Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 64/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   64/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – εναγόμενων: 1) ……… και 2) ………..οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μαριόλη (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ……….., ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Βαμβακούλη (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 19.05.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2015 και ειδικό ……./2015 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2996/2020 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 09.06.2021 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……../09.06.2021 και ειδικό ……./09.06.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./27.07.2021 και ειδικό ………./27.07.2021, για τη δικάσιμο της 02.06.2022 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2996/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 19.05.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2015 και ειδικό …../2015 αγωγή του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες – εναγόμενους την 10.05.2021 (βλ. Τη σχετική από 10.05.2021 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ………… επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 2996/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 09.06.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 09.06.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../09.06.2021 και ειδικό …./09.06.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες–εναγόμενους το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων στην από 19.05.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2015 και ειδικό …../2015 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι τον Ιανουάριο του έτους 2009 γνώρισε την δεύτερη εναγόμενη, μέσω προσωπικής αγγελίας στην εφημερίδα «Χρυσή Ευκαιρία», στην οποία δήλωνε την καλή οικονομική του κατάσταση και την επιθυμία του για γνωριμία συντρόφου με σκοπό τη σύναψη γάμου, ότι αφού συνήψε σοβαρή συναισθηματική σχέση με την δεύτερη εναγόμενη, αποφάσισαν να τελέσουν γάμο το φθινόπωρο του έτους 2012, ότι για το σκοπό αυτό προέβη στην ανακαίνιση της οικίας του στο Περιστέρι Αττικής, επί της οδού …….. πλην όμως ο γάμος τους ματαιώθηκε λόγω της σοβαρής κατάστασης της υγείας της μητέρας του, που τελικώς απεβίωσε την 28.01.2013, ότι στα πλαίσια του σοβαρού συναισθηματικού δεσμού του με την δεύτερη εναγόμενη, είχε αναπτύξει στενότατες σχέσεις με την οικογένειά της, αφού επισκεπτόταν καθημερινώς την οικία της μέλλουσας συζύγου του, στο Κερατσίνι Αττικής, επί της οδού ……….., στην οποία συνοικούσε με τον πρώτο εναγόμενο πατέρα της και την μητέρα της, ότι στις αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2011, κατά τη διάρκεια συζήτησης με τους εναγόμενους, ανέφερε ότι διατηρούσε κοινό τραπεζικό λογαριασμό στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο με συνδικαιούχο τη μητέρα του και με υπόλοιπο υψηλό χρηματικό ποσό, ότι ακολούθως ο πρώτος εναγόμενος του παρέστησε ψευδώς ότι ήταν αποκλειστικός κύριος της ανωτέρω οικογενειακής τους οικίας, ότι είχε ληξιπρόθεσμη οφειλή από δάνειο προς την Τράπεζα ………….., ύψους 100.000,00 ευρώ περίπου, ότι το ακίνητο αυτό είχε κατασχεθεί αναγκαστικώς από την ανωτέρω Τράπεζα και επίκειτο η εκπλειστηρίασή του, ότι είχε προβεί σε διακανονισμό της ληξιπρόθεσμης οφειλής του με την αρμόδια υπηρεσία καθυστερήσεων της Τράπεζας και είχε συμφωνήσει να αποπληρώσει την οφειλή του σε δόσεις, ότι χρειαζόταν χρήματα προκειμένου να καταβάλει τις δόσεις της εν λόγω ρύθμισης, ώστε να αποφύγει τον επικείμενο πλειστηριασμό του ακινήτου του, ότι αφού πείσθηκε στις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις του πρώτου εναγόμενου, συνήψε άτυπη, άτοκη σύμβαση δανείου, σε εκτέλεση της οποίας κατέβαλε σ’ αυτόν, κατά το χρονικό διάστημα από την 19.09.2011 μέχρι την 16.11.2012, το συνολικό ποσό των 96.150,29 ευρώ, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή ποσά και ημερομηνίες, ο δε πρώτος εναγόμενος του υποσχέθηκε ότι θα του αποδώσει το ποσό του δανείου σταδιακά μόλις θα είχε την οικονομική δυνατότητα, ότι η δεύτερη εναγόμενη επιβεβαίωσε τις ψευδείς παραστάσεις του πρώτου εναγόμενου και τον παρότρυνε να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της, ενόψει και του επικείμενου γάμου τους, διαβεβαιώνοντας τον ταυτόχρονα ότι δεν επρόκειτο να χάσει τα χρήματά του και ότι θα του επιστραφούν σταδιακά, ότι μετά την τελευταία καταβολή το Νοέμβριο του έτους 2012, η δεύτερη εναγόμενη άρχισε να τον αποφεύγει συστηματικά και τελικώς τον Ιανουάριο του έτους 2013 του ανακοίνωσε ότι επιθυμεί να διακόψουν τη συναισθηματική τους σχέση, ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του προς τους εναγόμενους για την απόδοση του ανωτέρω ποσού του δανείου, αυτοί δεν του κατέβαλαν κανένα ποσό, ότι για τον λόγο αυτό προσέφυγε σε δικηγόρο τον Μάιο του έτους 2014, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι οι ανωτέρω παραστάσεις του πρώτου εναγόμενου ήταν ψευδείς, αφού αφενός αυτός δεν ήταν κύριος του ανωτέρω ακινήτου, αφετέρου το ακίνητο αυτό δεν είχε κατασχεθεί αναγκαστικώς από την Τράπεζα ………., ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του, πείθοντας αυτόν, με την παράσταση των ανωτέρω ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και εκμεταλλευόμενος την αφέλεια και την ευαίσθητη συναισθηματική του κατάσταση, σε πράξη, ήτοι στη σύναψη της σύμβασης δανείου και στην καταβολή του ποσού των 96.150,29 ευρώ, η δε δεύτερη εναγόμενη παρέσχε άμεση συνδρομή στον πρώτο εναγόμενο κατά την διάρκεια και την εκτέλεση της αξιόποινης πράξης της απάτης, ότι υπέβαλε σε βάρος των εναγόμενων, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, την από 19.05.2015 υπό …………. έγκλησή του για την αξιόποινη πράξη της απάτης και της άμεσης συνέργειας σε απάτη. Με βάση αυτό το ιστορικό και κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος, ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, κυρίως μεν ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που έχει υποστεί με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι οι εναγόμενοι κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος της δικής του περιουσίας, χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία, το ποσό των 96.150,29 ευρώ, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτών να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 20.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων, επιφυλασσόμενος να διεκδικήσει ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων το επιπλέον ποσό των 44,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος των εναγόμενων, λόγω της αδικοπραξίας τους, προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2996/2020 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, εξαιτίας της τελεσθείσας σε βάρος του ενάγοντος απάτης, εκτός από τα παρεπόμενα αιτήματα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης, τα οποία κρίθηκαν μη νόμιμα, και αφού απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, κρίνοντας ότι τα μνημονευόμενα σ’ αυτήν πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηριζόταν η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν διαφοροποιούνταν από εκείνα στα οποία στηριζόταν η αξίωση από την αδικοπραξία, στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 96.150,29 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, ήτοι το συνολικό ποσό των 98.150,29 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την κρινόμενη από 09.06.2021 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδη σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με την αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ΑΚ και 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη. Έτσι, είναι αδιάφορο αν οι παραπλανητικές ενέργειες ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης, ενώ δεν αποκλείει τον μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο το γεγονός ότι σ’ αυτή συνέβαλε και η αμέλεια ή η ελαφρότητα του εξαπατηθέντος, με την έννοια ότι η πλάνη δεν θα δημιουργείτο σε ένα προσεκτικότερο άτομο (ΑΠ 932/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2005 ΝΟΜΟΣ). Δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων, αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 1046/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 932/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 895/2011 ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 του ΠΚ, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του ΠΚ, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας, είτε ως αναγκαία, είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 147 του ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του (ΑΠ 201/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 282/2010 ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 832/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1269/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 393 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, συμβάσεις και συλλογικές πράξεις, δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες, εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. α’ του ίδιου Κώδικα, εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, εάν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη. Για την ύπαρξη αρχής έγγραφης απόδειξης από έγγραφο απαιτείται αυτό να πιθανολογεί, δηλαδή να καθιστά πιθανό το αμφισβητούμενο γεγονός. Τούτο συμβαίνει, όταν από το έγγραφο δεν αποδεικνύεται πλήρως το αμφισβητούμενο γεγονός, αλλά αναφέρονται σε αυτό περιστατικά, από τα οποία με πιθανότητα μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για την ύπαρξη του αμφισβητούμενου γεγονότος. Πότε δε το έγγραφο καθιστά πιθανό το αποδεικτέο γεγονός είναι ζήτημα πραγματικό. Αν το δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου, κρίνει ότι υπάρχει πιθανολόγηση για το αποδεικτέο γεγονός δέχεται τη συνδρομή της αρχής έγγραφης απόδειξης και επιτρέπει βάσει αυτής τη μαρτυρική απόδειξη. Όταν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης από επικαλούμενο και νόμιμα προσκομιζόμενο έγγραφο, το δικαστήριο επιτρέπει τη μαρτυρική απόδειξη, έστω και αν δεν προταθεί από το διάδικο ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί αρχή έγγραφης απόδειξης, καθόσον η αναγκαιότητα της πρότασης αυτής δεν προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, ούτε και από άλλη διάταξη (ΑΠ 230/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 47/2021 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον κατά τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, εάν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο. Ηθική αδυναμία κτήσεως εγγράφου υπάρχει, αν τα μέρη είχαν κατά τον χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως τόσο στενό δεσμό, ώστε σύμφωνα με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις η αξίωση συντάξεως εγγράφου για την συγκεκριμένη σύμβαση θα παρίστατο αδικαιολόγητη ή θα ενείχε μη ανεκτή δυσπιστία. Ο δεσμός αυτός μπορεί να είναι στενή συγγένεια, μνηστεία, ερωτικός ή στενός φιλικός δεσμός (ΑΠ 2/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 346/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1383/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 17/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΣτερΕλλ 34/2015 ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 393 παρ. 1 και 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επιτρέπεται το εμμάρτυρο μέσο προς απόδειξη σύμβασης δανείου, η αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το από το ως άνω άρθρο 393 παρ. 1 οριζόμενο ποσό, σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου. Η απόδειξη για το γεγονός από το οποίο μπορεί να προκύψει ηθική αδυναμία το οποίο (γεγονός) επικαλείται ο υπόχρεος σε απόδειξη, εφόσον αμφισβητηθεί, γίνεται και με μάρτυρες. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εφόσον βεβαιώνει την ύπαρξη ηθικής αδυναμίας για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των άνω δικονομικών διατάξεων (ΑΠ 866/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2015, ΑΠ 346/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1383/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1402/2008 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων της μάρτυρος απόδειξης ………… και της μάρτυρος ανταπόδειξης ………., που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι σε επικυρωμένα φωτοτυπικά αντίγραφα, των προσκομιζόμενων από τους εναγόμενους υπ’ αριθ. ……../22.06.2015 και ……../22.06.2015 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων …………. και ………, αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στα πλαίσια δίκης ασφαλιστικών μέτρων, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και οι οποίες εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΑΠ 1186/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 259/2005 ΕλληΔνη 2006. 1396, ΜονΕφΔωδ 29/2021 ΝΟΜΟΣ), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας σχετικής ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΕφΑθ 781/2009 ΕΦΑΔ 2009. 453), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον Ιανουάριο του έτους 2009, ο ενάγων γνώρισε την δεύτερη εναγόμενη, μέσω προσωπικής αγγελίας στην εφημερίδα «…………….», στην οποία δήλωνε την καλή οικονομική του κατάσταση και την επιθυμία του για γνωριμία συντρόφου με σκοπό τη σύναψη γάμου. Ακολούθως, ο ενάγων συνήψε συναισθηματική σχέση με την δεύτερη εναγόμενη και αποφάσισαν να τελέσουν γάμο το φθινόπωρο του έτους 2012. Ο ενάγων ήταν άτομο άπειρο στις κοινωνικές επαφές και δεν είχε καθόλου εμπειρία στις ερωτικές σχέσεις, ενώ η ηλικιακή του διαφορά με την δεύτερη εναγόμενη υπερέβαινε τα είκοσι έτη. Συγκεκριμένα, ο ενάγων, κατά τη γνωριμία του με την εναγόμενη, διήγε το 53ο έτος της ηλικίας του και συμβίωνε με την υπερήλικη μητέρα του ……….., ενώ η δεύτερη εναγόμενη ήταν 33 ετών. Επιπλέον η οικονομική κατάσταση του ενάγοντος ήταν αρκετά καλή, αφού εργαζόταν ως μόνιμος υπάλληλος στον Δήμο Αθηναίων με μηνιαίες αποδοχές περίπου 2.000,00 ευρώ και είχε την κυριότητα μίας οικίας στο Περιστέρι Αττικής, επί της οδού ………., την οποία αποφάσισε να ανακαινίσει, ενόψει του επικείμενου γάμου του με την δεύτερη εναγόμενη, μέσω ανάλωσης κεφαλαίων που είχε συγκεντρώσει από αποταμιεύσεις των προηγούμενων ετών. Οι εργασίες ανακαίνισης της εν λόγω οικίας του ενάγοντος ξεκίνησαν τον Αύγουστο του έτους 2009 και ολοκληρώθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους τον Ιούνιο του έτους 2011, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής οικοδομικών εν γένει υλικών που εκδόθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από την 06.08.2009 μέχρι την 30.06.2011, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις οικοδομοτεχνικού έργου που υποβλήθηκαν στο αρμόδιο υποκατάστημα Αγ. Ιεροθέου του Ι.Κ.Α. κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του έτους 2010 μέχρι τον Μάιο του έτους 2011 και αφορούσαν στην καταβολή των αναλογούντων εργοδοτικών εισφορών για τους απασχοληθέντες στην οικοδομή τεχνίτες. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ότι οι εργασίες ανακαίνισης της οικίας του ενάγοντος είχαν ολοκληρωθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος τους τον Ιούνιο του έτους 2011, δεν αναιρείται από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόμενων …. …….. και ……….., στις υπ’ αριθ. ……../22.06.2015 και ……./22.06.2015 ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, αφού οι εν λόγω μάρτυρες, τεχνίτες εγκατάστασης συστημάτων ασφαλείας – συναγερμών και τοποθέτησης γύψινων, αντίστοιχα, κατέθεσαν ότι πραγματοποίησαν ημερομίσθια δύο και τριών ημερών, στις αρχές του έτους 2012 και το φθινόπωρο του έτους 2011, σχετικά με τις ανωτέρω οικοδομικές εργασίες, οι οποίες, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, πραγματοποιούνται συνήθως στο πέρας της κατασκευής της οικοδομής. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο γάμος του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης, που επρόκειτο να λάβει χώρα το φθινόπωρο του έτους 2012, ματαιώθηκε, λόγω σοβαρής ασθένειας και επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας της μητέρας του ενάγοντος, η οποία τελικώς απεβίωσε την 28.01.2013, σε ηλικία 87 ετών (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πράξης ……/2013 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου του Δήμου Περιστερίου Αττικής). Στα πλαίσια του σοβαρού συναισθηματικού δεσμού μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης, είχαν αναπτυχθεί στενότατες σχέσεις αυτού με την οικογένειά της, αφού επισκεπτόταν καθημερινώς την οικία της μέλλουσας συζύγου του, στο Κερατσίνι Αττικής, επί της οδού .. …….. στην οποία αυτή συνοικούσε με τον πρώτο εναγόμενο πατέρα της και την μητέρα της. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2011, κατά τη διάρκεια συζήτησης του ενάγοντος με τους εναγόμενους, ανέφερε ότι διατηρούσε τον υπ’ αριθ. ……… κοινό τραπεζικό λογαριασμό στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο με συνδικαιούχο τη μητέρα του και με υπόλοιπο περίπου 105.000,00 ευρώ. Ακολούθως ο πρώτος εναγόμενος, έχοντας σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, έπεισε αυτόν, με την παράσταση των ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και εκμεταλλευόμενος την αφέλεια, την απειρία του περί τις κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις και την ευαίσθητη συναισθηματική του κατάσταση, σε πράξη, ήτοι στη σύναψη άτυπης σύμβασης δανείου και στην καταβολή του συνολικού ποσού των 96.150,29 ευρώ, η δε δεύτερη εναγόμενη παρέσχε άμεση συνδρομή στον πρώτο εναγόμενο κατά την διάρκεια και την εκτέλεση της αξιόποινης πράξης της απάτης. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος παρέστησε ψευδώς στον ενάγοντα ότι ήταν αποκλειστικός κύριος της οικογενειακής τους οικίας στο Κερατσίνι Αττικής, επί της οδού …………, ότι είχε ληξιπρόθεσμη οφειλή από δάνειο προς την Τράπεζα …………., ύψους 100.000,00 ευρώ περίπου, ότι το ακίνητο αυτό είχε κατασχεθεί αναγκαστικώς από την ανωτέρω Τράπεζα και επίκειτο η εκπλειστηρίασή του, ότι είχε προβεί σε διακανονισμό της ληξιπρόθεσμης οφειλής του με την αρμόδια υπηρεσία καθυστερήσεων της Τράπεζας και είχε συμφωνήσει να αποπληρώσει την οφειλή του σε δόσεις και ότι χρειαζόταν χρήματα προκειμένου να καταβάλει τις δόσεις της εν λόγω ρύθμισης, ώστε να αποφύγει τον επικείμενο πλειστηριασμό του ακινήτου του. Ο ενάγων αφού πείσθηκε στις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις του πρώτου εναγόμενου, συνήψε άτυπη, άτοκη σύμβαση δανείου, σε εκτέλεση της οποίας κατέβαλε σ’ αυτόν, κατά το χρονικό διάστημα από την 19.09.2011 μέχρι την 16.11.2012, το συνολικό ποσό των 96.150,29 ευρώ, ο δε πρώτος εναγόμενος του υποσχέθηκε ότι θα του αποδώσει το ποσό του δανείου σταδιακά μόλις θα είχε την οικονομική δυνατότητα. Η δεύτερη εναγόμενη επιβεβαίωσε τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις του πρώτου εναγόμενου και παρότρυνε τον ενάγοντα, πιεστικά και με φορτικότητα, να συνδράμει οικονομικώς την οικογένειά της, ενόψει και του επικείμενου γάμου τους, διαβεβαιώνοντας τον ταυτόχρονα ότι δεν επρόκειτο να χάσει τα χρήματά του και ότι θα του επιστραφούν σταδιακά. Συγκεκριμένα, ο ενάγων κατέβαλε στον πρώτο εναγόμενο τα ακόλουθα ποσά, αφού προηγουμένως προέβη σε ισόποσες αναλήψεις από τον τηρούμενο στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο υπ’ αριθ. ………. κοινό τραπεζικό λογαριασμό με συνδικαιούχο τη μητέρα του, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο φωτοαντίγραφο του βιβλιαρίου του εν λόγω λογαριασμού, όπου απεικονίζεται όλη η κίνηση του λογαριασμού κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ήτοι την 19.09.2011 του κατέβαλε το ποσό των 1.000,00 ευρώ, την 20.09.2011 του κατέβαλε το ποσό των 4.000,00 ευρώ, την 26.10.2011 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 17.11.2011 του κατέβαλε το ποσό των 3.000,00 ευρώ, την 07.12.2011 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 12.12.2011 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 13.12.2011 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 27.12.2011 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 03.01.2012 του κατέβαλε το ποσό των 2.000,00 ευρώ, την 03.02.2012 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 06.02.2012 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 14.02.2012 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 23.02.2012 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 09.05.2012 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 22.05.2012 του κατέβαλε το ποσό των 2.000,00 ευρώ, την 29.05.2012 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 12.06.2012 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 03.07.2012 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 23.07.2012 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 31.07.2012 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 20.08.2012 του κατέβαλε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 05.11.2012 του κατέβαλε το ποσό των 2.000,00 ευρώ και την 16.11.2012 του κατέβαλε το ποσό των 2.150,29 ευρώ. Αναφορικά με την ανωτέρω δανειακή μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου εναγόμενου σύμβαση, για τη σύσταση της οποίας δεν απαιτείται έγγραφος τύπος, υπήρχε ηθική αδυναμία κατάρτισής της εγγράφως, σύμφωνα με την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, λόγω της στενής σχέσης που οι διάδικοι διατηρούσαν, ενόψει του συναισθηματικού δεσμού του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης και του επικείμενου γάμου τους. Η ύπαρξη ισχυρής σχέσης μεταξύ όλων των διαδίκων, και ειδικότερα μεταξύ του πρώτου εναγόμενου και του ενάγοντος, λόγω των καθημερινών επισκέψεων του τελευταίου στην οικία της μέλλουσας συζύγου του, δεύτερης εναγόμενης, και της ανάπτυξης σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης και εκτίμησης, δικαιολογεί την ύπαρξη ηθικής αδυναμίας στον ενάγοντα, να ζητήσει να εξασφαλισθεί η απόδειξη της δανειακής σύμβασης με κάποιο έγγραφο. Συνεπώς, κρίνονται αβάσιμα τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους που είναι απορριπτέος, ότι δηλαδή δεν υπήρχε ηθική αδυναμία κατάρτισης εγγράφως της ένδικης δανειακής σύμβασης μεταξύ του πρώτου εναγόμενου και του ενάγοντος, αφού ο τελευταίος διατηρούσε συναισθηματική σχέση με την δεύτερη εναγόμενη, ως προς την οποία και μόνο συνέτρεχε ηθική αδυναμία. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι μετά την τελευταία καταβολή εκ μέρους του ενάγοντος, το Νοέμβριο του έτους 2012, η δεύτερη εναγόμενη άρχισε να τον αποφεύγει συστηματικά και τελικώς τον Ιανουάριο του έτους 2013 του ανακοίνωσε ότι επιθυμεί να διακόψουν τη συναισθηματική τους σχέση. Μετά ταύτα, ακολούθησαν επανειλημμένες οχλήσεις του ενάγοντος προς τους εναγόμενους για την απόδοση του ανωτέρω ποσού του δανείου, πλην όμως αυτοί δεν του κατέβαλαν κανένα ποσό. Για τον λόγο αυτό ο ενάγων προσέφυγε σε δικηγόρο τον Μάιο του έτους 2014, ο οποίος τον ενημέρωσε αφενός ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν ήταν κύριος του ανωτέρω ακινήτου, αφετέρου ότι το ακίνητο αυτό δεν είχε κατασχεθεί αναγκαστικώς από την Τράπεζα …………., όπως προκύπτει και το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ………/16.07.2014 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. …../2014 πιστοποιητικό κτηματολογικών εγγραφών του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς.  Ακολούθως, ο ενάγων υπέβαλε σε βάρος των εναγόμενων, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, την προσκομιζόμενη από 19.05.2015 υπό ΑΒΜ ………. έγκλησή του και στη συνέχεια ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του πρώτου εναγόμενου για την αξιόποινη πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ’ εξακολούθηση, και σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης για την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ’ εξακολούθηση. Δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 1109/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, που κατέστη αμετάκλητη (βλ. την προσκομιζόμενη από 17.12.2018 βεβαίωση της γραμματέως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς), οι εναγόμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι των αποδιδόμενων σ’ αυτούς πράξεων και καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης δύο ετών ο καθένας. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι με τις προαναφερόμενες αναλήψεις των χρηματικών ποσών από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και της μητέρας του, καλύφθηκαν οι δαπάνες για την ανακαίνιση της οικίας του ενάγοντος, που έλαβε χώρα κατά τα έτη 2011 και 2012. Προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού τους οι εναγόμενοι προσκομίζουν την υπ’ αριθ. …../29.10.2011 απόδειξη πώλησης – δελτίο λιανικής σχετικά με την αγορά από τον ενάγοντα συστήματος θέρμανσης για την ανωτέρω οικία του, αξίας 5.196,00 ευρώ. Ωστόσο, στην εν λόγω απόδειξη πώλησης – δελτίο λιανικής αναγράφεται ότι το τίμημα πιστώθηκε και ότι συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 30 ημέρες, ήτοι την 29.11.2011, ημερομηνία που δεν ταυτίζεται χρονικά με καμία από τις προαναφερόμενες αναλήψεις χρηματικών ποσών από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και της μητέρας του. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι εξαιτίας της προαναφερόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων, που συνιστά αδικοπραξία, ο ενάγων υπέστη περιουσιακή ζημία ύψους 96.150,29 ευρώ, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ισόποση αποζημίωση, αλλά και ηθική βλάβη, λόγω της στεναχώριας και της απογοήτευσης που αισθάνθηκε, σε συνδυασμό με την ταλαιπωρία που δοκίμασε, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω και έκανε εν μέρει δεκτή την κύρια βάση της αγωγής ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 96.150,29 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, ήτοι το συνολικό ποσό των 98.150,29 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 09.06.2021 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, λόγω της ήττας τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 09.06.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2996/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……………../2021 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι.

Επιβάλει σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30.1.2023  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ