστου έως την 7η Αυγούστου 2012, ο εναγόμενος παρέλειψε να επιστρέψει τις ανήλικες κόρες των διαδίκων στην ενάγουσα, στην, παρότι είχε παρέλθει ο μήνας Ιούλιος, κατά τον οποίο ασκούσε νομίμως το δικαίωμα επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα του στο πλαίσιο των θερινών διακοπών. Δυνάμει της με αριθμό 7643/2012 απόφασης του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε κατά την αυτόφωρη διαδικασία, ο εναγόμενος κρίθηκε ένοχος για την πράξη της αρπαγής ανηλίκων τέκνων που δεν έχουν συμπληρώσει τα 14 έτη από ανιόντα και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για κάθε τέκνο και σε συνολική ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Επί άσκησης έφεσης από τον εναγόμενο εκδόθηκε η με αρ. 4736/2015 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, η οποία έκρινε ομοίως ένοχο τον εναγόμενο και καταδίκασε αυτόν στη ίδια ποινή. Η απόφαση αυτή όμως ακυρώθηκε με το με αρ. 194/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, (κατόπιν αναίρεσης του με αρ.148/2018 βουλεύματος του ιδίου Συμβουλίου με την με αρ.1105/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου), με το οποίο κρίθηκε ότι λόγω έκδοσης νέων αποδεικτικών στοιχείων, της με αρ. 737/2013 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς και της με αρ. 4899/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της διαδικασίας και να ακυρωθεί η άνω απόφαση. Η διαδικασία επαναλήφθηκε και με την με αρ. 956/2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς ο εναγόμενος κρίθηκε αθώος της αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξης της αρπαγής ανηλίκων. Η άρνηση του εναγόμενου να επιστρέψει τα τέκνα του τον επίδικο χρόνο (1-7 Αυγούστου 2012) δεν οφειλόταν σε δόλο αυτού, αλλά στη σθεναρή άρνηση των θυγατέρων του να επιστρέψουν στην οικία της μητέρας τους, που δεν ήταν αποτέλεσμα μονομερούς επηρεασμού από τον ίδιο, αλλά οφειλόταν στα αισθήματα φόβου και ανασφάλειας που είχε δημιουργηθεί σ’ αυτά για τη μητέρα τους, η οποία αδυνατούσε να ασκήσει αποτελεσματικά έναντι αυτών τα καθήκοντά της, λαμβάνοντας μερικές φορές σωφρονιστικά μέτρα σε βάρος τους με χρήση σωματική βίας. Για τη συμπεριφορά αυτής κατέθεσαν στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς και οι ίδιες οι θυγατέρες του εναγόμενου, ήδη ενήλικες (19,5 και 20 ετών). Λόγω των αισθημάτων αυτών των ανηλίκων έναντι της μητέρας τους που δεν ήταν απότοκα επηρεασμού του εναγόμενου, και του ιδιαίτερου δεσμού που είχε αναπτυχθεί με τον πατέρα τους, σε συνδυασμό και με την εκπεφρασμένη βούληση των ανηλίκων, το Εφετείο Πειραιώς με την προαναφερόμενη με αρ. 737/2013 απόφασή του δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κι έκρινε ότι πρέπει να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων στον εναγόμενο. Mε την προαναφερόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς (956/2020) ο εναγόμενος κρίθηκε αθώος της πράξης της αρπαγής ανηλίκων, καθώς κρίθηκε ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό του λόγος άρσης του καταλογισμού, κατ΄άρθρο 33 του ΠΚ, λόγω σύγκρουσης καθηκόντων που δημιουργήθηκε από την ισχυρή πίεση που άσκησε σ΄αυτόν η ψυχολογική κατάσταση των ανηλίκων και η άρνησή τους να επιστρέψουν στην μητέρα τους με συνέπεια να βρεθεί σε αδυναμία επιλογής μεταξύ δικαίου και αδίκου, λόγω ανυπέρβλητου διλλήματος. Η τελευταία απόφαση προσκομίζεται παραδεκτά στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως νέο αποδεικτικό μέσο (άρθρο 529 ΚΠολΔ) που εκδόθηκε μετά την έκδοση της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που βέβαια ως απόφαση ποινικού Δικαστηρίου δεν δεσμεύει και το παρόν Δικαστήριο., αλλά λαμβάνεται όπως εκτέθηκε ως ισχυρό δικαστικό τεκμήριο. Η παραδοχή αυτή όμως ενισχύεται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία και ιδίες τις παραδοχές της προαναφερόμενης απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Επομένως ο άνω αγωγικός ισχυρισμός (κεφάλαιο) έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το ανωτέρω Δικαστήριο, ορθώς απέρριψε την αγωγή ως προς το κεφάλαιό της αυτό, [(α) περιστατικό -κεφάλαιο της αγωγής] με αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), οπότε ο σχετικός λόγος της (α) έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω [β) περιστατικό – κεφάλαιο της αγωγής] η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος με την 8.2.2010 έγκλησή του (ΑΒΜ ……….. και ……….) και 6.8.2010 ένορκη κατάθεσή του προσέβαλε την τιμή και υπόληψή της τελώντας σε βάρος της πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης καθώς υπέβαλε την από 8-2-2010 έγκληση του σε βάρος της για την πράξη της παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση και ισχυρίστηκε στην έγκλησή και στην ένορκη κατάθεσή του, ψευδώς ότι ενώ είχε εκδοθεί υπέρ του η από 3-12-2009 προσωρινή διαταγή του παρόντος Δικαστηρίου με την οποία του αναγνωριζόταν το δικαίωμα επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα του κάθε Δευτέρα και Τετάρτη και από της 17.30 έως και 20.00, η ενάγουσα αρνιόταν συστηματικά να του παραδώσει τα παιδιά τις καθορισμένες ημερομηνίες και ώρες και ομοίως αρνήθηκε να του παραδώσει αυτά στις 8.2.2010 περί ώρα 17.30. Αναφορικά με τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι κατόπιν της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./3-12-2009 αίτησης του εναγόμενου κατά της ενάγουσας, ατομικά και ως ασκούσας την επιμέλεια των ανωτέρω δύο ανηλίκων τέκνων τους, με την οποία ζητούσε την ρύθμιση εκδόθηκε η από 3-12-2009 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ρυθμιζόταν προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας αυτού με τα ανήλικα τέκνα του (κάθε Δευτέρα και Τετάρτη από ώρα 17.30 έως ώρα 20.00), υπό τον όρο συζήτησης της άνω αιτήσεως κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 14ης-1-2010. Κατά τη δικάσιμο αυτή, η συζήτηση της αίτησης αναβλήθηκε, χωρίς ωστόσο ο αιτών να ζητήσει τη διατήρηση της ισχύος της εν λόγω προσωρινής διαταγής, με αποτέλεσμα αυτή να απωλέσει την ισχύ της, γεγονός εντούτοις, το οποίο ο εναγόμενος ως μη νομικός αγνοούσε, επιπλέον δε όπως προέκυψε από την σχετική ποινική διαδικασία, ο δικηγόρος που χειριζόταν την εν λόγω υπόθεση ……….., δεν είχε ενημερώσει σχετικά τον εναγόμενο. Την 8-2-2010, ο εναγόμενος πήγε στην οικία της ενάγουσας – εν διαστάσει συζύγου του, προκειμένου να παραλάβει τα ανήλικα τέκνα του για να ασκήσει το δικαίωμα του προς επικοινωνία, το οποίο καλόπιστα πίστευε ότι είχε. Επειδή δε τα τέκνα του αργούσαν να κατέβουν, την ίδια ημέρα και περί ώρα 18.40, ο εναγόμενος εμφανίσθηκε ενώπιον του AT Δραπετσώνας και με την από 8-2-2010 ένορκη κατάθεση του, καταμήνυσε την ενάγουσα εν διαστάσει σύζυγο του, ισχυριζόμενος τα ακόλουθα : «…την 3-12-2009, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, εξέδωσε προσωρινή διαταγή με την οποία η εν διαστάσει σύζυγος είναι υποχρεωμένη να με αφήνει να επικοινωνώ με τα ανήλικα τέκνα μου κάθε Δευτέρα και Τετάρτη κατά το χρονικό διάστημα από 17.30 – 20.00. Πλην όμως, εκείνη κάθε φορά προκαλεί προβλήματα στην επικοινωνία μου με τα παιδιά μου. Δεν μου τα δίνει την προβλεπόμενη ώρα προφασιζόμενη διάφορες δικαιολογίες και μερικές φορές δεν μου τα δίνει καθόλου προφασιζόμενη ότι τα παιδιά μου είναι άρρωστα. Με τον τρόπο αυτό, δεν μ’ αφήνει να εκτελέσω τα γονέικά μου καθήκοντα. Επιθυμώ την ποινική της δίωξη…». Η εν λόγω μήνυση απορρίφθηκε με τη με αριθμό ………/10-2-2011 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, για το λόγο ότι η προαναφερόμενη προσωρινή διαταγή είχε παύσει να ισχύει. Ωστόσο ο ενάγων υπέβαλε αυτήν με την πεποίθηση ότι πράγματι η συμπεριφορά της ενάγουσας συνιστά ποινικό αδίκημα, καταμηνύοντας την για αυτό, ο ενάγων δεν επεδίωξε δολίως την καταδίωξη της (παρότι η συμπεριφορά της τελευταίας δεν συνιστούσε αξιόποινη πράξη για τον επιπλέον λόγο ότι η από 3-12-2009 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είχε απωλέσει την ισχύ της) και κατά τούτο (ελλείψει του αναγκαίου δόλου δεδομένου ότι ο εναγόμενος αγνοούσε την παύση ισχύος της ως άνω προσωρινής διαταγής) κρίνεται δεν τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης. Η ενάγουσα μετά την κατάθεση αυτή του εναγόμενου, με το από 9-2-2010 εξώδικο της, το οποίο κοινοποίησε στον εναγόμενο την 12-2-2010 (βλ. σχετ. την με αρ. ………../12-2-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ………….), ενημέρωσε τον εναγόμενο ότι η εν λόγω προσωρινή διαταγή έχει παύσει να ισχύει. Παρά ταύτα ο εναγόμενος, εν γνώσει πλέον των ανωτέρω, την 6-8-2010, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας, σε ερώτηση του αστυνομικού οργάνου «Προσδιορίστε τους χρόνους που η μηνυόμενη παραβίασε το περιεχόμενο της από 3-12-2009 προσωρινής Διαταγής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς» απάντησε : «Την 17.30 ώρα της 8-2-2010 μετέβηκα στην οικία της εν διαστάσει συζύγου μου ……………..προκειμένου να παραλάβω τα ανήλικα τέκνα μου… Η εν διαστάσει σύζυγος μου όμως δεν μου επέτρεψε την επικοινωνία με τα παιδιά μου, λέγοντας μου «έλα σε δέκα (10) λεπτά»… Θέλω να αναφέρω ότι πριν από αυτό το περιστατικό κατ’ επανάληψη η μηνυομένη δεν μου επέτρεπε την επικοινωνία μου με τα παιδιά μου, προφασιζόμενη με δικαιολογίες ότι έχουν διάβασμα, ότι είναι άρρωστα κ.τ.λ.». Ωστόσο, με βάση τα όσα μόλις προεκτέθηκαν η ισχύς της ως άνω προσωρινής διαταγής, η οποία ρύθμιζε το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγόμενου είχε παύσει, γεγονός που πλέον την 6-8-2010 γνώριζε θετικά ο εναγόμενος, αφού του είχε κοινοποιηθεί το ως άνω από 9-2-2010 σχετικό εξώδικο της ενάγουσας, οπότε την 6-8-2010 αναφερόμενος στο περιστατικό της 8.2.2010 όφειλε να αναφέρει ότι είχε παύσει η ισχύς της άνω προσωρινής διαταγής, (ανεξαρτήτως του αν του είχαν ή όχι παραδοθεί τα τέκνα του), ώστε η κατάθεσή του ότι η ενάγουσα αρνήθηκε να του παραδώσει τα ανήλικα τέκνα του παραβιάζοντας το περιεχόμενο της ανωτέρω προσωρινής διαταγής, ήταν αναληθής. Επίσης κατέθεσε ψευδώς την ίδια ημέρα ότι η ενάγουσα και στο παρελθόν κατ΄επανάληψη δεν του επέτρεπε την επικοινωνία με τα τέκνα του, το οποίο δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο (δεν προκύπτει ότι είχε διαμαρτυρηθεί προηγουμένως σε κάποια αρχή για το ζήτημα αυτό). Το περιεχόμενο της ως άνω από 6-8-2010 ένορκης κατάθεσης του εναγόμενου, ήταν δυσφημιστικό για την ενάγουσα, αφού έγινε γνωστό σε τρίτους (στον προανακριτικό υπάλληλο ενώπιον του οποίου κατέθεσε ο εναγόμενος, στους δικαστές και εισαγγελείς που χειρίστηκαν την υπόθεση, και στους μάρτυρες που κλήθηκαν να καταθέσουν επί της υπόθεσης,) μπορούσε δε να βλάψει την τιμή και υπόληψη της ενάγουσας, καθώς την παρουσίαζε ως μητέρα που ασκεί με λανθασμένο τρόπο την επιμέλεια των τέκνων της και δεν σέβεται τις αποφάσεις των Δικαστηρίων. Ο εναγόμενος επί έγκλησης της ενάγουσας για τα άνω αδικήματα αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης (8.2.2010) και καταδικάστηκε για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμισης, κατ’ εξακολούθηση, με την αριθμό 721/2013 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά (συνολική ποινή φυλάκισης 1 έτους και 5 μηνών), ενώ σε δεύτερο βαθμό κρίθηκε ένοχος μόνο ψευδορκίας μάρτυρα για όσα κατέθεσε στις 6.8.2010 και αθώος συκοφαντικής δυσφήμησης (με την με αρ. 1495, 1522/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εναγόμενος προσέβαλε την προσωπικότητα της ενάγουσας με τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης για όσα ισχυρίστηκε σε σχέση με την παραβίαση από αυτή της από 3.12.2009 προσωρινής διαταγής, αντίθετα όμως έκρινε ότι δεν είναι ψευδής και δυσφημιστικός ο πρόσθετος ισχυρισμός του εναγόμενου που είχε διατυπώσει στις 6.8.2010 εξεταζόμενος ενόρκως, ότι η ενάγουσα και στο παρελθόν κατ΄επανάληψη δεν του είχε παραδώσει τα τέκνα του. Η ενάγουσα – εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της (α) έφεσής της παραπονείται μόνο για το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, σε σχέση με το αδίκημα της ψευδορκίας, όπως έκρινε και το ποινικό Δικαστήριο, χωρίς να θίγει κατά τα λοιπά την άνω ουσιαστική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για το αναληθές ή μη και δυσφημηστικό της κατάθεσης του εναγόμενου ως προς την κατ΄επανάληψη παραβίαση του δικαιώματος επικοινωνίας στο παρελθόν, ώστε να μην μπορεί κατά τούτο να διαφοροποιηθεί και το παρόν Δικαστήριο, δεσμευόμενο από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της (α) έφεσης (ΚΠολΔ 522), ενώ δεν μπορεί να καταστήσει χείρονα της θέση του εκκαλούντος της (β) έφεσης (ΚΠολΔ 536). Συνεπώς με την αναληθή και συκοφαντική από 6.8.2010 ένορκη εξέταση του εναγόμενου αναφορικά με την παραβίαση από την ενάγουσα της από 3.12.2009 προσωρινής διαταγής έχει προσβληθεί παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητα της ενάγουσας, ώστε δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, έχοντας επιφυλαχθεί για το δικαίωμά της αυτό στο ποινικό Δικαστήριο. Το ποσό αυτής πρέπει να καθορισθεί, ενόψει του είδους και τη βαρύτητας της προσβολής, ιδίως το γεγονός ότι δεν φαίνεται να υπήρξε συνέχεια στην αναληθή αυτή κατάθεση αυτή (για το ζήτημα αυτό) του εναγόμενου (ο οποίος βεβαίως αργότερα απέκτησε την επιμέλεια των τέκνων του) της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων μερών, στο ποσό των 1.500 €, το οποίο κρίνεται δίκαιο και εύλογο, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 10/2017 και 9/2015 www.areiospagos.gr). Σημειώνεται ότι το ανωτέρω ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας επιδικάζεται, όπως έχει περιοριστεί νόμιμα κατά το ποσό των 44,00 €, ύστερα από αίτημα της τελευταίας, προκειμένου να παρασταθεί αυτή ως πολιτικώς ενάγουσα για την ίδια αιτία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή την αγωγή εν μέρει ως προς το κεφάλαιό της αυτό, εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις, όμως εσφαλμένα υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα για την αιτία αυτή το ποσό των 2.000 €, ώστε ο σχετικός λόγος της (β) έφεσης του εκκαλούντος εναγόμενου πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, αφού απορριφθεί η (α) έφεση της εκκαλούσας ενάγουσας. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο και να γίνει αυτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, όπως ορίζεται κατωτέρω. Να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα (άρθρο 495 εδ.4 ΚΠολΔ).
Εξάλλου, η ενάγουσα ισχυρίστηκε [(γ) περιστατικό – κεφάλαιο της αγωγής] ότι ο εναγόμενος προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα της, καθώς με την από 12-4-2010 και με αρ. ………… μήνυση του στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, τέλεσε σε βάρος της τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, ισχυριζόμενος ότι στις 2-2-2010 η ………., η ……….και ο …… και στις 3-2-2010 η ……….. εξεταζόμενοι ενόρκως ισχυρίστηκαν για τον ίδιο ψευδή πραγματικά περιστατικά και τον συκοφάντησαν με ηθικό αυτουργό την ενάγουσα. Σε σχέση με τον αγωγικό ισχυρισμό της ενάγουσας αποδείχθηκαν από το ίδιο αποδεικτικό υλικό τα εξής : Κατόπιν της από 12-4-2010 και με αριθμό ………. μήνυσης του εναγόμενου στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιά, η οποία αρχικά απορρίφθηκε εν μέρει (απορρίφθηκε ολικώς δυνάμει της με αριθμό ………/2011 Διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και κατόπιν της προσφυγής του εναγόμενου κατά της ανωτέρω Εισαγγελικής Διάταξης, η μήνυση του έγινε εν μέρει δεκτή δυνάμει της με αριθμό ……./2011 Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά), ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της ……… (μητέρας της ενάγουσας), της ………., του ………, της ……… για ψευδορκία μάρτυρα και για συκοφαντική δυσφήμηση και κατά της ενάγουσας για ηθική αυτουργία στις ανωτέρω πράξεις και ειδικότερα : Α) ότι η ……… στον Πειραιά στις 2-2-2010 ενώ εξεταζόταν ένορκα ως μάρτυρας, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και συγκεκριμένα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, κατά τη σύνταξη της υπ’ αριθ. ….. ένορκης βεβαίωσης της Συμβολαιογράφου ……….., η οποία θα χρησιμοποιείτο ως αποδεικτικό μέσο στην από 3-8-2009 αγωγή διατροφής της κόρης της (ενάγουσας) σε βάρος του τέως συζύγου της – εναγομένου, κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς ότι ο εναγόμενος συνήθιζε και συνηθίζει μέχρι σήμερα να φιλάει τα ανήλικα κορίτσια του στο στόμα «πατρικά» και μάλιστα και σε δημόσιους χώρους και έξω στο δρόμο, όπως μου έχουν πολλάκις αναφέρει οι γείτονες μας, αλλά και εγώ η ίδια έχω διαπιστώσει με τα μάτια μου. Συνήθιζε και συνηθίζει να σκουπίζει εκείνος τα ανήλικα κορίτσια του στην ευαίσθητη περιοχή, όταν αυτά επισκέπτονται την τουαλέτα καθώς μας δικαιολογείται ότι τάχα εκείνος σκουπίζει καλά και όπως πρέπει, σε αντίθεση με την μάνα τους, δηλαδή την θυγατέρα της, που δεν τα σκουπίζει καλά και που εν πάση περιπτώσει διαρκώς του λέει ότι είναι αρκετά μεγάλες για να σκουπίζονται μόνες τους. Κυκλοφορούσε στο σπίτι του, αλλά και τώρα που μένει μόνος του, όπως τα ανήλικα κορίτσια μας μου λένε, γυμνός, φορώντας μόνο το εσώρουχο και αδιαφορώντας για το γεγονός ότι τον βλέπουν έτσι οι κόρες του. Συνηθίζει να βάζει τις ανήλικες κόρες του, φορώντας τα ρούχα του, πάνω στην περιοχή των γεννητικών του οργάνων, κουνώντας τις πάνω – κάτω, παίζοντας το αυτοσχέδιο κατ’ αυτόν παιχνίδι που ο ίδιος αποκαλεί «ντενένι». Είναι, δε, τόσο πολύ «στοργικός» πατέρας, ώστε φτάνει στο σημείο στην οθόνη του ηλεκτρονικού του υπολογιστή όταν αυτός είναι ανοιχτός, να έχει φωτογραφία των ανήλικων θυγατέρων του, χωρίς όμως να απεικονίζεται το πρόσωπο τους αλλά τα οπίσθια τους. Έφτασε δε στο σημείο να λέει στα ανήλικα κορίτσια του ότι τα αγαπάει περισσότερο από την μητέρα τους διότι τάχα δεν τα κυοφορούσε εκείνη εννέα μήνες αλλά δείχνοντας τους το γεννητικό του μόριο, τους έλεγε ότι γεννήθηκαν από δικά του «σποράκια» εννοώντας προφανώς το σπέρμα του ενώ η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε ο εγκαλών (εναγόμενος) μετήλθε τέτοιου είδους συμπεριφορές προς τις ανήλικες κόρες του, Β) ότι η ……….. στον Πειραιά στις 2-2-2010, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και συγκεκριμένα κατά τη σύνταξη της με αριθμό ……….. ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Συμβολαιογράφου ………, η οποία θα χρησιμοποιούνταν ως αποδεικτικό μέσο στην από 3-8-2009 αγωγή διατροφής της εξαδέλφης της (ενάγουσας) σε βάρος του τέως συζύγου της (εναγόμενου) κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς ότι ο εγκαλών πολλές φορές, επ’ αφορμή επισκέψεων της στο σπίτι τους αλλά και επισκέψεων του ζεύγους στο σπίτι των δικών της γονέων, είδε με τα μάτια της τον εγκαλούντα (εναγόμενο) να σκουπίζει τις κόρες του στην ευαίσθητη περιοχή, με τη δικαιολογία ότι τάχα η μητέρα τους δεν τις σκούπιζε καλά, ότι ουκ ολίγες φορές τον είδε να κυκλοφορεί μόνο με το εσώρουχο του μπροστά στα ανήλικα παιδιά του και το χειρότερο από όλα να τις φιλάει στο στόμα και ότι σε συχνές παρατηρήσεις που του έκανε η σύζυγος του και ενάγουσα εκείνος απαντούσε ότι τις αγαπά υπερβολικά και ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την μυρωδιά τους ενώ η αλήθεια ήταν ότι ουδέποτε ο εγκαλών και εναγόμενος μετήλθε τέτοιου είδους συμπεριφοράς προς τις ανήλικες κόρες του, Γ) ότι ο ……… στον Πειραιά στις 2-2-2010 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Συμβολαιογράφου …….., κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα κατά τη σύνταξη της με αριθμό …………. ένορκης βεβαίωσης, η οποία θα χρησιμοποιείτο ως αποδεικτικό μέσο στην από 3-8-2009 αγωγή διατροφής της κουμπάρας του (ενάγουσας) κατά του τέως συζύγου της (εναγόμενου) και ειδικότερα ότι είδε με τα μάτια του τον εγκαλούντα να σκουπίζει τις κόρες του στην ευαίσθητη περιοχή, με τη δικαιολογία ότι τάχα η μητέρα τους δεν τις σκούπιζε καλά και να κυκλοφορεί με το εσώρουχο μέσα στο σπίτι τους μπροστά στις ανήλικες κόρες του, ενώ η αλήθεια ήταν ότι ουδέποτε ο εγκαλών μετήλθε τέτοιου είδους συμπεριφοράς προς τις ανήλικες κόρες του, Δ) ότι η ……….. συζ. Δημητρίου στον Πειραιά στις 3-2-2010 ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και συγκεκριμένα, ενώ εξεταζόταν ενόρκως από το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά τη συζήτηση της από 3-9-2009 αγωγής διατροφής της ανιψιάς της (ενάγουσας) σε βάρος του τέως συζύγου της – εναγόμενου, κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς ότι ο εγκαλών «Λέει στα παιδιά «κωλάρες μου», σε δύο κοριτσάκια δεν είναι τρόπος αυτός, να βάλει το παιδί στο κομπιούτερ. Τις πλένει, τις σκουπίζει, στο μπάνιο δεν αφήνει κανέναν να μπει. Η μητέρα που τα βλέπει αυτά ανησυχεί. Κυκλοφορεί με το εσώρουχο, τον έχω δει στο μπαλκόνι. Δεν μου αρέσει αυτή η συμπεριφορά του» ενώ η αλήθεια ήταν ότι ουδέποτε ο εγκαλών μετήλθε τέτοιου είδους συμπεριφοράς προς τις ανήλικες κόρες του, Ε) η πρώτη, δεύτερη, τρίτος και τέταρτη των κατηγορουμένων στον Πειραιά στις 2-2-2010 και στις 3-2-2010, ενώπιον τρίτων ισχυρίστηκαν για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, το γεγονός δε αυτό ήταν ψευδές και αυτοί γνώριζαν την αναλήθεια του και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνους, κατέθεσαν τα όσα ψευδή στα υπό στοιχεία (Α), (Β), (Γ), (Δ) αναλυτικά περιγράφονται, των οποίων έλαβαν γνώση η Συμβολαιογράφος, οι Δικηγόροι, ο Δικαστής και η Γραμματέας του Δικαστηρίου, οι ισχυρισμοί δε αυτοί μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντα καθώς παρουσίαζαν αυτόν ως πατέρα με ανάρμοστη συμπεριφορά προς τις κόρες του, ΣΤ) στον Πειραιά στις 2-2-2010 και στις 3-2-2010, η πέμπτη κατηγορούμενη (ενάγουσα), με πρόθεση προκάλεσε σε περισσότερους την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη που διέπραξαν και ειδικότερα, προκειμένου να πετύχει ευνοϊκό για εκείνη αποτέλεσμα στην από 3-8-2009 αγωγή διατροφής που είχε καταθέσει σε βάρος του εν διαστάσει συζύγου της- εγκαλούντα, έπεισε με φορτικότητα, παραινέσεις και ικεσίες τους πρώτη, δεύτερη, τρίτο και τέταρτη των κατηγορουμένων να τελέσουν τις υπό στοιχεία (Α) έως και (Ε) πράξεις, όπως αυτές περιγράφονται ανωτέρω. Επί της μήνυσης αυτής του εναγόμενου με την με αριθμό 1377/2015 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά αρχικά κρίθηκαν ένοχες η πρώτη και τέταρτη των κατηγορουμένων για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, οι δεύτερη και ο τρίτος των κατηγορουμένων ένοχοι για την πράξη της απλής δυσφήμησης, κατόπιν μετατροπής της κατηγορίας, ενώ η ενάγουσα και πέμπτη κατηγορούμενη κρίθηκε αθώα. Με την με αρ. 971/1005/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς κρίθηκε ότι η πρώτη και τέταρτη των κατηγορούμενων ….…. και ……….. είναι αθώες για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, ενώ παύτηκε υφ’ όρον λόγω παραγραφής η εκτέλεση της ποινής της πρώτης, δεύτερης, τρίτου και τέταρτης των κατηγορουμένων για τις πράξεις της συκοφαντικής και της απλής δυσφήμησης αντίστοιχα. Τα όσα ισχυρίστηκαν οι άνω μάρτυρες ως πραγματικά περιστατικά δεν προέκυψε ότι ήταν αναληθή με την έννοια ότι ο εναγόμενος ο ίδιος φρόντιζε για την υγιεινή των θυγατέρων του και έπαιζε και ήταν διαχυτικός με αυτές βάζοντας τα κορίτσια του μεταξύ άλλων αυτές πόδια του και κουνώντας αυτά ρυθμικά, όπως συνηθίζουν οι γονείς μικρών παιδιών. Όμως ο εναγόμενος δεν ενεργούσε τα παιχνίδια αυτά ή ασχολείτο με τις θυγατέρες του, αγγίζοντας αυτές με τρόπο που εμπεριείχε και σεξουαλικό περιεχόμενο, όπως υπονόησαν οι άνω μάρτυρες που θεωρούσαν την συμπεριφορά του ύποπτη, το οποίο όμως συνιστά κρίση και γι΄αυτό αθωώθηκαν και οι μάρτυρες . ………. και …….. για τη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα (βλ. την με αρ. 971/1005/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς). Οι άνω ισχυρισμοί (δυσφημιστικοί σαφώς για τον εναγόμενο) διατυπώθηκαν με τις με αρ. …………./2009 ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικά μέσα για τον ευόδωση της από αγωγής της ενάγουσας, χωρίς όμως να αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι αυτή ήταν που έπεισε τους άνω μάρτυρες να καταθέσουν τα παραπάνω και γι΄αυτό η ενάγουσα αθωώθηκε. Παρόλ΄αυτά ο εναγόμενος όμως, όταν υπέβαλε την επίδικη μήνυση στρεφόμενος κατά των άνω μαρτύρων και της ενάγουσας δεν ενήργησε με πρόθεση πρόκλησης άδικης καταδίωξης ή προς συκοφάντηση της ενάγουσας, αλλά με την πεποίθηση ότι πράγματι είχε συκοφαντηθεί και τα όσα ανέφερε σε αυτήν (έγκληση) ήταν αληθή. Συγκεκριμένα, υπέλαβε ως συκοφαντικούς τους ισχυρισμούς, που τον παρουσίαζαν ως πατέρα που επιδεικνύει άσεμνη και ανάρμοστη συμπεριφορά προς τις ανήλικες θυγατέρες του, με ότι αυτό συνεπαγόταν για το κρίσιμο ζήτημα της ανάθεσης της επιμέλειας των τέκνων του. Με την πεποίθηση αυτή, που δικαιολογείτο από τον μη απόλυτα σαφή τρόπο διατύπωσης των συγκεκριμένων ισχυρισμών των αντιδίκων του (ανεξαρτήτως της αληθείας ή μη αυτών), και ενισχυόταν από την ευνοϊκή έκβαση που θα μπορούσε να έχει για την ενάγουσα η δίκη επί της από 3-8-2009 αγωγής διατροφής που είχε καταθέσει σε βάρος του, εάν γίνονταν δεκτοί οι ανωτέρω ισχυρισμοί, υπέβαλε την ως άνω έγκληση του, χωρίς να μπορεί να αποδοθεί σ΄αυτόν δόλος καταδίωξης της ενάγουσας. Επιπλέον αυτή υποβλήθηκε, ως άμυνα (κατά συνήθη πρακτική) με σκοπό την πρόκληση δικαστικής παρέμβασης για την προάσπιση του δικαιώματος του επί της προσωπικότητας του και ειδικότερα, της τιμής και της υπόληψής τους, που θεώρησε ότι θιγόταν από όσα ανέφεραν οι άνω μάρτυρες, χωρίς να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, αφού απλώς παρατέθηκαν σ΄ αυτή οι άνω ένορκες βεβαιώσεις, χωρίς άλλες μειωτικές της ενάγουσας εκφράσεις, ώστε να τίθεται ζήτημα εξύβρισης αυτής. Περαιτέρω προέκυψε ότι με αφορμή την ανωτέρω έγκληση του εναγόμενου η ενάγουσα και οι …………. υπέβαλαν έγκληση σε βάρος του για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του εναγομένου για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις επί της οποίας αρχικά ο εναγόμενος κρίθηκε ένοχος με τη με αρ. 1612/4-4-2017 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, όμως με την 1901/2017, 75/2018 και 189/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά κηρύχθηκε αυτός αθώος κατά πλειοψηφία. Eνόψει των ανωτέρω και του ισχυρισμού ύπαρξης δικαιολογημένου συμφέροντος (άρθρο 367 ΠΚ) που παραδεκτά επανέφερε με τις προτάσεις του στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ο εναγόμενος, ένσταση που αποδείχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη, χωρίς να υπάρχει και πρόθεση εξύβρισης της ενάγουσας, ο αγωγικός ισχυρισμός (γ) του ότι ο εναγόμενος με την υποβολή της από 12-4-2010 και με αρ. ABM ……. μήνυσης του στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα της ενάγουσας, έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, για τους λόγους που εκτέθηκαν αναλυτικά ανωτέρω. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), οπότε ο σχετικός λόγος της (α) έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η (α) έφεση και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 § 4 προτελ. εδ. του ΚΠολΔ. Κατόπιν αυτών, με βάση τα όσα εκτέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, αφού έγινε δεκτή εν μέρει η (β) έφεση, εξαφανιζόμενης της εκκαλούμενης απόφασης (στο σύνολό της) θα πρέπει να διακρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.500 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας ενόψει της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων. (άρθρα 191, 178, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων, τις : α) από 23-2-2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2019 και β) από 22-2-2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2019 εφέσεις.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την (α) από 23-2-2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2019 έφεση της εκκαλούσας …………
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της άνω έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την (β) από 22-2-2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2019 έφεση του εκκαλούντος …………
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον άνω εκκαλούντα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων, στις 25.1.2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ