Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 69/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   69/2023

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……….., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της Εκκαλούσας: Της Ανώνυμης Εταιρείας, ………… που παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, δια της πληρεξουσίου Δικηγόρου της Κωνσταντίνας Φιλοπούλου (Α.Μ.Δ.Σ.Α. ……..), η οποία κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς η ίδια να παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Της Εφεσίβλητης: Της Ενώσεως των Συνιδιοκτητών του Εμπορικού Κέντρου ……………, που παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Φωτίου Σπαχίδη (Α.Μ.Δ.Σ.Α………..), ο οποίος ομοίως κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς ο ίδιος να παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Η εκκαλούσα Εταιρεία άσκησε σε βάρος της εφεσίβλητης Εταιρείας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12-12-2016  αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εν λόγω Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ………../2016 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) .…./2016.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 4759/2017  (οριστική) απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ. (Τακτική Διαδικασία) αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία, με την από 21. 10.2019 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) ……../2019 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …./2019 έφεσή της και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……/2019 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ)……../2019, ορίστηκε δε δικάσιμος η 19η Νοεμβρίου 2020 και κατόπιν επαναπροσδιορισμού η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 (Ι) Η κρινόμενη από 21-10-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ………. /(Ε.Α.Κ.Δ.) …../2019 έφεση της ενάγουσας- εκκαλούσας Εταιρείας κατά της υπ’ αριθμόν 4759/2017 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, την 31η Οκτωβρίου 2017, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/23.7.2015) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σε οποιονδήποτε διάδικο για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αφού δεν προσκομίζεται είτε έκθεση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης είτε αντίγραφο αυτής με σχετική επισημείωση Δικαστικού Επιμελητή για επίδοση αυτής, ενώ συγχρόνως δεν προτείνεται ισχυρισμός για εκπρόθεσμη άσκηση της, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 24η Οκτωβρίου 2019], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ. Δ). Συνε πώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού ………./2019 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του λόγου αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρου 1-465 Κ. Πολ.Δ.).

(ΙΙ) Η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία <<……..>> άσκησε σε βάρος της Ενώσεως των Συνιδιοκτητών του Εμπορικού Κέντρου <<………>> την από 12-12-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……../(Ε.Α.Κ.Δ.) ……../2016 αγωγή της, με την οποία εκθέτει ότι συστήθηκε με το π.δ. 328/2000, με την αρχική επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…………». Μετά την απόσχιση του κλάδου της Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας και την εισφορά αυτού στη νεοσύστατη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……….», η οποία έλαβε χώρα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4001/2011, μετονομάσθηκε σε «………» (………) αποτελεί δε ανώνυμη εταιρεία, που λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, με μοναδικό μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο, και σκοπό την εφαρμογή των κανόνων για τη λειτουργία της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας. Στο πλαίσιο του παραπάνω σκοπού της ασκεί μεταξύ άλλων, τις αρμοδιότητες της διενέργειας του ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού (Η.Ε.Π.), της σύναψης συμβάσεων πώλησης της παραγόμενης από μονάδες Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ηλεκτρικής ενέργειας και της διαχείρισης του ειδικού Λογαριασμού Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. που έχει συσταθεί με το άρθρο 40 του ν. 2773/1999. Η μη διάδικος εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία στη συνέχεια μετονομάσθηκε σε «……….», ενεγράφη ως κάτοχος άδειας προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας την 18-10-2006 στο Μητρώο Συμμετεχόντων του Συστήματος Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, που τηρεί η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία, συνάπτοντας έτσι με την τελευταία Σύμβαση Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας. Έκτοτε συμμετείχε, ως Προμηθευτής στις Συναλλαγές Ηλεκτρικής Ενέργειας μέχρι και την 23-01-2012, οπότε και καταγγέλθηκε από την ενάγουσα Εταιρεία η μεταξύ τους σύμβαση λόγω της μη εκπλήρωσης των οικονομικών της υποχρεώσεων, που απέρρεαν από τη σύμβαση αυτή, γεγονός, που είχε ως συνέπεια τη διαγραφή της ως άνω Προμηθεύτριας εταιρείας από το Μητρώο Συμμετεχόντων, την 24-01-2012. Με την εν λόγω εταιρεία η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη Εταιρεία είχε συνάψει σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη (1η) από αυτές παρέσχε στην τελευταία υπηρεσίες συνιστάμενες, μεταξύ άλλων, στην εκπροσώπησή της στις Συναλλαγές Η.Ε.Π., και δη στην εκπροσώπηση του Μετρητή Φορτίου των εγκαταστάσεών της (διά του οποίου απορροφούσε καθημερινά ηλεκτρική ενέργεια) στο Σύστημα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, κατά το χρονικό διάστημα από 01-04-2011 έως και 25-01-2012. Για κάθε ημέρα της προαναφερόμενης χρονικής περιόδου (Ημέρα Κατανομής) η ανωτέρω Προμηθεύτρια εταιρεία υπέβαλλε για λογαριασμό της εναγομένης, ενεργώντας, ως αντιπρόσωπός της, Δηλώσεις Φορτίου προς την ενάγουσα, που αφορούσαν την απορρόφηση ηλεκτρικής ενέργειας εκ μέρους της αντιπροσωπευόμενης. Ενόψει δε του ότι η ηλεκτρική ενέργεια απορροφάτο σε ημερήσια βάση απευθείας από τις εγκαταστάσεις της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης Εταιρείας, χωρίς τη μεσολάβηση και ευθύνη της ως άνω Προμηθεύτριας Εταιρείας, η οποία συναλλάχθηκε με την ενάγουσα μόνο με την ιδιότητα του αντιπροσώπου της εναγόμενης- εφεσίβλητης, τα έννομα αποτελέσματα των συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας, που αφορούσαν την τελευταία, επήλθαν ευθέως στο πρόσωπό της, με αποτέλεσμα να υφίσταται έννομη σχέση μεταξύ των εν λόγω διαδίκων. Περαιτέρω, η προαναφερόμενη Προμηθεύτρια εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να προβαίνει κατ’ αρχάς: (α) στον καταλογισμό της ποσότητας της τελικά καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας για το Μετρητή Φορτίου της εναγόμενης- εφεσίβλητης Εταιρείας, με βάση τα παρεχόμενα από το Διαχειριστή του Δικτύου δεδομένα μετρήσεων, και ακολούθως (β) στον υπολογισμό των χρεώσεων, που αναλογούσαν στην ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία είχε αυτή καταναλώσει, (γ) την έκδοση και αποστολή των σχετικών λογαριασμών κατανάλωσης ρεύματος, οι οποίοι έχουν ενσωματωθεί στο αγωγικό δικόγραφο και στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι ανταγωνιστικές χρεώσεις (ήτοι, οι χρεώσεις για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας) όσο και οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις, μεταξύ των οποίων και το Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων, που συνιστά το Ειδικό Τέλος Α.Π.Ε. και (δ) την είσπραξη των παραπάνω χρεώσεων, ενεργώντας, ως διαχειρίστρια ξένης περιουσίας των κατά νόμο δικαιούχων κάθε χρέωσης και ειδικότερα, όσον αφορά την είσπραξη του οφειλόμενου τιμήματος της πωληθείσας προς την εναγόμενη- εφεσίβλητη Εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας, ως άμεση αντιπρόσωπος (εντολοδόχος) της ενάγουσας- εκκαλούσας. Ωστόσο, η εναγόμενη- εφεσίβλητη Εταιρεία δεν προέβη στην εξόφληση προς την Προμηθεύτρια Εταιρεία του συνόλου ή μέρους των χρεώσεων, που περιλαμβάνονταν στους συγκεκριμένους λογαριασμούς κατανάλωσης ρεύματος, μέσα στην ταχθείσα σε αυτήν προθεσμία. Ενόψει δε του ότι η Προμηθεύτρια Εταιρεία είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές συνολικού ύψους 40.408.698,31 € προς την ενάγουσα- εκκαλούσα Εταιρεία κατά τον προαναφερόμενο χρόνο καταγγελίας από την τελευταία της μεταξύ τους σύμβασης (23-01-2012), οι οποίες ανήλθαν τελικά στο χρηματικό ποσό των 65.345.072,10 € πλέον τόκων και εξόδων, και δεδομένου ότι με τη διαγραφή της εν λόγω εταιρείας από το Μητρώο Συμμετεχόντων λύθηκε η σχέση εντολής, που τη συνέδεε με την ενάγουσα-εκκαλούσα Εταιρεία ως προς την είσπραξη και την απόδοση στην τελευταία των χρεώσεων, οι οποίες αναλογούσαν στους Πελάτες της (της Προμηθεύτριας εταιρείας), μεταξύ των οποίων και αυτών, που αφορούσαν την εναγόμενη- εφεσίβλητη Εταιρεία, η ενάγουσα-εκκαλούσα Εταιρεία δικαιούται να απαιτήσει η ίδια από την αντίδικό της προς κάλυψη του ελλείμματος συναλλαγών του Η.Ε.Π., κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 14 περ. Ζ’ του προΐσχύσαντος Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (Κ.Δ.Σ. & Σ.Η.Ε.) και ήδη της ταυτόσημης διάταξης του άρθρου 14§2 περ. ΙΑ’ του ισχύοντος Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (Κ.Σ.Η.Ε.), να της καταβάλει μέρος των χρηματικών ποσών των ανεξόφλητων λογαριασμών της, και δη τα ποσό εκείνα, που αντιστοιχούν στις ανταγωνιστικές χρεώσεις, δηλαδή τις χρεώσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, και επιπλέον στη ρυθμιζόμενη χρέωση του Ειδικού Τέλους Α.Π.Ε. (Ε.Τ.Μ.Ε.Α.Ρ.), καθώς και τα ποσά, που αντιστοιχούν στον αναλογούντα στις ανωτέρω χρεώσεις Φ.Π.Α., τα οποία ανέρχονται συνολικά στο χρηματικό ποσό των 4.848,00 € ως προς τον υπ’ αριθμόν ……./11-11-2011 λογαριασμό, ο οποίος ήταν εξοφλητέος την 28-11-2011, στο χρηματικό ποσό των 5.574,74 € ως προς τον υπ’ αριθμόν ……../12-12-2011 λογαριασμό, ο οποίος ήταν εξοφλητέος την 26-12-2011, στο ποσό των 17.281,42 € ως προς τον υπ’ αριθμόν ……../15- 12-2011 λογαριασμό, ο οποίος ήταν εξοφλητέος την 23-12-2011, στο χρηματικό ποσό των 33.434,04 € ως προς τον υπ’ αριθμόν ……../13-01-2012 λογαριασμό, ο οποίος ήταν εξοφλητέος την 27-01-2012, και στο χρηματικό ποσό των 11.284,77 € ως προς τον υπ’ αριθμόν ……./14-02-2012 λογαριασμό, ο οποίος ήταν εξοφλητέος την 02-03-2012, ήτοι, συνολικά στο χρηματικό ποσό των 38.988,93 €. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, και επικαλούμενη επιπλέον ότι ο τόπος κατάρτισης των συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας και, συγκεκριμένα, των συναλλαγών του Η. Ε. Π. καθώς και ο τόπος εκπλήρωσης των απορρεουσών από τις ως άνω συναλλαγές αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 14 περ. Ζ’ του προϊσχύσαντος Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (Κ.Δ.Σ. &Σ.Η.Ε.) και ήδη από την ταυτόσημη διάταξη του άρθρου 14§ 2 περ. ΙΑ’ του ισχύοντος Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (Κ.Σ.Η.Ε.) χρηματικών παροχών της εναγόμενης τυγχάνει ο Πειραιάς, όπου βρίσκεται η έδρα της (της ενάγουσας), ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη – εφεσίβλητη Εταιρεία να της καταβάλει το προαναφερόμενο συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα οκτώ Ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (38.988,93) €, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα, κατά την οποία καθένας από τους παραπάνω λογαριασμούς κατανάλωσης ρεύματος κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός, διαφορετικά από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθμόν 4759/2017 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η ένδικη αγωγή κρίθηκε απορριπτέα, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αυτής, κατά τα διαλαμβανόμενα σε αυτήν.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα Εταιρεία, με την υπό κρίση έφεσή της για λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και ζητεί την εξαφάνιση αυτής.

Ο λόγος αυτός, που τυγχάνει επαρκώς ορισμένος, είναι δεκτικός δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτός, πρέπει δε να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητά του, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

(ΙΙΙ) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά τέτοιο τρόπο, που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο Δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της νομικής βασιμότητας αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της, ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, δημιουργείται αν το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του ως προς τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο, κρίνοντας αυτήν, ως αόριστη, ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής. Η αοριστία όμως της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμο γής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ ΚΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ΑΠ 830/2021, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 947 παρ. 2 ΑΚ, ως πράγματα λογίζονται και οι φυσικές δυνάμεις ή ενέργειες, ιδίως το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα, εφόσον υπόκεινται σε εξουσίαση, όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο. Ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης παροχής ενέργειας έναντι ανταλλάγματος ποικίλλει σε κάθε περίπτωση. Συνήθως, πρόκειται για μικτή σύμβαση, που έχει τα στοιχεία της πώλησης, μίσθωσης έργου, μίσθωσης πράγματος κλπ., οπότε η επιλογή των εφαρμοστέων κανόνων θα γίνει μετά ερμηνεία της βούλησης των μερών. Όταν οι συμβαλλόμενοι απέβλεψαν στην ίδια την ενέργεια ως εμπόρευμα και όχι στη μέσω αυτής πραγματοποίηση ενός αποτελέσματος, πρόκειται για σύμβαση πώλησης. Αυτό έχει γίνει δεκτό για τη σύμβαση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος από την παραγωγό επιχείρηση στους καταναλωτές (Δημάκου σε Γεωργιά δη – Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, άρθρο 947, αρ. 16, σελ. 29, και Μαγγίβα σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, ό.π., άρθρο 513, αρ. 5, σελ. 36, ΕφΠατρ 523/2001, ΑχΝομ 18, 111). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (εφεξής ΚΣΗΕ), με αυτόν καθορίζονται οι μηχανισμοί, καθώς και οι τεχνικοί και οικονομικοί κανόνες, που διέπουν τη διαχείριση και λειτουργία του Συστήματος αφ’ ενός και τις αντίστοιχες συναλλαγές αφ’ ετέρου, που προκύπτουν από τη λειτουργία της χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας (Ημερήσιος Ενεργειακός Προγραμματισμός, εφεξής «ΗΕΠ»). Ως προς τις ρυθμίσεις της λειτουργίας της αγοράς αυτής, η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργεί βάσει ενός υποχρεωτικού μηχανισμού χονδρικής της «επόμενης ημέρας», κατά τον οποίο «επιλύεται>> καθημερινά ο Ημερήσιος Ενεργειακός Προγραμματισμός. Στο πλαίσιο του ΗΕΠ, η πώληση ηλεκτρικής ενέργειας εντός της Ελλάδος πραγματοποιείται με τη συμμετοχή στην αγορά αυτή σε πρώτη φάση την προηγούμενη ημέρα από αυτήν του εφοδιασμού και την υποβολή προσφορών έγχυσης εκ μέρους των παραγωγών και δηλώσεων φορτίου εκ μέρους των εκπροσώπων φορτίου (προμηθευτών). Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του ΚΣΗΕ, δια της εγγραφής στο Μητρώο Συμμετεχόντων, οι τελευταίοι αυτοί συνάπτουν με τη …………… «Σύμβαση Συναλλαγών ΗΕΠ». Δυνάμει της εν λόγω Συμβάσεως, οι Συμμετέχοντες, αφ’ ενός λαμβάνουν τις πληρωμές, που τους αναλογούν, και αφ’ ετέρου, υποχρεούνται να εξοφλούν τις χρεώσεις, που τους βαρύνουν (άρθρα 1 παρ. 3 και 58 του Κώδικα Συναλλαγών). Ειδικότερα, οι υποβάλλοντες προσφορές έγχυσης, δηλαδή ιδίως οι παραγωγοί, λαμβάνουν αμοιβή για την ενέργεια, που εγχέουν στο Σύστημα και οι Εκπρόσωποι Φορτίου, δηλαδή, ιδίως οι προμηθευτές, καταβάλλουν πληρωμές για την ενέργεια, που απορροφούν από το Σύστημα. Οι πληρωμές αυτές πραγματοποιούνται μέσω του Λειτουργού της αγοράς, ήτοι της εταιρείας ……………. η οποία αποτελεί τον εκ του νόμου αποκλειστικό εκκαθαριστή της αγοράς (άρθρο 118 του ν. 4001/201 (1) και τον υποχρεωτικό ενδιάμεσο φορέα μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών. Ως εκ τούτου, ο Λειτουργός της Αγοράς εκκαθαρίζει τις πιστώσεις (προς τους παραγωγούς) και τις χρεώσεις (προς τους προμηθευτές), οι οποίες προκύπτουν από τις εγχύσεις και απορροφήσεις, αντιστοίχως, ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα. Στο πλαίσιο του ΗΕΠ, η πληρωμή των παραγωγών που εγχέουν ενέργεια στο Σύστημα προέρχεται από τις αντίστοιχες καταβολές των προμηθευτών (Εκπροσώπων Φορτίου), οι οποίοι απορροφούν την εν λόγω ενέργεια. Ειδικότερα, για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά (συμβατικά) καύσιμα, προβλέπεται η συμμετοχή τους στον ΗΕΠ, ήτοι στην προπεριγραφείσα χονδρεμπορική αγορά, που λειτουργεί, με βάση προσφορές, με την οποία προσδιορίζεται η διαμορφούμενη σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς (προσφορά – ζήτηση) Οριακή Τιμή του Συστήματος (ΟΤΣ), με βάση την υψηλότερη τιμή προσφοράς για έγχυση στο Σύστημα από μονάδα παραγωγής εντασσόμενη στον ΗΕΠ, με την οποία αμείβονται οι παραγωγοί για την ενέργεια, που εγχέουν ημερησίως, (την οποία πληρώνουν οι προμηθευτές για την ενέργεια, που απορροφούν ημερησίως), πλέον ορισμένων πρόσθετων διοικητικά οριζόμενων αμοιβών μέσω του μηχανισμού κάλυψης μεταβλητού κόστους κατ’ άρθρο 159 του Κώδικα Διαχείρισης του ΕΣΜΗΕ (απόφαση 57/2012 της ΡΑΕ, Β’ 103), καθώς και του μηχανισμού διασφάλισης επαρκούς ισχύος κατ’ άρθρα 180 επ. του ίδιου κώδικα. Στην ανωτέρω τιμή (ΟΤΣ) εκκαθαρίζονται οι σχετικές συναλλαγές. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις ίδιες διατάξεις του ΚΣΗΕ, ο προμηθευτής προμηθεύει την ενέργεια, που αγοράζει από τη «δεξαμενή ηλεκτρικής ενέργειας» στους Πελάτες του μέσω των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας. Οι Προμηθευτές οφείλουν να ακολουθούν συγκεκριμένες βασικές αρχές κατά την κατάρτιση των τιμολογίων και χρεώσεων, που προσφέρουν στους Πελάτες τους, ώστε να εξασφαλίζεται αφενός η προστασία των καταναλωτών και αφετέρου η ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Οι αρχές αυτές, όπως αναφέρονται στον ως άνω Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II, άρθρο 1) περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την απλότητα και διαφάνεια της πληροφόρησης σχετικά με τις εφαρμοζόμενες χρεώσεις και τις προσφερόμενες υπηρεσίες, τη μη διακριτική μεταχείριση Πελατών, που παρουσιάζουν ανάλογα καταναλωτικά χαρακτηριστικά, αλλά και την ανάκτηση του πραγματικού κόστους της προσφερόμενης υπηρεσίας, ώστε να διασφαλιστεί μακροχρόνια η δυνατότητα παροχής των υπηρεσιών αυτών. Η δομή των τιμολογίων και τα συνιστώντα στοιχεία θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να αναγνωρίζουν το κόστος, που τους προκαλεί κάθε παρεχόμενη υπηρεσία και να επιτρέπουν τον υπολογισμό των επιμέρους χρεώσεων με ευχέρεια και διαφάνεια. Έτσι, το τιμολόγιο του προμηθευτή περιλαμβάνει το ανταγωνιστικό σκέλος και το ρυθμιζόμενο σκέλος. (ΟλΣτΕ 3366/2015, ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, με την υπ’ αριθμόν 692/2011 απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 2529/7-11-2011, προτάθηκε η εφαρμογή των βασικών αρχών από τους προμηθευτές κατά την κατάρτιση των απελευθερωμένων τιμολογίων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, μεταξύ των οποίων (αρχών) η σχετική με το περιεχόμενο των τιμολογίων, ώστε τα τελευταία να αντανακλούν το πραγματικό κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή επιπλέον των ρυθμιζόμενων χρεώσεων που μετακυλίονται στους πελάτες, πρέπει να καλύπτουν: (α) το κόστος παραγωγής, όπως αυτό αποκαλύπτεται στην χονδρεμπορική αγορά και τους επιμέρους μηχανισμούς της, (β) το κόστος της δραστηριότητας εμπορίας και διαχείρισης πελατών (π.χ. το κόστος των υπηρεσιών έκδοσης και είσπραξης τιμολογίων, χρηματοοικονομικές δαπάνες από καθυστερήσεις πληρωμών, λειτουργία εμπορικών γραφείων του προμηθευτή, παροχή συμβουλευτικών και άλλων υπηρεσιών υποστήριξης προς τον πελάτη, αποσβέσεις σχετικών επενδύσεων, κ.λ.π.) και γ) ένα εύλογο κέρδος.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσης, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τα άρθρα 2 § ΙΕ, 14 § 21 Α, 58 και 60 § 9 του Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΚΣΗΕ) και απέρριψε ως αόριστη την από 12-12-­2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ………./ (Ε.Α.Κ.Δ.) ………/2016 αγωγή της ως προς τα κονδύλια, που αφορούσαν στο αντίτιμο της ηλεκτρικής ενέργειας, που καταναλώθηκε από την εναγόμενη- εφεσίβλητη Εταιρεία. Οι προαναφερόμενες διατάξεις αφορούν στην ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας, στη διαδικασία της εκκαθάρισης λογαριασμών, και στη διαδικασία εκκαθάρισης του ημερήσιου ενεργειακού προγραμματισμού (ΗΕΠ), οι οποίες ερμηνεύτηκαν ορθά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας, και περιέγραψε λεπτομερέστατα από την απελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας τις διαδικασίες συμμετοχής των παραγωγών και των προμηθευτών κατά την παραγωγή, μεταφορά, διανομή, αγορά και μεταπώληση αυτής στους τελικούς καταναλωτές — χρήστες, καθώς και τις συγκεκριμένες διαμεσολαβητικές αρμοδιότητες της ενάγουσας για διεκπεραίωση και εκκαθάριση των συναλλαγών. Περαιτέρω, κατά το περιεχόμενο της αγωγής της εκκαλούσας, όπως προαναφέρεται, η τελευταία ζητεί την καταβολή των διαλαμβανόμενων στην ένδικη αγωγή ανεξόφλητων λογαριασμών (ληξιπρόθεσμες οφειλές) της εναγόμενης-εφεσίβλητης Εταιρίας, όπως αυτοί εκδόθηκαν από την προμηθεύτρια εταιρία, χωρίς να διευκρινίζεται: (α) αν οι παραπάνω ληξιπρόθεσμες οφειλές της μη διαδίκου προμηθεύτριας εταιρίας αφορούν συγκεκριμένες δηλώσεις φορτίου, που αυτή υπέβαλε στο πλαίσιο του Η.Ε.Π, και να εξειδικεύονται περαιτέρω οι οφειλές, που αντιστοιχούν σε κάθε επιμέρους δήλωση φορτίου, (β) αν οι ανεξόφλητες οφειλές της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης Εταιρείας έναντι της παραπάνω προμηθεύτριας Εταιρίας αφορούν την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας κατά τις ημέρες κατανομής, που αφορούν οι δηλώσεις φορτίου, ως προς τις οποίες η προμηθεύτρια Εταιρία δεν εκπλήρωσε τις χρηματικές της υποχρεώσεις, (γ) η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας, που επρόκειτο να απορροφηθεί, με βάση τις ανωτέρω δηλώσεις φορτίου από τον καταχωρημένο μετρητή φορτίου της εναγόμενης-εφεσίβλητης Εταιρείας, κατά τις συγκεκριμένες ημέρες κατανομής και (δ) το επιμέρους ποσό του συνολικού τιμήματος, το οποίο οφείλει η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη Εταιρεία στην προμηθεύτρια Εταιρία για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας κατά τις ανωτέρω ημέρες κατανομής, το οποίο (επιμέρους ποσό) αντιστοιχεί στο κόστος αγοράς στη χονδρεμπορική αγορά της προαναφερόμενης ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας, με βάση τις καταστάσεις τελικής εκκαθάρισης του Η.Ε.Π. για τις συγκεκριμένες ημέρες κατανομής. Τα παραπάνω πραγματικά στοιχεία είναι αναγκαία για τον καθορισμό της απαίτησης της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας, καθόσον, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να απαιτήσει το σύνολο της οφειλής της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης Εταιρίας, όπως αποτυπώνεται στους λογαριασμούς, που εκδόθηκαν από την προμηθεύτρια Εταιρία, αφού η αξία ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία η εναγόμενη-εφεσίβλητη Εταιρεία θα κατέβαλε στην τελευταία (προμηθεύτρια), ως κατανάλωση, περιλαμβάνει, εκτός από την αξία αυτής (ενέργειας) στη χονδρεμπορική αγορά, και την αξία των λειτουργικών δαπανών, καθώς και το κέρδος της προμηθεύτριας εταιρίας. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία δικαιούται να αξιώσει το ποσό, που προσδιορίζεται από το κόστος αγοράς στη χονδρεμπορική αγορά της ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας, που επρόκειτο να απορροφηθεί από το μετρητή φορτίου της εναγομένης με βάση τη δήλωση φορτίου της προμηθεύτριάς της για κάθε ημέρα κατανομής, το οποίο (κόστος αγοράς) προκύπτει από τις καταστάσεις τελικής εκκαθάρισης του Η.Ε.Π. Οι παραπάνω ελλείψεις δεν αναπληρώνονται από την επισύναψη στην αγωγή των φωτοαντιγράφων των επίδικων λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, διότι η αξία ηλεκτρικής ενέργειας, που αναφέρεται σε αυτούς δεν αποσαφηνίζει ποια είναι η αξία του κόστους της ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά σε σχέση με τις χρεώσεις της προμηθεύτριας εταιρίας για το κόστος της δραστηριότητας εμπορίας και διαχείρισης πελατών, καθώς και για το εύλογο κέρδος. Οι ελλείψεις αυτές δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της ένδικης αγωγής και στην εναγόμενη να αντιτάξεις τις ενστάσεις και τους ισχυρισμούς κατ’ αυτής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κρίνοντας όμοια ως προς τις παραπάνω χρεώσεις, απέρριψε την ένδικη αγωγή κατά το μέρος, που αφορούσε στο αντίτιμο της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία καταναλώθηκε από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη Εταιρεία ορθά έκρινε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία, με τον παραπάνω λόγο της έφεσής της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, και, κατόπιν αυτού, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος,  τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας Εταιρείας, που άσκησε το απορριφθέν ένδικο μέσο (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης Εταιρείας, ως ουσιαστικά βάσιμου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

-ΑΠΟΡΡΊΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσία.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα Εταιρεία στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων (500,00) Ευρώ (Ε).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό …………../2019, ποσού εκατό (100, 00) Ευρώ (Ε), που κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσης από την πλευρά της εκκαλούσας Εταιρείας.

-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την 31η Ιανουαρίου 2023.

            Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ           Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ