ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 63/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα T.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Μπέκα (ΑΜ …………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Του εφεσίβλητου – εναγόμενου: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Βαρελά – Κοκολογιάννη (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 12.11.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2015 και ειδικό ……./2015 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3126/2020 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 30.09.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……./06.10.2021 και ειδικό ……../06.10.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./13.10.2021 και ειδικό ……../13.10.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – ενάγοντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – εναγόμενου αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3126/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 12.11.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2015 και ειδικό ……/2015 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 30.09.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 06.10.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/06.10.2021 και ειδικό ……/06.10.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 29.09.2020. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων στην από 12.11.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2015 και ειδικό ……/2015 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και η οποία παραδεκτά, κατ’ άρθρο 224 του ΚΠολΔ, διορθώθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εξέθετε ότι ο εναγόμενος ήταν διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………..», η οποία είχε την έδρα της στον Πειραιά επί της …………… και είχε ως σκοπό την εκμετάλλευση του χώρου εστίασης (μπαρ – εστιατόριο) με τον διακριτικό τίτλο “………”, ότι ο ίδιος απασχολήθηκε ως υπάλληλος στην εν λόγω επιχείρηση μέχρι τον Μάρτιο του έτους 2014, όταν ο εναγόμενος προέβη σε καταχρηστική και εκδικητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ότι από τις αρχές του έτους 2010, ο εναγόμενος, ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής της ανωτέρω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, του παρέστησε ψευδώς ότι η ως άνω επιχείρηση που αυτή εκμεταλλευόταν ήταν ιδιαιτέρως επικερδής και ότι μία οικονομική επένδυση του ενάγοντος σ’ αυτή, και ειδικότερα η αγορά εκ μέρους του ποσοστού 5% των εταιρικών μεριδίων της εταιρείας, που αντιστοιχούσε σε 30 εταιρικά μερίδια, θα ήταν πραγματική ευκαιρία, αφού θα ήταν ιδιαιτέρως προσοδοφόρα, δεδομένου ότι τα κέρδη του θα πολλαπλασιάζονταν και θα γινόταν άμεσα απόσβεση του κόστους της επένδυσής του, τόσο λόγω της οικονομικής ευρωστίας της επιχείρησης, όσο και λόγω των επενδυτικών σχεδίων για την εταιρεία, με την επέκταση της δραστηριότητάς της και το άνοιγμα νέων χώρων εστίασης στην περιοχή του Πειραιά, ότι με τον τρόπο αυτό πείστηκε να καταβάλει το ποσό των 40.000,00 ευρώ, ως τίμημα για την αγορά ποσοστού 5% των εταιρικών μεριδίων της εταιρείας, που αντιστοιχούσε σε 30 εταιρικά μερίδια, και ειδικότερα ότι την 29.07.2010 καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων το υπό την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό – προσύμφωνο πώλησης και μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει και να μεταβιβάσει στον ενάγοντα 30 εταιρικά μερίδια της ανωτέρω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, αντί τιμήματος 40.000,00 ευρώ, ενώ τα συμβαλλόμενα μέρη ανέλαβαν τη ρητή υποχρέωση να συνάψουν την οριστική σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων έως την 30.09.2010, ότι σε εκτέλεση αυτού του προσυμφώνου, καταβλήθηκε την 29.07.2010 από τον ενάγοντα στον εναγόμενο το ποσό των 10.000,00 ευρώ ως προκαταβολή του τιμήματος της επικείμενης πώλησης και επιπλέον την 04.08.2020 καταβλήθηκε από τον ενάγοντα στον εναγόμενο το ποσό των 30.000,00 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος της πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων, ότι ο εναγόμενος ουδέποτε προέβη στη σύναψη της οριστικής σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων στον ενάγοντα, παρά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα με το από 29.07.2010 προσύμφωνο, ούτε είχε την πρόθεση να πράξει κάτι τέτοιο, αφού από την αρχή σκόπευε να λάβει από τον ενάγοντα το ποσό των 40.000,00 ευρώ και να το ιδιοποιηθεί παράνομα, ενσωματώνοντας αυτό στην περιουσία του και βλάπτοντας αντιστοίχως την περιουσία του ενάγοντος κατά το εν λόγω ποσό. Με βάση αυτό το ιστορικό και κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, μερικού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει κυρίως μεν ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της δικής του περιουσίας χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία, το ποσό των 31.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να του καταβάλει το ποσό των 9.000,00 ευρώ, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να του καταβάλει το ποσό των 10.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, επιφυλασσόμενος να διεκδικήσει ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων το επιπλέον ποσό των 40,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου, λόγω της αδικοπραξίας του, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3126/2020 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικοπραξιών εξαιτίας της τελεσθείσας σε βάρος του ενάγοντος απάτης, με την επισήμανση ότι δεν στοιχειοθετείται η επικαλούμενη αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου που επιχειρείται να θεμελιωθεί στην τελεσθείσα εκ μέρους του αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης του επίδικου ποσού των 40.000,00 ευρώ, το οποίο φέρεται να αποκτήθηκε από αυτόν με απάτη, καθόσον συντρέχει εν προκειμένω φαινομένη συρροή και δεν τιμωρείται η υπεξαίρεση, αφού απορροφάται από την απάτη, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο για το ποσό άνω των 31.000,00 ευρώ, και αφού απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, κρίνοντας ότι τα μνημονευόμενα σ’ αυτήν πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηριζόταν η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν διαφοροποιούνταν ούτε κατ’ ελάχιστο από εκείνα στα οποία στηριζόταν η αξίωση από την αδικοπραξία, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την κύρια βάση της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη από 30.09.2021 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδη σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με την αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ΑΚ και 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη. Έτσι, είναι αδιάφορο αν οι παραπλανητικές ενέργειες ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης, ενώ δεν αποκλείει τον μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο το γεγονός ότι σ’ αυτή συνέβαλε και η αμέλεια ή η ελαφρότητα του εξαπατηθέντος, με την έννοια ότι η πλάνη δεν θα δημιουργείτο σε ένα προσεκτικότερο άτομο (ΑΠ 932/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2005 ΝΟΜΟΣ). Δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων, αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 1046/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 932/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 895/2011 ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 του ΠΚ, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του ΠΚ, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας, είτε ως αναγκαία, είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 147 του ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του (ΑΠ 201/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 282/2010 ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 832/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1269/2017 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα σε περίπτωση παρότρυνσης του αγοραστή σε δήλωση βούλησης και κατάρτιση της σύμβασης πώλησης με απάτη, πρέπει η απάτη να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή, με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή, ανεξάρτητα αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων αναφερόμενων στο παρελθόν, το παρόν ή και το μέλλον ως αληθών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί ήταν επιβαλλόμενη από την καλή πίστη ή από την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή. Πρόκειται για την αστική απάτη, η οποία υφίσταται, όταν ο ένας των συμβαλλομένων με πρόθεση προκαλεί, με κάθε δόλιο μέσο ή τέχνασμα, τη δήλωση της βούλησης του αντισυμβαλλόμενου προς κατάρτιση της δικαιοπραξίας, δηλαδή το μέσο αυτό υπήρξε το αποφασιστικό αίτιο, το οποίο οδήγησε τον αντισυμβαλλόμενο στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας (ΑΠ 342/1995 ΕλλΔνη 37. 322). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 375 παρ. 1 και 386 παρ. 1 του ΠΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 94 του ΠΚ, προκύπτει ότι καθεμιά από τις αξιόποινες πράξεις που περιγράφονται σ’ αυτές (υπεξαίρεση και απάτη) απαρτίζεται από διαφορετικά στοιχεία και, συνεπώς, αν ο δράστης τους είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, είναι δυνατή η πραγματική συρροή των δύο αυτών εγκλημάτων, εφόσον καθένα από αυτά στρέφεται κατά διαφορετικού αντικειμένου (ΣυμβΑΠ 93/2006 ΠοινΧρ 2006. 784, ΑΠ 773/1989 ΠοινΧρ Μ. 159). Αν, όμως, και τα δύο στρέφονται κατά του αυτού υλικού αντικειμένου, υφίσταται μεταξύ τους φαινόμενη συρροή, οπότε, αν μεν ο δράστης υπεξαιρεί το ξένο κινητό πράγμα και, ακολούθως, επιχειρεί απατηλές πράξεις προς συγκάλυψη της υπεξαίρεσης ή διατήρηση της κατοχής του υπεξαιρεθέντος, υπάρχει φαινόμενη συρροή υπεξαίρεσης και μη τιμωρητής μεταγενέστερης πράξης απάτης, αν δε ο δράστης απέκτησε με απάτη το ιδιοποιούμενο πράγμα δεν τιμωρείται η υπεξαίρεση, διότι απορροφάται από την απάτη. Αν ο δράστης δεν απέκτησε με απάτη την κυριότητα του πράγματος, όπως συμβαίνει επί χρημάτων που δόθηκαν προς εκτέλεση εντολής, τότε υπάρχει μόνο υπεξαίρεση, ενώ η απάτη απορροφάται (ΑΠ 1732/2011 ΠοινΧρ ΞΒ. 578, ΑΠ 440/2009 ΠοινΧρ Ξ. 100, ΑΠ 2172/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ (Ποιν) 277/2018 ΠοινΧρ 2019. 371). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 919 του ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 919 του ΑΚ είναι (α) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη, αναγόμενη, είτε σε άσκηση δικαιώματος, είτε όχι), που αντίκειται στα χρηστά ήθη, (β) η συμπεριφορά αυτή να συνοδεύεται από πρόθεση επαγωγής ζημίας, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, (γ) να προκλήθηκε, πράγματι, ζημία σε άλλον και (δ) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Υπάρχει δε, αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης του δράστη και της ζημίας, η οποία επήλθε στον άλλο, όταν η πράξη ή η παράλειψη, από μόνη της, ήταν πρόσφορη να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και όντως επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Πρόσφορη μπορεί να είναι και η αιτία που δεν προκάλεσε, μεν, κατά λογική αιτιότητα (κατά την έννοια της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων) τη ζημία, είχε όμως γενικά την τάση, την ικανότητα να οδηγήσει σ’ αυτήν, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, κατά την αντίληψη του μέσου συνετού ανθρώπου, με βάση τα δεδομένα που είχε υπόψη του, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (αντικειμενική εκ των προτέρων πρόγνωση). Ζημία, όμως, που προήλθε από απρόοπτο, τυχαίο που οφείλεται στην ιδιομορφία της συγκεκριμένης περίπτωσης και όχι στη γενική τάση της αιτίας, δεν θεωρείται ότι συνδέεται κατά τρόπο πρόσφορο μ’ αυτήν (την αιτία) (ΕφΑθ 4212/2014 ΝΟΜΟΣ). Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 55/2003 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσόμενων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσόμενων, κρατούσες αντιλήψεις λαμβάνονται υπόψη, εκτός εάν, κατά το κοινό ως άνω συναίσθημα, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου δε, να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, υπό την ανωτέρω έννοια, στα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας) συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του θεμιτού, τυχόν, σκοπού, και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (ΑΠ 1846/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 232/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 166 του ΑΚ, το προσύμφωνο είναι καταρτισμένη σύμβαση, με την οποία δημιουργείται τέλεια ενοχή και συγκεκριμένα γεννώνται υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών για να καταρτίσουν την κύρια οριστική σύμβαση. Ως προς τις έννομες σχέσεις που πηγάζουν από το προσύμφωνο εφαρμόζονται, αναλογικώς, οι κανόνες που αφορούν γενικώς όλες τις συμβάσεις, δηλαδή οι διατάξεις των άρθρων 330 επ., 335 επ., 362 επ. και 380 επ. του ΑΚ. Ειδικότερα, επί αμφιμερώς δεσμευτικού προσυμφώνου, εάν ο ένας συμβαλλόμενος αθετήσει την υποχρέωσή του ή αρνείται κατά τρόπο σοβαρό και οριστικό την εκπλήρωση της μη ληξιπρόθεσμης ακόμη υποχρέωσής του, ο άλλος μπορεί είτε να αξιώσει την εκπλήρωση της σχετικής παροχής, δηλαδή τη σύναψη της κύριας σύμβασης, είτε να αναζητήσει την παροχή που κατέβαλε ο ίδιος κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, είτε να ζητήσει αποζημίωση, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Σημειωτέον ότι το προσύμφωνο αντιδιαστέλλεται από το «σχέδιο συμφωνίας», το οποίο συντάσσεται, συνήθως, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και στο οποίο αναγράφονται, περιληπτικώς, τα σημεία ως προς τα οποία επήλθε αρχικώς συμφωνία των μερών, χωρίς να διατυπώνονται στην οριστική μορφή τους. Η δε ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, κατά τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 του ΑΚ, υπάρχει μέχρι τη στιγμή που καταρτίσθηκε το προσύμφωνο, αφού έκτοτε δεν υφίσταται στάδιο διαπραγματεύσεων και για την τυχόν εκδηλωθείσα αθέτηση των από το προσύμφωνο υποχρεώσεων, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί μη εκπλήρωσης της παροχής επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων (ΑΠ 592/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 72/2007 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 508/2008 ΠειρΝ 2008. 391, ΕφΠατρ 867/2007 ΑχαΝομ 2008. 45, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 2007. 1502). Περαιτέρω, το άρθρο 28 του Ν. 3190/1955 «περί εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης» (όπως ίσχυε κατά τον ένδικο κρίσιμο χρόνο, δηλαδή πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 4541/2018, ανεξαρτήτως του ότι δεν υπήρξε κάποια μεταβολή ως προς το ενδιαφέρον για την εν λόγω υπόθεση ζήτημα του σχετικού τύπου) ορίζει ότι «1. Εκτός αντιθέτου διατάξεως του καταστατικού και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 29 παρ. 1 [περί μεταβιβάσεως αιτία θανάτου] το εταιρικό μερίδιο είναι μεταβιβαστόν δια πράξεως εν ζωή…3. Η μεταβίβασις του εταιρικού μεριδίου γίνεται μόνον δια συμβολαιογραφικού εγγράφου περιλαμβάνοντος…, επάγεται δε αποτελέσματα ως προς την εταιρείαν από της εγγραφής εις το κατά το άρθρον 25 βιβλίον των εταίρων…». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση για τη μεταβίβαση μεριδίου ή μεριδίων Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.) πρέπει να υποβληθεί στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου για να είναι έγκυρη. Μάλιστα, το τελευταίο ισχύει τόσο για την υποσχετική, όσο και για την εκποιητική σχετική δικαιοπραξία, και το αντίστοιχο προσύμφωνο (ΕφΘεσ 456/1996 ΔΕΕ 1996. 702). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 159, 166, 180 του ΑΚ και του άρθρου 28 του Ν. 3190/1955 προκύπτει ότι η μη τήρηση του τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου για τη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης μεριδίου ή μεριδίων Ε.Π.Ε., καθώς και του σχετικού με τη σύμβαση αυτή προσύμφωνου, συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης ή του προσυμφώνου, που θεωρούνται σαν να μην έγιναν, η ακυρότητα δε αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΕφΘεσ 456/1996 ΔΕΕ 1996. 702). Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία σε εκτέλεση του άκυρου, κατά τα ανωτέρω, προσυμφώνου, καταβλήθηκε ολόκληρο ή μέρος του σχετικού τιμήματος, η καταβολή αυτή επάγεται πλουτισμό του πωλητή χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του αγοραστή, και ως εκ τούτου το τίμημα αυτό αναζητείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ειδικότερα, κατά τις τελευταίες διατάξεις του άρθρου 904 του ΑΚ αναγνωρίζεται αξίωση προς απόδοση της ωφελείας που αποκτήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου και όταν η παροχή έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης, για την οποία ο νόμος απαιτεί την τήρηση ορισμένου τύπου και ο τύπος αυτός δεν τηρήθηκε. Στην περίπτωση αυτή η σύμβαση, για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου, θεωρείται ως μη γενόμενη, και επομένως δεν υπάρχει νόμιμη αιτία που να δικαιολογεί τη διατήρηση της παροχής στο λήπτη (ΑΠ 1709/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 653/2011 ΝοΒ 2011. 2121, ΑΠ 852/2000 ΕλλΔνη 41. 1654, ΕφΠειρ 738/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 399/2012 ΕΦΑΔ 2012. 718, ΜονΕφΠειρ 330/2020 ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω αγωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των τεσσάρων προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ, δηλαδή α) πλουτισμός του υπόχρεου, β) επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) έλλειψη νόμιμης αιτίας, και συγκεκριμένα ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1325/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007, ΕΕργΔ 2009. 255). Στην προκείμενη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κύρια βάση της αγωγής στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 147 και 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 386 του ΠΚ, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο εναγόμενος – πωλητής των εταιρικών μεριδίων της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….», με πρόθεση επιδίωξε να παραγάγει πεπλανημένη αντίληψη στον ενάγοντα – αγοραστή σχετικά με την κερδοφορία, την οικονομική ευρωστία και τα επενδυτικά σχέδια της εν λόγω εταιρείας, με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, τα οποία αναφέρονταν στο παρόν και στο μέλλον της εταιρείας και των οποίων η αποκάλυψη στον ενάγοντα – αγοραστή που τα αγνοούσε ήταν επιβαλλόμενη από την καλή πίστη και από την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή, με αποτέλεσμα να προκληθεί η δήλωση βούλησης του ενάγοντος – αγοραστή προς σύναψη του από 29.07.2010 προσυμφώνου πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων της ως άνω εταιρείας. Κατόπιν τούτων, εφόσον υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο εναγόμενος απέκτησε με απάτη το ιδιοποιούμενο τίμημα των 40.000,00 ευρώ, σε εκτέλεση του προσυμφώνου πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων της ανωτέρω εταιρείας, δεν τιμωρείται η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης του ποσού των 40.000,00 ευρώ, διότι υφίσταται φαινομένη συρροή και η υπεξαίρεση απορροφάται από την απάτη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε όμοια ως προς την κύρια βάση της αγωγής, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων αποδίδει στην εκκαλουμένη απόφαση την πλημμέλεια της κατ’ εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου απόρριψης της αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγόμενου που επιχειρείται να θεμελιωθεί στην τελεσθείσα εκ μέρους του αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης του ποσού των 40.000,00 ευρώ, λόγω απορρόφησης της υπεξαίρεσης από την απάτη. Εξάλλου, η κύρια βάση της αγωγής δεν δύναται να θεμελιωθεί στις διατάξεις του άρθρου 919 του ΑΚ, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα – ενάγοντα με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης που είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον δεν περιέχονται στο δικόγραφό της όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 919 του ΑΚ, ώστε να δύναται να κριθεί ότι η συμπεριφορά του εναγόμενου αντίκειται στα χρηστά ήθη κατ’ άρθρο 919 του ΑΚ, ως η έννοια αυτών εκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Ειδικότερα, δεν γίνεται μνεία στην αγωγή ότι η περιγραφόμενη συμπεριφορά του εναγόμενου βρίσκεται σε αντικειμενική αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, αφού ληφθούν υπόψη οι κρατούσες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσόμενων, αντιλήψεις και αφού συνεκτιμηθούν τα κίνητρα και ο σκοπός του εναγόμενου, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού αυτού, καθώς και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς του. Περαιτέρω, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι αναφέρεται σ’ αυτήν ότι δυνάμει του καταρτισθέντος μεταξύ των διαδίκων από 29.07.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, προσυμφωνήθηκε η πώληση και μεταβίβαση από τον εναγόμενο στον ενάγοντα 30 εταιρικών μεριδίων της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», αντί τιμήματος 40.000,00 ευρώ, και ότι ουδέποτε καταρτίσθηκε η οριστική σύμβαση μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων λόγω υπαιτιότητας του εναγόμενου. Κατόπιν τούτων, εφόσον υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η σύναψη του προσυμφώνου πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων της ως άνω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης διενεργήθηκε με το από 29.07.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, και όχι με τον απαιτούμενο κατ’ άρθρο 28 του Ν. 3190/1955 τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, η σύμβαση αυτή είναι άκυρη, λόγω μη τήρησης του απαιτούμενου τύπου, και θεωρείται ως μη γενόμενη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Κατά συνέπεια, η επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία θεμελιώνεται στην ανυπαρξία νόμιμης αιτίας που να δικαιολογεί τη διατήρηση της παροχής των 40.000,00 ευρώ στο λήπτη – εναγόμενο, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης προσυμφώνου πώλησης και μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, που καταρτίσθηκε με το από 29.07.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, λόγω μη τήρησης του νόμιμου τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου, είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 166, 180, 904 του ΑΚ και 28 του Ν. 3190/1955, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για την θεμελίωση της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, δεδομένου ότι αρκεί, για την πληρότητα της επικουρικής βάσης κατ’ άρθρο 904 του ΑΚ να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι, στους οποίους αυτή οφείλεται. Στην προκειμένη δε περίπτωση γίνεται επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο της σύναψης του προσυμφώνου πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων της ως άνω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με το από 29.07.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, και όχι με τον απαιτούμενο κατ’ άρθρο 28 του Ν. 3190/1955 τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, και ως εκ τούτου η σύμβαση αυτή είναι άκυρη, λόγω μη τήρησης του απαιτούμενου τύπου, και θεωρείται ως μη γενόμενη, και επομένως δεν υπάρχει νόμιμη αιτία που να δικαιολογεί τη διατήρηση της παροχής των 40.000,00 ευρώ στον λήπτη – εναγόμενο. Ειδικότερα, εκτίθενται στην αγωγή με πληρότητα και σαφήνεια, ο πλουτισμός του υπόχρεου – εναγόμενου ύψους 40.000,00 ευρώ, η επέλευση αυτού του πλουτισμού από την περιουσία του ενάγοντος, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού και της ζημίας, καθώς και η έλλειψη νόμιμης αιτίας, ήτοι η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη – εναγόμενου, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αυτός κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος σε εκπλήρωση άκυρης σύμβασης, λόγω μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου του από 29.07.2010 προσυμφώνου πώλησης και μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων της ως άνω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι είναι μη νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, και ως εκ τούτου πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα αυτού του Δικαστηρίου, αλλά και κατ’ αναγκαία παραδοχή ως βάσιμου του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσης, να εξαφανιστεί κατά το μέρος αυτό η εκκαλουμένη απόφαση, και ακολούθως αφού κρατηθεί η υπόθεση από αυτό το Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 535 του ΚΠολΔ, δικαζομένη κατά τούτο εκ νέου, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν η επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό που κρίθηκε νόμιμη κατά τα προαναφερθέντα.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων του μάρτυρος απόδειξης ………… και του μάρτυρος ανταπόδειξης …………… που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι σε επικυρωμένα φωτοτυπικά αντίγραφα, από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον εκκαλούντα – ενάγοντα υπ’ αριθ. ……./20.10.2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. του μάρτυρα …………… ….., η οποία λήφθηκε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εφεσίβλητου – εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. …/17.10.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……..), από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο υπ’ αριθ. ……./31.10.2019 και ……/31.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ……… ………. και Γεωργίου ………., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος – ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ………./25.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας σχετικής ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΕφΑθ 781/2009 ΕΦΑΔ 2009. 453), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ’ αριθ. ……./07.03.2007 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………… που δημοσιεύθηκε στο προσκομιζόμενο υπ’ αρ. φύλλου 1912/20.03.2007 Φ.Ε.Κ. Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, ιδρύθηκε η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………..», η οποία είχε την έδρα της στον Πειραιά επί της . ……… και είχε ως σκοπό την εκμετάλλευση εστιατορίων, μεζεδοπωλείων, ταβερνών καθώς και την τροφοδοσία και διανομή φαγητών κατ’ οίκον. Το κεφάλαιο της εταιρείας ανήλθε σε 18.000,00 ευρώ, διαιρούμενο σε 600 εταιρικά μερίδια, ονομαστικής αξίας 30,00 ευρώ το καθένα. Εταίροι της εταιρείας ήταν ο εναγόμενος, που ορίσθηκε νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας και συμμετείχε με μία μερίδα συμμετοχής, αποτελούμενη από 360 εταιρικά μερίδια, ήτοι ποσοστό 60% του εταιρικού κεφαλαίου, η ………….., που συμμετείχε με μία μερίδα συμμετοχής, αποτελούμενη από 180 εταιρικά μερίδια, ήτοι ποσοστό 30% του εταιρικού κεφαλαίου, η σύζυγος του εναγόμενου …………., που συμμετείχε με μία μερίδα συμμετοχής, αποτελούμενη από 30 εταιρικά μερίδια, ήτοι ποσοστό 5% του εταιρικού κεφαλαίου, και ο υιός του εναγόμενου ………., που συμμετείχε με μία μερίδα συμμετοχής, αποτελούμενη από 30 εταιρικά μερίδια, ήτοι ποσοστό 5% του εταιρικού κεφαλαίου. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………../12.04.2010 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. που δημοσιεύθηκε στο προσκομιζόμενο υπ’ αρ. φύλλου 2768/23.04.2010 Φ.Ε.Κ. Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, η εταίρος …… …….. μεταβίβασε λόγω πώλησης τα ανήκοντα σ’ αυτήν 180 εταιρικά μερίδια και εξήλθε από την εταιρεία, μετά δε τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων και την είσοδο νέων εταίρων στην εταιρεία, μόνοι εταίροι αυτής ήταν ο εναγόμενος με 360 εταιρικά μερίδια, η σύζυγος του εναγόμενου ………. με 30 εταιρικά μερίδια, ο υιός του εναγόμενου ……….. του Μαργαρίτη με 30 εταιρικά μερίδια, ο ……. με 60 εταιρικά μερίδια, ο ………… με 60 εταιρικά μερίδια και η ……. ……. με 60 εταιρικά μερίδια. Αποδείχθηκε επίσης ότι η εταιρεία, από τη σύστασή της το έτος 2007, ανέλαβε την εκμετάλλευση της επιχείρησης εστίασης (μπαρ – εστιατόριο) με τον διακριτικό τίτλο “……”, η οποία βρισκόταν στον Πειραιά επί της ……….. και στην οποία εργαζόταν ο ενάγων ως υπάλληλος από το έτος 2003 και υπό διαφορετικές διευθύνσεις της εν λόγω επιχείρησης. Ο εναγόμενος, όντας ιδιοκτήτης μεταφορικής εταιρείας, δεν είχε γνώση του αντικειμένου και του τρόπου λειτουργίας των επιχειρήσεων εστίασης και για τον λόγο αυτό διατήρησε τον ενάγοντα στην εργασιακή του θέση ως υπάλληλο – υπεύθυνο της επιχείρησης, προκειμένου να επωφεληθεί από τις γνώσεις και την εμπειρία αυτού, λόγω και της μακρόχρονης απασχόλησής του στην εν λόγω επιχείρηση. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι το θέρος τους έτους 2010 ο εναγόμενος επιθυμούσε να προβεί σε ανακαίνιση της ως άνω επιχείρησης και προκειμένου να εξεύρει τα απαιτούμενα κεφάλαια, πρότεινε στον ενάγοντα να του πωλήσει και να του μεταβιβάσει 30 εταιρικά μερίδια, ήτοι ποσοστό 5% του εταιρικού κεφαλαίου της ανωτέρω εταιρείας, αντί τιμήματος 40.000,00 ευρώ. Στα πλαίσια αυτά, την 29.07.2010, καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων το προσκομιζόμενο υπό την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό – προσύμφωνο πώλησης και μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει και να μεταβιβάσει στον ενάγοντα 30 εταιρικά μερίδια της ανωτέρω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, αντί τιμήματος 40.000,00 ευρώ. Σύμφωνα δε με τον όρο 3 του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, τα συμβαλλόμενα μέρη ανέλαβαν τη ρητή υποχρέωση να συνάψουν την οριστική σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων έως την 30.09.2010. Σε εκτέλεση αυτού του προσυμφώνου, ο ενάγων κατέβαλε την 29.07.2010 στον εναγόμενο το ποσό των 10.000,00 ευρώ ως προκαταβολή του τιμήματος της επικείμενης πώλησης, ενώ στον όρο 5 του ιδιωτικού συμφωνητικού αναγράφηκε ότι καταβλήθηκε το ποσό των 5.000,00 ευρώ και ότι το συμφωνητικό αποτελούσε απόδειξη καταβολής του εν λόγω ποσού. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί καταβολής από τον ενάγοντα στον εναγόμενο του ποσού των 10.000,00 ευρώ, αντί του αναγραφόμενου στο ιδιωτικό συμφωνητικό ποσού των 5.000,00 ευρώ, ενισχύεται και από το προσκομιζόμενο αντίγραφο της υπ’ αριθ. ………… τραπεζικής επιταγής, ποσού 10.000,00 ευρώ, που εκδόθηκε από την Εθνική Τράπεζα την 29.07.2010 σε διαταγή του ενάγοντος και εισπράχθηκε από τον ίδιο αυθημερόν με σκοπό την καταβολή του ποσού αυτού στον εναγόμενο ως προκαταβολή του τιμήματος της επικείμενης πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι την 04.08.2020 καταβλήθηκε από τον ενάγοντα στον εναγόμενο το ποσό των 30.000,00 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος της πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων. Ενισχυτικές της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου περί καταβολής την 04.08.2010 από τον ενάγοντα στον εναγόμενο του ποσού των 30.000,00 ευρώ είναι οι προσκομιζόμενες εκτυπώσεις κινήσεων των τηρούμενων στην Τράπεζα …….. υπ’ αριθ. ………. και ………. τραπεζικών λογαριασμών, με δικαιούχους τον πατέρα του ενάγοντος ………… και την μητέρα του ενάγοντος ……….., αντίστοιχα, από τις οποίες προκύπτει ότι οι τελευταίοι ανέλαβαν τα ποσά των 15.000,00 ευρώ ο καθένας, τα οποία στη συνέχεια παρέδωσαν στον ενάγοντα, με σκοπό την καταβολή αυτών στον εναγόμενο σε εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος της πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο εναγόμενος ουδέποτε προέβη στη σύναψη της οριστικής σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων στον ενάγοντα, παρά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα με το από 29.07.2010 προσύμφωνο και την εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος εκ μέρους του ενάγοντος. Ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε ότι δεν προέβη στη σύναψη της οριστικής σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων στον ενάγοντα, λόγω μη εξόφλησης εκ μέρους αυτού του υπόλοιπου συμφωνηθέντος τιμήματος των 35.000,00 ευρώ, μέχρι την ορισθείσα καταληκτική ημερομηνία καταβολής αυτού την 30.09.2010, αφαιρουμένης της προκαταβολής των 5.000,00 ευρώ που καταβλήθηκε από τον ενάγοντα την 29.07.2010, κατά τη σύναψη του μεταξύ τους προσυμφώνου. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο, αφού προέκυψε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι ο ενάγων κατέβαλε σ’ αυτόν ολόκληρο το συμφωνηθέν ως άνω τίμημα των 40.000,00 ευρώ, έρχεται σε αντίθεση και με τα λοιπά προσκομιζόμενα από τον ίδιο αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο υπ’ αριθ. 213 δήλωση απόδοσης φόρου μεταβίβασης μεριδίων Ε.Π.Ε., η οποία υποβλήθηκε την 15.09.2011 στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, ο εναγόμενος δήλωσε τη μεταβίβαση στον ενάγοντα των επίδικων 30 εταιρικών μεριδίων της ανωτέρω εταιρείας, αντί τιμήματος 900,00 ευρώ που αντιστοιχούσε στην ονομαστική αξία αυτών, επιπλέον δε προέβη στην καταβολή του αναλογούντος φόρου μεταβίβασης ύψους 928,94 ευρώ, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …………./15.09.2011 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α’ της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, ενέργειες στις οποίες δεν θα προέβαινε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, εάν δεν είχε προηγηθεί η καταβολή σ’ αυτόν του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος, προκειμένου να αποφύγει και την περαιτέρω επιβάρυνσή του με τον αναλογούντα ως άνω φόρο μεταβίβασης. Αποδείχθηκε επίσης ότι την 28.03.2014 ο εναγόμενος, ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας, προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, με ταυτόχρονη καταβολή σ’ αυτόν της αναλογούσας αποζημίωσης λόγω καταγγελίας, όπως προέκυψε από την προσκομιζόμενη από 28.03.2014 εξοφλητική απόδειξη αποζημίωσης απόλυσης, σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη από 31.03.2014 υπεύθυνη δήλωση του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 8 του Ν. 1599/1986, στην οποία αναφέρει ότι έχει εξοφληθεί ολοσχερώς και ότι δεν έχει καμία απαίτηση από την εργοδότρια εταιρεία. Ακολούθως, ο ενάγων κοινοποίησε στον εναγόμενο την 14.05.2014 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …………/14.05.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………..) την προσκομιζόμενη εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία, με την οποία έταξε σ’ αυτόν προθεσμία πέντε ημερών, ώστε να προβεί στην απόδοση στον ενάγοντα του καταβληθέντος ως άνω τιμήματος των 40.000,00 ευρώ. Σε απάντηση, ο εναγόμενος του κοινοποίησε την 07.08.2014 (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …………….) την προσκομιζόμενη από 14.07.2014 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία υποστήριξε ότι ο ενάγων έχει εξοφληθεί ολοσχερώς και ότι ουδέν ποσό του οφείλεται. Εξάλλου, από κανένα από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος εξαπατήθηκε και πείστηκε να καταβάλει στον εναγόμενο το ανωτέρω ποσό των 40.000,00 ευρώ, ως τίμημα για την αγορά των εταιρικών μεριδίων, λόγω των ψευδών παραστάσεων στις οποίες προέβη ο εναγόμενος, και συγκεκριμένα ότι η ως άνω επιχείρηση που εκμεταλλευόταν η εταιρεία που εκπροσωπούσε, ήταν ιδιαιτέρως επικερδής και ότι μία οικονομική επένδυση του ενάγοντος σ’ αυτή θα ήταν πραγματική ευκαιρία, αφού θα ήταν ιδιαιτέρως προσοδοφόρα, δεδομένου ότι τα κέρδη του θα πολλαπλασιάζονταν και θα γινόταν άμεσα απόσβεση του κόστους της επένδυσής του, τόσο λόγω της οικονομικής ευρωστίας της επιχείρησης, όσο και λόγω των επενδυτικών σχεδίων για την εταιρεία. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η επιχείρηση που εκμεταλλευόταν η ανωτέρω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, είχε καλή οικονομική πορεία και αυξημένη κερδοφορία, κατά τον κρίσιμο ως άνω χρόνο, γεγονός που γνώριζε ο ενάγων, τόσο λόγω της υπαλληλικής του ιδιότητας ως υπεύθυνος και ταμίας της επιχείρησης που λάμβανε τις εισπράξεις και διενεργούσε τις πληρωμές, όσο και λόγω της μακροχρόνιας προϋπηρεσίας του σ’ αυτή. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι εξαιτίας αυτής της οικονομικής ευρωστίας της επιχείρησης, αλλά και των κερδών που προσδοκούσε ο ενάγων από τη συμμετοχή του σ’ αυτή, αποφάσισε να προβεί στην αγορά των εταιρικών μεριδίων της εταιρείας που εκμεταλλευόταν την εν λόγω επιχείρηση, εκτιμώντας την ενέργεια αυτή ως επενδυτική ευκαιρία για την επαύξηση των εισοδημάτων του, και όχι εξαιτίας της εξαπάτησής του συνεπεία των επικαλούμενων ως άνω ψευδών παραστάσεων, στις οποίες φέρεται να προέβη ο εναγόμενος. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα ανωτέρω και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κύρια βάση της αγωγής, που θεμελιώθηκε στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, εξαιτίας της επικαλούμενης τελεσθείσας σε βάρος του ενάγοντος απάτης, δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, και ως εκ τούτου κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος ο σχετικός πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι δυνάμει του από 29.07.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, τα συμβαλλόμενα μέρη ανέλαβαν τη ρητή υποχρέωση να συνάψουν την οριστική σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων στον ενάγοντα, εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ήτοι έως την 30.09.2010, κατά τα προαναφερθέντα, και ως εκ τούτου η σύμβαση αυτή αποτελεί προσύμφωνο πώλησης και μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων της ανωτέρω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, το οποίο, όμως, δεν υποβλήθηκε στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου ώστε να είναι έγκυρο, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 3190/1955 που ορίζει ότι η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν μερίδιο ή μερίδια εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, όπως και το αντίστοιχο προσύμφωνο κατ’ άρθρο 166 του ΑΚ, πρέπει να υποβληθεί στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Κατόπιν τούτων, το προσύμφωνο περί πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων της ανωτέρω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, το οποίο καταρτίσθηκε με το από 29.07.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, είναι άκυρο και θεωρείται σαν να μην έγινε, και συνεπώς η καταβολή από τον ενάγοντα – αγοραστή του ανωτέρω ποσού των 40.000,00 ευρώ, σε εκτέλεση του άκυρου προσυμφώνου, προς εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος, συνεπάγεται πλουτισμό του εναγόμενου – πωλητή, χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του ενάγοντος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, υφίσταται αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγόμενου προς απόδοση της ανωτέρω ωφελείας, που αποκτήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του, σχετικώς με το καταβληθέν ποσό του τιμήματος των 40.000,00 ευρώ, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. του ΑΚ.
Κατόπιν τούτων, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα αναφορικά με την υπό κρίση έφεση, πρέπει, μετά την παραδοχή ως βάσιμου του δεύτερου λόγου της, αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή και κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά ο ως άνω λόγος, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, τα οποία και θα επανακαθοριστούν. Για το ενιαίο, όμως, του τίτλου της εκτέλεσης, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί στο σύνολό της, ήτοι ως προς το άνω κεφάλαιο κατά το οποίο έσφαλε, αλλά και ως προς εκείνα που δεν έσφαλε (προσβληθέντα αλλά μη ανατραπέντα) και, ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει η αγωγή κατά την επικουρική βάση της να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 31.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να του καταβάλει το ποσό των 9.000,00 ευρώ, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα – ενάγοντα. Τέλος, λόγω της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, πρέπει να εξαφανιστεί εν όλω η διάταξη της περί δικαστικών εξόδων (βλ. ΜονΕφΘεσ 923/2018 ΝΟΜΟΣ) και τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος του εναγόμενου λόγω της μερικής ήττας του (άρθρα 178 και 183 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 30.09.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3126/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 12.11.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2015 και ειδικό ………/2015 αγωγή.
Απορρίπτει ότι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.
Δέχεται κατά τα λοιπά την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά την επικουρική βάση της.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα μία χιλιάδων (31.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων (9.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα – ενάγοντα του παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου υπ’ αριθ. …………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος του εναγόμενου μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30-1-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ