Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 70/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   70/2023

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την …………., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

(Α) Της Εκκαλούσας: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία …………….. ως καθολικής διαδόχου του συνόλου των δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και εν γένει εννόμων σχέσεων του αποσχισθέντος κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της διασπασθείσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ……………. που παραστάθηκε στο αροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Κωνσταντίνου Σφουντούρη (Δ.Σ.Α. …….), (βλ. το υπ’ αριθμόν ……../19-09-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς ο ίδιος να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., δυνάμει του υπ’ αριθμόν ………../17-06-2020 πληρεξου σίου της Συμβολαιογράφου και κατοίκου Αθηνών …………

Του Εφεσίβλητου: ………..ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Δημητρίου Χαλβα τζιδόπουλου (A.M.Δ.Σ.Α. ……..), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α …………/27-09-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/ 2013).

(Β) Του Εκκαλούντος: ……….ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Δημητρίου Χαλβατζιδόπουλου (A.M.Δ.Σ.Α. ……..), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ………./27-09-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/ 2013).

Των Εφεσίβλητων: (1) ………, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Αθανασίου Μαρκάκη (A.M.Δ.Σ.Α. …….), (βλ. το υπ’ αριθμόν …….22/19-11-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς ο ίδιος να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

(2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, …………… ως καθολικής διαδόχου του συνόλου των δικαιωμάτων, υποχρεώ σεων και εν γένει εννόμων σχέσεων του αποσχισθέντος κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της διασπασθείσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ……… που παραστάθηκε στο αροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Κωνσταντίνου Σφουντούρη  (Δ.Σ.Α. ………) (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ………./19-09-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ο οποίος ομοίως κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς ο ίδιος να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ. Πολ.Δ., με βάση το υπ’ αριθμόν ……./17-06-2020 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου και κατοίκου Αθηνών ……..

Ο εφεσίβλητος στην υπό στοιχεία (Α) έφεση και αντίστοιχα εκκαλών στην υπό στοιχεία (Β) έφεση άσκησε σε βάρος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία <<………..>> και του ………. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.7.2018 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 18.7.2018 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……../2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………./2018.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 316/2020 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία η ένδικη αγωγή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος αυτής, ως κατ’ ουσία βάσιμη, ως προς την εκκαλούσα Τράπεζα, ενώ αντίθετα απορρίφθηκε ως προς τον εναγόμενο ………., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε κατ’ αρχήν η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα Τράπεζα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς), με την από 15/09/2020 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) ……./15-09-2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) ………/.15-09-2020, και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……/15-09-2020 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………/15-09-2020, δικάσιμος δε ορίστηκε η 25-01-2021, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Επίσης, την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς), με την από 09/09/2020 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) …./16-10-2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …./16-10-2020, και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……../16-10-2020 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …./16-10-2020, δικάσιμος δε ορίστηκε η 25-11-2021 ,οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των εφεσίβλητου- εκκαλούντος  ……….. ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα διαλαμβάνονται στην υπό στοιχεία (Β) έφεση και στις προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε, κατά την εκδίκαση της υπό κρίση έφεσης.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 (Ι) Η κρινόμενη από 15-09-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) … /(Ε.Α.Κ.Δ.) …../2020 έφεση της εναγόμενης- εκκαλούσας Τράπεζας κατά της υπ’ αριθμόν 316/2020 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, την  22α Ιανουαρίου 2020, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/23.7.2015) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σε οποιονδή ποτε διάδικο για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αφού δεν προσκομίζεται είτε έκθεση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης είτε αντίγραφο αυτής με επισημείωση Δικαστικού Επιμελητή για επίδοση αυτής, ενώ συγχρόνως δεν προτείνεται ισχυρισμός για εκπρόθεσμη άσκηση της, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 15η Σεπτεμβρίου 2020], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ. Δ). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της  καταβλήθηκε κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού ……………/2020 ηλεκτρονικό (e-) παρά βολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρου 1-465 Κ. Πολ.Δ.).

Ομοίως, η κρινόμενη από 09-09-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …. /(Ε.Α.Κ.Δ.) ………/2020 έφεση του ενάγοντος- εκκαλούντος στην υπό στοιχεία (Β) έφεση κατά της ίδιας ως άνω απόφασης, αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, καθώς δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, την  22α  Ιανουαρίου 2020, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/23.7.2015) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σε οποιονδήποτε διάδικο για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 16η Οκτωβρίου 2020, (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ. Δ). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της   καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού …………./2020 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρου 1-465 Κ.Πολ.Δ.).

Κατόπιν τούτων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 246 Κ.Πολ.Δ. το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκο λύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Έτσι, αυτές πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, αφού με αυτήν προσβάλλεται η ίδια απόφαση, ενώ υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, παράλληλα δε επέρχεται μείωση των εξόδων της.

(ΙΙ) Με την ένδικη αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος στην υπό στοιχεία (Α) έφεση και αντίστοιχα εκκαλών στην υπό στοιχεία (Β) έφεση εκθέτει ότι, την 27.3.2018, επιδόθηκε σε αυτόν η υπ’ αριθμόν ………/2018 διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης του ……… (πρώτου (1ου) εναγόμενου και ήδη  δεύτερου (2ου) εφεσίβλητου στην υπό στοιχεία (Β) έφεση, με την οποία επιτασσόταν ο ενάγων να αποδώσει τη χρήση του αναλυτικά περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου και να καταβάλει στον παραπάνω εναγόμενο το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων δεκαέξι Ευρώ και πενήντα λεπτών (3.316,50) Ευρώ (Ε) για οφειλόμενα μισθώματα και το χρηματικό ποσό των διακοσίων τριάντα (230,00) ευρώ για δικαστικά έξοδα. Ότι ο ως άνω εναγόμενος προς είσπραξη της ως άνω απαίτησής του επέβαλε εις χείρας της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας Τράπεζας αναγκαστική κατάσχεση. Ότι κατά της ως άνω διαταγής απόδοσης μισθίου και πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων-εφεσίβλητος άσκησε τη με αριθμό κατάθεσης ………../2018 ανακοπή του, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 4.12.2018 και ακόμα τη με αριθμό κατάθεσης …………./2018 αίτηση αναστολής, η οποία εκδικάστηκε την 29.6.2018 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ότι κατά την εκδίκαση της εν λόγω αίτησης αναστολής ενώπιον της Ειρηνοδίκη και των άλλων ευρισκόμενων στο ακροατήριο, ο πρώτος (1ος) των εναγομένων προς αντίκρουση του ισχυρισμού του ότι ο ενάγων ήταν φερέγγυος ισχυρίστηκε ότι χρωστούσε στο τέταρτο (Δ) Τελωνείο Πειραιώς το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) Ευρώ και στο Δήμο Πειραιώς το χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων (157.000,00) ευρώ, κάνοντας χρήση της υπ’ αριθμόν ………../2018 δήλωσης της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας Τράπεζας ως τρίτης στην ως άνω επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση. Ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του πρώτου (1ου) εναγόμενου τυγχάνει καθ’ όλα ψευδής, καθώς ο ενάγων οφείλει στο τέταρτο (Δ) Τελωνείο Πειραιώς το χρηματικό  ποσό των επτακοσίων έξι και ογδόντα έξι (706,86) Ευρώ και στο Δήμο Πειραιώς το χρηματικό ποσό των χιλίων επτακοσίων δεκαέξι και τριών λεπτών (1.716,03) Ευρώ. Ότι οι τότε εναγόμενοι τέλεσαν σε βάρος του το αδίκημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, και ειδικότερα η δεύτερη και ήδη εκκαλούσα Τράπεζα, δια του νομίμου εκπροσώπου της, πέτυχε να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ενώ ο πρώτος (1ος) εναγόμενος έκανε χρήση του ως άνω εγγράφου, και ακόμα ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι τέλεσαν σε βάρος του το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, ισχυρίζόμενοι αναληθώς ενώπιον τρίτων ότι ο ενάγων είχε τις ως άνω αναφερόμενες οφειλές, προσβάλλοντας την τιμή και την υπόληψή του ως ατόμου, οικογενειάρχη και επιχειρηματία και στην εν γένει προσωπικότητά του. Επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, ο καθένας από αυτούς σε ολόκληρο, είναι υποχρεωμένοι να του καταβάλλουν το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000,00) Ευρώ (Ε) με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης στον καθέναν από αυτούς και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 316/2020  (οριστική) απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ως προς τον πρώτο (1ο) εναγόμενο ………., ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ενώ αντίθετα έγινε δεκτή ως προς την εκκαλούσα Τράπεζα, κατά ένα μέρος αυτής, και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της δεύτερης (2ης) εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας Τράπεζας να καταβάλλει στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο στην υπό στοιχεία (Α) έφεση και αντίστοιχα εκκαλούντα στην υπό στοιχεία (Β) έφεση το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) Ευρώ (Ε) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, ήτοι από την 26η.7.2018 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Με τις υπό κρίση εφέσεις τους, οι εκκαλούντες επικαλούνται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες αυτές σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου αλλά και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτο βάθμιου Δικαστηρίου.

Οι λόγοι αυτοί, που τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι, δεκτικοί δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτοί, πρέπει να εξεταστούν ως προς τη βασιμότητά τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

(ΙΙ) Από τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 εδ. α΄ ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπι κότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον», προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξίωσης προς άρση της προσβολής της προσωπικότητας απαιτείται πράξη επαγόμενη μειωτική διαταραχή αυτής σε κάποια από τις εκφάνσεις της, που πρέπει όμως να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη, η οποία απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 2 και 59 εδ. α΄ ΑΚ συνάγεται ότι δεν αποκλείεται αξίωση αποζημίωσης κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΑΚ 914 επ.), ενώ το Δικαστήριο, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον με την απόφασή του να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, την ηθική βλάβη του τελευταίου, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται από το ίδιο το Σύνταγμα και δη από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 2 αυτού. Η αιτούμενη κατά τα ως άνω ικανοποίηση συνίσταται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 59 εδ. β΄ ΑΚ, σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις  διατάξεις προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίο αποτελεί πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου, με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Τέτοιο προστατευόμενο αγαθό είναι και η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου. Εξάλλου, για την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων απαιτούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας του ατόμου, που προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής και (β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα, που συμβαίνει, όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται κάτω από περιστάσεις, που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ή του άρθρου 25 παρ. 3 Σ, οπότε ο προσβαλλόμενος δικαιούται να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς μάλιστα τη συνδρομή του στοιχείου της υπαιτιότητας, αφού ο νόμος καθιερώνει για την προκείμενη αξίωση αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος (ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 756/2011, ΑΠ 1339/2008, ΑΠ 1987/2007, ΑΠ 195/2007, όλες οι παραπάνω δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>). Ωστόσο, για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι σημαντική (Απ. Γεωργιάδης – Μιχ. Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, άρθρο 59, αρ. 8, σελ. 117), απαιτείται και πταίσμα εκείνου, από τον οποίο προέρχεται η προσβολή (ΟλΑΠ 812/1980 ΝοΒ 1981.79, ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015 ό.π., ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1735/2009, ΑΠ 1729/2008, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>, ΑΠ 1339/2008). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε εφαρμόζονται συνδυαστικά οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 920 ΑΚ, στην οποία θεμελιώνεται η δυσφήμηση, ως αστικό αδίκημα είναι: (α) υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους, ενώ διάδοση είναι η απλή ανακοίνωση (κοινολόγηση) των ειδήσεων, που άλλος έχει υποστηρίξει. Ως ειδήσεις, νοούνται οι πληροφορίες, που αναφέρονται σε οποια δήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο κατά το χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, ένα από τα περιοριστικά αναφερόμενα στην πιο πάνω διάταξη αγαθά, ήτοι, την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγόμενου. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου, ο οποίος μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή και Αρχή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αγωγής, στην οποία περιέχονται τα δυσφημιστικά γεγονότα, των οποίων λαμβάνουν γνώση οι Δικαστικοί Λειτουργοί, Γραμματείς και Επιμελητές. Ενώπιον “τρίτου” τελείται μια πράξη ακόμη και όταν δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά σε αόριστο αριθμό ατόμων. Στην έννοια του “τρίτου”, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι Δικαστές, οι Εισαγγελείς, οι Υπάλληλοι του Δικαστηρίου, οι Δικηγόροι, οι Δικαστικοί Επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λ.π., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι` αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου, που περιήλθε στο Δικαστή, τον Εισαγγελέα και το Γραμματέα του Δικαστηρίου και γενικά σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του “τρίτου”, δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, αφού, κατά το γλωσσικό νόημα της λέξεως, “τρίτος” είναι οποιοσδήποτε, που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων, οπότε ο όρος αυτός καλύπτει αδιαστίκτως κάθε φυσικό πρόσωπο, που δεν είναι ο δράστης ή ο παθών του εγκλήματος και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφε ρόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως, που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου “τρίτος”, αφού και ο Δικαστικός Λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο, που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει ή να δυσφημήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη. (Α.Π. Ολομ. 3/2021 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Οι υποστηριζόμενες δε ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες, να αναφέρονται δηλαδή σε ορισμένα γεγονότα, διότι αόριστες υπόνοιες, χωρίς αναφορά σε ορισμένα γεγονότα, δεν αποτελούν ειδήσεις. Επιπλέον, οι ειδήσεις αυτές πρέπει να είναι και αναληθείς, δηλαδή ή να μην αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται παραποιημένο. Αν το γεγονός αυτό αληθεύει, δεν γεννάται ευθύνη από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά ενδεχομένως από εκείνη του άρθρου 919 ΑΚ, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, (β) γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας των υποστηριζόμενων ή διαδιδόμενων ειδήσεων. Πρέπει δηλαδή αυτός, που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις, να γνωρίζει ή υπαιτίως, ήτοι, από αμέλεια, να αγνοεί την αναλήθεια αυτών, διαφορετικά, ευθύνη από την παραπάνω διάταξη δεν τον βαρύνει, (γ) οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα προαναφερόμενα αγαθά του θιγόμενου, χωρίς να αρκεί η διαπίστωση ότι αυτές είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα αγαθά αυτά σε κίνδυνο, και (δ) ύπαρξη ζημίας (περιουσιακής), αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά (ΑΠ 389/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015 ό.π., ΑΠ 265/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1216/2014 ό.π., ΑΠ 1251/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Μ. Μαργαρίτης, ΠΚ, 2003, άρθρο 362, αρ. 3). Επιπλέον, ο παθών, εκτός από την αποζημίωση, με βάση την αδικοπραξία της διάταξης του άρθρου 920 ΑΚ, δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη από τις αναληθείς ειδήσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε εκείνον, που έπαθε προσβολή της τιμής του (ΑΚ 932 εδ. α΄ και β΄), ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης γεννάται ανεξάρτητα από την επέλευση ή μη περιουσιακής ζημίας (Μιχ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, παρ. 15, αρ. 103, σελ. 318). Το ύψος δε του ποσού της προαναφερθείσας εύλογης χρηματικής ικανοποίησης καθορίζεται από το Δικαστήριο της ουσίας ύστερα από εκτίμηση των τιθέμενων υπόψη του πραγματικών περιστατικών και ιδίως του βαθμού του πταίσματος του υποχρέου, του είδους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, καθώς και των ενδεχόμενων προσωπικών τους σχέσεων (ΟλΑΠ 19/2011 ΧρΙΔ 2012.257, ΟλΑΠ 13/2002 ΝοΒ 2003.660, ΑΠ 1216/2011 ό.π., ΑΠ 71/2011 ΕΕμπΔ 2012.97, ΑΠ 159/2006 Αρμ 2006.1590, ΑΠ 132/2006 Δίκη 2006.877). Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, συνεπεία τελεσθείσας σε βάρος του αδικοπραξίας, συνισταμένης στην εν γνώσει ή από υπαίτια άγνοια υποστήριξη ή διάδοση αναληθών (δυσφημιστικών) ειδήσεων από τον εναγόμενο, που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη και το μέλλον του (ΑΚ 920 και 932) και προσβάλλουν παράλληλα την προσωπικότητά του (ΑΚ 57, 59 και 914), αρκεί από απόψεως περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς, η αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο της υπαίτιας και παράνομης αδικοπρακτικής σε βάρος του συμπερι- φοράς του εναγομένου, ήτοι, η υποστήριξη ή διάδοση από αυτόν σε γνώση της αναληθείας τους ή από υπαίτια άγνοιά του, αναληθών ειδήσεων, που έθεσαν σε κίνδυνο την πίστη και το μέλλον του ενάγοντος (ΑΠ 265/2015 ό.π., ΑΠ 882/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προκειμένου να γεννηθεί μάλιστα αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, είναι αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης, η φύση της διάταξης, που ενδέχεται να παραβιάζεται με την προσβολή, η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου (ΑΠ 756/2011 ό.π., ΑΠ 408/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, δεν καθίσταται αναγκαίο να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα προσδιοριστικά εκείνα στοιχεία, με βάση τα οποία θα καθορισθεί το ύψος της χρηματικής ικανο ποίησης (όπως π.χ. ο βαθμός του πταίσματος του αδικοπραγή σαντος, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων κλπ.), καθόσον τα παραπάνω στοιχεία μπορεί να προκόψουν από τις αποδείξεις, ενώ οι ειδικότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της ηθικής βλάβης δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, το Δικαστήριο δε αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1220/2010 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»), Έτσι, το Δικαστήριο, εφόσον δεχθεί ότι εξαιτίας αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπ’ όψη κριτήρια, όπως το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών κ.λπ., χωρίς να απαιτείται η ειδικό τερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου, προκειμένου η απόφαση να διαθέτει την αναγκαία ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (ΑΠ 142/2019 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1, 224 παρ. 2, 361, 362 και 363 ΠΚ (ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1216/ 2014, ΑΠ 756/2011, ΑΠ 408/2007 ό.π., ΜονΕφΘεσ 15/2021 Αρμ 2021. 2025). Ειδικότερα, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Συνεπώς, για τη στοιχειο θέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση, που αναφέρεται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις (ΑΠ 1729/2008 ό.π.). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται από ιδία πεποίθηση ή γνώμη, ενώ διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης, που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό, το οποίο αξιολογείται, είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δυνατό να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια (AΠ 1355/ 2015, ΑΠ 1729/2008 ό.π.). Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί, ως προστατευόμενο αγαθό, την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στο πλαίσιο της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται στην ηθική αξία, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, διαφορετικά μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά τη διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ (ΑΠ 179/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 543/ 2009 ΧρΙΔ 2010.253, ΑΠ 1095/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1462/2005 ΕλλΔνη 2006.190, ΑΠ 387/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται άμεσος δόλος, συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον του τρίτου του ψευδούς γεγονότος εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και δεν αρκεί απλός δόλος [ΑΠ (ΠΟΙΝ) 1389/2019 ΠοινΧρ 2019.669], ενώ για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της δυσφή μησης αρκεί ενδεχόμενος δόλος, συνιστάμενος στη γνώση του δράστη ότι το γεγονός, που διαδίδει ή ισχυρίζεται, είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και τη θέλησή του να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει το βλαπτικό αυτό γεγονός [ΑΠ (ΠΟΙΝ) 1671/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Άλλωστε, αν ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε, ή είχε γι’ αυτό αμφιβολίες, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ενδεχομένως όμως να στοιχειοθετείται το έγκλημα της απλής δυσφήμησης. Αντίθετα, δηλαδή, με όσα συμβαίνουν στη συκοφαντική δυσφήμηση, η απλή δυσφήμηση στοιχειοθετείται ανεξάρτητα από το εάν το γεγονός είναι αληθές ή όχι, πλην όμως, αν αποδειχθεί η αλήθεια του γεγονότος, η πράξη μένει ατιμώρητη, κατά τους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 366 παρ. 1 ΠΚ (ΜΠρΠατρ 135/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β,, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπε ριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Εξάλλου, σύμφωνα  με τη διάταξη του άρθρου 1 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) (<<με τον τίτλο Είσπραξις Δημοσίων Εσόδων Λήμματα Δημόσια έσοδα, Έννοια, Απαιτήσεις Δημοσίου, Καθολική ή ειδική διαδοχή Κείμενο Αρθρου ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ>>) 1. Η είσπραξις των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται κατά τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος. 2. Ως δημόσια έσοδα θεωρούνται και αι απαιτήσεις ων κατέστη δικαιούχον το Δημόσιον εκ καθολικής ή ειδικής διαδοχής>>. Με το συγκεκριμένο άρθρο διαγράφεται το ρυθμιστικό πεδίο του συγκεκριμένου Νομοθετικού Διατάγματος, το οποίο εκτείνεται και καταλαμβάνει τα δημόσια έσοδα, ήτοι, απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου σε βάρος οφειλετών του, που απορρέουν ουσιαστικά από  to jus imperium, ήτοι, την κυριαρχική εκείνη σχέση ανάμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο και στον οφειλέτη, αποκλειομένης συνακόλουθα της υπαγωγής στο ρυθμιστικό πεδίο του Κ.Ε.Δ.Ε. των απαιτήσεων μεταξύ των ιδιωτών ανεξάρτητα από την αιτία, για την ικανοποίηση των οποίωνεισάγει ρυθμίσεις ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας στις διατάξεις του των άρθρων 904 και επ. Επιπλέον, κατά  τη διάταξη του άρθρου 30 του ίδιου ως άνω Κώδικα, με  τον τίτλο «Κατασχέσεις στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως αυτό προστέθηκε  με την παρ. 2 του άρθρου 67 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58/23.4.2010). (Σχετικά βλ. την παρ. 4 άρθρου 66 Ν. 4170/2013 (ΦΕΚ Α’ 163/12.07.2013). για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, το κατασχετήριο έγγραφο κοινοποιείται στο κεντρικό κατάστημα ή σε οποιοδήποτε υποκατάστημα αυτών και μπορεί να περιέχει πολλούς οφειλέτες του Δημοσίου. Στο κατασχετήριο αυτό έγγραφο επισυνάπτεται για τον κάθε οφειλέτη πίνακας, στον οποίο αναφέρεται το είδος και το ποσό κάθε οφειλής, ως και ο αριθμός και η χρονολογία βεβαίωσής της. «Ο πίνακας χρεών μπορεί να αντικαθίσταται από την ταυτότητα οφειλής του κατασχετηρίου, η οποία συνιστά το μοναδικό κωδικό αριθμό ανά κατασχετήριο αίτημα και συνδέεται μονοσήμαντα με τον πίνακα». Η δήλωση του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32, γίνεται κοινή για όλους τους οφειλέτες του κατασχετηρίου εγγράφου και συνοδεύεται απαραίτητα από παραστατικό κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού του κάθε οφειλέτη για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ημερών πριν την ημερομηνία επίδοσης του κατασχετηρίου εγγράφου και μιας ημέρας μετά από αυτήν, άλλως θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ δήλωση. Η απόδοση των ποσών στην Υπηρεσία, που επέβαλε την κατάσχεση γίνεται υποχρεωτικά εντός δέκα (10) ημερών από την υποβολή της δήλωσης του πιστωτικού ιδρύματος. Οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 (ΦΕΚ 224 Α’) δεν εφαρμόζονται. Για την ανωτέρω διαδικασία δεν καταβάλλονται έξοδα.» «Οι διατάξεις του παρόντα Κώδικα περί κατάσχεσης στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων εφαρμόζονται αναλογικά και στα εγκαταστημένα στη χώρα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 62 του ν. 4170/2013 (Α’ 163)». Κατά συνέπεια των παραπάνω, οι διατάξεις του συγκεκριμένου Νομοθετικού Διατάγματος δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις διαφορές μεταξύ ιδιωτών και για απαιτήσεις του, που ανακύπτουν στα πλαίσια της συναλλακτικής τους δράσης, με συνέπεια ο πρώτος (1ος) κατά σειρά λόγος της υπό κρίση εφέσεως της εκκαλούσας Τράπεζας, με τον οποίο η τελευταία διατείνεται ότι η κατά τα παρακάτω δήλωση  της τυγχάνει καθ’ ολοκληρίαν αληθής, κατ’ άρθρο 30Α Κ.Ε.Δ.Ε. δεδομένου ότι τα κοινοποιηθέντα <<πολυκατασχετήρια>> υπέρ των παραπάνω Οργανισμών και του Ελληνικού Δημοσίου αφορούν τον ενάγοντα ……. (με την έννοια ότι το όνομά του εμπεριέχεται σε αυτά ως οφειλέτης), τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθώς εν προκειμένω η επίδικη δήλωση έλαβε χώρα στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 982 και επ.Κ.Πολ.Δ. με σκοπό την ικανοποίηση απαίτησης ιδιώτη (είσπραξη μσθωμάτων, που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο εκχώρησης προς το Ελληνικό Δημόσιο).

Αναφορικά με τους λοιπούς λόγους της υπό στοιχεία (Α) έφεσης αλλά και της υπό στοιχεία (Β) έφεσης πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομά ζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/ 2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/ 2013, ΑΠ 168/2014) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, από την υπ’ αριθμόν ……./22.11.2018 ένορκη βεβαίωση της ………. ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου-εκκαλούντος, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν  υπ’ αριθμόν ……./14.11.2018 και ………./15.11.2018 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………, τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 27.03.2018, επιδόθηκε στον ……… (ενάγοντος) η με αριθμό ……./2018 Διαταγή Απόδοσης Χρήσεως μισθίου και πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα μετά από αίτηση του …….. (πρώτου (1οΥ) των εναγόμενων) και με την οποία ο ενάγων διατασσόταν αφενός να αποδώσει στο ………. τη χρήση του μισθίου ακινήτου, τη χρήση του οποίου μέχρι τότε μίσθωνε, ήτοι, του καταστήματος του ισογείου ορόφου επιφανείας 30,00 τ.μ. με πατάρι και WC, με στοιχεία 1-2 διακεκριμένης αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας του ισογείου ορόφου με ποσοστό συνιδιοκτησίας 22/000 επί του οικοπέδου της πολυώροφης οικοδομής, κείμενη στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Πειραιά, επί της οδού ………… και το οποίο χρησιμοποιούσε, ως πρατήριο πωλήσεως υγρών καυσίμων και λιπαντικών μέχρι την έκδοση της ως άνω διαταγής και αφετέρου να καταβάλει σε αυτόν το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων δεκαέξι Ευρώ (Ε) και πενήντα λεπτών (3.316,50) € με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της λήξης της προθεσμίας για την καταβολή μισθώματος μέχρι την εξόφληση, καθώς και των διακοσίων τριάντα (230,00) Ευρώ € για δικαστικά έξοδα πλέον εξόδων και συνολικά το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι δύο Ευρώ και εννέα λεπτών (3.922,9) €, σύμφωνα με την από 22. 03. 2018 επιταγή, που του κοινοποίησε, την 27.3.2018. Την 18η Μαίου του έτους 2018, ο ενάγων απέδωσε στον πρώτο (1ο) εναγόμενο τη χρήση του παραπάνω μισθίου ακινήτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος με σκοπό την είσπραξη της απαιτήσεώς του κοινοποίησε την 30η.05.2018 στον ενάγοντα την από 25.5.2018 αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια της εκκαλούσας και δεύτερης (2ης) των εναγομένων Τράπεζας. Η τελευταία προέβη την 01η.06.2018, δια του νόμιμου εκπρόσωπού της σε δήλωση της, ως τρίτης, στα χέρια της οποίας επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση, κατ’ άρθρο 985 ΚΠολΔ, με το από 25.05.2018 κατασχετήριο του πρώτου (1ου) εναγόμενου, ενώπιον του Γραμματέως του Ειρηνοδι κείου Αθηνών, η οποία έλαβε τον αριθμό ………../2018. Στη δήλωσή της αυτή, η εκκαλούσα- δεύτερη (2η) εναγόμενη Τράπεζα μεταξύ άλλων δήλωσε τα ακόλουθα: «Επίσης έχει επιβληθεί έως σήμερα άλλη κατάσχεση εις χείρας της τράπεζας ως τρίτης που να αφορά στον ανωτέρω οφειλέτη σας από τη Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά στις 11/10/2016  μέχρι του ποσού των 78.740,17 €, από το ΙΚΑ ΠΕΙΡΑΙΑ στις 12/6/2017 μέχρι του ποσού των 33.143,63 €, από το Δ’ ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ στις 9/10/2017 μέχρι του ποσού των 5.000. 000€ καί από το ΔΗΜΟ ΠΕΙΡΑΙΑ στις 20/10/2016 μέχρι του ποσού των 157.000€, δυνάμει των οποίων παραμένει δεσμευμένο το ως άνω ποσό». Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι κατά της ως άνω υπ’ αριθμ. ………./2018 Διαταγής Αποδόσεως Χρήσεως μισθίου και πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιώς ο ενάγων άσκησε την από 29.3.2018 και με αριθμό καταθέσεως ………../2018 ανακοπή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 4η.12.201, ενώ άσκησε και την από 14.06.2018 και με αριθμό καταθέσεως ………/2018 αίτηση αναστολής, η οποία εκδικάσθηκε την 29η.06.2018 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Κατά την εκδίκαση της αιτήσεως αναστολής δημόσια στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Πειραιώς ενώπιον της Ειρηνοδίκη, η οποία είχε επιληφθεί της σχετικής υπόθεσης, ο πρώτος (1ος) των εναγόμενων προς αντίκρουση του ισχυρισμού του ενάγοντος ότι ο τελευταίος ήταν καθ’ όλα φερέγγυο άτομο και δεν όφειλε σε τρίτους και ως εκ τούτου δεν κινδύνευε η απαίτησή του για το χρηματικό ποσό 3.922,93 €, προσκόμισε με επίκληση την ως άνω υπ’ αριθμόν ……./2018 δήλωση της εκκαλούσας- δεύτερης (2ης) εναγόμενηςΤράπεζας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ……./22.11.2018 ένορκη βεβαίωση της ……… και την υπ’ αριθμόν ……../22.11.2018 ένορκη βεβαίωση του ……….. Ακολούθως ο ενάγων προσέφυγε στην αρμόδια Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών, από την οποία την 3η.7.2018 έλαβε επικυρωμένο αντίγραφο της ως άνω με αριθμ. ……./2018 Δήλωσης Τρίτου, λαμβάνοντας γνώση του περιεχομένου της, την 03η.07.2018 υπέβαλε στο Δ Τελωνείο Πειραιώς τη με αριθμό πρωτ. …./3.7.2018 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε αυθημερόν η με αριθμό πρωτ. …./3.7.2018 απάντηση του Δ Τελωνείου Πειραιώς, στην οποία αναφέρονται επίλέξει τα εξής: «Σε απάντηση της ανωτέρω σχετικής, σας ενημερώνουμε ότι η κατάσχεση τον τραπεζικού σας λογαριασμού έγινε δυνάμει τον Αριθμ. Πρωτ. …../27-09-2017 εγγράφον αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων (Αριθμός Ειδικού Βιβλίον ……..), για οφειλή σας, η οποία την 27η Σεπτεμβρίου 2017, ανήρχετο στο ποσό των 706,86 € (επτακόσια έξι ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά), όπως προκύπτει από τον παρακάτω πίνακα χρεών […] Το ως άνω έγγραφο επεδόθη στην Τράπεζα   ……….Ε. στις 09/10/2017». Από το εν λόγω έγγραφο του Δ Τελωνείου Πειραιώς σαφώς προκύπτει ότι την 9Η-10-2017, οπότε και επιδόθηκε στην εκκαλούσα και εναγόμενη Τράπεζα το ως άνω κατασχετήριο η οφειλή του ενάγοντος στο Δ Τελωνείο Πειραιώς ανερχόταν σε επτακόσια έξι ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (708,86 €) και όχι στο χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) Ευρώ (Ε), το οποίο ανέφερε η εναγόμενη Τράπεζα στη με αριθμ. ………/2018 Δήλωση Τρίτου. Ακολούθως, την 4η.07.2018, ο ενάγων προσέφυγε στην Διεύθυνση Οικονομικής Υπηρεσίας του Δήμου Πειραιά και έλαβε την με αριθμ. πρωτ. ……../4-7-2018 Βεβαίωση, στην οποία ρητά αναφέρεται ότι «Βεβαιώνουμε ότι έχουν ασκηθεί στις 6/6/2016 εις βάρος του οφειλέτη του Δήμον ………. και επιδόθηκαν στις 20/10/2016 κατασχέσεις εις χειρας τρίτων σε όλες τις τράπεζες για ποσό: 1.716,03 €», ενώ ακόμη παρέλαβε από την ως άνω υπηρεσία αντίγραφο της με αριθμ. πρωτ. ……../6 .10.2016 Αναγκαστικής Κατάσχεσης εις χειρας τρίτου και συγκεκριμένα εις χείρας της δεύτερης των εναγόμενων, από την οποία προκύπτει ότι η εν λόγω κατάσχεση έλαβε χώρα για ποσό 1.716,03 € οφειλής του ενάγοντος, ενώ το συνολικό ποσό των 147.907,46 Ευρώ (Ε), για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση εις χείρας της δεύτερης (2ης) εναγόμενης Τράπεζας ως τρίτης, αποτελούν οφειλές άλλων οφειλετών του Δήμου Πειραιά. Κατόπιν  τούτων, προκύπτει η αναλήθεια της δήλωσης της εκκαλούσας- δεύτερης (2ης) εναγόμενης Τράπεζας κατά περιεχόμενο, λόγω δε του ύψους των ποσών, που φερόταν ο ενάγων να οφείλει στον Δήμο Πειραιά και στη Δ.Ο.Υ. Πειραιά. Έτσι, η κατάθεση αυτής ενώπιον της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που στοιχειοθετεί εννοιο λογικά  <<ανακοίνωση>>, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, συνιστά δυσφημιστικό για τον ενάγοντα γεγονός, καθώς τον εμφανίζει, ως ένα φυσικό πρόσωπο με σημαντικές οφειλές σε τρίτους, γεγονός, που αναιρεί τη φερεγγυότητά του και συνακόλουθα καταδεικνύει μη εντιμότητα και ευθύητα στις συναλλαγές του με τρίτους. Ένεκα του περιεχομένου της συγεκριμένης δήλωσης και της προσκόμισής της, ως αποδεικτικό μέσο στα πλαίσια της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, αυτή θεωρείται ικανή και πρόσφορη για την απόρριψη των διαλαμβανόμενων στην αίτηση αναστολής αγωγικών ισχυρισμών του τότε αιτούντος και ήδη ενάγοντος …….. και συνακόλουθα για την επίρρωση των ισχυρισμών του πρώτου (1ου) εναγόμενου και τότε αιτούντος. Επιπλέον, η εκκαλούσα Τράπεζα παρέβη την υποχρέωσή της για συμπεριφορά σύμφωνη και συμβατή με το γενικότερο πνεύμα του δικαίου και τις επιταγές της έννομης τάξης, καθώς, όπως προεκτέθηκε, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικά επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, δεδομένου ότι η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, η οποία απορρέει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (Α.Π. 1024/2022 Δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Πλέον συγεκριμένα, η εκκαλούσα και εναγόμενη Τράπεζα δεν προέβη στον προσήκοντα και ενδεδειγμένο από τις περιστάσεις ενδελεχή έλεγχο στα μηχανογραφικά της συστήματα από τους προστηθέντες της υπαλλήλους και ακολούθως σε αντιπαραβολή των αριθμητικών στοιχείων, που εμφαίνονται στους συνυποβληθέντες Πίνακες Χρεών, προκειμένου να αποφευχθεί η παρείσφρηση σφάλματος στη δήλωση, με συνέπεια τη σύνταξη ανακριβούς ως προς το περιεχόμενο δήλωσης, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, χωρίς να αναιρείται το παράνομο της συμπεριφοράς της αυτής από την αδυναμία της να ελέγξει το ακριβές ποσό, για το οποίο είχαν επιβληθεί οι παραπάνω κατασχέσεις σε βάρος του οφειλέτη-ενάγοντος για τεχνικούς ελέγχους, καθώς οι πλημμέλειες του προγράμματος αναφορικά με το μηχανογραφικό σύστημα της εκκαλούσας Τράπεζας, συνιστάμενες σε μη αναγραφή στο πρόσωπο του κάθε οφειλέτη το συνολικά οφειλόμενο από αυτόν χρηματικό ποσό, αντιπαραβαλλόεμνο ευχερώς από τις συνυποβληθείσες καταστάσεις-πίνακες χρεών βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο την τελευταία, η οποία έπρεπε να λάβει τα ενδεδειγμένα και αναγκαία εκείνα μέτρα με την αναβάθμιση/προσαρμογή του μηχανογραφικού της συστήματος, κατά τέτοιο τρόπο, που να αντιστοιχεί στο κάθε πρόσωπο/οφειλέτη το χρηματικό ποσό, που πράγματι οφείλει και για το οποίο επιβάλλεται αναγκαστική εκτέλεση, ειδικότερα στις περιπτώσεις των  «πολυκατασχετηρίων», έτσι ώστε να αποτυπώνεται η πραγματική κατάσταση οφειλών του κάθε προσώπου-οφειλέτη, προκειμένου η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του να αντιστοιχεί σε πραγματική οφειλή του. Δηλαδή, θα μπορούσε με απλή διασταύρωση- αντιπαραβολή των συνυποβληθέντων στοιχείων από την πλευρά της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. με τα αναγραφόμενα στη δήλωση στοιχεία- αριθμητικά μεγέθη. Συνεπώς, η παράλειψη της αναγκαίας αντιπαραβολής από τους Υπαλλήλους της μπορούσε να προβλεφθεί από αυτούς ως ένας λόγος παρεισήφρησης σφάλαμτος, το οποίο αποδέχθηκαν ως ένα ενδεχόμενο, το οποίο και αποδέχθηκαν τελικά. Ένεκα της παράνομης και υπαίτιας αυτής συμπεριφοράς της εκκαλούσας στην υπό στοιχεία (Α) ένδικη υπόθεση και αντίστοιχα δεύτερης (2ης) εφεσίβλητης Τράπεζα στην υπό στοιχεία (Β) ένδικη υπόυεση Τράπεζα εκτέθηκε σε κίνδυνο η περιουσιακή κατάσταση του ενάγοντος ……., ενώ συγχρόνως προσβλήθηκε η προσωπικότητά του, καθώς αυτός εμφανίζεται, ως οφειλέτης ιδιαίτερα σημαντικών χρηματικών ποσών προς το Ελληνικό Δημόσιο  αλλά και το Δήμο Πειραιά, γεγονός, που καθιστούσε αυτόν, τελικά ως ένα αφερέγγυο και αναξιόπιστο στο συναλλακτικό κύλο πρόσωπο, συνεκτιμώμενου και του γεγονός ότι ένας απροσδιόριστος αριθμός προσώπων έλαβε γνώση του περιεχομένου της δήλωσης αυτής (ο Δικαστής- Ειρηνοδίκης, που επιλήφθηκε της σχετικής υπόθεσης, ο Γραμματέας, ενώπιον του οποίου έλαβε χώρα η κατάθεση των σχετικών σημειωμάτων των διαδίκων, οι παραστάντες Δικηγόροι, κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, τα πρόσωπα, που βρίσκονταν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ο Γραμματέας, κατ’ άρθρο 985 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του οποίου έλαβε χώρα η καταχώρηση της σχετικής δήλωσης στο ειδικό βιβλίο, το οποίο τηρείται στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών.   Αναφορικά με τον πρώτο (1ο) εναγόμενο ………., δεν προέκυψε από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο το αναγκαίο στοιχείο της γνώσης του σχετικά με την αναλήθεια των διαλαμβανόμενων στην υπ’ αριθμόν ……/2018 Δήλωση Τρίτου, καθώς λόγω του απορρήτου τέτοιου είδους πληροφοριών αναφορικά με τα στοιχεία οικονομικής κατάστασης του ενάγοντος …….., αυτός δεν μπορούσε να είχε πρόσβαση και ενημέρωση σε αρχεία και οικονομικές καταστάσεις/δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων, αλλά τις όποιες γνώσεις του αντλούσε αποκλειστικά από τρίτους και δη στη συγκεκριμένη περίπτωση από τη δεύτερη (2η) εφεσίβλητη και ήδη εκκαλούσα στην υπό στοιχεία (Α) υπόθεση Τράπεζα. Κατά συνέπεια, δεν έχει τη δυνατότητα διενέργειας ελέγχου ως προς την ακρίβεια τέτοιων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα άλλου προσώπου έστω και οφειλέτη του, αλλά αντίθετα είχε την εύλογη πεποίθηση σχετικά με την ορθότητα και την ακρίβεια των ανακοινούμενων σε αυτών πληροφοριών. Επομένως, αίρεται το στοιχείο της υπαιτιότητας του πρώτου (1ου) εναγόμενου …….., ως αναγκαίος δικαιοπαραγωγικός όρος των άρθρων 914 και 932 Α.Κ., σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Έτσι, εξαιτίας της προπεριγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων οργάνων της εκκαλούσας Τράπεζας, για την οποία ωστόσο η ίδια ευθύνεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 922 του Αστικού Κώδικα, ως προστήσασα, ο ……. υπέστη ηθική βλάβη, με το να εμφανίζεται σε έγγραφο, προορισμένο για την απόδειξη γεγονότος, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ως οφειλέτης ιδιαίτερα σημαντικών χρηματικών ποσών προς δημόσιους Φορείς, και ως εκ τούτο αναξιόπιστο πρόσωπο. Η βλάβη αυτή, η οποία -χωρίς να είναι περιουσιακή ζημία- επήλθε επί προσβολής του ως άνω μη περιουσιακού αγαθού του (προσβολή της τιμής του) (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου,  σελ. 114), υφίσταται, δε, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς της εκκαλούσας- δεύτερης (2ης) εναγόμενης Τράπεζας και της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος. Κατά συνέπεια, αυτός έχει νόμιμη αξίωση έναντι της εναγόμενης- εκκαλούσας Τράπεζας για την αποκατάσταση της μη περιουσιακής (ηθικής) ζημίας του, είναι δηλαδή  δικαιούχος  απαιτήσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεδομένης της ταραχής, την οποία βίωσε, καθώς και της αναστάτωσης και της ταλαιπωρίας, την οποία υπέστη προς επαλήθευση των πραγματικών οφειλών και αποκατάσταση της αλήθειας. Ως εκ τούτου και κατόπιν εκτιμήσεως των οικείων προσδιοριστικών παραγόντων, ήτοι των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της κοινωνικής απαξίας του συγκεκριμένου αστικού αδικήματος, που τέλεσε με τη συμπεριφορά των προστηθέντων της η εναγόμενη Τράπεζα σε αντίθεση με τον εκκαλούντα- ενάγοντα, ο οποίος δεν εκδήλωσε δηλαδή συμπερι φορά, η οποία να συνδέεται αιτιωδώς με την προκληθείσα σε αυτόν ηθική βλάβη, τις δυσμενείς συνέπειες, που είχε η αδικοπραξία για τον εκκαλούντα, της κοινωνικής και περιουσιακής κατάστασης των διαδίκων, και με βάση τέλος τα δεδομένα της κοινής πείρας, κρίνεται ότι προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη πρέπει να αναγνωριστεί στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) Ευρώ (Ε), το οποίο, εν όψει όλων των παραπάνω αλλά και, του σκοπού της χρηματικής ικανοποίησης και της εξισορροπητικής λειτουργίας, που αυτή επιτελεί, πρέπει να θεωρηθεί δίκαιο, εύλογο και ανταποκρινόμενο στις συνέπειες της τελεσθείσας αδικοπραξίας, λαμβανομένης υπ’ όψιν κατά τον καθορισμό του ύφους της και της αρχής της αναλογι κότητας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο προέβη σε ανάλογες παραδοχές, ορθά εκτίμησε την ένδικη αγωγή, η επισκόπηση της οποίας παραδεκτά γίνεται από το Δικαστήριο τούτο, και στη συνέχεια απέρριψε  αυτήν ως προς τον πρώτο (1ο) εναγόμενο ………, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ έκανε δεκτή αυτήν ως προς τη δεύτερη (2η) εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα Τράπεζα. Επιπλέον,  ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις εφαρμοστέες διατάξεις, ενώ εκτίμησε κατά τον προσήκοντα τρόπο τις προσκομισθείσες ενώπιον του αποδείξεις, διαλαμβάνοντας στην εκκαλούμενη απόφαση την αναγκαία, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να υποπέσει στις αποδιδόμενες με τις υπό κρίση εφέσεις πλημμέλειες. Επομένως, οι σχετικοί λόγοι των εφέσεων, με τους οποίους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, τυγχάνουν απορριπτέοι στο σύνολό τους, ως αβάσιμοι, συνακόλουθα δε και οι κρινόμενες εφέσεις απορριπτέες. Εφόσον οι εφέσεις απορρίπτονται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων ποσού εκατό (100,00) Ευρώ (Ε), το καθένα από αυτά, που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση των εφέσεων, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, τα  δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν λόγω της απόρριψης των εφέσεων τους, ενώ τα δικαστικά έξοδα του πρώτου (1ου) εφεσίβλητου στην υπό στοιχεία (Β) έφεση πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος ……….. λόγω της ήττας του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 επ. Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος του, ως ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 15/09/2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……/ (Ε.Α.Κ.Δ.) …../2020 έφεση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία <<………..>> και την από 09/09/2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……../ (Ε.Α.Κ.Δ.) ……./2020 έφεση του ………...

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ ουσίαν.

-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας αναφορικά με τις απορριφθείσες εφέσεις.

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος …… τα δικαστικά έξοδα του πρώτου (1ου) εφεσίβλητου στην υπό στοιχεία (Β) έφεση ……… για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά της εκκαλούσας Τράπεζας κατά την άσκηση της έφεσής της, με  αριθμό ………../2020 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), καθώς και του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά του εκκαλούντος ………… κατά την άσκηση της έφεσής του με αριθμόν …………/2020 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο),

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά, την 31η Ιανουαρίου 2023.

       Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ             Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ